Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Βιβλιοπαρουσίαση, Ιστορικά θέματα και Ισλάμ

Οι Έλληνες στην Τουρκοκρατία // Tο Bυζάντιο επανέρχεται AΛΛA ΣTHN... TOYPKIA

Παρουσίαση του βιβλίου:

Ποιοι Τούρκοι;

 

του τουρκολόγου κ.  Νικόλαου Χειλαδάκη
 

Εκδόσεις «Πελασγός», Αθήνα, 2007.

 

Η ελληνοτουρκική διαμάχη έχει ιστορία πολλών αιώνων και έχει περάσει από πολλές φάσεις, ενώ εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό πρόβλημα για την ομαλή ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής. Όμως η διαμάχη αυτή στην πραγματικότητα είναι ένα ενδο-οικογενειακό θέμα, άποψη ίσως παράδοξη για πολλούς, αλλά είναι αυτή με την οποία ασχολείται το παρόν βιβλίο. Η διαμάχη αυτή που εκτυλίσσεται τα τελευταία χρόνια στις δύο πλευρές του Αιγαίου, συχνά με αιματηρό τρόπο, είναι στην ουσία μία παραβίαση της ιστορικής πραγματικότητας. Το Αιγαίο ήταν ανέκαθεν ένα πέλαγος που ένωνε τις δύο ακτές του από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν έγινε η τραγική καταστροφή της Μικράς Ασίας και ο βίαιος και σε πολλές φάσεις με μορφή γενοκτονίας ξεριζωμός των χριστιανών κατοίκων της. Αυτό το φυσικό στοιχείο σήμερα έχει παραβιαστεί με όλες τις θλιβερές συνέπειες αυτής της παραβίασης. Όλα αυτά τα ζητήματα, που ίσως για πρώτη φορά παρουσιάζονται με τόσο λεπτομερειακό τρόπο, εκτυλίσσονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Παράλληλα αποκαλύπτουμε πολλές σκοτεινές φάσεις της ιστορικής διαδρομής που έχουν σκόπιμα αγνοηθεί, σε μία προσπάθεια αποκατάστασης της αλήθειας, προς όφελος και των δύο ακτών του Αιγαίου, του πελάγους της ειρήνης. Πιστεύω μας είναι ότι η ειρήνη ανήκει στις δύο ακτές του Αιγαίου και είναι αναφαίρετο δικαίωμα των δύο λαών, του ελληνικού και του τουρκικού. Ακολουθούν ενδεικτικά αποσπάσματα από το βιβλίο:

 

Ο κ. Νίκος Χειλαδάκης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και παρακολούθησε μαθήματα τουρκολογίας στο Παρίσι. Πέραν των δεκάδων άρθρων που έχει γράψει σε εφημερίδες και περιοδικά (Έθνος, Αγγελιοφόρος, Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, Στρατηγική, Άβατον) και τη συνεργασία του με ειδησεογραφικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς σε θέματα σχετικά με τα ελληνοτουρκικά, έχει συγγράψει αρκετές μελέτες. Έχει εκδώσει μεταξύ άλλων τα βιβλία: Η εμφάνιση των Τούρκων: Μια απάντηση στον Τουργκούτ Οζάλ, Φάκελος Οτσαλάν και Τουρκία: Ένας πονηρός διπλωμάτης, Μυστική Τουρκία, Ανατολική Αυτοκρατορία κ.α.

 

ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ

Και τώρα θα έρθουμε ίσως στο πιο σημαντικό κεφάλαιο αυτού του βιβλίου, το πώς δηλαδή έγινε η μεγάλη θρησκευτική μεταστροφή της ελληνορθόδοξης Μικράς Ασίας  μετά την εδραίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την άλωση της Πόλης. Σε όλη την διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βρίσκονταν σε εξέλιξη μια διαδικασία θρησκευτικής μεταστροφής, που σε κάποιες περιοχές, κυρίως προς το τέλος της αυτοκρατορίας γίνονταν πιο έντονη, εξ αιτίας κυρίως εξωτερικών γεγονότων που μεγάλωναν την ανασφάλεια της Υψηλής Πύλης. Η διαδικασία αυτή απέφερε στις αρχές του εικοστού αιώνα την ολοκληρωτική φυλετική διαφοροποίηση αυτού που στη συνέχεια ο Κεμάλ Ατατούρκ ονόμασε «Τούρκος», με το γνωστό του ρητό, «Τι ευτυχής να λέω πως είμαι Τούρκος», με την διαφορά ότι πραγματικός Τούρκος δεν υπήρχε πια και στη θέση του υπήρχε ο Έλληνας και κάποιοι άλλοι, εξηληνισμένοι μέχρι τον δέκατο τέταρτο αιώνα λαοί, με μια καινούργια ετικέτα. Τα ήθη και οι παραδόσεις έμειναν στην ουσία οι ίδιες και παρά τον τραγικό  διαχωρισμό του 1922, που βασίστηκε καθαρά στον θρησκευτικό χαρακτήρα, το φυλετικό υπόβαθρο παράμεινε το ίδιο και στις δυο πλευρές του Αιγαίου.

Εξετάζοντας προσεκτικά αυτή την πορεία της μεταστροφής, πρέπει κατ’ αρχή να επισημάνουμε ότι  οι κατακτητές δεν έβαλαν στόχο να εξισλαμίσουν ολόκληρο τον πληθυσμό των σκλαβωμένων περιοχών και εδώ  έχει  ενδιαφέρον να δούμε σε βάθος ποιο ήταν το κριτήριο στους εξισλαμισμούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Οθωμανοί κυβερνήτες πέτυχαν σ' αυτό τον τομέα ένα συσχετισμό, που δύσκολα θα τον κατόρθωναν χωρίς προσεκτικό προκαταρκτικό σχεδιασμό. Αυτός αφορούσε κυρίως  την ύπαρξη μεθόδων που είτε υποχρέωναν ορισμένους αλλόθρησκους να ασπασθούν το Ισλάμ, είτε τους επέτρεπαν να  προχωρήσουν με διάφορα κριτήρια σε αυτή την ενέργεια. Οι δυο αυτές αντιθετικές τάσεις της προϋπόθεσης για τον εξισλαμισμό, σημαίνουν πως πραγματικά έχουμε μπροστά μας μια ολοκληρωμένη αντίληψη που απέβλεπε στο να επιτευχθεί ένας συγκεκριμένος εθνικό-θρησκευτικός συσχετισμός μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών, και όχι απλώς να προσηλυτισθεί στον ισλαμισμό όσο γίνεται μεγαλύτερος αριθμός χριστιανών.

Έχει γίνει ήδη λόγος για το θεσμό του γενιτσαρισμού, (για τον οποίο θα αναφερθούμε σε ξεχωριστό κεφάλαιο), σαν μια πρώτη μεθόδου του εισβολέα που απέβλεπε στην αποεθνικοποίηση ενός τμήματος των ντόπιων λαών και στην αύξηση της κυρίαρχης εθνότητας με δυναμικά στελέχη. Μια δεύτερη ροή χριστιανικού αίματος και πολιτισμού δέχθηκε η τουρκική εθνότητα με τους μεικτούς γάμους. Ο μουσουλμανικός και ο χριστιανικός γάμος δεν έχουν τίποτε το κοινό σαν ιεροτελεστίες, αλλά και ως προς την ουσία τους πρόκειται για απόλυτα διαφορετικές οικογενειακές σχέσεις σε αυτές τις θρησκευτικές σφαίρες. Στους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής παρουσίας ούτε καν μπορούσε να διανοηθεί κανείς για το ενδεχόμενο εθελοντικών γάμων μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Βέβαια από την στιγμή που οι Τουρανοί εποικιστές εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην ανατολική αυτοκρατορία και συνυπήρχαν με τους υπόδουλους επί αιώνες, θα μπορούσε να αναμένει κανείς ένα ελάχιστο αριθμό μεικτών γάμων. Τέτοιοι όμως δεν σημειώθηκαν, εκτός μόνο σαν τερατώδεις εξαιρέσεις, για τις οποίες γεννήθηκαν αυθόρμητα λαϊκά κυρίως τραγούδια, γεμάτα αηδία και κατάκριση για το γεγονός αυτό.

Έχει διαπιστωθεί πως στις μεγάλες τους μετακινήσεις οι νομαδικοί λαοί-στρατοί συνήθως δεν συνοδεύονταν από γυναικόπαιδα. Το αντίστροφο μπορούσε προ πάντων να συμβεί κατά τους λεγόμενους προϊστορικούς χρόνους, σπανιότερα όμως στην εποχή της κατάρρευσης της  βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η πολεμική μετοίκηση τέτοιων λαών πραγματοποιείται από καθαρά ανδρική μάζα, η οποία μπορούσε να γυρίσει πίσω μόνο σε περίπτωση πανωλεθρίας. Οι Οθωμανοί  που βρίσκονταν σε συνεχή κίνηση, δεν είχαν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν σταθερές οικογένειες και νόμιμους απόγονους. Ωστόσο, η αρχική μορφή οργάνωσης του σουλτανικού κράτους είχε ήδη φροντίσει να εξασφαλίσει γη στο ιππικό, παραχωρώντας κτήματα στους σπαχήδες και σε έναν αριθμό αγροτικών νοικοκυριών. Παρά την σχεδόν συνεχή απουσία από το τιμάριό του, εξαιτίας της συμμετοχής του στις εκστρατείες, ο σπαχής και οι στρατιώτες του διέθεταν πια κάτι σαν μόνιμο τόπο διαμονής. Παράλληλα  και οι Γιουρούκοι, (μουσουλμάνοι  μικρασιατικής καταγωγής που είχαν χρησιμοποιηθεί για εποικισμούς), είχαν κάποιες περιοχές μόνιμης εγκατάστασης  και σ' αυτές μετακινούσαν ελεύθερα τους προσωρινούς χειμερινούς και θερινούς συνοικισμούς των. Αυτός ο τρόπος ζωής έδινε επίσης τη δυνατότητα να δημιουργήσουν οικογένειες  και οικογενειακές εστίες. Ο σουλτανικός διοικητικός μηχανισμός, που γρήγορα μετεξελίχθηκε σε τεράστια γραφειοκρατία, αναδείχθηκε μέσα από τις γραμμές του στρατού, και επομένως και αυτός, όπως και ο στρατός, στην πλειοψηφία του επίσης είχε έλθει  από την ανατολή χωρίς γυναίκες και παιδιά. Ο μουσουλμανικός κλήρος επίσης, με εξαίρεση τους δερβίσηδες, δεν γνώριζε την αγαμία. Αν στους παραπάνω λόγους, που δείχνουν τη μαζική ανάγκη από γυναίκες για τους κατακτητές, προσθέσουμε και την διαδομένη στους μουσουλμάνους πολυγαμία, γίνεται ολοφάνερο πόσο μεγάλος αριθμός γυναικών των υποδούλων λαών, και κυρίως των ελληνορθόδοξων, πέρασε σταδιακά στα χέρια των Οθωμανών, άλλη μια απόδειξη για την βάση στην οποία χτίστηκε η νέα αυτοκρατορία.

Αν στα μέσα του 16ου αιώνος οι στρατολογίες γενιτσάρων ελαττώθηκαν και  μετέπειτα   σταμάτησα οριστικά γιατί το δημόσιο ταμείο δεν διέθετε κονδύλια για να συντηρηθούν οι τόσες πολλές χιλιάδες πολεμιστές, ωστόσο η βίαιη απαγωγή χριστιανών γυναικών δεν σταμάτησε, αλλά συνεχίσθηκε μέχρι την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών.  Έναν αιώνα αργότερα τα παιδιά αυτών των χριστιανών γυναικών ήταν γιοι, εγγόνια και δισέγγονα που προέρχονταν από τον χριστιανικό πληθυσμό. Έτσι αλλοιώθηκε  η σωματική διάπλαση του  Οθωμανού και στη συνέχει του σύγχρονου Τούρκου στον Βαλκανικό χώρο, στην Μικρά Ασία στην Κρήτη, κ.ά.,

Η χριστιανή νύφη στο σπίτι του  μουσουλμάνου συζύγου της, μέσα στις συνθήκες των άκαμπτων νόμων του μουσουλμανικού οικογενειακού βίου, χωρισμένη από τους δικούς της, με το ανυπέρβλητο συχνά μίσος των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων, νέα μουσουλμάνα πια, μπορούσε να διατηρεί την ανάμνηση της καταγωγής της, αλλά τα παιδιά της ανήκαν σχεδόν πάντοτε ολοκληρωτικά και ανεπιφύλακτα στην άρχουσα θρησκευτική, παραδοσιακή και εθνική σφαίρα. Έτσι, αναρίθμητες χριστιανές ενσωματώθηκαν για πάντα υποχρεωτικά, με τη νομοτέλεια της βιολογικής προσκόλλησης στην οθωμανική εθνότητα. Στο βιβλίο-συλλογή ντοκουμέντων του Βούλγαρου Ρ. Petrov, «Στα Ίχνη της βίας», που κυκλοφόρησε τελευταία στη Σόφια, καταχωρίζονται εκατοντάδες έγγραφα σχετικά με τη βίαιη επιβολή του Ισλάμ σε σχέση με τις εντόπιες γυναίκες, που απήχθηκαν από τους Οθωμανούς, από τον 15ο αιώνα μέχρι τον τερματισμό της οθωμανικής  εξουσίας.

Η σχετική διαδικασία ήταν απλή και σύντομη. Αρκούσε μόνο δυο μουσουλμάνοι να καταθέσουν ότι άκουσαν πως ένας χριστιανός εξέφρασε την επιθυμία να ασπασθεί τη μουσουλμανική πίστη και ο δυστυχής αμέσως προσαγόταν στον δικαστή, (καδή), ο οποίος νομιμοποιούσε την «αρνησιθρησκία του. Για το ότι αυτές οι μαρτυρικές καταθέσεις ήταν ψευδείς και μόλις και μετά βίας κάλυπταν την χειροπιαστή βία, ομιλούν μια σειρά περιηγητές και συγγραφείς, όπως οι Η. Dernschwamm, Ο. Busbek, S. Gerlach, κ.ά. Σε ότι όμως αφορά στα μουσουλμανικά επίσημα έγγραφα, σύμφωνα με αυτά, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία  σχετικά με την «αντικειμενικότητα» αυτών των καταθέσεων, που ο τραγικός «νεομουσουλμάνος» συχνά προσπαθεί ν' αμφισβητήσει.

Φαίνεται απίστευτο, αλλά αυτό προκύπτει από τη λεπτομερή μελέτη των οθωμανικών πηγών, ότι πολλοί χριστιανοί που εξισλαμίσθηκαν με τις δικαστικές μηχανορραφίες,  κατέβαλαν πραγματικά στη συνέχεια μεγάλες, κάποτε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να επανέλθουν στην πατρική θρησκεία, χωρίς όμως αποτέλεσμα, ή έχοντας τραγικό τέλος. Έρμαιο της αυθαιρεσίας των τοπικών αρχών, των φανατισμένων στρατιωτών και μουσουλμάνων πολιτών της αντίστοιχης πόλης, χωρίς καμιά νομική και πρακτική προστασία, παρ' όλα αυτά έβρισκαν τη δύναμη να αντιδράσουν στην επιβουλή κατά της θρησκευτικής και ανθρώπινης υπόστασης, προσωπικότητας και αξιοπρέπειάς τους. Και όπως αποδείχνεται από τα ίδια τα οθωμανικά έγγραφα, επάνω σ' αυτούς τους θαρραλέους ανθρώπους έπεφτε όλο το μένος των δυναστών. Οι χριστιανοί των Βαλκανίων τιμούν πολλούς αγίους που έχουν περιληφθεί επίσημα από την ορθόδοξη εκκλησία στη χορεία των αγίων. Αλλά πολύ περισσότεροι είναι εκείνοι οι χριστιανοί, που ενώ είχαν εξισλαμισθεί βίαια, αρνήθηκαν στην συνέχεια το Κοράνιο και υποβλήθηκαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια πριν θανατωθούν. Αρκεί να ξεφυλλίσουμε το πιο πάνω βιβλίο με τα αυθεντικά έγγραφα, καθώς και πλήθος ελληνικές αγιολογικές πηγές και λαϊκά χρονικά, μαρτυρολόγια και συναξάρια σ' όλες τις βαλκανικές χώρες και γλώσσες, για να πεισθούμε ότι οι μη ανακηρυγμένοι άγιοι της βαλκανικής χριστιανοσύνης αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο.

