Η ενότητα της Εκκλησίας, "εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω" κατά τους 3 πρώτους αιώνες
ΜΕΡΟΣ 2o
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ
Η ΕΝΟΤΗΤΑ «ΕΝ ΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΤΩ ΕΠΙΣΚΟΠΩ» ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ «ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: Μία Ευχαριστία και ένας Επίσκοπος σε κάθε Εκκλησία
Εισαγωγικά
Η ταύτιση της ευχαριστιακής συνάξεως με αυτή την ίδια την Εκκλησία του Θεού είχε ως άμεση συνέπεια τη διατήρηση μιας Ευχαριστίας σε κάθε Εκκλησία υπό την ηγεσία του προεστώτος Επισκόπου. Αυτό εμφανίζεται σαφώς πρώτα στις επιστολές του Ιγνατίου, ο οποίος γράφει: «σπουδάσατε ουν μία Ευχαριστία χρήσθαι. Μία γαρ σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και έν ποτήριον εις ένωσιν αίματος αυτού. Έν θυσιαστήριον, ως και είς Επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και τοις διακόνοις»1. Από το χωρίο αυτό καταφαίνεται, ότι για τον άγιο Ιγνάτιο, ο οποίος, όπως είδαμε, συνέδεε άρρηκτα τον Επίσκοπο με την Ευχαριστία και της ενότητας της Εκκλησίας2, η ενότητα «εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω» προϋπέθετε μία ευχαριστιακή σύναξη, ένα Θυσιαστήριο και ένα Επίσκοπο σε κάθε Εκκλησία.
Κατόπιν αυτού γεννάται το ερώτημα: υπήρχε όντως σε κάθε Εκκλησία μία μόνο Ευχαριστία, η «υπό τον Επίσκοπον ούσα»3, ή πρόκειται στο χωρίο που παρατέθηκε απλώς περί επιθυμίας και προτροπής του Ιγνατίου; Το ερώτημα αυτό είναι θεμελιώδες από άποψη ιστορική, αλλά έχει και σπουδαίες επιπτώσεις πάνω στην Εκκλησιολογία, τις οποίες θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Πολλοί ερευνητές στο χωρίο που παρατέθηκε του αγίου Ιγνατίου στήριξαν την άποψη, ότι κατά την εποχή, κατά την οποία αυτός γράφει τις επιστολές του, υπήρχαν πολλές ευχαριστιακές συνάξεις σε κάθε Εκκλησία, επειδή διαφορετικά —κατ' αυτούς —δεν θ' απηύθυνε τέτοιους λόγους ο Ιγνάτιος. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σοβαρό, επειδή είναι δυνατόν απλώς να είχε διαγνώσει ο Ιγνάτιος τάσεις προς δημιουργίαν ευχαριστιακών παρασυναγωγών, χωρίς να σημαίνη αυτό κατ' ανάγκην, ότι η επικρατούσα μόνιμη κατάσταση δεν ήταν η συγκέντρωση όλων των πιστών κάθε Εκκλησίας σε μία Ευχαριστία υπό τον Επίσκοπο. Ότι υπήρχαν τέτοιες διασπαστικές τάσεις στις Εκκλησίες, προς τις οποίες γράφει ο Ιγνάτιος, είναι εμφανές από τις επανειλημμένες συστάσεις του, να μην ακολουθούν οι χριστιανοί τους αιρετικούς και σχισματικούς. Παρ’ όλα αυτά όμως και κατ' επανάληψιν, τονίζει ο Ιγνάτιος, ότι όσα γράφει περί σχίσματος έχουν χαρακτήρα προληπτικό: «ταύτα δε, αγαπητοί μου, ουκ επεί έγνων τινάς εξ υμών ούτως έχοντας, αλλ' ως μικρότερος υμών θέλω προφυλάττεσθαι υμάς»4. Παρόμοιο νόημα πρέπει να έχει και η σύστασή του, να τηρήται μία Ευχαριστία κάτω από ένα Επίσκοπο και σε ένα Θυσιαστήριο. Και αυτό το δηλώνει η διαβεβαίωση που ήρθε αμέσως πριν από τη σύσταση αυτή: «ουχ’ ότι παρ’ υμίν μερισμόν εύρον, αλλ’ αποδιυλισμόν»5"6. Είναι, λοιπόν, σαφές, ότι και γι’ αυτόν τον ίδιο τον Ιγνάτιο η σύσταση περί τηρήσεως μιας Ευχαριστίας δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην την ύπαρξη αντίθετης κατάστασης.
