Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιστορικά θέματα, Ορθοδοξία και Ρωμιοσύνη

Είναι οι αρχές του Μοναχισμού διδασκαλίες του Κυρίου ή της ύστερης Εκκλησίας; * Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της Ψηφιακό Βιβλίο * Τα Μοναστήρια ως αναγκαιότητα διαφύλλαξης τής εκκλησιαστικής ζωής * Η σπουδαιότητα του Ησυχασμού στην ιστορία του γένους * Ο αναλλοίωτος Ορθόδοξος Μοναχισμός ελπίδα στην ανατολή της 3ης Χιλιετίας * Βυζάντιο και Μοναχισμός

Το ανύπαρκτο «τάγμα των Στρατιωτικών Καλογέρων» στο Βυζάντιο:

η φαντασία του Κων/νου Σάθα και η ελαφρότητα του διαδικτύου

Papyrus 52

 

 

Στο σημερινό άρθρο μας θα διαψεύσουμε ένα δήθεν ιστορικό γεγονός που μόνο ως ιστορική φάρσα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, το οποίο κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και εκτός άλλων αναρτήθηκε στη δημοφιλή ιστοσελίδα HuffPost Greece.

 

Προλεγόμενα

Τίτλος του συγκεκριμένου δημοσιεύματος είναι, «Οι άγνωστοι πολεμιστές- καλόγεροι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (βλ. ΕΔΩ), όμως παρόμοια δημοσιεύτηκαν (ή αναδημοσιεύτηκαν επεξεργασμένα) και σε άλλες ιστοσελίδες με τίτλους όπως, «Το Τάγμα των Στρατιωτικών Καλογέρων των Ρωμαίων της Ανατολής» και άλλους αντίστοιχους.

Όπως θα δούμε, η πατρότητα αυτού του σεναρίου επιστημονικής φαντασίας ανήκει στον ακούραστο αλλά ιδιόρρυθμο μεσαιωνοδίφη του 19ου αιώνα Κων/νο Σάθα, ο οποίος μέσα από απίθανες παρανοήσεις επάνω στο έργο του αγίου Ευσταθίου Θεσ/νίκης «Επίσκεψις Βίου Μοναχικού», κατάφερε να δημιουργήσει εκ του μηδενός «τάγματα στρατιωτικών καλογήρων» στο Βυζάντιο.

Πριν προχωρήσουμε όμως, οφείλουμε να διευκρινίσουμε τα εξής:

Σε παλαιότερο άρθρο, είχαμε δείξει ότι οι Ορθόδοξοι Μοναχοί σε ακραίες και έκτακτες συνθήκες πράγματι πολέμησαν, όπως για παράδειγμα στην εποχή της Λατινοκρατίας, στις επιθέσεις που δέχτηκε η Κων/πολη στα 1422 και στα 1453, ή στην Επανάσταση του ‘21 (βλ. από ΕΔΩ και κάτω).

Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ συστηματικά, ποτέ θεσμοθετημένα. Όπως δείξαμε, οι Ιεροί Κανόνες, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και η Συμφωνία Πατέρων δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο για να εικάσει κάποιος ότι θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει στράτευμα μοναχών ή κληρικών. Ο Σάθας θα μπορούσε τουλάχιστον ν’ αναρωτηθεί, πού ήταν άραγε αυτός ο «εκκλησιαστικός στρατός» όταν η Εκκλησία υπέμεινε τόσες σφαγές και διώξεις από τους Αρειανιστές (337-378), από τον Αναστάσιο Α΄ (491-518), από τους αιμοσταγείς Εικονομάχους (727-843) ή από τον φιλολατίνο Μιχαήλ Η΄ (1259-1282). Αν η Εκκλησία διέθετε «στρατιωτικές μονάδες» θα τις χρησιμοποιούσε για να προστατευτεί αντί να υπομένει παθητικά τόσα αιματηρά μαρτυρία από τους διώκτες της.

