Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Αγ. Γραφή ΟΟΔΕ, Αγ. Γραφή Παγαν. Επιθέσεις, Αθεϊσμός και Συκοφαντίες |
Αγάπη, ελευθερία και δουλεία στον απόστολο Παύλο // Η ερμηνευτική κακοήθεια των εχθρών του Χριστιανισμού
Απάντηση στο άρθρο «Χριστιανισμός, δουλεία και ιδιοκτησία»: ο ιστορικός De Ste. Croix, G. E. M. σε ένα ιδεολογικό «ρεσιτάλ» αποσιώπησης της αλήθειας… του Papyrus 52 |
Εισαγωγή Το παρόν άρθρο ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει ένα ερέθισμα ευαισθητοποίησης στο γεγονός ότι κάθε κείμενο που διαβάζουμε, ακόμα και από γνωστούς συγγραφείς, οφείλουμε να το διαβάζουμε πάντα προσεκτικά και πάντα με κριτικό πνεύμα. Αφορμή στάθηκε μια ανάρτηση στο διαδίκτυο (http://www.alfavita.gr/artro.php?id=30829), όπου δημοσιεύεται εκτενές τμήμα από το βιβλίο του ιστορικού De Ste. Croix, G. E. M., με τίτλο, «Ο χριστιανισμός και η Ρώμη, διωγμοί, αιρέσεις και ήθη» (ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005). Είναι αλήθεια ότι μόλις το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης εξέδωσε το βιβλίο, το είχαμε αγοράσει σχεδόν αμέσως. Ο πρώτος λόγος ήταν το γνωστό, υψηλό επίπεδο των εκδόσεων και ο δεύτερος, το γεγονός ότι πιστεύουμε πως όσο περισσότερες και διαφορετικές απόψεις εξετάζει κάποιος, τόσο πληρέστερα ενημερώνεται. Βέβαια, για τους λόγους που θα αναφέρουμε παρακάτω, ειδικά το 5ο κεφάλαιο του βιβλίου (απ’ όπου και η ανάρτηση στο διαδίκτυο) μας άφησε πολύ αρνητικές εντυπώσεις για τον συγγραφέα. Ο de Ste Croix είναι γνωστό ότι εντάσσεται στους λεγόμενους μαρξιστές ιστορικούς[1]. Και μάλιστα, όπως διευκρινίζει ο ίδιος ο Ste Croix, στο απόσπασμα που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο δεν γράφει κάτι καινούριο, αλλά ξαναπαρουσιάζει «τμήματα που περιλαμβάνονται στο … The Class Struggle in the Ancient World»[2], βιβλίο στο οποίο παρουσιάζεται μια «μαρξιστική ανάλυση της ταξικής θέσης των δούλων»[3]. Είναι προφανές ότι από ένα πρόσωπο με την ιδεολογία αυτή, γνωστή από τον μακροχρόνιο πόλεμο κατά του Χριστιανισμού, σε σημείο να φτάνει ακόμα και σε φαιδρότητες όπως η αμφισβήτηση της ιστορικότητας του Ιησού, δεν προκύπτουν πολλές ελπίδες για μια νηφάλια και δίκαιη παρουσίαση θέσεων του «αντιπάλου». Διότι από ιδεολογικής απόψεως, η Εκκλησία θεωρείται αντίπαλος. [Είμαστε υποχρεωμένοι να θυμίσουμε στον κάθε Ste Croix, ότι αποτελεί ένα ενδιαφέρον θέμα, το ποια τελικά ήταν η ιδεολογία που καταπίεσε τις λαϊκές τάξεις, ποιος ευθύνεται για εκατομμύρια νεκρούς αγρότες από την πείνα στην Κίνα, τη Ρωσία, την Καμπότζη, το Βιετνάμ, ποιος ευθύνεται για τον νέο τύπο δουλείας που τροφοδοτήθηκε από εκατομμύρια έγκλειστους «προδότες» στα στρατόπεδα εργασίας, οι οποίοι υποχρεώνονταν σε κάθε είδους «δουλική» εργασία και καταναγκαστικά έργα, ποιοι ήταν οι δημιουργοί και υπερασπιστές μιας νέας άρχουσας τάξης «συντρόφων» που πλούτιζε εις βάρος των πολιτών, ποιοι τύφλωσαν πνευματικά τον λαό τους με την πρωτοφανή λογοκρισία που ασκούνταν σε κάθε μορφή τέχνης και λογοτεχνικής έκφρασης.] Ίσως ο de Ste Croix νομίζει ότι εκπροσωπεί μια ιδεολογία που αποτελεί «αθώα περιστερά», αλλά κατά πόσο δικαιούται να μιλά και να κατακρίνει, είναι μια συζήτηση που θα είχε πολύ ενδιαφέρον, ας μείνει όμως για μια άλλη φορά. Προς το παρόν, θα αρκεστούμε στην επισήμανση μερικών εκκωφαντικών αποσιωπήσεων που δημιουργούν αρνητικές εντυπώσεις για το συγκεκριμένο βιβλίο του. Ο de Ste Croix απέκρυψε πολλά στοιχεία υπέρ του Χριστιανισμού, και αυτό δεν τον τιμά καθόλου ως επιστήμονα.
