Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Εθνικά θέματα

Ο Εθνικισμός είναι αίρεση // Το πολιτικό πρόβλημα του νέου Ελληνισμού // Έθνος, Εθνικισμός και Ορθόδοξο φρόνημα // Ο Ξένος Θεός και οι ξένοι μετανάστες // Κατά τού Ρατσισμού και τής Ξενοφοβίας // Η "Διεθνής" τού Εθνικισμού

Ερώτηση: Είναι κακό να είσαι εθνικιστής, όχι με την έννοια του φανατισμού που φθάνει και σε ακρότητες;

 

Αναδημοσίευση από: http://www.orthros.eu

 

Απάντηση:

Πρώτ' απ' όλα θα δώσουμε κάποιους ορισμούς των λέξεων έθνος, εθνικισμός, πατριωτισμός και εθνισμός για να γίνει πιο κατανοητή η απάντηση. Στη συνέχεια πρέπει να πούμε πως στην απάντηση βοήθησαν η ίδια η Αγία Γραφή, αλλά και κείμενα του αγίου Κοσμά του  Αιτωλού, του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, του γέροντα Παϊσίου, του Φώτη Κόντογλου, του Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ Οικονόμων και του αιδεσιμ. πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού.

Το έθνος είναι μία ανθρώπινη κοινότητα συγγένειας και ειδικότερα μία οριοθετημένη, γεωγραφικά εκτεταμένη κοινότητα που διαθέτει χρονικό βάθος και βασίζεται στο βιολογικό γεγονός της γέννησης.

Ο όρος «έθνος», μαζί με τα συνώνυμά του, αποφορτίζεται εκκλησιαστικά από το παλαιό νόημά του και αναφορτίζεται (=ενέργεια που χαρακτηρίζει όλη τη θεολογική γλώσσα του Χριστιανισμού) με έννοια πνευματική - πολιτιστική, στα όρια της νέας υπαρξιακής και υπαρκτικής γεννήσεως των Χριστιανών (βλ. Ιω. α΄,13: «οι εκ Θεού εγεννήθησαν»). Αυτή η νέα συνείδηση και πραγματικότητα εκφράζεται στην Αποκάλυψη (κεφ. ε΄, 9-10): «...Άξιος ει λαβείν το βιβλίον και ανοίξαι τας σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης και ηγόρασας τω Θεώ ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους». Η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, είναι ο νέος κόσμος, η νέα «εν Χριστώ» κοινωνία.

Η Εκκλησία, ως εν Χριστώ κοινωνία, με τη λατρεία της κυρίως, διασώζει, εις πείσμα της πολιτικής και διπλωματίας, την ενότητα και οικουμενικότητα της Ρωμανίας / Βυζαντίου, με ενωτικό σύνδεσμο την ορθόδοξη πίστη.

Στην Καινή Διαθήκη «έθνη» αποκαλούνται οι ειδωλολάτρες - εθνικοί, οι μη Ιουδαίοι και οι μη χριστιανοί. Αυτό εννοεί π.χ. ο Χριστός στην «επί του όρους» ομιλία, λέγοντας: «πάντα γαρ ταύτα τα έθνη επιζητεί» (Ματθ. στ΄, 32). Την ίδια έννοια έχει και ο λόγος για «έλληνες» στο Ιω. ιβ΄, 20. Πρόκειται για «εθνικούς» (ειδωλολάτρες) προσηλύτους. Αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί για τους σημερινούς εθνικιστές, οι οποίοι, στηριζόμενοι σε ανεπιστημονικές μυθοπλασίες, βλέπουν στο χωρίο αυτό πράγματα άσχετα προς την ιστορική αλήθεια.

Ο Χριστός παραδόθηκε στα «έθνη» (=εθνικούς) (Ματθ. κ΄, 19). Η εντολή του, όμως, μετά την ανάστασή του είναι «πορευθέντες, μαθητεύσατε (=κάμετε μαθητές - χριστιανούς) πάντα τα έθνη» (=λαούς) (Ματθ. κη΄, 19). Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις ο όρος «έθνος» (ή «έθνη») έχει κυρίως πνευματική - θρησκευτική και όχι φυλετική σημασία. Σημαντικό, όμως, είναι, ότι ήδη στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται ο όρος «έθνος», πάλι με πνευματική έννοια, για να δηλώσει δηλαδή το σώμα των πιστών, τον «λαό του Θεού», το «έθνος άγιον» (Α' Πέτρ. β΄, 9). «Έθνος άγιον» και «λαός του Θεού» ταυτίζονται νοηματικά και σημαίνουν το «Σώμα του Χριστού», την Εκκλησία, με υπόβαθρο καθαρά α-φυλετικό.

