Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία και Αγία Γραφή

Περιεχόμενα // Εισαγωγή // Κεφάλαιο 2ο

Ερμηνεία τού β' Ψαλμού

Χριστολογική ερμηνεία από το Μασοριτικό κείμενο

Μίρκο Τομάσοβιτς Δρ. Θεολογίας

 

 

Στίχ. 1: «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά;»

Προαναγγέλλοντας ο προφήτης την έλευση του Μεσσία, όπως επίσης και όλους τους εναντίον Του διωγμούς, αρχίζει το ποίημα-ψαλμό με την ερώτηση: «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά;».

Με το ερώτημα lâmmâ — για ποιο λόγο, γιατί, ο συγγραφέας εισέρχεται κατ' ευθείαν στο θέμα in medias res και εκφράζει την εύλογη απορία εξ αίτιας της ανεξήγητης εξέγερσης των λαών. Έχοντας υπ’ όψιν το μεγαλείο του Χρισμένου από τον Θεού, δεν μπορεί να συλλάβει την αιτία και πώς γενικά, είναι δυνατό λαοί να έχουν τέτοια ιδέα και λογισμό ώστε να εξεγερθούν κατά του αληθινού Βασιλιά του Ισραήλ και κατά του Κυρίου ο Οποίος κάθεται στα δεξιά Του στους ουρανούς.

Το εβραϊκό ρήμα ragešu (παρακείμενος, γ' πρόσωπο πληθυντικού αριθμού) προέρχεται από του rāgaš και σημαίνει: φρύττω, τρίζω τα δόντια, θορυβώ με οργή, εξεγείρομαι, ταράζομαι από τον εγωισμό, λυσσώ από οργή, καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή. Οι Ο΄ μεταφράζουν «εφρύαξαν». Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως για την περιγραφή της λύσσας των αλόγων. Σωστά οι Ο΄ αποδίδουν το ρήμα ragešu με ρήμα παρελθόντος χρόνου, δηλαδή αόριστο (εφρύαξαν), επειδή ο Ψαλμωδός την ταραχή και τον θόρυβο εναντίον του Χριστού, την εκλαμβάνει ως ενέργεια η οποία ήδη συντελέσθηκε και την οποία ακολούθησε η οργή του Θεού.

Υπάρχουν και άλλες μεταφράσεις:

α) Ο Ακύλας μεταφράζει «Ίνα τι εθορυβήθησαν έθνη»,

β) ο Σύμμαχος «εις τι έθνη κυκά»,

γ) ο Ησύχιος «εκινήθησαν, επήρθησαν», και

δ) ο Θεοδοτίων «ηλαζονεύσατο»,

ενώ η Vulgata χρησιμοποιεί το «fremuerunt».

Οι υπόλοιποι ρηματικοί τύποι του εβραϊκού κειμένου είναι διατυπωμένοι σε ενεστώτα χρόνο. Εδώ πρόκειται μόνο περί της προετοιμασίας των εθνών και των επί κεφαλής τους, οι οποίοι έλαβαν στάση απειλής και όχι περί της επιθέσεως. Επανάσταση ακόμη δεν έγινε.

Ο όρος gõjim προέρχεται από του gõj και αντιστοιχεί στην Ελληνική λέξη έθνος. Η λέξη gõj μεταφράζεται συνήθως έθνος ή λαός, αλλά με την πάροδο των αιώνων η προαναφερθείσα λέξη απέκτησε διάφορες σημασίες: φυλή, ομάδα. Ο ψαλμωδός χρησιμοποιεί τη λέξη gõjim χωρίς άρθρο, επειδή επιθυμεί να πει ότι έχει σχέση με «όλους τους λαούς»2: ξένους βαρβάρους, ειδωλολάτρες, απερίτμητους. Όταν η λέξη gõjim συναντάται σε Πληθυντικό αριθμό (στην Π. Διαθήκη 438 φορές), πάντοτε σχετίζεται με άλλους λαούς, οι οποίοι δεν ανήκουν στον εκλεκτό λαό, και ουδέποτε έχει σχέση με τον Εβραϊκό λαό. Μόνο όταν η λέξη gõj βρίσκεται σε Ενικό αριθμό (στην Π. Διαθήκη τη συναντούμε 123 φορές) αναφέρεται στον Εβραϊκό λαό.3 Στη Βίβλο σπανιότατα η λέξη gõjim σχετίζεται και με τους Ισραηλίτες (Βλέπε Γεν. 25, 23. Ιερ. 1,5, 25, 17). Ότι πράγματι η λέξη gõjim αναφέρεται σε όλους τους λαούς του κόσμου, αποκαλύπτεται από το δεύτερο μέρος του 8ου στίχου: «τα πέρατα της γης». 