1. Ο de Ste Croix γράφει: «Ο Ιησούς δέχτηκε τη δουλεία ως δεδομένη του περιβάλλοντος του»[4] Πριν προχωρήσουμε, να επισημάνουμε ένα συνηθισμένο ατόπημα που σχετίζεται κάθε φορά με το «τι είπε» και «τι δεν είπε» ο Ιησούς, το οποίο κρίνεται από ορισμένους μόνο μέσα από τα Λόγια που αποδίδονται στον Ιησού μέσα στην Καινή Διαθήκη. Όμως αυτό είναι λάθος. Καταρχάς, η ίδια η Καινή Διαθήκη μας βεβαιώνει ότι δεν περιέχει το σύνολο του βίου του Ιησού: «Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν … ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε … τα βιβλία» (Ιω. 21,25). Άρα, είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε όλα όσα είπε ο Ιησούς, αλλά γνωρίζουμε μόνο τι γράφτηκε στην Κ.Δ. από όσα είπε. Από εκεί και πέρα, είναι εντελώς υποκριτικό να διαφοροποιούμε την Κ.Δ. από τη διδασκαλία του Χριστού, όταν η ύπαρξη της Εκκλησίας και η ύπαρξη της Κ.Δ. οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στο ιστορικό γεγονός Χριστός! Όπως σημειώνει ο καθ. Γεώργιος Πατρώνος: «Στο σύνολό τους όλοι οι συγγραφείς των ιερών κειμένων στηρίζονται σε κάποια ‘’κοινή’’ παράδοση της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας και από εκεί παίρνουν τα σχετικά στοιχεία και οικοδομούν το κήρυγμά τους»[5]. Και ποια ήταν αυτή η Παράδοση; «Το ιστορικό στοιχείο του αρχικού κηρύγματος είναι από τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Χριστιανισμού και ότι το Ευαγγέλιο ουσιαστικά βασίζεται επάνω στην ιστορία […] Η μνήμη του Ιησού, των λόγων και των έργων του, οι εντυπώσεις των γύρω για την προσωπικότητα του, τη δύναμή του και την εξουσία του, ήταν βαθιά χαραγμένα στο νου και στην καρδιά εκείνων που τον είχαν γνωρίσει κατά τις ημέρες της επίγειας ζωής του και που έγιναν οι κήρυκες της διδασκαλίας του και της πίστεως του, οι εδραιωτές του αρχικού χριστιανικού κηρύγματος»[6]. Άρα, δεν είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι οι διδασκαλίες του Παύλου π.χ. δεν πηγάζουν από τον Ιησού. Σύμφωνα με τον καθ. Ιωάννη Καραβιδόπουλο: «Σήμερα στην αρχή του 21ου αιώνα κάνοντας κάνεις έναν απολογισμό των Παύλειων σπουδών μπορεί να διαπιστώσει ότι το δίλημμα ‘’Ιησούς ή Παύλος’’ δεν απασχολεί πλέον σοβαρά τους ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν αυτονόητη προϋπόθεση της θεολογίας του Παύλου την ιστορική θεμελίωση της Εκκλησίας με τη σταύρωση και την ανάσταση του Ιησού Χριστού»[7]. Εφόσον πηγή κάθε διδασκαλίας της Κ.Δ. είναι ο Ιησούς, θεωρούμε εντελώς παραπλανητική τη φράση του de Ste Croix ότι Ιησούς αποδέχτηκε τη δουλεία. Αν ο Ιησούς την είχε αποδεχτεί, τότε δεν θα καταδικαζόταν η δουλεία με τόσο απόλυτο τρόπο στην Α΄ Επιστολή Προς Τιμόθεο: «Οίδαμεν δε ότι καλός ο νόμος, εάν τις αυτώ νομίμως χρήται, ειδώς τούτο, ότι δικαίω νόμος ου κείται, ανόμοις δε και ανυποτάκτοις, ασεβέσι και αμαρτωλοίς, ανοσίοις καί βεβήλοις, πατρολώαις και μητρολώαις … ανδραποδισταίς … και ει τι έτερον τη υγιαινούση διδασκαλία αντίκειται» (Α΄ Τιμ. 1,8-10). Πώς είναι δυνατόν να μην κλονίζεται η εμπιστοσύνη μας στον de Ste Croix, όταν υποτίθεται μελετά το φαινόμενο της δουλείας ως προς τον Χριστιανισμό, και αποσιωπά ένα τέτοιο εδάφιο! Το να «ανδραποδίζω», δηλαδή, το να στερώ την ελευθερία κάποιου, το να υποδουλώνω και το να πουλώ άνθρωπο ελεύθερο ως δούλο, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη καταδικάζεται με τον πιο απόλυτο τρόπο: είναι πράξη ασεβής, ανόσια, βέβηλη και αποτελεί νοθεία της υγιούς χριστιανικής διδασκαλίας! Τι άλλο δηλαδή ήθελε να γραφτεί στην Καινή Διαθήκη για να ικανοποιηθεί ο de Ste Croix; Να μας προτρέπει να πάρουμε τα γιαταγάνια και να αρχίσουμε να σφάζουμε, όπως κατά την εφαρμογή της δικτατορίας του προλεταριάτου; Όταν λοιπόν υπάρχει μια τόσο απόλυτη καταδίκη της δουλείας από την Κ.