Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πνευματικές εμπειρίες και Πατερικά

Γνήσιες πνευματικές εμπειρίες και καταστάσεις νόθες * Εμπειρία Θεού * Η εμπειρία τής Πεντηκοστής είναι η μεγαλύτερη θεοπτική εμπειρία * Η βιωθείσα περί Θεού πείρα τού γέροντα Σοφρωνίου Σαχάρωφ

Η μεταστροφή τού γέροντα Σοφρωνίου

Ατενίζοντας την αιωνιότητα και την ανυπαρξία

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

 

Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

 

Εκουσίως εβυθιζόμην εις τα βάθη του σκότους. Το κίνητρον όπερ παρεκίνει εμέ εις την προσπάθειαν να απεκδυθώ την δοθείσαν εις ημάς μορφήν «υπάρξεως» –πλήρη αναποφεύκτων παθημάτων–, υπήρξεν η αναζήτησις του ασαλεύτου είναι. Κατά την καλλιτεχνικήν μου εργασίαν εις στιγμήν κατά την οποίαν εφαίνετο εις εμέ ότι συνελάμβανον το θαύμα του κάλλους, επεθύμουν να διατάξω την «στιγμήν» εκείνην όπως μη παρέλθη. Ουδέν όμως παρέμενε σταθερόν: Τα πάντα έφερον την σφραγίδα της φθοράς. Και η πληγή εφηπλούτο επί της ψυχής.

Τι ακριβώς όμως κατέθλιβεν εμέ; Υπήρχε στοιχείον τι αποστροφής προς το παράλογον παντός ό,τι είναι καταδεδικασμένον εις όλεθρον· ο θάνατος ενέπνεεν εις εμέ φόβον και απέχθειαν: Δεν είναι ούτος η λύσις του προβλήματος· εν αυτώ ησθανόμην την άρνησιν παντός υπαρκτού. Κατενόουν εν πνεύματι το αναπόφευκτον τέλος «της γης και των εν αυτή έργων» (πρβλ. Β’ Πέτρ. 3,10)· ουδαμού εφαίνετο σωτηρία· το παν κατεποντίζετο εις την άβυσσον του αιωνίου σκότους.

Η δίψα του αμεταθέτου Είναι εβασάνιζεν εμέ. Εις τα μύχια της καρδίας μου έζη η πίστις εις τι άλλο είναι, ελεύθερον της νόσου της ακαταπαύστου γενέσεως και εν συνεχεία της αναποφεύκτου διαλύσεως. Εφερόμην προς αυτό δια της αρνητικής οδού: της απεκδύσεως της γηΐνης μορφής ζωής και της νοεράς καταδύσεως εις την ιδέαν του «Καθαρού είναι». Κατανοήσας εσφαλμένως το Ευαγγέλιον προέβην κατ’ εκείνον τον καιρόν εις ασύνετον εκλογήν η ουσία της οποίας συνίστατο εις την επιστροφήν εις το μη όν, εκ του οποίου η βουλή του Αγίου Πατρός εκάλεσε πάντας ημάς. Δεν αντελήφθην ταχέως την πλάνην μου.

Το πνεύμα μου διέμενεν εις διαρκή έντασιν. Αι αλλοιώσεις της εσωτερικής μου καταστάσεως επέδρων επί της σκέψεως μου: Εκάστη νέα εμπειρία εκλόνιζε δια του ενός ή του άλλου τρόπου προγενεστέραν τινά απόφασιν, δεικνύουσα ούτως ότι ο νους –καθώς είναι εν τη δεδομένη καταστάσει ημών– δεν είναι  ικανός δια της ιδίας αυτού δυνάμεως να στερεωθή εν τη ζητουμένη Αληθεία δια της αυθεντικής κατανοήσεως αυτής.

Ούτως έφθασα μέχρι του ορίου εκείνου, πέραν του οποίου η σκέψις δεν ηδύνατο να πορευθή και πάσα η ύπαρξίς μου κατέστη μία προσδοκία της ελεύσεως του Πνεύματος της Αληθείας.

