Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Δογματικά

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι // Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας

Η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως το 843

Επειδή τον τελευταίο καιρό, έχουν προκύψει διάφορες περίεργες αμφισβητήσεις, που αφορούν αποφάσεις ή και ολόκληρες συνόδους της Εκκλησίας θεωρούμε πως είναι καλό να δούμε κάποια πράγματα, ώστε να διαλυθούν οι πλάνες.

1.     Συνοδικό σύστημα.[1]

Το συνοδικό σύστημα, είναι μια οργανική λειτουργία του σώματος της Εκκλησίας και απόρροια της ίδιας της φύσεως της, γι’ αυτό και ουδέποτε παραθεωρήθηκε ή ατόνησε στη ζωή της. Ο συνοδικός χαρακτήρας της Εκκλησίας βιωνόταν ως συνεχής κοινωνία των μελών μεταξύ τους και προς τη θεία κεφαλή της Εκκλησίας, ιδιαίτερα δε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εκδηλωνόταν δε πάντοτε στην κοινωνία των κατά τόπους εκκλησιών, η οποία εκφραζόταν κατά κανόνα με την κοινωνία του σώματος των επισκόπων. Οι επίσκοποι ή άλλοι απεσταλμένοι από μια τοπική Εκκλησία εξέφραζαν – οσάκις δεν παρέκλιναν της κανονικότητας – την πίστη, πράξη και συνείδηση του πληρώματος της τοπικής τους Εκκλησίας.

Υπό την έννοια αυτή της κοινωνίας, η έκφραση του συνοδικού χαρακτήρα της Εκκλησίας δεν πρέπει να περιοριστεί αυστηρώς και μόνο στον συγκεκριμένο τύπο των τοπικών συνόδων, οι οποίες συγκλήθηκαν εκτάκτως και για ορισμένο ζήτημα. Πρέπει να διευρυνθεί και σε κάθε πρωτοβουλία επισκόπων προς τις άλλες τοπικές εκκλησίες, κατά την οποία αυτοί ενεργούσαν ως κεφαλές των υπ’ αυτούς εκκλησιών για τη βεβαίωση, ενίσχυση ή και αποκατάσταση της κοινωνίας τους στην ορθή πίστη και στην αγάπη.

Συνεπώς, συνοδικός χαρακτήρας πρέπει να αναγνωριστεί και στο πλήθος των Επιστολών των επισκόπων κατά τους πρώτους αιώνες, εφ’ όσον με αυτές επιδιωκόταν η προβολή της συμφωνίας των κατά τόπους εκκλησιών στην αποστολική Ορθοδοξία.

Πολύ περισσότερο ο συνοδικός χαρακτήρας πρέπει να αναγνωριστεί και σε οποιαδήποτε περιορισμένη συνέλευση επισκόπων για την αντιμετώπιση σοβαρού εκκλησιαστικού ζητήματος, όπως λ.χ στη συνάντηση Ανικήτου Ρώμης και Πολυκάρπου Σμύρνης (155 μ.Χ) για το ζήτημα της διαφωνίας περί  τον εορτασμό του Πάσχα[2].

Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, η εκκλησιαστική συνείδηση (η οποία πάντοτε βασίζεται στην κοινή εμπειρία των Φωτισμένων / Θεούμενων) για γενικότερα προβλήματα πίστεως ή κανονικής τάξεως εκφράστηκε, όπως είδαμε, με την ενεργοποίηση του συνοδικού συστήματος σε τοπική διάσταση, καθ’ όσον ήταν αδύνατη από τα πράγματα η κοινή συνέλευση όλων των επισκόπων της ανά την οικουμένη Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική συνείδηση ενεργοποιούσε το συνοδικό σύστημα σε τοπική διάσταση για να αναδείξει τη συμφωνία όλων των ανά την οικουμένη τοπικών εκκλησιών στην ορθή βίωση της κοινής αποστολικής παραδόσεως. Η λειτουργία λοιπόν των τοπικών συνόδων αποτελούσε αυτονόητη υπέρβαση της τοπικότητας για την ανάδειξη της ‘ομονοίας της πίστεως’ όλων των ανά την οικουμένη τοπικών εκκλησιών και η σύγκληση της Α’ Οικουμενικής συνόδου φυσικά δεν συνιστούσε σε καμία περίπτωση μια καινοφανή θεσμική εκτροπή του συνοδικού συστήματος, η οποία επιβλήθηκε εκ των έξω στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά μια αυθεντική έκφραση της συνοδικής της συνειδήσεως, γι’ αυτό και δεν εξέπληξε κανέναν.

