Ο Σερ Στήβεν Ράνσιμαν για το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία // Η πτώση της Κωνσταντινούπολη κατά την 4η Σταυροφορία
Οι Σταυροφορίες με τα μάτια του Ράνσιμαν Βιβλιοπαρουσίαση τού τρίτομου πονήματος τού μεγάλου Ιστορικού Στίβεν Ράνσιμαν για τις Σταυροφορίες Τού Ηλία Μαγκλίνη Προδημοσίευση από το έργο του κορυφαίου Βρετανού βυζαντινολόγου, το οποίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά, σε νέα έκδοση
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής 22-10-06, σελ. 8 του ενθέτου: «Τέχνες και Γράμματα». Αναδημοσίευση από: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_22/10/2006_202072 |
Το πλέον εμβληματικό έργο για τις σταυροφορίες θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες (από την έκδοση τού άρθρου τής εφημερίδας αυτής το 2006) από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Πρόκειται για την τρίτομη «Ιστορία των Σταυροφοριών» του κορυφαίου Βρετανού ιστορικού του Βυζαντίου και του Μεσαίωνα, Στίβεν Ράνσιμαν. Γραμμένο την περίοδο 1950-54 ήταν το έργο που τον καθιέρωσε. Στη χώρα μας θα κυκλοφορήσει σε τρεις τόμους, σε μετάφραση της Αγγυς Βλαβιανού. Για πρώτη φορά είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά, πάλι σε τρεις τόμους, το 1979 από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, ενώ λίγα χρόνια αργότερα εκδόθηκε σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Μπεργαδή, μια έκδοση όμως που είναι εδώ και πολύ καιρό εξαντλημένη. Ο Ράνσιμαν αφηγείται υποδειγματικά την ιστορία του κινήματος των σταυροφοριών από τη γέννησή του τον 11ο αιώνα ως την παρακμή του τον 14ο, καθώς και την ιστορία των κρατών που δημιούργησε στους Αγίους Τόπους και σε γειτονικές χώρες. Για τον Ράνσιμαν οι σταυροφορίες δεν ήταν μία «κατ’ εξοχήν ρομαντική χριστιανική περιπέτεια», όπως είχε γράψει ο μεγάλος Γκίμπον, αλλά η «τελευταία από τις βαρβαρικές επιδρομές» μέσα από τις οποίες, σύμφωνα πάντα με τον Ράνσιμαν, «γεννήθηκε η νεότερη Ιστορία». Ο Ράνσιμαν ήταν ο πρώτος που έγραψε μια συνολική ιστορία των σταυροφοριών κι ήταν επίσης ο πρώτος που προσέγγισε τις σταυροφορίες ως μια βαρβαρότητα, γι’ αυτό και στη νεκρολογία του οι «Τάιμς» έκαναν λόγο για «ρεβιζιονιστική ιστορία των σταυροφοριών». Γεννημένος το 1903 στη βορειοανατολική Αγγλία από αριστοκρατική οικογένεια, ο Στίβεν Ράνσιμαν έφυγε πλήρης ημερών το 2000. Δεινός γνώστης των λατινικών και των αρχαίων ελληνικών από πολύ νεαρή ηλικία, γνώριζε αραβικά, τουρκικά, εβραϊκά, περσικά, αρμενικά σε τέτοιο βαθμό που να είναι σε θέση να μελετήσει πρωτότυπα και άγνωστα αρχεία για τις ανάγκες των ερευνών του. Ο Ράνσιμαν διετέλεσε διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου στην Αθήνα (1945-47), ενώ ένας δρόμος στον Μυστρά, για τον οποίο έχει αφιερώσει ένα βιβλίο του, φέρει το όνομά του. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει ενδεικτικά αποσπάσματα από τον πρώτο τόμο του έργου αυτού. |