Εξετάζοντας κατ’ αρχήν  τις ξεχωριστές περιπτώσεις βίαιου εξισλαμισμού, σαν μια από τις μεθόδους του εξισλαμισμού, θα ήταν άτοπο να αποσιωπήσουμε το ότι δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις εθελοντικής προσελεύσεως στο Ισλάμ.  Στις περιπτώσεις αυτές είχαμε όπως θα μπορούσε να τους ονομάσει κανείς, τους δοσίλογους, κυρίως εντόπιους φεουδάρχες και πλούσιους τοκογλύφους των πόλεων, ή και απλούς ανθρώπους, που με τον εξισλαμισμό τους επεδίωκαν να αλλάξουν την κοινωνική τους θέση προς το καλύτερο. Αν  ερευνήσει κανείς τα οθωμανικά αρχεία,  θα ανακαλύψει ότι  επιβεβαιώνεται η ύπαρξη σημαντικού αριθμού χριστιανών σπαχήδων στη δεκαετία του '70 του 15ου αιώνα, και μεγάλου αριθμού χριστιανών εκμισθωτών των κρατικών φόρων έως τα μέσα του 16ου αιώνα, στοιχείο αποδεικτικό που δείχνει την ταυτότητα της βάσης του οθωμανικού κυριαρχικού μηχανισμού. Ύστερα από την περίοδο αυτή τα χριστιανικά ονόματα λιγοστεύουν αισθητά και σταδιακά υποκαθίστανται από μουσουλμανικά αλλά με εμφανές ακόμη το γνώρισμα, ότι ένα μέρος των μουσουλμάνων προέρχονταν από χριστιανό πατέρα. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς  ακριβώς σε αυτούς  που συνεργάστηκαν ενεργά με τον κατακτητή ανήκει και το σημαντικότερο ποσοστό των εθελοντών νεομουσουλμάνων.

Από τον σουλτάνο Μεχμέτ τον Β' και ύστερα οι Οθωμανοί σουλτάνοι κατά κανόνα δεν δέχονταν στον στρατό τους χριστιανούς. Οι εξαιρέσεις ήταν σπάνιες, όπως στην Κύπρο κατά το 1571, όπου, έγιναν δεκτοί χριστιανοί σπαχήδες στην στρατιωτική δομή του νέου καθεστώτος που προήλθε από την κατάκτηση.  Σε αυτούς τους χριστιανούς προκρίτους και σπαχήδες, για να κατανοήσουμε τις ενέργειες τους  αλλαγής θρησκείας, έμπαινε  το εξής  ερώτημα-δίλημμα: Θα προτιμούσε ένας σπαχής να χάσει την ιδιοκτησία του στ' όνομα του Χριστού; ή να την διατηρήσει εξισλαμιζόμενος; Πώς θα μπορούσε ένας εκμισθωτής οθωμανικών φόρων και κάτοχος κεφαλαίων που ανέρχονται σε εκατομμύρια ακτσέδες να ανεχθεί ένα ανισότιμο νομικό καθεστώς και -επιπρόσθετα- μια καθημερινή απειλή για τα εκατομμύριά του; Σε αυτές τις  περιπτώσεις  ήταν μάλλον περιττό να ομιλάει κανείς όχι μόνο για βία, αλλά ούτε καν για καταναγκασμό γιατί ο εκούσιος εξισλαμισμός μπορούσε να προέλθει από ένα και μόνο δρόμο: την συνειδητοποίηση του ατομικού συμφέροντος.  Η κατάσταση του χριστιανού αγρότη δεν θα μεταβαλλόταν ουσιαστικά σε περίπτωση εθελοντικού προσηλυτισμού του στο Ισλάμ. Ο σπαχής όμως και ο μεγαλοτοκογλύφος όχι μόνο είχαν πολλά να χάσουν παραμένοντας για πολύ χριστιανοί,  αντιθέτως μπορούσαν  να κερδίσουν πολλά με την αλλαξοπιστία τους. Να γιατί στα οθωμανικά αρχεία του 17ου αιώνα δεν συναντούμε πουθενά χριστιανικά ονόματα ανάμεσα στους εκπροσώπους του στρατού, της διοίκησης και του οικονομικού συστήματος. Οι εντόπιοι «δοσίλογοι» είχαν ήδη εξισλαμισθεί χωρίς καμιά εξαίρεση.

Χαρακτηριστικό εδώ είναι το παράδειγμα της Κύπρου όπου οι χριστιανοί σπαχήδες, μέχρι τα τέλη του 16ου και στις αρχές ή στα μέσα του 17ου αιώνος, είχαν σχεδόν όλοι εξισλαμισθεί, αν και μερικοί ακόμη διατηρούσαν, λόγω επαρχιακής περιθωριακότητος, και τα χριστιανικά τους επώνυμα όπως : Χασάνης, Φράγκος, Μεμέταγα, Ταπαζά, Τουμάζος, προφανώς γόνος ενός Αβασγού σπαχή και μιας κόρης Τουμάζου. Τα χριστιανικά επώνυμα διατηρήθηκαν από πολλούς εξισλαμισμένους σπαχήδες ή και γενιτσάρους για πολύ καιρό  μέχρι και την σύγχρονη εποχή, παρά τον οριστικό από καιρό εξισλαμισμό και εκτουρκισμό των οικογενειών τους όπως οι: Εβρενός-Εβρενόσογλου-Εβρενόγλου-Εβρέν, (από το Αβρανέζης), Ζαγανός,  Μιχάλογλου, Μαρκό(σο)γλου, Αγκολέμης, Πιτζένης, Αχμέτ Αγά lωαννίδης, στο χωριό Λινού (1826), κ.ά., οι τρεις τελευταίοι από την Κύπρο είναι  απλά δείγματα από μεγάλο πλήθος σ' ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Στη γνωστή μελέτη του, «Byzance apres Byzance», (Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο), ο Ρουμάνος ιστορικός, Ν. Jorga, είχε επισημάνει από καιρό το γεγονός, ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία, σε μεγάλο βαθμό είχε καταληφθεί από τα μέσα, δηλαδή από τα εξισλαμισμένα υπολείμματα των ανώτερων τάξεων του Βυζαντίου, και ότι με τον τρόπο αυτό, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, επιτεύχθηκε η συνέχεια ή τουλάχιστον ένα είδος περίεργης συνεχείας στην ανάπτυξη της νότιο-ανατολικής Ευρώπης.  Αναγνωρίζει δε πως είναι ιστορική αλήθεια  ότι ένα μεγάλο μέρος των Οθωμανών αξιωματούχων και στρατιωτικών διοικητών, ήδη από  τον 15ο αιώνα, ήταν κυρίως Ελληνικής καταγωγής.

 

Η  διαδικασία  του εξισλαμισμού παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρων και πολλές άγνωστες μέχρι σήμερα ιδιαιτερότητες. Για τον λόγο αυτό αξίζει να την ερευνήσουμε για να δούμε πώς πέρασαν όλα αυτά τα εκατομμύρια, κυρίως ελληνορθόδοξων, από την μια όχθη στην άλλη αλλάζοντας μονάχα  ετικέτα παραμένοντας όμως η βάση της προαιώνιας ανατολικής Αυτοκρατορίας.

Ένα βασικό στοιχείο από την αρχή των εξισλαμισμών, ήταν πως ο κάθε αλλόπιστος που προσηλυτιζόταν στον ισλαμισμό, έπαιρνε μωαμεθανικό όνομα. Σε ότι αφορά στο επώνυμό του, που σύμφωνα με την καθιερωμένη μουσουλμανική παράδοση εκφραζόταν με το όνομα του πατέρα, στην προκειμένη περίπτωση υποκαταστάθηκε με το γιος του Αβδουλλά, ή  θυγατέρα του Αβδουλλά, που σήμαινε γιος ή θυγατέρα του δούλου του θεού. Έτσι αποφευγόταν η υπόμνηση του στιγματισμένου ελληνοχριστιανικού ή εβραϊκού ονόματος του πατέρα των εξισλαμισμένων, και διακοπτόταν τυπικά κάθε δεσμός ανάμεσα στον τελευταίο και στην εθνότητα, στην οποία προερχόταν και ουσιαστικά ανήκε. Αυτός ο γιος του Αβδουλλά ήταν η επίσημη φόρμουλα που σήμαινε, ότι ένα άτομο είναι πρώτης γενιάς μουσουλμάνος. Σε ορισμένα οθωμανικά νομοθετικά κείμενα συναντούμε το κοινό όνομα αβδουλλαογουλλαρί, δηλ. οι γιοι του Αβδουλλά, σαν χαρακτηριστικός όρος που προσδιορίζει μια ορισμένη κοινωνική κατηγορία. Έτσι σύμφωνα με την νομοθεσία του σουλτάνου, Σουλεϊμάν του  Νομοθέτη, στο σώμα των τζαμπάζηδων, (ζωεμπόρων), μπορούσαν να συμμετέχουν μόνο οι αβδουλλαογουλλαρί ή αβδουλλαογουλλαρά κατ' άλλη παραλλαγή. Χάρη λοιπόν στην παράδοση αυτή,  μας δίνεται η δυνατότητα να ανακαλύψουμε από τα οθωμανικά κατάστιχα εκείνους που εξισλαμίσθηκαν, όχι όμως και τους γιους και τις θυγατέρες τους, οι οποίοι πια σε τίποτα, ως προς τα ονόματα, δεν διαφέρουν από τους υπολοίπους μουσουλμάνους.  Είναι γνωστό ότι η απογραφή των υπηκόων της αυτοκρατορίας ήταν άγνωστο πράγμα για την οθωμανική διοίκηση και τα κατάστιχα που τηρούσε ήταν είτε φορολογικά είτε κτηματολογικά, είτε αφορούσαν στις πολεμικές εκστρατείες. Από αυτά ακριβώς ο ερευνητής είναι σε θέση να εντοπίσει τους εξισλαμισμένους, αλλά μόνο της πρώτης γενιάς. Από κει και πέρα τα ίχνη τους συνήθως χάνονται, εκτός αν υπάρχουν άλλα βοηθητικά τεκμήρια για την εντόπισή τους.

Πριν από λίγα χρόνια  ο Τούρκος ιστορικός O.L. Barkan, δημοσίευσε τα κατάστιχα των βακουφιών της Κωνσταντινούπολης, της εποχής του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Στο εισαγωγικό του άρθρο ο Τούρκος ιστορικός αναφέρει, ότι κατά την εποχή εκείνη η οθωμανική πρωτεύουσα ήταν πυκνοκατοικημένη και οικοδομημένη πόλη.  Γνωρίζοντας ότι στις παραμονές της άλωσής της από τους Οθωμανούς οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν πάνω από 50-60 χιλιάδες, ο Barkan περιγράφει τις μεθόδους των σουλτάνων για το ζωντάνεμα αυτού του αρχαίου και μεσαιωνικού κέντρου της Ευρώπης. Ανάμεσα σε αυτές τις μεθόδους  ειδική σημασία αποδίδονταν στον κατ' επιλογήν εποικισμό, που αποσκοπούσε στο ζωντάνεμα της πρωτεύουσας με χιλιάδες βιοτέχνες από τις εντόπιες εθνότητες που ξεκληρίστηκαν βίαια από τις πατρικές τους πόλεις στην Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία, καθώς και από τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Σύμφωνα λοιπόν με τους υπολογισμούς του O.L. Barkan, με βάση τα βακούφικα κατάστιχα του 1546, στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν 24 χριστιανικοί και  253 Τουρκικοί μαχαλάδες, δηλ. ο χριστιανικός πληθυσμός της πρωτεύουσας ήταν κατά δέκα φορές μικρότερος από τον μουσουλμανικό. (Η μονάδα μαχαλάς δεν αντιστοιχεί  με την σημερινή συνοικία, αλλά υποδηλώνει τον αριθμό των κατοικιών που βρίσκονται ανάμεσα σε τέσσερις οδούς και έχουν ειδικό τόπο προσευχής). Μέχρι το 1546 οι μωαμεθανοί στην Κωνσταντινούπολη είχαν ιδρύσει 2512 βακούφια, θρησκευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα.  Ερευνώντας αυτές τις πηγές σχετικά με την θρησκευτική δραστηριότητα στην πρωτεύουσα, ο Τούρκος ιστορικός  αφού παραβλέπει   την εθνική  σύνθεση του πληθυσμού της Πόλης  αρκείται με τον συσχετισμό 1:10, που θεμελιώθηκε  από την αναλογία χριστιανών μουσουλμάνων. Όμως ανάμεσα τους  ο αριθμός των γιων και των θυγατέρων του Αβδουλλά που ίδρυσαν ιδιωτικά βακούφια μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα,  ήταν 820 άτομα, δηλαδή το 1/4 του συνολικού αριθμού των ιδρυτών θρησκευτικών ιδρυμάτων  Πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε, ότι μόνο η πρώτη γενιά των νεόφυτων έφεραν το επώνυμο Αβδουλλά, επίσης  ότι οι ιδρυτές βακουφιών δεν ανήκαν στα κατώτερα, αλλά τουλάχιστον στα μεσαία στρώματα της μουσουλμανικής κοινωνίας, ενώ οι νεομωαμεθανοί, λόγω της κατώτερης κοινωνικής τους προέλευσης, εντάσσονταν συχνότερα στα κάτω κλιμάκια της κοινωνικής δομής.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε  ότι στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα δεν  υπάρχει κάποια μαζική επιβολή του Ισλάμ στον  πληθυσμό της αυτοκρατορίας κυρίως της Βαλκανικής. Παρ' όλα αυτά το 1/4 των περιουσιακά ισχυρών μουσουλμάνων της πρωτεύουσας ήταν μουσουλμάνοι πρώτης γενιάς  Επειδή λοιπόν το κύμα του μαζικού «μεμονωμένου» προσηλυτισμού στον ισλαμισμό μειωνόταν, εφόσον οι κατακτητές είχαν πια επιτύχει τον επιθυμητό εθνικό συσχετισμό μεταξύ πιστών και απίστων, λογικό είναι να υποθέσει κανείς, ότι τουλάχιστον το 1/4 ακόμη των κατοίκων της πρωτεύουσας ήταν μουσουλμάνοι δεύτερης γενεάς, και ένα  μικρότερο τμήμα -τρίτης ή τέταρτης γενεάς. Πρέπει και πάλι να υπογραμμίσουμε ότι στην υποθετική αυτή εικόνα δεν συμμετέχουν τα κοινωνικώς ασθενή στοιχεία της πρωτεύουσας, ούτε οι χιλιάδες των γενιτσάρων, ούτε οι δούλοι και οι δούλες. Αυτές οι τρεις μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες κατ' εξοχήν είτε ολοκληρωτικά χριστιανικές, διέθεταν μεγάλο ικανό ποσοστό εκπροσώπων στην Κωνσταντινούπολη. Επομένως, ακόμη και με έμμεσα στοιχεία μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για την εθνική σύνθεση της Οθωμανικής πρωτεύουσας στην εποχή της λαμπρότερης άνθησης της αυτοκρατορίας και  είναι ολοφάνερο ποιοι τη «ζωντάνεψαν» μετά την Άλωση και  ποιοι ήταν οι δραστήριοι μουσουλμάνοι, ιδρυτές βακουφιών. Ήταν δηλαδή οι  ελληνορθόδοξοι που μόλις είχαν εξισλαμισθεί. Εφόσον λοιπόν υπήρχαν τέτοιοι εθνικοί συσχετισμοί στην πρωτεύουσα, τότε τι απέμεινε για τα αστικά κέντρα στο εσωτερικό της  αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια με τις συμπαγείς μάζες χριστιανικού πληθυσμού; Εκεί η οθωμανική εξουσία δεν εκπροσωπούνταν, όπως στην Κωνσταντινούπολη, από δεκάδες χιλιάδες μουσουλμάνους, αλλά από μερικά τοπικά όργανα. Η Οθωμανική φρουρά μιας ακριτικής οχυρωμένης πόλης, για παράδειγμα, ανέρχονταν μόνο σε 15 σπαχήδες, ενώ τα μικρότερα φρούρια φυλάγονταν από 10-12 σπαχήδες τοπικής εξουσίας;