Αλλ' εάν η προτροπή του Ιγνατίου περί τηρήσεως μιας Ευχαριστίας σε κάθε Εκκλησία θεωρηθεί ως απήχηση ανάλογης ιστορικής πραγματικότητας, τότε γεννώνται δύο ερωτήματα. Δύο ερωτήματα θεμελιώδη για την ιστορία της ενότητας της Εκκλησίας στην Θεία Ευχαριστία και τον Επίσκοπο:
Πρώτον: Εάν, (όπως είδαμε), αληθεύει ότι η «κατ’ οίκον Εκκλησία» των Αποστολικών χρόνων σήμαινε την σύναξη προς τέλεση της Ευχαριστίας, τότε τίθεται το ερώτημα: Δεν υπήρχαν τότε σε κάθε πόλη περισσότερες της μιας τέτοιες «κατ' οίκον Εκκλησίες»; Και συνεπώς, δεν υπήρχαν και περισσότερες της μιας ευχαριστιακές συνάξεις;
Δεύτερον: Τι θα πρέπει να συνέβαινε με τους Χριστιανούς της υπαίθρου, εάν η μόνη ευχαριστιακή σύναξη σε κάθε Εκκλησία ήταν κατ’ αρχήν «η υπό τον Επίσκοπον ούσα», όπως θέλει ο Ιγνάτιος;
Στα δύο αυτά ερωτήματα δεν είναι εύκολο να δοθεί απάντηση. Και αυτό, επειδή οι πηγές δεν είναι μόνο ελλιπείς, αλλά και αδιάφορες για την ιστορική μας περιέργεια. Θα χρειασθεί, κατά συνέπεια, λεπτή και διεισδυτική παρατηρητικότητα κατά την εξέταση των λίγων κειμένων, τα οποία έχουμε.
1. Η «μία υπό τον Επίσκοπον» Ευχαριστία και η «κατ' οίκον Εκκλησία»
Επικρατεί η γνώμη, ότι η «κατ' οίκον Εκκλησία» αποτελούσε ένα είδος ημιεπίσημης συγκεντρώσεως σε διάφορα σπίτια εντός της τοπικής Εκκλησίας. Η γνώμη αυτή δεν επικρατεί μόνο μεταξύ εκείνων που ταυτίζουν την κατ’ οίκον Εκκλησία προς εξέχουσες Χριστιανικές οικογένειες7. Επικρατεί και μεταξύ αυτών που τη δέχονται ως σύναξη προς τέλεσιν της Ευχαριστίας8. Εάν η άποψη αυτή γίνει δεκτή, τότε προκύπτει, ότι η «κατ’ οίκον Εκκλησία» δεν συγκέντρωνε στον εαυτό της, όλη την τοπική Εκκλησία. Σημαίνει ότι αποτελούσε μορφή μικρότερης εκκλησιαστικής ενότητας μέσα σ’ αυτήν, που μπορούσε να υφίσταται σε αριθμό μεγαλύτερο του ενός σε κάθε πόλη. Η άποψη αυτή αυτομάτως προσκρούει στο γεγονός, ότι, όπως είδαμε, ο Παύλος γνωρίζει μία μόνο Εκκλησία σε κάθε πόλη. Ή είναι, λοιπόν, η «κατ’ οίκον Εκκλησία», «Εκκλησία», οπότε πρέπει και αυτή να είναι μία σε κάθε πόλη, ή δεν είναι πλήρης «Εκκλησία». Γιατί αν δεν είναι πλήρης Εκκλησία, τότε θα δικαιολογείτο η ύπαρξή της σε Πληθυντικό αριθμό εντός μιας και της αυτής πόλεως. Είναι, λοιπόν, κεφαλαιώδους σημασίας για την παρούσα έρευνα, να εξετάσουμε εάν ευσταθεί η παραπάνω επικρατούσα γνώμη επί τη βάσει των πηγών.
Από όλα τα χωρία, τα οποία περιέχουν τον όρο «κατ’ οίκον Εκκλησία», το χωρίο Ρωμ. 16, 4 φαίνεται ότι είναι το μόνο ικανό να διαφώτιση το πρόβλημά μας. Εάν ρίξουμε το βλέμμα μας στο τμήμα του κειμένου, μέσα στο οποίο εμφανίζεται ο όρος, θα δούμε το εξής: Ότι η «κατ’ οίκον Εκκλησία» των Πρίσκιλλας και Ακύλα δεν είναι η μόνη ομάδα, στην οποία αναφέρεται ο Παύλος. «Ασπασμοί» αποστέλλονται όχι μόνο σε άτομα, όπως ο Επαινετός, η Μαριάμ κ. α. , άλλα και σε ομάδες και οικογένειες της Ρώμης. Έτσι, συναντάμε «τους εκ των Αριστοβούλου» (στ. 10), «τους εκ των Ναρκίσσου τους όντας εν Κυρίω» (στ. 11 ), «Ρούφον τον εκλεκτόν εν Κυρίω και την μητέρα αυτού» (στ. 13), «Ασύγκριτον, Φλέγοντα, Ερμάν, Πατρόβαν, Ερμήν και τους συν αυτοίς αδελφούς» (στ. 14). Βρίσκουμε ακόμα «Φιλόλογον και Ιουλίαν, Νηρέα και την αδελφήν αυτού και Ολυμπάν και τους συν αυτοίς πάντας αγίους» (στ. 14).
