Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Πνευματικές Εμπειρίες

Περί εμπειριών όρασης του Ακτίστου Φωτός // Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Η ανάβαση προς τη Θέωση // Γνήσιες πνευματικές εμπειρίες και καταστάσεις νόθες // Το Φως που δεν είναι φως και γνωρίζει κατ' όνομα

Η φύσις τού Φωτός

Αρχιμανδρίτης Σοφρώνιος (Σαχάρωφ)

(Μετάφρασις εκ τού Ρωσικού, Ιερομονάχου Ζαχαρίου)

 

Πηγή: Βιβλίο Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ) "Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί". (Σελ. 256 - 273). Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1992.

 

Ενατενίζων επιμόνως προς τον καθαρόν και κυανούν ουρανόν, ενίοτε προσήλουν το βλέμμα μου εις συγκεκριμένην κατεύθυνσιν, ενίοτε δε διέτρεχον τούτον απ’ άκρου εις άκρον. Ότε έφθανον εις τον ορίζοντα, νοερώς μετέβαινον πέραν αυτού, και τότε έβλεπον αυτόν να περιβάλλη τον πλανήτην ημών. Προσεπάθουν να εισχωρήσω εις τα βάθη αυτού και να ανιχνεύσω τα όρια αυτού. Όσον συνεκέντρουν την προσοχήν μου επί του θαυμαστού τούτου φαινομένου, όσον εντονώτερον ενητένιζον εις την πλήρη φωτός ουράνιον σφαίραν, τοσούτω μάλλον αύτη έθελγεν εμέ δια του μυστηρίου αυτής. Ότε όμως, κατά την Άνωθεν δωρεάν ηξιώθην να ίδω το άκτιστον Φως της Θεότητος, τότε εις τον κυανούν ουρανόν του «κυανού πλανήτου» ημών μετά χαράς ανεγνώρισα το σύμβολον της ακτινοβολίας της υπερκοσμίου δόξης. Η λάμψις αύτη πληροί τα πάντα, όλας τας αβύσσους του σύμπαντος (ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ), παραμένουσα αναλλοιώτως ασύλληπτος και απρόσιτος εις τα κτίσματα. Το κυανούν είναι το χρώμα του επέκεινα, της υπερβατικότητος. Πολλοί επί της γης εδέχθησαν την μακαριότητα της θέας του θαυμαστού τούτου Φωτός. Οι πλείστοι εξ αυτών εφύλαξαν την ευλογίαν ταύτην ως το πολυτιμότερον μυστικόν της ζωής αυτών, και μετέβησαν εις τον άλλον κόσμον, ελκυόμενοι υπό του θαύματος τούτου. Άλλοι όμως έλαβον εντολήν να αφήσουν εις τους εγγύς και τους μακράν αδελφούς αυτών την μαρτυρίαν περί της υψίστης ταύτης πραγματικότητος.

Η ψυχή μετά φόβου αποφασίζει να ομιλήση περί του Φωτός εκείνου, όπερ επισκέπτεται τον άνθρωπον τον διψώντα να ίδη το Πρόσωπον του Ανάρχου. Η φύσις του Φωτός τούτου είναι μυστηριώδης. Ακατάληπτον, αόρατον, ενίοτε γίνεται ορατόν και δι’ αυτών εισέτι των σωματικών οφθαλμών. Ιλαρόν και τρυφερόν, ελκύει προς εαυτό και την καρδίαν και τον νουν ούτως, ώστε να επιλανθάνεταί τις της γης, αρπαζόμενος εις άλλον κόσμον. Τούτο δύναται να συμβή και εν τω εντόνω φωτί της ημέρας και εν τω σκότει της νυκτός. Καίτοι είναι πράον, εν τούτοις είναι ισχυρότερον παντός ό,τι περιβάλλει ημάς. Περιπτύσσεται τον άνθρωπον κατά παράδοξον τρόπον εκ των έξω· βλέπομεν τούτο, αλλ’ η προσοχή στρέφεται εις τα ενδότερα του έσω ανθρώπου, εις την καρδίαν την φλεγομένην υπό της αγάπης, αγάπης άλλοτε ευσπλάγχνου και άλλοτε ευγνώμονος. Δύναται να συμβή ώστε να μη αισθάνεται τις την υλικότητα, ούτε την εαυτού ούτε την του περιβάλλοντος αυτόν κόσμου (ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ), και βλέπει εαυτόν ως φως. Παύει η αίσθησις του πόνου· αποχωρούν αι μέριμναι της γης· αι ανησυχίαι διαλύονται υπό της γλυκείας ειρήνης. Συνέβαινεν, ώστε το Φως τούτο να εμφανίζηται κατ’ αρχάς ως λεπτή φλοξ, θεραπευτική και καθαρτική, κατακαίουσα τρυφερώς δια τινος ανεπαισθήτου σχεδόν επαφής και εντός και εκτός παν ό,τι δεν ήτο ευάρεστον εις Αυτό.