Έτσι, οδηγούμαστε στο Γαλ. γ΄, 27 , όπου ορίζεται από τον Απ. Παύλο, ότι οι βαπτισμένοι «εις Χριστόν» (=όσοι «πέθαναν» και αναγεννήθηκαν στο Σώμα του Χριστού) έχουν ντυθεί τον Χριστό και έτσι, «ουκ ένι Ιουδαίος ή Έλλην». Μέσα στην Εκκλησία δεν υπάρχουν πια διαφορές (φυλετικές - ταξικές), αφού η ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας ενώνει, ενώ οι όποιες άλλες ιδιότητες χωρίζουν. Όλα αυτά όμως (όπως και στο Κολ. γ΄, 11) σε πλαίσια καθαρά υπερεθνικά και αφυλετικά. Οι πιστοί είναι ίσοι ενώπιον του Θεού, ο Οποίος εξ άλλου δεν είναι «προσωπολήπτης», αφού «εν παντί έθνει ο φοβούμενος αυτόν και εργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αυτώ εστίν» (Πράξ. ι΄, 34). Η πέτρεια έννοια «έθνος άγιον» ταυτίζεται με τον παύλειο όρο «λαός Θεού» (π.χ. Β' Κορ. στ΄, 16: «...και έσομαι αυτών θεός και αυτοί έσονται μοι λαός». Πρβλ. Α' Πέτρ. β΄, 9-10: «Υμείς δε γένος εκλεκτόν..., οι ποτέ ου λαός, νυν δε λαός Θεού», όπου υπεισέρχεται και ο όρος «γένος», δηλωτικός της νέας πνευματικής καταγωγής από τον «δεύτερο Αδάμ» και γενάρχη της νέας ανθρωπότητας, τον Ιησού Χριστό).

Όλ' αυτά τα χωρία, που ενδεικτικά αναφέρθηκαν, σχετίζονται με το νέο έθνος - γένος - λαό, το «Σώμα» του Χριστού, που δεν υποκαθιστά τις οποιεσδήποτε ανθρώπινες και ιστορικές σχέσεις, αφού ανάγει σε μία νέα όχι μόνο ενδοϊστορική, αλλά συνάμα και υπεριστορική πραγματικότητα, σε ένα νέο Θεανθρώπινο κόσμο, που ενώνει τους λαούς της γης σε μία ενότητα, θεμελιωμένη στην άκτιστη «θεία Βασιλεία» (χάρη). Ο χαρακτηρισμός των χριστιανών τον 6ο αιώνα «τρίτον γένος» (genus tertium) ενσαρκώνει τη νέα αυτή συνείδηση και την υπέρβαση των φυλετικών διαιρέσεων, αφού οι «αναγεννημένοι» μέσα από την πνευματική «κοιλία» της Εκκλησίας, το βαπτιστήριο (ή την κολυμβήθρα), κληρονομούν από τον Χριστό μία νέα-διαφορετική φύση, που καταργεί την «πεσούσα» φύση του παλαιού Αδάμ.

Αυτά είναι τα θεμέλια της χριστιανικής ανθρωπολογίας, που ενεργοποιούνται με την ενσωμάτωση του ανθρώπου στην Εκκλησία. Οι ιστορικές - ενδοκοσμικές σχέσεις δεν αναιρούνται, αλλά υπερβαίνονται και ιεραρχούνται. Ο Βαρνάβας, έτσι, και ως απόστολος και συνεργάτης του Παύλου, χαρακτηρίζεται «Κύπριος τω γένει» (Πράξ. δ΄, 36), ο ίδιος δε ο Παύλος δεν αποποιείται την καταγωγή του (Γαλ. α΄, 13 ), αφού ο Θεός των Χριστιανών, ο «πατήρ» του Ιησού Χριστού (Α΄ Ιω. β΄, 23), «εποίησεν εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παντός προσώπου της γης, ορίσας... τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών» (Πράξ. ιζ΄, 25 ). Με αυτά δηλώνεται η ενότητα του ανθρωπίνου γένους λόγω της κοινής ΟΛΩΝ καταγωγής («εξ ενός» αίματος η ανθρώπου) και άρα το αβάσιμο και αντιχριστιανικό του φυλετισμού.

Ο Εθνικισμός (αγγλ. nationalism) είναι πολιτική ιδεολογία που υποστηρίζει με πάθος την ιδέα της εθνικής ταυτότητας για μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων (έθνος), τη διατήρηση της ταυτότητας αυτής αλλά και των ξεχωριστών χαρακτηριστικών των ατόμων που  αποτελούν αυτήν την ομάδα. Η σημερινή χρήση της λέξης Εθνικισμός αναφέρεται στον εθνικό, θρησκευτικό ή στρατιωτικό εθνικισμό.