Οι ομάδες αυτές δείχνουν κάτι σαφώς. Ότι κατά τους χρόνους εκείνους διακρίνονταν μέσα στην τοπική Εκκλησία Χριστιανοί, οι οποίοι, φαίνεται, γνώρισαν και ίσως διέδωσαν τον Χριστιανισμό όχι ατομικά, αλλ’ ομαδικά. (Παράβαλλε τον βαπτισμό ολόκληρων «οίκων», δηλαδή οικογενειών, όπως του Στεφανά στην Κόρινθο κ. ά. ). Αλλ' είναι αξιοσημείωτο και ενδιαφέρον και το εξής: Ενώ στο 16ο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους αναφέρεται μεγάλος αριθμός τέτοιων ομάδων, μία μόνο από αυτές, της Πρίσκιλλας και του Ακύλα, αποκαλείται με το όνομα «κατ’ οίκον Εκκλησία». Όλες οι άλλες ομάδες είτε δεν περιγράφονται καθόλου, είτε καλούνται «αδελφοί» ή «άγιοι» —ονόματα κοινά σε όλους τους Χριστιανούς. Τη βαρυσήμαντη αυτή λεπτομέρεια, δεν την πρόσεξαν οι δεχόμενοι την ύπαρξη πολλών «κατ’ οίκον Εκκλησιών» εντός της τοπικής Εκκλησίας! Και με βάση αυτή τη λεπτομέρεια, επιβάλλεται λοιπόν να ρωτήσουμε: Γιατί ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο «κατ’ οίκον Εκκλησία» μόνο για μία από τις ομάδες αυτές; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι, ότι πρόκειται περί τυχαίου γεγονότος. Κι αυτό το λέμε, επειδή ο αριθμός των ομάδων, με τις οποίες εμφανίζεται στο υπ' όψιν κείμενο η «κατ’ οίκον Εκκλησία», είναι μεγάλος. Και με έναν τέτοιο αριθμό, θα αναμενόταν φυσικά να βρίσκεται ανάμεσά τους και δεύτερη περίπτωση «κατ’ οίκον Εκκλησίας». Πουθενά όμως στις πηγές δεν συναντάμε περισσότερες της μιας «κατ’ οίκον Εκκλησίες» σε κάθε πόλη. Στη Ρώμη έχουμε την «κατ’ οίκον Εκκλησία» των Πρίσκιλλας και Ακύλα διακρινόμενη μεταξύ πολλών άλλων ομάδων και οικογενειών. Και από όλες τις υπόλοιπες καμία δεν περιγράφεται ως «Εκκλησία»9. Στις Κολοσσές αυτήν τού Φιλήμονος κατά τον χρόνο των δεσμών του Παύλου εν Ρώμη (Φιλήμ. 2). Στη Λαοδίκεια αυτήν τού Νυμφά (Κολ. 4,15). Στην Κόρινθο αυτήν τών Πρίσκιλλας και Ακύλα κατά τον χρόνο της εκεί διαμονής τους (Α' Κορ. 16. 19)10. Σε ποια, λοιπόν, από τις πηγές μπορούμε να στηρίξουμε την επικρατούσα γνώμη, ότι υπήρχαν πολλές «κατ’ οίκον Εκκλησίες» σε κάθε πόλη;
Αλλά υπάρχουν και θετικότερα στοιχεία εναντίον τις επικρατούσας αντιλήψεως. Στο χωρίο Ρωμ. 16,23 διαβάζουμε περί κάποιου Γαϊου, που αποκαλείται «ο ξένος μου (δηλαδή αυτός που ξένιζε, που φιλοξενούσε τον Παύλο), και όλης της Εκκλησίας». Αυτό αναμφίβολα αποτελεί αναφορά σε «κατ’ οίκον Εκκλησία»11 στην Κόρινθο, απ’ όπου ο Παύλος γράφει προς τους Ρωμαίους. Όπως μας πληροφορεί το χωρίο αυτό, ο Γάιος πρόσφερε το σπίτι του στον Παύλο, όσες φορές αυτός βρισκόταν στην Κόρινθο. Και όχι μόνο σ’ αυτόν, αλλά και στην όλη Εκκλησία της Κορίνθου για τις ευχαριστιακές συνάξεις της. Οι ευχαριστιακές αυτές συνάξεις, σύμφωνα με το πνεύμα της Α' Κορινθίους,12 εξέφραζαν αυτή την ίδια την Εκκλησία του Θεού. Εάν, λοιπόν, η «κατ’ οίκον Εκκλησία» σήμαινε, (όπως πιστεύεται συνήθως), μία ημιεπίσημη σύναξη των Χριστιανών, και εάν υπήρχαν πολλές τέτοιες «Εκκλησίες» σε κάθε πόλη, τότε πώς θα καταλάβουμε εδώ το γεγονός, ότι ο Γάιος αποκαλείται ξένος «όλης της Εκκλησίας»;
Η έκφραση «όλη η Εκκλησία» χρησιμοποιείται από τον Παύλο και στην Α' Κορ. 14,23: «εάν ουν συνέλθη η Εκκλησία όλη επί το αυτό». Το ότι και στο χωρίο αυτό, πρόκειται περί της ευχαριστιακής συνάξεως, που ταυτίζεται με την «όλη Εκκλησία», φαίνεται από τη λέξη: «συνέλθει». Φαίνεται όμως και από το εξής: Στο χωρίο αυτό εξακολουθεί να υπονοείται η ευχαριστιακή συγκέντρωση (ή «Εκκλησία»), του 11ου κεφαλαίου της Α' επιστολής, που υπήρχε στην Κόρινθο13. Συνεπώς, η ευχαριστιακή συγκέντρωση, η οποία κατά τους χρόνους της προς Ρωμαίους επιστολής φιλοξενείτο στο σπίτι του Γαϊου στην Κόρινθο, περιελάμβανε «όλην την Εκκλησίαν». Και αυτό σημαίνει ότι περιελάμβανε όλους τους Χριστιανούς της Κορίνθου. Δεν ήταν, λοιπόν, η «κατ’ οίκον Εκκλησία» του Γαϊου «ημιεπίσημη» ή μία από των πολλών στην Κόρινθο, αλλ’ η πλήρης και καθολική14 Εκκλησία της Κορίνθου. Μόνο μετά την εξαφάνιση μιας «κατ’ οίκον Εκκλησίας» πρέπει ν' αναζητήσουμε μία άλλη εντός της ίδιας τοπικής Εκκλησίας. Για όσο χρόνο υπάρχει μία «κατ’ οίκον» Εκκλησία, αυτή αποτελεί όλη την Εκκλησία του Θεού στην πόλη εκείνη15.
