Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Ομολογώ έν Βάπτισμα

 

Β΄ Εφαρμογή του Κανόνος


2. Οι Λατίνοι «βαπτιστέοι»

Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα: Παρότι είναι αιρετικοί οι Λατίνοι, είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί και σ’ αυτούς η περί των Αρειανών και Μακεδονιανών οικονομική διάκριση της Β’ Οικουμενικής, και να γίνουν δεκτοί ‘’κατ’ οικονομίαν’’ δίχως βάπτιση, δια του χρίσματος μόνον; Οι συγγραφείς μας, ερμηνεύοντας τον ζ’ της Β’, δέχτηκαν, όπως είδαμε παραπάνω ότι η Σύνοδος εκείνη έκαμε δεκτό το βάπτισμα των ανωτέρω αιρετικών, διότι τούτο διέσωζε την μορφή (τον ‘’τύπο’’) του αδιακόπτως τελουμένου στην Εκκλησία αποστολικού βαπτίσματος, δηλαδή των τριών καταδύσεων, το οποίον είναι «αληθινόν», δηλαδή κατά κυριολεξία βάπτισμα (βούτημα). Το ερώτημα άρα είναι, αν υπό την προϋπόθεση αυτή είναι δυνατό να γίνει δεκτό το ‘’βάπτισμα’’ των Λατίνων ως ‘’αποστολικό βάπτισμα’’.

            Οι Δυτικοί ισχυρίζονταν ότι το βάπτισμά τους καθόλου δεν διέφερε από το αποστολικό βάπτισμα. Ο Οικονόμος όμως απαντά ότι ούτε η «επίχυση» είναι ποτέ δυνατόν να θεωρηθεί βάπτισμα, ούτε πολύ περισσότερο ο ραντισμός. Η μεν πρώτη είναι «νεωτερισμός ακανόνιστος»[176], ο δε δεύτερος «άγραφος»[177], στερούμενος του χαρακτήρος του «κυρίου και αληθινού βαπτίσματος»[178], κατά τους αγίους Πατέρες[179]. Βεβαίως ο Οικονόμος δεν αναφέρεται εν προκειμένω στις περιπτώσεις του βαπτίσματος ‘’της ανάγκης’’, τις οποίες δεν αποκλείει και αυτός, τελούμενες όμως μέσα στην Εκκλησία, σ’ αντίθεση με εκείνους που δέχονται το ‘’βάπτισμα’’ οποιασδήποτε αιρέσεως και έτσι δέχονται θάνατο αντί για ζωή. Έχει κατά νουν «την χωρίς ανάγκης επειγούσης»[180] και «αυτεξούσιον», δηλαδή αυθαιρέτως καθιερωθείσα πράξη στην Δύση[181], η οποία άρχισε από τον Πάπα Στέφανο Α’ (253-257)[182], δογματίσθηκε δια της εν Τριδέντω Συνόδου (1545-1563), κατά το πνεύμα της Δύσεως να ‘’κανονίζει’’ και θεσμοποιεί κάθε καινοτομία. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να βρει δικαίωση η καινοτομία αυτή[183], καθώς είναι πράξη «θεοστυγής»[184], επειδή καταστρέφει την θεοκέλευστη ενότητα του μυστηρίου[185]. Και κατά τον άγ. Νικόδημο, το βάπτισμα των Λατίνων είναι «ψευδώνυμον»[186]. Ο Οικονόμος σε πολλές σελίδες αναλύει, φιλολογικά, πατερικά και γραφικά, την έννοια του ‘’βαπτίζειν’’, για να αποδείξει ότι η μεταφορική χρήση του δεν είναι δυνατή[187]. Στους επιμένοντες δε, ότι ταυτίζονται τα βαπτίσματα των Ορθοδόξων και Λατίνων, θέτει ο Οικονόμος το ερώτημα: «Ει το βάπτισμα των Λατίνων ισοδύναμον τω ημετέρω, διατί τούτους προσιόντας χριστέον τω θείω μύρω, ως παντάπασιν αμυρίστους; Έχουσι δε και οι Λατίνοι το μύρον του χρίσματος; Ει δε τούτο άδεκτον παρ’ ημίν (ως και πάντα τάλλα τα παρ’ αυτοίς ιερουργούμενα μυστήρια), τι μη και το βάπτισμα το δια ραντισμού;»[188].