Δ. και ο de Ste Croix την αποσιωπά, προφανώς το κάνει για να δώσει στα υπόλοιπα εδάφια που επικαλείται, την ιδεολογικοποιημένη χροιά που τον εξυπηρετεί. Όμως, το Α΄ Τιμ. 1,8-10 αλλάζει τα πάντα. Επειδή ο Παύλος δεν είναι δυνατόν να αντιφάσκει με τον εαυτό του, όσοι επιλέγουν εδάφια του Παύλου, όπως ο Ste Croix, και τα περιφέρουν στο διαδίκτυο για να μας δείξουν ότι τάχα, ο Χριστιανισμός είναι υπέρ της δουλείας, αποσιωπούν ΠΑΝΤΑ το Α΄ Τιμ. 1,8-10 διότι ξέρουν ότι με αυτή την καταδίκη της υποδούλωσης ανθρώπων, τα εδάφια που επικαλούνται αποκτούν μια εντελώς διαφορετική χροιά! Ας δούμε μερικά σχόλια από τον Σάββα Αγουρίδη, ως προς το τι πρεσβεύει ο Παύλος για τα κοινωνικά αυτά ζητήματα: «Δε λέει πουθενά ο Παύλος πως είναι καλό πράγμα η δουλεία … Δε λέει πουθενά πως ο χριστιανός πρέπει να αδιαφορεί για την αλλαγή του κόσμου». «Την απελευθέρωση αυτή τη λαχταράει και ο Παύλος, αλλά δεν τη συνδέει με την προσέλευση ενός ανθρώπου στην πίστη […] Ο Παύλος φοβάται μήπως μερικοί πιστοί … εκλάβουν το χριστιανισμό απλώς σαν ένα κοινωνικό κίνημα απελευθερώσεως». «Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε μάλλον σε άσκοπες περιπλοκές. Κατ’ ουσία … ο Παύλος πολεμάει ενθουσιαστικές τάσεις … που οδηγούσαν σε ψευδαισθήσεις ή αδιέξοδα. Έχει δίκιο να μην περιμένει από ατομικές κοινωνικές πρωτοβουλίες την αλλαγή των εθνικών, θρησκευτικών, ή και κοινωνικών δομών … Οι φρούδοι ενθουσιασμοί οδηγούν μόνο σε απογοητεύσεις […] Ο αιώνας μας, που έχει πια στο παρελθόν την κοινωνική δομή της δουλείας, ξέρει πολύ καλά πώς άλλες δομές καταπίεσης διαδέχθηκαν την ειδεχθή μορφή της δουλείας στην αρχαιότητα. Είχε, λοιπόν, δίκιο ο Παύλος που συνέδεε την κατάργηση της καταπίεσης με μια γενικότερη και ριζικότερη αλλαγή στον κόσμο»[8]. Κατά συνέπεια, δικαιούμαστε να αμφιβάλλουμε για τα κίνητρα που υποκρύπτουν οι ερμηνείες Ste Croix.
2. Ο de Ste Croix γράφει: Για τον πλούτο και την ιδιοκτησία Η περίπτωση της δουλείας δεν είναι η μοναδική όπου εφαρμόζει ο Ste Croix το σύστημα της αποσιώπησης. Μήπως στις αναφορές του σχετικά με τον πλούτο είδαμε πουθενά την Καθολική Επιστολή Ιακώβου που γράφει στο 5ο της κεφάλαιο με τρόπο συνταρακτικό ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση από τους πλούσιους; «Ακούστε με τώρα κι εσείς οι πλούσιοι. Κλάψτε με γοερές κραυγές για τα βάσανά σας, που όπου να ‘ναι έρχονται. Ο πλούτος σας σάπισε, και τα ρούχα σας τα ‘φαγε ο σκόρος· το χρυσάφι σας και το ασήμι κατασκούριασαν, και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρική κατάθεση εναντίον σας και θα καταφάει τις σάρκες σας σαν τη φωτιά. Κι ενώ πλησιάζει η κρίση, εσείς μαζεύετε θησαυρούς. Ακούτε! Κραυγάζει ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας κι εσείς τους τον στερήσατε· και οι κραυγές των θεριστών έφτασαν ως στ’ αυτιά του παντοδύναμου Κυρίου. Ζήσατε πάνω στη γη με απολαύσεις και σπατάλες. Παχύνατε σαν τα ζώα, που τα πάνε για σφάξιμο. Καταδικάσατε και φονεύσατε τον αθώο· δε σας πρόβαλε αντίσταση καμιά» (Ιακ. 5,1-6). Τι άλλο λοιπόν ζητά ο συγγραφέας από την Καινή Διαθήκη; Ετεροχρονισμένα ταξικά κηρύγματα μιας ιδεολογίας