|
Κεφάλαιο 2ο // Περιεχόμενα // Kεφάλαιο 4ο
Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής Α΄ ΠΕΡΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΩΝ 3. Η σχέση Δογμάτων και Αγίας Γραφής Τού σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα
|
Η σχέση δογμάτων και Γραφής είναι σχέση ερμηνευτική. Το πρόβλημα, όπως τέθηκε από τους Δυτικούς θεολόγους μετά τη Μεταρρύθμιση, αν δηλαδή έχουμε μία ή δύο "πηγές θείας αποκαλύψεως", όπως ονομάστηκαν, εκφράζει το συγκεκριμένο προβληματισμό μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Διαμαρτυρομένων, λόγω τού ότι οι τελευταίοι είχαν απορρίψει την αυθεντία τής Παραδόσεως τής Εκκλησίας και εισήγαγαν την αρχή "sola scriptura".
Στην Ορθόδοξη Θεολογία εισήχθη το πρόβλημα δια μέσου τών λεγομένων "Ορθοδόξων Ομολογιών" τού ΙΖ΄ αιώνος (πρβλ. προηγούμενα). Έτσι ανάλογα με την απόκλιση τής "ομολογίας" (Μογίλα = Ρωμαιοκαθολικισμός, Κύριλλος Λούκαρις = Καλβινισμός κλπ), δόθηκε και δίδεται ακόμα η απάντηση από τους Ορθοδόξους. Στον προβληματισμό αυτό οδηγήθηκε η Δύση κυρίως για δύο λόγους που δεν ισχύουν στην Ορθοδοξία: 1. Έλλειπε στη Δύση το στοιχείο ότι η αποκάλυψη είναι πάντοτε προσωπική και ποτέ λογική ή διανοητική. Ο Θεός αποκαλύπτεται στον Αβραάμ, στο Μωυσή, στον Παύλο, στους Πατέρες, κλπ. Συνεπώς δεν τίθεται ποτέ το ζήτημα νέας αποκαλύψεως ή προσθήκης στην αποκάλυψη ή ακόμα αυξήσεως τής Αποκαλύψεως, όπως έχει τεθεί στη Δύση (πρβλ. Νewman) και έχει λεχθεί ακόμη και από Ορθοδόξους θεολόγους. 2. Είχε επικρατήσει στη Δύση μια αντικειμενοποίηση τών Γραφών και τής Εκκλησίας, έτσι ώστε να γίνεται λόγος περί "ταμείων" τής αληθείας. Αλλά στην Ορθόδοξη παράδοση τόσο η Γραφή όσο και η Εκκλησία αποτελούν μαρτυρίες τρόπου βιώσεως τής αληθείας και όχι "εγκεφάλους" που συλλαμβάνουν, καταγράφουν και μεταδίδουν αλήθειες. Και τούτο γιατί η αλήθεια στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν είναι ζήτημα αντικειμενικών λογικών προτάσεων, αλλά στάσεως και σχέσεων (προσωπικών) μεταξύ Θεού, ανθρώπου και κόσμου. (π.χ. δεν γνωρίζω την αλήθεια όταν ξέρω διανοητικά και αποδέχομαι τελικά ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, αλλά όταν εμπλέκομαι ο ίδιος υπαρξιακά στην Τριαδική ύπαρξη τού Θεού μέσω τής οποίας νοηματίζεται ολόκληρη η ύπαρξη, η δική μου και τού κόσμου. Έτσι μια απλή γυναίκα που είναι σωστό μέλος τής Εκκλησίας, "γνωρίζει" το δόγμα τής Τριάδος. Το ίδιο ισχύει για τη Χριστολογία κλπ). Περισσότερα για το θέμα αυτό στα περί Γνωσιολογίας αργότερα. Συνεπώς, αν η Αποκάλυψη τού Θεού είναι θέμα προσωπικής εμπειρίας και ευρύτερης εμπλοκής τού ανθρώπου σε ένα πλέγμα σχέσεων με το Θεό, τους άλλους και τον κόσμο, που χύνει νέο φως στην όλη ύπαρξη, τότε η Γραφή που μαρτυρεί γι' αυτή την Αποκάλυψη είναι τόσο πλήρης από την άποψη τού περιεχομένου τής Αποκαλύψεως όσο και κάθε άλλη μορφή τέτοιας Αποκαλύψεως μετά τη συγκρότηση τού κανόνος τής Βίβλου. Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθούν αμέσως οι εξής διευκρινήσεις: Αν και σε όλες τις περιπτώσεις τέτοιων προσωπικών και υπαρξιακών αποκαλύψεων πρόκειται για αποκαλύψεις τού ενός και τού αυτού Θεού, οι τρόποι τών αποκαλύψεων αυτών διαφέρουν. Π.χ. στο όρος Σινά έχουμε αποκάλυψη στο Μωυσή τού ίδιου τού Θεού που μας αποκαλύπτεται στο Χριστό, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Στο Χριστό έχουμε τη δυνατότητα όχι απλώς να βλέπουμε ή να ακούμε το Θεό, αλλά να τον εγγίζουμε, να τον ψηλαφούμε, να Τον κοινωνούμε σωματικά. "Ό ην απ' αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν". (Α΄ Ιωάνου 1/α΄ 1). Οι θεοφάνειες τής Παλαιάς Διαθήκης, συνεπώς και εκείνες τής Καινής Διαθήκης, ενώ έχουν το ίδιο περιεχόμενο δεν έχουν τον ίδιο τρόπο αποκαλύψεως. Και επειδή, όπως είπαμε, η Αποκάλυψη δεν είναι θέμα αντικειμενικής γνώσεως αλλά προσωπικής σχέσεως, ο τρόπος τής Αποκαλύψεως έχει καίρια σημασία, γιατί εισάγει νέες σχέσεις, δηλαδή νέους τρόπους υπάρξεως. (Το θέμα τής σχέσεως Παλαιάς και Καινής Διαθήκης είναι ιστορικά πολύ παλιό στην Πατερική Θεολογία και λύθηκε με τη Θεολογία κυρίως τού αγίου Ειρηναίου, που διόρθωσε σημαντικά την περί Λόγου διδασκαλία τού Ιουστίνου και αργότερα διατυπώθηκε άριστα από τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή με την αρχή που έθεσε: τα τής Παλαιάς Διαθήκης είναι σκιά, τα τής Καινής διαθήκης εικών, τα τής μελλούσης καταστάσεως αλήθεια). Συνεπώς, στο πρόσωπο του Χριστού έχουμε ένα μοναδικό τρόπο αποκαλύψεως που χαρακτηρίζεται από κοινωνία των αισθήσεων (οράσεως, αφής, γεύσεως κλπ σύμφωνα και με το χωρίο Α΄ Ιωάννου 1/α΄ 1 που είδαμε: «και αι χείρες ημών εψηλάφησαν»), και όχι απλώς με του νου ή της καρδιάς. Γι’ αυτό και ο τρόπος αυτός κρίθηκε από τους Πατέρες ως ο ύψιστος και πληρέστερος τρόπος. Τίποτε ανώτερο από τη Χριστοφάνεια δεν μπορεί να αποκαλύψει το Θεό: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Έτσι η Καινή Διαθήκη που καταγράφει την εμπειρία των ανθρώπων που είχαν αυτή τη σαρκική κοινωνία με το Θεό ( «ό εωράκαμεν και αι χείρες εψηλάφησαν» ) νοηματίζει τόσο τις Θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης όσο και εκείνες μετά τη Βίβλο. Οι Πατέρες μάλιστα όπως ο Ειρηναίος κ.ά. ισχυρίζονται ότι μετά τη Σάρκωση του Λόγου έχουμε πληρέστερη και νεώτερη μορφή αποκαλύψεως από εκείνη της Παλαιάς Διαθήκης. Την ανωτερότητα αυτή όσο μεν αφορά τους Μαθητές του Κυρίου την αποδίδουν στην αισθητή και σαρκική αναστροφή τους μαζί Του, όσο δε αφορά στην μετέπειτα Εκκλησία, στα Μυστήρια και μάλιστα στη Θεία Ευχαριστία, που διατηρεί αυτή τη σαρκική κοινωνία (βλ. Ιγνάτιο, Κύριλλο Ιεροσολ., Κύριλλο Αλεξ. κλπ). Όποιος μετέχει επάξια στη Θεία Ευχαριστία «βλέπει» το Θεό καλύτερα από το Μωυσή. Έτσι όλη η ζωή της Εκκλησίας αντλεί την αποκάλυψη του Θεού από το γεγονός του ιστορικού Χριστού, όπως καταγράφεται στην Κ.Δ. Γι’ αυτό η Κ.Δ. έχει την έννοια του κατ’ εξοχήν και πρωταρχικού δόγματος, έναντι του οποίου όλοι οι άλλοι τρόποι αποκαλύψεως (περιλαμβανομένης της Π.