Ο εθνικισμός δεν επιδιώκει συμβιβασμούς. Επιζητεί να απαλείψει τις ιδιαιτερότητες και τις περιπλοκές που είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρωπίνου βίου. Προτάσσοντας ένα συστηματικό, αλλά ελάχιστα ανεκτικό και γι' αυτό μη ρεαλιστικό κοσμοείδωλο, η ιδεολογία του εθνικισμού είναι σχετικά καινούργια στο ιστορικό προσκήνιο.

Ο εθνικισμός ως ιδεολογία μπορεί να έχει και να εμφανίζεται με διάφορες μορφές, είτε ως προοδευτική και απελευθερωτική δύναμη, η οποία εξασφαλίζει την εθνική ενότητα και ανεξαρτησία, είτε ως ανορθολογικό και αντιδραστικό δόγμα, που επιτρέπει στους εκάστοτε ηγέτες να ακολουθούν πολιτικές στρατιωτικής παρέμβασης ή επεκτατικούς πολέμους στο όνομα του έθνους.

Ο πατριωτισμός από την άλλη μεριά, δεν αρνείται τις διαφορετικές επιδιώξεις εκ μέρους των μελών ενός έθνους, ούτε απορρίπτει τις διαφορετικές αντιλήψεις περί έθνους, όπως κάνει συχνά ο εθνικισμός. Πράγματι, στο μέτρο που ο πατριωτισμός εκφράζει την προσήλωση στην ευημερία της πατρίδας, μπορεί να συντελέσει στη γεφύρωση των διαφορετικών απόψεων που εκφράζονται σχετικά με τα καταστατικά στοιχεία ενός έθνους, μέσω λογικών διευθετήσεων μεταξύ των μελών οι οποίες οφείλονται ακριβώς στο ενδιαφέρον τους για τη συλλογική ευημερία.

Σύμφωνα με τον πρωτ. Γεώργιο  Μεταλληνό οι όροι πατριωτισμός και φιλοπατρία εκφράζουν κάτι σαφές και, όπως πιστεύω, καθολικά δεκτό· την αγάπη προς την πατρίδα, ως τόπο της στενότερης ή ευρύτερης καταγωγής, κάτι που καταφάσκει και η ορθόδοξη παράδοση δια στόματος του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου (4ος αι.): «Μητέρα τιμάν των οσίων (=είναι ιερό να τιμά κανείς τη μητέρα του)· μήτηρ δε άλλη μεν άλλου, κοινή δε πάντων (μήτηρ) πατρίς».

Πρέπει να επισημανθεί η διαφοροποίηση του εθνισμού από τον εθνικισμό. Ο μεν πρώτος ταυτίζεται με τον «πατριωτισμό», ο δεύτερος όμως κρύβει τη νόσο του μισαλλόδοξου φανατισμού, με όλες τις ευνόητες ταυτίσεις και προεκτάσεις.

Γενικότερα, υπάρχει μία διαφορά μεταξύ εθνικιστών και πατριωτών. Οι εθνικιστές είναι εντελώς ακραίοι και κολλημένοι σε γεγονότα τα οποία πλέον είναι παρελθόν. Οι διαμορφωμένες όμως ιστορικά -και μέσα στη δυναμική της πτώσεως- «εθνότητες» και οι οποιεσδήποτε ανάμεσά τους διαφορές - διακρίσεις δεν προέρχονται από τον ένα και δημιουργό Θεό, αλλά από την αμαρτία. Αυτό εκφράζει ως πανορθόδοξο βίωμα το «κοντάκιο» της Πεντηκοστής: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος· ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε...». Η Πεντηκοστή αντιπαρατίθεται σ' αυτό το γεγονός της Βαβέλ (Γεν. κεφ. ια΄). Στο πνεύμα της Πεντηκοστής (Πράξ. β΄, 1 ) ζει η Εκκλησία, την αυθεντική της έκφραση, ως Ορθοδοξία. Γι αυτό και χωρίς κανένα δισταγμό οι άγιοι Πατέρες αναφέρονταν -και αναφέρονται- στους αγίους του προφητικού Ιουδαϊσμού (Ησαΐα, Μωυσή, Δαβίδ). Ο Έλληνας - Καππαδόκης άγ. Γρηγόριος Νύσσης θα προβάλλει λ. χ. τον Μωυσή ως πρότυπο θεουμένου. Οι άγιοι Εφραίμ και Ισαάκ, καύχημα της Ορθοδοξίας, ήσαν Σύροι. Σέμνωμα της Ορθοδοξίας θεωρούμε και μείς, οι «εκ καταγωγής» Έλληνες, τον άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ ή τον άγιο Σάββα τον Σέρβο.