Συνεπώς, η τοπική εφαρμογή του συνοδικού ζητήματος λειτουργεί ή πρέπει να λειτουργεί πάντοτε κατ’ αναφορά προς την οικουμενική έκφραση της συνοδικής συνειδήσεως, όπως και η λειτουργία της Οικουμενικής συνόδου εμπεριέχει την τοπική αναφορά της αυθεντίας της. Η τοπική δηλαδή σύνοδος αναδεικνύει την οικουμενικότητα κάθε τοπικής παράδοσης, ενώ η Οικουμενική σύνοδος βεβαιώνει την αυθεντική σχέση όλων των τοπικών παραδόσεων προς την κοινή αποστολική παράδοση και πίστη της Εκκλησίας.

Έχοντας υπόψη μας τα παραπάνω, είναι σαφές πως ο Πατριάρχης Κων/πόλεως περιβάλλεται μόνιμα από την «ενδημούσα σύνοδο», στην οποία μετέχουν οι μητροπολίτες και αρχιεπίσκοποι που βρίσκονται σε μια δεδομένη στιγμή στην Κωνσταντινούπολη[3].

 

2.     Η σύνοδος του 843.

Στις 11 Μαρτίου 843, συνεκλήθη μία τοπική σύνοδος, μη Οικουμενική, αλλά ενδημούσα, δηλαδή αποτελούμενη από ενδημούντες την περίοδο αυτή Μητροπολίτες – επισκόπους, στη Κωνσταντινούπολη. Συνεκλήθη δε, από τον εικονόφιλο πατριάρχη Μεθόδιο (843-847) κατόπιν προσκλήσεως της Θεοδώρας. Η σύνοδος καταδίκασε τον Ιωάννη Γραμματικό και τους ηγέτες των εικονομάχων επισκόπους και πρεσβυτέρους, επικύρωσε δε τις αποφάσεις των επτά Οικουμενικών συνόδων, δηλαδή και της Ζ’ Οικουμενικής συνόδου, και αναστήλωσε θριαμβευτικά τις ιερές εικόνες.

Η σύνοδος, εξέδωσε ένα κείμενο που ονομάστηκε «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας», το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως «Συνοδικόν της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου».

 Ο τελικός θρίαμβος της Ορθοδοξίας εναντίον της εικονομαχίας καθιερώθηκε να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, η οποία χαρακτηρίστηκε Κυριακή της Ορθοδοξίας.

 

3.     «Σκοτεινά σημεία».

·        Ποιος συνεκάλεσε την σύνοδο. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, την σύνοδο την συνεκάλεσε η Θεοδώρα [4], ενώ κατά άλλους ο Πατριάρχης Μεθόδιος[5]. Το θέμα βέβαια για έναν θεολόγο και όχι για απλά έναν ιστορικό είναι πολύ απλό. Η σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων αναμφισβήτητα είναι έργο των επιμέρους εκκλησιών, μιας και οι σύνοδοι όπως τονίσαμε παραπάνω είναι εκφράσεις της εκκλησιαστικής συνείδησης. Βέβαια σε αρκετές περιπτώσεις – ιδιαίτερα τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού – ο αυτοκράτορας ως εντολοδόχος κατά κάποιο τρόπο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και ως το πιο επίσημο μέλος της Εκκλησίας και ως ο άμεσα ενδιαφερόμενος για την διαφύλαξη της ενότητας της Εκκλησίας και της τάξεως μέσα στην αυτοκρατορία, παρείχε την άδεια και παραχωρούσε τα μέσα για τη σύγκληση της συνόδου[6]. Προς επίρρωση των παραπάνω αρκεί να αναφέρουμε το παράδειγμα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όπου τυπικά ο αυτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος αποστέλλει προσκλήσεις στους επισκόπους, αλλά σύμφωνα με τις πηγές η «μεγάλη και ιερατική σύνοδος»[7], ήδη είχε προαναγγελθεί στις τοπικές συνόδους Αλεξανδρείας (324) και Αντιοχείας (325).

Οπότε και στην περίπτωση της συνόδου του 843, ναι μεν τυπικά μπορεί να παρείχε τα μέσα η Θεοδώρα, ή να ενδιαφέρθηκε προσωπικά πάρα πολύ έντονα, στην ουσία όμως ήταν καθαρά θέμα της Εκκλησίας.