που πρωτοεμφανίστηκε στον 19ο αιώνα; Ή μήπως ψάχνει στον Ιησού της Αγάπης προτροπή στην ένοπλη βία; Ο Ιησούς διδάσκει ότι προηγείται η αλλαγή των σχέσεων των ανθρώπων και μόνο αυτή θα φέρει την αλλαγή στην εξωτερική τους κατάσταση και μάλιστα με τρόπο ειρηνικό. Άρα, τι φαιδρότητες είναι αυτές που σημειώνει ο Ste Croix; «Αφότου η αυτοκρατορία έγινε επίσημα χριστιανική, το χάσμα μεταξύ του πλούτου και της φτώχειας σε ολόκληρο τον ρωμαϊκό κόσμο (και ιδίως στη Δύση) έγινε ακόμη μεγαλύτερο, με τεράστιο πλούτο να συγκεντρώνεται στα χέρια της συγκλητικής τάξης»[9]. Αν όντως αυξήθηκε το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία όπως λέει ο συγγραφέας, προφανώς δεν φταίει η διδασκαλία του Χριστού, αλλά το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι παρέμειναν και δυστυχώς παραμένουν χλιαροί ως προς το αίτημα του Ιησού: «εί τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι» (Λουκ. 9,23). Ένα αίτημα 2.000 χρόνων που μοιάζει σα να βγήκε από τον 21ο αιώνα καθώς τοποθετεί τον άνθρωπο σε θέση ευθύνης με θεμελιώδη προτεραιότητα δράσης, τη Βούληση! Και ταυτόχρονα, η διδασκαλία του Ιησού δεν είναι καθόλου ουτοπική καθώς μας προτρέπει σε αγαθό έργο, γνωρίζοντας ταυτόχρονα πως το κακό στον κόσμο της πτώσης θα συγκρούεται με το καλό έως το τέλος (Ματθ. 13,30). Αλλά ας ρωτήσουμε και το εξής: Μήπως ο κριτής του Χριστιανισμού Ste Croix μπορεί μας εξηγήσει τα ίδια ακριβώς για την ιδεολογία που εκπροσωπεί; Για ποιον λόγο δηλαδή, το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών έγινε ακόμη μεγαλύτερο στις αθεϊστικές δικτατορίες που υποτίθεται θα έφερναν στον κόσμο την ισότητα και μάλιστα με τη βία, με τεράστιο πλούτο να συγκεντρώνεται στα χέρια της τάξης των «συντρόφων»;! Μπορεί να μας πει για ποιο λόγο η «ιδεώδης» ιδεολογική λύση που πρεσβεύει ο ίδιος οδήγησε σε μια απολυταρχική άρχουσα τάξη, που στο μόνο που διαφοροποιήθηκε από τις προηγούμενες ήταν να λέει ο ένας τον άλλο «σύντροφε»; Και την ίδια στιγμή οι δικτάτορες με τις κλίκες τους, σαν να ήταν βασιλιάδες και αυτοκράτορες, απολάμβαναν καλοπέραση, σεξουαλικές υπηρεσίες και κάθε αγαθό και πολυτέλεια, όταν ο λαός τους υπέφερε;
3. Ο de Ste Croix γράφει: «Δεν μπόρεσα να βρω σε κανέναν πρώιμο χριστιανό συγγραφέα κανενός είδους απαίτηση για κατάργηση της δουλείας, ή έστω για μια γενική απελευθέρωση των δούλων εκείνης της συγκεκριμένης εποχής»[10] Εδώ έχουμε δυστυχώς, μια τρίτη περίπτωση εγκληματικής αποσιώπησης από τον συγγραφέα. Κατά συνέπεια, είτε γράφει ανοησίες είτε με τα παραπάνω λόγια παραδέχεται την ελλιπή του έρευνα. Διότι το κείμενο που θα δούμε, δεν είναι κάποιου αγνώστου εκκλησιαστικού συγγραφέα, αλλά του Γρηγορίου Νύσσης, ενός από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας του 4ου αιώνα μαζί με τους Τρεις Ιεράρχες. Αν δεν μελέτησε τα κείμενα αυτών των τεσσάρων ανθρώπων, τότε τι μελέτησε;! Διαβάζουμε ένα κλασικό κείμενο κατά της δουλείας του Γρηγορίου Νύσσης, δεκατέσσερις αιώνες πριν ακουστούν οι δήθεν πρωτότυπες ιδέες του «διαφωτισμού» και βεβαίως, μέσα σε ένα κατεστημένο που θεωρούσε τη δουλεία τόσο αυτονόητη για τη δομή της κοινωνίας, όσο σήμερα είναι αυτονόητη π.