Οι αιρετικοί, όμως, (π.χ. οι Αρειανοί), προετοιμάζοντας την εμφάνιση του αυτοκράτορα Ιουλιανού, στρέφονται «μονιστικά» στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ταυτιζόμενοι κατά κάποιο τρόπο με τους σημερινούς εθνικιστές - αρχαιολάτρες, που απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη ως «εβραϊκό»(!) βιβλίο και τους Αγίους της (Προφήτες) ως «εβραίους».

Από τους Ορθοδόξους όμως τιμώνται ως  άγιοι της πίστεώς μας, ισόκυροι με τους Αποστόλους και τους Πατέρες μας α) οι Προφήτες,  β) οι  άγιοι Μακκαβαίοι παίδες μαζί με την αγία μητέρα τους Σολομονή και το δάσκαλό τους Ελεάζαρ, διότι ακριβώς τα κριτήρια της Ορθοδοξίας δεν είναι εθνικιστικά, αλλά υπερεθνικά.

Η αίρεση πάντα θα αρνείται την καθολικότητα και, συνεπώς, και την υπερεθνικότητα, κινούμενη σε πλαίσια σαφώς φυλετικά και εθνικιστικά.

 Η Ορθόδοξη καθολικότητα είναι η μήτρα, στην οποία κυοφορείται η υπερεθνικότητα. Το υπερεθνικό όμως στην Ορθοδοξία δεν αναιρεί το εθνικό. Δεν είναι «ανεθνική» η ορθόδοξη πίστη. Δεν καταργεί το εθνικό στοιχείο, αλλά και δεν το αφήνει να λειτουργεί διασπαστικά. Όπου και όταν είναι ακμαίο το ορθόδοξο φρόνημα, εκεί βιώνεται η οικουμενικότητα και ρωμαίικη παναδελφότητα· όπου όμως επικρατεί η ενδοκοσμική προοπτική και εσχατολογία, εκεί κατισχύει η εθνικότητα ως φυλετισμός.

Η διαχρονικότητα αυτής της ορθόδοξης συνείδησης επιβεβαιώνεται από δυο κείμενα, που απέχουν μεταξύ τους 16 αιώνες, την Προς Διόγνητο Επιστολή (β' αι.) και τις Διδαχές του αγίου Κοσμά του Αιτωλού (ιη' αι.). Στο πρώτο κείμενο ορίζεται, ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ' ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ' υπομένουσιν ως ξένοι- πάσα ξένη πατρίς εστίν αυτών και πάσα πατρίς ξένη». Δεν παύουν δηλαδή να είναι «πολίτες» (και πατριώτες), αλλά δεν δένονται με την προσωρινότητα του κόσμου. Αυτό το πνεύμα εκφράζει και ο Πατροκοσμάς: «η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήινη και μάταια, είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Αποκούρου... Ημείς, Χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ πατρίδα. Δια τούτο και ο Θεός μας έβαλεν τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας». Έτσι σκέπτονται οι αυθεντικά ορθόδοξοι, δηλ. οι Άγιοι. Η σκέψη δε αυτή δεν είναι προφανώς εθνικιστική, αλλά ούτε και διεθνιστική. Διότι, όπως ελέχθη, δεν καταργείται ο εθνισμός και η εθνότητα, αλλά ιεραρχείται στο «πραγματικό», που είναι το αιώνιο. Και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Πατροκοσμά για «εθνική μειοδοσία»!

Βεβαίως ο «φυλετισμός» (ρατσιστικός εθνικισμός) καταδικάσθηκε συνοδικά στην Κωνσταντινούπολη το 1872, με αφορμή τις πρώτες εκρηκτικές εκφάνσεις του εθνικισμού στη Βαλκανική, το πραξικοπηματικό Ελλαδικό αυτοκέφαλο (1833) και τη Βουλγαρική Εξαρχία (1870). Πρέπει δε να λεχθεί στη συνάφεια αυτή, ότι εμείς οι Έλληνες, κινούμενοι στο σύνδρομο του εξευρωπαϊσμού, καταλύσαμε πρώτοι την υπερεθνική παράδοση της Ρωμηοσύνης, οι πολιτικές δε Ηγεσίες των ορθοδόξων εθνών της Βαλκανικής ακολουθούν με σχολαστική ακρίβεια όλες τις πολιτειοκρατικές αυθαιρεσίες του ελλαδικού χώρου, χρησιμοποιώντας τες μόνιμα ως προηγούμενο. Και αυτό πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όταν διαμαρτυρόμαστε για συμπεριφορές, όπως αυτή του Μπερίσα, έναντι του ελληνικού στοιχείου της Αλβανίας...

Η Σύνοδος του 1872 αντιμετώπισε τον εθνοφυλετισμό (εθνικισμό) ως αίρεση. Ο φυλετισμός χαρακτηρίζεται ασυμβίβαστος με την Ορθοδοξία, ως προβολή της φυλής και του έθνους εις βάρος της πίστεως, με συνέπεια τη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας. Το κείμενο είναι σαφές: καταδικάζει τις φυλετικές διακρίσεις και εθνικές έριδες και τις διχοστασίες, που αναιρούν την «ενότητα της πίστεως». Ο φυλετισμός (εθνικισμός) καταδικάζεται ως «καινή δόξα», «ξένος» προς την ορθόδοξη παράδοση και «νεωτερική λύμη».

