Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Κοινωνία

Η Εκκοσμίκευση στην Εκκλησία * Η διαπίστωση τού εκδυτικισμού τής Ελληνικής κοινωνίας * Ποιμαντική και εκκοσμίκευση * Η εκκοσμίκευσις τού Ασκητικού λόγου

Ληστές τού μέλλοντος

Τα παρελθόντα και τα μέλλοντα είναι παρόντα

Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμά Βαμβίνη

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 340 - Νοέμβριος 2024.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

Ο τίτλος είναι μια προσαρμογή τής έκφρασης «κλοπή τού μέλλοντος» σ’ αυτά που στην συνέχεια θα διατυπωθούν. Βρίσκεται σε άρθρο τού καθηγητή Ν. Σεβαστάκη που έχει τίτλο «Η επινόηση τού μέλλοντος» (Το Βήμα, 17.11.2024). Σ’ αυτό το άρθρο παρουσιάζονται θέσεις από ένα βιβλίο τού καθηγητή Τζόναθαν Γουάιτ, το οποίο μιλά για το μέλλον ως πολιτική ιδέα. Η «κλοπή τού μέλλοντος» όμως πραγματοποιείται από κάποιους ληστές. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι αυτοί πρέπει να εντοπιστούν για να αποτραπή, αν είναι δυνατόν, η συνέχιση τής καταστροφικής δράσης τους.

Το άρθρο τού κ. Ν. Σεβαστάκη είναι αμιγώς πολιτικό, όμως σε κάποιες πολιτικές παθογένειες που αναφέρεται υπάρχουν αντίστοιχα φαινόμενα στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή, τα οποία προφανώς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο τίτλος πάντως που επιλέχθηκε, «ληστές τού μέλλοντος», μπορεί να διαβαστή με δύο τουλάχιστον τρόπους.

Πρώτον, ως να αναφέρεται στους μελλοντικούς ληστές, στο πώς, δηλαδή, θα είναι οι ληστές στο μέλλον και πόσο διαφορετικά καταρτισμένοι θα είναι στην «τέχνη» τους, επίσης τι μέσα θα χρησιμοποιούν από την ηλεκτρονική τεχνολογία τής εποχής τους και τι κυρίως θα προτιμούν ως αντικείμενο τής ληστείας τους κ.λπ..

Δεύτερον, ως να αναφέρεται σε αυτούς που ληστεύουν το μέλλον, που ληστεύουν δηλαδή ένα αντικείμενο που είναι το σημαινόμενο ενός αφηρημένου ουσιαστικού. Το μέλλον σύμφωνα με την γραμματική είναι ένα αφηρημένο ουσιαστικό. Το μέλλον οι άνθρωποι το φαντάζονται σχηματοποιώντας το με τα υλικά τού παρόντος. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Για το μέλλον διαφορετικά μιλούν μόνον οι θεόπνευστοι προφήτες, που δεν σχεδιάζουν, αλλά δέχονται αποκαλύψεις στον καθαρό από φαντασίες νου τους. Κι αυτός που δίνει τις αποκαλύψεις είναι ο προαιώνιος Λόγος τού Πατρός, ο «αεί ων» και «ωσαύτως ων» μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, για τον Οποίο τα παρελθόντα και τα μέλλοντα είναι παρόντα. Οπότε οι Προφήτες μιλούν για συγκεκριμένα πράγματα. Η «κλοπή τού μέλλοντος» σε ανθρώπινο επίπεδο είναι η καταστροφή ή η απουσία μακροπρόθεσμων σχεδιασμών. Στην πολιτική αυτό χαρακτηρίζεται ως απουσία οράματος για την προοπτική τού έθνους ή τού κράτους. Στο πεδίο τής εκκλησιαστικής ζωής «κλοπή τού μέλλοντος» είναι η αντικατάσταση τού αποκαλυπτικού λόγου τών Προφητών, Αποστόλων και αγίων Πατέρων με στοχασμούς ανθρώπινους, που φράζουν, σε όσους τους δέχονται, τον δρόμο τής χωρίς τέλος σωστικής πορείας τής κάθαρσης, τού φωτισμού και τής θεώσεως.