            Οι συγγραφείς μας επανειλημμένα βρέθηκαν στην ανάγκη να ανασκευάσουν τις προβαλλόμενες από τους Λατίνους, αλλά και τους «αμίσθους δεφένσορες αυτών»[189], δηλ. τους Λατινόφρονες, ενστάσεις περί κανονικότητος του ‘’βαπτίσματος’’ των. Θα περιορισθούμε βέβαια στις σημαντικότερες. Αποτελούν μεν δείγμα καθαρής σχολαστικής, μας εισάγουν όμως στο πνευματικό κλίμα της εποχής, αλλά και μας βοηθούν, με τις απαντήσεις των θεολόγων μας, να δούμε τον περίλαμπρο θεολογικό οπλισμό τους.

            Διατυπωνόταν, έτσι, η ένσταση, ότι και το «πολλοστημόριον»  του Αγ. Άρτου «όλον εστί το σώμα του Χριστού»· συνεπώς και «η ρανίς»  τους αγιασμένου ύδατος «όλην έχει του βαπτίσματος την δύναμιν». Η απάντηση του Νεοφύτου είναι η ακόλουθη: «ο μεν ηγιασμένος της ευχαριστίας άρτος και προ της μεταλήψεως και εν τη μεταλήψει και μετά την μετάληψιν, και απλώς και ουδενός μεταλαμβάνοντος, ουδέν ήττόν εστι το σώμα του Χριστού· το δε του βαπτίσματος ύδωρ, ούτε προ της καταδύσεως, ούτε μετά την κατάδυσιν, αλλ’ εν αυτή τη καταδύσει, ούτε μετά την κατάδυσιν, αλλ’ εν αυτή τη καταδύσει μόνον, είτ’ ουν χρήσει, έστι και λέγεται βάπτισμα, προ του δε και μεθ’ ο ύδωρ βαπτίσματος, ου βάπτισμα». Άλλωστε στο βάπτισμα δεν έχουμε «πόσιν» αλλά «κατακλυσμόν»[190] (κατά τον άγ. Διονύσιο Αρεοπαγίτη «ολικήν κάλυψιν»)[191].

            Στο επιχείρημα, ότι το ράντισμα των Λατίνων «δια των επικλήσεων της Αγ. Τριάδος περιεκτικόν εστι αγιασμού και χάριτος», απαντά ο άγ. Νικόδημος, ότι, «δεν τελειούται το βάπτισμα δια μόνων των της Τριάδος επικλήσεων, αλλά δείται αναγκαίως και του τύπου του θανάτου και της ταφής και της αναστάσεως του Κυρίου». η πίστη στην Αγ. Τριάδα, και όταν είναι ορθή, πρέπει να συμπληρώνεται υπό της «εις τον θάνατον του Μεσσίου πίστεως»[192]. Η απλή επίκληση της Αγ. Τριάδος δεν αγιάζει την αθέτηση πράξεως του μυστηρίου[193]. Έτσι, κατά τον άγ. Νικόδημο, «επειδή... και οι Λατίνοι δεν συμφυτεύονται με τον διφυή κόκκον Χριστόν εν τω ύδατι του βαπτίσματος, δια τούτο, ούτε το σώμα αυτών θεουργείται, ούτε η ψυχή· και απλώς ειπείν, να βλαστήσουν σωτηρίαν δεν ημπορούν, αλλά ξηραίνονται και απολύονται»[194]. Ο Κύριος, παρατηρεί ο Νεόφυτος, «ενομοθέτησε γέννησιν εξ ύδατος και πνεύματος· γεννά δε ουχ η ραντίζουσα, αλλ’ η εγκυμονούσα· και γεννάται ωσαύτως ου το ραντιζόμενον, αλλά το κυοφορούμενον έμβρυον»[195]. Το συμπέρασμα των ανωτέρω δίνεται από τον Οικονόμο κατά τον ακόλουθο τρόπο: «Άρα το λατινικόν ράντισμα, των καταδύσεων και αναδύσεων ον έρημον, ακολούθως έρημον και του τύπου του τριημερονυκτίου θανάτου και της ταφής και της αναστάσεως του Κυρίου υπάρχει... και έρημον πάσης χάριτός εστι, και αγιασμού και αφέσεως αμαρτιών»[196]

