Kεφάλαιο 6ο

Περιεχόμενα

Kεφάλαιο 8ο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο.

Οι  Άγιοι  της  Παλαιάς  Διαθήκης


Η Καινή Διαθήκη αναγνωρίζει την Αγιότητα των Ιερών προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία και παρουσιάζει ως παραδείγματα πίστης, ευσέβειας και δικαιοσύνης.

            «λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσιν και ανακλιθήσονται μετά Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 8/η΄ 11).

          «όψησθε Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία τού Θεού, υμάς δε εκβαλλομένους έξω» (Λουκ. 13/ιγ΄ 28).

            «Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων.  εν ταύτη γάρ εμαρτυρήθησαν οι πρεσβύτεροι.  Πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι Θεού, εις το μη εκ φαινομένων τα βλεπόμενα γεγονέναι.

Πίστει πλείονα θυσίαν Άβελ παρά Κάϊν προσήνεγκε τω Θεώ, δι' ης εμαρτυρήθη είναι δίκαιος, μαρτυρούντος επί τοίς δώροις αυτού τού Θεού, και δι' αυτής αποθανών έτι λαλείται.

Πίστει Ενώχ μετετέθη τού μη ιδείν θάνατον, και ουχ ηυρίσκετο, διότι μετέθηκεν αυτόν ο Θεός. πρό γάρ της μεταθέσεως μεμαρτύρηται ευηρεστηκέναι τω Θεώ.  χωρίς δε πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι, πιστεύσαι γάρ δεί τον προσερχόμενον τω Θεώ ότι έστιν και τοίς εκζητούσιν αυτόν μισθαποδότης γίνεται.

Πίστει χρηματισθείς Νώε περί των μηδέπω βλεπομένων, ευλαβηθείς κατεσκεύασε κιβωτόν εις σωτηρίαν τού οίκου αυτού, δι' ης κατέκρινε τον κόσμον, και της κατά πίστιν δικαιοσύνης εγένετο κληρονόμος.

Πίστει καλούμενος Αβραάμ υπήκουσεν εξελθείν εις τον τόπον ον έμελλε λαμβάνειν εις κληρονομίαν, και εξήλθε μη επιστάμενος που έρχεται.  Πίστει παρώκησεν εις γήν της επαγγελίας ως αλλοτρίαν, εν σκηναίς κατοικήσας μετά Ισαάκ και Ιακώβ των συγκληρονόμων της επαγγελίας της αυτής.  εξεδέχετο γάρ την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ής τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός.

Πίστει και αυτή Σάρρα δύναμιν εις καταβολήν σπέρματος έλαβεν και παρά καιρόν ηλικίας έτεκεν, επεί πιστόν ηγήσατο τον επαγγειλάμενον.  διό και αφ' ενός εγεννήθησαν, και ταύτα νενεκρωμένου, καθώς τα άστρα τού ουρανού τώ πλήθει και ως η άμμος η παρά το χείλος της θαλάσσης η αναρίθμητος.

Κατά πίστιν απέθανον ούτοι πάντες, μη λαβόντες τας επαγγελίας, αλλά πόρρωθεν αυτάς ιδόντες και ασπασάμενοι, και ομολογήσαντες ότι ξένοι και παρεπίδημοί εισιν επί της γης.  οι γάρ τοιαύτα λέγοντες εμφανίζουσιν ότι πατρίδα επιζητούσι.  και ει μεν εκείνης μνημονεύουσιν, αφ' ης εξήλθον, είχον αν καιρόν ανακάμψαι, νυν δε κρείττονος ορέγονται, τουτ' έστιν επουρανίου. διό ουκ επαισχύνεται αυτούς ο Θεός, Θεός επικαλείσθαι αυτών, ητοίμασε γαρ αυτοίς πόλιν.

Πίστει προσενήνοχεν Αβραάμ τον Ισαάκ πειραζόμενος, και τον μονογενή προσέφερεν ο τας επαγγελίας αναδεξάμενος,  προς ον ελαλήθη ότι Εν Ισαάκ κληθήσεταί σοι σπέρμα,  λογισάμενος ότι και εκ νεκρών εγείρειν δυνατός ο Θεός. όθεν αυτόν και εν παραβολή εκομίσατο.

Πίστει και περί μελλόντων ευλόγησεν Ισαάκ τον Ιακώβ και τον Ησαύ.

Πίστει Ιακώβ αποθνήσκων έκαστον των υιών Ιωσήφ ευλόγησεν, και προσεκύνησεν επί το άκρον της ράβδου αυτού.  Πίστει Ιωσήφ τελευτών περί της εξόδου των υιών Ισραήλ εμνημόνευσε, και περί των οστέων αυτού ενετείλατο.

Πίστει Μωϋσής γεννηθείς εκρύβη τρίμηνον υπό των πατέρων αυτού, διότι είδον αστείον το παιδίον, και ουκ εφοβήθησαν το διάταγμα τού βασιλέως.

Πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ,  μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τώ λαώ τού Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν,  μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν τού Χριστού, απέβλεπεν γάρ εις την μισθαποδοσίαν.

Πίστει κατέλιπεν Αίγυπτον, μη φοβηθείς τον θυμόν τού βασιλέως, τον γάρ αόρατον ως ορών εκαρτέρησε.  Πίστει πεποίηκε το πάσχα και την πρόσχυσιν τού αίματος, ίνα μη ο ολοθρεύων τα πρωτότοκα θίγη αυτών.

Πίστει διέβησαν την Ερυθράν Θάλασσαν ως διά ξηράς, ής πείραν λαβόντες οι Αιγύπτιοι κατεπόθησαν.

Πίστει τα τείχη Ιεριχώ έπεσαν κυκλωθέντα επί επτά ημέρας.

Πίστει Ραάβ η πόρνη ου συναπώλετο τοις απειθήσασι, δεξαμένη τους κατασκόπους μετ' ειρήνης.

Καί τι έτι λέγω; επιλείψει με γάρ διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ιεφθάε, Δαυίδ τε και Σαμουήλ και των προφητών,  οί διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων,  έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων.  έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών, άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν.  έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής.  ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι,  ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, επί ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γής.  Καί ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, τού Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι» (Εβρ. 11/ια΄ 1–40).

            «ει γαρ ο Θεός αγγέλων αμαρτησάντων ουκ εφείσατο, αλλά σειραίς ζόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εις κρίσιν τηρουμένους,  και αρχαίου κόσμου ουκ εφείσατο, αλλά όγδοον Νώε δικαιοσύνης κήρυκα εφύλαξε, κατακλυσμόν κόσμω ασεβών επάξας,  και πόλεις Σοδόμων και Γομόρρας τεφρώσας καταστροφή κατέκρινεν, υπόδειγμα μελλόντων ασεβείν τεθεικώς,  και δίκαιον Λωτ καταπονούμενον υπό της των αθέσμων εν ασελγεία αναστροφής ερρύσατο.  βλέμματι γαρ και ακοή ο δίκαιος, εγκατοικών εν αυτοίς, ημέραν εξ ημέρας ψυχήν δικαίαν ανόμοις έργοις εβασάνιζεν?  οίδε Κύριος ευσεβείς εκ πειρασμού ρύεσθαι, αδίκους δε εις ημέραν κρίσεως κολαζομένους τηρείν» (Β Πέτ. 2/β΄ 4–9).

Kεφάλαιο 6ο

Περιεχόμενα

Kεφάλαιο 8ο

Το αρχείο αυτό διαμορφώθηκε στις 12-12-2002.

Τελευταία ενημέρωση: 6-11-2004.

 Πάνω