Το άγιον τούτο Φως, όταν εμφανίζηται εν δυνάμει, φέρει την ταπεινήν αγάπην. Αποδιώκει πάσαν αμφιβολίαν και πάντα φόβον, εγκαταλείπει μακράν εις τα οπίσω πάσας τας γηΐνας σχέσεις, άπασαν την πυραμίδα των κοινωνικών τάξεων και των ιεραρχικών αξιωμάτων. Ο άνθρωπος γίνεται τρόπον τινά «ουδείς»: Δεν ίσταται επί της οδού των αδελφών αυτού· ουδεμίαν θέσιν επιδιώκει δι’ εαυτόν εν τω κόσμω τούτω. Το Φως τούτο είναι καθ’ εαυτό η ακήρατος ζωή, πεπληρωμένη υπό της ειρήνης της αγάπης. Δίδει εις το πνεύμα ημών την γνώσιν ενός άλλου, απεριγράπτου Είναι· ο νους σιγά καθιστάμενος υπεράνω της διανοήσεως εξ αιτίας αυτού τούτου του γεγονότος της εισόδου αυτού εις νέαν μορφήν ζωής. Το Φως τούτο είναι ελαφρόν, λεπτότερον παντός ό,τι γνωρίζει η γη, απεργάζεται δε την ψυχήν άτρωτον και απρόσβλητον από παντός ό,τι συνέθλιβεν αυτήν πρότερον. Ο θάνατος τρέπεται εις φυγήν ενώπιον Αυτού και η προσευχή «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος» εναρμονίζεται θαυμαστώς μετ’ Αυτού.

Το πνεύμα ημών αγάλλεται: Το Φως τούτο είναι Θεός· είναι παντοδύναμον και συγχρόνως αφάτως πράον. Ώ, μετά πόσης προσοχής χειρίζεται τον άνθρωπον! Θεραπεύει την συντετριμμένην εκ της απογνώσεως καρδίαν· εμπνέει δια της ελπίδος της νίκης την βεβαρυμένην υπό της αμαρτίας ψυχή.

Σωστική δύναμις περικλείεται εντός της ανενδοιάστου πίστεως εις τον Χριστόν-Θεόν. Ούτος είναι το υπέρτατον γεγονός του ανάρχου είναι. Είναι η αρχή και το τέλος, το Α και το Ω. Επί την πέτραν ταύτην της πίστεως καθίσταται δυνατή εισέτι και δι’ ημάς η αληθινή μετάνοια και η περαιτέρω πνευματική πείρα, ομοία προς εκείνην των Αποστόλων, των Πατέρων της Εκκλησίας, και των ασκητών όλων των αιώνων. Εκ του είδους των δωρεών, αίτινες ακολουθούν την ειλικρινή μετάνοιαν, θα γνωρίση ο άνθρωπος την ουράνιον αυτών προέλευσιν. Το άκτιστον Φως περιέβαλεν επί του Θαβώρ τους Αποστόλους Πέτρον, Ιάκωβον και Ιωάννην, και εν τη λάμψει αυτού ήκουσαν ούτοι την άϋλον φωνήν του Πατρός, μαρτυρούντος περί του Χριστού ως περί του ηγαπημένου Αυτού Υιού. Ο Απόστολος Παύλος επί της οδού προς Δαμασκόν είδε το αυτό Φως, και εν τη εμφανίσει αυτού εγνώρισε την Θεότητα του Ιησού. Τοιαύτης δωρεάς ηξιώθησαν κατά τους παρελθόντας αιώνας πολλοί ιεράρχαι, ασκηταί, μάρτυρες και δίκαιοι. Και μέχρις εισέτι των ημερών ημών η χάρις αύτη δεν έπαυσε να εκχέηται επί τους πιστεύοντας.

Της οράσεως του Φωτός προηγείται η άσκησις της μετανοίας, η καθαίρουσα ημάς από των παθών. Η άσκησις αύτη είναι λίαν επώδυνος, αλλ’ αυτή αύτη η θεωρία του Φωτός είναι ηδεία δια την καρδίαν και τον νουν. Το Φως τούτο είναι αγάπη εντελώς ιδιαιτέρα, η μακαριότης της οποίας είναι δυνατόν να ενταθή και να παραταθή κατά το μέτρον καθ’ ό ο ψυχισμός και το σώμα του ανθρώπου δύνανται να φέρουν την ουράνιον ταύτην φλόγα.

Το Φως τούτο, φυσικόν ιδίωμα του «Πατρός των φώτων» (Ιακ. α’ 17), αναγεννά και εισέτι ανα-δημιουργεί ημάς. Η προσοχή ημών μεταβάλλει ριζηδόν κατεύθυνσιν. Πρότερον ειλκύετο αύτη προς την γην και τα πρόσκαιρα πράγματα. Μετά την επενέργειαν όμως της χάριτος περικλείεται αύτη εντός, και εκείθεν ανέρχεται εις την πνευματικήν σφαίραν των «μη βλεπομένων και αιωνίων» (πρβλ. Β’ Κορ. δ’ 18). Ό,τι πρότερον εφαίνετο εις ημάς σπουδαίον, και εισέτι μέγα, αποβαίνει ασήμαντον δια το πνεύμα ημών: Και ο πλούτος, και η εξουσία, και η επίγειος δόξα, και πάντα τα όμοια αυτών, παύουν να ελκύουν ημάς. Και η επιστήμη εισέτι, μη δίδουσα εις ημάς την πλέον ουσιώδη γνώσιν, τουτέστι την γνώσιν του Θεού, ως και αι φιλοσοφικαί ενατενίσεις, άμοιροι αυθεντικής ζωής, παρουσιάζονται μόνον ως παρερχόμεναι αξίαι.

