ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο: Δ΄
Οι κατά καιρούς ερμηνείες
Δ. Οι ΄΄Γίγαντες΄΄ - ΄΄Νεφιλείμ΄΄
Εις το πρώτον μέρος τής μελέτης μας είδαμε πως οι ΄΄ υιοί τού Θεού΄΄, δελεασμένοι από την ομορφιά τών γυναικών απέκτησαν μαζί τους απογόνους, τούς ΄΄Νεφιλείμ΄΄, δηλαδή τούς ΄΄γίγαντες΄΄. Εις την συνέχειαν εκθέσαμε τις υπάρχουσες ερμηνείες για την ταυτότητα τών ΄΄υιών τού Θεού΄΄ και τών ΄΄θυγατέρων τών ανθρώπων΄΄· έτσι εις το σημείο αυτό, απομένει να ερευνήσομεν ποίοι είναι, για το Γιαχβικό στρώμα παραδόσεων - συμφώνως πάντοτε προς την ορολογίαν τών Παλαιοδιαθηκολόγων - οι ΄΄γίγαντες΄΄.
Κατ’ αρχήν, σημειώνομεν, ότι το πρόβλημα που γεννάται εκ τού αποσπάσματος Γένεσις 6/στ΄ 1-4 σχετικώς με την προέλευσιν, την φύσιν και τον χαρακτήραν τών ΄΄γιγάντων΄΄, είναι από τα πιο ενδιαφέροντα για την θεολογίαν τής Παλαιάς Διαθήκης. Βέβαια οι πληροφορίες τού στίχ. 4 είναι περιορισμένες και ασαφείς εις σημείον μάλιστα που να δίδουν αφορμήν για την ανάπτυξιν τής συζητήσεως, αλλά όχι και για εξαγωγή συγκεκριμένων συμπερασμάτων. Οπωσδήποτε, όμως, με βάση το στίχ. 4 και το φραστικόν τής όλης ενότητος Γένεσις 6/στ΄ 1-4, οι ερευνητές κατέληξαν εις δύο κυρίως απόψεις:
1. Συμφώνως προς την πρώτην, οι ΄΄γίγαντες΄΄ τής Παλαιάς Διαθήκης ήσαν ιστορικές υπάρξεις που έζησαν κατά τούς αρχεγόνους χρόνους, αλλά και εις μεταγενέστερες εποχές. Ήσαν αυτοί που ξεχώριζαν για την δύναμιν και το ανάστημά των, οι άνδρες οι ονομαστοί αλλά και οι βίαιοι, οι ήρωες, και ακόμη φυλές ολόκληρες που έζησαν εις τους προκατακλυσμιαίους χρόνους, αλλά και μνημονεύονται ως υπαρκτά όντα κατά την περίοδον τής κατακτήσεως τής Χαναάν [΄΄και εκεί εωράκαμεν τούς γίγαντας και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες...΄΄ Αριθμοί 13/ιγ΄ 34]. (Παρεπιπτώντος ν’ αναφέρομεν, ότι αύτη είναι η δευτέρα και τελευταία φορά που γίνεται λόγος για τούς ΄΄Νεφιλείμ΄΄ εις την Παλαιάν Διαθήκην ). Άνθρωποι γιγαντιαίων διαστάσεων, θνητοί και όχι αθάνατοι, πρόσωπα που για την δράσιν των εγκωμιάζονται εις τας λαϊκάς παραδόσεις, και φυλές που ενδιαφέρουν τον Βιβλικόν αφηγητήν. Μεταξύ αυτών μνημονεύονται:
Α) Οι ΄΄ΑΝΑΚΕΙΜ΄΄ ή ΄΄ΕΝΑΚΕΙΜ΄΄: “…έθνος μέγα και πολύ δυνατώτερον υμών, ώσπερ (και) οι Ενακείμ...” (Δευτ. 2/β΄ 21), “...λαόν μέγαν και πολύν και ευμήκη, υιούς Ενάκ...” (Δευτ. 9/θ΄ 2), “Και ήλθεν ο Ιησούς εν τω καιρώ εκείνω και εξωλόθρευσεν τους Ενακείμ, ...ου κατελείφθη τών Ενακείμ από τών υιών Ισραήλ...” (Ιησούς τού Ναυή 11/ια΄ 21-22), “Το δε όνομα τής Χεβρών ήν το πρώτερον πόλις Αρβόκ· μητρόπολις τών Ενακείμ αύτη” (Ιησούς τού Ναυή 14/ιδ΄ 15) κ.ά.