Ένας άλλος τομέας όπου επίσης υπήρξε σταδιακή διεργασία εξισλαμισμού ήταν ο οικονομικός. Κατά τους πρώτους αιώνες μετά τις οθωμανικές κατακτήσεις οι μουσουλμάνοι βιοτέχνες ήταν ολιγάριθμοι και είχαν την αποστολή να  διαμορφώσουν τον πυρήνα του παραγωγικού αστικού πληθυσμού.  Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι ένας  βασικός τομέας της πολιτικής των μετακινήσεων πληθυσμών και του βίαιου εποικισμού στις κατακτημένες περιοχές αφορούσε στους βιοτέχνες-χριστιανούς που προορίζονταν να «ζωντανέψουν», (όπως αναφέρονταν χαρακτηριστικά),  οικονομικά και κοινωνικά τις πόλεις, που ένα σημαντικό ποσοστό των κατοίκων τους είχε εξοντωθεί. Μέχρι τον 17ο αιώνα, για παράδειγμα, όπως προκύπτει από τις τοπικές ιστορίες μιας σειράς βαλκανικών πόλεων, οι εκ γενετής Οθωμανοί  υπερείχαν κατ' εξοχήν σ' εκείνους τους τομείς της βιοτεχνίας που σχετίζονταν με την κτηνοτροφία, επεξεργασία δέρματος και παραγωγή δερμάτινων προϊόντων. Ακόμη και παρεμφερείς στον κλάδο αυτόν παραγωγικές διαδικασίες, όπως για παράδειγμα η παραγωγή μάλλινων υφασμάτων, μέχρι τον 19ο αιώνα παρέμειναν στα χέρια κυρίως Ελλήνων, και μερικών άλλων εθνοτήτων. Σε ότι αφορά στην παραγωγή σιδήρου και μεταλλικών προϊόντων, οι σουλτάνοι αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν προνόμια σε τοπικούς παραγωγούς-μεταλλωρύχους και ιδιοκτήτες σιδηρουργείων ή χυτηρίων, στην Τραπεζούντα, στο Σάμοκοφ, στο Κράτοβο, στο Σιδηρόκαστρο και αλλού. Παρά τις προσπάθειες να μην επιτραπεί η οπλοφορία για τους  χριστιανούς υπηκόους της,  η Πύλη αναγκάστηκε να τους παραχωρήσει την άδεια να κατασκευάζουν όπλα, καθώς και να παράγουν πυρίτιδα έναντι ιδιόρρυθμων προνομίων. Συνοπτικά, η γενική εικόνα της βιοτεχνικής διάρθρωσης στις βαλκανικές χώρες αποδεικνύει, ότι σημαντικό μέρος στην παραγωγή αυτή αναλογούσε  διαχρονικά χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, στους εντόπιους χριστιανούς.  Αυτό σημαίνει, ότι ο παραγωγικός πληθυσμός των πόλεων, παρά την μουσουλμανική φυσική τους όψη που απέκτησαν σταδιακά και την επιφανειακή ανατολίτικη εμφάνιση, δεν ήταν κατ' εξοχήν και κατά βάθος μουσουλμανικός.

Για τον λόγο αυτό, (και αυτό σε διάκριση  με την ύπαιθρο, τα χωριά και ιδιαίτερα τα ορεινά χωριά), ο εντόπιος αστικός χριστιανικό πληθυσμός είχε αναπόφευκτες επαφές με τους κατακτητές και με τους εξισλαμισμένους απ' αυτούς κατοίκους και επηρεάζονταν έτσι σημαντικά για την θρησκευτική του κατεύθυνση. Η οικονομική εξάρτηση του βιοτέχνη της πόλης ήταν σημαντικά μεγαλύτερη απ' ότι του χωρικού στο χωριό. Ενώ ο αγρότης είχε στη διάθεσή του το αυτάρκες νοικοκυριό του που μπορούσε να τον κάνει ανεξάρτητο από την αγορά και γενικά από τις αμοιβαίες σχέσεις με τους έποικους, ο παραγωγός της πόλης υπολόγιζε στη μουσουλμανική πελατεία και στις κρατικές προμήθειες. Επομένως, γι' αυτόν οι οικονομικοί λόγοι ήταν αρκετά ισχυροί ώστε να τον ωθήσουν προς την αλλαγή της θρησκείας, πράγμα που θα του διασφάλιζε οικονομική ευρωστία. Και δεν είναι περίεργο το ότι ακριβώς στις βαλκανικές πόλεις, και όχι στα χωριά βρίσκονταν, σύμφωνα με τις πηγές του 15ου-17ου αιώνος, η πλειοψηφία των γιων του Αβδουλλά. Ένα επίσης μεγάλο μέρος απ' αυτούς τους εξισλαμισμένους της πρώτης περιόδου, το αποτελούσαν οι απελευθερωμένοι δούλοι, που δεν ήταν σε θέση να  εξασφαλίσουν τα προς το ζην στα χωριά, εφόσον είχαν ξεκληριστεί από την  αγροτική ζωή και αποστερηθεί τις κληρονομικές τους περιουσίες. Έτσι στις πόλεις της Βαλκανικής άρχισε να διαμορφώνεται, κατά την εποχή που  εξετάζουμε, η -ας την χαρακτηρίσουμε-, «οθωμανική κοινωνία», ένα εθνικό κράμα με αποφασιστική  υπεροχή του χριστιανικού στοιχείου, που συνενώθηκε βαθμιαία από το  Ισλάμ, σαν την κυρίαρχη ιδεολογία που του επιβλήθηκε βίαια, ή κάτω από  την πίεση της συγκυρίας, όπως περιγράφτηκε παραπάνω.

Από τα διάφορα αρχεία που έχουν διασωθεί από εκείνη την εποχή όχι μόνο στην σύγχρονη Τουρκία αλλά και στις άλλες βαλκανικές κυρίως χώρες, συναντούμε διάσπαρτα στοιχεία για τον εξισλαμισμό του πληθυσμού των πόλεων. 'Έτσι, ανάμεσα στους ιδιοκτήτες σημαντικών κοπαδιών προβάτων τους εγγεγραμμένους στα κατάστιχα της Σόφιας, για το 1576, υπάρχουν άτομα γιοι του Αβδουλλά. (Φυσικά πολύ μικρό μέρος των κατοίκων της πόλης γενικά ήταν προβατοτρόφοι, μια κατ' εξοχήν αγροτική ασχολία). Ο συνολικός αριθμός των μουσουλμάνων προβατοτρόφων στην Σόφια για τον χρόνο που αναφέραμε, ανερχόταν σε 199 άτομα.  Στο προφανές γεγονός ότι ο παραγωγικός πληθυσμός της οθωμανικής πόλης ασπάζονταν το Ισλάμ, για οικονομικούς λόγους, συνηγορεί και το φάσμα των βιοτεχνικών επαγγελμάτων των προαναφερθέντων νεομουσουλμάνων: Μπακάληδες, έμπορος μεταξωτών υφασμάτων, αρτοποιοί, χαλβατζής, μουτάφης, (κατασκευαστής ταγαριών), μουμτζήδες, (κηροποιοί), σελοποιοί, ελαιοχρωματιστές, αμπατζής, βοτανοπώλης, βουκόλοι, ορυζοπαραγωγοί, έμπορος ξυλείας, σαπωνοποιός, πεταλωτής.  Είναι προφανές ότι η επαγγελματική απασχόληση των εντόπιων κατοίκων της πόλης τους έθετε σε εξάρτηση από την οθωμανική πελατεία και τα διοικητικά της όργανα, οπότε ο εξισλαμισμός γι' αυτούς περιείχε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων μη εξισλαμισμένων βιοτεχνών του ίδιου κλάδου.

Λεπτομερέστερη εικόνα για τον εξισλαμισμό στις πόλεις προσφέρουν εκείνες οι περιγραφές που διαθέτουν ολοκληρωμένα στοιχεία για τα νοικοκυριά της πόλης. Έτσι, για παράδειγμα στην πόλη Ντριάνοβο της Βουλγαρίας, στα μέσα του 16ου αιώνος υπήρχαν 6 σπίτια γιων του Αβδουλλά, έναντι 436 χριστιανικών, και ούτε ενός μουσουλμάνου της δεύτερης ή τρίτης γενεάς. Στο Ράζγκραντ, (πάλι Βουλγαρία),  υπήρχαν 23 νοικοκυριά γιων του Αβδουλλά έναντι 106 καθαρά μουσουλμανικών και 348 χριστιανικών -επομένως εκεί οι εξισλαμισμένοι της πρώτης γενεάς αποτελούσαν το 1/4 των μουσουλμάνων. Κατά το 1502 στο Τίρνοβο από τα 185 μουσουλμανικά σπίτια, (νοικοκυριά), τα 80 αναλογούσαν σε γιους του Αβδουλλά, έτσι ώστε η πρώτη εξισλαμισμένη γενεά αποτελούσε το 43% των μουσουλμάνων του Τιρνόβου. Το γεγονός ότι οι τελευταίοι εκτελούσαν κατ' εξοχήν θρησκευτικές λειτουργίες, αποτελεί απόδειξη, ότι ο αριθμός των πολιτών που είχαν εξισλαμισθεί παλαιότερα, καθώς και των Τουρανών εποίκων, δεν αρκούσε να καλύψει τις ανάγκες της τέλεσης λατρειών. Εξάλλου, στις βαλκανικές πόλεις, παρά τους «νεομάρτυρες»  της Ορθοδοξίας, ο εξισλαμισμός προχωρούσε για τους γνωστούς πια λόγους, καθώς και λόγω της ύπαρξης κάθε είδους οργάνων βίας ακριβώς μέσα στις πόλεις.

Αντίθετα πολλές δυσκολίες αντιμετώπιζαν οι κατακτητές στην επιβολή του  Ισλάμ στην επαρχία και στα χωριά, όπου η ορθοδοξία ήταν πιο πολύ ριζωμένη. Αυτό σήμαινε, ότι χρειάσθηκε  μεγάλη πίεση  κατά των εντόπιων που κράτησε ολόκληρους αιώνες. Η μονολιθική αγροτική μάζα κυρίως των Βαλκανίων, αξιοποιώντας όλα τα πλεονεκτήματα που πρόσφερε η μορφολογία του εδάφους της πατρίδας της, απέφευγε συνήθως, με το άμεσο φυσικό νόημα του όρου, τα διοικητικά μέτρα ή την ένοπλη πίεση σε ό,τι αφορά στον εξισλαμισμό. Γι' αυτό οι αρχές έπρεπε να υιοθετήσουν, τουλάχιστον για τη μερική τους ενσωμάτωση στην άρχουσα εθνότητα, μεθόδους που δεν συνεπάγονταν την απόσπαση από το εντόπιο περιβάλλον. Αυτό ακριβώς συνέβη  σε πολλές περιοχές, όπου κατά τους 17ο-18ο αιώνες τούρκευαν, επιφανειακά στην αρχή, χιλιάδες χωρικοί χωρίς να απομακρυνθούν από τη γη τους. Τα οθωμανικά μητρώα χωριών που έχουν δημοσιευθεί, μας αποκαλύπτουν μέρος των μεθόδων αυτών. Πριν απ' όλα κάνει εντύπωση το γεγονός ότι, οι κατακτητές επεδίωκαν να έχουν σε κάθε χωριό τουλάχιστον από ένα μουσουλμανικό νοικοκυριό, ή, αν υπήρχαν δυνατότητες, και μερικά, περισσότερα του ενός.   Τα μουσουλμανικά αυτά νοικοκυριά αποτελούνταν συχνά  από  απελευθερωμένους δούλους, που ο ιδιοκτήτης του αντίστοιχου τιμαρίου, βακουφιού ή hass, (μεγάλο κτήμα), είχε αιχμαλωτίσει, απαγάγει, ή αγοράσει και τους είχε εγκαταστήσει εκεί όχι μόνο για να «ζωντανέψει» τη φεουδαρχική του ιδιοκτησία αλλά και για να έχει επί τόπου ένα «δικό του άνθρωπο» εξισλαμισμένο, ο οποίος του όφειλε την απελευθέρωσή του από την κατάσταση του δούλου. Εδώ θα  πρέπει να κάνουμε μια αντιδιαστολή με τους λεγόμενους «ορτάκηδες». Οι τελευταίοι ήταν δούλοι  κάποιου τσιφλικά- φεουδάρχη που δεν είχαν απελευθερωθεί και που με τη μαζική τους εγκατάσταση δημιουργούσαν ολόκληρα νέα χωριά, ενώ στην προκειμένη περίπτωση έχουμε εγκατάσταση και παραχώρηση γης σε απελευθερωμένους μουσουλμάνους, (πρώην χριστιανούς), δούλους, που η θέση τους δεν διέφερε σε τίποτα από την θέση των υπόλοιπων εξαρτημένων μουσουλμάνων στις μεγάλες κτήσεις. Ήταν δηλαδή  «μουσουλμάνοι ραγιάδες»,  χαρακτηρισμός που δέχεται  και ο Halll Inalclk. Για παράδειγμα και πάντα βάσει αρχείων, στο χωριό Άγιας Δημήτριος, της περιοχής Θεσσαλονίκης, περί τα τέλη του 15ου αιώνος είχαν εγκατασταθεί 11 απελευθερωμένοι δούλοι διαφόρων αρχόντων, στο χωριό Σασαλή της ίδιας περιοχής 9 απελευθερωμένοι δούλοι που οι γιοι τους είχανε πια καθαρά μουσουλμανικά ονόματα, στο χωριό Κουγιούν Χαλίλ Γιαννιτσών, δυο, στο χωριό Σαγκαρλή της περιοχής Θεσσαλονίκης  τρεις, με τους γιους τους, στο χωριό Αγία Μαρίνα 2, κλπ. Στις αρχές του 16ου αιώνα στο χωριό Νέο Πετρίτσι Σιδηροκάστρου, υπήρχαν 4 απελευθερωμένοι δούλοι και 10 χριστιανικές οικογένειες. Στα 1502 στα χωριά της περιοχής Θεσσαλονίκης εγκαταστάθηκαν και άλλοι δούλοι, και συγκεκριμένα: στο χωριό Τρίλοφο 3, στο χωριό Άγιος Δημήτριος 12, (αν λάβουμε υπ' όψιν και το ότι στα τέλη του προηγούμενου αιώνα στο ίδιο χωριό είχαν εγκατασταθεί άλλοι 11 δούλοι, γίνεται ξεκάθαρο ποια ήταν η προέλευση των γνήσιων μουσουλμάνων στα μητρώα του 1502), στο χ. Δουδουλάνη 3, στο χ. Σασαλή 14, στο χ. Κουγιούν Χαλίλ, 2, (περί τα τέλη του 15ου αιώνος εκεί είχαν εγκατασταθεί άλλοι 2), στο χ. Σαγκαρλή 3, (ενώ από τα τέλη του 15ου αιώνος άλλοι 3, κλπ). Τα στοιχεία για την εγκατάσταση απελευθερωμένων δούλων στα χωριά τα αντλούμε και από μητρώα των περιοχών Ξάνθης, Δράμας, Σερρών, Νευροκοπίου, Κομοτηνής, Αδριανούπολης. Να σημειώσουμε όμως πως αυτή η πρακτική εξισλαμισμού των χωριών δεν εφαρμόστηκε αποκλειστικά στις νότιες περιοχές της βαλκανικής Χερσονήσου ενώ  την συναντούμε συχνά  στο βόρειο τμήμα της.