Όταν περιβάλλη ημάς το ανονόμαστον και απαραβίαστον κατά την φύσιν αυτού Φως και εισδύη εις την ψυχήν ημών, τότε και ημείς γινόμεθα τρόπον τινά, άχρονοι. Το Φως τούτο, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, είναι φως αγάπης και γνώσεως, αλλά αγάπης και γνώσεως ιδιαιτέρας τάξεως. Αμφότερα ταύτα συγχωνεύονται εις έν, μάλιστα δε και είναι έν εν τη αιωνιότητι. Η αγάπη συνενοί ημάς εν αυτώ τω Είναι, μετ’ αυτού τούτου του Είναι. Και ιδού, μένομεν εν αυτώ τω Είναι, μετ’ αυτού τούτου του Είναι. Και ιδού, μένομεν εν αυτώ τω Είναι και γνωρίζομεν αυτό δια της μετ’ αυτού ενώσεως ημών. Αλλά είναι αδύνατον να παραστήση τις τούτο δια λόγων. Η έλξις της αγάπης προς Αυτόν είναι τοσούτον ισχυρά, ώστε το πνεύμα ημών ουδέν προσέχει εκ των πέριξ ημών συμβαινόντων, καίτοι ζη εν μέσω αυτών. Δεν υπάρχει στροφή προς ημάς αυτούς. Το πνεύμα ημών όλον ορμά να ψηλαφίση τον Αψηλάφιτον, να περιλάβη τον Αχώρητον, να κατανοήση τον Απερινόητον, να μένη μόνον εν Αυτώ και ουδέν άλλο πλέον να βλέπη.

Πολυμερώς και πολυτρόπως εμφανίζεται εις ημάς το Φως. Αλλά πώς είναι τούτο δυνατόν; Δεν γνωρίζω πώς συνέβαινεν εις τους άλλους, εάν όμως τολμήσω να ομιλήσω εν τη αφροσύνη μου περί εκείνου, όπερ γνωρίζω, τότε θα είπω:

Ο Κύριος έδωκεν εις εμέ την χάριν της απογνώσεως, και έτι πλείον τούτου: Το άγιον μίσος προς την αμαρτίαν μου, τουτέστι προς εμέ τον ίδιον, τον βεβυθισμένον τη αμαρτία, η δυσωδία της οποίας είναι ομοία προς θανατηφόρον αέριον. Να θεραπευθή τις δια των ιδίων προσπαθειών είναι αδύνατον. Ευρισκόμενος τις εν πλήρει απογνώσει δια την κατάστασιν αυτού, ως εγώ ήμην, απομένει μόνον να ρίψη εαυτόν ενώπιον του Θεού μετ’ απεγνωσμένης ελπίδος. Το άλμα τούτο δύναται να είναι ολοκληρωτικόν, ανεπίστρεπτον: Φοβούμαι να επιστρέψω· δεν διαθέτω δυνάμεις να αντισταθώ εις την αμαρτίαν, να κρατήσω άσπιλον την νέαν ζωήν. Ο Κύριος εν τούτοις δεν παραλαμβάνει πάντοτε την ψυχήν εν τη καταστάσει ταύτη: «Εδέετο δε Αυτού ο ανήρ, αφ’ ου εξεληλύθει τα δαιμόνια (επειδή εφοβείτο να χωρισθή από του Χριστού) είναι συν Αυτώ· απέλυσε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων· υπόστρεφε εις τον οίκόν σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός» (Λουκ. η’ 38-39). Πίστευε ότι ουδέν πλέον εκ των πενυμάτων, άτινα κατείχόν σε, θα λάβη εξουσίαν επί σε. Οι ασθενείς, οίτινες ευρίσκονται έστω εν μέρει εις κατάστασιν ομοίαν του «Γαδαρηνού», γνωρίζουν την αδυναμίαν αυτών να αντιταχθούν εις την «αιχμαλωσίαν», ήτις εκυρίευσεν αυτών πρότερον, φοβούνται να χωρισθούν Εκείνου, Όστις ηλευθέρωσεν αυτούς εκ της αλλοτρίας εξουσίας.

Η ζωή της ψυχής, ήτις εγεύθη της μακαριότητος της αγάπης του Χριστού, θα συναντήση αφεύκτως πλήθος θλίψεων εν τω προτέρω αυτής περιβάλλοντι: «Εν τω κόσμω θλίψινν έξετε, αλλά θαρσείτε …» (Ιωάν. ιστ’ 33). Κατά παράδοξον τρόπον «η διήγησις», η μαρτυρία περί του Φωτός της Θείας αγάπης, διεγείρει εν ταις καρδίαις πλείστων ανθρώπων την αντιπάθειαν. Είναι απαραίτητον εις ημάς να ζήσωμεν και αυτήν την θλίψιν του Ιησού. Αύτη θα βοηθήση ημάς να εισδύσωμεν βαθύτερον εις την επίγειον Αυτού ζωήν: «Ώ γενεά άπιστος και διεστραμμένη! Έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; Έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ’ 17).

Εχάρη ο Θεός δια την εμφάνισιν του ανθρώπου εις τον κόσμον (βλ. Ιωάν. ιστ’ 21). Εχάρη και ο πεπτωκώς κόσμος δια την επιφάνειαν του Θεού επί της Γης: «Και είπεν αυτοίς ο Άγγελος· μη φοβείσθε· ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, Ός εστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. β’ 10). Ούτος ο Σωτήρ εδωρήσατο εις ημάς την γνώσιν περί του απολεσθέντος εν τη πτώσει ημών ουρανίου Πατρός. Απεκάλυψεν εις ημάς «το μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών» (Κολ. α’ 26). Μετέδωκεν εις ημάς τον λόγον, τον παρά του Πατρός εκπορευόμενον (βλ. Ιωάν. ιζ’ 14). Δίδει ωσαύτως εις ημάς την προαιώνιον δόξαν, την οποίαν ο Ίδιος έχει παρά του Πατρός (βλ. Ιωάν. ιζ’ 5 και 22). Και εν τω μέλλοντι αιώνι επιθυμεί να ίδη ημάς εκεί, όπου ο Ίδιος είναι, τουτέστιν, εκ δεξιών του Πατρός.

