Είχε προηγηθεί η «πολιτική κηδεία»
κορυφαίου της επαγγελματικής πολιτικής. Και στην τηλεόραση φίλος ομοϊδεάτης του
τεθνεώτος εκθείαζε την προσωπικότητα και το έργο του. Για να καταλήξει στην
κοινότοπη κορώνα: «Εκεί που είναι τώρα ο σύντροφος, θα κουβεντιάζει με τους
παλιούς του συντρόφους, τον (τάδε), τον (δείνα), για τους κοινούς τους αγώνες
και για στόχους που περιμένουν την πραγμάτωσή τους».
Εκφραστική αμηχανία, διολίσθηση στην κοινοτοπία; Πάντως η ρητορική εικόνα
επέτρεπε στον τηλεθεατή το ερώτημα: Αν είναι έτσι, τότε προς τι η «πολιτική
κηδεία»; Προς τι η άρνηση να εκκλησιαστεί η εξόδια μοναξιά, να σπαρεί το κορμί
στην κοινωνούμενη ελπίδα, ελπίδα για κάτι που αγνοούμε κι όμως εμπιστευόμαστε τη
ζεστασιά του;
«Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ· μα ωστόσο λάμπει», βεβαίωνε ο Ελύτης. Οταν
χαθεί «η άγνοια η υπερτέρα πάσης γνώσεως», τότε προκύπτουν οι «βεβαιότητες» που
οδηγούν στην «πολιτική κηδεία»: Δεν υπάρχει τίποτα μετά, ερχόμαστε από το
πουθενά και πηγαίνουμε στο μηδέν. Καμιά ελπίδα, καμιά εμπιστοσύνη σε ό,τι δεν
μπορεί να εξουσιάζει το εγώ σαν «στέρεη» γνώση.
Ομως να που ο φίλος ομοϊδεάτης του «πολιτικά» κηδευθέντος, στο αποκαλυπτικό
lapsus της αυθορμησίας του, βλέπει να επιβιώνει η υπαρκτική ετερότητα των «συντρόφων».
Ο,τι είναι κοινό και αδιαφοροποίητο (η «φύση» λέγανε οι Ελληνες) φυσικά
υπόκειται στη νομοτέλεια, φυσικά και πεθαίνει. Ο,τι όμως είναι μοναδικό, ανόμοιο
και ανεπανάληπτο, δηλαδή ελευθερία υπαρκτικής ετερότητας από το κοινό και
αδιαφοροποίητο, πώς να υποταχθεί στην αναγκαιότητα του θανάτου;
Κάθε άνθρωπος έχει σκέψη, κρίση, φαντασία, θέληση, ποιητική (δημιουργική)
ικανότητα, είναι ζώον ορθοβαδιστικόν, γελαστικόν. Αλλά κάθε άνθρωπος σκέπτεται,
κρίνει, φαντάζεται, θέλει, δημιουργεί, ορθοβατεί, γελάει με τρόπο που ποτέ
κανείς δεν επανέλαβε και δεν θα επαναλάβει. Και η υπαρκτική ετερότητα
πραγματώνεται πάντοτε αναφορικά, πάντοτε ως - προς, πάντοτε ως ελευθερία από το
κοινό και αδιαφοροποίητο, ελευθερία από τις αναγκαιότητες της φυσικής ομοείδειας.
Η ελευθερία πραγματώνεται οπωσδήποτε ως σχέση, ποτέ ως φύση.
Ποιος λοιπόν είναι ο πραγματικός, με την πιο ρεαλιστική σημασία του πραγματικού,
άνθρωπος; Το «τι» των υπαρκτικών δεδομένων της φύσης, το κορμί, ή το «πώς» της
πραγμάτωσής τους, το λογικό υποκείμενο; Πραγματική ύπαρξη είναι η ασυνείδητη
φύση των αναγκαιοτήτων ή η συνειδητή ελευθερία της σχέσης; Αν η ρήση του Lacan
ότι «το λογικό υποκείμενο γεννιέται στον τόπο του Αλλου» έχει βεβαιωμένο
εμπειρικά οντολογικό περιεχόμενο, τότε το ερώτημα για τον μηδενισμό ή όχι της
ύπαρξης με τον θάνατο απαιτεί διασάφηση πώς καταλαβαίνουμε την ύπαρξη: σαν
βιολογική και μόνο οντότητα (l’ homme machine) ή ως λογικό υποκείμενο παράγωγο
της σχέσης; Την ύπαρξη ως βιολογική οντότητα δεν την επιλέγουμε, είναι δεδομένη
όσο και ο θάνατος. Την ύπαρξη που ιδρύεται ως σχέση τη διαχειριζόμαστε με
ελευθερία.
Η εκκλησιαστική εμπειρία και μαρτυρία, όταν και όπου λειτουργεί, είναι ο πιο
συναρπαστικός αγνωστικισμός που μπορεί να συναντήσει ο άνθρωπος. Δεν είναι ο
αγνωστικισμός της ορθολογικής αμφισβήτησης, το εγώ που αμφιβάλλει ζητώντας
θωράκιση. Είναι ο αγνωστικισμός της απροσδιοριστίας του έρωτα, τα ενδεχόμενα που
επιφυλάσσει η περιπέτεια της σχέσης, της ερωτικής αυτοπαράδοσης και
αυτοπροσφοράς. Οταν ξεκινάει ένας αληθινός έρωτας, όλα είναι άγνωστα και όλα
είναι δυνατά, όχι σαν πιθανά ενδεχόμενα, αλλά σαν δυνατές κατακτήσεις του
ολόκληρου, του πληρωματικού. Η εκκλησιαστική πρόκληση συνοψίζεται στη δυνατότητα
να ελέγξει ο καθένας εμπειρικά αν, πραγματικά (υπαρκτικά), η σχέση νικάει τη
φύση, αν η αγάπη νικάει τον θάνατο.
Οι «πολιτικές κηδείες» γίνονται όλο και πιο συχνό σύμπτωμα, γιατί η μαρτυρία της
εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι όλο και πιο δυσεύρετη στην ελληνική κοινωνία.
Υπάρχει καταιγισμός κηρυγμάτων, έντυπων, ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών. Υπάρχουν
τέσσερις πανεπιστημιακές Σχολές Θεολογίας, πάμπολλες ιερατικές, υποχρεωτικό
μάθημα Θρησκευτικών στα σχολειά. Και όλος αυτός ο ορυμαγδός είναι, κατά κανόνα,
μια ευτελέστατη ιδεολογική προπαγάνδα, που ανάλογη δεν επιβιώνει πια σε άλλη
έκφανση του κοινωνικού βίου (μόνο στο ΚΚΕ). «Χριστιανική» αλήθεια λογαριάζεται
το αυγουστίνειο σκιάχτρο ενός σαδιστή Θεού, που καραδοκεί στον θάνατο να
ικανοποιήσει τη «δικαιοσύνη» του: Να επιβάλει βασανισμούς αιώνιους στον
ιδεολογικά απείθαρχο «αμαρτωλό». Αυτό ξέρει σαν εκκλησιαστικό «ευαγγέλιο» η
συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων σήμερα. Οπότε, οι εραστές της ελευθερίας και
ζηλωτές της αξιοπρέπειας καταφεύγουν στην «πολιτική κηδεία»... |