            Ήταν εύλογο, βεβαίως, το ερώτημα: Γιατί δεν εκφράζεται και δια της επιχύσεως ή του ραντισμού «το ομοίωμα του θανάτου»; Η απάντηση του Οικονόμου σπονδυλώνεται στα ακόλουθα τέσσερα σημεία: α) Η καινοτομία των Λατίνων συνιστά «εξεπίτηδες» παράβαση της Κυριακής εντολής και της εκκλησιαστικής παραδόσεως·   β) αντιβαίνει στη μία και κανονική αποστολική παράδοση· γ) ανατρέπει την έννοια του βαπτίζειν και δ) αντίκειται «εις το αποστολικόν ομοίωμα του θανάτου και της ταφής και της αναστάσεως του Χριστού, καθώς τούτο το ομοίωμα πάντες οι θείοι πατέρες ηρμήνευσαν»[197].

            Έωλο θεωρούν οι συγγραφείς μας και το επιχείρημα, ότι το χρίσμα θεραπεύει την περί την πράξη «ατέλεια» του βαπτίσματος των Λατίνων. Το χορηγούμενο χρίσμα, λέει ο Νεόφυτος, δεν συνεπάγεται, ότι γίνεται «δεκτόν»το λατινικό βάπτισμα, καθ’ όσον το χρίσμα διακρίνεται του βαπτίσματος, καθώς αποτελεί χωριστό μυστήριο, το οποίο καθιστά μέτοχο της βασιλείας του Χριστού τον ήδη βαπτισθέντα (πρβλ. μη’ καν. Λαοδικείας). Ο μη κανονικώς βαπτισθείς, άρα, και αναγεννηθείς δεν είναι δυνατόν να γίνει «μέτοχος Χριστού εν μόνω τω χρίσματι», καθ’ όσον η αναγέννηση του ανθρώπου δεν συντελείται δια του χρίσματος, αλλά δια του βαπτίσματος, το οποίον ακριβώς «συμφύτον ποιεί (αυτόν) του ομοιώματος και του θανάτου του Χριστού» (Ρωμ. 6, 5)[198].

            Συχνότατα, επίσης, διατυπωνόταν και το επιχείρημα από το βάπτισμα των λεγομένων «κλινικών»[199]. Σ’ αυτό το επιχείρημα, άλλωστε, στήριξε και την γνωστή απόφασή της η περί τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο Σύνοδος του 1932[200]. Κατά τον Αναστ. Χριστοφιλόπουλο το βάπτισμα των κλινικών ετελείτο δι’ επιχύσεως. Εν τούτοις η Εκκλησία προσέβλεπε με δυσπιστία πάντοτε προς τους δεχομένους αυτό το βάπτισμα[201], γι’ αυτό και όταν θεραπεύονταν, στερούνταν του δικαιώματος του ιεράσθαι, διότι το βάπτισμά των εθεωρείτο ατελές[202]. Βέβαια στο παραπάνω σόφισμα θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει απλώς ότι ο με οποιονδήποτε τρόπο τελούμενο βάπτισμα των κλινικών ελάμβανε χώρο όχι μέσα στην αίρεση, αλλά μέσα στην Εκκλησία! Πάντως ο Νεόφυτος στο επιχείρημα αυτό απαντά, ότι αυτό το είδος βαπτίσματος αντίκειται  στον λόγο του Κυρίου,  ο Οποίος «ου και δι’ επιχύσεως βαπτίζειν παρέδωκεν»[203]. Γι’ αυτό, συμπληρώνει, όπως και αν είχαν βαπτισθεί αυτοί, δηλαδή δι’ επιχύσεως ή δια ραντισμού, επιζήσαντες, «ουδέν ήττον (κρίνονταν) βαπτιστέοι»[204].