Β) Οι ΄΄ΡΑΦΑΕΙΜ΄΄: “Ραφαείν λογισθήσονται και ούτοι” (Δευτ. 2/β΄ 11), “γη Ραφαείν λογισθήσεται· και γαρ επ’ αυτής κατώκουν οι Ραφαείν το πρότερον...” [Δευτ. 2/β΄ 20, Γένεσις 14/ιδ΄ 5 (Μασ.)] κ.ά.
Γ) Οι ΄΄ΕΜΜΑΙΟΙ΄΄ (Μασ.) ή ΄΄ΟΜΜΕΙΜ΄΄ (Ο΄): “Οι Ομμείν πρότεροι ενεκάθηντο επ’ αυτής, έθνος μέγα και πολύ και ισχύοντες...” (Δευτ. 2/β΄ 10), “…ήλθεν ο Χοδολλογομόρ… και κατέκοψαν τούς γίγαντας... τούς Ομμαίους τούς εν Σαυή τη πόλει...” (Γένεσις 14/ιδ΄ 5).
Δ) Ίσως δε και οι ΄΄ΣΕΒΩΕΙΜ΄΄ (Ο΄) ή ΄΄ΣΑΒΑΙΟΙ΄΄ (Μασ.) : “...και οι Σεβωείν, άνδρες υψηλοί (΄΄μεγαλόσωμοι΄΄ Μασ.) ...” (Ησαϊας 45/με΄ 14). Μάλιστα η ομώνυμος κοιλάδα κοντά εις την Ιερουσαλήμ διετήρει με το όνομά της την παλαιάν παράδοσιν για μια εκεί εγκατεστημένη φυλή τών ΄΄Ραφαείμ΄΄ [Ιησούς τού Ναυή 15/ιε΄ 8, 18/ιη΄ 16 (Μασ.)]. Αναφέρομεν ενδεικτικά το βασιλέα τής Βασάν "Ωγ", ότι “…η κλίνη αυτού κλίνη σιδηρά,… εννέα πηχών το μήκος και τεσσάρων πηχών το εύρος αυτής εν πήχει ανδρός”. (Δευτ. 3/γ΄ 11) και ότι μόνον ούτος “κατελείφθη από τών Ραφαείν” (ένθ. αν.), ο Γεθίτης Γολιάθ τού οποίου το “ύψος αυτού τεσσάρων πήχεων και σπιθαμής” [Α΄ Βασιλ. 17/ιζ΄ 4 ( Ο΄) ή Α΄ Σαμ. 17/ιζ΄ 4 (Μασ.)] και ο άνδρας ο Αιγύπτιος που εσκότωσε ο Βαναίας, ο υιός τού Ιωδαέ: “άνδρα ορατόν πεντάπηχυν...” [Α΄ Παραλ. 11/ια΄ 23 (Ο΄) ή Α΄ Χρον. 11/ια΄ 23 (Μασ.)].
2. Σχετική με την παραπάνω άποψιν είναι και η ηθική εκείνη ερμηνεία που ταυτίζει τούς γίγαντες με τούς “καθ’ υπερβολήν ασεβείς και υπερηφάνους και τη οικεία ρώμη το παν επιτρέποντας” (ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΄΄Αποσπάσματα εις την Γένεσιν΄΄, P.G. 85, σελ. 1644), καθώς επίσης και με όσους έχουν “ευέξαπτον και φιλήδονον” χαρακτήρα (ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΄΄η Γένεσις΄΄ Καλάμαι 1955, σελ. 80).