·        Συγκρότηση συνόδου – απουσία πρακτικών. Προβάλλεται από ορισμένους πως επρόκειτο για «κάποιου είδους οικογενειακό συμβούλιο»[8], και όχι φυσικά για σύνοδο επισκόπων. Πόσο μάλλον όταν λείπουν παντελώς τα πρακτικά μιας τόσο σημαντικής συνόδου, ενώ υπάρχουν τα πρακτικά συνόδων που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, όπως λ.χ  της συνόδου της Ιέρειας το 754, τα πρακτικά της οποίας διατάχτηκε από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο να καταστραφούν. Μπορεί άραγε να στηριχθεί μια τέτοια άποψη; Δηλαδή, ότι η σύνοδος του 843 είναι απλά ανύπαρκτη λόγω έλλειψης πρακτικών ή «οικογενειακό συμβούλιο» λόγω  έλλειψης πληροφόρησης για την συγκρότηση της συνόδου αυτής; Υπάρχει άραγε ανάλογο προηγούμενο στην εκκλησιαστική ιστορία; Είναι τόσο «σκοτεινή» αυτή η σύνοδος;

Αν σκύψουμε λίγο στις πηγές, θα δούμε πως επίσημα πρακτικά δεν τηρήθηκαν ΟΥΤΕ στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο! Πρακτικά δεν τηρήθηκαν ούτε στις μεγάλες συνόδους Αλεξανδρείας (324) και Αντιοχείας (325). Μάλιστα, η μη τήρηση πρακτικών επιβεβαιώνεται από πάρα πολλές πηγές, πρόχειρα δε να αναφέρουμε τη μαρτυρία ενός επισκόπου που πρωτοστάτησε στη σύνοδο ως διάκονος τότε, του Μ. Αθανασίου. Στην  επιστολή του προς τους επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης (κεφ 13) δηλώνει: «εγώ δε και μόνον γράφων εκάθαιρον εμαυτόν, ενθυμούμενος τα κατά τούτων και κρατών την της ευσεβείας διάνοιαν». Στο δε έργο του «Περί της εν Νικαία συνόδου» λέει: «τατα μεν ως ηδυνήθην, απομνημονεύσας τα εν τη συνόδω τότε πραχθέντα, δεδήλωκα».

Αν είχαν τηρηθεί πρακτικά, θα τα είχε πρώτος στη διάθεση του ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, τον οποίο ενδιέφερε σοβαρά το όλο ζήτημα, και δεν θα ήταν βεβαίως αναγκαία η δοκιμασία της μνήμης του Μ. Αθανασίου.

Ακόμη μια τρανταχτή απόδειξη της μη ύπαρξης πρακτικών της ίσως σημαντικότερης συνόδου της Εκκλησίας, είναι το ζήτημα της συγκρότησης της συνόδου. Πόσοι έλαβαν μέρος και ποιοι, είναι άγνωστο. Ο πρόεδρος της συνόδου, επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, αναφέρει τον αριθμό των 270 περίπου επισκόπων «διακοσίων μη τι γε και εβδομήκοντα τον αριθμόν ομόσε συναχθέντων», αλλά σχετικοποιεί την πληροφορία αυτή με το περιορισμένο ενδιαφέρον του για τον αριθμό των μελών: «το γαρ σαφές δια τον της πολυανδρίας όχλον ούχ οίος τέ ειμι γράφειν, επειδή μη πάντη τοτο περισπούδαστον ανίχνευον»[9]. Ο Μ. Κωνσταντίνος στην επιστολή του προς την εκκλησία της Αλεξάνδρειας για την κοινοποίηση των συνοδικών αποφάσεων αναφέρει ότι «τριακοσίων γον και πλειόνων επισκόπων επί σωφροσύνη τε και αγχίνοια θαυμαζομένων μίαν και την αυτήν πίστιν…είναι βεβαιούντων. Ο γαρ τος τριακοσίοις ομο ήρεσεν επισκόποις, ουδέν εστιν έτερον ή το Θεό γνώμη»[10].

Ο Μ. Αθανάσιος παραδίδει διάφορους αριθμούς μελών της συνόδου σε διάφορα έργα του, όπως ότι οι επίσκοποι «ήσαν πλέον ή έλαττον τριακόσιοι»[11], ή «εγγύς που τριακόσιοι»[12] ή και 318 «τριακοσίων  δέκα και οκτώ συνελθόντων επισκόπων»[13].

Τελικώς καθιερώθηκε ως αριθμός των μελών της συνόδου ο αριθμός 318 κατά τυπολογική αντιστοιχία προς τους 318 οικογενείς του Αβραάμ, με τους οποίους κατορθώθηκε η νίκη εναντίον των πολεμίων[14].

Στην σύνοδο τώρα του 843 τι έχουμε; Πρακτικά δεν σώθηκαν. Επ' αυτού γράφει ο Ostrogorsky:

"Μετά την αποκατάσταση των εικόνων το 843, διαβάζεται κάθε χρόνο στην ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία την πρώτη Κυριακή των Νηστειών το «Συνοδικόν». Το αρχαιότερο τμήμα του κειμένου αυτού περιέχει τους τελικούς όρους σχετικά με τις εικόνες, υποκαθιστώντας σε ένα βαθμό τα χαμένα Πρακτικά της συνόδου του 843. Το Συνοδικό συμπληρώθηκε κατά τη διάρκεια των κατοπινών αιώνων με αποφάσεις και για τις άλλες θρησκευτικές διαμάχες και έτσι αποτελεί μια σπουδαία πηγή για την πνευματική ζωή του Βυζαντίου από τον ένατο ως τον δέκατο αιώνα"[15].