Αυτά εξάγονται από τα «χωρία», τα οποία αναφέρονται σαφώς στην «κατ’ οίκον Εκκλησία». Τα ίδια συμπεράσματα συνάγονται και από την εξέταση εκείνων των χωρίων, τα οποία αναφέρονται στην κατ’ οίκον Εκκλησία, χωρίς να χρησιμοποιούν τον όρο αυτό. Έτσι, στο Πράξ. 2,46 διαβάζουμε, ότι η Ευχαριστία ετελείτο «κατ’ οίκον»16. Παρά τις δυσχέρειες, τις οποίες εμφανίζει στους ερμηνευτές το χωρίο αυτό, μία λεπτομέρειά του πρέπει να υπογραμμισθεί: Ο όρος «οίκος» χρησιμοποιείται σε αριθμό Ενικό. Αδυνατούμε να καταλάβουμε, πώς είναι δυνατόν να ερμηνευθεί το χωρίο αυτό με τη σημασία «κόβοντας ψωμί από σπίτι σε σπίτι» ή «στα σπίτια τους»17. Πώς είναι δυνατόν η Ευχαριστία να μετακινείται από σπίτι σε σπίτι, ή να τελείται από κάθε οικογένεια από σπίτι σε σπίτι;18 Αυτό όχι μόνο θα καθιστούσε ακατανόητο το όλο κείμενο, αλλά και προσκρούει στο νόημα του κειμένου. Γιατί το νόημα του κειμένου παραφραζόμενο λέει περίπου το έξης: Η προσευχή των πρώτων Χριστιανών γινόταν στον Ιουδαϊκό Ναό, αλλ’ όχι και η κλάση του άρτου. Η κλάση του άρτου πραγματοποιείτο στον σπίτι και όχι στο Ναό. Εάν η φράση «κατ’ οίκον» τηρηθεί αυστηρά εντός των συμφραζόμενων, δηλαδή ως διάκριση από τον Ιουδαϊκό Ναό, τότε διαφωτίζεται το νόημα του χωρίου. Το γεγονός, ότι η κλάση του άρτου γινόταν «κατ' οίκον» και όχι «κατ' οίκους», υποδηλώνει κάτι. Ότι η Ευχαριστία δεν τελείτο σε πολλά σπίτια συγχρόνως, αλλά σε ένα μόνο. Το συμπέρασμα αυτό γίνεται βεβαιότερο, εάν ληφθεί υπ' όψη, ότι ο συγγραφέας των Πράξεων δεν αγνοεί τον Πληθυντικό «κατ' οίκους», όπως φαίνεται από τα χωρία Πράξ. 8,319 και 20,2020. Όμως ποτέ δεν χρησιμοποιεί τον Πληθυντικό, όταν πρόκειται για την Ευχαριστία. Είναι λοιπόν αναπόφευκτο το ερώτημα: Γιατί άλλες Εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, όπως ήταν το κήρυγμα, μπορούσαν να πραγματοποιούνται «κατ' οίκους», ενώ η Ευχαριστία τελείτο «κατ’ οίκον»; Η απάντηση ίσως θα ήταν δυσχερής, εάν όλα τα κείμενα, τα οποία αναλύσαμε, δεν έδειχναν προς την ίδια κατεύθυνση. Γιατί τα κείμενα δείχνουν προς την ύπαρξη μιας και μόνο Ευχαριστίας σε κάθε πόλη. Έτσι, η «κατ’ οίκον Εκκλησία» δεv διασπούσε, αλλά στην πραγματικότητα εξέφραζε την ενότητα της κάθε μιας Εκκλησίας σε μια Ευχαριστία.
Η «κατ’ οίκον Εκκλησία» ως όρος εμφανίζεται αποκλειστικά στις επιστολές του Παύλου. Και το περιεχόμενό της, (ως της «όλης Εκκλησίας», ενωμενης σε μια Ευχαριστία σε κάθε πόλη), δεν πρέπει να περιορισθεί, ούτε στις Παύλειες Εκκλησίας, ούτε στους αποστολικούς χρόνους. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι επιστολές του Παύλου αποτελούν τη μόνη πηγή μας. Όμως αυτός γνώριζε, όπως φαίνεται, την επικρατούσα κατάσταση σε όλες τις Εκκλησίες ως προς την Ευχαριστία. Γι’ αυτό στις πληροφορίες του Αποστόλου αυτού, μπορούμε να αναγνωρίσουμε χαρακτήρα ευρύτερο. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η εκφρασμένη πεποίθησή του, ότι γνωρίζει τις παραδόσεις και «συνήθειες» όλων των Εκκλησιών.21 Γιατί προς αυτές επεκτείνει τη μέριμνά του22. Άλλωστε, η Εκκλησία των Ιεροσολύμων23 δεν φαίνεται να διαφέρη από τις Παύλειες Εκκλησίες, σε ό,τι αφορά την «κατ’ οίκον Εκκλησία». Και αυτό το δείχνουν τα χωρία των Πράξεων, που αναλύθηκαν παραπάνω. Αυτό έχει σημασία, γιατί η Εκκλησία των Ιεροσολύμων ασκούσε την ισχυρότερη επίδραση, στις ανά τον κόσμο Εκκλησίες.