Έχει μεγάλη σημασία, ότι τη συνοδική απόφαση του 1872 υπέγραψαν και πρώην Οικουμενικοί Πατριάρχες, αλλά και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Σωφρόνιος και Αντιοχείας Ιερόθεος και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος. Οπότε το κείμενο έλαβε πανορθόδοξη σημασία.

Η Ορθοδοξία έχει Χριστοκεντρικό φρόνημα και συνείδηση, που ενσαρκώνεται σε τρόπο ζωής, και μόνο μέσα στα όρια αυτά της αγιοπνευματικής εμπειρίας μπορεί να παραμείνει δύναμη ενοποιητική και να αναπτύξει την ενωτική δυναμική της.

Μέσα στην Εκκλησία και δια της Ορθοδοξίας ζουν η Ρωμανία και η ενότητά της. Γύρω από την Αγία Τράπεζα και με τη συμμετοχή στην Ευχαριστιακή σύναξη και σύνολη τη ζωή της Εκκλησίας πραγματώνεται η υπερεθνική ενότητά μας στα όρια της «κατά Θεόν πατρίδος». Χωρίς πατερικό φρόνημα και εμπειρία, κάθε λόγος για την Ορθοδοξία είναι απλή πολιτική και γι' αυτό δεν πείθει τους Ορθοδόξους.

Όπως, όμως, αποδεικνύουν τα πράγματα, δεν εργάζονται μόνο οι αρχαιόπληκτοι εθνικιστές εναντίον του αληθινού πατριωτισμού - εθνισμού, αλλά και πολλοί αθεράπευτα ευρωπαϊστές. Ενώ όλο τον 19ο και 20ό αιώνα η Ευρώπη καλλιεργούσε την εθνι(κιστι)κή υστερία στα Βαλκάνια, για να μπορεί να έχει εύχρηστα προτεκτοράτα, σήμερα, μέσα στην προοπτική της Ενωμένης Ευρώπης, χρησιμοποιώντας ως όργανα κάποιους κονδυλοφόρους του δημοσιογραφικού, αλλά και του επιστημονικού χώρου, επιδιώκει να αμβλύνει, ώσπου να το νεκρώσει, το εθνικό-πατριωτικό φρόνημα, ενώ κύκλοι της εμμένουν πεισματικά στον εθνικισμό - ρατσισμό τους.

Είναι ανάγκη, συνεπώς, να συνειδητοποιήσουν και οι Έλληνες «εθνικιστές», ότι με την τακτική τους συμπλέουν, τελικά, με τον ευρωπαϊκό εθνικισμό - ρατσισμό, δολοφονώντας τον αυθεντικό πατριωτισμό, που θεμελιώνεται μόνο στην άδολη φιλανθρωπία της Ορθοδοξίας των Αγίων μας. Παράλληλα, όμως, βλάπτουν και την υπερεθνική ρωμαίικη ενότητα του Ελληνισμού, με την υποτίμηση της Ορθοδοξίας των Αγίων μας, με την «εθνικοποίησή» της, δηλαδή τη διαστρέβλωση της κατ' εξοχήν ενοποιητικής μας δύναμης στους δύσκολους καιρούς μας. Τελικά αυτού του είδους ο εθνικισμός δεν αποβαίνει αρνητική δύναμη μόνο για την πίστη και την παράδοσή μας, αλλά και για το ίδιο το Έθνος, το οποίο διατείνεται ότι θέλει να προφυλάξει.

Ο γέροντας Παΐσιος  επιβεβαιώνει συχνά στους λόγους του την ιδιαίτερη αγάπη που οφείλουμε να έχουμε προς την πατρίδα μας, χωρίς φανατισμό και βία. Μετά από σχετική έρευνα συλλέξαμε ενδεικτικά τα παρακάτω:

