Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Η Επιστολή του αγίου Ιακώβου και οι αδικίες εις βάρος των φτωχών * Πλούτος και φτώχεια * Η Επιστολή του Αγ. Ιακώβου και η γνώμη του Λουθήρου γι' αυτήν

Καθολική Επιστολή Ιακώβου

Ένα κόσμημα της Καινής Διαθήκης

Μαρία Σκαμπαρδώνη

Φοιτήτρια Θεολογίας και Δημοσιογράφος

 

Ανέκαθεν, θεωρούσα την Επιστολή του Ιακώβου ένα κόσμημα της Καινής Διαθήκης, μία από τις πιο γεμάτες ριζοσπαστικά μηνύματα επιστολές της Καινής Διαθήκης. Και ένα από τα ομορφότερα κείμενα που έχω διαβάσει γενικότερα σε ολόκληρη τη ζωή μου.

 

Ο συγγραφέας τής Επιστολής αυτής Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, φαίνεται να συνέγραψε την επιστολή Ιακώβου στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 45 και του 48 μ. Χ. Ο ίδιος φαίνεται και να την απηύθυνε εξ Ιεροσολύμων προς τους ανά τα έθνη εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, πριν την Αποστολική Σύνοδο (50 μ. Χ).

Μπορούμε να διακρίνουμε το παραινετικό και συμβουλευτικό του ύφος, το οποίο αναδεικνύει την ηγετική και αξιοσέβαστη θέση του ίδιου στον Χριστιανικό κόσμο της εποχής εκείνης.

 

Η αξία της επιστολής τού Ιακώβου

Η αγάπη μου για τη συγκεκριμένη επιστολή, έγκειται στο γεγονός πως βλέπω σε εκείνην την περιγραφή των γνωρισμάτων που καθιστούν έναν άνθρωπο ουσιαστικά πιστό: Την αγάπη προς τον άνθρωπο, την απουσία της κατάκρισης και της κριτικής, η οποία είναι δημιουργημένη από κοινωνικές πεποιθήσεις, την αποφυγή της προσωποληψίας και την έμπρακτη βοήθεια σε εκείνον που έχει ανάγκη ουσιαστική.

Πρόκειται για μία Επιστολή μεστή κοινωνικών μηνυμάτων και ριζοσπαστικών αντιλήψεων που εισάγουν την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής εκείνης σε μία καινούργια κοσμοθεωρία.

Ένα από τα κυριότερα μηνύματα της επιστολής αυτής είναι η στάση μας απέναντι στον πλούτο και η καταπολέμηση της κοινωνικής ανισότητας που δημιουργεί η φτώχεια ανάμεσα στους ανθρώπους. Και η ανισότητα δεν εκφράζεται μονάχα στο γεγονός ότι ο φτωχός αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες για την επιβίωσή του· περιλαμβάνει και τις διακρίσεις που βιώνει από τους ανθρώπους γύρω του, οι οποίοι τείνουν να θαυμάζουν και να προτιμούν περισσότερο τους οικονομικά πιο εύρωστους και ευκατάστατους συνανθρώπους τους.

Ο «δούλος του Θεού και του Κυρίου Ιησού Χριστού» Ιάκωβος, ψέγει την μεροληπτική στάση ορισμένων διδασκάλων απέναντι στους φτωχούς πιστούς και διδάσκει τους παραλήπτες να αποφεύγουν την προσωποληψία η οποία στηρίζεται στη λαμπερή και πλούσια εμφάνιση και την κοινωνική καταξίωση εις βάρος των φτωχών και άσημων πιστών της Εκκλησίας.

Ο αδελφόθεος Ιάκωβος προτρέπει τους πιστούς να δείχνουν τον ίδιο σεβασμό σε κάθε άνθρωπο και να μην κάνουν διακρίσεις, εμπνεόμενοι  από τις κοινωνικές πεποιθήσεις περί επιτυχίας και οικονομικής ευρωστίας. Οι οποίες όμως, δεν εμπνέονται από την Ευαγγελική παραίνεση και προτροπή «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν».