            Ο Κ. Οικονόμος δίνει μια παραλλάσσουσα και γι’ αυτό πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία: «Βαπτίζοντες τους τοιούτους εξ ανάγκης κλινοπετείς... ούτ’ ερράντιζον μόνον (κατά τους Λατίνους), ούτ’ επέχεον το ηγιασμένον ύδωρ κατά της κεφαλής αυτών, αλλά περιέχεον αυτούς αμφιλαφώς, καθ’ όλους δηλονότι του σώματος (λατινιστί: perfundebant[205]. Αυτό το βάπτισμα δεν επαναλαμβανόταν, «ενομίζετο όμως σφραγίς ατελής»[206]. Δεν επιτρέπεται λοιπόν, κατ’ αυτόν, το βάπτισμα των κλινικών αν προσάγεται ως επιχείρημα υπέρ του ραντισμού των Λατίνων. Διότι εκείνο επετράπη «εξ ανάγκης και μερικώς», και συνεπώς «νόμον Εκκλησίας ου ποιεί»[207]. Το ράντισμα των Λατίνων όμως γίνεται «εξεπίτηδες και χωρίς ανάγκης»[208]. Επί πλέον – το και ουσιαστικότερο – το λατινικό βάπτισμα δεν είναι, ως το των κλινικών, δηλ. ‘’περίχυσις’’, αλλά ραντισμός, και τελείται από ραντισμένους ιερείς, που στερούνται της ιερωσύνης, και αβάπτιστους[209]. Αν γίνει δε δεκτό το ράντισμά τους, τότε πρέπει να γίνουν δεκτά και τα υπόλοιπα μυστήρια τους, πράγμα αδύνατο, κατά τον μς’ αποστολικό κανόνα[210].

            Συμπεραίνουν, έτσι, οι συγγραφείς μας, ότι το βάπτισμα των Λατίνων «παρεκβαίνει και της πράξεως και της πίστεως»[211], και έτσι καθ’ εαυτό μεν επειδή τελείται στην αίρεση, δηλαδή εκτός Εκκλησίας, είναι ανυπόστατο (μζ’ αποστολ.), κατά δε την επιστροφή των Λατίνων δεν μπορεί να γίνει κατ’ οικονομίαν δεκτό[212], επειδή είναι ατελές, όπως αποδοκιμάζεται από τον ζ’ της Β’ ως αδικαιολόγητη καινοτομία τους περί την πράξη και επίσης όπως απορρίπτεται από την Σύνοδο αυτή μαζί με το ‘’μονοκατάδυτο’’ βάπτισμα των Ευνομιανών, δηλαδή ως «ατέλεστον και άπρακτον»[213]. Οι Λατίνοι εξ άλλου, αθετώντας με την καινοτομία τους αυτή την παράδοση της Εκκλησίας, είναι κατά την Ζ’ Οικουμενική (πράξη η’) «αναθεματιστέοι»[214]. Είναι δε πράγματι βαρύτατα τα ακόλουθα ερωτήματα του Οικονόμου: α) Αν το ράντισμα των Λατίνων ζητείται να γίνει κατ’ οικονομίαν δεκτό, γιατί δεν εφαρμόζουν και αυτοί την ‘’οικονομία’’, «αναλαβόντες πάλιν το παρ’ αυτοίς ανέκαθεν πατροπαράδοτον και αποστολικόν, αφέντες χαίρειν τα καινοτομηθέντα;»[215]. Και συνεχίζει: β) «Είπερ ο προσερχόμενος τη Εκκλησία στέργει ολοψύχως και γνησίως πάντα τα δόγματα και μυστήρια της Ορθοδοξίας, αναθεματίζει δε πάσας τας αυτώ πατρίους κακοδοξίας, πως έπειτα κρατεί ως ορθήν την περί το βάπτισμα (την βάση της πίστεως) κακουργίαν;»[216]. Και γ) «Είπερ Εκκλησία αποδέχεται τον λίβελλον του προσιόντος, εν ω πάσας τας προτέρας αυτού κακοδοξίας ούτος αναθεματίζει, πως αν απεδέξαιτο την περί το βάπτισμα τούτου καινοτομίαν, μίαν ούσαν των αναθεματιζομένων κακοδοξιών;»[217].