Εν τη αρχή της οράσεως του Φωτός δεν υπάρχει η αίσθησις του μυστηρίου, ουδεμία ερώτησις τίθεται: Τα πάντα εντός και πέριξ είναι φωτεινά· ουδέν άλλο οράται ει μη το Φως. Ο νους και η καρδία «σιγούν», πεπληρωμένα μακαρίου θάμβους ενώπιον του Θεού: «Πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία … και εν εκείνη τη ημέρα Εμέ ουκ ερωτήσετε ουδέν» (Ιωάν. ιστ’ 22-23).

Η Σάρκωσις του Θεού κατέστησεν εις την ανθρωπότητα δυνατήν την είσοδον εις την απλανή οδόν προς τον Πατέρα, δια της παραμονής εν τω πνεύματι των εντολών του Χριστού υπό οιασδήποτε συνθήκας της επιγείου ζωής. Η εκ τούτου αυξανομένη αγάπη προς τον Χριστόν καθιστά την προσευχήν έντονον, φλογεράν· γεννά εν αυτή μεγάλην δίψαν δια τον Κύριον, οπότε το πνεύμα του ανθρώπου διαβαίνει τα όρια του κόσμου τούτου και βυθίζεται όλον εις τον Ένα Θεόν. Η προσευχή αύτη συγγενειάζει την ψυχήν προς το Πνεύμα της Αληθείας. Όταν δε γνωρίση Αυτό, έκτοτε θα αναγνωρίζη Αυτό «εκ της γεύσεως», ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός, και θα παραδίδηται εις Αυτό. Αντιθέτως: Δια τινος διαισθήσεως θα αποκρούη ευθύς τα πολλά φάσματα της Αληθείας, τα δυνάμενα να προσελκύσουν τον άπειρον νουν και την αφώτιστον καρδίαν. Το Θείον Φως αποκαλύπτει την γνωσίαν μορφήν των πνευμάτων και δι’ αυτού του τρόπου απαλλάσσει τον άνθρωπον από του απατηλού θελγήτρου της πλάνης του αλλοτρίου.

Το Φως όπερ εμφανίζεται εις τον άνθρωπον δια της εις Χριστόν πίστεως, μαρτυρεί περί της Θεότητος Αυτού του Χριστού. Το πνεύμα ημών δέχεται τον Κύριον Ιησούν ως την αμετάθετον Αλήθειαν, την αυθεντικώς Αγίαν. Και το άναρχον τούτο Φως γεννά εν ημίν λόγους, οίτινες είναι όμοιοι προς την διδαχήν του Χριστού. Εν τω Φωτί τούτω ενορώμεν τον Πατέρα· αντιλαμβανόμεθα τούτο το Φως ως Πνεύμα Άγιον· εν Αυτώ βλέπομεν τον Χριστόν ως τον Μονογενή Υιόν του Πατρός. Δια της εμπειρίας ταύτης γνωρίζομεν το ομοούσιον των Τριών. Προσευχόμενοι εις αυτόν τον Θεόν, βιούμεν το έν είναι των Τριών. Εν αυτή ταύτη τη ενότητι ζώμεν όμως και τας διακρίσεις: Άλλον χαρακτήρα φέρει η αναφορά μου προς τον Πατέρα, άλλως προσεύχομαι εις το Πνεύμα το Άγιον και κατά διάφορον τρόπον απευθύνομαι εις τον Χριστόν. Μεθ’ ενός εκάστου συνδέεται ιδιαίτερον τι πνευματικόν αίσθημα, ουδαμώς θραύον την Ενότητα του Είναι. Η σχέσις ημών προς εκάστην υπόστασιν της Αγίας Τριάδος διαφέρει κατά τινας αποχρώσεις. Εκ των Τριών εγγύτερον γνωρίζομεν τον Κύριον Ιησούν ένεκα της Σαρκώσεως Αυτού, της Ενανθρωπήσεως, και δι’ Αυτού εισαγόμεθα εις το Πρωταρχικόν Όν, όπερ και είναι ο Αληθινός Θεός: Τριάς ομούσιος και αχώριστος.

Ενίοτε το Θείον Φως οράται δια τοιούτου τρόπου ώστε ο άνθρωπος ουδόλως πλέον αντιλαμβάνεται τι των αισθητών. Εν τω καιρώ της προσευχής το πνεύμα αυτού εισάγεται εις την σφαίραν του νοερού Φωτός, και ομού μετά της απωλείας της αισθήσεως του περιβάλλοντος αυτόν υλικού κόσμου εγκαταλείπει αυτόν η αίσθησις του σώματος αυτού. Κατά την όρασιν ταύτην το πνεύμα αρπάζεται μετά τοιαύτης τρυφερότητος, ώστε ο άνθρωπος αδυνατεί να εκφράση το εν αυτώ τελούμενον. Δεν δύναται ύστερον να είπη, εάν ήτο εν σώματι ή εκτός σώματος.

