Γνώση Κεφ. 4ο μέρος 1ο // Περιεχόμενα // Περί πίστεως μέρος 1ο
Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής Ορισμός, Πηγές, Περιεχόμενο και Μέθοδος τής Δογματικής, Γνώση, Πίστη, Θεολογία, Χριστολογία και Εκκλησιολογία Τού σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα
Β΄ ΠΕΡΙ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΩΣ I. Περί γνώσεως 4. Γνώση εν προσώπω 2ο μέρος: Το στοιχείο της αγάπης |
Ένα άλλο στοιχείο βασικό είναι το στοιχείο της αγάπης. Εδώ πάλι δεν πρόκειται για συναίσθημα. Πρέπει μερικές λέξεις διαρκώς να τις επεξηγούμε. Ούτε πρόκειται για μια σχέση η οποία προέρχεται από αναγκαστικότητα, χωρίς ελευθερία. Και προσέξτε, διότι είναι τόσο βαθύ αυτό, ώστε μας ξεφεύγει. Αναγκαστικότητα περιέχουν όλες οι σχέσεις οι οποίες υπαγορεύονται από νόμους, όπως είναι και οι βιολογικοί νόμοι. Ή οι αισθητικοί νόμοι για τον Πλάτωνα, κυρίως για τους αρχαίους Έλληνες, ο έρως ήταν βασικό πράγμα. Τα αναλύει πολύ ωραία αυτά ο Συκουτρής, να διαβάσετε οπωσδήποτε όταν θα έχετε καιρό το Συμπόσιο, την Εισαγωγή του. Κάνει διάκριση μεταξύ αγάπης Χριστιανικής και έρωτος Πλατωνικού. Και αποδεικνύει ότι στον Παλατωνικό έρωτα, η έλξη του καλού, που σημαίνει του ωραίου, είναι ακαταμάχητη. Δεν μπορείς το καλό να μην το αγαπάς, να μην σε έλκει το καλό. Επομένως έχουμε μία αισθητική αναγκαιότητα, που επικρατούσε στον αρχαίο Ελληνισμό. Επίσης μπορεί να έχεις μίαν ηθική αναγκαιότητα. Έναν καλό άνθρωπο δεν μπορεί παρά να τον αγαπάς. Ή μία βιολογική αναγκαιότητα. Όπου υπάρχει αναγκαιότης δεν πρόκειται για αυτό που λέμε εδώ «αγάπη». Και πώς θα αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει αναγκαιότης ή ότι υπάρχει; Πώς θα αποδειχθεί ότι δεν έχω σε μία περίπτωση αυτή την αναγκαιότητα; Όταν είναι δυνατόν να αντιστρέψεις τους όρους, και εδώ είναι που το Ευαγγέλιο ακριβώς έφερε τη μεγάλη επανάσταση. Και λέγει σε μια υποσημείωσή του ο Συκουτρής, η μεγάλη επανάσταση είναι αυτή: Εάν ο Σατανάς ρωτούσε το Θεό: «γιατί αγαπάς τους ανθρώπους, πες μου ένα λόγο, αφού οι άνθρωποι είναι έτσι κι έτσι… βλέπεις τα χάλια τους», θα τον έφερνε λέει σε δύσκολη θέση. Πού να βρεις λόγο να αιτιολογήσεις μια τέτοια αγάπη; Πού να βρεις λόγο να αιτιολογήσεις την αγάπη προς τον αμαρτωλό; Που τα πάντα μα τα πάντα δείχνουν ότι αξίζει για περιφρόνηση όχι για αγάπη. Ακριβώς τότε αποδεικνύεις ότι αγαπάς ελεύθερα. Και δεν αγαπάς διότι πρέπει ν’ αγαπήσεις, αγαπάς διότι ελεύθερα θέλεις ν’ αγαπήσεις. Λοιπόν όλα αυτά τα λέω για να πω, ότι όταν μιλάμε για γνώση που περιέχει την αγάπη, πρέπει να περιέχει και την ελευθερία. Και επομένως μιλάμε για μια αγάπη, η οποία δεν προέρχεται από τέτοιου είδους αναγκαιότητες, οποιασδήποτε μορφής και της πιο λεπτής και της πιο πνευματικής, όπως θα λέγαμε ή ηθικής. Ο Θεός αγαπά ακριβώς κατ’ αυτό τον τρόπο, και αυτό είναι που αποκαλύπτει ο Χριστός. Αποκαλύπτει μιαν Αγάπη του Θεού ελεύθερη σε τέτοιο σημείο που δεν δεσμεύεται από την αμαρτωλότητα του ανθρώπου. Εάν