Τα γιουγκοσλαβικά και τα βουλγαρικά αρχεία είναι πλούσια σε σχετικές μαρτυρίες, που εκδίδονται εδώ και χρόνια στα τοπικά κυρίως περιοδικά των δύο αυτών χωρών.   Έτσι σύμφωνα με αυτά τα αρχεία στο χωριό Tristenik, (Τρίστενικ), της περιοχής Νικοπόλεως, είχαν εγγραφεί οι απελευθερωμένοι δούλοι του Μεχμέτ Μπέη, γιοι του Γαζί Μιχάλ, 15 οικογένειες. Ο γιος του Firus Beyi, (Φιρούζ Μπέη,) εγκατέστησε στο ίδιο χωριό, στα μέσα του 15ου αιώνος άλλες 14 οικογένειες δούλων. Το χωριό Krusuna, (Κρουσούνα), της περιοχής Loνets (Λόβετς), αποτελούνταν από απελευθερωμένους δούλους του ίδιου άρχοντα. Το ότι οι εξισλαμισμένοι απελευθερωμένοι δούλοι θεωρούνταν πια σαν δοσίλογοι αφοσιωμένοι στην Οθωμανική εξουσία,  το πιστοποιεί και η χαρακτηριστική παρατήρηση από τα ίδια αρχεία: «Όταν παρασιτεί ανάγκη, εισέρχονται στο φρούριο της Νικόπολης και το υπερασπίζονται».

Πράγματι είναι γεγονός πως ο εξισλαμισμένος ασκούσε επάνω στον χριστιανό συμπολίτη του σημαντική και πολλές φορές μεγάλη και αποφασιστική επίδραση, όπως στο χωριό Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης, όπου μαζί με τους χριστιανούς και τους εγκατεστημένους εξισλαμισμένους δούλους υπάρχουν και μερικά άτομα που χαρακτηρίζονται, «νέοι μουσουλμάνοι». Ίδια ήταν η κατάσταση και στο γειτονικό χωριό Sasali, (Σασαλή). Βάσιμη είναι η υπόθεση, ότι οι εξισλαμισμένοι δούλοι ήσαν ιδιόρρυθμοι «δούρειοι ίπποι» μέσα στο στρατόπεδο του χριστιανισμού στα χωριά των εύφορων πεδιάδων. (Είναι χαρακτηριστικό ότι για τα ορεινά χωριά δεν υπάρχουν στοιχεία για την εγκατάσταση απελευθερωμένων δούλων).

Παράλληλα με αυτή την κατηγορία των εξισλαμισμένων στα χωριά της βαλκανικής Χερσονήσου κατά τον 15ο και σε όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, διαπιστώνουμε καταχωρημένους στα μητρώα εξαιρετικά πολυάριθμους γιους του Αβδουλλά, αλλά διεσπαρμένους, από ένας ή μερικοί και σπάνια από μερικές δεκάδες στο κάθε χωριό. Υπάρχουν δυο υποθέσεις σχετικά με την καταγωγή αυτών των νεοφύτων. Είτε πρόκειται  για άτομα που, κατ' αναλογία προς τους απελευθερωμένους δούλους, εγκαθίστανται εκεί, ήδη εξισλαμισμένοι, είτε για ένα μέρος του εντόπιου πληθυσμού αυτών των χωριών. Και στις δυο όμως, περιπτώσεις, είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι αποτελούσαν συστατικό στοιχείο της καθολικής πολιτικής εξισλαμισμού και αφομοίωσης των εντόπιων χριστιανών. Τα στοιχεία γι' αυτούς τους γιους του Αβδουλλά» στα χωριά αφορούν στις περιοχές Θεσσαλονίκης, Σερρών, Κιλκίς, Σιδηροκάστρου, Τιρνόβου, Νικοπόλεως, Ράζγκραντ, Κομοτηνής, καθώς και σ' ολόκληρη τη Μακεδονία, στην κοιλάδα του Νέστου και στη Ροδόπη.

Το κοινό στοιχείο για όλες αυτές τις περιοχές ήταν το ότι στα χωριά τους υπήρχαν πολλοί «γιοι του Αβδουλλά».  Από αυτά τα στοιχεία βγαίνει το συμπέρασμα ότι  η πολιτική αφομοίωσης που εφάρμοζαν οι κατακτητές, μη διαθέτοντας τον απαραίτητο αριθμό εξισλαμισμένων ανάμεσα στους δούλους, κατέφυγε και στον εντόπιο πληθυσμό. Η μέθοδος αυτή έπρεπε να παίζει τον ίδιο ρόλο στις πεδινές περιοχές, όπου η εξουσία είχε όχι μόνο πολιτικούς, αλλά και ταξικούς στόχους, να διασφαλίσει δηλαδή την υποταγή των εξαρτημένων αγροτών στα τσιφλίκια των φεουδαρχών. Για το ότι αυτοί οι νεο-μουσουλμάνοι στην πλειοψηφία τους δεν είχαν μετοικήσει και εξισλαμισθεί με βίαιο τρόπο, αλλά ανήκαν στους εντόπιους κατοίκους των χωριών που αναφέρθηκαν, υπάρχουν οι εξής μαρτυρίες. Παρά τον θρησκευτικό-νομικό κανόνα οι εξισλαμισμένοι να έχουν ως επώνυμο το Αβδουλλά, ένας μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων της πρώτης γενιάς στα χωριά τους διατηρούσαν το πατρικό τους επώνυμο, και σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και το χριστιανικό τους όνομα, ενώ οι αρχές αρκούνταν στο να  σημειώσουν μόνο την ένδειξη νέος μουσουλμάνος.

Για τις περιπτώσεις αυτές θα μπορούσε  να υποθέσει κανείς ότι ακριβώς σε κάθε πεδινό χωριό βρίσκονταν από ένας ως πέντε χριστιανοί που επιθυμούσαν ν' ασπασθούν το Ισλάμ, αλλά αυτό με τα δεδομένα της εποχής είναι σχεδόν απίθανο. Λογικότερο είναι να δεχθούμε, ότι αυτή η τακτική αποτελούσε ζήτημα προσχεδιασμένης βίας με άγνωστο για μας κριτήριο επιλογής των θυμάτων. Υπάρχει η πιθανότητα οι αρχές να διατηρούσαν στην πρώτη γενιά μωαμεθανών το χριστιανικό επώνυμο του εξισλαμισμένου μόνο στην περίπτωση που επρόκειτο για εντόπιο άτομο. Και αυτό γιατί εκεί στο χωριό, ζούσαν τ' αδέλφια και οι λοιποί συγγενείς τους για τους οποίους ο εξισλαμισμένος δεν μπορούσε να μετατραπεί αμέσως σε γιο του Αβδουλλά, αφού ο πατέρας του ήταν γνωστός χριστιανός.  Εξ αιτίας αυτής της πρωτότυπης τακτικής της διατήρησης δηλαδή και του χριστιανικού και του μουσουλμανικού ονόματος,  συναντούμε στα έγγραφα του 15ου-16ου αιώνος, περίεργους συνδυασμούς ονομάτων όπως για παράδειγμα: Σεχαμπενίτν γιος του Βούλκο, από το χωριό Κάτω Νευροκόπι, όπου  ήταν ο μοναδικός μουσουλμάνος σ' ένα χωριό με 171 χριστιανικά σπίτια. Χάμζα γιος του Βογδάνου από το χωριό Ποντοκερασιά Κιλκισίου, που ήταν ένας από τους τρεις μουσουλμάνους εκεί, (οι υπόλοιποι ήταν απελευθερωμένοι δούλοι), μέσα σε 193 οικογένειες. Χαντέρ γιος του Γκρόζε από το χωριό Ευκαρπία Κιλκισίου, που με τους δυο γιους του αποτελούσαν το μουσουλμανικό τμήμα του χωριού με 154 χριστιανικά σπίτια. Ο Αλί γιος του Ραντ, με τον γιο του ήταν οι δυο μουσουλμάνοι στο χ. Μπλαγκόεγκραντ που αριθμούσε 88 χριστιανικές οικογένειες. Ο Καραγκιόζ, γιος του Δόβρη, ήταν ο μοναδικός μουσουλμάνος ανάμεσα σε 34 χριστιανικές οικογένειες στο χ. Θεοδωρίκι Σιδηροκάστρου, και ο Μούσα, γιος του Στάνκο, ήταν ο μοναδικός μουσουλμάνος σε σύνολο 27 χριστιανικών οικογενειών στο χ. Δρυάδα της ίδιας περιοχής.  Σε μια τεράστια έκταση από τον κάτω ρουν του Αξιού, του Στρυμώνα και του Νέστου μέχρι τις Σέρρες, σε κάθε χωριό μπορούσε να συναντήσει κανείς από έναν μουσουλμάνο,  ο οποίος στα 1502 ούτε καν επιχειρούσε να κρύψει την εθνική του προέλευση. Στο χ. Βασιλικά Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στις δεκάδες των χριστιανών υπάρχουν και τέσσερις, οι Μιχαήλ, Κώστας, Δήμος και Θόδωρος, για τους οποίους σημειώνεται πως είναι νέοι μουσουλμάνοι, ενώ τα ονόματά τους παραμένουν αμετάβλητα χριστιανικά.

Οι μέθοδοι αυτές επιβολής του Ισλάμ σ' έναν αμιγή χριστιανικό πληθυσμό στις περιοχές ανάμεσα στο Αιγαίο, στον Δούναβη, στη Μαύρη Θάλασσα και στη λίμνη της Σκόδρας, (δεν περιλαμβάνονται οι δυτικές περιοχές της Βαλκανικής), σήμερα ίσως μας φαίνονται άχρωμες και μικρής αποδοτικότητας. Ωστόσο, το γεγονός και μόνο, ότι απέδωσαν ευρέα και σταθερά ιστορικά αποτελέσματα, μας υποχρεώνει να τις εκτιμήσουμε ως προς την μακροπρόθεσμη αξία τους. Γιατί ο εξισλαμισμός ενός μέρους του αγροτικού πληθυσμού στις περιοχές που αναφέρθηκαν, άρχισε με τη γνωστή τακτική και ολοκληρώθηκε με την διαμόρφωση και υπονομευτική παρουσία εξισλαμισμένων μειονοτήτων της τάξης των εκατόν τουλάχιστον χιλιάδων ατόμων σε κάθε ένα από τα απελευθερωμένα κατά τον 19ο αιώνα Βαλκανικά κράτη. Έχοντας σαν αφετηρία ένα χριστιανικό πληθυσμό κατά τον 16ο-17ο αιώνα, οι Έλληνες, και οι άλλοι βαλκάνιοι γιοι του Αβδουλλά, ή οι εξισλαμισθέντες με χριστιανικά επώνυμα φαίνονταν κυριολεκτικά σαν σταγόνα στον ωκεανό. Ωστόσο και αυτό είναι το εντυπωσιακό, το τελικό αποτέλεσμα της ασήμαντης αυτής παρουσίας τους στο μακρινό παρελθόν, υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες για την δημιουργία των μειονοτήτων που σήμερα διεκδικεί η σύγχρονη Τουρκία, αλλά και της  «βαλκανιοποίησης» των Βαλκανίων στη νεότερη εποχή.

Οι οθωμανικές αρχές ασκώντας μια πολυμήχανη τακτική, είτε με την εγκατάσταση, είτε με τον βίαιο εξισλαμισμό ξεχωριστών ανθρώπων σε κάθε χωριό, δημιούργησαν ένα δίκτυο δοσίλογων από «δικούς τους ανθρώπους», που κάλυπτε, με ολιγοπρόσωπους και σποραδικούς, όπως φαινόταν στην αρχή, πυρήνες, ολάκερες περιοχές, ήταν όμως στο βάθος και μακροπρόθεσμα επικίνδυνο από την άποψη της άμεσης επίδρασης επάνω στις μάζες των χριστιανών. Αυτή η διαδικασία υλοποιούνταν προς δυο αντίθετες, αλλά ισάξιες ως προς τις συνέπειές τους κατευθύνσεις, α) της επαφής, δηλαδή με ομαλό τρόπο και β) της σύγκρουσης, δηλαδή χρησιμοποιώντας πιο βίαιες μεθόδους. Και συγκεκριμένα για να δούμε τις περιπτώσεις ξεχωριστά και να καταλάβουμε όλο αυτό το πανούργο σχέδιο θρησκευτικής μεταστροφής, όταν ο μοναδικός στο χωριό γιος του Αβδουλλά παρέμενε στενά δεμένος με τους συγγενείς του, αυτοί οπωσδήποτε υποβάλλονταν στον πειρασμό του παραδείγματός του. Ενώ  δηλαδή μέχρι προτινός ήταν γκιαούρης σαν κι αυτούς, σήμερα είναι μουσουλμάνος, έχει την πολιτική εμπιστοσύνη των δυναστών και υποβάλλεται σε μικρότερη εκμετάλλευση. Φυσικά, αν ο φορέας αυτού του παραδείγματος δεν ήταν συγγενικό πρόσωπο, η επίδραση επάνω στο εντόπιο περιβάλλον δεν θα ήταν σοβαρή. (Είναι γεγονός ότι χωριά, όπου συναντούμε από έναν μοναχικό γιο του Αβδουλλά κατά τον 15ο ή τον 17ο αιώνα, πολύ συχνά κατά τον 19ο αιώνα ήταν πια ολοκληρωτικά μουσουλμανικά είτε αμιγώς  «οθωμανικά» ανάλογα με την έλλειψη ή την παρουσία στο μεταξύ μόνιμα εγκατεστημένου Τουρανικού πληθυσμού στην κάθε περιοχή. Σε αντίθεση μ' αυτό, αν οι πρώην συμπατριώτες και ομοεθνείς του προσχωρούσαν για θρησκευτικούς λόγους στην κοινωνική και ηθική απομόνωση του νεομωαμεθανού, ο τελευταίος κατά πάσα πιθανότητα πείσμωνε, ποντάροντας αποκλειστικά στην ξένη εξουσία, και μετατρέπονταν σε δραστήριο όργανό της ενάντια στους υπόδουλους, όπως συνέβη στην Κρήτη. Και στις δυο περιπτώσεις η Οθωμανική εξουσία έβγαινε πολύ κερδισμένη. Και στις δυο περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν ο μαζικός εξισλαμισμός του εντόπιου πληθυσμού της συγκεκριμένης ορεινής περιοχής, με τελικό αποτέλεσμα την ριζική αλλαγή του θρησκευτικού χαρακτήρας ολοκλήρων περιοχών και την ιστορική αλλαγή του θρησκευτικού χάρτη με σοβαρότατες συνέπειες που έφτασαν μέχρι την εποχή μας.