|
Η ιστορία των σταυροφοριών
|
|
«Ου φονεύσεις» εν καιρώ πολέμου; Ο χριστιανός πολίτης βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα βασικό πρόβλημα: έχει το δικαίωμα να πολεμήσει για τη χώρα του; Η θρησκεία του είναι θρησκεία ειρήνης, πόλεμος σημαίνει σφαγή και καταστροφή. Οι παλαιότεροι χριστιανοί πατέρες δεν είχαν αμφιβολίες. Γι’ αυτούς ο πόλεμος ήταν πέρα για πέρα φόνος. Αλλά μετά το θρίαμβο του Σταυρού, αφότου η αυτοκρατορία ταυτίστηκε με τη Χριστιανοσύνη, δεν θα έπρεπε οι πολίτες της να είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα για την ευημερία της; Η Ανατολική Εκκλησία υποστήριζε πως όχι. Ο Αγιος Βασίλειος, που υπαγόρευσε κάποιους από τους σημαντικότερους κανόνες της Εκκλησίας, ενώ καταλάβαινε ότι ο στρατιώτης πρέπει να υπακούει στις διαταγές, υποστήριζε ότι όποιος ήταν ένοχος φόνου κατά τη διάρκεια του πολέμου θα έπρεπε επί τρία χρόνια να απέχει από τη θεία μετάληψη σε ένδειξη μετανοίας. Στην πραγματικότητα, η Εκκλησία δεν αντιμετώπιζε τον Βυζαντινό στρατιώτη ως φονέα. (…) Ο θάνατος στη μάχη δεν θεωρούνταν ένδοξος, αλλά ούτε ο θάνατος στη μάχη εναντίον του απίστου θεωρούνταν μαρτύριο: ο μάρτυρας πέθαινε οπλισμένος μόνο με την πίστη του. (…) Η δυτική άποψη ήταν λιγότερο ξεκάθαρη. Ο ίδιος ο Αγιος Αυγουστίνος παραδεχόταν ότι μπορούσαν να διεξάγονται πόλεμοι κατ’ εντολή του Θεού, ενώ η στρατιωτική κοινωνία που είχε δημιουργηθεί στη Δύση από τις βαρβαρικές εισβολές επιζητούσε, όπως ήταν φυσικό, να δικαιολογήσει τη συνήθη ασχολία της. (…) Ο ιερός πόλεμος, δηλαδή ο πόλεμος για τα συμφέροντα της Εκκλησίας, έγινε επιτρεπτός και μάλιστα επιθυμητός. Ο Πάπας Λέων Δ΄, κατά τα μέσα του 9ου αιώνα, διακήρυξε ότι οποιοσδήποτε πέθαινε στη μάχη υπερασπιζόμενος την Εκκλησία θα λάμβανε την αμοιβή του στους ουρανούς.
Ιερός Πόλεμος Περί το τέλος του 11ου αιώνα, η ιδέα του ιερού πολέμου είχε αρχίσει να εφαρμόζεται. Οι εκκλησιαστικές αρχές προέτρεπαν τους χριστιανούς ιππότες και στρατιώτες να παραβλέψουν τις έριδες μεταξύ τους και να ταξιδεύσουν στα σύνορα της Χριστιανοσύνης για να πολεμήσουν κατά των απίστων. Ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους θα μπορούσαν να κρατήσουν τα εδάφη που θα ανακτούσαν, ενώ παράλληλα θα είχαν και πνευματικά ωφελήματα. (…) Ο Πάπας αναλάμβανε πλέον την αρχηγία των ιερών πολέμων. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν αυτός που κήρυσσε την έναρξή τους και που διόριζε τον επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων. Τα εδάφη που κυριεύονταν έπρεπε να τελούν υπό παπική κυριαρχία. (…)