βγάλετε από το Ευαγγέλιο την αγάπη προς τον αμαρτωλό, πέφτει ολόκληρη η ελευθερία της αγάπης του Θεού. Γιατί το ν’ αγαπάς τον δίκαιο και τον καλό είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Το ν’ αγαπάς όμως τον αμαρτωλό και να πεθαίνεις για τον αμαρτωλό, όπως κάνει ο Χριστός, αυτό είναι πια τρέλα, ανοησία, ελευθερία όμως. Το τρίτο στοιχείο που έχει η αγάπη, για την οποία μιλούμε ως γνωστικό μέσο – και προσέξτε, σιγά σιγά φθάνουμε, στο καίριο σημείο – είναι ότι μόνο μέσω ενός πλέγματος σχέσεων μπορείς να γνωρίσεις το Θεό. Εάν δεν υπάρχει αγαπητική σχέση, εάν δεν υπάρχει αγάπη δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς το Θεό. Και εδώ φθάνουμε τώρα σε ένα σημείο θα έλεγα οφθαλμοφανέστατο στην Καινή Διαθήκη: Θα μπορούσαμε να δούμε μερικά χωρία που λένε αυτό το περίεργο, αν και τόσο απλό, ότι εάν δεν αγαπά κανείς, δεν γνωρίζει το Θεό. Ο Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους, η οποία, όπως σας είπα κι άλλη φορά, ασχολείται με το θέμα της γνώσεως και είναι ακριβώς εκπεφρασμένη αυτή η θεματολογία του, καταλήγει, καυχώνται πολλοί ότι έχουν γνώση! Και βέβαια πρέπει να δούμε τώρα τι θα πει να έχεις γνώση. Λέγει ο Παύλος στο κεφ. 8/η΄: «η γνώσις φυσιοί η δε αγάπη οικοδομεί». Και λέει εκεί τη φράση: «ει δε τις δοκεί ειδέναι τι ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι. Ει δε τις αγαπά τον Θεόν ούτος έγνωσται υπ’ αυτού» (Α΄ Κορ. 8/η΄ 2 – 4). Προσέξτε αυτό το χωρίο, το οποίο είναι καθαρά γνωσιολογία. «Ει δε τις δοκεί ειδέναι… ουδέν έγνωκε». Πλήρης απουσία γνώσεως. Μετά φθάνει στο σημείο: «Ει δε τις αγαπά τον Θεόν, ούτος έγνωσται υπ’ αυτού». Και στην κριτική έκδοση θα βλέπατε ότι πολλά χειρόγραφα παραλείπουν τη λέξη «τον Θεόν» και είναι ίσως και τα αρχαιότερα. Οπότε φαίνεται μετά καθαρά «ει τις αγαπά, ούτος έγνωσται υπό του Θεού». Δηλαδή η αγάπη είναι προϋπόθεση. Το δε «έγνωσται υπό του Θεού» σημαίνει ότι βασικά, (όπως το λέει αλλού ο Παύλος στην προς Γαλάτας, «γνώντες δε Θεόν» αμέσως όμως διορθώνει τον εαυτόν του και λέγει «μάλλον δε γνωσθέντες υπό Θεού»). Ότι δεν μπορείς να γνωρίσεις το Θεό, εάν δεν γνωσθείς από τον Θεό, διότι δεν έχουμε την ελευθερία, δεν μπορούμε ως κτίσματα να έχουμε την ελευθερία της γνώσεως που έχει ο άκτιστος Θεός. Λοιπόν ο Θεός πρώτος μας γνωρίζει, μας αποκαλύπτει τον εαυτό του αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, εάν δεν υπάρχει ως προϋπόθεση η αγάπη. Εάν ο άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει, δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό. Και όταν πάμε στην Α΄ Ιωάννου, εκεί πλέον είναι σαφές. Λέει εκεί: «ο μη αγαπών, ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εσίν». (Α΄ Ιωάννου 4/δ΄ 8). Το «ο δε μη αγαπών» έχει μια ειδική σημασία στο κεφάλαιο εκείνο, στην επιστολή αυτή. Σημαίνει τις σχέσεις της κοινότητος, της εκκλησίας. Πρέπει να υπάρχει, να ανήκει κανείς στο πλέγμα αυτών των σχέσεων μέσα στην Εκκλησία. Θα δούμε τι σημασία