Κατά συνέπεια, στοιχειώδης ιστορική γνώση και απλή λογική, αρκούν για να καταλάβει κάποιος ότι αυτά που περιέγραφε ο Ευστάθιος δεν είχαν καμία σχέση με όσα έπλασε η φαντασία του Σάθα:

 

[ Κουντουράκη Ελένη, «Η αποκατάσταση του Βυζαντίου στη σκέψη και το έργο των νεοελλήνων διανοητών μετά τα μέσα του 19ου αιώνα (1860-1900)» (διδακτ. διατριβή), ΕΚΠΑ 2007, σελ. 267-268 ]

 

Το κλειδί λοιπόν για την κατανόηση του ζητήματος δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Κων/νο Σάθα, αφού τα προβλήματα που προκαλούσε στους ιστορικούς με τις ερμηνείες του είναι γνωστά εδώ και έναν αιώνα.

Τα εικονογραφημένα τεκμήρια που ακολουθούν, είναι αρκετά για κατανοήσουν το σφάλμα τους όσοι εμπιστεύτηκαν τυφλά τις απόψεις του Σάθα χωρίς πρώτα να τις διασταυρώσουν.

 

1. Ο παραδοξολόγος Κων/νος Σάθας

Σύμφωνα λοιπόν με όσα γράφει ο Παύλος Καρολίδης, ο οποίος συμπλήρωσε την Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου, αν και η αξία του λοιπού έργου του Σάθα παραμένει μεγάλη, εντούτοις αναγνωρίζεται πως οι «παραδοξολογίες» του ήταν ένα «σύνηθες» φαινόμενο:

 

[ «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμ. 3Α΄. ‘Από του Ιουστινιανού μέχρι Λέοντος του Γ΄’, έκδ. 6η, Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1932, σελ. 246 ]

 

Τα ίδια δυστυχώς σημειώνει και ο Νικόλαος Πολίτης επισημαίνοντας τις «αυθαίρετες ερμηνείες» και «εικασίες» του Σάθα:

 

[ Πολίτης Ν.Γ., «Μελέται περί του Βίου & της Γλώσσης του Ελληνικού Λαού», τόμ. Β΄ (Παραδόσεις), εν Αθήναις 1904, σελ. 1166 ]

 

Τις ίδιες απόψεις εξέφρασε και ο καθ. Αδαμάντιος Αδαμαντίου:

 

 

[ Λαογραφία 8 (1921), σελ. 285 ]

 

Επίσης, για τις «εσφαλμένες κρίσεις», «παραδοξολογίες», «συγχύσεις», «απαράδεκτες εικασίες» αλλά και την ελλιπή «φιλολογική κατάρτιση» του Σάθα έκανε λόγο και ο αξιόλογος ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος:

 

[Λήμμα: «Κων/νος Σάθας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 10 (1967), στ. 1117-1118 ]

 

Κλείνοντας παραθέτουμε μία ακόμη ανάλογη κρίση, από τον εξέχοντα φιλόλογο Στυλιανό Αλεξίου:

 

[ Αλεξίου Στυλιανός, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου», 2η ανατύπ. βελτιωμένη, Εστία, Αθήνα 2005, σελ. 68 ]

 

Βλέπουμε λοιπόν πως όσο σπουδαίο και πολύτιμο ήταν το κοπιώδες ιστοριοδιφικό έργο του Σάθα, αντιστρόφως ανάλογη ήταν η ικανότητα του να διατυπώνει αξιόλογες ιστορικές κρίσεις και ερμηνείες. Στη βιβλιογραφία αυτό αποτελεί κοινό τόπο και θα ήταν περιττό να παραθέσουμε δεκάδες παρόμοια συμπεράσματα που μας αναγκάζουν να στεκόμαστε πάντα επιφυλακτικοί απέναντι στις εικασίες του Κων/νου Σάθα μέχρι να τις διασταυρώσουμε.

Εύλογα όμως θα ρωτούσε κάποιος: έχει ευθύνη κάποιος διαδικτυακός αρθρογράφος όταν επικαλείται ως πηγή έναν πασίγνωστο και πολυγράφο λόγιο όπως ο Σάθας;

Ασφαλώς η επίκληση βιβλιογραφίας δείχνει καλές προθέσεις και διαφοροποιεί πολύ τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα από τις σαπουνόφουσκες και τα hoaxes που ταλαιπωρούν το διαδίκτυο. Όμως, δεν είναι δυνατόν να επαναπαυόμαστε όταν η μοναδική, ουσιαστικά, πληροφορία που διαθέτουμε για ένα ιστορικό γεγονός χρονολογείται από το 1885. Είμαστε υποχρεωμένοι για την ασφάλεια των γραφομένων μας ν’ αναζητήσουμε και τις απόψεις νεώτερων ερευνητών διότι και λάθη γίνονται, και οι ερμηνείες αλλάζουν και νέες πηγές εμφανίζονται με το πέρασμα του χρόνου. Επίσης, η ευθύνη ενός αρθογράφου είναι προφανής όταν παραδέχεται ότι δεν βρίσκει άλλα στοιχεία που να επαληθεύουν τη συγκεκριμένη ιστορία:

 

Το γεγονός ότι «δεν υπάρχουν άλλα γνωστά στοιχεία» αποτελεί «καμπανάκι» που πρέπει να προκαλεί τις υποψίες μας. Παρόμοια παραδοχή συναντήσαμε και σε άλλη ανάρτηση για το ίδιο θέμα:

 

Βλέπουμε και εδώ το ίδιο αδιέξοδο: καμία άλλη πληροφορία, εκτός από τις ερμηνείες του Σάθα επάνω στο κείμενο του Ευσταθίου

 

2. Σε ποιους αναφερόταν τελικά το κείμενο του αγίου Ευσταθίου;

Ο Κων/νος Σάθας λοιπόν, παρερμηνεύοντας σε βαθμό ακραίο όσα έγραψε ο Ευστάθιος, δημιούργησε μια ανύπαρκτη ιστορία για δήθεν «στρατιωτικούς μοναχούς» και την ενέταξε σε μια μελέτη του με τίτλο, «Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής» η οποία δημοσιεύθηκε στο παλαιό περιοδικό «Εστία» σε 15 συνέχειες, από το τεύχος αρ. 492 (2 Ιουνίου 1885) έως το αρ. 506 (8 Σεπτεμβρίου 1885). Κατόπιν όλες οι συνέχειες ενώθηκαν σε μια αυτοτελή έκδοση (τύποις Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις 1885) στις σελίδες 7-8 της οποίας, διαβάζουμε τα εξής:

«Οι Βυζαντινοί όμως είχον τάγματα στρατιωτικών καλογήρων, εφίππων μάλιστα, τους οποίους περιγράφει ούτως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης: ‘Ω του των Μελαγχλαίνων τούδε φουσάτου»!

Απίστευτο κι όμως αληθινό: ο ποιητικός οίστρος του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης (12ος αι.) ο οποίος περιέγραφε με αγανάκτηση κάποιους άθλιους εκπροσώπους του λεγόμενου αδέσποτου μοναχισμού της εποχής του[1], ερμηνεύτηκε από τον Σάθα ως δήθεν θεσμοθετημένο «στράτευμα μοναχών», ενώ επρόκειτο απλώς για έναν ευφυέστατο παραλληλισμό με τη βαρβαρική σκυθική φυλή των Μελαχλαίνων την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος (ζούσαν κάπου στη σημερινή Μόσχα):

 

Ο άγιος Ευστάθιος, ως σπουδαίος φιλόλογος, αντλεί από την αρχαιογνωσία του εικόνες για να παρομοιάσει την απαράδεκτη συμπεριφορά κάποιων μοναχών οι οποίοι περιφέρονταν μαυροφορεμένοι και αδέσποτοι σε πόλεις και χωριά, κυκλοφορώντας έφιπποι ή και ένοπλοι ακόμα (για κυνήγι και αυτοπροστασία), χωρίς να υπακούν σε κανέναν εκκλησιαστικό θεσμό εκτός ίσως από κάποιον ηγούμενο που θα τους χρησιμοποιούσε για να δημιουργήσει φασαρίες και οχλαγωγίες, αν τυχόν θιγόταν το μοναστήρι του από εκκλησιαστικές αποφάσεις ή κτηματικές διεκδικήσεις των γειτόνων του.

Δυστυχώς όμως, ο Σάθας νόμισε ότι επρόκειτο για μοναχικά «στρατιωτικά τάγματα» και τα ατοπήματα του γίνονται φανερά όταν διαβάσουμε προσεκτικά κάποια σημεία στο περίφημο απόσπασμα που δήθεν αναφέρεται σε «στρατό μοναχών»:

 