«Ο Θεός το θέλει!» Οι συνεδριάσεις της Συνόδου του Κλερμόν κράτησαν από τις 18 Νοεμβρίου ως τις 28 Νοεμβρίου 1095. Παρόντες ήταν περίπου 300 κληρικοί και οι εργασίες της κάλυψαν πολλά θέματα. (…) Αλλά ο Πάπας (Oυρβανός) ήθελε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία για πολύ σημαντικότερο σκοπό. Είχε αναγγελθεί ότι την Τρίτη 27 Νοεμβρίου θα συγκαλούσε δημόσια συνεδρίαση για να προβεί σε μια πολύ σπουδαία ανακοίνωση. Οι κληρικοί και οι λαϊκοί που συγκεντρώθηκαν ήταν πολυάριθμοι και δεν χωρούσαν μέσα στον καθεδρικό ναό όπου συνεδρίαζε ως τότε η σύνοδος. Ο παπικός θρόνος τοποθετήθηκε πάνω σε μια εξέδρα, σ’ ένα ανοιχτό χωράφι, έξω από την ανατολική πύλη της πόλης, και όταν συγκεντρώθηκαν τα πλήθη, ο Ουρβανός σηκώθηκε όρθιος για να τους μιλήσει. (…) Φαίνεται ότι άρχισε τον λόγο του εξηγώντας στο ακροατήριό του πως ήταν ανάγκη να βοηθήσουν τους αδελφούς τους στην Ανατολή. Η ανατολική Χριστιανοσύνη είχε ζητήσει βοήθεια, γιατί οι Τούρκοι προχωρούσαν μέσα στην καρδιά των χριστιανικών χωρών, κακομεταχειρίζονταν τους κατοίκους και βεβήλωναν τα ιερά τους. Τόνισε την ιδιαίτερη ιερότητα της Ιερουσαλήμ και περιέγραψε τα βάσανα των προσκυνητών που ταξίδευαν ως εκεί. Αφού ζωγράφισε τη ζοφερή εικόνα, προχώρησε στη μεγάλη του έκκληση. Η δυτική Χριστιανοσύνη ας κινηθεί να βοηθήσει την ανατολική. Πλούσιοι και φτωχοί έπρεπε να πάνε. (...) Και ο Θεός θα τους οδηγούσε. Οσοι θα πέθαιναν στη μάχη θα συγχωρούνταν για τις αμαρτίες τους. (…) Δεν έπρεπε να καθυστερούν. Ας ξεκινούσαν τις ετοιμασίες, ώστε να εκστρατεύσουν μόλις θα έμπαινε το καλοκαίρι, με τον Θεό για οδηγό τους. Ο Ουρβανός μίλησε με ζέση και με όλη την τέχνη ενός μεγάλου ρήτορα. Η ανταπόκριση υπήρξε άμεση και τεράστια. Κραυγές «Deus le vault!» –«ο Θεός το θέλει!»– διέκοπταν τον λόγο του. (…) Κάθε μέλος της εκστρατείας θα έφερε πάνω του το σημείο του Σταυρού ως σύμβολο της αφιέρωσής του στη Χριστιανοσύνη: ένας Σταυρός από κόκκινο ύφασμα θα έπρεπε να ραφτεί στον ώμο του εξωτερικού ενδύματός του. Οποιος θα έπαιρνε τον Σταυρό αυτό, θα έπρεπε να δώσει υπόσχεση ότι θα πήγαινε στην Ιερουσαλήμ. Αν επέστρεφε νωρίτερα ή δεν ξεκινούσε, θα τιμωρούνταν με αφορισμό. Κληρικοί και μοναχοί δεν μπορούσαν να πάρουν τον Σταυρό χωρίς την άδεια του επισκόπου τους ή του ηγούμενού τους. (…) Δεν επρόκειτο για έναν απλό κατακτητικό πόλεμο. Σε όλες τις πόλεις που θα ελευθέρωναν από τους απίστους οι Εκκλησίες της Ανατολής θα διατηρούσαν όλα τα δικαιώματά τους και θα έπρεπε να τους αποδοθούν οι περιουσίες τους. Ο καθένας από τους συμμετέχοντες θα έπρεπε να είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το σπίτι του τη 15η Αυγούστου του επόμενου χρόνου, όταν θα είχε τελειώσει η συγκομιδή, οι δε στρατοί θα συγκεντρώνονταν στην Κωνσταντινούπολη. |
Δημιουργία αρχείου: 10-6-2015.
Τελευταία ενημέρωση: 10-6-2015.