Συχνότερον συμβαίνει να διατηρήται η φυσική όρασις της υλικής πραγματικότητος· εν παρομοία καταστάσει ο άνθρωπος δύναται να έχη ανοικτούς τους οφθαλμούς και να βλέπη συγχρόνως δύο φώτα: το φυσικόν και το Θείον. Το τοιούτον φαινόμενον έχουν υπ’ όψιν οι Πατέρες, όταν ομιλούν περί της οράσεως του ακτίστου Φωτός δια των φυσικών οφθαλμών. Όντως ορώνται δύο φώτα, αλλ’ ουχί κατά τον αυτόν τρόπον. Το άκτιστον Φως, κατά την φύσιν αυτού είναι διάφορον και η θεωρία αυτού δεν είναι ομοία προς την φυσικήν όρασιν. Κατ’ αυτήν το φως προκαλεί τον γνωστόν ερεθισμόν του οπτικού νεύρου και ακολουθεί ύστερον η ψυχοσωματική διαδικασία της οράσεως, ήτις δεν προξενεί εν ημίν πνευματικήν αντίδρασιν. Άλλως συμβαίνει μετά του Θείου Φωτός. Η έλευσις αυτού συνδέεται πάντοτε μετ’ ιδιαιτέρας καταστάσεως χάριτος, αισθητής εις την καρδίαν, τον νουν, έτι και εις το σώμα. Αόρατον κατά την φύσιν αυτού γίνεται ανερμηνεύτως ορατόν. Η τοιαύτη εμφάνισις είναι εν τούτοις ολιγώτερον συνήθης των τυχόν εντόνων πνευματικών καταστάσεων χάριτος, αίτινες όμως δεν συνοδεύονται υπό της θεωρίας του Φωτός.

Ο πρώτος εκ των περιγραφομένων ενταύθα τρόπων θεωρίας είναι ανώτερος του δευτέρου, εφ’ όσον η μετοχή εις την Θείαν ζωήν, η επαφή προς το Άναρχον Είναι, βιούται εντονώτερον ή εν τω δευτέρω. Πώς όμως να εξηγήση τις ότι εν αυτή ταύτη τη καταστάσει της θεωρίας ουδεμία διαδικασία σκέψεως γίνεται αντιληπτή, τουτέστιν ουδεμία εμφάνισις εννοιών ή παραστάσεων εν τω νοΐ; Εν τούτοις όμως, μετά την λήξιν της καταστάσεως ταύτης, και ο νους και η καρδία έχουν την αίσθησιν ότι είναι πεπληρωμένοι νέας γνώσεως· η καρδία, δια της εν αυτή ενεργείας της χάριτος της Θείας αγάπης, συλλαμβάνει βαθύτερον τα μυστήρια, τα υπερβαίνοντα πάσαν διανοητικήν αντίληψιν. Να ονομάση τις τούτο ανάστασιν ψυχής, ή πνοήν Αιωνιότητος, ήτις περιβάλλει ημάς; Αμφότεραι αι εκφράσεις αύται είναι δυναταί.

Εν τη γηΐνη υπάρξει ημών, «πριν ή γευθώμεν θανάτου» (πρβλ. Ματθ. ιστ’ 28), η πλέον στενή κοινωνία μετά της Θεότητος δίδεται εις ημάς δια της ελλάμψεως υπό του ακτίστου Φωτός. Όταν το Φως τούτο έρχηται εν δυνάμει τότε ως έλεγεν ο Άγιος Σιλουανός είναι αδύνατον να μη αναγνωρίσωμεν ότι τούτο είναι ο Κύριος, ο Παντοκράτωρ, ο Ποιητής παντός υπαρκτού. Κατά την στιγμήν της οράσεως ταύτης ο άνθρωπος φωτίζεται Πνεύματι Αγίω: «Πνεύματι Αγίω γνωρίζεται ο Κύριος, και το Πνεύμα το Άγιον πληροί τον όλον άνθρωπον: και την ψυχήν και τον νουν και το σώμα» (Άγ. Σιλουανός). Η ενέργεια αυτού του Φωτός δεν δύναται να παρέλθη απαρατήρητος, άνευ συνειδήσεως του γεγονότος τούτου. Ως άναρχος ενέργεια του Θεού, το Φως τούτο εισδύει εν ημίν δια της δυνάμεως αυτού και ημείς γινόμεθα άναρχοι, ουχί κατά την φύσιν ημών, αλλά κατά την δωρεάν της χάριτος: Άναρχος ζωή μεταδίδεται εις ημάς. Και δεν υπάρχει τέλος εις το μέτρον εκχύσεως της Πατρικής αγάπης επί τον άνθρωπον: Ο άνθρωπος γίνεται όμοιος προς τον Θεόν. Η ομοίωσις είναι κατά το περιεχόμενον και ουχί κατά το Άναρχον του Αυτο-Είναι. Ο Θεός θα παραμένη αιωνίως Θεός δια τα λογικά κτίσματα. Ο Χριστός, μετά την ανάστασιν Αυτού, είπεν εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν: «… πορεύου προς τους αδελφούς Μου και είπε αυτοίς· αναβαίνω προς τον Πατέρα Μου και Πατέρα υμών και Θεόν Μου και Θεόν υμών» (Ιωάν. κ’ 17). Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εξηγεί θαυμασίως την έννοιαν των λόγων αυτών του Κυρίου: «Προς τον Πατέρα Μου» κατά την φύσιν, την απ’ αιώνος· «προς τον Πατέρα υμών» κατά την δωρεάν της Πατρικής αγάπης. «Προς τον Θεόν Μου» κατά την ανθρωπίνην φύσιν, την προσληφθείσαν υπ’ Αυτού, ουχί δε κατά «κυριολεξίαν» (Άγιος Γρηγόριος). Και η τάξις αύτη είναι αιώνιος. Δια τον Άνθρωπον-Χριστόν, ο Πατήρ παραμένει Θεός· δι’ ημάς ωσαύτως. Αλλ’ ως το πλήρωμα της Θείας ζωής μετεδόθη εις τον Άνθρωπον-Χριστόν, ούτω το αυτό πλήρωμα μεταδίδεται και εις τους σεσωσμένους εν Χριστώ. Τούτο απορρέει εκ της προσευχής του Κυρίου: «… εκ του κόσμου ουκ εισίν, καθώς Εγώ εκ του κόσμου ουκ ειμί. Αγίασον αυτούς εν τη αληθεία Σου· ο λόγος ο Σος αλήθειά εστι … Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις Εμέ, ίνα πάντες έν ώσι, καθώς Συ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοί, ίνα και αυτοί εν Ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι Συ με απέστειλας. Και Εγώ την δόξαν ήν δέδωκάς Μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς Ημείς έν εσμεν, Εγώ εν αυτοίς και Συ εν Εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι Συ Με απέστειλας και ηγάπησας αυτούς καθώς Εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ους δέδωκάς Μοι, θέλω ίνα όπου ειμί Εγώ κακείνοι ώσε μετ’ Εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την Εμήν ήν δέδωκάς Μοι …» (Ιωάν. ιζ’ 16-26). Και εισέτι: «… τα Εμά πάντα Σα εστι και τα Σα Εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς» (Ιωάν. ιζ’ 10).