Πώς είναι δυνατόν η παραπάνω περιγραφή να αφορά πολεμιστές που πηγαίνουν σε «μάχη» κρατώντας ρόπαλο, και να γράφει ότι χτυπούν με αυτό «εάν πλησιάσει κάποιος που τον μισούν» (“εί τιςεμπελάσει μισούμενος”); Μοιάζουν εντελώς ανεξήγητα ο υποθετικός σύνδεσμος, το «πλησιάζω» και το «μισούμενος» διότι αναρωτιέται κανείς: είναι δυνατόν να μιλάει για πολεμιστή, ο οποίος εμπλέκεται στη μάχη μόνο αν τον πλησιάσουν, και χτυπάει μόνο αφού διαπιστώσει ότι αισθάνεται μίσος για τον επιτιθέμενο εχθρό;! Αυτά είναι τόσο ασυνάρτητα που πραγματικά απορεί κανείς αν ο Σάθας κατάλαβε τι έγραφε το κείμενο…

Αλλά και παρακάτω, δεν είδε ότι ο Ευστάθιος περιγράφει σκηνές κυνηγιού και τελικά οι δήθεν «στρατιώτες» είναι μάλλον… κυνηγοί που έχουν μαζί τους σκυλιά (“κύνες”) και κυνηγετικά αρπακτικά πουλιά (“θηρατικοί όρνις”) για να πιάνουν το θήραμα (“θήρας”) και γι’ αυτό οι στόχοι τους αναφέρονται στο ουδέτερο γένος (“σκοτώνουν αυτά που δεν τους έφταιξαν σε τίποτα” = “τα μηδέν αίτια καταβάλλουσιν”); Τι σχέση έχουν όλα αυτά με «στράτευμα»;!

Στην πραγματικότητα λοιπόν ο Ευστάθιος περιγράφει άθλιες συμπεριφορές κάποιων μοναχών που κυνηγούν έφιπποι με τόξο και κουβαλούν ραβδιά για αυτοάμυνα κάνοντας τους παλικαράδες αν τους πλησιάσει κάποιος με εχθρικές διαθέσεις (“ει τις αυτοίς εμπελάσει”), μια διαγωγή εντελώς απαράδεκτη και αντίθετη με τους όρκους που έδωσαν. Γι’ αυτό οι απλοί άνθρωποι του λαού τους χλευάζουν (“μώμος”) όταν τους βλέπουν σε αυτή την κατάντια.

Έτσι άλλωστε εξηγούνται όσα έγραψε στην εισαγωγή του κειμένου ο άγιος Ευστάθιος, περιγράφοντας την εμπειρία του ως Επίσκοπος τέτοιων μοναχών:

 

Βλέπουμε λοιπόν πως ο Ευστάθιος καταγράφει την ευχή και επιθυμία του να συνετιστούν χωρίς επιτίμια (εκκλησιαστικές ποινές) οι παραστρατημένοι μοναχοί της δικαιοδοσίας του (“περί εμέ”) και να επιστρέψουν, με τη βοήθεια και των άλλων μοναχών, σε συμπεριφορές που αρμόζουν στο ράσο τους.

Από αυτό αλλά και από το σύνολο του κειμένου το οποίο πρέπει να το διαβάσει κανείς ολόκληρο για να καταλάβει το πνεύμα του, γίνεται φανερό ότι η παραβατικότητα των παραστρατημένων μοναχών δεν είχε πάρει διαστάσεις τέτοιες που να απαιτείται σύλληψη ή εξόντωση τους διαφορετικά ο Ευστάθιος θα ζητούσε τη συνδρομή του στρατού για την πάταξή τους και δεν θα μιλούσε απλά για τρόπους «βελτίωσης» της συμπεριφοράς τους. Γι’ αυτό, μεγάλο μέρος του κειμένου αφιερώνεται σε συμβουλές και υπενθύμιση των φοβερών μοναχικών όρκων αφού τα προβλήματα ηθικής είναι σε κάθε περίπτωση σοβαρά και αφορούν ανυπακοή προς τον Επίσκοπο, έπαρση, τρυφηλότητα, κουτσομπολιό, υποκρισία, φιλοχρηματία και κτηματικές διεκδικήσεις.