«...Χρειάζεται διάκριση. Είναι φορές που δεν πρέπει να μιλήσουμε και άλλες φορές που πρέπει να ομολογούμε με παρρησία το «πιστεύω» μας, γιατί φέρουμε ευθύνη, αν δεν μιλήσουμε... Αν δεν αντιδράσουμε, θα σηκωθούν οι πρόγονοί μας από τους τάφους. Εκείνοι υπέφεραν τόσα για την πατρίδα και εμείς τι κάνουμε γι αυτήν; Η Ελλάδα, η Ορθοδοξία, με την παράδοσή της, τους Αγίους και τους ήρωές της, να πολεμείται από τους ίδιους τους Έλληνες και εμείς να μη μιλάμε! Είναι φοβερό!...Αν οι Χριστιανοί δεν ομολογήσουν, δεν αντιδράσουν, αυτοί θα κάνουν χειρότερα. ...Αν η Εκκλησία δεν μιλάει, για να μην έρθει σε ρήξη με το κράτος, αν οι μητροπολίτες δεν μιλούν, για να τα έχουν καλά με όλους, γιατί τους βοηθούν στα ιδρύματα,...οι Αγιορείτες πάλι αν δεν μιλούν, για να μην τους κόψουν τα επιδόματα,...αν οι καθηγητές της Θεολογίας δεν φωνάζουν γιατί είναι υπάλληλοι και θα χάσουν το μισθό τους, τότε ποιος θα μιλήσει;

Παλιά το έθνος μας ζούσε πνευματικά, γι αυτό και ο Θεός το ευλογούσε και οι Άγιοι μας βοηθούσαν και νικούσαμε τους εχθρούς μας. Σήμερα λέμε πως είμαστε Ορθόδοξοι, αλλά δυστυχώς συχνά μόνο το όνομα «Ορθόδοξος» έχουμε και όχι ορθόδοξη ζωή.

Να προσεύχεσθε να αναδείξει ο Θεός πνευματικούς ανθρώπους, Μακκαβαίους, γιατί υπάρχει μεγάλη ανάγκη. Οι Μακκαβαίοι διακρίθηκαν για τους αγώνες υπέρ της πατρώας πίστεως και της ελευθερίας.

Όσο μπορεί κανείς, να γίνει σωστός Χριστιανός. Τότε θα έχει πνευματικό αισθητήριο. Λίγο πολύ θα πονάει και την Ορθοδοξία και την Πατρίδα του και θα αισθάνεται και την υποχρέωση που έχει ως Έλληνας. Οπότε από κει και πέρα αν μάθει κάτι, ενδιαφέρεται, ανησυχεί, προσεύχεται. Αλλά αν πρέπει να του λένε : «Τώρα να ενδιαφερθείς γι αυτό, ύστερα να ενδιαφερθείς για εκείνο», θα είναι σα μια τετράγωνη ρόδα που θέλει συνέχεια σπρώξιμο, για να προχωρήσει. Σκοπός είναι να σπρώχνεται από μέσα ο άνθρωπος. Τότε θα κυλά όμορφα σα στρόγγυλη ρόδα. Και τότε ο Θεός τον πληροφορεί πιο πολύ και από αυτόν που διαβάζει, και για περισσότερα πράγματα. Γνωρίζει όχι μόνο αυτά που γράφουν, αλλά και αυτά που σκέφτονται να γράψουν. Καταλάβατε; Έρχεται ο θείος φωτισμός και όλες οι ενέργειές του είναι φωτισμένες.

...Εμείς, το μικρό αυτό έθνος, πιστέψαμε στον Μεσσία, μάς δόθηκε η ευλογία να διαφωτίσουμε όλον τον κόσμο. ...Οι πρώτοι Χριστιανοί τι τράβηξαν! Κινδύνευε συνέχεια η ζωή τους. Τώρα τι αδιαφορία υπάρχει!...Αν σήμερα έχουμε λιγάκι ειρήνη, ξέρεις τι έχουν τραβήξει οι παλιοί; Ξέρεις πόσοι θυσιάσθηκαν;...Και κάνω μια σύγκριση· πώς τότε ενώ κινδύνευε η ζωή τους κρατούσαν την πίστη τους και πώς τώρα χωρίς καμιά πίεση όλα τα ισοπεδώνουν! Όσοι δεν έχουν χάσει την εθνική τους ελευθερία δεν καταλαβαίνουν....Την Ορθοδοξία μας σαν Έλληνες την οφείλουμε στον Χριστό και τους αγίους Μάρτυρες και Πατέρες της Εκκλησίας μας· και την ελευθερία μας την οφείλουμε στους ήρωες της πατρίδας μας, που έχυσαν το αίμα τους για μας. Αυτήν την αγία κληρονομιά οφείλουμε να την τιμήσουμε και να την διατηρήσουμε και όχι να την εξαφανίσουμε στις μέρες μας. Είναι κρίμα να χαθεί ένα τέτοιο έθνος!»