            Τα ερωτήματα αυτά του Οικονόμου έλαβαν μετά 100 και πλέον έτη από της διατυπώσεώς των, την ακόλουθη απάντηση από την Β’ Βατικανή Σύνοδο: «Δύναταί τις να τελέση το μυστήριον του βαπτίσματος δια καταδύσεως ή δι’ επιχύσεως. Η βάπτισις δια καταδύσεως είναι η πλέον ενδεδειγμένη μορφή, ως δηλούσα τον θάνατον και την ανάστασιν του Χριστού. Κατά την παρ’ ημίν κρατούσαν συνήθειαν γενικώς το μυστήριον του βαπτίσματος θα τελήται δι’ επιχύσεως»!...[218]

            Μετά τα παραπάνω είναι ευνόητο, γιατί οι συγγραφείς μας υποστηρίζουν ότι οι Λατίνοι δεν μπορούν να τεθούν στην κατηγορία των Αρειανών και Μακεδονιανών, ώστε να καταστεί δυνατή η εφαρμογή και σ’ αυτούς της οικονομίας της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, εφ’ όσον «ούθ’ όλως καταδύονται, είτ’ ουν βαπτίζονται, ραντίζονται δε», κατά τον Νεόφυτο. Αν το ράντισμα τους ισχύσει ως βάπτισμα, τότε «πάσα ανάγκη ή δύο τιθέναι βαπτίσματα, ή εν τιθεμένους, το της τριττής καταδύσεως αθετείν»[219]. Και ο Οικονόμος στο σημείο αυτό παρατηρεί, ότι «οι Λατίνοι... χωλαίνουσιν... αμφοτέραις ταις ιγνύαις περί την ορθήν του βαπτίσματος ιεροπραξίαν, άλλως τε και περί τας τρεις αναδύσεις και καταδύσεις, ας οι του Αρείου και Μακεδονίου παίδες ετέλουν γνησίως κατά την αποστολικήν παράδοσιν»[220]. Κατά τον Αθανάσιο Πάριο, μάλιστα, οι Λατίνοι βρίσκονται σε χειρότερη θέση και από αυτούς τους Ευνομιανούς, οι οποίοι διατηρούσαν τουλάχιστον τη μία κατάδυση[221]. Ως εκ τούτου, κατά την επιγραμματική διατύπωση του Παρίου, «οι από Λατίνων επιστρέφοντες αναντιρρήτως, απαραιτήτως και αναγκαίως πρέπει να βαπτίζωνται»[222].

            Βεβαίως η στάση έναντι των Λατίνων δεν σημαίνει ότι αθετείται το δόγμα ‘’ομολογώ εν βάπτισμα’’. «Ούμενουν, ουδαμώς», απαντά σχετικώς ο Οικονόμος[223]. «Οι αιρετικοί, τελούμενοι τα ημέτερα – όπως λέει ο Νεόφυτος -, ουκ αναβαπτίζονται, αλλά βαπτίζονται»[224], επειδή, όπως λέει ο άγ. Νικόδημος, «το βάπτισμα αυτών ψεύδεται το όνομα αυτού»[225]. Γι’ αυτό «τους αλλοίόν τε και μη κατά θεσμός ειληφότας (βάπτισμα) βαπτίζουσιν οι κανόνες, καταστρέφοντες ουχί το εν και μόνον αληθινόν, αλλά παν ετεροφυές και ψευδώνυμον ανθρώπων εύρεμα»[226]. Ο (ανα) – βαπτισμός συνεπώς των Λατίνων δεν έχει την έννοια να τους καταστήσει απλώς μέλη της Εκκλησίας, αλλά πρωτίστως να πραγματοποιήσει σ’ αυτούς την αναγέννηση, την οποία αδυνατεί το ράντισμα να τους μεταδώσει.

 

 

[176] Ο, σ. 398.

[177] Ο, σ. 436.

[178] Ο, σ. 430.