 

ΜΑΖΙΚΟΙ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΙ

Μέχρι την δεκαετία του 70, του δέκατου πέμπτου αιώνα, υπήρχε κάποιος αναγκαστικός, θα’ έλεγε κανείς  συμβιβασμός μεταξύ των Οθωμανών ηγεμόνων και των ντόπιων επιφανών εκπροσώπων των διαφόρων περιοχών που είχαν καταλάβει οι Οθωμανοί. Μέχρι αυτή την περίοδο δεν είχαν παρατηρηθεί μαζικοί εξισλαμισμοί, ιδιαιτέρα στην ύπαιθρο όπου ακόμα επικρατούσε σχεδόν εξ ολοκλήρου ο ελληνορθόδοξος χριστιανισμός, εκτός από σποραδικές εγκαταστάσεις μουσουλμανικού στοιχείου. Αν εξετάσει κανείς για δείγμα, τα μητρώα των περιοχών του Νέστου και της δυτικής περιοχής της Ροδόπης, που σώζονται μέχρι σήμερα, δεν θα δει πουθενά για νεομουσουλμάνους στις περιοχές αυτές. Οι πρώτες πληροφορίες για νεομουσουλμάνους,  ή γιούς του Αβδουλά, δηλαδή δούλους του Θεού, όπως συνηθίζονταν να ονομάζονται οι νεοφώτιστοι στην νέα θρησκεία, άρχισαν να εμφανίζονται μόλις το δεύτερο ήμισι του δέκατου έκτου αιώνα, όμως το συνολικό τους ποσοστό σε σύγκριση με τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό, έφτανε μόλις το 8,5%. Σταδιακά όμως η διαδικασία το εξισλαμισμού άρχισε να κινείται με πιο ταχείς ρυθμούς και να εξαπλώνεται όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα η συντριπτική υπεροχή των χριστιανών μέχρι τον 17ο αιώνα, σε όλη σχεδόν την παλιά βυζαντινή αυτοκρατορία,  άρχισε να μην υφίσταται πλέον.  Στην θέση αυτής της ελληνορθόδοξης πλειοψηφείας,  εμφανίζονται  συμπαγείς μουσουλμανικές μάζες που ανατρέπουν  τις θρησκευτικές ισορροπίες. Προς τα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα μάλιστα υπήρχαν ολόκληρα μουσουλμανικά χωριά, κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πριν, ενώ το ποσοστό τον μεικτών χωριών αυξάνονταν σταθερά ειδικά για την περιοχή της Ροδόπης, μια κατ' εξοχή στρατηγική περιοχή. Με την επιτάχυνση της διαδικασίας του εξισλαμισμού στη συνέχεια, στα τέλη του ιδίου αιώνα, δηλαδή του δέκατου εβδόμου, στην περιοχή αυτή υπήρχαν 25 μουσουλμανικά χωριά, 5 μεικτά και μόλις εννέα χριστιανικά.

Η διαδικασία αφανισμού των χριστιανών κατά μήκος του ποταμού Νέστου και της Ροδόπης, μέχρι την απελευθέρωση,  είχε σαν αποτέλεσμα τον μαζικό εξισλαμισμό ολόκληρων περιοχών, το πρόβλημα των οποίων το κληρονόμησε μέχρι και σήμερα η ελληνική και βουλγαρική επικράτεια. Επειδή όμως στις περιοχές αυτές δεν είχε παρατηρηθεί εποικισμός,  στοιχείο ήταν και μια από τις κυριότερες αιτίες για να περάσει ο εξισλαμισμένος κόσμος στην δεύτερη φάση, την γλωσσική αλλαγή, ο ντόπιος πληθυσμός εκεί είχε διατηρήσει τα έθιμα του και την γλώσσα του.

Ανάλογη εξέλιξη κατά το παράδειγμα που δώσαμε είχαμε σε όλη την επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και είναι ενδεικτικό εκεί όπου τις παραμονές των βαλκανικών πολέμων υπήρχαν αμιγή τουρκόφωνα χωριά, κατά την περίοδο από τον δέκατο πέμπτο μέχρι τον δέκατο έβδομο αιώνα, υπήρχαν μόνο χριστιανικά χωριά, τα οποία είχαν ένα η δυο εξισλαμισμούς γιους του Αβδουλά. Τέτοια στοιχεία υπάρχουν για τις νότιες περιοχές της Βουλγαρίας, όπου οι απόγονοι των καθαρά χριστιανών, μουσουλμάνοι πλέον, είχαν εκτουρκιστεί στην συνέχεια και το 1887 μετοίκησαν στην Τουρκία.   Βέβαια αυτή την διαδικασία την αμφισβητούν οι επίσημοι σήμερα παντουρκιστές που αποδίδουν την τουρκικότητα αυτών των πληθυσμών στις μεταναστεύσεις που είχαν γίνει στην νότιο Βαλκανική από την Μικρά Ασία, κυρίως Γιουρούκων και Τουρανών. Η διατήρηση όμως της ντόπιας γλωσσάς, ανατρέπει αυτό το επιχείρημα γιατί οι πληθυσμοί αυτοί σίγουρα θα μιλούσαν εξ αρχής την τουρκομανική γλώσσα. Οπωσδήποτε είχαμε και το φαινόμενο της μετανάστευσης και εγκατάστασης τουρανικών πληθυσμών και Γιουρούκων, αλλά ήταν ελάχιστο σε σύγκριση με τον ντόπιο πληθυσμό που εξισλαμίστηκε σε κάποια ιστορική φάση. Οι νεομουσουλμάνοι αυτοί δεν  ήταν πλέον αναγκασμένοι να συναναστρέφονται με τους παλιούς συμπατριώτες τους, χριστιανούς, αλλά συνήθως  συνενώνονταν με τους νέους μουσουλμάνους που είχαν εγκατασταθεί στις περιοχές τους. Έτσι άρχισε μια νέα διαδικασία γλωσσικής μεταστροφής που δημιούργησε τουρκόφωνα τμήματα.

Με την σταδιακή επιβολής του Ισλάμ σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων αλλά και της Μικράς Ασίας, εμφανίστηκε σημαντικός αριθμός μουσουλμανικών κατοίκων και μεικτών χωριών. Παρά όμως τις έντονες προσπάθειες να παρουσιάσει τον μουσουλμανικό αυτό πληθυσμό σαν τουρανικό, η ίδια η τουρκική ιστοριογραφία διαψεύδεται από μόνη της. Ο γνωστός Τούρκος ιστορικός, Γκιοκμπιλγκίν, υποστήριξε ότι 220 χρόνια μετά την εμφάνιση των Οθωμανών στα Βαλκάνια, ο δήθεν τεράστιος τουρανικός πληθυσμός κατά τον 17ο αιώνα δεν ξεπερνούσε τους  500.000 Γιουρούκους και περίπου 100.000 Τουρανούς. Το στοιχείο αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει ότι τα εκατομμύρια του τουρκικού πληθυσμού που εμφανίστηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, δεν ήταν παρά ντόπιος εξισλαμισμένος και στη συνέχεια γλωσσικά εκτουρκισμένος πληθυσμός.  Παράλληλα στο φαινόμενο αυτό όπως αναφέραμε εκτενώς στο προηγούμενο κεφάλαιο, συντέλεσε και η σωρεία μεμονωμένων εξισλαμισμών. Ο  Έλληνας ιστορικός, Βασδραβέλλης, δημοσίευσε στοιχεία για 600 τέτοιες περιπτώσεις που συνεχίστηκαν μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής της Θεσσαλονίκης και της Βεροίας. Ειδικά για την  περίοδο από το 1720 -1868, χιλιάδες παρόμοιες περιπτώσεις έχουμε και για τις περιοχές την Σκοπίων, του Μοναστηρίου και για άλλες περιοχές της Μακεδονίας.

Η ιστοριογραφία των νεαρών βαλκανικών εθνικών κρατών στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, έδινε ιδιαίτερη έμφαση στον βίαιο χαρακτήρα των μαζικών εξισλαμισμών, χωρίς να παίρνει πάντοτε υπόψη της το ότι η οικονομική, η πολιτική και η πνευματική πίεση πάνω σ' έναν πληθυσμό, στερημένο από τα δικαιώματά του, δεν μπορούσε ακόμη να συνταυτισθεί με την ένοπλη βία, αν και εξ αντικειμένου ισοδυναμούσε προς αυτήν ως προς τα αποτελέσματα. Αλλά τελευταία οι σύγχρονες επιστημονικές έρευνες για τον εξισλαμισμό στα Βαλκάνια, που έγιναν με θαυμαστό ζήλο από τον Ιων. Βασδραβέλλη στη Νότια Μακεδονία, την G. Palikrusheva και τον Α. Matkoνski στη Βόρεια Μακεδονία του Αξιού, τον Str. Dimitroν στις περιοχές της Δυτικής Ροδόπης και στην κοιλάδα του Νέστου, και αρκετούς Γιουγκοσλάβους στη χώρα τους, αποκαλύπτουν ότι η πρακτική του προοδευτικού εξισλαμισμού, δεν ήταν παρά ζήτημα ολόπλευρη πίεσης, όπου φυσικά δεν σπάνιζαν και τα κύματα μαζικής ένοπλης βίας, όπως και στις μεμονωμένες περιπτώσεις εξισλαμισμού.

 Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει την ταυτότητα των εξισλαμισμένων έχουμε στην σημερινή Αλβανία. Οι Αλβανοί αποτελούν σήμερα ένα από τους πιο συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς στα Βαλκάνια. Όμως ακόμα και οι ακραίοι παντουρανιστές δεν πρόβαλλαν ποτέ την αξίωση ότι οι Αλβανοί είναι τουρανικής καταγωγής. Η αντικειμενική ιστορική επιστήμη δεν τους θεωρεί εκτουρκισμένους. Ο πληθυσμός της Αλβανίας, μ' εξαίρεση την Ελληνική μειονότητα, είναι ενιαίος ως προς την καταγωγή και τη γλώσσα του, διαιρείται όμως με βάση θρησκευτικό γνώρισμα. Οι ρίζες αυτής της διαίρεσης,  καταστροφικής, όπως υποστηρίζουν πολλοί ιστορικοί ερευνητές για την οικονομική και την πολιτιστική ανάπτυξη του αλβανικού λαού, πρέπει' αναζητηθούν στον 15ο αιώνα. Όταν την εποχή εκείνη οι Οθωμανοί κατακτητές έφτασαν στις δυτικές περιοχές της βαλκανικής χερσονήσου,  συνάντησαν πολλά δύσβατα βουνά. Έτσι η επιδρομή των Οθωμανών στις περιοχές αυτές αντιμετώπισε δυσκολίες και άργησε να επιτύχει τους στόχους της. Ορισμένοι Αλβανοί φεουδάρχες, την περίοδο εκείνη, με αρχηγό το Σκεντέρμπεη, (Γεώργιο Καστριώτη), εξεγέρθηκαν ενάντια στον κατακτητή και δημιουργήθηκε ένα ισχυρό αντιοθωμανικό κίνημα. Οι εκστρατείες του σουλτάνου Μεχμέτ του Β' κατά της Αλβανίας και οι επανειλημμένες αποτυχίες του τον ανάγκασαν να προσφύγει σε πολιτικά μέσα. Υποσχέθηκε τότε  να διατηρήσει τα φεουδαρχικά δικαιώματα εκείνων των γαιοκτημόνων που θα δέχονταν να προσχωρήσουν στους Οθωμανούς στη συνέχει  όμως ο Μεχμέτ ο Β' μετέβαλε τους όρους της συμμαχίας του με τους Αλβανούς φεουδάρχες, ζητώντας τώρα από αυτούς να εξισλαμισθούν, αν ήθελαν να διατηρήσουν τις ηγεμονικές θέσεις κοινωνικής επιβολής. Αφότου έκαναν το αποφασιστικό βήμα προς την προδοσία σε βάρος των συμφερόντων του τόπου τους και του λαού τους, οι εξισλαμισθέντες Αλβανοί φεουδάρχες έγιναν το στήριγμα της Οθωμανικής εξουσίας στα δυτικά εδάφη της Βαλκανικής.

 Αλλά οι εξισλαμισμένοι Αλβανοί φεουδάρχες, όργανα πια των Οθωμανών, δεν ένοιωθαν ασφαλή ανάμεσα στους υποτακτικούς των χριστιανούς. Ο επικυρίαρχός τους ήταν πάρα πολύ μακριά, ώστε να μπορεί να τους παράσχει βοήθεια σε περίπτωση εξέγερσης του εξαρτημένου από αυτούς αλβανικού πληθυσμού.  Για τον λόγο αυτό οι Αλβανοί φεουδάρχες ήσαν εκείνοι που στη συνέχεια υποκίνησαν την οθωμανική εξουσία να προχωρήσει στον βίαιο μαζικό εξισλαμισμό του Αλβανικού πληθυσμού και  αυτό συνετελέσθη με την συνδρομή τους. Ο εξισλαμισμός μεγάλου ποσοστού του Αλβανικού πληθυσμού είχε σαν αποτέλεσμα την επιβράδυνση της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της Αλβανίας, την καθυστέρηση της  αφύπνισης   και την έλλειψη επαφών των Αλβανών με τα επαναστατικά απελευθερωτικά κινήματα των υπόλοιπων βαλκανικών λαών.