Το Φως, το εκπορευόμενον εκ του Πατρός των φώτων, καθιστά τους λόγους τούτους οικείους, ημετέρους εντός ημών. Το Φως τούτο εναποθέται αυτούς εις τα ενδότερα βάθη του είναι ημών. Εν τω Φωτί τούτω τελείται η κοινωνία ημών μετ’ Αυτού· κοινωνία «προσωπική», πρόσωπον προς Πρόσωπον.

Αι αρχικαί ενέργειαι του Φωτός τούτου εις μικρόν βαθμόν, εάν θα ήτο δυνατόν να εκφρασθώμεν ούτω περί της Θείας ταύτης δωρεάς, αναγνωρίζονται δια τινος βαθείας αισθήσεως του Ζώντος Θεού εν τη καρδία και τω νοΐ ημών, ουχί όμως εισέτι ως έλευσις της Βασιλείας εν δυνάμει, ουχί ως εναργής «προσωπική» κοινωνία μετ’ Αυτού. Είναι απαραίτητον να υπογραμμίσωμεν ότι το Θείον Φως αναποφεύκτως ενούται μετ’ αισθητής υφ’ όλης της υπάρξεως ημών χάριτος. Εν σχέσει προς τούτο ο μακάριος Γέρων Σιλουανός έλεγε και έγραφεν: «Εάν βλέπης μόνον φως, και η όρασις αύτη δεν συνοδεύεται μετ’ αισθητής χάριτος, τότε τούτο προέρχεται εκ του “αντικειμένου” και δεν πρέπει να δεχθής τούτο».

Είναι δυνατόν να διαισθανθώμεν το ακατάληπτον του όντως Όντος και εις τους μεσαίους βαθμούς της πνευματικής γνώσεως. Πολλοί, μη ιδόντες εισέτι το άκτιστον Φως, τουτέστι το εν τω Θεώ υπαρκτικώς γνωριζόμενον (βλ. Ρωμ. α’ 19), κατώρθωσαν ήδη να διαισθανθούν το ασύλληπτον της Θεότητος δια της φυσικής πορείας του φιλοσοφικού στοχασμού. Το τελευταίον τούτο δεν είναι ισοδύναμον προς την πείραν του Μωϋσέως (βλ. Έξοδ. κ’ 21): Οντολογικώς είναι κατά πολύ υποδεέστερον, καίτοι δεικνύει ότι δύναται η διάνοια να έλθη εις αυθεντικήν θεωρίαν, ουχί όμως κεχωρισμένως από της καρδίας, του κέντρου τούτου της ανθρωπίνης υποστάσεως.

Πολλάκις ανέφερον ότι παρόμοιαι διάνοιαι εν καταστάσει εντόνου αυτοσυγκεντρώσεως αισθάνονται εαυτάς ως φως· ασαφές μεν, αλλά φως. Και εάν η διάνοια εκλάβη εαυτήν ως την υψίστην εκδήλωσιν του ανθρώπου και παραδοθή εις αφηρημένας αναβάσεις προς το Απόλυτον Είναι, άνευ της καρδιακής αγάπης, τότε είς τινας περιπτώσεις δύναται να φθάση μέχρι εωσφορισμού· εωσφορισμού συνοδευομένου υπό του ανθρωποκτόνου αυτού ψυχρού φωτός και της αμειλίκτου καταφρονήσεως των παθημάτων εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο νους ημών εκτίσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Νοός του Πρώτου, του Θεού. Το φως είναι ίδιον του νοός ημών, διότι εδημιουργήθη κατ’ εικόνα Εκείνου, Όστις είναι το άναρχον Φως. Όταν ο νους υπερβή τα όρια του χρόνου και του χώρου εν τη πείρα των ασκητικών ενοράσεων περί των μυστηρίων του Ανάρχου Είναι, και όταν δι’ ημάς αυτούς γίνηται όμοιος προς φως, τότε ο άνθρωπος διατρέχει τον κίνδυνον να εκλάβη το φυσικόν τούτο φως του κτιστού νοός ως Άκτιστον, Θείον. Εν καταστάσει τοιούτων αποκλίσεων ο ανθρώπινος νους απεργάζεται μυστικάς θεωρίας, αίτινες είναι εφικταί εις αυτόν κατά την κτιστήν αυτού φύσιν, απομακρύνουν όμως αυτόν εκ της αυθεντικώς υπαρχούσης αιωνιότητος.