Οι ερμηνείες αυτές, όμως, αφήνουν μεταξύ άλλων αναπάντητο το ερώτημα: ΄΄Γιατί η ένωσις ανδρών και γυναικών δύο διαφορετικών φυλών ή ηθικών ποιοτήτων, κινουμένων κατά τα ανθρώπινα, έφερε εις την ζωήν ασυνήθιστα όντα, τούς γίγαντες΄΄;
Συνεπώς, προς άλλην κατεύθυνσιν αναγκάζονται να στραφούν ορισμένοι ερμηνευτές, όπως εκείνης τής συνάφειας τού κειμένου. Αν δηλαδή, η περί γιγάντων διήγησις, ΔΕΝ συνδέεται με το κύριον σώμα τής αφηγήσεως και συνεπώς οι ΄΄γίγαντες΄΄ ΔΕΝ είναι γόνοι τών΄΄υιών τού Θεού΄΄ και τών ΄΄θυγατέρων τών ανθρώπων΄΄, τότε είναι δυνατόν να ταυτιστούν με πρόσωπα ονομαστά για την δύναμιν και το ανάστημά των ή φυλές γνωστές εκ τής ιστορίας για το παράστημα και τις πολεμικές αρετές τους. Εάν όμως οι ΄΄γίγαντες΄΄ - λένε οι υποστηρικτές τής ενώσεως ΄΄θεών΄΄ και ανθρώπων - εντάσσονται εις τον θεολογικόν κόσμον τής όλης περικοπής οργανικά, τότε άμεσος είναι η συσχέτισή τους με την λαϊκήν παράδοσιν την σχετικήν με την ένωσιν τού θείου μετά τού ανθρωπίνου στοιχείου, τών θεϊκών δυνάμεων και τών ανθρωπίνων όντων. Πρόκειται δηλαδή, λένε, για θεολογική επένδυση μίας αυτοτελούς εξωβιβλικής παραστάσεως, που ξεκινώντας από το μύθο, περνάει μέσα από την λαϊκήν παράδοσιν εις την Βιβλικήν αποκάλυψιν, αιτιολογώντας την εμφάνισιν τών γιγάντων, (1) μη συσχετίζοντας όμως την ύπαρξίν των με την αμαρτωλότητα τών ανθρώπων.
Παραδόσεις που περιγράφουν με λεπτομέρειες ή απλώς αναφέρονται εις γαμικάς σχέσεις μεταξύ θεών και θνητών, καθώς και εις τούς γόνους τών ενώσεων αυτών, τούς ΄΄γίγαντες΄΄, που θεωρούνται ημίθεοι ή ακόμη και θεοί, υπάρχουν εις τις μυθολογίες τών αρχαίων λαών.
΄΄Γίγαντες΄΄ μεταξύ άλλων παρόμοιων θεϊκών όντων μνημονεύονται συχνά εις αρχαία Ελληνικά κείμενα. Πρόκειται για τούς αθανάτους Τιτάνες, τούς μονόφθαλμους Κύκλωπες και τούς Εκατόγχειρες που κι αυτοί θεωρούνται τέκνα τού Ουρανού και τής Γης. Εκτός όμως από τις επιμέρους αυτές τάξεις τών θεών, βέβαιη ήταν η πίστις, ότι μεταξύ τών παλαιοτέρων κατοίκων τής γης υπήρχον γιγαντόσωμοι λαοί (2). Ειδικότερα, μάλιστα, για την προέλευσίν των η Ελληνική μυθολογία (ΗΣΙΟΔΟΥ: “Θεογονία” 50, σελ. 185-186, “Έργα και Ημέραι” σελ. 143 εξ.) μάς πληροφορεί, ότι εγεννήθησαν από τις σταγόνες τού αίματος που έπεσαν από την πηγήν τού Ουρανού και εγονιμοποιήθησαν από τη Γη. Ήσαν όντα θνητά, με εντυπωσιακό παράστημα, υπερφυσικό ανάστημα και εξαιρετική δύναμη. Ήσαν τερατόμορφα πλάσματα και προσωποποίησις τής καταστροφικής δυνάμεως. Όταν κάποτε ζήλεψαν την δόξαν τών θεών τού Ολύμπου και προσεπάθησαν να τούς εξοντώσουν, ετιμωρήθησαν υπό τού Διός με αφανισμό (Γιγαντομαχία).