«Εγώ ειμι ο Ών». Είναι αδύνατον να συλλάβωμεν την διαδικασίαν της εσωτερικής ημών αυξήσεως. Δεν συμβαίνει ούτω, διότι το πνεύμα ημών διψά το ασάλευτον Είναι (βλ. Εβρ. 12,27-28), το μη υποκείμενον εις μεταβολάς; Η ζωή της βαθείας προσευχής είναι συνδυασμός φυσικών ανατάσεων του εσωτερικού ημών ανθρώπου και συγκαταβάσεως του Ανάρχου Είναι. Όταν αποκαλύπτηται εις ημάς ο όντως Ών Θεός δια της προσεγγίσεως του Είναι Αυτού προς ημάς, η βιωθείσα υφ’ ημών αλλαγή είναι τοσούτον μεγάλη κατά το περιεχόμενον αυτής ώστε η «στενότης» ημών αδυνατεί να χωρήση αυτήν. Η καρδία εν τούτοις ζη Αυτόν εν απεριγράπτω αρμονία αγάπης, ο δε νους σιγά τρωθείς εκ της υπέρ έννοιαν οράσεως.

Μετά παρέλευσιν πολλών ετών, κατά την διάρκειαν των οποίων ήρχοντο λόγοι εκ του Θεού επί την καρδίαν και τον νουν, παρετήρησα ότι εν τοις βραχυτάτοις λόγοις της συνομιλίας Αυτού μεθ’ ημών ο Κύριος απεκάλυπτε την απειρότητα εις το «σημείον» επί του οποίου συγκεντρούται το προσευχόμενον πνεύμα ημών. Εν ολίγαις λέξεσι, χωρείται εν αυτώ και το ύψος της οράσεως και το βάθος της γνώσεως. Το πνεύμα ημών εισάγεται δι’ ακαταλήπτου δυνάμεως και ανεξιχνιάστου τρόπου εις αυτήν ταύτην την πραγματικότητα του Αιωνίου Θεού. Τοιαύτα γεγονότα δεν εξαρτώνται εκ του ανθρώπου, αλλά εκ του Θεού του ευδοκούντος να συγκαταβή προς το πάσχον κτίσμα Αυτού. Δεν δυνάμεθα να προβλέψωμεν, πότε θα κλίνη Ούτος προς ημάς και τίνι τρόπω. Ημείς μόνον σφοδρώς ποθούμεν Αυτόν, κλαίομεν εν μετανοία δια την διαστροφήν ημών, αναμένομεν, όπως Ούτος θεραπεύση ημάς, καταπονούμεθα εν τω απ’ Αυτού χωρισμώ.

Ο ίδιος ο άνθρωπος ελεηθείς απροσδοκήτως υπό του Θεού, ουδόλως διατίθεται να διηγήται εις άλλους περί της Άνωθεν δωρεάς, αλλ’ η ψυχή αυτού σωφρόνως διαφυλάττει εν τη καρδία αυτής τον ευρεθέντα θησαυρόν. Ούτω συνέβαινε και μετ’ εμού εν τη πλείον του ημίσεως αιώνος ασκήσει μου. Νυν δε προτιθέμενος να μεταδώσω εις τους άλλους εκείνο, όπερ κατά καιρούς μετά μεγάλης εντάσεως εβίωσα, δεν ευρίσκω ούτε λόγους, ούτε τρόπους. Εκ της συναντήσεως των επικλήσεών μου (των εκ των κάτω πορευομένων) μετά των κινήσεων Αυτού, αίτινες συγκατέβαινον προς εμέ, ανεκάλυψα αίφνης Αυτόν εν εμοί υπό το Όνομα Εγώ ειμι (Ιωάν. 8,24). Έκτοτε ήρχισεν η επιστροφή μου: Είδον το Είναι εν προοπτική αντιστρόφω εκείνης, εν τη οποία κατενόουν Αυτό προ του ευλογημένου τούτου θαύματος. Και πάλιν δεν γνωρίζω, «πόθεν άρξομαι» της διηγήσεως περί του Ανάρχου.