χ. η χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας: «Εκτησάμην γαρ, φησί, δούλους και παιδίσκας … Οράς τον όγκον της αλαζονείας; Θεώ άντικρυς η τοιαύτη φωνή αντεπαίρεται … ως ανδρών τε άμα και γυναικών εαυτόν κύριον οίεσθαι, τι άλλο και ουχί διαβαίνει τη υπερηφανία την φύσιν (PG 44,664C) … Δουλεία καταδικάζεις τον άνθρωπον, ου ελευθέρα η φύσις και αυτεξούσιος, και αντινομοθετείς τω θεώ, ανατρέπων αυτού τον επί τη φύσει νόμον. τον γαρ επί τούτω γενόμενον, εφ' ώτε κύριον είναι της γης και εις αρχήν τεταγμένον παρά του πλάσαντος, τούτον υπάγεις τω της δουλείας ζυγώ, ώσπερ αντιβαίνων τε και μαχόμενος τω θείω προστάγματι. (PG 44,664D) … Εκτησάμην γαρ δούλους και παιδίσκας. ποίας, ειπέ μοι, τιμής; τι εύρες εν τοις ούσι της φύσεως ταύτης αντάξιον; (PG 44,665A) … εκ των αυτών σοι η γένεσις, ομοιότροπος η ζωή, κατά το ίσον επικρατεί τα τε της ψυχής και τα του σώματος πάθη … οδύναι και ευθυμίαι, ευφροσύναι και αδημονίαι, λύπαι και ηδοναί, θυμοί και φόβοι, νόσοι και θάνατοι. μη τις εν τούτοις διαφορά προς τον δούλον τω κυριεύοντι; ου τον αυτόν έλκουσιν αέρα δια του άσθματος; ουχ ωσαύτως ορώσι τον ήλιον; … ου μία κόνις οι δύο μετά τον θάνατον; … ο ουν εν πάσι το ίσον έχων εν τίνι το πλέον έχεις, ειπέ, ώστε άνθρωπον όντα δεσπότην ανθρώπου σεαυτόν οίεσθαι; (PG 44,665D-668A)». Που σημαίνει: «Απόκτησα δούλους και υπηρέτριες … Βλέπεις το μέγεθος της αλαζονείας; Ο λόγος αυτός αποτελεί ανταρσία κατά του θεού … αφού νομίζει τον εαυτό του κύριο ανδρών και γυναικών, αν μη τι άλλο, ξεπερνά σε υπερηφάνεια την ανθρώπινη φύση … Καταδικάζεις σε δουλειά τον άνθρωπο, που η φύση του είναι ελεύθερη και αυτεξούσια και ορθώνεις δικό σου νόμο απέναντι στο νόμο του Θεού ανατρέποντας το νόμο του που διέπει τη ζωή των ανθρώπων. Αυτόν που πλάστηκε γι αυτό ακριβώς, για να είναι κύριος της γης και που ορίστηκε από τον Πλάστη του να άρχει, αυτόν τον υποτάσσεις στο ζυγό της δουλείας που αντιβαίνει και αντιμάχεται τη θεία διαταγή … Απόκτησα δούλους και υπηρέτριες … Με ποια τιμή, πες μας. Τι βρήκες αντάξιο τους στη φύση; … Κάποιοι γέννησαν εκείνους κι εσένα, κοινή η ζωή σας, ισχύουν εξίσου τα πάθη ψυχής και του σώματος, οδύνη και ευθυμία, χαρά κι αδημονία, λύπη και ηδονή, θυμός και φόβος, νόσος και θάνατος. Διαφέρει καθόλου σ' αυτά ο κύριος από το δούλο; Δεν ανασαίνουν τον ίδιο αέρα; Δεν βλέπουν όμοια τον ήλιο; … Ίδια σκόνη δε θα γίνουν και οι δύο μετά το θάνατο; … Αφού σε όλα είσαι ίσος με τους άλλους, πες μου που πλεονεκτείς ώστε ενώ είσαι άνθρωπος να θεωρείς τον εαυτό σου κύριο ανθρώπου;». Αν λοιπόν η απαράδεκτη αυτή «εξαφάνιση» του θαυμάσιου κειμένου του Νύσσης από τον Ste Croix δεν οφείλεται σε προχειρότητα, τότε οι σκέψεις που περνούν από το μυαλό μας δεν τιμούν καθόλου την επιστημονική υπόσταση του συγγραφέα…
4. Ο de Ste Croix γράφει: «Στην πρώιμη χριστιανική σκέψη δεν βρήκα σχεδόν τίποτε που να φτάνει τουλάχιστον στο σημείο της απόρριψης της δουλείας, όπως συνέβαινε με τις καθαρά θεωρητικές δηλώσεις των ρωμαίων νομομαθών, ότι δηλαδή η δουλεία ‘’είναι αντίθετη στη φύση’’»[11] Α΄: Οι προϋποθέσεις περιορισμού της δουλείας σύμφωνα με τον Χρυσόστομο. Σε αυτή την επανάληψη της μνημειώδους άγνοιας(;) του συγγραφέα, παραπέμπουμε όχι μόνο στο προηγούμενο κείμενο του Γρηγορίου Νύσσης, αλλά και σε ένα ακόμη του Ιωάννου του Χρυσοστόμου! Ο Χρυσόστομος λοιπόν, σε μια από τις ομιλίες του, στην οποία ο καθ. Ιωάννης Αναστασίου αποδίδει περιεχόμενο που αφορά «περιορισμό και κατάργηση της δουλείας»[12], το χριστιανικό κήρυγμα του πατέρα της Εκκλησίας τίθεται απέναντι στη δουλεία ως κατάσταση που εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού. Επειδή η ομιλία χωρίζεται σε δύο μέρη, το ένα από τα οποία αναφέρεται σε μια