Εκτός, όμως, από τούς γίγαντες, οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, συχνά αναφέρονται εις συνευρέσεις μεταξύ θεών και θνητών και εις τούς γόνους τών ενώσεων αυτών, τούς ημιθέους. Γάμοι δε μεταξύ θεών και θνητών δεν ήσαν μόνο δυνατοί αλλά και συνήθεις κατά την ηρωϊκήν εποχήν [ΟΜΗΡΟΥ “Ιλιάδα” Μ, 23: ΄΄ημιθέων γένος ανδρών΄΄, “Οδύσσεια” Η: 59, 201-6 και 120, ΠΙΝΔΑΡΟΥ: “Ισθμιονικών” Η, 12-17, ΠΛΑΤΩΝΟΣ “Διάλογοι” Ι (398d), Κρατύλος 33 “ουκ οίσθα, ότι ημίθεοι οι ήρωες; - πάντες (οι ήρωες) δήπου γεγόνοσιν ερασθέντος ή θεού θνητής ή θνητού θεάς” (το κείμενον, κατά τον JOHN SKINNER ένθ. αν. σελ. 140, είναι ασαφές, αβέβαιο)].
Παρόμοιοι μύθοι εκυκλοφόρουν και μεταξύ άλλων λαών. Το ΚΟΡΑΝΙ έχει αναφορές εις τούς λαούς ΄΄Αd και Thamud΄΄, πρωτόγονες φυλές, αξιοσημείωτες για το γιγαντιαίο ανάστημά των και την μεγάλην των ασέβεια. Εις αυτούς δε απεδόθησαν οι ανεγέρσεις υψηλών κτιρίων και πετρίνων οικημάτων και για τούς οποίους πιστεύεται ότι κατεστράφησαν από θεία τιμωρία (Sur.VII,XV, XXVI, XLI, XLVI, LXXXIX, ένθ. αν. JOHN SKINNER).
Ανάλογες με τις τελευταίες αυτές ελληνικές παραδόσεις συναντούμε και εις τον Χαναανιτικό χώρο. Η Χαναανιτική μυθολογία, όπως διεσώθη εις τα ουγαριτικά κείμενα, κάνει λόγο για συνευρέσεις τού πατέρα θεού Ελ με θνητές γυναίκες, τών οποίων καρπός υπήρξαν οι θεότητες ΄΄shr΄΄ (Αυγή) και ΄΄slm΄΄ (Εσπέρα).
Εις την ύπαρξιν γένους γιγάντων, με υπερφυσικάς δυνάμεις, αναφέρονται και φοινικικές παραδόσεις, όπως μάς πληροφορεί ο ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ: “Προπαρασκευή Ευαγγελική” Βιβλίον Ι, κεφ. 10, P.G. τόμ. 21 σελ. 17: “από γένους Αιώνος και Πρωτογόνου γεννηθήναι αύθις παίδας θνητούς, οις είναι ονόματα Φως και Πυρ και Φλοξ... υιούς δε εγέννησαν ούτοι μεγέθει τε και υπεροχή κρείσσονος... εκ τούτων, φησίν, εγεννήθη Σαμημρούμος ο και Υψουράνιος· από μητέρων δε, φησίν, εχρημάτιζον τών τότε γυναικών ανέδην μισγομένων οις αν ε[ν]τύχοιεν”. Ενδιαφέρουσα επίσης είναι και η Αιγυπτιακή παράδοσις που περιγράφει πώς ο θεός γεννά με την βασιλομήτορα το Φαραώ.
Τέλος, κατά το Ασσυροβαβυλωνιακόν έπος Γκιλγκαμές, ο ομόνυμος βασιλεύς τής Ουρούκ Γκιλγκαμές ήτο γόνος τής θεάς Μινσούν και τού Λίλλα, βασιλιά τής Κούλοβ [Για την σχέσιν τών γιγάντων με τον Νιμρώδ και τον Γκιλγκαμές καθώς και τα ιστορικά στοιχεία τών σχετικών παραδόσεων όρα: Α.ΒΟΙSSIER: “Nimrod les Nephilim”, εις το ZAW, τόμ. 30 (1910), σελ. 35 εξ].