Ούτος, ο Θεός δια της χειρός Αυτού ήρπασεν εμέ, κατά την ολεθρίαν πτήσιν μου επάνω της αβύσσου του σκότους, και εκάλεσεν εμέ εις τον «χώρον» εκείνον, εκ του οποίου είδον το Φως της Βασιλείας Αυτού. Ότε έλαβε πέρας η εξωχρονική αυτή όρασις, εύρον εμαυτόν εις μέσην κατάστασιν: Έβλεπον εισέτι το Φως, αλλά τρόπον τινά μακρόθεν, συγχρόνως δε ενεθυμούμην εναργώς και ησθανόμην εισέτι εντός μου το σκότος της ανυπαρξίας. Τότε φρίκη κατέλαβε το πνεύμα μου δια το παρελθόν μου και η ψυχή μου παραδοθείσα εις κλαυθμόν μετανοίας εφέρετο προς το άγιον Φως.

Ήρχισεν η ευλογημένη περίοδος της αναπλάσεώς μου δια της ενεργού επεμβάσεως του Θεού. «Ευλογημένη», αλλά φρικτή: Όλος ο τρόπος της ζωής μου ήλλαξε ριζικώς. Αλλαγήν υπέστη και η πορεία της σκέψεώς μου· η αντίληψις πάντων των πραγμάτων εγένετο διάφορος. Η επικοινωνία μετά των ανθρώπων του προγενεστέρου κύκλου μου απώλεσε το ενδιαφέρον. Αυτή αύτη η τέχνη ήτις ενωρίτερον ήτο το πλέον ουσιώδες στοιχείον της ζωής μου –ως προς την γνώσιν του κόσμου δια της θεωρίας της ορατής όψεως αυτού, δια του θαυμασμού ενώπιον του μυστηρίου του κάλλους– παρουσιάζετο εις εμέ ως περιωρισμένη και ανεπαρκής δια την απόκτησιν του ζητουμένου υπ’ εμού απολύτου είναι. Πάντα τα παλαιά άτινα έπειτα εφαίνοντο εις εμέ αφελή, συχνότερον δε «βδέλυγμα» (βλ. Λουκ. 16,15) κατέρρευσαν. Την θέσιν αυτών κατέλαβε παράφορος προσευχή, ήτις μετέφερεν εμέ εις άλλας σφαίρας του Είναι. Αύτη ουχί άνευ πάλης διέρρηξε τους προγενεστέρους δεσμούς μου, ιδιαιτέρως προς την τέχνην, τούτο δε διήρκεσεν επί μήνας, πριν ή δυνηθώ να αναχωρήσω δια το Άγιον Όρος. Εκεί εν τω ευλογημένω εκείνω τόπω, η προσευχή εκυρίευσεν εμού εις μεγαλύτερον μέτρον.

Το υπερβάλλον της κλήσεως την οποίαν προβάλλει ενώπιον ημών ο Χριστός, δεν πρέπει να αποτρέπη ημάς από της εκπληρώσεως αυτής, αλλά αντιθέτως να εμπνέη. Ο Δημιουργός της φύσεως ημών γνωρίζει κάλλιον ημών οποίαι είναι αι έσχαται δυνατότητες αυτής. Εάν δε εις την Αποκάλυψιν γίνηται λόγος περί της εν Χριστώ εκλογής ημών «προ καταβολής κόσμου», όπερ σαφώς κατενόουν ο Ιωάννης, ο Παύλος, ο Πέτρος και οι λοιποί Απόστολοι και Πατέρες, δια ποίον λόγον να είμεθα μικρόψυχοι ενώπιον της μόνης αξίας προσοχής κλήσεως, προ της οποίας πας άλλος σκοπός και πάσα σκέψις ωχριούν; «Πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ. 20,16· 22,14). Η πρόσκλησις του Θεού απευθύνεται προς πάντας· η εκλογή όμως εξαρτάται εκ της απαντήσεως ημών.