Στη μεταποστολική εποχή η «κατ’ οίκον Εκκλησία» δεν υπήρχε ως όρος πλέον24. Στην πραγματικότητα όμως εξακολουθούσε να λειτουργεί μέχρις ότου οι Χριστιανοί απέκτησαν ειδικούς ιδιόκτητους ναούς για τέλεση της Ευχαριστίας25. Το ενιαίο της Ευχαριστίας εξακολουθούσε επίσης να υπάρχει και μετά την Αποστολική περίοδο. Υπήρχε ως έκφραση του ενιαίου της τοπικής Εκκλησίας και παρά την αύξησιν του αριθμού των Χριστιανών. Το αρχαιότερο κείμενο της μεταποστολικής περιόδου, η Α΄ Κλήμεντος, υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας Ευχαριστίας26. Αντίστοιχα, ο άγιος Ιγνάτιος επιμένει, οι πιστοί της Φιλαδέλφειας να συνέρχωνται σε «μία Ευχαριστία»27. Αλλά έχουμε σαφή και αξιοσημείωτη μαρτυρία της διατήρησης του ενιαίου της Ευχαριστίας, μέχρι και τα μέσα του β' αιώνα. Δηλαδή σε μία εποχή, κατά την οποία ο αριθμός των Χριστιανών πρέπει να είχε αυξηθεί σημαντικά, ιδιαίτερα στη Ρώμη, απ’ όπου προέρχεται η μαρτυρία. Τη μαρτυρία αυτή, τη δίνει ο Ιουστίνος. Όταν στο 163/5 ο μάρτυς Ιουστίνος αντιμετώπιζε το θάνατο του μαρτυρίου, προσπάθησε να υπεκφύγη. Αλλά όταν ρωτήθηκε και πάλι επίμονα από τον έπαρχο, αναγκασθηκε να απαντήσει. Απάντησε ότι ένα μόνο τόπο συνάξεως των Χριστιανών στη Ρώμη γνωρίζει, το σπίτι κάποιου Μαρτίνου δίπλα στα λουτρά του Τιμιοτίνου28. Η πληροφορία αυτή, δεν μας καθορίζει βέβαια, εάν η συνέλευση στην οποία αναφέρεται ο Ιουστίνος, είναι αυτή της Ευχαριστίας. Αλλ' εάν αυτό υποτεθεί, η πληροφορία αποβαίνει βαρυσήμαντη. Ανεξάρτητα όμως από αυτή τη σκοτεινή πληροφορία, ο Ιουστίνος μας παρέχει άλλη σαφέστατη και αυστηρά ιστορικού χαρακτήρα πληροφορία, από τα μέσα του β΄ αιώνα. Μια πληροφορία που δείχνει κάτι ακόμα σημαντικότερο! Ότι στη Ρώμη τότε, οι Χριστιανοί όχι μόνο της Ρώμης, αλλά και των γύρω χωριών, μαζεύονταν σε μία και μόνο Ευχαριστία: «και τη του ηλίου λεγομένη ημέρα, πάντων των κατά πόλεις ή αγρούς μενόντων επί το αυτό συνέλευσις γίνεται»29.
Εάν, λοιπόν, αυτό συνέβαινε στην πολυάριθμη και πολυσύνθετη30 Εκκλησία της Ρώμης, μπορούμε να φαντασθούμε τι συνέβαινε! Μπορούμε να φαντασθούμε πόσο φυσικότερο θα ήταν να συμβαίνη αυτό και στις άλλες Εκκλησίες. Αλλά όχι μόνο αυτό. Κυρίως αντιλαμβανόμαστε το πόση σπουδαιότητα θα πρέπει ν' απέδιδε η Εκκλησία στη διατήρηση του ενιαίου της Ευχαριστίας σε κάθε πόλη. Η γνωστή συντηρητικότητα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας31 (που μας είναι γνωστή και από αλλού), διατήρησε, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του β' αιώνος, ανόθευτη την αρχική Εκκλησιολογία: Όπου μία Εκκλησία, εκεί και μία Ευχαριστία, κάτω από ένα Επίσκοπο, προεστώτα αμφοτέρων32. Ας δούμε τώρα πώς διατηρήθηκε η αρχή αυτή, όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε και εκτός τών πόλεων, στις περιοχές της υπαίθρου.
1. Ιγνατίου Φιλαδ. 4.
2. Δες πιο πάνω σ. 57 και εξής
3. Ιγνατίου Σμυρν. 8, 1
4. Ιγνατίου Μαγν. 11, 1. Παράβαλλε και Τραλ. 8, 1: «Ουκ επεί έγνων τοιούτον τι εν υμίν, αλλά φυλάσσω υμάς όντας μου αγαπητούς, προορών τις ενέδρας του διαβόλου».