Οι παραδόσεις αυτές, με λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς ομοιότητες με το Γένεσις 6/στ΄ 1-4, θεωρούνται συνήθως ως το θρησκειοιστορικόν υπόβαθρον τής σχετικής με τούς γίγαντες Βιβλικής αφηγήσεως. Όμως, προσεκτικοτέρα διερεύνησις, οδηγεί εις το συμπέρασμα, ότι το απομυθευμένον Βιβλικόν κείμενον εις την σημερινήν του μορφή, δε φαίνεται να έχει άμεσο σχέση με καμία από τις παραπάνω εξωβιβλικές παραδόσεις.
Συνεχίζουν, λοιπόν, οι υποστηρικτές τής συγκεκριμένης ερμηνείας, λέγοντες, ότι ο Βιβλικός συγγραφεύς, (ή ο αναθεωρητής τού Γένεσις 6/στ΄ 1-4), εις την προσπάθειάν του να συνδέσει τα προηγούμενα (γενεαλογίες) με τα επόμενα (Κατακλυσμό), ακολουθεί τη συνήθη πρακτική κατά την ενσωμάτωσιν εις το Πεντατευχικό σώμα ξένων παραδόσεων. Δεν ασκεί πολεμική ούτε παραθέτει επιχειρήματα. Δεν κρίνει, αλλά αφηγείται, χωρίς να φοβάται να δώσει στοιχεία τής λαϊκής πίστεως. Τα χρησιμοποιεί, όμως, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί έμμεσα να διατυπώσει βασικές Βιβλικές διδασκαλίες. Χωρίς να μπαίνει εις λεπτομέρειες, παραθέτει το κύριον στοιχείον τής παραδόσεως που αναφέρεται εις τις επιμειξίες ουρανίων όντων με τις ΄΄θυγατέρες τών ανθρώπων΄΄.
Βεβαίως, είναι φανερόν, ότι εις την ενότητα Γένεσις 6/στ΄ 1-4, υπάρχει κάτι το ασυμβίβαστο με τις θεολογικές προϋποθέσεις που κινείται ο συγγραφεύς τού βιβλίου τής Γενέσεως, αλλά ο μυθικός χαρακτήρ τής εξωβιβλικής παραδόσεως που παραθέτει, δεν κλονίζει την Βιβλικήν αποκάλυψιν. Άλλωστε η ιδεολογία τού συγγραφέως κινείται εις τα πλαίσια τής αποκαλύψεως, καθιστώντας, όπως λένε οι ερμηνευτές, την μυθικήν παράδοσιν ακίνδυνη για την Βιβλικήν αλήθειαν και δημιουργώντας την δική της παράδοσιν για την προέλευσιν τών γιγάντων. Εισάγων μάλιστα με το στ. 3 την ιδέαν τής θείας κρίσεως, εντάσσει εις τον θεολογικόν κόσμον τής Παλαιάς Διαθήκης μίαν ξένην παράδοσιν, απομυθευμένη και προσαρμοσμένη εις την Βιβλικήν αποκάλυψιν.
Εκ τού σημείου αυτού και πέρα η παράδοσις για τούς γίγαντες συνεδέθη με την αμαρτωλότητα τού ανθρωπίνου γένους και τον Κατακλυσμόν, κάτι με το οποίο βέβαια δε συντάσσεται ο γράφων. Παράλληλα ενεπλουτίσθη με νέες προεκτάσεις - οι άγγελοι για την υπεροπτικότητά τους έπεσαν (ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ: “Πρεσβεία περί Χριστιανών” 24-25, P.G. 5, σελ. 948: “εκείνοι μεν εις επιθυμίαν πεσόντες παρθένων”, “οι άγγελοι οι εκπεσόντες τών ουρανών”, ΚΛΗΜΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ “Παιδαγωγός” Λόγος τρίτος, P.G. 8, σελ. 576: “οι άγγελοι τού Θεού... εξ’ ουρανών αποπεσόντες χαμαί”), οδηγήθησαν εις τον άδην και ετιμωρήθησαν γι’ αυτό (ΙΩΒΗΛΑΙΟ κεφ. 5 παρ. 6) - που όμως δεν είχαν καμίαν ουσιαστικήν επίδρασιν εις την Βιβλικήν Θεολογίαν.
