Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Α΄ Ερμηνεία του Κανόνος
Κατά τον ιζ’ αι. ο Άγγλος Κανονολόγος G. Beveridge (Beveregius) έθεσε το πρόβλημα της γνησιότητας του ζ’ κανόνος της Β’[56]. Και απέδειξε ότι αυτός δεν ανήκει στο έργο της Συνόδου, διότι είναι κείμενο του ε’ αιώνα[57]. Βεβαίως για την Ορθόδοξο Εκκλησία η απόδειξη της μη γνησιότητας του κανόνα[58] δεν μειώνει καθόλου το κύρος του, το οποίο δεν ετέθη υπό αμφισβήτηση σε ορθόδοξο έδαφος, καθ’ όσον το περιεχόμενο του κανόνα επανελήφθη κατά λέξη από τον 95ο κανόνα της Πενθέκτης και έλαβε έτσι κύρος οικουμενικό και αιώνιο[59].
Από τους δικούς μας θεολόγους ένας μόνον[60] ασχολείται με την γνησιότητα του κανόνα, απορρίπτοντάς την, πράγμα τολμηρό για τον ελληνικό χώρο τον ιη’ αιώνα. Πρόκειται για τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη[61]. Η επιχειρηματολογία του, που καταλαμβάνει πολλές σελίδες του ανεκδότου έργου του, στηρίζεται στις δυτικές πηγές της εποχής του[62], και περιλαμβάνει όχι μόνον τον ζ’ της Β’, αλλά και τον «ομόφωνον και ταυτοδύναμον του ζ’ της Β’» 95ο της Πενθέκτης[63]. Ο Νεόφυτος θεωρεί αμφοτέρους «ουκ από συνόδου», αλλ’ «από της επιστολής» προς Μαρτύριον Αντιοχείας[64], και συνεπώς «επεισάκτους» (εμβολίμους)[65], ερχομένους σε φανερή αντίθεση με τους επικυρωθέντες από την Πενθέκτη Αποστολικούς Κανόνες και εκείνους του Μ. Βασιλείου[66]. Δεν καθορίζει, βεβαίως, ο Νεόφυτος, πότε έγινε η εισαγωγή των Κανόνων τούτων στο έργο των δύο Οικουμενικών Συνόδων[67], δεν είναι όμως κατ’ αυτόν βέβαιο, ότι το έκανε η Πενθέκτη[68]. Πάντως πρέπει να συνέβη προ του Φωτίου και του μοναχού Αρσενίου, οι οποίοι απαριθμούν και τους δύο ανωτέρω κανόνες με τους υπολοίπους κανόνες των Συνόδων τούτων[69]. Δεν ενισχύεται όμως καθόλου η γνησιότητά τους, διότι υπάρχουν περί του αντιθέτου μαρτυρίες αρχαιοτέρων συγγραφέων, που διαθέτουν λόγω της αρχαιότητάς των μεγαλύτερη αξιοπιστία[70]. Κρίνεται λοιπόν ο ζ’ της Β’ (μαζί με τον 95ο της Πενθέκτης) οβελιστέος από τον Νεόφυτο, προς αποφυγήν άλλωστε και των αιτιάσεων των «Λουθηροκαλβίνων» κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας[71].