Εκτός από τον γέροντα Παΐσιο ο Φώτης Κόντογλου γράφει τα εξής καταπληκτικά: «...  Δεν είναι μονάχα η εξυπνάδα αλλά προπάντων η φλόγα της καρδιάς και κάποια ιδιαίτερη σεμνή καρτερία της ψυχής που δεν βρίσκεται σε κανένα λαό. ...Η ψυχή της Ελλάδας σε ό, τι κάνει, έχει μια ιδιαίτερη μοσχοβολιά πνευματικής αγνότητας, που δεν έχει κανένας άλλος.... Αυτό το ήθος, αυτή η φυσική ουσία που μας δώρισε ο Θεός, είναι στολισμένη με κάποιες μυστηριώδεις χάρες, που αγιάζουν τον πόνο, ημερεύουν τον θάνατο, νοστιμεύουν το καθετί που δημιουργούμε, μ' έναν λόγο κάνουμε την έρημο ν' ανθίσει. Κι αυτά όλα μεταδίδονται από γενεά σε γενεά μέσα από το αίμα, μα πιο πολύ με κάποια ιερή και καταπληκτική λειτουργία που λέγεται ελληνική παράδοση!...Λοιπόν αυτή την αγιασμένη κιβωτό, αυτή την ατίμητη παράδοση, φυλάξετέ την με κάθε τρόπο. Γιατί χωρίς αυτήν, η Ελλάδα είναι κορμί χωρίς ψυχή, λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κοπέλα χωρίς ομορφιά....

Το σημαντικότερο όμως και διδακτικότερο απ' όλα είναι ότι και ο ίδιος ο Χριστός πονάει για την πατρίδα του:

Ιερουσαλήμ,  Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους Προφήτας, και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν· ποσάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου, ον τρόπον επισυνάγει όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε; ιδού αφίεται υμίν, ο οίκος υμών έρημος (Ματθ. κγ΄, 36)

Τα λόγια αυτά δείχνουν όχι μόνο πως ο Χριστός λυπάται και συμπαθεί την Ιερουσαλήμ, παρά το ότι την κατηγορεί  ως φονεύτρια, μη θέλουσα το έλεός Του, αφού πίστεψε στον διάβολο ο οποίος και την διασκορπίζει, αλλά και πως ενδιαφέρεται και για τις γήϊνες πατρίδες. Θα μπορούσε δηλαδή να μην ήταν τόσο αφοσιωμένος στην Ιερουσαλήμ, αλλά να έδειχνε τη στενοχώρια του γενικότερα για κάθε άνθρωπο που δεν θέλει ταπεινά να Τον αποδεχθεί και να Τον υπακούσει.

 Επομένως μας διδάσκει έμμεσα πως έχουν σημασία και τα γεωγραφικά όρια μεταξύ των λαών, ακόμη κι αν έχουν θεσμοθετηθεί μετά την πτώση. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως ακόμη και ο κτιστός από τον Θεό Παράδεισος έχει όρια τους τέσσερις ποταμούς: Φισών, Γεών, Τίγρης, Ευφράτης (Γένεση β΄,  10-14). Γνωρίζουμε λοιπόν ότι ο Παράδεισος βρισκόταν κάπου γύρω στη Μεσοποταμία. 

Μέσα από έναν διάλογο μεταξύ του  αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς και  του Μητροπολίτη Κιέβου Αντωνίου Χραποβίτσκυ, προκύπτει ότι ο ευαγγελικός πατριωτισμός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού πρέπει να θεωρείται η μεγαλύτερη αξία κάθε έθνους και η μοναδική πραγματική αιτία της ύπαρξής του. Γιατί «τι μπορεί να πάρει τη θέση του Χριστού για ένα έθνος;» Μπορεί η ασήμαντη ύπαρξη μίας κυβέρνησης, που στερείται οποιουδήποτε λογικού νοήματος αν βασίζεται μόνο στην εθνική φιλαυτία και που αποξενώνεται από τον θρησκευτικό τρόπο ζωής, να πάρει πραγματικά εκείνη τη θέση; Ένα τέτοιο έθνος δεν είναι στην πραγματικότητα ένα έθνος, αλλά ένα πτώμα σε αποσύνθεση(!), έστω κι’ αν θεωρεί τη φθορά του σαν ζωή. Στην πραγματικότητα, δεν έχει καθόλου ζωή αλλά μέσα του και πάνω του ζουν μόνο τυφλοπόντικες και σκουλήκια και αποκρουστικά έντομα και που επιχαίρουν γιατί το σώμα έχει πεθάνει και αποσυντίθεται, μια και σ’ ένα ζωντανό σώμα δεν θα βρίσκαν κάτι για να επιζήσουν και δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τη λαιμαργία τους.