[179] Ο Μ. Αθανάσιος μιλώντας πρώτος, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά, κατεδίκασε το ‘’ράντισμα’’ των αιρετικών. Λόγος Β’ Κατ’ Αρειανών, §43, P. G. 26, 237 Β· «... ώστε και τον ραντιζόμενον παρ’ αυτών ρυπαίνεσθαι μάλλον εν ασεβεία ή λυτρούσθαι». Ο Οικονόμος σημειώνει: «Ταύτα δ’ αποφηνάμενος ο θείος Πατήρ, άρα γε ου φαίνεται οίον προορατικώς προλαβών και κατακρίνας ως άκυρον και  το ράντισμα το λατινικόν;», Ο, σ. 424. Άλλων Πατέρων τις απόψεις βλ. στου Ο, σ. 425 ε. Πρβλ. Π, σ. 52 ε.ε.

[180] Ο, σ. 398. Είναι καρπός της «παπικής αυτογνωμοσύνης». Ο, σ. 449.

[181] Ο, σ. 424, 450/51.

[182] Ο, σ. 448 ε., 452.

[183] Ε, σ. 147 κ’. Αντίκειται όχι μόνο στη εκκλ. Παράδοση (Πράξ. κεφ. η’, ζ’ της Β’, ιθ’ της Α’ κ.λπ.), αλλά προ πάντων στο «διττόν του Χριστού Βάπτισμα, το τε εν Ιορδάνη» και «το δια σταυρού», όπως και στην «εν τάφω κατάθεσιν, ης τύπος το δια τριών καταδύσεων Βάπτισμα».

[184] Ο, σ. 424, 485. Κατά τον Νεόφυτο η επίχυση είναι «εναγής», το δε ‘’ράντισμα’’ «μιαρόν», Ε, σ. ιζ’.

[185] Ο, σ. 454.

[186] Π, σ. 55, 56.

[187] Ο, σ. 401 ε., 406 ε.ε., όπου και τα επιχειρήματα των αντιφρονούντων.

[188] Ο, σ. 456. Σε μια  διεξοδική ανάλυση ο Οικονόμος διατυπώνει τις διαφορές μεταξύ ‘’βαπτιζομένου’’ και ‘’ραντιζομένου’’. Έτσι: α) πρώτος «ενθάπτεται ως νεκρός εν τάφω», «και πάλιν ανίσταται» εις «μίμησιν του Κυρίου. Ο δεύτερος «επιβρεχόμενος, ίσταται όρθιος» και «ούτε καταβαίνει, ούτε πάλιν αναβαίνει... ως εκ του τάφου». β) Ο α’ «δια του ιδίου σώματος την τριήμερον ταφήν και ανάστασιν εξεικονίζει». Ο β’ «αυτός μεν ουδαμώς εξεικονίζει το μυστήριον», μη μετέχοντας στο γεγονός καθ’ αυτό. Δια δε του ραντισμού υφίσταται «αλλόκοτον και παρά φύσιν... ενταφιασμόν». γ) Ο α’ «έχει τον τάφον... εις ον... καταβαίνει». Ο β’ «φέρει τον τάφον οίον επικείμενον επί κεφαλής, κακείθεν κατερχόμενον μέχρι ποδών, ου τι αν γένοιτο ψευδέστερον;». Βεβαίως είναι αδύνατον ν’ αποφύγει ο Οικονόμος την κατηγορία, ότι μ’ αυτές τις διακρίσεις σχολαστικίζει. Ζητεί όμως ν’ αποκαταστήσει σαφή την ακόλουθη αλήθεια: «Και απλώς η επίχυσις ουκ έχει ουδαμή ουδαμώς το ομοίωμα του θανάτου του Χριστού, ουδέ σύμφυτος αυτώ γίνεται ο επιχεόμενος». Ο, σ. 482ε., (σημ.).

[189] Π, σ. 56.

[190] Ε, σ. 147 ις.

[191] Περί της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, κεφ. β’, VIII P. G. 3, 397 Β.

[192] σ. 65.

[193] Ο, σ. 438. Πρβλ. Ο, σ. 424.

[194] Π, σ. 65.

[195] Ε, σ. 147 ις’.

[196] Ο, σ. 482 ε.

[197] Ο, σ. 482 (σημ.).

[198] Ε, σ. 147 ιγ’.

[199] Αρχαιότερη αναφορά βρίσκεται στον άγ. Κυπριανό, Epist. 76, 12-13, Ad Magnum P. L. 3, 1195/6.