5. Ο όρος «αποδυϊλισμός» (λατ. absractio) δεν σημαίνει διαίρεση σε ομάδες, αλλά «αποσύνθεση». Σημαίνει δηλαδή ατομοκρατικής φύσεως διαιρέσεις. Έτσι συνέβαινε και στην Α΄ Κορινθίους: «εγώ μεν ειμί Παύλου» κλπ.). Παράβαλλε και τους «παροδεύοντας», που ήταν μεμονωμένα πρόσωπα, στις επιστολές του Ιγνατίου (Εφεσίους 9, 1 και Ρωμ. 9, 3).
6. Ιγνατίου Φιλαδ, 3, 1. Αυτά θα ώφειλε να λάβη υπ’ όψιν και ο W. BAUER, Rechtglaubigkeit und Ketzerei im altesten Christentum, 19642, σ. 67. Αυτός άδικα θεωρεί τα περί ενότητας του Ιγνατίου ως απλή επιθυμία του αποστολικού πατρός. Και άδικα μιλάει περί «Ιgnatiusgruppe», για να στηρίξει τις αβάσιμες θεωρίες του περί προϋπάρξεως και υπεροχής της αιρέσεως στην αρχαία Εκκλησία. Πρόκειται για θεωρίες που ελέγχονται και διαφορετικά ως αβάσιμες.
7. Βλ. πιο πάνω, σ. 34 και εξής.
8. Έτσι π. χ. L. Cerfaux, La Theologie de l’Eglise, σ. 145: "As the Christians did not always gather as a full assembly but formed separate groups within the same city which gathered less officially in private houses, we intend to speak of domestic churches". Την ίδια άποψη εκφράζουν και οι P. Batiffol, μν. έργ., σ. 88, Η. LECLERCQ, στο D. A. C. L., IV / 2, 1921, στ. 2280. J. JUNGMANN, The Early Liturgy, σ. 13. Ε. Α. JUDGE μν. έργ., σ. 37, και Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, «Η λατρεία κατά τους αποστολικούς χρόνους», όπως και πιο πάνω. Ο Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, μν. εργ., σ. 44, προχωρεί περισσότερο. Αυτός υποστηρίζει, ότι οι «κατ’ οίκον Εκκλησίες» ήταν τόσο πολυάριθμες ανάμεσα στις τοπικές Εκκλησίες, ώστε ν' αποβούν κέντρα αιρετικής διδασκαλίας, και γι’ αυτό τελικά να καταργηθούν. Από ποιες πηγές αντλεί την είδηση αυτή ο Στεφανίδης δεν γνωρίζουμε. Αυτά λοιπόν είναι αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της διαδεδομένης αντιλήψεως, ότι υπήρχαν πολλές κατ’ οίκον Εκκλησίες σε κάθε τοπική Εκκλησία.
Πάνω σ’ αυτή την αντίληψη στήριξε η Προτεσταντική ιστοριογραφία τις περί βαθμιαίας εκκαθολικεύσεως της Εκκλησίας γνώμες της. Κατά τις γνώμες αυτές, προ της Α΄ Κλήμεντος υπήρχε ποικιλία συναθροίσεων που διατηρούνταν ακόμα στην εποχή της Διδαχής. Από την εποχή της Α' Κλήμεντος και του Ιγνατίου όμως, φθάσαμε σε μία «υπό τον Επίσκοπο». Και αυτό είχε ανάλογες επιπτώσεις πάνω στην εξύψωση του τελευταίου. Βλ. π. χ. CARRINGTON, The Rariy Christian Church, I, 1957, σ. 467. Για τους παλαιότερους βλ. Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, «Νέες Έρευνες προς λύσιν των πρόβληματων των πηγών του αρχικού Χριστιανισμού», στο Ε. Ε. Θ. Σ. (1957-58), 1959, σ. 232. Περικλείει κατά συνέπεια τεράστια σπουδαιότητα για τη διαμόρφωση της Καθολικής Εκκλησίας το ζήτημα αυτό. Είναι ένα ζήτημα το οποίο εγείρεται και αντιμετωπίζεται πρώτα εδώ. Το εάν υπήρχαν περισσότερες της μιας «κατ’ οίκον Εκκλησίες» σε κάθε πόλη.
9. Αποτελεί και αυτό ένδειξη του σαφούς διαχωρισμού μεταξύ των εννοιών της χριστιανικής οικογένειας και της «Εκκλησίας», περί του οποίου έγινε λόγος παραπάνω.
10. Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα ήταν Χριστιανοί προ της μετάβασής τους στην Κόρινθο. Παράβαλλε Cf. Harnack, "Probabilia uber die Adresse und den Verfasser des Hebraerbriefs" in Z.N.T. W, 1 (1900), 16 f. Η μετάβασή τους στην Κόρινθο, οφειλόταν πιθανώς σε διαταγή του Κλαυδίου που απέλαυνε τους Εβραίους από τη Ρώμη. Παράβαλλε Cf- F.F. Bruce, "Christianity under Claudius," in Bulletin of the John Ryiands Library 44 (1962), 310. Η ιστορία των δύο αυτών προσώπων, (όπως μπορεί ν' ανασυνταχθεί με βάση τις Πράξεις, την προς Ρωμαίους και την Α' προς Κορινθίους), αποκαλύπτει τη σπουδαιότητά τους στις Παύλειες Εκκλησίες. Αμφότεροι συνδέονταν με Εκκλησία «κατ’ οίκον» τόσο στην Έφεσο (Α' Κορ. 16, 20), όσο και στη Ρώμη. (Ρωμ. 16, 4). Ίσως αυτό υποδηλώνει, ότι η «κατ’ οίκον Εκκλησία» συνδεόταν συνήθως με εξέχοντα πρόσωπα.