Βεβαίως ημείς δεν είμεθα τολμηρότεροι των Αποστόλων, οίτινες «αναβαίνοντες εις Ιεροσόλυμα … εθαμβούντο και ακολουθούντες τον Χριστόν εφοβούντο» προ της κρίσεως Αυτού και της παραδόσεως Αυτού εις τον επονείδιστον θάνατον. Πάλιν δε ο Κύριος λέγει: «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Ματθ. 10,34) και «διαμερισμόν» (Λουκ. 12,51). Εκ της πείρας ημών πειθόμεθα ότι ο Κύριος έρριψεν ημάς εις την μεγάλην σύγκρουσιν της πίστεως μετά της απιστίας, και ο αγών ημών διεξάγεται υπό άκρως ανίσους όρους: Αι χείρες και οι πόδες ημών είναι δεδεμένοι και ουδένα τολμώμεν να πλήξωμεν δια πυρός ή δια σιδήρου. Το όπλον ημών είναι «η μάχαιρα του Πνεύματος, ό εστι ρήμα Θεού» (Εφεσ. 6,17), και η αγάπη. Τούτο είναι αληθώς άγιος πόλεμος, τον οποίον εξελέξαμεν. Η πάλη ημών διεξάγεται προς τον κοινόν δι’ όλους τους ανθρώπους εχθρόν τον θάνατον. Αγωνιζόμενοι δια την προσωπικήν ημών ανάστασιν, αγωνιζόμεθα συγχρόνως και δια την γενικήν ανάστασιν πάντων των απ’ αιώνος ανθρώπων, οίτινες ήλθον εις την ζωήν ταύτην.

Ο Κύριος εδικαίωσε και ηγίασε τους κατά σάρκα προγόνους Αυτού. Ούτως έκαστος εξ ημών, εάν ακολουθήση τας εντολάς του Χριστού, δύναται να αποκαταστήση δια των δακρύων της μετανοίας την αμαυρωθείσαν εν ημίν εικόνα του Θεού, ούτω δε να δικαιώση εαυτόν εν τη προσωπική αυτού υπάρξει και να συντελέση εις την δικαίωσιν των προγενεστέρων ημών γενεών. Πάντες ημείς φέρομεν εν εαυτοίς την αμαρτωλόν κληρονομίαν των πατέρων, πάππων και προπάππων ημών, η ημετέρα δε θεραπεία αντανακλάται θετικώς και επ’ αυτούς, διότι ένεκα του ενιαίου της φύσεως ημών υπάρχει τρόπον τινα το αλληλέγγυον: Ο άνθρωπος δεν σώζεται μόνος (βλ. Ρωμ. 5,12· Α’ Κορ. 15,21-22).