[200] Βλ. Θεοκλ. Στράγκα, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών, τ. Δ’, εν Αθήναις 1972, σ. 1844-1847. Κριτική της αποφάσεως βλ. στου Ι. Κοτσώνη, Προβλήματα..., ένθ’ ανωτ. σ. 191/192.

[201] Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, ένθ’ ανωτ. σ. 114 και σημ. 2.

[202] Βλ. καν. Ιβ’ Νεοκαισαρείας και μζ’ Λαοδικείας. Ο, σ. 415 ε.

[203] Ε, σ. 147 ις’.

[204] Ε, σ. 147 ις’, 147 ιθ’.

[205] Ο, σ. 414 ε. Πρβλ. αγ. Κυπριανού, Epist. 76, Ad Magnum, ένθανωτ.

[206] Ο, σ. 414..

[207] Ο, σ. 416.

[208] Ο, σ. 417.

[209] Στο ίδιο.

[210] Ε, σ. 417 θ’. Πρβλ. σ. 89ε., Ο, σ. 492: «Ει δ’ εφαρμοσθήσεται και τούτοις το της οικονομίας, και η χειροτονία, οίμαι, δεχθήσεται...», διότι κατά τον Νεόφυτο, «τω δεκτώ του αιρετικού βαπτίσματος συνεισάγεται ομολόγως και ο βαπτίσας κεχειροτονημένος». Ε, σ. 147 κβ’.

[211] Ε, σ. 145.

[212] Π, σ. 55. «Το των Λατίνων βάπτισμα είναι ψευδώνυμον βάπτισμα, και δια τούτο, ούτε κατά τον λόγον της ακριβείας είναι δεκτόν, ούτε κατά τον λόγον της οικονομίας». Το ίδιο δέχεται και ο Οικονόμος: «Πως ημείς δεξόμεθα τους μηδόλως βαπτισθέντας;». Ο, σ. 489. Πρβλ. Αθαν. Πάριος, Μ, σ. 263. Είναι και τούτο θέση του Ε. Αργέντη. Βλ. T. Ware μν. έργ. σ. 90.

[213] Ο, σ. 424, 449, 499. Πρβλ. Νεόφυτον Ε, σ. 147 οδ’, 147 ιζ’.

[214] Ε, σ. 147 ιζ’.

[215] Ο, σ. 457. Ανάλογα γράφει και ο άγ. Νικόδημος, Π, σ. 304 ε.

[216] Ο, σ. 491. Πρβλ. Αθ. Πάριον· Μ, σ. 264. «Με ποίαν συνείδησιν δέχεται ο ανατολικός ως βεβαπτισμένος τον υπό της αυθεντίας του Πνεύματος αποφασιζόμενον όλως αβάπτιστον;».

[217] Ο, σ. 455. Πρβλ. Αθ. Πάριον, Μ, σ. 264.

[218] Βλ.  Ε. Σημαντηράκη, Η παρά Ρωμαιοκαθολικοίς τελετουργία, όπ. π., σελ. 134.

[219] Ε, σ. 147 ζ’, πρβλ. σ. 131.

[220] Ο, σ. 445.

[221] Μ, σ. 265.

[222] Μ, σ. 263. Πρβλ. Νεόφυτο, Ε, σ. 127, 143. Π, σ. 589, 605.

[223] Ο, σ. 425. Πρβλ. σ. 486. Το ίδιο διεκήρυττε και ο Ευστρ. Αργέντης. Βλ. T. Ware μν. έργ. σ. 97.

[224] Ε, σ. 128, 143.

[225] Π, σ. 58.

[226] Ο, σ. 426. Το «αναβαπτίζειν» λέγεται πολλές φορές καταχρηστικά – παρατηρεί ο Οικονόμος – «ως εκ του βαπτίσματος δηλονότι, όπερ είχον καθ’ εαυτούς και αυτοί οι αιρετικοί, καίπερ κίβδηλον και ψευδές και μηδέ βάπτισμα κυρίως ον». Ορθότερο άρα είναι το ‘’βαπτίζειν’’, «ως ενός και μόνου του αληθινού βαπτίσματος όντος, εις ο πιστεύομεν, και μηδέποτε δευτερουμένου». Ο, σ. 421, σημ. α’.

 

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 4-10-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 4-10-2005.

Πάνω