Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Βιβλία

Οι Έλληνες στην Τουρκοκρατία // Οι ενέργειες για την επιβίωση της Εκκλησίας των Ρωμηών μετά την άλωση

Βιβλιοπαρουσίαση:

Aνασύνθεση ιστορικού κειμένου της Εκκλησίας

Ο ιστορικός Δ. Αποστολόπουλος αποκατέστησε το «Νόμιμον»

Δ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Το Νόμιμον της Μεγάλης Εκκλησίας
1564 - ci. 1593
Τόμοι Α΄+ Β΄
εκδ. Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών

 

Της Ελισαβετ Α. Ζαχαριαδου καθηγήτριας Οθωμανικής Ιστορίας.

 

Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή τής Κυριακής 5 Ιουνίου 2011.

Αναδημοσίευση από: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_05/06/2011_444646

Ένα πολύ σημαντικό έργο για την εξιχνίαση τής κατάστασης τής Οθωμανοκρατούμενης Ρωμιοσύνης.

Οταν στις 29 Μαΐου του 1453 οι Τούρκοι κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη, ο σουλτάνος τους Μωάμεθ ο Πορθητής δήλωσε επίσημα πως πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους ήταν πια η παλιά βυζαντινή πρωτεύουσα. Η πόλη όμως, που ήταν από πολλά χρόνια σε παρακμή, κατεστραμμένη εξαιτίας της πολιορκίας και ερημωμένη, καθώς με την Αλωση όλοι οι κάτοικοί της είχαν εξανδραποδιστεί, δεν ήταν δυνατό να ονομαστεί πρωτεύουσα ενός κράτους, το οποίο μάλιστα είχε κοσμοκρατορικές αξιώσεις. Επρεπε πρώτα να εξωραϊστεί και να ανασυγκροτηθεί. Μολονότι δεν είναι με ακρίβεια γνωστά τα στάδια της μεταφοράς των οθωμανικών ιδρυμάτων και των διαφόρων κρατικών υπηρεσιών από την παλιά πρωτεύουσα, την Αδριανούπολη, στην Κωνσταντινούπολη, είναι αρκετά βέβαιο πως ο κρατικός και διοικητικός μηχανισμός των Οθωμανών και η σουλτανική οικογένεια εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πρωτεύουσα λίγο πριν από το 1460. Ωστόσο, το ύψιστο θρησκευτικό ίδρυμα της Ορθοδοξίας, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, είχε ανασυσταθεί και είχε αρχίσει να επαναλειτουργεί μέσα στην ανοικοδομούμενη οθωμανική πρωτεύουσα από τον Γενάρη του 1454, μόνο οκτώ μήνες μετά την Αλωση.

Φυσικά, η συνύπαρξη του χριστιανικού θεσμού του Πατριαρχείου, που είχε ξεπεράσει την παρουσία μιας χιλιετίας στην Κωνσταντινούπολη, και του νέου αλλόθρησκου κυριάρχου δεν άρχισε να λειτουργεί απρόσκοπτα. Πάντως, όλα δείχνουν πως ο σουλτάνος αναγνώρισε αμέσως στο Πατριαρχείο το δικαίωμα να εφαρμόζει ως προς την εκκλησιαστική διοίκηση το δίκαιο που ήταν σε χρήση στα χρόνια των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ακόμα, έχοντας αναγνωρίσει τον Πατριάρχη ως τον μοναδικό αρμόδιο σχετικά με σύναψη γάμων ή απόφαση διαζυγίων, ανέθεσε ουσιαστικά στην Εκκλησία την τήρηση των βασικών διατάξεων του οικογενειακού δικαίου του Ορθοδόξου πληθυσμού.

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ένα περίπου αιώνα μετά την άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε ανασυγκροτηθεί. Ο εκάστοτε Πατριάρχης εκπροσωπούσε άνετα τον Ελληνορθόδοξο κόσμο μέσα και έξω από τη σουλτανική επικράτεια και κάποτε διεκδικούσε άτυπους τίτλους που τους έφερε ο σουλτάνος, όπως μεγαλοπρεπής ή τρανός. Κατά τη χρονική εκείνη περίοδο αποφασίστηκε, στα χρόνια του Πατριάρχη Ιωάσαφ Β΄ (1554-1565), που ήταν μία διακεκριμένη προσωπικότητα, να συγκεντρωθούν σε μία συλλογή, ή πιο εξειδικευμένα, σε μία νομική συναγωγή, οι νόμοι με βάση τους οποίους λειτουργούσε το Πατριαρχείο, δηλαδή οι αυτοκρατορικές διατάξεις, αποφάσεις κι άλλα νομικά κείμενα από τη βυζαντινή εποχή, όπως και αποφάσεις του Πατριαρχείου που εκδόθηκαν τον πρώτο μετά την Αλωση αιώνα. Ας σημειωθεί πως κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου οι μελέτες για το κανονικό δίκαιο άνθησαν και μαζί οι συλλογές νομοκανονικού υλικού. Αυτές όμως ήταν έργα ιδιωτών νομικών, μερικοί από τους οποίους έγιναν πασίγνωστοι για τα συγγράμματά τους, όπως ο Ματθαίος Βλαστάρης και ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος. Στην προκειμένη όμως περίπτωση που θα εξετάσουμε με αφορμή ένα μεγάλο συγγραφικό έργο, η πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της συναγωγής πάρθηκε από το Πατριαρχείο, προφανώς για να αποκτήσει το επίσημο νομικό του εγχειρίδιο. Στο ζήτημα αυτό ο Πατριάρχης ενθαρρύνθηκε από τον τότε οφφικιάλιο Ιέρακα, γνωστό για τις νομικές του γνώσεις και γενικότερα για τη λογιοσύνη του. Το 1564 η προσπάθεια είχε πραγματοποιηθεί και στο Πατριαρχείο υπήρχε η νομική συναγωγή που ονομάστηκε «το Νόμιμον της Μεγάλης Εκκλησίας». Δυστυχώς όμως τριάντα χρόνια αργότερα, γύρω στο 1593, το σπουδαίο αυτό έργο είχε απομακρυνθεί από τον χώρο όπου εκπονήθηκε, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, κι είχαν χαθεί τα ίχνη του.