Συνήντησα την ιδέαν ταύτην μεταξύ των μοναχών εν Αγίω Όρει. Ο μοναχός προσφέρει όλην την ζωήν αυτού, όλον εαυτόν εις τον Θεόν. Εάν διψώμεν, όπως ο Θεός μείνη όλος μεθ’ ημών, τότε και ημείς οφείλομεν να παραδοθώμεν εις Αυτόν δι’ όλου του είναι ημών, ουχί μόνον εκ μέρους. Αρνούμενος ο μοναχός τον γάμον, την διαιώνισιν του ανθρωπίνου γένους επί του επιπέδου της φυσικής ζωής, επιζητεί την ελευθερίαν, ώστε άνευ των βιωτικών περί οικογενείας μεριμνών, να βαδίση προς πάντα κίνδυνον και αγώνα χάριν της διαφυλάξεως των εντολών του Θεού. Εάν ο μοναχός δεν επιτυγχάνη τον σκοπόν αυτού όπως ζήση εν τω πνεύματι των ευαγγελικών προσταγμάτων της αγάπης, αποδεικνύει δι’ αυτού ότι δεν εδικαίωσε πλήρως την κλήσιν αυτού. Δεν συμβάλλει ούτος εις την σχετικήν διαιώνισιν του ανθρωπίνου γένους δια της τεκνογονίας, διακόπτων εν εαυτώ την ανθρωπίνην διαδοχήν, αλλά και δεν συντελεί εις το οφειλόμενον μέτρον, ούτε εις την δια της αναστάσεως αθανασίαν. Εκπίπτων από του επιπέδου της ιστορίας, παραιτούμενος εκ της κοινωνικής δράσεως, ίνα μη είπω της πολιτικής, δεν μεταφέρει την ανθρωπίνην ύπαρξιν εις την μετα-ιστορίαν, δεν βοηθεί τους ανθρώπους να φθάσουν εις τον χώρον του αθανάτου Πνεύματος … Εν τούτοις και εάν ο μοναχός δεν πραγματοποιή εις την πληρότητα την χριστιανικήν τελειότητα, αλλά μόνον εκ μέρους, και τότε εισέτι αι προσευχαί αυτού είναι ευεργετικαί δια την ειρήνην του σύμπαντος κόσμου.

Όταν δοθή εις τινα κατά την Άνωθεν δωρεάν να προσεγγίση το μέτρον εκείνο της τελειότητος περί του οποίου γράφει ο Απόστολος Παύλος «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» τούτο ουχί μόνον αντανακλάται θετικώς επί των πεπρωμένων όλης της ανθρωπότητος, αλλά και πορεύεται πέραν των ορίων της γηΐνης ιστορίας, μεταβάλλει τον ρουν της κοσμικής ζωής, διότι ο κόσμος εκτίσθη χάριν των τοιούτων όντων. Όταν όμως οι άνθρωποι ένεκα «εψήματος φακού» (Γεν. 25,34) παραιτώνται της οδού, την οποίαν υπέδειξεν ο Χριστός, τουτέστι της θεώσεως δια της δυνάμεως του Πνεύματος του Αγίου και της υιοθεσίας του Ανάρχου Πατρός, τότε αφανίζεται και αυτό τούτο το νόημα της ελεύσεως του ανθρώπου εις τον κόσμον. «Άνθρωπος εγεννήθη εις τον κόσμον» (Ιωάν. 16,21). Δια ποίον λόγον;

Ουδείς ουδέποτε θα εγνώριζε τον Θεόν, ουδέ τον άνθρωπον τοσούτον τελείως, ως εδόθη εις ημάς δια του Χριστού: Ούτος απεκάλυψεν εις ημάς και τον Ουράνιον Πατέρα και τον Άνθρωπον, ως ούτος συνελήφθη εν τω νοΐ του Θεού προ καταβολής κόσμου. Ο Κύριος Ιησούς είναι η απόλυτος οντολογική Αλήθεια. Δεν είναι δυνατόν να γνωρίση τις την Αλήθειαν ταύτην άλλως, ει μη ακολουθών την μέθοδον την οποίαν Αυτός ο Ίδιος συνέστησεν: «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς … Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν τις τον λόγον τον Εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήσει εις τον αιώνα … Εάν τις αγαπά Με, τον λόγον Μου τηρήσει, και ο Πατήρ Μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. 8,31· 8,51· 14,23).