έχει πλέον η Εκκλησιολογία για τη γνωσιολογία. Πάντως στην Ιωάννη εκεί, είναι σαφές αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που επίσης θα πρέπει να το προσέξουμε. Ευθύς αμέσως που λέει όλα αυτά, τα υπόλοιπα επεξηγούν το τι σημαίνει ότι ο Θεός είναι αγάπη, πράγμα που το έχουμε πολλές φορές παρεξηγήσει. «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού». «ότι ο Θεός αγάπη εστί» διότι «τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκε». Η αγάπη του Θεού δεν είναι ένα συναίσθημα του Θεού, ούτε είναι απόρροια της φύσεως του Θεού, όπως λέμε μερικές φορές ότι «κατά φύσιν αγαπά ο Θεός». Και οι Πατέρες ήταν πάρα πολύ προσεκτικοί και τα ανήρεσαν αυτά. Διότι και οι αρχαίοι Έλληνες και ο Πλάτων έλεγε ότι ο Θεός είναι και αγάπη και εκχυλίζει αγάπη από τη φύση Του. Και το αρνείται ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, το κτυπάει αυτό, διότι δημιουργήθηκαν προβλήματα με τον Ευνόμιο, όπως θα ξέρετε. Κτυπάει ακριβώς αυτήν την ιδέα του Πλάτωνος. Ονομάζει τον «Έλληνα φιλόσοφο» όπως λέγει και τονίζει ότι για μας δεν είναι «έκχυσις κρατήρος» η αγάπη του Θεού. Δεν βγαίνει από τη φύση Του. Η αγάπη του Θεού συνίσταται στο ότι είναι Πατήρ και έχει έναν Υιόν, αυτό που σας έλεγα προηγουμένως. Και αυτόν τον Υιόν «έδωκε ημίν». Η αγάπη του Πατρός είναι ο Υιός, δηλαδή ένα πρόσωπο, μια σχέση προσωπική, η οποία και προσφέρεται πλέον και σε μας ως τρόπος γνώσεως του Θεού. Λοιπόν, το συμπέρασμα είναι ότι η γνώση προέρχεται μόνο από μια αγαπητική σχέση, την οποία ο Θεός ο ίδιος ξεκινά και προσφέρει. Διότι εμείς δεν μπορούμε ν’ αρχίσουμε αυτή τη σχέση, εν ελευθερία. Και εδώ είναι ένα τεράστιο φιλοσοφικό πρόβλημα, γιατί εμείς ως δημιουργήματα δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ελεύθερα τίποτα. Διότι όλα μας είναι δεδομένα. Αυτό θα πει να είσαι δημιούργημα, να είσαι κτιστό, να μην είσαι άκτιστο. Στην πραγματικότητα και η ίδια η ύπαρξή σου είναι δεδομένη. Επομένως έχεις μια αναγκαστικότητα στη γνώση. Δεν μπορείς να γνωρίσεις εν απολύτω ελευθερία. Ο Θεός λοιπόν ο Οποίος είναι ο μόνος ελεύθερος απόλυτα, είναι και ο μόνος που μπορεί ν’ αγαπά ελεύθερα. Γι’ αυτό, αυτός προσφέρει πρώτος τη γνώση του εαυτού Του. Μας γνωρίζει εν τω Υιώ Του, ως υιούς Του. Αυτό θα πει το «μάλλον δε και γνωσθέντες υπ’ αυτού» που λέει ο Παύλος. Και δι’ αυτού του τρόπου εμείς Τον γνωρίζουμε πλέον ως Πατέρα. Τελειώνω λοιπόν με το εξής συμπέρασμα: Γνώση του Θεού σημαίνει την ένταξή μας στην αγαπητική σχέση Πατρός και Υιού εν ελευθερία, εν τη ελευθερία μας. Η σχέση αυτή είναι ελεύθερη και δεν είναι υποχρεωτική διότι ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένος να μας αγαπά. Το κάνει εν ελευθερία. Ούτε κι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να Τον αγαπάμε. Και εμείς εν ελευθερία θα μπούμε σ’ αυτή τη σχέση. Η ένταξη λοιπόν μέσα σε μια τέτοια αγαπητική σχέση, εμπεριέχει τη δυνατότητα εδώ και τώρα του οντολογικού ταυτισμού του Θεού, ως υπάρχοντος «εν προσώπω Ιησού Χριστού». Διότι από τη σχέση αυτή ο Θεός υπάρχει για μας μέχρι τέτοιου οντολογικού σημείου, ώστε εάν εκλείψει, εκλείπει και η ίδια μας η υπόσταση. Αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα, ότι εάν δεν ενταχθούμε στην αγαπητική σχέση, η οποία υπάρχει μεταξύ του Πατρός και του Υιού, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό. Θα Τον γνωρίζουμε κατά χίλιους τρόπους φιλοσοφικούς, παγανιστικούς, μυστικούς, αλλά όχι ως Πατέρα. Που σημαίνει Πατέρα του συγκεκριμένου Υιού, ενός προσώπου, και στη συνέχεια ως Πατέρα μας, λόγω του ταυτισμού μας με το πρόσωπο του Υιού ως πατέρα και δικού μας… Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η αγάπη πρέπει να δημιουργεί το πλέγμα των σχέσεων αυτών, μέσα στο οποίο όλοι όσοι γνωρίζουν τον Θεό ως Πατέρα κατ’ αυτόν τον τρόπο εν Χριστώ, βρίσκονται σε αλληλοεξάρτηση υπαρξιακή μεταξύ τους. Επομένως πρέπει να ανήκεις στην κοινότητα, στο σώμα αυτό που δημιουργεί αυτή η σχέση. Δεν μπορείς να γνωρίζεις το Θεό έξω απ’ αυτό το σώμα, αυτών που Τον γνωρίζουν με τον τρόπο που τον γνωρίζει ο Υιός. Και αυτό σημαίνει ότι μόνο εν τη Εκκλησία γνωρίζεται ο Θεός πλήρως. Έτσι, μ’ αυτό τόνο τον τρόπο. Αλλιώς γνωρίζεται ως άλλο τι, όχι ως ο Πατήρ. Αλλά ο Θεός είναι ο Πατήρ. Έτσι αποκαλύπτεται. Έτσι θέλει να αποκαλύπτεται. Δεν ξέρω τι άλλο είναι. Μπορεί να είναι και πολλά άλλα πράγματα, αλλά επειδή όπως είπα, η γνώση προϋποθέτει ελεύθερη αποκάλυψη, αυτός ο τρόπος ελεύθερα μας αποκαλύπτει το Θεό ως Πατέρα. Όλα αυτά, για να γίνουν, χρειάζεται μια κάθαρση. Δεν μπορείς να φθάσεις στο σημείο αυτό να γνωρίσεις το Θεό, να τον γνωρίσεις μ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς να ξεκαθαρίσεις τις σχέσεις σου γενικά. Διότι όλες οι σχέσεις παρεμβάλλονται στη γνώση. Για να γνωρίσω ακόμη κι αυτό το τραπέζι, παρεμβάλλονται οι σχέσεις που έχω με όλο το φυσικό χώρο, με τα χρώματα, με τα σχήματα, με τα πάντα. Δεν γνωρίζουμε ποτέ αντικείμενα χωρίς αυτήν την ευρύτερη εμπειρική σχέση. Λοιπόν το ίδιο ισχύει και για τη γνώση του Θεού. Ολόκληρη η ύπαρξή μας με όλες τις εμπειρικές μας σχέσεις, είναι μπλεγμένη στη γνώση του Θεού. Γνωρίζω το Θεό με όλες τις σχέσεις μου, με τα πράγματα, με τη φύση, με τις αισθήσεις μου, με τα αντικείμενα. Δεν είναι μια γνώση αυτή που περνάει μόνο από το μυαλό μου, ούτε μόνο από την καρδιά σαν συναισθηματικό κέντρο. Αλλά είναι μια τέτοια ευρύτερη υπαρξιακή γνώση, που εμπεριέχει όλη μου την ταυτότητα. Η δε ταυτότητά μου σχετίζεται με όλες τις σχέσεις που έχω με τα πράγματα, με τα πρόσωπα, με τα αντικείμενα, με τους πάντες. Ιδίως με τις προσωπικές σχέσεις, διότι αυτές επηρεάζουν την ταυτότητά μου. Όλα αυτά λοιπόν πρέπει να περάσουν από ένα φιλτράρισμα, από ένα ξεκαθάρισμα. Να δούμε κατά πόσον αυτά μπορούν να ενταχθούν σ’ αυτή τη σχέση με το Θεό που μας Τον αποκαλύπτει, Τον γνωρίζει σε μας κατ’ αυτό τον τρόπο ο Υιός Του. Εκεί θα δούμε ότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα και χρειάζονται πραγματικά κάθαρση. Θα έλεγα ότι η ασκητική προσπάθεια είναι ακριβώς αυτή. Αυτό που λένε κάθαρση από τα πάθη εννοείται ακριβώς ως το ξεκαθάρισμα των υπαρξιακών μας σχέσεων με κάθε τι που είναι εμπεπλεγμένο στην ταυτότητά μας την προσωπική. Και αυτό το ξεκαθάρισμα είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Στο σημείο αυτό αποκτούν μεγίστη σημασία τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που σας ανέφερα και σε προηγούμενο μάθημα: «ου παντός… το περί Θεού φιλοσοφείν» αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων». Αλλά δεν πρέπει να διαβάζουμε τους Πατέρες απομονώνοντας τα χωρία. Ο ίδιος ο Άγιος Γρηγόριος σε κάποιον άλλο λόγο του τονίζει αυτό που προσπάθησα να σας αναλύσω διεξοδικά εδώ, ότι δηλαδή η γνώση του Θεού έχει μεν ως προϋπόθεση την κάθαρση, ταυτίζεται όμως τελικά με την αγάπη. Γράφει: «Θεός μεν εστι φως το ακρότατον… όσον αν καθαιρώμεθα, φανταζόμενον. Και όσον αν φαντασθώμεν, αγαπώμενον. Και όσον αν αγαπήσωμεν… νοούμενον». Έτσι η κάθαρση δεν είναι ο σκοπός. Αυτή καθ’ εαυτήν η άσκηση δεν αποκαλύπτει το Θεό. Ούτε γνωρίζουμε το Θεό αυτομάτως δια της καθάρσεως των παθών. Ο Θεός γνωρίζεται εν τη κοινωνία του σώματος του Υιού Του. Με το να εμπλακούμε στις σχέσεις που δημιουργεί αυτό το σώμα. Τότε ο Θέος αποκαλύπτεται και τότε οι σχέσεις μας με τον Θεό είναι σχέσεις Πατρός και Υιού. Κι έτσι δίνουμε νόημα σ’ αυτό που λέμε, δυστυχώς μόνο με τα λόγια πολλές φορές όταν ρωτούν, τι διαφέρει ένας ασκητής Χριστιανός από ένα γκουρού; Ακούμε την απάντηση: «μα εμείς κάνουμε την άσκηση εν Χριστώ». Τι θα πει «εν Χριστώ»; Δηλαδή μια λέξη λέμε, ένα όνομα, και τελείωσε το θέμα; Όλη η άλλη ιστορία είναι βουδιστική κι από εκεί και πέρα μπαίνει ένα όνομα, ο Χριστός, και τελείωσε η ιστορία. Τι υπαρξιακό αντίκρυσμα έχει ο Χριστός που εισάγουμε σαν ειδοποιό διαφορά; Εάν δεν βάλουμε αυτά τα στοιχεία του σώματος του Χριστού, των σχέσεων που δημιουργεί ο Χριστός εν τη κοινωνία του σώματός του, της Εκκλησίας δηλαδή, δεν μπορούμε να βρούμε την ειδοποιό διαφορά, με – όλα – αυτά. Ένας βουδιστής γνωρίζει το Θεό καθαιρόμενος από τα πάθη με τον ίδιο τρόπο εν τοιαύτη περιπτώσει. Δεν είναι λοιπόν η άσκηση ο τελικός σκοπός. Η γνώση του θεού δεν προέρχεται, δεν εξαρτάται, δεν πραγματοποιείται αυτομάτως με την κάθαρση των παθών. Χρειάζεται το θετικό στοιχείο της εντάξεως στο σώμα μέσα στο οποίο ο Χριστός αποκαλύπτεται σαν κοινωνία πολλών προσώπων, τα οποία με την αγάπη που τα συνδέει βλέπουν το Θεό παρόντα εν Χριστώ. Και επανέρχομαι συνεπώς πάλιν από άλλη οδό πλέον μακράν και κουραστική σε εκείνο, που είπα σε ένα προηγούμενο μάθημα σχετικά με τα δόγματα. Ότι εν τη Εκκλησία και κυρίως εν τη Ευχαριστία ερμηνεύονται τα δόγματα. Και εκεί και μόνον ο Θεός γνωρίζεται κατά τον πληρέστερο τρόπο που έχουμε. Όλες οι άλλες είναι προϋποθέσεις και δεν αρνούμαι τη σημασία τους και τη σπουδαιότητά τους. Αλλά επειδή κινδυνεύουμε να τις κάνουμε