Είναι δυνατόν ο χριστιανός διαμένων υπαρκτικώς εν τη σφαίρα του Ακτίστου Φωτός, να μη κατανοή εισέτι τί είναι το Φως τούτο. Εις εκείνον όμως, όστις δεν εγνώρισεν ενεργώς την κατάστασιν ταύτην, η συζήτησις περί της φύσεως του Φωτός τούτου δυνατόν να φανή ματαία, «ακαδημαϊκή», μη έχουσα ουσιαστικήν σημασίαν δια την σωτηρίαν ημών. Τούτο όμως δεν ισχύει δια τους ασκητάς, οίτινες παρέδωκαν εαυτούς εις τον έσχατον κόπον της μετανοίας. Και πώς είναι δυνατόν ο αναζητών την αληθινήν γνώσιν του Θεού να παρακάμψη το ερώτημα: Τί ή Τίς εμφανίζεται εις αυτόν; Η γνώσις του Θεού, η οντολογική γνώσις, συνδέεται αναποφεύκτως μετά της ελεύσεως του Θεού εντός του ανθρώπου. Το γεγονός τούτο κατά την ουσίαν αυτού είναι απεριγράπτως μέγα. Εν αυτή ταύτη τη καρδία δεν υπάρχουν ενδοιασμοί. Εν τούτοις όμως η εν δυνάμει εμφάνισις του Φωτός τοσούτον υπερβαίνει την πεπτωκυίαν φύσιν ημών, ώστε ουδείς εκ των εις Χριστόν πιστευόντων πρέπει να εμπιστεύηται εις εαυτόν άνευ της απαραιτήτου μαρτυρίας είτε εκ των Γραφών, είτε εκ των έργων των Αγίων Πατέρων. Πλέον τούτου, και αι Γραφαί εισέτι δεν επαρκούν δια την τελικήν κρίσιν, διότι και ο λόγος του Θεού κατανοείται σχεδόν υφ’ ενός εκάστου κατά διάφορον τρόπον. Είναι απαραίτητος η επιβεβαίωσις άλλου προσώπου της αυτής πίστεως, το οποίον όμως ηξιώθη προ ημών της Θείας επισκέψεως. Επομένως είναι αναγκαία τα τρία ταύτα: Αι Άγιαι Γραφαί της Καινής Διαθήκης, τα έργα των αγίων ασκητών της Εκκλησίας ημών και ο «ζων» μάρτυς. Εάν ο τελευταίος ούτος δεν υπάρχη, τότε είναι ίδιον της δικαίας ψυχής η κραυτή προς τον Θεόν: «Φείσαι μου και μη εάσης με τον παραλελυμένον ψυχή τε και σώματι να εκπέσω της αληθείας Σου και να τραπώ εις άλλην, αλλοτρίαν οδόν». «Μη με δελεάσης απάτη». Τους λόγους τούτους θέτει η εκκλησιαστική υμνολογία εις το στόμα της Υπεραγίας Παρθένου, ότε Αύτη έλαβεν εκ του Αρχαγγέλου Γαβριήλ την αποκάλυψιν της εξ Αυτής παρθενικής γεννήσεως του Υιού του Θεού.

Αι εμφανίσεις του Ακτίστου Φωτός δεν είναι τοσούτον σπάνιαι ως τινες νομίζουν. Πολλοί ασκηταί εν παραφορά μετανοίας ηξιώθησαν του δώρου τούτου, όμως δεν ετόλμησαν να εξετάσουν τούτο δια του νοός, ώστε να κατανοήσουν αληθώς: Τίς εστιν Ούτος; Ούτοι ηρκέσθησαν εις την επενέργειαν του Φωτός επί της ψυχής, τουτέστι την συμφιλίωσιν μετά του Θεού, την ανεκτίμητον παράκλησιν, την αίσθηιν της αιωνιότητος, την υπέρβασιν του θανάτου.

Δεν κατέχουν πάντες εκ φύσεως την αυτήν δύναμιν εκφράσεως της βιωθείσης υπ’ αυτών εμπειρίας. Τούτο παρατηρείται εισέτι και μεταξύ των μεγάλων. Επί παραδείγματι, ο Απόστολος Πέτρος, περιβεβλημένος δια του πυρός της προς τον Θεόν αγάπης, ετέλει θαύματα ως και Αυτός ο Κύριος· εν ταις επιστολαίς αυτού όμως δεν υπάρχει ο εκφραστικός πλούτος των Αποστόλων Ιωάννου και Παύλου. Ο Πέτρος μάρτυς της Θαβωρίου μεταμορφώσεως, εγνώριζεν ότι δια του Χριστού και εν Χριστώ ενούται ούτος μετά του Θεού εν τη αιωνιότητι· ότι «τα τίμια ημίν και μέγιστα επαγγέλματα δεδώρηται, ίνα δια τούτων γενώμεθα Θείας κοινωνοί φύσεως …» (πρβλ. Β’ Πέτρ. α’ 4)· ότι «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ώ δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. δ’ 12). Ευρίσκονται και πολλοί άλλοι θαυμάσιοι λόγοι εν ταις επιστολαίς αυτού. Αλλά ο Ιωάννης και ο Παύλος, αν και ετέλεσαν ολιγώτερα ορατά θαύματα, έδωκαν εις ημάς δια της διδαχής αυτών έτι πλουσιώτερον υλικόν, όπερ διανοίγει ενώπιον ημών ατέρμονας ορίζοντας θεογνωσίας. Ο Απόστολος Παύλος, πλείον πάντων των λοιπών Αποστόλων, διέθετεν επαρκή κατάρτισιν (εις την οποίαν συμβάλλει συνήθως η επιστήμη) δια την περιγραφήν των δοθεισών εις αυτόν εμπειριών. Εις αυτόν ανήκει η αιώνιος δόξα δι’ ολόκληρον σειράν βαθυτάτων διατυπώσεων αποκεκαλυμμένων αληθειών.