Εκείνο που έχει σημασία για την πνευματική ζωή κάθε προσώπου ξεχωριστά, είναι το ίδιο επίσης σημαντικό για τη συλλογική πνευματική ζωή ενός λαού. Οι εντολές του Ευαγγελίου είναι οι ίδιες και στις δυο περιπτώσεις, δηλαδή και στην ατομική και στην εθνική ζωή. Γι’ αυτό, ο άγιος Μητροπολίτης συμβουλεύει και κηρύσσει: «όπως η ιδιαίτερη προσωπικότητα του ανθρώπου πνίγεται στην ανάπτυξή της και γίνεται άδεια και ρηχή, όταν ο άνθρωπος κάνει τον εαυτό του το αντικείμενο της ενέργειάς του, έτσι ακριβώς και η συλλογική προσωπικότητα ενός έθνους επιτυγχάνει την πλήρη ανάπτυξη των χαρισμάτων του μόνον, όταν δεν είναι ένας αυτοσκοπός για τον εαυτό του αλλά μάλλον ένα μέσο για την ανιδιοτελή εκπλήρωση του θείου προορισμού του».

... Τα έθνη παρέρχονται, το Ευαγγέλιο είναι αιώνιο. Μόνο εφ’ όσον ένα έθνος πληρούται με την αιώνια ευαγγελική αλήθεια και δικαιοσύνη, τότε μόνον αληθινά υπάρχει και γίνεται το ίδιο και παραμένει αιώνιο. Μόνο ένας τέτοιος πατριωτισμός μπορεί να βρει δικαίωση από ευαγγελική σκοπιά.

Αυτός είναι ο πατριωτισμός των αγίων Αποστόλων, των αγίων μαρτύρων και των αγίων πατέρων. Όταν ο διώκτης τύραννος ερώτησε τους αγίους μάρτυρες Ακίνδυνο, Πηγάσιο και Ανεμπόδιστο, από πού κατάγονταν, αυτοί απάντησαν: «Μας ρωτάς Αυτοκράτορα, για την πατρίδα μας; Η πατρίδα μας και η ζωή μας είναι η Παναγία, ομοούσιος και αδιαίρετη Τριάδα: Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ο ένας Θεός».

Ο μακάριος Μητροπολίτης Αντώνιος είναι ο πιο προικισμένος σύγχρονος εκπρόσωπος του Ρωσσικού Ορθόδοξου εθνικισμού, ενός εθνικισμού που είναι καθαγιασμένος και φωτισμένος από τον Χριστό· ένας εθνικισμός, βάσει του οποίου, ο ισχυρός πρέπει να υπηρετεί τον αδύνατο, ο σοφός τον άσοφο, ο ταπεινός τον υπερήφανο, ο πρώτος τον έσχατο. Θρεμμένος με τον πατερικό Ορθόδοξο καθολικό πατριωτισμό, ο μακάριος επίσκοπος μπορεί μόνο να αξιολογηθεί από την ίδια αποστολική πατερική προοπτική. Μπορούμε να αναφέρουμε γι’ αυτόν, αυτό που είπε ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης για τον αδελφό του, Άγιο Βασίλειο, όταν κοιμήθηκε. «Πού βρίσκεται η ευγενής καταγωγή του Βασιλείου; Πού είναι η πατρίδα του; Η καταγωγή του είναι η σχέση του με τη Θεότητα και η πατρίδα του η αρετή».

Ταιριαστά είναι τα λόγια του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1780-1857):

Λέγω πρώτον, ότι χρεωστείς χριστιανέ, καθώς χριστιανός, να αγαπάς και να ευεργετής την Πατρίδα. Σε προστάζει ο θείος νόμος «αγαπήσεις τον πλησίον ως σεαυτόν». Πλησίον σου είναι βέβαια πας άνθρωπος, αλλά ποίος δύναται να είναι πλησιέστερός σου παρά τους συγγενείς, και ομοπίστους και συμπολίτας σου; Ούτοι είναι αδελφοί σου, οίτινες συγκατοικούσι μετά σου εις μίαν και την αυτήν χώραν, ωσάν εις μίαν και την αυτήν οικίαν ούτοι έχουσι τον αυτόν με εσένα πατέρα τον Θεόν, την αυτήν με εσένα μητέρα, την Εκκλησίαν, το αυτό γενέθλιον έδαφος, και τας αυτάς τροφάς, τους αυτούς νόμους, τους αυτούς άρχοντας και ποιμένας και διδασκάλους, τας αυτάς προς σε κοινάς και πανηγύρεις και απολαύσεις, και λύπας και χαράς· όσον λοιπόν ειλικρινέστερον αγαπάς τους συμπατριώτας και την Πατρίδα, τόσον βεβαιότερον εκπληρώνεις τον νόμον του Θεού. Και πάλιν εξ εναντίας, όσον αμελείς και προδίδεις πολλάκις της Πατρίδος τα συμφέροντα, τόσον εξελέγχεσαι παραβάτης του θείου νόμου, και του πλησίον σου εχθρός, χειρότερος απίστου- «ει τις των ιδίων και μάλιστα των οικείων ου προνοεί, την πίστιν ήρνηται, και έστιν απίστου χείρων».

Δημιουργία αρχείου: 13-4-2013.

Τελευταία ενημέρωση: 13-4-2013.

ΕΠΑΝΩ