έκκληση για τον περιορισμό -έστω- της δουλείας, θα τα εξετάσουμε χωριστά. Ο Χρυσόστομος σε έναν από τους λόγους του «Εις την Α΄ Προς Κορινθίους», φαίνεται απόλυτα ρεαλιστής σχετικά με τη δουλεία, αλλά και πρωτοπόρος. Γνωρίζει και αναγνωρίζει την δυσκολία κατάργησης ενός αυτονόητου για την εποχή θεσμού. Όπως μας λέει, οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να ακούσουν ούτε για απελευθέρωση των δούλων, ούτε καν για μείωσή του αριθμού τους: «Οίδα μεν ότι φορτικός ειμι τοις ακούουσιν» PG 61,354). Φυσικά, αυτό το αδιέξοδο δεν είναι ο πρώτος που το συναντά. Το χειρότερο μάλιστα, για την τακτική του Ste Croix είναι ότι αντιλαμβάνεται τον προβληματισμό του Χρυσοστόμου από το αντίστοιχο αδιέξοδο που συναντά ένας πρώην δούλος και ευαίσθητος στο ζήτημα της δουλείας, ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος. Ο Ste Croix αναφέρει τον Επίκτητο, όμως δεν σχολιάζει την ουσία των γραφομένων του, όπου στο έργο του «Διατριβαί» (IV, 1, 32 και εξής), σημειώνει πως συχνά η απελευθέρωση των δούλων τους οδηγούσε σε αδιέξοδο! Ο απροετοίμαστος απελεύθερος έπεφτε στα χέρια χειρότερων εκμεταλλευτών, κινδύνευε ακόμα και με εκπόρνευση και τελικά έφτανε στο σημείο να νοσταλγεί θρηνώντας την εποχή της δουλείας του: «ανακλαίεται και την δουλείαν ποθεί»! Κατά συνέπεια, όταν ακούμε αναφορές στον περιορισμό της δουλείας και ακόμη περισσότερο, στην κατάργηση της δουλείας εκείνη την εποχή, θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε πόσο βαθιά εθισμένες ήταν οι τότε κοινωνίες στην παρουσία και τη χρήση δούλων. Όμως ο Χρυσόστομος πραγματικά γνωρίζει τα προβλήματα και θέτει τους ανθρώπους ενώπιον των ευθυνών και της υποκρισίας τους. Λέει καταρχάς ότι είναι ντροπιαστικό να κατέχουν κάποιοι μεγάλες ομάδες δούλων («περιφέρεις ανδραπόδων αγέλας … ουκ ειδώς ότι τούτο μεν ουν μάλιστά εστι το καταισχύνόν σε;» PG 61,353) και ζητά έστω τον περιορισμό του φαινομένου. Αυτό θα πρέπει να γίνει στη βάση της απόλυτης ανάγκης κάποιου για υπηρετικό προσωπικό ενός ή δύο προσώπων («ει δε και αναγκαίον, ένα που μόνον, ή το πολύ δεύτερον» PG 61,354). Και θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τις λέξεις με τη σημασία τους: απόλυτη ανάγκη σημαίνει ίσως γεράματα, αναπηρία, πάντως ανικανότητα αυτοεξυπηρέτησης. Όμως και πάλι, για τους χριστιανούς, η απόκτησή δούλων πρέπει και οφείλει να γίνεται με γνώμονα την φιλανθρωπία και το αντίθετο αποτελεί υποκρισία («ει δε πολλούς συνάγεις, ου φιλανθρωπίας ένεκεν τούτο ποιείς» PG 61,354). Οι ιδέες του Χρυσοστόμου από εδώ και πέρα, είναι απίστευτης εμβέλειας: Ο Χριστιανός λοιπόν που έχει τη δυνατότητα να αγοράσει δούλους, οφείλει να το κάνει από φιλανθρωπία, με σκοπό να τους απαλλάξει από την σκληρότητα του δουλεμπορίου! Δεν θα τους αγοράσει για να τον υπηρετούν («μηδένα εις διακονίαν απασχολήσης την σήν» PG 61,354), αλλά μόνο για να τους ωφελήσει· να τους μάθει δηλαδή τέχνες ώστε να γίνουν αυτάρκεις και όχι έρμαια σε κάθε εκμεταλλευτή, και κατόπιν να τους ελευθερώσει («αγοράσας, και τέχνας διδάξας ώστε αρκείν εαυτοίς, άφες ελευθέρους» PG 61,354)! Και αν κάποιος από αυτούς που αποκτούν δούλους παριστάνει ότι το κάνει από φιλανθρωπία, υπάρχει τρόπος να φανεί η υποκρισία του: πρώτον τους αποκτά για να τον υπηρετούν και όχι για να τους απελευθερώσει, και δεύτερον τους κρατά δεσμευμένους/φυλακισμένους και τους χτυπά («όταν δε μαστίζης, όταν δεσμεύης, ουκέτι φιλανθρωπίας το έργον» PG 61,354). Η