Έτσι ενώ στα υπόλοιπα βαλκανικά εδάφη τα εξισλαμισμένα τμήματα κατά κανόνα στην συνέχεια εκτουρκίσθηκαν, στην Αλβανία ακολουθήθηκε μια τελείως διαφορετική πορεία. Στην περίπτωση των Αλβανών απλούστατα  ένας λαός διαιρέθηκε μέσω της θρησκείας όπως σε διαφορετικό βαθμό συνέβη και στην Κρήτη, στη Βοσνία, στην Κύπρο, στην Καππαδοκία, στον Πόντο κ. α. Ενδιαφέρων επίσης παρουσιάζει και η περίπτωση των Βοσνίων. Η πλειοψηφία των Βοσνίων προτίμησε να υποχωρήσει μπροστά στο Ισλάμ, παρά να υποταχθεί στο μισητό επί αιώνες γι' αυτούς ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο οικονομικός παράγοντας αποδείχθηκε αποφασιστικός, έτσι ώστε και οι υπόλοιποι Βόσνιοι να ακολουθήσουν το παράδειγμα εκείνων των συμπατριωτών τους, που είχαν εξισλαμισθεί νωρίτερα λόγω της αιρετικής τους τοποθέτησης απέναντι στην επίσημη Ορθοδοξία. Αλλά και στην περίπτωση της Βοσνίας, όπως στην αλβανική, ο εξισλαμισμός δεν έθιξε την εθνική  ταυτότητα του λαού της Βοσνίας. Είχε όμως επιπτώσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης και στην εθνική αφύπνιση των Βοσνίων. Και δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς, ότι εκείνοι οι βαλκανικοί λαοί, ανάμεσα στους οποίους  το Ισλάμ είχε τις μεγαλύτερες επιτυχίες προσηλυτισμού, απελευθερώθηκαν τελευταίοι. Στις περιπτώσεις αυτές η οθωμανική στρατηγική για την επιβολή του Ισλάμ στις περιφερειακές επαρχίες, που συνορεύανε με τον ελεύθερο χριστιανικό κόσμο, πέτυχε τους στόχους της. Απέκοψε δηλαδή για μακρύ χρονικό διάστημα Αλβανούς και Βοσνίους από τις εξωτερικές πολιτικές επιδράσεις, και τους μετέτρεψε σε μια εφεδρεία της οθωμανικής εξουσίας κατά των άλλων βαλκανικών λαών. Δεν είναι τυχαίο, που μεγάλος αριθμός Οθωμανών αξιωματούχων του 15ου-18ου αιώνος προέρχονταν από αλβανικές και βοσνιακές οικογένειες. Είναι γνωστό πως οι μισθοφόροι Αρβανίτες τρομοκρατούσαν ασύδοτα την Πελοπόννησο και την Ρούμελη ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι τοπικές αρχές ήταν απ’ ευθείας εξαρτημένες  απ' αυτούς.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τον μερικό εξισλαμισμό του είναι και η περίπτωση των εδαφών εκείνων της Βουλγαρίας που εκτείνονταν στην καρδιά των Οθωμανικών κτήσεων στην Ευρώπη. Εδώ θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε όλες τις μορφές και μεθόδους του μαζικού εξισλαμισμού. Τα ιστορικά στοιχεία, (ένα μέρος από τα οποία έχουν δει το φως της δημοσιότητας σ' επιμελημένες εκδόσεις στη Βουλγαρία κατά τα τελευταία χρόνια), δείχνουν αναμφισβήτητα, ότι το Ισλάμ στις περιοχές αυτές  επιβαλλόταν με το «παιδομάζωμα», με την υποδούλωση, με τους αναγκαστικούς γάμους, και με τους μεμονωμένους εξισλαμισμούς στις πόλεις και στα χωριά. Η ποικιλομορφία του μαζικού εξισλαμισμού στην περίπτωση της Βουλγαρίας πηγάζει από το ότι, εκεί μπορούμε να παρατηρήσουμε στις διάφορες θεμελιώδεις βαθμίδες της και τον εξισλαμισμό, και στη συνέχεια τον εκτουρκισμό. Η εξέλιξη αυτή οφειλόνταν στο ότι, κυρίως στα βουλγαρικά εδάφη εγκαταστάθηκαν βαθμιαία και μόνιμα αρκετές μάζες Τουρανών έποικων.

Και εδώ η πρώτη μορφή μαζικών εξισλαμισμών   πραγματοποιήθηκε μέσα από την εγκατάσταση απελευθερωμένων δούλων ή γιων του Αβδουλλά, σε μεγάλο αριθμό χωριών.  Ο δεύτερος λόγος για τους μαζικούς εξισλαμισμούς ήταν ανάλογος με τους λόγους εξισλαμισμού της Βοσνίας. Είναι γνωστό ότι και  στην Βουλγαρία, όπως και στην Βοσνία, αν και δεν ήταν αναγνωρισμένες και υποβάλλονταν σε διωγμούς, εντούτοις διαδίδονταν με ιδιαίτερη έξαρση μεσαιωνικές αιρέσεις.  Μόλις ήρθαν οι Οθωμανοί βρήκαν και Βογομίλους, και Παυλικιανούς, και Αδαμίτες. Η ανταγωνιστική διένεξη ανάμεσα σε αυτούς τους χριστιανούς και στην επίσημη Ορθοδοξία, δημιουργούσε ένα αντί-ορθόδοξο πεδίο και έκανε ευπρόσδεκτο γι’ αυτούς τον ισλαμισμό, που εμφανίστηκε σαν απελευθερωτής από τον απολυταρχισμό της Κωνσταντινούπολης. Από την άλλη είναι γνωστό ότι στην περίπτωση της Βουλγαρίας οι Οθωμανοί, που διατηρήσαν την εκκλησιαστική οργάνωση των άλλων βαλκανικών λαών, κατέλυσαν κατ' εξαίρεση την εκκλησία του Τιρνόβου αποστερώντας έτσι τους Βουλγάρους και από την τελευταία εθνική τους οργάνωση μέσα στα πλαίσια της  Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έτσι, ο λαός της Βουλγαρίας ουσιαστικά έπεσε κάτω από μια διπλή σκλαβιά -πολιτική και πνευματική. Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού, ορισμένα χωριά, που οι κάτοικοί τους ήταν κατ' εξοχήν Παυλικιανοί, προσχώρησαν στο Ισλάμ χωρίς καμία δυσκολία, όπως συνέβη και με τους Bόσνιoυς Βογομίλους, σύμφωνα προς τις ελεγμένες διαπιστώσεις των Γιουγκοσλάβων ιστορικών, ιδίως του, Behija Zlatar και του Smai Ι'Balic. Οι περιπτώσεις αυτές προσχώρησης στην νέα θρησκεία, τοποθετούνται στις περιοχές του Δούναβη και της Φιλιππούπολης (βουλγαρικά Πλόβντιφ). Το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της μορφής του μαζικού εξισλαμισμού  βρίσκεται στο ότι, όσοι αιρετικοί δεν είχαν εξισλαμισθεί κατά τον 17ο αιώνα, στη συνέχεια  ασπάσθηκαν τον καθολικισμό. Στις αναφορές των Βουλγάρων καθολικών επισκόπων της Σόφιας και της Νικοπόλεως, που ανάγονται στον ίδιο αιώνα, υπάρχουν διάφορα στοιχεία, όπως: «Χωριό Ορέσια: υπάρχουν 80 σπίτια Παυλικιανών, ενώ οι κάτοικοι των δυο φύλων ανέρχονται σε περίπου 600 άτομα' τα σπίτια των Τούρκων-Παυλικιανών είναι 30, αρνήθηκαν την χριστιανική θρησκεία... –Χωριό Πετ Κλάντεντσι, έχει 90 σπίτια Παυλικιανών-Καθολικών... ενώ των Τούρκων­ Παυλικιανικής καταγωγής είναι 10 και ένα τζαμί... -Χωριό Ντόλνο Λάζανι, έχει 18 σπίτια Παυλικιανών-Καθολικών... 30 Τούρκων-Παυλικιανών' αρνήθηκαν νωρίτερα την πίστη τους...,» κλπ.,  Τα συγκεκριμένα αυτά στοιχεία μαρτυρούν, ότι οι Βούλγαροι αιρετικοί ήταν στον ίδιο βαθμό έτοιμοι να ασπασθούν είτε τον ισλαμισμό είτε τον καθολικισμό, μόνο και μόνο για ν' αποφύγουν την υποταγή τους στη μισητή γι' αυτούς ορθοδοξία, έστω και βουλγαρική, όπως ακριβώς και οι Βόσνιοι Βογόμιλοι.

Διαφορετικής μορφής και δομής και μεγαλύτερης εκτάσεως ήταν στη Βουλγαρία ο εξισλαμισμός που  κατέληξε στη συνέχεια στις αρχές του εικοστού αιώνα και με τον εκτουρκισμό. Αυτός υπήρξε χαρακτηριστικός για τις βορειοανατολικές βουλγαρικές περιοχές,  οι οποίες μέχρι τον 17ο αιώνα είχαν ακόμη συμπαγή  χριστιανικό πληθυσμό. Κατά τον αιώνα αυτόν  όμως  μεγάλες  μάζες τουρκόφωνων αποίκων είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται εκεί μόνιμα, δημιουργώντας εστίες αφομοίωσης του ντόπιου πληθυσμού. Οι νεοφώτιστοι Οθωμανοί χοτζάδες ανέλαβαν μεγάλες εξορμήσεις για τον εξισλαμισμό του βουλγαρικού στοιχείου των περιοχών αυτών. Όταν στη συνέχεια στις περιοχές αυτές το τουρανικό στοιχείο  πολλαπλασιάστηκε, λόγω των εποικισμών των Τατάρων της Ουκρανίας και της Κριμαίας που συμπιέστηκαν από τη διεύρυνση και επέκταση της κυριαρχίας των Ρώσων προς τον Νότο, οι εξισλαμισμένοι Βούλγαροι βαθμιαία αφομοιώθηκαν και εθνικά από τους επίλυδες. Έτσι τους επομένους αιώνες στις βόρειο-δυτικές επαρχίες της Βουλγαρίας διαμορφώθηκε ένα   κράμα Μικρασιατών Τουρανών, Τατάρων και Βουλγάρων με κύριο αρχικό συνεκτικό δεσμό το θρησκευτικό γνώρισμα, το Ισλάμ, που αντιστάθμιζε την γλωσσική τους ποικιλομορφία,  καθώς οι μουσουλμάνοι αυτοί ομιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους, ανάλογες προς την εθνική προέλευση της κάθε ομάδας, διαλέκτους που διέφεραν σημαντικά από  την ίδια την οθωμανική γλώσσα. Από αυτούς προήλθε η μεγάλη σημερινή μουσουλμανική και τουρκική για την Άγκυρα, μειονότητα της σύγχρονης Βουλγαρίας.

Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, του εξισλαμισμού στα βαλκανικά εδάφη, πέραν των Αλβανών, Βουλγάρων και Βοσνίων, είναι η περίπτωση των  μουσουλμάνων  της Ροδόπης, των λεγομένων Πομάκων. Στην περιοχή της δυτικής Ροδόπης η σταδιακή διείσδυση του Ισλάμ είχε αρχίσει  από  τον 16ο αιώνα. Αρχικά αυτό γινότανε βαθμιαία,  αλλά κατά τον 17ο αιώνα επιταχύνθηκε απότομα, με αποτέλεσμα να εμφανισθούν μια σειρά μουσουλμανικά χωριά, όπως ακριβώς  έγινε και  σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας  τον ίδιο σκοτεινό εκείνο αιώνα, κατά τις μαρτυρίες  πολλών πηγών   Τα χριστιανικά χρονικά και η αλληλογραφία του 17ου και του 18ου αιώνα, αποδίδουν τον μαζικό εξισλαμισμό στην περιοχή της Ροδόπης σε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις υπό την διοίκηση δερβίσηδων, που στρέφονταν ενάντια στον πληθυσμό αυτής της ορεινής περιοχής. Παρά τον απλοϊκό χαρακτήρα της περιγραφής των αιτιών εξισλαμισμού στα κείμενα αυτά,  οι πηγές αυτές μάλλον περιέχουν πυρήνες σημαντικών ιστορικών αληθειών, που διαφαίνονται πειστικά όταν τις αντιπαραβάλουμε προς τη λαογραφία και την εθνογραφία της Ροδόπης.

Είναι ιστορικό γεγονός ότι, κατά την περίοδο 1572-1670 και  μετέπειτα η επιβολή του Ισλάμ σε μια σειρά περιπτώσεις πραγματοποιούνταν σαν μέτρο τιμωρίας για ενέργειες εναντίον της εξουσίας, το  λεγόμενο «Σιουργκιούν», με την πρώτη σημασία του όρου όπως την καθορίζουν  οι γνωστοί ερευνητές οι Β. Braude και Bernard Lewis (η δεύτερη ερμηνεία της λέξης είναι «επανεγκατάσταση με στόχους κοινωνικο-οικονομικούς» και εφαρμόζονταν  σε πολλές περιπτώσεις όπου οι Οθωμανοί επιδίωκαν την αλλοίωση του εγχώριου πληθυσμού. Έτσι οι Οθωμανοί προχώρησαν στον εξισλαμισμό ολόκληρων περιοχών, όταν οι τελευταίες αποδείχνονταν δύσκολες για κατάκτηση είτε επιρρεπείς  σε εξεγέρσεις. Απόδειξη γι' αυτό είναι τα δεδομένα της Βοσνίας και της Αλβανίας, όπου εκτός από τον υποκειμενικό παράγοντα όπως εκδηλωνόταν στους εντόπιους ηγέτες και εκπροσώπους, υπήρχε και ανάλογη προγραμματισμένη πολιτική αντιμετώπισης πιθανών εξεγέρσεων, γι’ αυτό και  οι σουλτάνοι επέμεναν στον εξισλαμισμό αυτών των περιοχών. Είναι  σχεδόν σίγουρο ότι   εφάρμοσαν ανάλογη στρατηγική και στην περίπτωση της Ροδόπη που είναι ένας εκτεταμένος και δύσβατος  ορεινός όγκος και  συνδέει  τις δυο εύφορες πεδιάδες της τοτινής Ευρωπαϊκής Τουρκίας, απ' όπου περνούσαν και οι δυο από τις σπουδαιότερες οδικές της αρτηρίες που συνέδεαν την Κωνσταντινούπολη με την Δύση.

Το πρώτο κύμα βίαιου μαζικού εξισλαμισμού, όχι μόνο στην περιοχή της Ροδόπης, αλλά και σ' ολόκληρη την Θράκη και βορειότερα στη Βουλγαρία, η παράδοση το συσχετίζει με την διακυβέρνηση του σουλτάνου Σελίμ του Α' του Τρομερού, (του γνωστού Γιαβούζ 1512-1520), ενώ το δεύτερο είναι ακριβέστερα χρονολογημένο στα 1660. Σύμφωνα με τις βουλγαρικές πηγές και τους λαϊκούς θρύλους όλων των εθνικών ομάδων της περιοχής της Ροδόπης, ο εξισλαμισμός στο βουνό είχε συσχετισθεί με μαζική τρομοκρατία και εξολόθρευση. Ο κάθε Ροδοπιανός που συλλαμβανόταν και αρνούνταν να ασπασθεί τον ισλαμισμό, σφαγιαζόταν. Τη μοίρα αυτή την απέφυγαν μόνο εκείνοι οι κάτοικοι, Έλληνες, Βούλγαροι, και άλλοι, που εγκατέλειψαν έγκαιρα τα χωριά τους και κρύφτηκαν στα δάση. Αργότερα, όταν οι τύραννοι αποσύρθηκαν, αφού εκτέλεσαν με επιτυχία την επιχείρησή τους, οι φυγάδες ίδρυσαν νέους χριστιανικούς συνοικισμούς και συνέχισαν να διατηρούν σχέσεις με τους πρώην συγχωριανούς τους, που στο μεταξύ είχαν γίνει  μουσουλμάνοι

Ο δεύτερος μαζικός εξισλαμισμός των κατοίκων κυρίως του κεντρικού τμήματος της Ροδόπης, κατά πιασαν πιθανότητα είχε σχέση με εξωτερικά και εσωτερικά πολιτικά γεγονότα.  Την περίοδο εκείνη συνεχιζόταν ακόμα ο πόλεμος ανάμεσα στην Πύλη και στη Βενετία, ενώ ο κάθε χριστιανός στην αυτοκρατορία θεωρούνταν ύποπτος και ομοϊδεάτης των εχθρών. Το γεγονός ότι η Οθωμανική  εξουσία μετακίνησε τα ένοπλα τμήματα των άτακτων στα μακρινά μέτωπα και επέβαλε πολλούς νέους φόρους, προκάλεσε αναταραχή ανάμεσα στους υπηκόους της. Τα κηρύγματα του μουσουλμανικού κλήρου εκείνη την εποχή είχαν αποδώσει στον παρατεινόμενο αυτό πόλεμο κατά των απίστων της Δύσης τον χαρακτήρα των πρώιμων ισλαμικών κατακτήσεων, δηλ. τον  χαρακτήρισαν και τον προπαγάνδισαν σαν «πόλεμον υπέρ πίστεως»,  χαρακτηρισμό που επανέφεραν από την πρώτη περίοδο της οθωμανικής κατακτήσεως  σαν το βασικό  ιδεώδες της αυτοκρατορίας. Ο αχαλίνωτος θρησκευτικός φανατισμός που προκλήθηκε στράφηκε ενάντια σε καθετί το χριστιανικό και θύμα του υπήρξε και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Παρθένιος ο Γ', που εκτελέστηκε στα 1657. Στα  κλίμα θρησκευτικού φανατισμού αυτής της εποχής,  η περιοχή της Ροδόπης εξισλαμίσθηκε πραγματικά με τη φωτιά και το σίδερο από τους κατευθυνόμενους προς το μέτωπο φανατισμένους μουσουλμάνους στρατιώτες. Σύμφωνα με βουλγαρικές πηγές, την περίοδο εκείνη στην περιοχή   είχαν πυρποληθεί και καταστραφεί τα  33 μοναστήρια και 218 εκκλησίες.