Παρά το γεγονός λοιπόν ότι τα γραφόμενα του Ευσταθίου μπορεί να οδηγήσουν σε παρανοήσεις, γίνεται φανερό και από τα παρακάτω αποσπάσματα ότι οι απειθείς μοναχοί δεν ζουν ως κοινοί εγκληματίες με δράση ληστρική, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να παριστάνουν στην κοινωνία τους «αγίους», τους «ηθικούς» και τους «σεβάσμιους»:

 

Δεν πρέπει να μας παρασύρει ούτε η στρατιωτική ορολογία που πολλές φορές χρησιμοποιεί ο Ευστάθιος για να καταγγείλει τις μεθοδεύσεις των δήθεν «καλοσυνάτων» μεγαλόσχημων μοναχών οι οποίοι δρουν σαν «στρατηγοί»: διαλέγουν να έχουν υπό τις εντολές τους νεοείσακτους μοναχούς χαμηλής ηθικής στάθμης ώστε αν χρειαστεί, να δημιουργούν μεθοδευμένες εντάσεις προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους:

 

Δυστυχώς, τέτοιες εικόνες που συχνά χρησιμοποιεί ο άγιος Ευστάθιος στο κείμενο του, κατάφεραν να παρασύρουν τον Σάθα σε απίστευτες παρανοήσεις με χαρακτηριστικότερη βέβαια την παρακάτω:

 

Μόνο όποιος διαβάσει προσεκτικά ολόκληρο το εκτενέστατο κείμενο, μπορεί να καταλάβει ότι τα παραπάνω δεν είναι παρά μία από τις συνήθεις ειρωνείες του Ευσταθίου προς αυτούς τους υποκριτές μοναχούς που επιτίθενται ύπουλα, με οργανωμένες συκοφαντίες και οχλαγωγίες κατά του Επισκόπου τους και κάθε άλλου που τον θεωρούν εμπόδιο στο αυτοδιοίκητο που επιθυμούν να έχουν στο μοναστήρι και την περιουσία του. Γι’ αυτό τους παρομοιάζει με τους βάρβαρους Σκύθες «Μελάγχλαινους», καθώς ταιριάζει η εικόνα και με τη συμπεριφορά τους αλλά και με το μαύρο χρώμα του ράσου τους!

 

Βεβαίως δεν θα πρέπει κανείς να υποθέσει ότι η κατάπτωση αυτή αφορά όλους τους μοναχούς της Θεσσαλονίκης. Το πρόβλημα εντοπίζεται συγκεκριμένα σ’ αυτούς που επιλέγουν να μένουν αδέσποτοι (“εκτός της ποιμαντορικής μου ευθύνης”) δηλαδή να μην υπακούν στον Επίσκοπο τους:

 

Αυτό επιβεβαιώνεται και από ένα άλλο εδάφιο όπου η ευθύνη καταλογίζεται ακόμα πιο συγκεκριμένα σε έναν περιορισμένο αριθμό μεγαλόσχημων μοναχών που προφανώς αποδέχονταν στη συνοδεία τους άτομα εντελώς ακατάλληλα, με μοναδικό σκοπό να προστατεύουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην εκκλησιαστική ζωή της Θεσσαλονίκης:

 

 

Επίλογος

Ουδέποτε λοιπόν υπήρξαν «στρατιωτικά τάγματα» έφιππων μοναχών στο Βυζάντιο, παρά μόνο στην καλπάζουσα φαντασία του ιδιόρρυθμου Κων/νου Σάθα. Γι’ αυτό άλλωστε οι διαδικτυακοί συντάκτες δεν μπόρεσαν βρουν άλλες πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν τις απόψεις του. Έγινε έτσι κατανοητό πως για τόσο παλαιές ιστορικές απόψεις πρέπει να επιδιώκεται πάντα η επαλήθευση και η διασταύρωση τους με έργα νεώτερων ιστορικών.


Σημειώσεις

[1] Βλ. το εκτενές έργο του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης με τίτλο, «Επίσκεψις Βίου Μοναχικού», Patrologiae Graeca [PG] 135,729-910. Το απόσπασμα που παρέσυρε τον Σάθα σε απίστευτες ερμηνείες βρίσκεται στην PG 135,868D-869. Κυκλοφορεί και μετάφραση του κειμένου μαζί με το πρωτότυπο στην έκδοση: Καλαϊτζάκης Φάνης (επιμ. - μτφρ.), «Τι φλυαρεί ο μέγας παπάς; Επίσκεψις βίου μοναχικού», Σαββάλας, Αθήνα 2003. Όλα τα αποσπάσματα του Ευσταθίου στο παρόν άρθρο προέρχονται από το εν λόγω βιβλίο του Φάνη Καλαϊτζάκη.

Δημιουργία αρχείου: 27-10-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 27-10-2017.

ΕΠΑΝΩ