Η παραδοχή της μη γνησιότητος των δύο τούτων κανόνων κλονίζει, κατά τον Νεόφυτο, ευλόγως και το κύρος των, το οποίο αποτελεί πραγματικό σταυρό για τον αγιορείτη μοναχό, που δέχεται το απόλυτο και αμετακίνητο της κυπριανείου αρχής, κατά την οποία το βάπτισμα των αιρετικών είναι ανυπόστατο, και ποτέ και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να γίνει δεκτό από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έπρεπε, όμως, να δοθεί εύλογη εξήγηση τόσο περί της μαρτυρίας της πηγής του παρόντος κανόνος, όσο και περί του λόγου κατατάξεώς του μεταξύ των κανόνων της Β’ Οικουμενικής. Ο Νεόφυτος αναπτύσσει την ακόλουθη επιχειρηματολογία:
Η προς τον Μαρτύριο Αντιοχείας «αδέσποτος»[72] επιστολή της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, που περιέχει πιστά τον ζ’ της Β’, «μετά τινος παρενθήκης»[73], δεν αναφέρεται στην γενικώς κρατούσα πράξη της Εκκλησίας, αλλά «την εν Κωνσταντινουπόλει συνήθειαν προβάλλεται». Έχει, γι’ αυτό, τοπικό και όχι καθολικό – οικουμενικό χαρακτήρα. Άλλωστε αν – όπως λογικώς παρατηρεί – ο σχετικός καθορισμός αποδοχής των επιστρεφόντων αιρετικών είχε επιβληθεί δια του ζ’ της Β’, και έτσι εφαρμοζόταν από όλη την Εκκλησία, θα ήταν γνωστός σ’ αυτόν που έθεσε την ερώτηση, ώστε να μη χρειαστεί να ζητήσει την γνώμη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως[74]. Πρόκειται, άρα, περί «έθους» της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας, που περιγράφεται στην επιστολή, και που δεν μπορεί να λάβει καθολική ισχύ και υποχρεωτικό χαρακτήρα[75], διότι «το της πόλεως αξίωμα» αδυνατεί να επιβάλλει μια απλή τοπική συνήθεια σε ολόκληρη την Εκκλησία. Δέχεται, βεβαίως, ότι η συνήθεια αυτή πράγματι είχε επικρατήσει στην Κων/πολη από την εποχή της αρειανής έριδος (δ’ αι.), εξ αιτίας του προβλήματος των επιστρεφόντων «αρειανισάντων»[76], τους οποίους δικαίως δεν ανεβάπτιζε η Εκκλησία, αλλά «μύρω μόνω έχριεν». Όταν όμως με το χρόνο ατόνισε η διάκριση «αρειανών και αρειανισάντων», εφαρμόσθηκε και στους δεύτερους, κατά τον Νεόφυτο, αντικανονικώς[77].
Έτσι εξηγείται, γιατί η συνήθεια αυτή απ’ την μια είναι «τοις κανόσιν εν μέρει υπεναντία», κι απ’ την άλλη «αντιφάσκει εαυτή»[78]. Το πρώτο προκύπτει από την αντίθεση του κανόνος τούτου προς τον β’ της Πενθέκτης, η οποία «ουδέν ων επεσφράγισεν ακυρούσα που παλιμβούλως φαίνεται»[79]. Το δεύτερο διαφαίνεται εκ του γεγονότος ότι ο κανών δέχεται την «αρειανών και μακεδονιανών το βάπτισμα, την δε χειροτονίαν ου», που ακριβώς αντίκειται στον μζ’ αποστολικό, ο οποίος κυρώθηκε επίσης από την Πενθέκτη[80]. Έπεται, συνεπώς, ότι δεν βρίσκει καθόλου δικαίωση ο ισχυρισμός πως «την εν Κων/λει επικρατούσαν περί αιρετικών συνήθειαν, ακανόνιστον τέως ούσαν, επιγενομένη η ΣΤ’ εκανόνισε», διότι τότε η Σύνοδος θα αντέφασκε προς τον εαυτό της[81].
Ο Νεόφυτος περαιτέρω, εξ αιτίας της αδυναμίας εναρμονίσεως του κανόνος τούτου με τους αποστολικούς, θέτει υπό αμφισβήτηση και το κύρος αυτής της επιστολής, για να κλονίσει έτσι ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία των δύο παραπάνω κανόνων, που προήλθαν απ’ αυτήν. Έτσι θεωρεί την επιστολή να έχει γραφεί όχι από τον Πατριάρχη Γεννάδιο (458-471), όπως γίνεται δεκτό, αλλά από τον Ακάκιο, «του εκ της αιρέσεως των ακεφάλων»[82]. Στηριζόμενος δε στην φράση της επιστολής: «ης (δηλ. Καθολικής Εκκλησίας) πρόεδρος και κεφαλή υπάρχεις, Μακαριώτατε», παρατηρεί: «Ουδέ πατριαρχική όλως (η επιστολή), ως Αντιοχείας κεφαλήν της καθολικής του Χριστού Εκκλησίας ονομάζουσα», το οποίο ακριβώς είναι «άτοπον και ασεβές», διότι μία η κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός[83].