ειλικρίνεια του Χρυσοστόμου είναι δεδομένη. Δεν έχει καμία ανάγκη να παραστήσει το δεκανίκι του «συστήματος». Γνωρίζουμε ότι «δεν εκφώνησε κανέναν πανηγυρικό προς τιμήν του αυτοκράτορα»[13]. Στην πραγματικότητα, «καμία πραγματεία Περί βασιλείας -γνήσια ή ψευδεπίγραφη-δεν μας παραδόθηκε με το όνομά του, ούτε με το όνομα ενός άλλου μεγάλου πατέρα της Ανατολής τον 4ο αιώνα … και οι ευκαιρίες για μία θεολογική διάλεξη στο ‘’ανάκτορον’’ δεν θα έλειψαν στον επίσκοπο Κωνσταντινούπολης, εάν πραγματικά ήθελε να τις εκμεταλλευτεί»[14]. Άλλωστε, οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί μας βεβαιώνουν για «τη ‘’συνήθην παρρησίαν’’ του Ιωάννη απέναντι στους κρατούντες», γεγονός στο οποίο οφείλονταν οι «πολλές αντιπάθειες που δημιούργησε ο επίσκοπος στη νέα πρωτεύουσα της Ανατολής»[15]. Κατά συνέπεια, οι θέσεις του πηγάζουν μόνο από τα χριστιανικά του πιστεύω. Και σύμφωνα με αυτά, δεν περιμένουμε να ακούσουμε από τον Χρυσόστομο κάποιο έναυσμα «επίθεσης» από μια κοινωνική τάξη σε μια άλλη. Αφορμή για μια ανακύκλωση της βίας δεν πρόκειται να γίνει ο Χρυσόστομος, καταφέρνοντας απλώς οι πρώην δούλοι να γίνουν κύριοι, και οι πρώην κύριοι, δούλοι, για να αλλάξει αυτό και πάλι αργότερα μέσα σε ένα λουτρό αίματος. Η προτροπή όμως του Χρυσοστόμου να αγοράζει κάποιος δούλους με σκοπό να τους γλυτώσει από τον δουλέμπορο και κατόπιν να τους απελευθερώνει ως καταρτισμένους τεχνίτες, είναι μια θέση που συντρίβει κάθε επιχείρημα του Ste Croix.
Β΄: Η κατάργηση της δουλείας σύμφωνα με τον Χρυσόστομο Ο de Ste Croix όμως, επιθυμεί και αναφορά στην κατάργηση της δουλείας. Επιθυμεί αναφορά στο γεγονός ότι η δουλεία είναι αντίθετη με την ανθρώπινη φύση. Δυστυχώς όμως, ο μαρξιστής συγγραφέας, τάχα, «δεν κατάφερε να βρει» την ομιλία του Χρυσοστόμου, του μεγαλύτερου ίσως πατέρα της Εκκλησίας του 4ου αιώνα, όπως «δεν βρήκε» και του Νύσσης άλλωστε. Ας ακούσουμε λοιπόν τον Χρυσόστομο να μας μιλάει, εκτός από τον περιορισμό της δουλείας, και για το ασύμβατο της κατοχής δούλων με τον Χριστιανισμό και με τον Νόμο του Θεού: «Ο Θεός έκανε τους ανθρώπους αυτάρκεις ως προς το να υπηρετούν και τους εαυτούς τους αλλά και τον πλησίον. Και αν δεν πιστεύεις, άκουσε τον Παύλο που λέει «για τις ανάγκες τις δικές μου και των συνοδών μου δούλεψαν αυτά εδώ τα χέρια» (Πραξ. 20,34). Εάν ο διδάσκαλος της οικουμένης Παύλος, άξιος του Παραδείσου, δεν ντρεπόταν να υπηρετεί μυριάδες, πως εσύ θεωρείς απαράδεκτο το να μην περιφέρεις μπουλούκια σκλάβων, χωρίς να αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό πιο πολύ ντροπή αποτελεί για σένα; Διότι γι’ αυτό μας έδωσε ο Θεός χέρια και πόδια, ώστε να μην χρειαζόμαστε υπηρέτες. Δεν δημιουργήθηκε λόγω ανάγκης η κατηγορία των δούλων, διότι αν ήταν έτσι, μαζί με τον Αδάμ θα είχε πλασθεί και ένας δούλος. [Η δουλεία] είναι το τίμημα της αμαρτίας και η τιμωρία της παρακοής. Όμως, όταν ήλθε ο Χριστός, έβαλε ένα τέλος και σε αυτό. ‘’Χάρη στον Ιησού Χριστό, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος’’ (Γαλ. 3,28). Άρα, δεν είναι απαραίτητο να έχεις σκλάβο […] Αν ενδιαφέρεσαι γι’ αυτούς, κανέναν δεν θα απασχολήσεις για την προσωπική σου υπηρεσία, αλλ’ αφού τους αγόρασες και τους δίδαξες τέχνες ώστε να είναι αυτάρκεις, άστους ελεύθερους. Όταν μαστιγώνεις, όταν βάζεις δεσμά, αυτό δεν είναι έργο φιλανθρωπίας […] Και γνωρίζω ότι είμαι φορτικός σε όσους με ακούν» (‘’Εις την Προς Κορινθίους Α΄ Επιστολή’’, PG 61,353-354).