Να σημειωθή ότι η έκφραση «κλοπή τού μέλλοντος» θυμίζει μια έκφραση από εκκλησιαστικό ύμνο που αναφέρεται στις Μυροφόρες γυναίκες. Όταν οι Μυροφόρες πήγαν στον τάφο τού Χριστού και δεν βρήκαν το σώμα Του, ο υμνογράφος βάζει στο στόμα τους την εναγώνια ερώτηση: «Τις έκλεψεν ημών την ελπίδα;». Εδώ έχουμε κλοπή τής ελπίδας και η ελπίδα συνδέεται με το μέλλον. Ό,τι ελπίζουμε, δεν το έχουμε τώρα, το περιμένουμε να πραγματοποιηθή ή να μάς δοθή στο μέλλον. Η ελπίδα γενικά είναι και αυτή ένα αφηρημένο ουσιαστικό, εκφράζει μια αφηρημένη έννοια, όμως για τις Μυροφόρες δεν ήταν αφηρημένο ουσιαστικό, ήταν συγκεκριμένο, γιατί ήταν πρόσωπο, ήταν ο Χριστός. Γενικά, η ελπίδα μέσα στο πλαίσιο τής εκκλησιαστικής ζωής «ου καταισχύνει», διότι δεν είναι αφηρημένο ουσιαστικό, αλλά είναι ο Χριστός που είναι αδιάσπαστα ενωμένος με την Εκκλησία, το Σώμα Του.

Θα παρατεθούν κάποια αποσπάσματα από το άρθρο τού κ. Ν. Σεβαστάκη, στα οποία εύκολα διαπιστώνονται ανάλογα «συμπτώματα» σε μέλη τής Εκκλησίας. Η δημοκρατία συνδέεται με το μέλλον. Εντοπίζει τις προσδοκίες τού λαού τις κάνει πολιτικό πρόγραμμα, που υπόσχεται την ικανοποίησή τους στο μέλλον. «Εδώ και κάποια χρόνια όμως έχει συντελεστεί μια “κλοπή τού μέλλοντος”. Η αποθέωση τού εφήμερου και παροντικού, η κλιματική κρίση, η συντριπτική αίσθηση τών επειγόντων ωθούν σε λογικές άμεσης ανακούφισης. Η εξασθένηση τής πολιτικής ιδέας τού μέλλοντος συνδέεται με την αναζήτηση ταχύρρυθμων λύσεων στις κρίσεις και την προσφυγή σε αμφιλεγόμενες θεραπείες».

Στις μέρες μας όλα πρέπει να γίνονται εδώ και τώρα. Έχουμε «αποθέωση τού εφήμερου και παροντικού». Μια τέτοια νοοτροπία τών «ταχύρρυθμων λύσεων» και τής προσφυγής «σε αμφιλεγόμενες θεραπείες» την βλέπουμε και μέσα στην εκκλησιαστική ζωή σε διάφορα επίπεδα. Κεντρικό σημείο είναι η αποφυγή τού μακροχρόνιου αγώνα για την απέκδυση «τού παλαιού ανθρώπου», δηλαδή για την μεταμόρφωση τών διαβλητών παθών σε αδιάβλητα, με τον νόμιμο αγώνα τής ασκήσεως στις ευαγγελικές εντολές. Είναι δύσκολο το «ήμαρτον» στις μέρες τής ιεροποίησης τών δικαιωμάτων, ακόμη είναι δύσκολο να γίνη δεκτός ο κανόνας τής νηστείας και τής περιεκτικής εγκράτειας που αντιστρατεύεται επιθυμίες, δεν μπορεί επίσης να γίνη κατανοητό το ότι η μετοχή στην θεία Κοινωνία δεν είναι απροϋπόθετο δικαίωμα, αλλά έχει προϋποθέσεις. Να σημειωθή, επιπλέον, ότι δεν λύνονται όλα τα πνευματικά προβλήματα με το να σταυρώση ο Ιερέας τον πιστό με έναν συγκεκριμένο σταυρό, λέγοντάς τον μάλιστα από ποια σωματική ασθένεια πάσχει. Αυτά είναι «ταχύρρυθμες λύσεις» για προβλήματα που απαιτούν πολύ χρόνο και πόνο· είναι προσφυγή «σε αμφιλεγόμενες θεραπείες» για ασθένειες που απαιτούν την γνώση και την διάκριση τής «εν Πνεύματι ιατρικής επιστήμης», την οποία διδάσκουν οι ιεροί Κανόνες τών Οικουμενικών Συνόδων.