αυτοσκοπούς, είμαι υποχρεωμένος να τονίσω ότι δεν είναι αυτοσκοποί. Η γνώση του Θεού λοιπόν προϋποθέτει, την ελεύθερη εμπλοκή μας στις αγαπητικές σχέσεις που δημιουργεί ο ίδιος ο Θεός με μας εν Χριστώ. Αν ο Θεός αγαπά τον αδελφό μου εν Χριστώ και εγώ μισώ τον αδελφό μου δεν μπορώ να γνωρίσω τον Θεό. Πρέπει την ίδια αγάπη που ο Θεός έχει με τον αδελφό μου, να την έχω και εγώ με τον αδελφό μου. Η γνώση του Θεού περνάει απ’ αυτή την τεθλασμένη οδό, που δεν είναι η κάθετη απλώς μεταξύ της καρδιάς μου και του Θεού, αλλά έχει και την οριζόντια διάσταση. Γι’ αυτό «ο μη αγαπών, ουκ έγνω τον Θεό, ότι ο Θεός αγάπη εστί». Πριν κλείσουμε το θέμα της Γνωσιολογίας πρέπει με βάση όσα ήδη είπαμε να ξεκαθαρίσουμε το θέμα του αποφατισμού που θίξαμε πιο πάνω. Με αφορμή τα όσα έγραψε ο LOSSKY στη «Μυστική Θεολογία» του χρησιμοποιώντας κυρίως τους Καππαδόκες Πατέρες και τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, υπερτονίσθηκε τα τελευταία χρόνια η άποψη της αγνωσίας του Θεού. Πράγματι για να αντικρούσουν τους Ευνομιανούς οι Καππαδόκες Πατέρες, υπερτόνισαν την ιδέα ότι ο Θεός δεν γνωρίζεται, όσο και αν τον πληρίασει κανείς. «Καν υπέρ εκείνον (τον Παύλον) γένη… και εγγυτέρω Θεού πλέον απέχει Θεού και της τελείας καταλήψεως ή όσον ημών υπεραίρει του συνθέτου και ταπεινού και κάτω βρίθοντος κράματος» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Αλλά δεν πρέπει να λησμονούνται τα εξής βασικά σημεία: Α. Η «αγνωσία» του Θεού περιγράφεται από τους Πατέρες ως ακαταληψία ή το ακατάληπτον του Θεού. Δεν πρόκειται συνεπώς για άρνηση κάθε είδους γνώσεως του Θεού (τότε οι λόγοι του Κυρίου «ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν» κλπ δεν θα είχαν νόημα), αλλά περί μιας συγκεκριμένης μορφής γνώσεως, της καταλήψεως, η οποία και είναι αδύνατος. Αυτό το είδος της γνώσεως – το οποίον επέτρεπαν οι Ευνομιανοί – είναι αυτό που αναλύσαμε πιο πάνω ως «γνώση πραγμάτων», και είδαμε πώς και γιατί δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην περίπτωση της γνώσεως του Θεού. Β. Αυτό που αρνούνται οι Πατέρες είναι η γνώση της φύσεως ή της ουσίας του Θεού, το να γνωρίσει κανείς «την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν, και εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι γινωσκομένην» (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αρνούνται οι Πατέρες το να γίνει λόγος περί Θεού ως Τριάδος. Οι Ευνομιανοί με το να ταυτίζουν την ουσία ή φύση του Θεού με τον Πατέρα δημιουργούσαν τη σύγχυση ότι, αφού μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό ως Πατέρα, άρα μπορούμε να γνωρίσουμε τη φύση του Θεού (αφού θεία ουσία και Πατήρ συμπίπτουν πλήρως εννοιολογικά). Η διάκριση όμως μεταξύ ουσίας και Πατρός, στην οποία επέμειναν οι Καππαδόκες Πατέρες απέκλειε τη σύγχυση αυτή. Έτσι το να λέμε ότι δεν γνωρίζουμε το Θεό ως ουσία δεν συνεπάγεται αυτομάτως και ότι δεν Τον γνωρίζουμε ως Πατέρα (ή ως Τριάδα προσώπων). Και αντίστροφα, το να λέμε