Επίλογος Τελικά, ήταν μάλλον πολλά αυτά που «δεν βρήκε» ο Ste Croix… Μα τι είδους «έρευνα» έκανε όταν δεν έψαξε τα κείμενα των μεγαλύτερων Πατέρων της Εκκλησίας;! Αυτοί λοιπόν που ανάρτησαν το εν λόγω κείμενο του Ste Croix, όπως και αυτοί που το διάβασαν, ας είναι πλέον υποψιασμένοι για τα έργα των στρατευμένων ιστορικών. Αν μη τι άλλο, από εδώ και πέρα ο Ste Croix πρέπει να αντιμετωπίζεται με καχυποψία διότι όπως γράψαμε και αρχικά, οι αποσιωπήσεις του είναι εκκωφαντικές. Κλείνοντας, δεν μπορούμε να μην παραπέμψουμε τον αναγνώστη στο εξαιρετικό κείμενο του Θεολόγου Θεόδωρου Ρηγινιώτη, ο οποίος στο άρθρο του «Αγάπη, ελευθερία και δουλεία στον απόστολο Παύλο», αναπτύσσει ένα σύνολο εξαιρετικών επιχειρημάτων ενάντια σε κάθε στρατευμένη αντιμετώπιση της Εκκλησίας. Σημειώσεις [1] Βλ. Λαπαβίτσας Κώστας, «Χρήμα και αξία στη μαρξιστική πολιτική οικονομία», στο περιοδ. Ουτοπία, τεύχ. 28 (1998), εκδ. Στάχυ, σελ. 122, σημ. #19. [2] De Ste. Croix, G. E. M., «Ο χριστιανισμός και η Ρώμη, διωγμοί, αιρέσεις και ήθη», ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελ. 237. [3] Βλ. Μηλιός Γιάννης, «Η κριτική του Λεκατσά στον Κορδάτο και η σημασία της», στο περιοδ. Ουτοπία, τεύχ. 20 (1996), εκδ. Στάχυ, σελ. 169 (και βιβλιογραφία, σελ. 173). [4] De Ste. Croix, G. E. M., «Ο χριστιανισμός και η Ρώμη…», ό.π., σελ. 276. [5] Πατρώνος Π. Γεώργιος, «Θέματα Θεολογίας της Καινής Διαθήκης», τέυχος Α' - «Το Αποστολικό Κήρυγμα στην πρώτη Εκκλησία», Αθήνα 1985, σελ. 46. [6] Πατρώνος Π. Γεώργιος, «Θέματα Θεολογίας…», ό.π., , σελ. 106-107. [7] Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Είναι ο Απόστολος Παύλος ιδρυτής του Χριστιανισμού;», στο: «Βιβλικές Μελέτες», τόμ. Γ΄ (Βιβλική Βιβλιοθήκη #28), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 31. [8] Αγουρίδης Σάββας, «Αποστόλου Παύλου Πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 120-122. [9] De Ste. Croix, G. E. M., «Ο χριστιανισμός και η Ρώμη…», ό.π., σελ. 313. [10] De Ste. Croix, G. E. M., «Ο χριστιανισμός και η Ρώμη…», ό.π., σελ. 282. [11] De Ste. Croix, G. E. M., «Ο χριστιανισμός και η Ρώμη…», ό.π., σελ. 285. [12] Αναστασίου Ιωάννης, «Ανθολογία πηγών Εκκλησιαστικής Ιστορίας», τόμ. Α΄, τεύχ. Α΄ (Α΄- ΙΑ΄αι.), Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 537. [13] Μποζίνης Κωνσταντίνος, «Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος για το Imperium Romanum», Καρδαμίτσας, Αθήνα 2003, σελ. 31. [14] Μποζίνης Κωνσταντίνος, «Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος…», ό.π., σελ. 35. [15] Μποζίνης Κωνσταντίνος, «Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος…», ό.π., σελ. 34, σημ. #9. |
Δημιουργία αρχείου: 11-5-2011.
Τελευταία ενημέρωση: 11-5-2011.