Κάποιοι ερμηνευτές με τον όρο gõjim κατανοούν τους Ισραηλίτες οι οποίοι έγιναν όμοιοι με τους βαρβάρους εθνικούς, όπως λ. χ. φαίνεται από τη χρήση του όρου αυτού στη Γέν. 12, 2. Ο ευαγγελιστής Λουκάς όμως στην Κ. Διαθήκη σαφώς μαρτυράει ότι η προφητεία από τη Γέν. 12, 2 αναφέρεται στους βαρβάρους και άλλους λαούς και σε καμία περίπτωση στον Ισραηλιτικό λαό μόνο. Στο βιβλίο των Πράξεων γράφεται: «συνήχθησαν γαρ επ’ αληθείας εν τη πόλει ταύτη επί τον άγιον παίδά σου Ιησούν, ον έχρισας, Ηρώδης τε και Πόντιος Πιλάτος συν έθνεσιν και λαοίς Ισραήλ» (Πράξεις 4,27). Αποτελεί δε πραγματικό γεγονός ότι εναντίον του Ιησού Χριστού εξεγέρθηκαν πρώτα οι Εβραίοι, και στη συνέχεια οι υπόλοιποι λαοί.

Ακολούθως στον 1ο στίχο βρίσκεται η λέξη leummim, από το leom, η οποία σημαίνει επίσης, λαός, φυλή, και αυτό φανερώνεται από τη ρίζα la, ως συμβαίνει και στην Ελληνική (λα-ος), αλλά στην περίπτωσή μας δηλώνει τον Ισραηλιτικό λαό.

Η εβραϊκή λέξη hagā πολλές φορές χρησιμοποιείται με την έννοια του σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ, διαλογίζομαι. Οι Ο΄ τη μετέφρασαν «μελέτησαν». Το ρήμα μελετώ γενικά έχει τη σημασία του: φροντίζω, μεριμνώ, δίνω σε κάτι προσοχή, και στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει: μελετώ επαναστατικά και εχθρικά σχέδια. Κατά τον Προφήτη φανερώνει τη μελέτη ενός σχεδίου το οποίο είναι απραγματοποίητο.

Για τον ποιητή η λέξη jehegū (Αόριστος γ' Πρόσωπο Πληθυντικού Αριθμού) έχει τη σημασία του: σκέφθηκαν επιζήμια και κακά. Εδώ έρχεται στην επιφάνεια ενέργεια η οποία συντελείται στην ψυχή και την καρδιά και εξωτερικεύεται μέσω της γλώσσας. Κάτι παρόμοιο περιγράφει ο Ψαλμός 37,13: «δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν, χείλη υμών ελάλησαν ανομίαν, και η γλώσσα υμών αδικίαν μελετά». Ο τύπος rig από το ρήμα rug σημαίνει: κενά, μάταια, άσκοπα. Οι Ο΄ τη μεταφράζουν στον Πληθυντικό αριθμό: «κενά», αντί του Ενικού «κενό». Ο ψαλμωδός συνεχώς έχει υπ’ όψιν του το αποτέλεσμα αυτού του ακατανόητου και κενόδοξου «χρεμετισμού» των βαρβάρων και γενικά όλων των λαών εναντίον του «Χριστού» του Θεού, το οποίο και εμπεριέχει η έκφραση «εμελέτησαν κενά». Περί αυτού σαφέστερα γίνεται λόγος στον Ψαλ. 40, 9-10: «λόγον παράνομον κατέθεντο κατ' εμού… και γαρ ο άνθρωπος της ειρήνης μου, εφ' ον ήλπισα, ο εσθίων άρτους μου, εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτερνισμόν».

Το πάθος του Μεσσία θα έχει ως τέλος αυτό το οποίο περιγράφει ο υμνωδός στον Ψαλ. 21, 28-29: «μνησθήσονται και επιστραφήσονται προς Κύριον πάντα τα πέρατα της γης και προσκυνήσουσιν ενώπιόν σου πάσαι αι πατριαί των εθνών, ότι του Κυρίου η βασιλεία, και αυτός δεσπόζει των εθνών». Από τους στίχους αυτούς μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι δεν γίνεται λόγος περί κάποιου Εβραίου βασιλιά, ή εβραϊκού βασιλείου, αλλά περί τής Μεσσιανικής Βασιλείας. Αυτό αποδεικνύει και το ιστορικό γεγονός ότι ουδέποτε κάποιος Ιουδαίος βασιλιάς υπέταξε τόσα έθνη, και ουδέποτε τα όρια των κατεκτημένων περιοχών ήταν τόσο μεγάλα. Με αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται ότι οι λέξεις που προαναφέρθηκαν σχετίζονται μόνο με την υποταγή στον Ιησού Χριστό, τον Γιο του Θεού, για την οποία προείπε ο προφήτης Ησαΐας (Βλέπε Ησαϊας 52,15).

 

Σημειώσεις:


2. Η. Gunkel, Die Psalmen, Göttingen 1925, 5.

3. Βλέπε A. Rozdestvenskago, Lekcii po svjascenomu pisaniju vethago Zavjeta, S. Peterburg 1909, 214. Περί της λέξεως gõjim βλ. A. Hulst, 'am/gõj στο ThHW zum Alten Testament, Band 2., herausgegeben von Ernest Jehni, München 1976, 290 - 325. J. Mckenzie, The «people of the Land» in the O. T., Acten 24. Intern. Or. Kongr., Wiesbaden 1959, 206-208. G. Bertram K. L. Schmidt, έθνος, ThW II, 362-370.

 


Περιεχόμενα // Εισαγωγή // Κεφάλαιο 2ο


Δημιουργία αρχείου: 11-5-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 21-5-2015.

ΕΠΑΝΩ