Δ. και των μετέπειτα δογμάτων) αποτελούν ερμηνείες του με τη βαθύτερη υπαρξιακή έννοια της ερμηνείας που δώσαμε πιο πάνω, ήτοι τρόπους εμπειρίας της υπάρξεως ως νέας σχέσεως Θεό, ανθρώπου και κόσμου. Συμπέρασμα: ούτε η ερμηνεία της Π.Δ. ούτε η των δογμάτων μπορεί να παρακάμψει το γεγονός και το πρόσωπο του Χριστού, γιατί αυτό θα σήμαινε την εισαγωγή ενός νέου τρόπου αποκαλύψεως, πληρέστερου και ανώτερου εκείνου του Χριστού. Από αυτό βγαίνουν πολλά επί μέρους συμπεράσματα, αλλά σημειώνω τα εξής: Α. Η Θεία Ευχαριστία ως η κατ’ εξοχήν αισθητή κοινωνία (και συνεπώς γνώση) του Θεού, παραμένει πάντοτε η υψίστη και τελειοτέρα μορφή αποκαλύψεως του Θεού στην προσωπική, υπαρξιακή της έννοια («και αι χείρες ημών εψηλάφησαν»). Β. Η θέα του Θεού (κάθε μορφής Θεοπτία), είτε δια των αγίων εικόνων είτε δια της ασκητικής εμπειρίας, είναι θέα του ακτίστου φωτός πάντοτε με τη μορφή που αυτό αποκαλύπτεται εν Χριστώ και όχι ανεξάρτητα από αυτό, είναι δηλαδή στην ουσία Χριστοφάνειες. (Αυτό πρέπει να τονισθεί για αποφυγή παρεξηγήσεων που δυστυχώς αρχίζουν να πληθαίνουν). Ως απόδειξη αρκεί να αναφερθεί ως προς μεν τις εικόνες η όλη επιχειρηματολογία των αγίων Ιωάννου του Δαμασκηνού, Θοδώρου Στουδίτου κλπ. Εικονοφίλων, ότι η ενσάρκωση είναι αυτή που επιβάλλει την προσκύνηση των εικόνων ως μορφών αποκαλύψεως του Θεού, ως προς δε την εμπειρία του ακτίστου φωτός, το ότι το φως αυτό εννοείτο από τους ιερούς Ησυχαστάς ως το θαβώρειο φως, δηλαδή ως μετοχή στο φως που έλαμψε από το ιστορικό σώμα του Χριστού. Επιστρέφοντας στη σχέση Γραφής – δογμάτων, σημειώνουμε λοιπόν, ότι κάθε δόγμα, σε οτιδήποτε και αν αφορά (ακόμα και το θέμα της Αγίας Τριάδος), είναι στην ουσία υπόμνημα στο γεγονός του Χριστού μέσω του οποίου αποκαλύπτεται ο Θεός ως βιωματική υπαρξιακή σχέση δηλαδή αλήθεια. (Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ενώ θεμελίωσε την Τριαδική θεολογία, το έκανε αυτό με αφορμή και βάση την αλήθεια περί του Προσώπου του Χριστού – το ίδιο και όλες οι μετέπειτα Οικουμενικές Σύνοδοι, έστω και αν ασχολήθηκαν με όλα τα θέματα). Αυτό σημαίνει ότι η Αποστολική εμπειρία που καταγράφεται στη Βίβλο αποτελεί το πρώτο δόγμα, το οποίο ερμηνεύουν τα άλλα δόγματα. Δεν μπορεί συνεπώς, κανένα δόγμα να προσκρούει σ’ αυτή την εμπειρία, αλλά να την ερμηνεύει μόνο. Η αποστολική εμπειρία και παράδοση είναι αποφασιστικής σημασίας για το δόγμα. Έτσι έχουμε μια συνέχεια των δογμάτων, μια αλληλουχία των δογμάτων, που μοιάζουν σαν εικόνες του Χριστού ζωγραφισμένες από διάφορους ανθρώπους κατά διάφορες εποχές και με τα μέσα που κάθε εποχή διαθέτει. Η αλληλουχία αυτή είναι αφ’ ενός εξωτερική (= πιστότητα στην προηγούμενη παράδοση και τελικά στη Βίβλο), αφ’ ετέρου εσωτερική (= διάσωση της ίδιας υπαρξιακής σχέσεως Θεού, ανθρώπου και κόσμου, που πραγματώθηκε και αποκαλύφθηκε στο Χριστό). |
Κεφάλαιο 2ο // Περιεχόμενα // Kεφάλαιο 4ο
Δημιουργία αρχείου: Πριν από 21-5-2002.
Τελευταία μορφοποίηση: 28-2-2018.