Συμφώνως με τις παραπάνω σκέψεις τών ερευνητών, λοιπόν, οι ΄΄γίγαντες΄΄, δεν ήσαν ανθρώπινα, αλλά μυθικά όντα (!) Έζησαν εις την φαντασίαν τών λαών και επέζησαν εις τα φιλολογικά των κείμενα. Με την ενσωμάτωσιν, εις την Βιβλικήν αποκάλυψιν, απομυθευμένων στοιχείων τής σχετικής παραδόσεως, όχι μόνο δεν αλλοιώθηκε ο χαρακτήρας της, αλλά επηρεάσθη μία κύρια θεολογική ιδέα. Εκ τού μυθικού βασιλείου της, η παράδοσις, μετεφέρθη εις τον χώρον τής ιστορίας (πρβλ. την έκφρασιν: ΄΄οι άνθρωποι οι ονομαστοί΄΄) και πήρε τις πραγματικές της διαστάσεις. Εκλονίσθη η πίστις εις την αιωνιότητα τής μυθικής φυλής τών γιγάντων, λένε οι ερμηνευτές, και ημφισβητήθη η θεία φύσις τους, αφού έχουν έκδηλα τα χαρακτηριστικά τών αδυνάμων ανθρώπων. Εις δε τον στ. 3, μάλιστα, σαφώς διδάσκεται, ότι οι γίγαντες δεν ήσαν αθάνατοι αφού “αι ημέραι αυτών έσονται εκατόν είκοσιν έτη”.
Τελευταίως δε υπέπεσεν εις την αντίληψιν ημών μίαν ακόμη ερμηνείαν ήτις είναι παρομοία με την (επι)κρατούσαν ερμηνείαν, ότι δηλ. η φυλή τού Κάιν ήτο εκ τής ρίζης της ασεβής και έκφυλος. Η δε φυλή τού Σηθ ήτο ευσεβής και καθαράν. Γι’ αυτό η φυλή τού Κάιν ελέγετο απλώς "άνθρωποι", ενώ η τού Σηθ "παιδιά τού Θεού", "υιοί τού Θεού". Κατόπιν διηνεργήθη η επιμιξία κι εξ αυτής, η γενεά τών "γιγάντων".
Η συγκεκριμένη ερμηνεία διαφοροποιείται από την (επι)κρατούσαν ως προς την εξήγησιν τών περιφήμων "γιγάντων". Κατ’ αυτήν, λοιπόν, η Γραφή δεν εννοεί τούς τελευταίους ως γιγαντιαίους και κολοσσιαίους ανθρώπους, αφού εις τα χρόνια που η Παλαιά Διαθήκη μετεφράσθη εις τα αρχαία ελληνικά, η λέξις "γίγας" εσήμαινε ένα από τα όπλα τού στρατού(!) Όπως δηλ. ο στρατός μας σήμερα έχει πέντε (5) όπλα (πεζικό, τεθωρακισμένα, πυροβολικό, μηχανικό, διαβιβάσεις) έτσι και εις τα παλαιά χρόνια υπήρχον οπλίτες (πεζικό), τοξότες, πελαστές. ιππικό, κλπ. Οι οπλίτες, δηλ. αυτοί που είχον κράνος, θώρακα, περικνημίδες, ασπίδα, δόρυ, ξίφος, ακόντιο ελέγοντο - εις τα αλεξανδρινά χρόνια - και "γίγαντες", χωρίς η λέξις να έχει την έννοιαν τού μεγαλόσωμου ανθρώπου. Επειδή, όμως, εις τα χρόνια τα πριν από τον κατακλυσμόν, όταν πρωτοενεφανίσθησαν ένοπλοι, ασφαλώς δεν θα υπήρχε η διάκρισις εις πολλά είδη όπλων, εις την συγκεκριμένην περικοπήν η λέξις "γίγας" σημαίνει απλούστερα "πολεμιστής" ή ακόμη πιο απλά "ένοπλος άνθρωπος".