Το συμπέρασμα του Νεοφύτου, μετά τα παραπάνω είναι ευνόητο. Οι δύο εν λόγω κανόνες δεν μπορούν να θεωρούνται συνοδικοί[84], αλλά «νόθοι και ψευδείς»[85]. Χαίρων δε, διότι μπόρεσε να άρει την σκανδαλώδη αντίφαση της Πενθέκτης, αναφωνεί: «Και δόξα τω εν Τριάδι προσκυνουμένω αγίω Θεώ, τω, α σοφούς τε και διδασκάλους διέλαθε, μαθηταίς υποδείξαντι»[86]. Ο τρόπος της αποδοχής των αιρετικών πρέπει να ρυθμίζεται συνεπώς με βάση τους ειδικώς γι’ αυτό τον λόγο συνταχθέντες κανόνες, ήτοι: μζ’ και ξη’ αποστολικούς, η’ και ιθ’ της Α’, ζ’ και η’ της εν Λαοδικεία, α’ της εν Καρθαγένη και α’ και μζ’ του Μ. Βασιλείου, που κι αυτοί διέθεταν το απαιτούμενο οικουμενικό κύρος, διότι «επεσφραγίσθησαν» από τον α’ της Δ’, τον β’ της Πενθέκτης και τους α’ και ια’ της Ζ’[87].
Την κριτική του όμως για την γνησιότητα του ζ’ της Β’ κατακλείει ο Νεόφυτος με μια δήλωση που προφανώς προστέθηκε εκ των υστέρων και η οποία αποδεικνύει – εκτός των άλλων – την ειλικρίνεια και αντικειμενικότητά του. Γράφει έτσι, ότι «ικανού διαγενομένου χρόνου, εξ ου τα περί των προειρημένων δυοίν κανόνων εκ των κανονικών επιτομέων εξητάσθη», παρετήρησε στην δ’ πράξη της Ζ’ Οικουμενικής ότι οι Πατέρες της ανέγνωσαν τον πβ’ (γρ. Μάλλον ρβ’) κανόνα της ΣΤ’ (Πενθέκτης) από το πρωτότυπο Πρακτικό της Συνόδου. Και στην ς’ πράξη δηλώνεται ρητώς ότι η ΣΤ’ Οικουμενική «εξέδωκε κανόνας... έως των δύο και εκατόν», συμφώνως άλλωστε και προς την μαρτυρία του Φωτίου. Έτσι αναγκάζεται ο Νεόφυτος να ομολογήσει: «Εξ ων δη φαίνεται τα περί του ζ’ της Β’ πιθανώς ημίν εκ των αρχαίων προεξητασμένα, επί του 95 της ΣΤ’ προφανώς καταργούμενα»! Αλλά και πάλι διαπιστώνει ότι δεν αίρεται η κατ’ αυτόν αντίφαση της Πενθέκτης. Διότι, εφ’ όσον η Ζ’ Οικουμενική εγκρίνει τον 95ο της Πενθέκτης , «λείπεται περί της αυτού προς τε τους αποστολικούς κανόνας και προς ον η ΣΤ’ και Ζ’ επεσφράγισαν πρώτον κανόνα του Μ. Βασιλείου εν μέρει εναντιοφανίας σκοπείν και την λύσιν προσεπινοείν»[88]. Η ανωτέρω δε αντίφαση εξακολουθεί να ισχύει, διότι οι Αρειανοί με βάση μεν τους αποστολικούς κανόνες και του Μ. Βασιλείου κρίνονται βαπτιστέοι, από τον 95ο όμως της Πενθέκτης μόνον χριστέοι, παρ’ όλο που κατά την Ζ’ (πράξις ς τόμ. β’) δεν είναι απλώς αιρετικοί αλλά «ταυτόν ειπείν έλληνες». Ο Νεόφυτος δεν συνεχίζει. Δεν μπορεί να συνεχίσει! Μένει με το ερωτηματικό αναπάντητο. Βεβαίως τούτο είναι ευεξήγητο, διότι ο Νεόφυτος δεν ανεχόταν την εφαρμογή της οικονομίας στους αιρετικούς. Όπως θα φανεί κατωτέρω, η αρχή της οικονομίας αίρει την κατ’ αυτόν αντίφαση και καταδεικνύει την ενότητα των ιερών κανόνων της ορθοδόξου Εκκλησίας.