Η  ιδιαιτερότητα με την οποία και η ιστοριογραφία και η εθνογραφία μελετούν  την παρουσία  των Πομάκων  δείχνει και την ιστορική τους αξία σαν ένα αποτέλεσμα των ιστορικών αναγκαιοτήτων της περιοχής. Επειδή εξακολούθησαν να ζούνε ανάμεσα στους συγγενείς τους χριστιανούς και δεν αποσπαστήκαν από το φυσικό και το εθνικό τους περιβάλλον, αυτοί οι  μουσουλμάνοι της Ροδόπης διατηρήσαν ολοκληρωτικά τη γλώσσα τους, τις παλιές παραδόσεις και τα ήθη τους. Στην περίπτωσή τους επήλθε πραγματικά μόνο εξισλαμισμός,  ο οποίος όμως δεν έθιξε ούτε ακόμη και τα γνωρίσματα της καθημερινής ζωής, ούτε τους δεσμούς αίματος. Σε πολλές ειδικές περιπτώσεις οι δυο κλάδοι του ίδιου γένους βρέθηκαν με διαφορετικά θρησκεύματα, πράγμα που κράτησε ολόκληρες γενιές, χωρίς να διακόψουν τους μεταξύ τους συγγενικούς δεσμούς. Είναι επίσης χαρακτηριστικό το ότι οι Οθωμανοί   θεωρούσαν τους Πομάκους της Ροδόπης σαν υποδεέστερους μουσουλμάνους. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι από την αρχή του  εξισλαμισμού τους και μέχρι την απελευθέρωση της Θράκης και της Μακεδονίας, στον εικοστό αιώνα, δεν γίνονταν ποτέ μεικτοί γάμοι μεταξύ μουσουλμάνων από την περιοχή της Ροδόπης και  Οθωμανών γεγονός που δείχνει τον διαχωρισμό των δυο ομάδων  όπως άλλωστε είχε γίνει και σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως στον Πόντο, στην Καππαδοκία, στην Κρήτη, στην Κύπρο και όπου αλλού εκδηλώθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού.

Ένας άλλος σημαντικός λόγος της απομόνωσης των  νεομουσουλμάνων της περιοχής αυτής ήταν και το γλωσσικό εμπόδιο που τους ξεχώρισε από τους  Οθωμανούς μουσουλμάνους Οι νεομουσουλμάνοι της  Ροδόπης όχι μόνο δεν αλλάξανε τη γλώσσα τους, αλλά και δεν γνωρίζανε και τα λίγα σπασμένα τουρκομανικά που μιλούσαν οι χριστιανοί στις πόλεις και στα μεικτά χωριά. Επειδή τα όρη της Ροδόπης ήταν δύσβατα και ακατάλληλα για οικονομική δραστηριότητα, εκεί δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ Οθωμανοί φεουδάρχες, αλλά κυβερνούσαν οι μεγαλοκτηματίες και κτηνοτρόφοι που αναδείχθηκαν από το περιβάλλον των εντόπιων  μουσουλμάνων. Άλλωστε μέσω αυτών ο πληθυσμός επικοινωνούσε με την οθωμανική εξουσία και ποτέ δεν ήρθε σε άμεση επαφή με τους ομοθρήσκους του Οθωμανούς και Τουρανούς. Σαν αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της ιδιόρρυθμης κατάστασης, ο πληθυσμός αυτός διατήρησε μέχρι την απελευθέρωσή του μιαν αρχαϊκή γλώσσα και αρχαϊκότερα ήθη και έθιμα σε σύγκριση με τους πληθυσμούς των γύρω πεδιάδων που είχαν αφομοιωθεί.

Ο εξισλαμισμός των κατοίκων της Ροδόπης ολοκληρώθηκε με την μεγάλη εξόρμηση του 1660. Οι μουσουλμανικοί θρησκευτικοί οργανισμοί, που αφθονούσαν τότε στην ανατολική και στην δυτική Θράκη,  ανέπτυξαν μια έντονη ιεραποστολική δραστηριότητα ακριβώς στην περιοχή της Ροδόπης με αποτέλεσμα την θρησκευτική μεταστροφή πολλών χωριών της περιοχής, χωρίς όμως, όπως το τονίσαμε παραπάνω να αλλάξουν και την εθνική ταυτότητα των κατοίκων.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

            Αν εξετάσουμε όλες αυτές τις περιπτώσεις που αναφέραμε παραπάνω σαν παραδείγματα μαζικού εξισλαμισμού,  θα διαπιστώσουμε, ότι οι  πληθυσμοί που  ασπάσθηκε τον ισλαμισμό εθελοντικά, κάτω από την πίεση πολύμορφων περιστασιακών λόγων, ή ύστερα από μαζικές βίαιες εξορμήσεις, υιοθέτησαν την νέα θρησκεία χωρίς όμως να ενσωματωθούν σε αυτή, κρατώντας δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις τα ιδιαίτερα θρησκευτικά γνωρίσματα που είχαν πριν από την θρησκευτική μεταστροφή.  Οι Βόσνιοι και οι Αλβανοί που εξισλαμίσθηκαν  σε συμπαγείς μάζες, ίδρυσαν στα εδάφη τους μεγάλο αριθμό ισλαμικών, θρησκευτικών κυρίως ιδρυμάτων, καθώς και τοπικά δημοτικά και ανώτατα μουσουλμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Σε όλα αυτά όμως αν και η θεολογία   διδασκόταν στην αραβική γλώσσα, οι δάσκαλοί της κατέληγαν αναπότρεπτα στην ερμηνεία της στη μητρική γλώσσα, και μόνο έτσι ο μαζικά εξισλαμισμένος  πληθυσμός ερχόταν σε κάποια επαφή με την κοσμοθεωρία του ισλαμισμού διαμορφώνοντας μια ατελή θρησκευτική ταυτότητα. Η άλλη κατηγορία εξισλαμισμένων κατοίκων,  που επιτελέστηκε διά της μεθόδου του μεμονωμένου εξισλαμισμού, συνδεόταν  με το οθωμανικό περιβάλλον και τις οθωμανικές  οικογένειες, αποκτώντας έτσι σταθερότερη πρόσβαση στον μουσουλμανικό τρόπο ζωής, στα ήθη και έθιμα. κλπ.

Τελείως διαφορετική ήταν όμως  η κατάσταση με τους νεομουσουλμάνους  της Ροδόπης. Εδώ οι δυνάστες που τους εξισλάμισαν ύστερα από αιματηρά αντίποινα, ολοκλήρωσαν την αποστολή τους με την τελετή της περιτομής των νεοφύτων και στη συνέχεια τους εγκατέλειψαν εξ ολοκλήρου στα όρη της Ροδόπης. Ο πληθυσμός αυτός, που εγκαταλείφθηκε στη μοίρα του, είχε απόλυτη άγνοια για το περιεχόμενο της θρησκείας που του επιβάλανε. Δεν γνώρισε τα δόγματά της, το ηθικό και το τελετουργικό της σύστημα όπως ακριβώς συνέβαινε συχνά και στην ουσία μόνο επιφανειακά στα εξισλαμισμένα χωριά της αυτοκρατορίας,  έως  τις αρχές του  20ου αιώνα. Μόνο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,  στα πλαίσια του νεοτουρκικού ιμπεριαλιστικού σωβινισμού, που άνθισε κυρίως  μετά  το 1955, οι προσήλυτοι αυτοί στο Ισλάμ άρχισαν να διδάσκονται συστηματικά την τουρκική γλώσσα, το Ισλάμ και την τουρκοϊσλαμική συνείδηση, από πράκτορες της Άγκυρας, ιδίως δασκάλους, μυστικούς στρατιωτικούς, που έδρασαν   κυρίως ανάμεσα στις νέες γενεές και στην Κύπρο και στην Θράκη, προπάντων στην Δυτική Θράκη. Μακροπρόθεσμος στόχος αυτού του νεοτουρκικού εθνικισμού ήταν η προσάρτηση των χώρων αυτών στην τουρκική επικράτεια, με το πρόσχημα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των «Τούρκων» αυτών, που δεν είχαν έως χθες καμία σχέση με τον τουρκισμό, χρησιμοποιώντας τους ως πέμπτη φάλαγγα. Η προσπάθεια αυτή  επεκτάθηκε και στην Βουλγαρία, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως  Βοσνία, Κριμαία, Ουκρανία, Δοβρουτσά, Τουρκμενιστάν  και άλλων χωρών της Ασίας,  όπου ο νεοτουρκισμός αισθάνονταν κάθε φορά ότι υπάρχουν κάποιες ευκαιρίες προς εκμετάλλευση, αδυναμίες και προβλήματα που μπορούν να αποσπάσουν έστω μέρος αυτών των χωρών.

Όμως σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τα δεδομένα της εποχής εκείνης ο προσηλυτισμός αυτός καθαυτός είχε ανεπανόρθωτες ιστορικές συνέπειες. Οι  νεομουσουλμάνοι της Ροδόπης αντιλήφθηκαν πως ο Θεός τους πλέον είναι ο Αλλάχ και για τους περισσότερους εδώ περιοριζόταν το περιεχόμενο της νέας τους πίστης. Παράλληλα γι' αυτούς εξακολουθούσαν να ισχύουν μια σειρά θρύλοι, άγιοι τόποι, εντόπια έθιμα, κλπ., που ήταν κοινά και για τους συμπατριώτες τους χριστιανούς. Ένα μέρος από τα θρησκευτικά αυτά στοιχεία ήταν καθαρά χριστιανικά, άλλα αιρετικά, και  άλλα κατά  τρίτο λόγο ανήκαν στις προχριστιανικές θρακικές τοπικές λατρείες. Με άλλα λόγια, στα όρη της Ροδόπης ανθούσε ο θρησκευτικός συγκρητισμός. Δεν ήταν σπάνιες και οι περιπτώσεις μυστικού χριστιανισμού, πράγμα που διαπιστώνεται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές, κατά τις οποίες έρχονται στο φως εντοιχισμένες παλαιές χριστιανικές εικόνες σε μωαμεθανικά σπίτια κι ακόμη και σε τζαμιά, όπως ακριβώς και στην Κύπρο, στον Πόντο, στην Καππαδοκία, στην Ήπειρο, (Κρυπτοχριστιανοί της Σπαθίας), κ.ά. Οι περισσότεροι από αυτούς τους νεο-μουσουλμάνους εξακολούθησαν να αποτυπώνουν πάνω στο ψωμί το σήμα του σταυρού, όπως στο αντίδωρο. Στα έθιμα και στον λαϊκό πολιτισμό των εξισλαμισμένων αυτών κατοίκων παρά τον εξισλαμισμό τους, διατηρούνταν οι ίδιοι επικοί κύκλοι και ήρωες, τα ίδια εκφραστικά μέσα και η ίδια γλώσσα, όπως στο φολκλόρ των χριστιανών.

Ανάλογα στοιχεία επιπόλαιας, καθόλου βαθειάς διείσδυσης του Ισλάμ μέσα στους νεομωαμεθανούς έχουν διαπιστωθεί και στα νησιά του Αιγαίου. Εκεί οι κατακτητές προέβαιναν επίσης συχνά σε πράξεις βίας για τον μαζικό εξισλαμισμό των νησιωτών, που επωφελούμενοι από την πλεονεκτική γεωγραφική τους θέση δεν  συναινούσαν να υποταχθούν στους  Οθωμανούς. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, για παράδειγμα, αποδείχθηκε ότι ένα μέρος από τους πριν από πολλές γενιές εξισλαμισθέντες εκεί, σε όλη την περίοδο μετά τον εξισλαμισμό τους τελούσαν μυστικά τις τελετουργίες και πίστευαν μυστικά στις δοξασίες του χριστιανισμού, στον οποίο  προσήλθαν τώρα και τυπικά. Παρόμοια φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στην Κύπρο, στον Πόντο, στην Καππαδοκία, κ.α. Στην Κύπρο στις εφημερίδες των πρώτων ετών της Αγγλοκρατίας, (1878-1900), δεν περνούσε εβδομάδα χωρίς αναφορά σε επάνοδο Κρυπτοχριστιανών, δήθεν μουσουλμάνων, στην πίστη και στην εθνικότητα των πατέρων τους. Παρά ταύτα μόνο μικρό μέρος τους επέστρεψαν τελικά στην πατρώα πίστη. Οι πιο πολλοί Λινοβάμβακοι, όπως λέγονταν, εξακολούθησαν να ανήκουν και στις δυο θρησκείες, μυστικά στον χριστιανισμό και φανερά στο Ισλάμ, έως τα μέσα του αιώνα μας και πιο ύστερα ακόμη. Στην περίπτωση αυτή η απροθυμία της εκκλησίας να τους δεχθεί πίσω, αλλά και άλλοι εσφαλμένοι χειρισμοί της έναντί τους, οι απειλές των «γνήσιων» Τούρκων, και η πιθανότητα επανόδου της τουρκικής κυριαρχίας στο νησί, που είχε εκχωρηθεί στους Άγγλους με εκμίσθωση, ως το 1914 οπότε οι τελευταίοι την προσάρτησαν στο Βρετανικό στέμμα, η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και άλλα αίτια αποθάρρυναν την ολοκληρωτική επιστροφή όλων των Κυπρίων Λινοβάμβακων. Το κίνημα του 1931 για Ένωση με την Ελλάδα και οι κατοπινοί ενωτικοί αγώνες συνέβαλαν στην αποκρυστάλλωση της εθνικοθρησκευτικής ταυτότητας Ελλήνων και Τούρκων Κυπρίων, και στους κόλπους των τελευταίων ενσωματώθηκαν πλέον ως Τούρκοι, οι πλείστοι Λινοβάμβακοι, με την πολυμήχανη ενθάρρυνση των Βρετανών που μελέτησαν επισταμένα και σε βάθος το όλο θέμα, ήδη από το 1878 (π.χ. βλ. την μελέτη του διοικητού Λάρνακας Mitchell στο περιοδικό Nineteenth Century του 1908, που μετεφράσθηκε στην εφημερίδα Φωνή της Κύπρου).