Στο κεφάλαιο 5 της ίδιας επιστολής, βλέπουμε ξανά τον Απόστολο να προτρέπει τους σκληρούς πλουσίους να μη στηρίζονται στον πλούτο τους και να μη φέρονται σκληρά σε εκείνους που εργάζονται για αυτούς, γνωρίζοντας πως υπάρχει και θεία δικαιοσύνη. Μία υπενθύμιση σε κάθε άνθρωπο ο οποίος αδικεί και είναι σκληρός σε εργαζόμενους για εκείνον, μη αποδίδοντας αυτά που οφείλει.

Ιακ. 5: 4: "ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ' υμών κράζει, και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα Κυρίου Σαβαώθ εισεληλύθασιν".

Σε μία εποχή όπως η δική μας, όπου η οικονομική και κοινωνική ανισότητα αποτελούν την κυριότερη αιτία διακρίσεων των ανθρώπων, πόσο επαναστατική είναι η θεώρηση η οποία σε καλεί να βλέπεις τον Άλλον πάντοτε ως πλησίον! Να μην κρίνεις με τα ανθρώπινα κριτήρια της «επιτυχίας» αλλά να τον αγκαλιάζεις το ίδιο. Να βάζεις το ίδιο ψηλά στην κρίση σου εκείνον που είναι ντυμένος με ακριβά ρούχα, με εκείνον που μπορεί να είναι ενδεδυμένος φτωχά.

Ο αδελφόθεος Ιάκωβος μας τονίζει ότι αυτό που καθιστά την πίστη ζωντανή, δεν είναι τα λόγια, αλλά τα έργα. Και τονίζει, μάλιστα, πως δείγμα αληθινής πίστης είναι η συμπόνια και η επίσκεψη στους φτωχούς και παραμελημένους του κόσμου αυτού.

Ένα επαναστατικό κοινωνικό μήνυμα της συγκεκριμένης επιστολής, είναι η αλλαγή της αντίληψής μας απέναντι στους ανθρώπους και η διαφορετική τους αντιμετώπιση, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τα υπάρχοντα κοινωνικά στερεότυπα που μας διαχωρίζουν.

Για τον Απόστολο Ιάκωβο, η πίστη είναι πράξη και ουσιαστική αγάπη, όχι μόνο μία τυπική κατάσταση. Στο κεφάλαιο 3, γίνεται μία εκτενή αναφορά στο πόσο βλαπτική μπορεί να γίνει η χρήση της γλώσσας όταν στρέφεται εναντίον των συνανθρώπων μας με λόγια μίσους και κακίας. Η γλώσσα είναι το πιο αδάμαστο μέλος του σώματος, χειρότερο και από τα πιο άγρια θηρία, η οποία μπορεί να πληγώσει και να σκοτώσει ψυχικά τον άλλον με λόγια που στάζουν ειρωνεία και κακία.

Ο άνθρωπος που πιστεύει ουσιαστικά, προσπαθεί να αποφεύγει τα λάθη που δημιουργεί η σκληρή χρήση της γλώσσας και μαθαίνει να βλέπει τους Άλλους ως εικόνες Θεού, δίχως να εξετάζει την κοινωνική τους διαφοροποίηση ή την οικονομική τους κατάσταση.

"Αδελφοί, μη καταλαλείτε ο ένας τον άλλον· όποιος καταλαλεί αδελφό, και κρίνει τον αδελφό του, καταλαλεί τον νόμο, και κρίνει τον νόμο· και αν κρίνεις τον νόμο, δεν είσαι εκτελεστής τού νόμου, αλλά κριτής". (Ιακ. 4: 11).

Αναμφίβολα, η Επιστολή του Ιακώβου είναι επαναστατική, εγκαινιάζει μία διαφορετική θεώρηση της έννοιας του ανθρώπου και απελευθερώνει το άτομο από τα δεσμά των κυρίαρχων κοινωνικών προτύπων που είναι εσωτερικευμένα μέσα του.

Δημιουργία αρχείου: 21-4-2022.

Τελευταία μορφοποίηση: 21-4-2022.

ΕΠΑΝΩ