Το Συνοδικό μαρτυρείται ιστορικά ήδη από το 899, στο «Κλητορολόγιο[16] του Φιλοθέου»,  ενός παλατιανού αξιωματούχου, πρωτοσπαθάριου του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού (886-912), και έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της λειτουργικής ζωής.[17]

Όσον αφορά δε τη σύνθεση της συνόδου, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Κωνσταντίνου του Ζ’  του Πορφυρογέννητου (913 – 959), για την ακριβή αναπαράσταση του τι συνέβη στις 11 Μαρτίου του 843. «Το Σάββατο το βράδι, πάει ο Πατριάρχης στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου των Βλαχερνών. Και μαζί με αυτόν, είναι οι μητροπολίτες, αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι που τυγχάνει να είναι στην Πόλη εκείνη την ημέρα, όπως επίσης και ο κλήρος της Μεγάλης Εκκλησίας και των εκτός της Πόλης Εκκλησιών»[18].

Βλέπουμε λοιπόν, πως η Εκκλησία δεν αποδέχθηκε την αυθαίρετη επιβολή των απόψεων του εκάστοτε αιρετικού αυτοκράτορα, και αγωνίστηκε για την επικράτηση της αλήθειας. Αυτός ο αγώνας, είχε ως αποτέλεσμα να καμφθεί η αντίσταση των εικονομάχων.

Η σύνοδος του 843 απλά επικύρωσε την εδραιωμένη με τους αγώνες εκκλησιαστική συνείδηση. Δεν εισήγαγε κάτι νέο στη διδασκαλία της Εκκλησίας, απλά επανέλαβε και επαναδιατύπωσε τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Αν χαρακτηρίζαμε «ύποπτη και σκοτεινή» την σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 843, θα έπρεπε ίσως να επανεξετάσουμε όλες μας τις Οικουμενικές Συνόδους. Η εκκλησιαστική όμως συνείδηση ΠΟΤΕ δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο. Το 843, η νίκη της Εκκλησίας είχε ήδη συντελεστεί.

 


Σημειώσεις:


[1] Φειδάς Βλάσιος, ‘Εκκλησιαστική ιστορία Α’, σελ. 418-420

[2] Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία, V, 24, 16-17.

[3] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., σελ. 175.

[4] Runciman Steven, 'Η Βυζαντινή Θεοκρατία', σελ. 93-94, Vasiliev Α.Α., 'Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας', τόμ. Α', σελ. 356-357.

[5] Φειδάς Βλάσιος, ‘Εκκλησιαστική ιστορία Α’, σελ. 798.

[6] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, 'Κανονικόν Δίκαιον', έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 181.

[7] Συνοδική απόφαση συνόδου Αντιοχείας, Φειδάς Βλάσιος, ‘Εκκλησιαστική ιστορία Α’, σελ. 418.

[8] F. Dvorik.

[9] Θεοδωρήτου, ‘Εκκλ. Ιστορία’, Ι, 7.

[10] Μ. Αθανασίου, ‘Περί της εν Νικαία συνόδου’, 38.

[11] Μ. Αθανασίου, ‘Περί της εν Νικαία συνόδου’, 3, ‘Προς Μοναχούς’, 66.

[12] Μ. Αθανασίου, ‘Περί της εν Νικαία συνόδου’, 37

[13] Μ. Αθανασίου, ‘Προς τους εν Αφρική επισκόπους’,2

[14] Γένεσις, 14,14.

[15] Ostrοgorsky Georg, 'Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους', τόμ. Β', σελ. 87

[16] Συλλογή των εθιμοτυπικών κανόνων του πρωτοκόλλου στο Παλάτι τού Βυζαντίου.

[17] J. M. Hussey, ‘The Orthodox Church in the Byzantine Empire’, Clarendon Press, 1990, σελ. 62-65.

[18] Κωνσταντίνου Ζτου Πορφυρογέννητου, ‘De Ceremoniis Aulae Byzantinae’

 

Το άρθρο αυτό είναι μια συλλογική εργασία πολλών μελών της διαδικτυακής ομάδας των Απολογητών

Δημιουργία αρχείου: 23-5-2007.

Τελευταία ενημέρωση: 23-5-2007.

ΕΠΑΝΩ