Η σκέψις μου, ως είναι φυσικόν, συχνάκις επιστρέφει εις τον κατά Θεόν πατέρα μου, τον μακάριον Γέροντα Σιλουανόν. Ο ταπεινός ούτος ανήρ παρέμενεν υπαρκτικώς εις καταστάσεις των οποίων ολίγοι μόνον ηξιώθησαν εν τη ιστορία της Εκκλησίας. Εν ταις γραφαίς όμως αυτού γίνεται σαφώς αντιληπτή η απουσία αποθέματος λέξεων και εννοιών δια την πλέον συστηματικήν έκθεσιν των μεγάλων ευλογιών, αίτινες εξεχύθησαν επ’ αυτόν. Γνωρίζομεν ότι η Εκκλησία τιμά εξ ίσου και εκείνους, οίτινες δι’ ολίγων λόγων, αλλά δια πολλών θαυμάτων και υψηλού πνεύματος ωκοδόμησαν Αυτήν, και τους άλλους οίτινες υπηρέτησαν τον αυτόν σκοπόν δια του χαρίσματος της διδασκαλίας.

Όταν ο εν αληθεία Ών Θεός, ο όντως Ών, αποκαλύπτηται εν τη εμφανίσει του Ακτίστου Φωτός, τότε ο άνθρωπος εγκαταλείπει ενστικτωδώς την εκ των κάτω πορευομένην φιλοσοφίαν περί του Υπερ-προσωπικού Απολύτου. Η ουχί αφηρημένη, αλλ’ οντολογική γνώσις του Θεού ουδόλως περιορίζεται εις μόνην την διάνοιαν. Είναι απαραίτητος η ζώσα συμμετοχή του όλου ανθρώπου εις την Ενέργειαν του Θείου Είναι, και τούτο πραγματοποιείται εν τη αγάπη: «Ο δε (νομικός) αποκριθείς είπεν· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λουκ. ι’ 27). Και αύτη είναι η γνωσιολογία ημών – η επιστήμη της γνώσεως.

Η εντολή καλεί ημάς "να αγαπήσωμεν". Επομένως η αγάπη δεν είναι ήδη δεδομένη εις ημάς. Οφείλομεν να αποκτήσωμεν αυτήν δια του αγώνος του προσωπικού ημών αυτοπροσδιορισμού. Η κλήσις του Κυρίου απευθύνεται πρωτίστως εις την καρδίαν, το πνευματικόν κέντρον του προσώπου. Ο νους-λογικόν είναι μία εκ των ενεργειών της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Η Θεία Αγάπη γεννάται εν τη καρδία δια της πίστεως και ο νους συμμορφούται προς το νέον εσωτερικόν γεγονός. Η φλόξ της αγάπης ταύτης ελκύει ολοτελώς τον νουν εις την καρδίαν· και τακείς ούτος δια της φλογός ταύτης, ενούται μετά της καρδίας εις έν και θεωρεί το Είναι εν τω Φωτί της Θείας Αγάπης. Ο άνθρωπος «ενοποιείται»: θεραπεύεται.

Δεν υπάρχει αγών πλέον δυσχερής, πλέον επώδυνος, της πάλης δια τον θρίαμβον της αγάπης του Χριστού. Άρχεται αύτη εν ημίν αυτοίς, ύστερον δε εκχέεται προς όλον τον κόσμον. Όντως, η αγάπη αύτη δεν είναι εκ της γης, αλλά εκ του Ουρανού. Εν αυτή περικλείεται η έννοια του Είναι του Ιδίου του Θεού, Όστις έδωκεν εις ημάς την εντολήν του «αγαπάν». Η πνευματική ανάβασις εις την Βασιλείαν της Ακτίστου Αγάπης του Θεού απαιτεί λίαν παρατεταμένον ασκητικόν αγώνα. Εις την «ανάβασιν» ταύτην παρατηρούμεν αναλογίαν τινά προς την καταπονητικήν αναρρίχησιν εις απόκρημνον όρος, προς το μαρτύριον ταλαντούχων καλλιτεχνών δια δημιουργίαν εις πάντας τους τομείς της τέχνης, προς την μακροχρόνιον και επιμελή εργασίαν δια την απόκτησιν επιστημονικών γνώσεων, και προς πλείστα άλλα όμοια αυτών. Και εάν οι άνθρωποι κατά την πλειονότητα των περιπτώσεων είναι έτοιμοι να υποστούν πάσαν δυνατήν θυσίαν δια την κατάκτησιν εφημέρων υλικών αξιών ή προνομιούχων κοινωνικών θέσεων, τότε ουδόλως πρέπει να εκπλήττη ημάς η αναγκαιότης έτι και μεγαλυτέρων, πολλάκις, προσπαθειών προς επίτευξιν των μη παρερχομένων αγαθών της Βασιλείας του Θεού, κατά το ρήμα του Χριστού: «Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια’ 12).

Δημιουργία αρχείου: 19-4-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 19-4-2014.