ότι γνωρίζουμε το Θεό ως Πατέρα, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι Τον γνωρίζουμε ως ουσία η φύση. Όλα αυτά δείχνουν ότι η ανάλυση που κάναμε πιο πάνω είναι σύμφωνη με την πατερική γνωσιολογία: ο Θεός γνωρίζεται μόνον «εν προσώπω» και ως πρόσωπα, και όχι ως φύση ή ουσία. Η Πατερική γραμματεία δεν μας παρέχει βέβαια ανάλυση υπαρξιακή του τι σημαίνει να γνωρίζεις «εν προσώπω» ή ως πρόσωπα. Μας παρέχει όμως τη βασική αρχή ότι υπάρχει ριζική διάκριση ως προς τη γνωσιολογία μεταξύ φύσεως και προσώπου, αφού την μεν φύση του Θεού δεν μπορείς με κανένα τρόπο να την γνωρίσεις, ενώ την προσωπική ύπαρξή Του μπορείς. Συνεπώς ο αποφατισμός ως προς τη φύση του Θεού δεν πρέπει να γενικεύεται σε αποφατισμό και αγνωσία ως προς την προσωπική Του ύπαρξη. Πέρα από τη γενική αυτή αρχή της διακρίσεως μεταξύ της ουσίας του Θεού που είναι παντελώς ασύλληπτος και της προσωπικής – τριαδικής υπάρξεώς Του, που μας γνωρίζεται δια του Υιού εν Πνεύματι, οι Πατέρες δεν προσφέρεουν, όπως είπαμε, ανάλυση του τι σημαίνει να γνωρίζεις τον Θεόν «εν προσώπω Ιησού Χριστού» και ως Τριάδα προσώπων. Η ανάλυση αυτή δεν χρειάσθηκε να γίνει στην εποχή των Πατέρων, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνει ποτέ εις τον αιώνα. Αντίθετα, χρέος της Δογματικής, όπως είπαμε στα πρώτα μαθήματα, είναι να προχωρεί σε ερμηνεία των δογμάτων, αρκεί να μην προδίδει ή διαστρέφει το πνεύμα των Πατέρων. Αυτό έκαμαν και όλοι οι μεγάλοι Πατέρες: ερμηνεύοντας τους προηγουμένους των, βάσει αναγκών της εποχής τους, προέβαιναν σε ανάλυση βασικών όρων. Μια τέτοια ανάλυση που επέβαλαν ιστορικές ανάγκες σχετικά με το θέμα της Γνωσιολογίας, ήταν στην πατερική εποχή η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στο Θεό. Η διάκριση αυτή που εμφανίζεται αμυδρά στον Μέγα Αθανάσιο και σαφέστερη στους Καππαδόκες Πατέρες, αναπτύσσεται ως γνωστόν εκτενώς από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Με τον τρόπο αυτόν διατηρείται η Πατερική αρχή του ακαταλήπτου της ουσίας του Θεού και προσφέρεται ως γνωσιολογική βάση η ενέργεια ή ενέργειες του Θεού. Έτσι και πάλι ο αποφατισμός περιορίζεται στην ουσία του Θεού. Τόσο τα πρόσωπα, όσο και οι ενέργειες του Θεού, άκτιστα και τα δύο, μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε το Θεό και να θεολογήσουμε. Αλλά στην περίπτωση αυτή, όπως είδαμε στην ανάλυση που κάναμε, η γνώση δεν μπορεί να νοηθεί ως κατάληψη. Είναι ένα είδος γνώσεως που χρειάζεται ανάλυση προκειμένου να ερμηνευθεί η θέση των Πατέρων. Αυτή την ανάλυση επιχειρήσαμε πιο πάνω.
Άλλα σχετικά άρθρα: |
Γνώση Κεφ. 4ο μέρος 1ο // Περιεχόμενα // Περί πίστεως μέρος 1ο
Τα αρχεία αυτά, έχουν γραφεί από σημειώσεις τών παραδόσεων μαθημάτων τού καθηγητού Ι. Δ. Ζηζιούλα (σημερινού Μητροπολίτου Περγάμου και προέδρου τής Ακαδημίας Αθηνών) στο Τμήμα Ποιμαντικής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984 - 85. |
Δημιουργία αρχείου: 6-8-2002.
Τελευταία μορφοποίηση: 26-1-2017.