11. Δες L. CERFAUX, La Theologie, σ. 145. Αυτός το δέχεται αυτό, αν και είναι κατ' ουσία ασυμβίβαστο προς την άποψή του. Η άποψή του είναι ότι η «κατ’ οίκον Εκκλησία» αποτελούσε «ημιεπίσημη» Εκκλησία εντός μιας τέτοιας τοπικής.
12. Δες πιο πάνω σ. 82 και εξής.
13. Στο ίδιο.
14. Η σημασία του όρου «όλη η Εκκλησία» για τη γένεση του όρου: «Καθολική Εκκλησία» θα εξετασθεί πιο κάτω.
15. Αυτά δεν αποκλείουν τη μετακίνηση των Χριστιανών από το ένα σπίτι στο άλλο. Μια τέτοια μετακίνηση μάλιστα πολλές φορές επιβαλλόταν λόγω των διωγμών. Αυτό που έχει σημασία είναι το γεγονός, ότι σε οποιοδήποτε σπίτι και αν τελείτο η Ευχαριστία, περιελάμβανε όλους τους πιστούς της πόλεως. Συνεπώς ήταν μία Ευχαριστία που εξέφραζε τη μία παροικούσα Εκκλησία σ’ εκείνη την περιοχή.
16. Πιθανώς το κλασσικό αυτό χωρίο να υπήρξε η αρχική μορφή του όρου «κατ’ οίκον Εκκλησία» ή αντιστρόφως.
17. Έτσι π. χ. ερμηνεύεται από τον E. A. Judge, op. cit. σ. 37. Cf F. J. Foakes Jackson - K. Lake (ed. ), The Beginnings of Christianity, ΕΝ, σ. 29.
18. Η αναφορά σε παπύρους (P. Ryl. 11, 76,10) στο F. J. Foakes Jackson - K. Lake (ed. ), μνημ. έργ. ΕΝ, σ. 29, υποσημ 46, προς στήριξη μιας τέτοιας εννοίας του χωρίου είναι απαράδεκτη ως προς το χωρίο αυτό. Αυτό συμβαίνει, επειδή σ’ αυτό το χωρίο, το ρήμα με το οποίο συνδέεται η φράση: «κατ’ οίκον», δεν δηλώνει κίνηση. Είναι ίσως φυσικό να καταλάβουμε το «κατ’ οίκον» με τη σημασία «από σπίτι σε σπίτι», εάν το ρήμα της προτάσεως υπονοεί κίνηση (π. χ. στη φράση «θα διανεμηθεί κατ’ οίκον»). Αλλ’ είναι αδύνατη η ερμηνεία αυτή όταν πρόκειται για ρήμα στατικής έννοιας, όπως είναι το «κλώντες άρτον».
19. «Σαύλος ελυμαίνετο την Εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος».
20. «Ουδέν υποστηλάμην των συμφερόντων του μη αναγγείλαι υμίν και διδάξαι δημοσία και κατ' οίκους».
21. Α΄ Κορ. 11, 16.
22. Β' Κορ. 11, 28.
23. Δες π. χ., την επίδρασή της στη διαμόρφωση τού πολιτεύματος της Εκκλησίας στο Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ., Περί της φερόμενης διαφοράς, σ. 56.
24. Ο Ιγνάτιος, ο οποίος χρησιμοποιεί τον Παύλειο τρόπο επιστολογραφίας, διατηρεί τον όρο «Εκκλησία» που τότε είχε πλέον σταθεροποιηθεί. Και μάλιστα τον διατηρεί και με καθαρά Παύλεια έννοια, όπως θα δούμε παρακάτω. Από την άλλη όμως, χρησιμοποιεί τον όρο «οίκος» χωρίς σύνδεσμο προς την Εκκλησία (Σμυρν. 13. Προς Πολύκ. 8, 2). Είναι η πρώτη ένδειξη εγκαταλείψεως τού όρου «κατ’ οίκον Εκκλησία» στις πηγές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι μέχρι τα χρόνια του Ιγνατίου είχε ήδη επικρατήσει ο όρος «Εκκλησία» ως έκφραση. Ως έκφραση μιας πραγματικότητας, η οποία παλαιότερα εκφραζόταν δια περισσοτέρων όρων.
25. Αυτό συνέβη μάλλον περί τα τέλη του γ' αιώνος. Παράβαλλε Cf. Noele Maurice - Denis Boulet, "Titres Urbains et Communaute"," στο La Maison-Dieu, No. 36,1953, σ. 14 και εξής. Και στην Αλεξάνδρεια περί τα τέλη του γ' αιώνος φαίνεται, ότι ιδρύθηκε το πρώτο κτίριο χριστιανικού ναού προς τιμήν του Αγίου Θεωνά. Βλ., Χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ιστορία της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, 1935, σ. 488.