Η απώλεια θα ήταν μεγάλη αν ο κ. ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, γνωστός σε όλους μας ως ακαταπόνητος μελετητής των νομικών κανόνων που ρύθμισαν επί αιώνες τη ζωή του Ελληνορθόδοξου κόσμου, αλλά και ευρύτερα ως ιστορικός της νεοελληνικής κοινωνίας, δεν αναλάμβανε να το ανασύρει μέσα στον χώρο της έρευνας.

 

Στις βιβλιοθήκες

Συγκεκριμένα κατόρθωσε με επιτυχία να εντοπίσει όσα έχουν περισωθεί από το χειρόγραφο που παρέδιδε το πρωτότυπο του Νομίμου της Μεγάλης Εκκλησίας, να τα ανασυγκροτήσει όσο ήταν δυνατό, συμπληρώνοντας τα κενά που είχαν προκύψει, και να εκδώσει το κείμενο σε όσο το δυνατό πιστότερη μεταγραφή της αρχικής του μορφής.

Το έργο που ανέλαβε δεν ήταν καθόλου εύκολο. Πρώτα πρώτα τμήματα του χειρογράφου που αποτελούσαν το Νόμιμον είχαν καταλήξει σε διάφορα μέρη: ένα μεγάλο τμήμα του χειρογράφου στη βιβλιοθήκη της μητρόπολης Σάμου, προερχόμενο από τη μονή του Τιμίου Σταυρού, αλλά όχι ως ανεξάρτητη οντότητα· αποτέλεσε μέρος ενός άλλου χειρογράφου. Ενα άλλο τμήμα του Νομίμου, που αποτελείται από 20 φύλλα, βρίσκεται από το 1898 στο τμήμα χειρογράφων της Bibliothque Nationale de France, όπου μεταφέρθηκε από τον απεσταλμένο της γαλλικής κυβέρνησης Μινωίδη Μηνά· τέλος τέσσερα φύλλα του χειρογράφου επανέκαμψαν στη Σάμο ύστερα από μακρόχρονη παραμονή σε ιδιωτική βιβλιοθήκη της Αθήνας. Χρειαζόταν κάποια κλίση προς το αστυνομικό μυθιστόρημα για να βρεθούν όλα αυτά και να τοποθετηθούν στην αρχική τους σειρά.

Στη συνέχεια, ο κ. Αποστολόπουλος μελέτησε το περιεχόμενο των σωζομένων φύλλων, που είναι 139, για να ξεκαθαρίσει η εικόνα ως προς την αρχική μορφή του κειμένου. Γιατί το κείμενο αυτό από τη φύση του είναι ευεπίφορο σε μεταγενέστερες παρεμβάσεις που έκαναν οι εκάστοτε χρήστες κάποτε παραπεμπτικού χαρακτήρα, άλλοτε για να προσθέσουν κάποια πληροφορία κι άλλοτε για να ενισχύσουν κάποιο νομικό επιχείρημα. Το κριτήριο σχετικά με την αξία αυτών των παρεμβάσεων είναι αν αυτές έγιναν όταν το Νόμιμον βρισκόταν σε επίσημη χρήση στο Πατριαρχείο, οπότε οι εκ των υστέρων σημειώσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν οργανικό τμήμα του αρχικού κειμένου του. Ο κ. Αποστολόπουλος με αξιοσημείωτη σαφήνεια εξηγεί στον αναγνώστη γιατί ορισμένα στοιχεία ήσαν οβελιστέα.

Με την αποκατάσταση του αρχικού κειμένου αποκτήσαμε μία πειστικά ακριβή εικόνα ενός σημαντικού μνημείου λόγου για την ιστορία του Ελληνισμού κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε την κεφαλή των Ορθοδόξων. Διαθέτουμε τώρα ένα ακόμα τεκμήριο προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα την τότε κοινωνία και τον ρόλο της Εκκλησίας στην εξέλιξή της.

Ωστόσο, το μνημείο αυτό έχει καταστεί προσβάσιμο όχι μόνο εξαιτίας του παλαιογραφικού και φιλολογικού μόχθου που κατέβαλε ο μελετητής του. Είναι αξιοπρόσεκτη και η έντυπη παρουσίασή του που το καθιστά όχι μόνο τυπογραφικό άθλο αλλά -πολύ απλά- περισσότερο προσιτό. Η χρήση διαφορετικών γραμματοσειρών στην εκτύπωση διαφοροποιούν με την πρώτη ματιά τα αρχαιότερα από τα μεταγενέστερα τμήματα που περιέλαβε η συναγωγή του Νομίμου καθώς και τις προσθήκες.

Ο αναγνώστης που θα πάρει το βιβλίο αυτό στα χέρια του θα λύσει πολλές απορίες του φυλλομετρώντας το. Κι αναμφίβολα θα χαρεί που η ελληνική βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε με ένα τέτοιο έργο.

Τελευταία ενημέρωση: 8-6-2011.

Τελευταία ενημέρωση: 8-6-2011.