Βεβαίως ο Νεόφυτος, πιστός στην παράδοση της Εκκλησίας του, έχοντας να αντιμετωπίσει όσους στηρίζονταν πάνω σ’ αυτούς τους δύο κανόνες για τον καθορισμό του τρόπου αποδοχής των νεωτέρων αιρετικών, χρησιμοποιεί τον ζ’ της Β’[89], παραμερίζοντας το πρόβλημα της γνησιότητάς του, περισσότερο όμως σε συνδυασμό με τον 95ο της Πενθέκτης, και μάλιστα με την μορφή: «η ΣΤ’ μετά της Β’»[90], η «η Β’ και η ΣΤ’»[91], πράγμα που δείχνει ότι από τον 95ο της Πενθέκτης εξαρτούσε και το κύρος του ζ’ της Β’, το οποίο παρέμενε οπωσδήποτε μειωμένο στην συνείδηση του λόγω της μη γνησιότητάς του, αλλά και του προβλήματος που δημιούργησε, όπως θα φανεί εν συνεχεία.
[56] «Συνοδικόν sive Pandectae canonum SS. Apostolorum et Conciliorum ab Ecclesia Graeca receptorum, nec non canonicarum SS. Patrum epistolarum ; una cum scoliis antiquorum, singulis eorum annexis, et scriptis aliis huc spectantibus; quorum plurima e bibliothecae bodleianae aliarumque mss codicibus nunc primun edita; reliqua cum iisdem mss summa fide et diligentia collata. Totum opus in duos tomos divisum, Guilielmus Beveregius Ecclesiae Anglicanae presbyter, recensuit, prolegomenis munivit, et annotationibus auxit Oxonii, e theatro Sheldoniano, sumptibus Guilielmi Wells et Roberti Scott bibliop. Lond. MDCLXXII Βλ. Τόμ ΙΙ, σ. 98 ε.ε. Πρβλ. Mansi, t. III, στ. 563/4, σημ. 2. Karl Joseph Hefele, Conciliengeschichte, ed. II, Freiburg i Br. 1856, σ. 12 ε.ε., 27.
[57] Υποστηρίχθηκε η γνησιότητα μόνον των 4 πρώτων κανόνων της Συνόδου. Βλ. Αναστ. Π. Χριστοφιλοπούλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Αθήναι 1965², σ. 40. ΠΡβλ. Ι. Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Ι, εν Αθήναις 1960², σ. 129 σημ. 2. Δημ. Γεωργιάδου, Το βάπτισμα των αιρετικών, εν Ν. Σιών, τ. ΙΘ’ (1924), σ. 104. T. Ware, μν. έργ. Σ. 72.
[58] Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη γνώμη. Έτσι της γνησιότητας του κανόνος υπεραμύνθηκε μεταξύ άλλων ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος στη μελέτη του: Περί του βαπτίσματος των ετεροδόξων, στο: Εκκλ. Φάρος, τ. 14 (1915), σ. 474.
[59] Βλ Καρμίρη, όπ. παρ. T. Ware, μν. έργ. Σ. 72, σημ. 1.
[60] Καθόλου δεν θίγει το πρόβλημα τούτο ο άγιος Νικόδημος. Βλ. π.χ. Π, σ. 154, 423, 590 κ.ά.
[61] Στο πρόβλημα αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο της Επιτομής υπό τον τίτλο: «Περί του ζ΄ κανόνος της Δευτέρας Οικουμενικής και του 95 της Έκτης» (σ. 147 κ’ – 147 κε’).
[62] Παραπέμπει ρητά στο «γραικορρωμαϊκόν νομικόν» (= jus graecoromanum), βιβλ. δ’, σελ. 290/91 και στο Συνοδικόν ή Πανδέκται (του Beveridge) επανειλημμένα. Ε, σ. 147 κ, 147 κα, 147 κβ’. (παραπομπή στον τ. ΙΙ, σ. 100, 501, 717, 748). Τα επιχειρήματα του Νεοφύτου είναι: ότι ο κανών δεν απαντά στις παλιές μεταφράσεις (λατινική, αραβική), ούτε στις Επιτομές Ιωάννου του Σχολαστικού και Συμεών Μαγίστρου, και τα αντλεί προφανώς από του έργου του Beveridge.
[63] Ε, σ. 147 κ’.
[64] Ο Νεόφυτος παραθέτει ολόκληρη την Επιστολή (Ε, σ. 147 κδ’), παραπέμποντας στο «γραικορρωμαϊκόν νομικόν», βιβλ. δ’, σελ. 290-291 και στους Πανδέκτες, τόμ. Β’, σελ. 100 (Ε, σ. 147 κ’-κα’).
[65] Ε, σ. 147 κα’, 147 κβ’.