Για όλα τα προαναφερθέντα επιβάλλεται όχι μόνο να γίνεται κατηγορηματική διάκριση ανάμεσα στον εξισλαμισμό και στον νεόκοπο εκτουρκισμό στις βαλκανικές χώρες και στην Μικρά Ασία, αλλά να γίνονται οριοθετήσεις διαφόρων βαθμίδων και κατηγοριών και μέσα στα πλαίσια της κατηγορίας «εξισλαμισθέντες». Και αυτό γιατί   υπήρχαν σημαντικές εξισλαμισμένες μάζες   που ο τρόπος της ζωής τους και η ψυχοσύνθεσή τους ούτε καν επηρεάσθηκαν από την προσχώρησή τους στο Ισλάμ, γιατί αυτή ήταν όλως τυπική και επιφανειακή.

Παρ’ όλα αυτά, η σουλτανική πολιτική έναντι στους υπόδουλους λαούς  και κυρίως έναντι των ελληνορθόδοξων,  είχε τεράστιας σημασίας ιστορικά αποτελέσματα  όταν κατέρρευσε η οθωμανική αυτοκρατορία. Ο εποικισμός στέρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον εντόπιο πληθυσμό από τις ευφορώτερες πεδιάδες του, και δημιούργησε τις απαραίτητες για την  οθωμανική πολιτική και στρατηγική νησίδες και διαχωριστικές γραμμές μέσα στην  μέχρι τότε μονολιθική χριστιανική πλειοψηφία. Ιδιαίτερη βαρύτητα απέκτησε το γεγονός αυτό μετά το τέλος του 18ου αιώνος, όταν οι βαλκανικοί λαοί αφυπνίσθηκαν για εθνική συνειδητοποίηση και απελευθερωτικούς επαναστατικούς αγώνες. Τότε σχεδόν σε όλες τις περιοχές υπήρχαν ομάδες αν όχι γνησίων  Οθωμανών, τουλάχιστον μουσουλμάνων. Αυτές οι ομάδες καθυστερημένες οικονομικά και πολιτιστικά, είχαν τη νοοτροπία και την ψυχολογία αφεντάδων και προνομιούχων. Χωρίς να προβάλλουν ενεργό αντίσταση στις εθνικές επαναστάσεις που ξεσπούσαν, οι Βαλκάνιοι μουσουλμάνοι συνήθως μπαίνανε στην υπηρεσία των κυβερνητικών αποσπασμάτων για την καταστολή των επαναστάσεων τότε μόνο, όταν οι στρατιωτικές εξελίξεις έφταναν στις σφαγές, στις διαρπαγές και στις πυρπολήσεις.  Όπως αντιλαμβάνεται κανείς τα αποτελέσματα από τον ρόλο αυτών των δοσίλογων ήταν ολέθρια. Οι βαλκανικοί λαοί έμελλαν ν’ αντιμετωπίσουν στην πορεία των μακροχρόνιων  απελευθερωτικών τους αγώνων, όχι μόνο τη δύναμη της οθωμανικής εξουσίας, αλλά και την απειλητική παρουσία σημαντικού μουσουλμανικού πληθυσμού ανάμεσά τους, μέσα στα εδάφη, στις πόλεις και στα χωριά τους. Και ήταν σε μεγάλη αναλογία, αυτός ακριβώς ο πληθυσμός που θεωρούνταν απόγονοι των γιων και των θυγατέρων του Αβδουλλά.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας από τους επιφανέστερους Τούρκους κρατικούς ηγέτες του περασμένου αιώνα, ο γνωστός για τη μεταρρυθμιστική του δραστηριότητα, ο Μιντάτ  Πασάς, (1829-1884), είχε δηλώσει: «Υπάρχει ένα εκατομμύριο μουσουλμάνοι, οι οποίοι δεν έχουν έλθει, όπως συνήθως σκεφτόμαστε, από την Μικρά Ασία. Αυτοί είναι απόγονοι των ίδιων των Ελλήνων και των Βουλγάρων που προσηλυτίσθηκαν στο Ισλάμ κατά την εποχή της κατάκτησης και στα χρόνια που ακολούθησαν. Είναι τέκνα αυτών των χωρών, αυτών των φυλών, δική τους γέννα' ενώ ανάμεσά τους υπάρχει κι ένα τμήμα που δεν ομιλεί άλλη γλώσσα εκτός από την μητρική...»  Έτσι ήδη οι πρώιμοι προάγγελοι του τουρκικού εθνικού κράτους ελάμβαναν υπόψη τους την θέση και τον ρόλο των εξισλαμισθέντων τμημάτων  της αυτοκρατορίας. Ήταν αυτό μια τίμια στάση, που σήμερα δεν την καταδέχονται οι αδυσώπητοι, μεγαλομανείς παντουρκιστές, παντουρανιστές και πανισλαμιστές, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις δυνατότητες της Άγκυρας. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι ο Μιντάτ Πασάς ήταν Πομάκος στην καταγωγή, και αυτό συνέβαλε στην πιο πάνω τίμια διαπίστωσή του.

Κινούμενοι με την υπεροψία των «βέρων ορθόδοξων μουσουλμάνων» από τους λεγόμενους din-donmeler (=ντιν ντιονμελέρ) = αποστάτες της θρησκείας τους, οι Τούρκοι και ουσιαστικά οι εκτουρκισθέντες, μετέβαλαν την στάση τους απέναντι σ' αυτούς τους αποστάτες της θρησκείας τους ήδη κατά την περίοδο της απελευθέρωσης των βαλκανικών χωρών.  Είναι εδώ εντυπωσιακό πως  ύστερα από κυριαρχία πέντε αιώνων και πάλι αμφισβητήθηκε το ζήτημα της ένοπλης κυριαρχίας στα βαλκανικά εδάφη, η Οθωμανική εξουσία έριξε όλες τις προπαγανδιστικές της δυνάμεις, για τώρα και πάλι να πείσει τους εκεί εξισλαμισθέντες ότι είναι «βέροι Τούρκοι». Αυτή ήταν η διαφώτιση των ημιμαθών χοτζάδων, που προσπαθούσαν να πείσουν όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό εξισλαμισμένων' είτε να εγκαταλείψουν τα όρια των απελευθερωνόμενων βαλκανικών χωρών, είτε να μετατραπούν σε εφεδρεία για αντίσταση κατά της νέας εξουσίας που γεννιούνταν στην Σερβία, στην Ελλάδα και στην Βουλγαρία. Παρασυρμένοι από το γενικό κύμα της παλιννόστησης του  οθωμανικού πληθυσμού στη διαμελισμένη αυτοκρατορία, χιλιάδες  νεομουσουλμάνοι εγκατέλειψαν για πάντα την περιοχή της Ροδόπης και ακολούθησαν τους ομοθρήσκους τους, για να εγκατασταθούν οριστικά στην περιοχή της ανατολικής Θράκης, ανάμεσα στον εκεί ήδη εκτουρκισμένο πληθυσμό, που κατά τον 15ο-16ο αιώνα εξακολουθούσε ακόμη να αποτελείται από Έλληνες, Βοσνίους, Αλβανούς και άλλους ξεκληρισμένους με το  Σιοργκιούν χριστιανούς.  Ένα μέρος απ' αυτούς τους φυγάδες επανήλθε στις πατρίδες τους μετά τον πόλεμο 1877-1878, αλλά οι περισσότεροι χάθηκαν για πάντα για τις πατρίδες τους. Το ρεύμα της φυγής χριστιανών που είχαν ασπασθεί  το Ισλάμ συνεχίστηκε και αργότερα. Η τουρκική κυβέρνηση έστελνε χοτζάδες από την Ξάνθη, την Κομοτηνή, την Αδριανούπολη και την Κωνσταντινούπολη για να καλλιεργούν ανάμεσα στους  μουσουλμάνους αυτής της κατηγορίας την τάση εγκατάλειψης του «χριστιανικού» κράτους.

Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση των Βαλαάδων, Ελλήνων ημιχριστιανών-ημιμουσουλμάνων της Δυτικής Μακεδονίας, που εξισλαμίσθηκαν βίαια κατά τον 17ο αιώνα. Κατά την ανταλλαγή πληθυσμών που επακολούθησε την συνθήκη της Λοζάνης, (1923), μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι Βαλαάδες αρνούνταν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία γιατί αισθάνονταν Έλληνες δεμένοι με τη γη τους. Υποχρεώθηκαν όμως τελικά να φύγουν κλαίοντας για την ξένη χώρα, που θα γινόταν παρά την θέληση τους η νέα τους πατρίδα. Παρόμοια γεγονότα διαδραματίσθηκαν και στην Κρήτη κατά το 1910   όπως ζωηρά περιγράφει ο Παντελής Πρεβελάκης, (ιδίως στο Χρονικό μιας Πολιτείας) και στην Κύπρο κατά τα τέλη Δεκεμβρίου 1963, άνοιξη 1964. Τότε υπό το κράτος της βίας μιας  ομάδας Τουρκοκυπρίων και Τούρκων εξτρεμιστών, χιλιάδες Τουρκοκύπριοι χωρικοί, στην ουσία ακόμη ημιμουσουλμάνοι, εγκατέλειπαν θρηνώντας τα σπίτια τους για να συγκεντρωθούν στους αμιγείς τουρκικούς θυλάκους που οργάνωσε η Άγκυρα με τους πράκτορές της σε επίλεκτα στρατηγικά σημεία του νησιού και αυτό υπό τα απαθή βλέμματα  της ελληνοκυπριακής και  ελληνικής πολιτικο-στρατιωτικής ηγεσίας,  (η οποία  θεωρούσε τις  πονηρά σχεδιασμένες εκείνες μετακινήσεις πληθυσμών, που στην πραγματικότητα ήταν μια  φανερή προετοιμασία του καθεστώτος που επιβλήθηκε μετά την τουρκική εισβολή του 1974), σαν ασήμαντα παροδικά επεισόδια, που θ' αυτοανετρέπονταν σε σύντομο χρονικό διάστημα!

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε   ότι η  οθωμανική πολιτική  δεν περιοριζόταν μόνο στην θρησκευτική διαφώτιση ανάμεσα στους εξισλαμισθέντες. Κατέφευγε, όπως και στην Κύπρο, και σε καθαρά στρατιωτικές υπονομευτικές ενέργειες. Αυτό εκδηλώθηκε φανερά  στα τέλη του Ρώσο-Τουρκικού πολέμου όταν στην περιοχή της ανατολικής και της κεντρικής Ροδόπης είχε συγκεντρωθεί ένα μέρος του ηττημένου στρατού του Σουλεϊμάν Πασά, καθώς επίσης και σημαντικός όγκος  μουσουλμανικού πληθυσμού που έφευγε μπροστά στα προελαύνοντα ρωσικά στρατεύματα. Στις 3 του Μάρτη του 1878, δηλ. πριν από την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Αγίου Στεφάνου, στην περιοχή της ανατολικής Ροδόπης ξεσπάει εξέγερση των μουσουλμάνων ενάντια στα ρωσικά στρατεύματα. Επικεφαλής της εξέγερσης αυτής ήταν ο Ω. Β. Saintclaire, ο οποίος πριν από τον πόλεμο υπηρετούσε ως πρόξενος της Αγγλίας στη Βάρνα και στο Μπουργκάς. Με την τεχνητή αυτή εξέγερση η Αγγλία και η Τουρκία απέβλεπαν στο να αποτρέψουν την απόσπαση της περιοχής της Ροδόπης ή τουλάχιστον να δημιουργήσουν ισχυρό προγεφύρωμα κατά του νεαρού βουλγαρικού κράτους, ισχυριζόμενοι ότι στα εδάφη του υπάρχει σημαντικός μη βουλγαρικός μουσουλμανικός πληθυσμός, που επιμένει να παραμείνει μέσα στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Παρ’ όλες όμως τις υπονομευτικές του μηχανορραφίες, ο Saintclaire αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει τη Ροδόπη στα τέλη του 1878, ενώ ο ολιγάριθμος στρατός του εξολοθρεύτηκε από τους ίδιους ορεσίβιους  μουσουλμάνους που είχαν συνειδητοποιήσει ότι τα ζωτικά τους συμφέροντα δεν ταυτίζονταν με τα τουρκικά και αγγλικά. Όμως αυτή η ενέργεια του Saintclaire απετέλεσε πρότυπο και για ορισμένους όψιμους Τούρκους πολιτικούς, που βλέπανε έκτοτε στο πρόσωπο των  μουσουλμάνων αυτής της περιοχής εφεδρείες κατά των ελεύθερων χριστιανικών κρατών. Στην προσπάθειά τους να πείσουν αυτόν τον πληθυσμό, ότι δήθεν δεν εξισλαμίσθηκε με βίαιο τρόπο, αλλά είναι γνήσιος τουρκικός, οι όψιμοι ιδεολόγοι του παντουρανισμού δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν αντικειμενικά τις αιτίες για τη διατήρηση της μητρικής γλώσσας, των ηθών, των συγγενικών δεσμών και της κουλτούρας αυτών των ανθρώπων με τους χριστιανούς παρά τον εξισλαμισμό τους. Είναι ολοφάνερο ότι οι προσπάθειές τους στερούνται οποιοδήποτε υπόβαθρο και δεν είναι παρά μια από τις χρεοκοπημένες και αναποτελεσματικές μεθόδους για την διατήρηση της τουρκικής παρεμβατικότητας και επιρροής στα Βαλκάνια. 

Αξιοπρόσεκτο είναι το ότι όσοι εξισλαμίσθηκαν, αλλά δεν έχασαν τη γλώσσα και τους δεσμούς με τους συμπατριώτες τους της χριστιανικής θρησκείας  διατηρήσαν την ανάμνηση της παλαιάς καταγωγής με τα άφθονα μνημεία της λαϊκής μούσας, που αναφέρονται στη βία που ασκήθηκε σε βάρος των προγόνων τους πριν εκατόν ή τριακόσια χρόνια, και τούτο παρά το ότι η ιστορική επιστήμη δεν μπορεί να το αποδείξει. Με άλλα λόγια, παρά την υιοθέτηση της ισλαμικής θρησκείας, οι  μουσουλμάνοι  αυτοί έχουν και μέχρι σήμερα την συνείδηση της πραγματικής τους εθνότητας. Δεν μπορεί ούτε πρέπει να θεωρείται Τούρκος κανένας Έλληνας, Αλβανός, Βόσνιος, Βούλγαρος ή Βλάχος  μουσουλμάνος της Ροδόπης. Αν και με διαφορετική από τους συμπατριώτες τους πίστη, σήμερα, που η θρησκεία  δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της εθνικής συνείδησης, ο εξισλαμισμένος  παραμένει τμήμα του λαού των συμπατριωτών του. Ακαταμάχητο τεκμήριο που πιστοποιεί την πραγματικότητα αυτή παραμένει το γεγονός, ότι στις μέρες μας ανάμεσα στις εξισλαμισμένες, αλλά όχι και εκτουρκισμένες μειονότητες δεν παρατηρείται κανένα κύμα «παλιννόστησης» προς την Τουρκία.

Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι  η πολιτική του εποικισμού και του εξισλαμισμού, που χαράχθηκε και υλοποιήθηκε, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της  οθωμανικής  κατάκτησης, είχε βαρύτατες επιπτώσεις για τους  χριστιανικούς λαούς και κυρίως για τον ελληνορθόδοξο κόσμο που έφτασε στον εικοστό αιώνα με ακρωτηριασμένα τα μέλη του από αυτούς που τώρα εμφανίζονται σαν Τούρκοι κάτοικοι της σύγχρονης Τουρκίας.

Τελευταία ενημέρωση: 2-6-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 2-6-2009.

ΕΠΑΝΩ