«Γνωρίζομεν ότι όσον μεγαλυτέρα η αγάπη, τοσούτον μεγαλύτερα τα παθήματα της ψυχής», κατά τον λόγον του Αγίου Σιλουανού. Εκείνος εις τον οποίον εδόθη να αισθανθή την αγάπην του Χριστού, γνωρίζει ότι αύτη κινεί την καρδίαν να επιθυμή δια παντός ανεξαιρέτως μόνον το αγαθόν. Η αγάπη αύτη – πυρ ζωοποιούν και φως άκτιστον – αναβλύζει εκ των εγκάτων του φορέως αυτής ρεύματα ευεργετικής δι’ όλην την ανθρωπότητα ενεργείας. Εισδύουσα αύτη εντός ημών, εξομοιοί ημάς προς τον Χριστόν και δια τινος φυσικού τρόπου περικλείει ημάς εις τα παθήματα της αγάπης Αυτού, ήτις δεν ανέχεται να βλέπη άνθρωπον εστερημένον των ουρανίων αγαθών.

Είναι θλιβερόν να γνωρίζωμεν ότι οι πλείστοι των ανθρώπων ζουν άνευ της εφέσεως, ως θα έπρεπεν, όπως γίνουν μέτοχοι του ακτίστου Φωτός. Πλέον τούτου όταν ούτοι ακούουν περί Αυτού, δεν πιστεύουν, και εισέτι θεωρούν αδύνατον την ύπαρξιν Αυτού. Τείνουν δε να θεωρούν ως ψυχικώς ασθενείς εκείνους οίτινες έλαβον την δωρεάν ταύτην. Εκείνος εις τον οποίον εδόθη δια πείρας να γνωρίση την αγάπην του Χριστού, γνωρίζει τίνι τρόπω αύτη εισάγει το πνεύμα του ανθρώπου εις ουρανίους σφαίρας, όπου θάνατος δεν υπάρχει και όπου ο Θεός οράται εν τω απεριγράπτω Φωτί.

Είναι αδύνατον να αποδείξωμεν λογικώς ότι υπάρχει δι’ ημάς αιώνιος ζωή. Όταν όμως κατέλθη η Θεία δύναμις εις τον άνθρωπον, γίνεται ούτος αληθώς μέτοχος της Θείας αιωνιότητος και πάσα λογική απόδειξις είναι περιττή.

Η αιώνιος ζωή είναι ύπαρξις άλλης τάξεως. Κυρίως ειπείν είναι ο Ίδιος ο Θεός· το άναρχον Είναι Αυτού άπτεται ημών, πληροί ημάς, και ημείς δυνάμεθα να είπωμεν ότι είμεθα αιώνιοι κατά το μέτρον της διαμονής ημών εν τω Θεώ.

Επομένως είναι ήδη εντελώς σαφές ότι πάντες όσοι υπό οιανδήποτε πρόφασιν απορρίπτουν τον Χριστόν, δεν γνωρίζουν οι ίδιοι Τί και Ποίον απορρίπτουν.

Ο Ιησούς Χριστός είναι η προαιώνιος και αποκεκρυμμένη σοφία του Θεού, την οποίαν ουδείς εκ των αρχόντων και δούλων του αιώνος τούτου εγνώρισε (βλ. Α’ Κορ. 1,24· 2,7). Προ Αυτού όλος ο κόσμος, πάντες οι λαοί, επορεύοντο εν τω σκότει της αγνοίας της οδού, ήτις οδηγεί εις την Βασιλείαν του Θεού και Πατρός ημών. Νυν τα μυστήρια ταύτα απεκαλύφθησαν εις ημάς· εδόθη η πλέον βεβαία γνώσις περί του εσχάτου νοήματος της ελεύσεως ημών εις την ζωήν ταύτην. Ο Κύριος και ανήγγειλε δια λόγου εις ημάς την προαιώνιον αγάπην του Πατρός προς ημάς, και εφανέρωσε δι’ Εαυτού εις ημάς Οποίος είναι ο Πατήρ. Αλλ’ ημείς εν τη αφροσύνη ημών εσταυρώσαμεν Αυτόν· ότε δε εκρέματο επί του σταυρού, ενεπαίξαμεν Αυτόν. Και άχρι του νυν δεν παύομεν να λοιδορώμεν Αυτόν.

Δημιουργία αρχείου: 4-11-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 4-11-2017.

ΕΠΑΝΩ