[66] Ε, σ. 147 κ’.
[67] Ε, σ. 147 κα’. ¨Ουκ οίδ’ υφ’ ότου επεισαχθέντας».
[68] «Τις δε και η αναντίρρητος απόδειξις του υπό της Στ’ αυτής (- την ‘’συνήθειαν’’ της Κωνσταντινουπόλεως) κανονισθήναι». Ε, σ. 147 κγ’. Ο κανών «ων αυτόλεκτος», ούτε της Β’, ούτε της Στ’ είναι. (Ε,σ. 147 κδ’)
[69] Φωτίου Νομοκάνων, τίτλ. Δ’, κεφ. ιδ’. Αρσενίου Μοναχού, Κανονική Σύνοψις, κεφ. λε’ και ρλδ’. Ε, σ. 147 κ’ και 147 κε’.
[70] «Αλλ’ ου παρά τούτο εκ μόνων ψηφίων και γνήσιοι αναντιρρήτως εισάγονται, οι παρά Ιωάννου και Συμεώνος, των Αρσενίου και Φωτίου προγενεστέρων, μη επιγινωσκόμενοι... Αξιοπιστότερος άρ’ αν είη και ο Αλεξίου, Αρσενίου και Φωτίου αρχαιότερος Ιωάννης... και μάλλον αυτός ή εκείνοι τη Β’ πλησιάζων». Ε, σ. 147 κ’.
[71] «Όθεν τον ζ’ είτ’ ουν τον 95 της ΣΤ’... πολλώ βέλτιον, οίμαι, ως επείσακτον οβελίζειν ή τοις γνησίοις εγκρίνοντας, ουκ ανεκτά έχειν πράγματα και υπό της ιδίας μεν συνειδήσεως, συμβιβάζειν αδυνατούσης τα ασύμβατα, και μάλιστα παρά των ως αντιφασκούσης δήθεν εαυτή της καθολικής Εκκλησίας επιλαμβανομένων Λουθηροκαλβίνων». Ε, σ. 147 κ’.
[72] Διότι δεν μαρτυρείται ο συντάκτης. Ε, σ. 147 κ’, 147 κγ’ κ.ά.
[73] Ε, σ. 1457 κα’.
[74] Στο ίδιο.
[75] Ε, σ. 147κα’-κβ’. Προσθέτει δε με κάποια οξύτητα: «Έοικεν η επιστολή, οις η Κων/λις οπωσδήποτε πράττει, τούτοις και τους απανταχού δειν έπεσθαι αξιούν»! Ε, σ. 147 κγ’. Οι Κωνσταντινουπολίτες «της όπως ποτέ εχούσης ιδίας συνηθείας τα των συνοδικών κανόνων δεύτερα» τίθενται (αυτ.). Και καταλήγει: «Ισχυρόν γαρ τι χρήμα και δύσμαχον συνήθεια»!
[76] Ε, σ. 147 κδ’.
[77] Ε, σ. 147 κδ’-κε’.
[78] Ε, σ. 147 κβ’.
[79] Ε, σ. 140/41.
[80] Ε, σ. 147 κβ’: «Την του αιρετικού χειροτονίαν και δέχεται και ου δέχεται, όπερ εστίν αντίφαασις».
[81] Ε, σ. 147 κβ’-147 κγ’.
[82] Ε, σ. 147 κα’: «Την γουν ειρημένην αδέσποτον επιστολήν λογίσαιτο μεν αν τις του μετά τον Ανατόλιον Ακακίου είναι, ως μη μεθ’ ων αξιοί χρίεσθαι, και των ακεφάλων Σευηριανών μνημονεύουσαν»!
[83] Ε, σ. 147 κα’: «Ουδέ γαρ προς Πατριάρχου και τούτου Κων/λεως, τον Αντιοχείας κεφαλήν της καθολικής του Χριστού Εκκλησίας ονομάζειν». Αυτόθι.
[84] Ε, σ. 147κδ’.
[85] Ε, σ. 147 κβ’.
[86] Ε, σ. 147 κγ’.
[87] Στο ίδιο.
[88] Ε, σ. 147 κε’
[89] Βλ. π.χ. Ε, σ. 127.
[90] Π.χ. Ε, σ. 132.
[91] Π.χ. Ε, σ. 139.
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 4-10-2005.
Τελευταία ενημέρωση: 4-10-2005.