Τότε δηλ. που ανεμίχθησαν οι δύο φυλές, τότε ενεφανίσθησαν και οι πρώτοι ένοπλοι άνθρωποι (!!!), οι οποίοι αντί να οποιανδήποτε δουλειά (γεωργία, κτηνοτροφία, οικοδομική μεταλλουργία) ησχολούντο με το να επιβάλλουν την θέλησίν των εις τούς άλλους - με την χρήσιν τών όπλων - και να τούς εκμεταλεύονται. Κι έτσι έγιναν επίκεντρα συσπειρώσεως φατριών, αρχηγοί κρατών, κλπ. Γι’ αυτό δε τον λόγον αναφέρονται ως "οι άνθρωποι οι ονομαστοί", κι όχι επειδή ήσαν γιγαντόσωμοι. Εις το ανάστημα δεν διέφερον από τούς άλλους.
Κατ’ αυτής τής ερμηνείας έχομεν να αντιτάξομεν:
α) Εις τα πλέον έγκυρα Λεξικά τής Ελληνικής Γλώσσης που ανετρέξαμεν δεν εύρομεν τοιαύτην ερμηνείαν εις το λήμμα "γίγας" (3) και
β) (και σπουδαιότερον) εις το υπό έρευναν χωρίον η λέξις "γίγας" είναι απόδοσις τής αντιστοίχου εβρ. λέξεως "νεφελείμ" την οποίαν μεταφράζει η ίδια η Παλαιά Διαθήκη(!) εις το βιβλίον τών Αριθμών (όπου απαντά για δευτέρα και τελευταία φορά η εν λόγω λέξις) 13/ιγ΄ 33-34 (32-33 Μασ.): "και πας ο λαός, ον εωράκαμεν εν αυτή, άνδρες ΥΠΕΡΜΗΚΕΙΣ, και εκεί εωράκαμεν τούς γίγαντες (εβρ."ΝΕΦΕΛΕΙΜ") και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες…". Άρα αφού η ίδια η Γραφή ερμηνεύει εαυτήν, νομίζομεν, ότι είναι άσκοπος και περιττή κάθε προσπάθεια προς εύρεσιν νέας - πρωτοτύπου ενδεχομένως - ερμηνείας.
1. Πρβλ. ΣΑΒΒΑ ΑΓΟΥΡΙΔΗ: Μύθος - Ιστορία - Θεολογία, “Δελτίο Βιβλικών Μελετών”, τόμ. 6, σελ. 21, ΤH. C. VRIEZEN: “An Outline of Old Testament Tgeology”, Oxford 19702, σελ. 405
2. ΗΡΟΔΟΤΟΥ: “Ιστοριών” Α΄ 1, 68, ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ: “Ελλάδος περιηγήσεως”, Ι, “Αττικά” VΙΙΙ, 35, 5 εξ., “Αρκαδικά” 29, 3, 32, 4 εξ., PLINIOS: “Historia Naturalis” VIII, 73 εξ.
3. Π.χ. "Μέγα Λεξικόν όλης τής Ελληνικής Γλώσσης" υπό Δ. Δημητράκου, "Λεξικόν τής Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης" υπό Ιωάννου Δρ. Σταματάκου, "Μέγα Λεξικόν τής Ελληνικής Γλώσσης" υπό Henry G. Liddell - Robert Scott, "Λεξικόν τής Ελληνικής Γλώσσης" υπό Σκαρλάτου Δ. τού Βυζαντίου (έκδ. 1852), "Λεξικόν τής Ελληνικής Γλώσσης" υπό Αρχιμανδρίτου Ανθίμου Γαζή (έκδ. Βιέννης 1835), "Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν" (έκδ. Ελευθερουδάκη 1928), "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" [Πυρσού] (έκδ. 1929), "Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια" (έκδ. 1964), "Λεξικόν Ησυχίου τού Αλεξανδρέως" (έκδ. Γεωργιάδης 1975), έτι δε και το περίφημον "Ελληνικόν Λεξικόν τών Πρώτων Πατέρων τής Εκκλησίας" υπό G. W. H. Lampe (έκδ. Οξφόρδης 1961)