26. Α΄ Κλήμ. 41, 2: «Ου παναχού, αδελφοί, προσφέρονται θυσίαι ενδελεχισμού ή ευχών ή περί αμαρτίας και πλημμελείας, αλλ’ ή εν Ιερουσαλήμ μόνη• κακεί δε ουκ εν παντί τόπω προσφέρεται, αλλ’ έμπροσθεν του ναού προς το θυσιαστήριον μωμοσκοπηθέν το προσφερόμενον δια του αρχιερέως και των προειρημένων λειτουργών. Οι ουν παρά το καθήκον της βουλήσεως αυτού ποιούντές τι, θάνατον το πρόστιμον έχουσιν». Είναι προφανές ότι ο Κλήμης ενδιαφέρεται εδώ να τονίσει κάτι: Την ανάγκη, να τελείται μία μόνο Ευχαριστία, αυτή που προσφέρεται «δια του αρχιερέως» και «της βουλήσεως αυτού».
27. Ιγνατίου Φιλαδ. 4. Παράβαλλε. Ιγνατίου Εφεσ. 20, 2 και ανωτ. σ. 63 και εξής.
28. «Εγώ επάνω μένω τινός Μαρτίνου και Τιμιοτίνου βαλανείου και παρά τον χρόνον τούτον (επεδήμησα δε τη Ρωμαίων πόλει τούτο δεύτερον) και ου γιγνώσκω άλλην τινά συνέλευσιν των Χριστιανών ει μη εκείνου» (P.G. VI, 1568).
29. Ιουστίνου Α΄ Απολ. 67. Παράβαλλε. και 65.
30. Η Ρώμη κατά το β' μισό του β΄ αιώνος ήταν τόπος συναντήσεως πολλών εθνοτήτων και Χριστιανών προερχόμενων από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Βλ. G. La Piana, "Foreign Groups in Rome during the First Centuries of the Empire," στο The Harvard Theological Review (1927), 183.
31. Π. χ. ως προς την αποδοχή του όρου «Επίσκοπος» βλ. Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Περί της φερόμενης διαφοράς, σ. 55-56.
32. Πρέπει να θεωρηθεί βαρυσήμαντο ότι ο Επίσκοπος είχε αρχικά τον τίτλο «προεστώς πρεσβύτερος» (Βλ. G. Konidaris, "Warum die Urkirche von Antiochia den "προεστώτα πρεσβύτερον" der Ortsgemeinde als "ho Episkopos" bezeichnete," στο Munchener Theologische Zeitschnft, 1961, σ. 269-84). Αυτό σημαίνει, ότι ο θεσμός του Επισκόπου ήταν κατ' εξοχήν λειτουργικός. Σημαίνει επίσης ότι η όλη εξουσία του απέρρεε από τη θέση του στην Ευχαριστία, επειδή ο όρος «προεστώς», χρησιμοποιείτο για να δηλώσει αυτόν που πρόσφερε την Ευχαριστία. Και αυτή είναι μαρτυρία του Ιουστίνου. (Α' Απολ. 65 και 67). Ο Harnack (Mission und Ausbreitung des Christentutns in den drei ersten Jahrhunderten, II4, σ. 836, 841 και εξής), μιλάει περί πολλών τόπων λατρείας και ενοριών πολύ ενωρίς. Γι’ αυτό το θέμα όμως, είναι ανάγκη να παρατηρηθούν τα εξής:
α) Η στατιστική του Harnack ανεβάζει τον αριθμό των πιστών στη Ρώμη σε 30.000 περίπου. Αυτή η στατιστική όμως, στηρίζεται σε πληροφορίες του Ευσεβίου και αφορά τα μέσα του γ' αιώνος. Και μόνο τότε, (όπως θα δούμε αργότερα), η αύξηση του αριθμού των πιστών οδήγησε πράγματι σε εμφάνιση των ενοριών.
β) Όσον αφορά την πληροφορία του Ιουστίνου στην απάντησή του προς τον έπαρχο δεν πρέπει να λησμονείται το εξής: Ότι αυτός προσπαθεί ν’ αποκρύψει τον τόπο της Ευχαριστιακής συνάξεως. Και προσπαθεί να την αποκρύψει, προφανώς, για να μη συλληφθούν οι πιστοί. Όταν όμως γράφει την Απολογία του, δεν ήταν υποχρεωμένος να καθορίσει τον τόπο της συνάξεως. Έτσι δε διστάζει να πει σαφώς, ότι όλοι οι πιστοί στη Ρώμη συνέρχονται στο ίδιο μέρος για τέλεση της Ευχαριστίας.
γ) Σχετικά με τη διαίρεση της Ρώμης σε 25 ενορίες μεταξύ τών ετών του Διονυσίου (259-68) και του Μαρκέλλου (308/9), να πούμε το εξής: Για το θέμα αυτό, η μόνη πηγή μας είναι το Liber Pontificalis. Όμως ακόμα και ο ίδιος ο Harnack δεν το θεωρεί αξιόπιστο. Πάντως, ανεξάρτητα απ’ αυτό, οι tituli αυτοί δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκην ευχαριστιακές συνάξεις. (Παράβαλλε και παρακάτω στο Γ' Μέρος).
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Διαμόρφωση σελίδας: 12-12-2007.
Τελευταία ενημέρωση: 18-1-2008.