Στο άρθρο που αναφερόμαστε επίσης γράφεται: «Το ξέρουμε καλά από την Ιστορία: το αίσθημα πως “δεν περισσεύει χρόνος” ευνοεί είτε την απόδραση από την πολιτική είτε την φαντασίωση αυταρχικών λύσεων. Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι η πολιτική αφάνεια τού μέλλοντος στρώνει τον δρόμο σε όσους απευθύνονται στις κοινωνίες με όπλο την ωμότητα και έναν αναίσχυντο “ρεαλισμό”. Η απουσία ενδοιασμών και συστολής ιδιοποιείται τον χώρο τής αλήθειας και τής ειλικρίνειας».

Το «αίσθημα πως “δεν περισσεύει χρόνος”» δεν αφήνει να αντιμετωπισθούν σοβαρά τα προβλήματα που θέτει στον λαό τής Εκκλησίας η σύγχρονη ζωή, όπως, για παράδειγμα, η πρόοδος τής βιοτεχνολογίας, η εξέλιξη τής λεγόμενης «τεχνητής νοημοσύνης» ή το κίνημα τού «γουοκισμού». Το αίσθημα ότι «δεν έχουμε χρόνο» είναι ένας πειρασμός ή μάλλον πρόσχημα, ώστε με «πρόχειρες λύσεις» να περάσουν στο πλήρωμα τής Εκκλησίας απόψεις ασύμβατες με την ζωή και την διδασκαλία της. Δίνει, δηλαδή, την ευκαιρία σε ορισμένους επιτηδευμένα βιαστικούς να διατυπώσουν απόψεις που βγάζουν τον θεολογικό λόγο έξω από το κλίμα τής αποστολικής και πατερικής παράδοσης και τον εκφυλίζουν σε έναν ανθρώπινο θνητό λόγο, ο οποίος κλέβει την ελπίδα τού μέλλοντος αιώνος, που επαγγέλλεται η Εκκλησία. «Η απουσία ενδοιασμών και συστολής», απέναντι στο «μυστήριον τού θελήματος [τού Θεού]» που εκφράζει η αποστολική και πατερική παράδοση τής Εκκλησίας, «στρώνει τον δρόμο» σε όσους «με όπλο την ωμότητα και έναν αναίσχυντο “ρεαλισμό”» περιθωριοποιούν την διδασκαλία τής Εκκλησίας για να προβληθή ως αλήθεια ο στοχασμός μερικών φιλοσόφων τής επικαιρότητας. Και η ωμότητα τών αντιπαραδοσιακών απόψεών τους προβάλλεται ως ειλικρινής στάση απέναντι στην σύγχρονη ζωή και την Εκκλησία.

Στο άρθρο τού κ. Ν. Σεβαστάκη, για τα πολιτικά πράγματα, τίθεται το ερώτημα: «Ποιόν μπορείς να εμπιστευθείς; “Ποιος μπορεί να ενσαρκώσει σήμερα το πεδίο τής δημοκρατικής υπόσχεσης;”». Και απαντά με την ακόλουθη τοποθέτηση: «Δεν διαθέτουμε παρ’ όλα αυτά άλλον τρόπο να φανταστούμε την αναζωογόνηση τής δημοκρατίας παρά μέσα από την ενθάρρυνση τού πολιτικού ανταγωνισμού για τα μέλλοντα».

Η αναζωογόνηση τής εκκλησιαστικής ζωής πραγματοποιείται με την υπακοή στην προτροπή τού απ. Παύλου, που μέσω τού απ. Τιμοθέου απευθύνεται σε όλα τα χαρισματούχα μέλη τής Εκκλησίας: «αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα τού Θεού» (Β΄ Τιμ. 1,6). Αυτή η προτροπή δεν αφορά μόνον όσους έλαβαν το χάρισμα τής Ιερωσύνης, αλλά όλα τα μέλη τής Εκκλησίας που έλαβαν την χάρη τού Βαπτίσματος και τού Χρίσματος. Χρειάζεται ανύστακτη μέριμνα για διαρκή αναζωπύρωσή του. Αυτή η μέριμνα έχει κινητήριο περιεχόμενο την άλλη προτροπή τού απ. Παύλου προς τον Τιμόθεο: «αγωνίζου τον καλόν αγώνα τής πίστεως· επιλαβού τής αιωνίου ζωής, εις ην και εκλήθης» (Α΄ Τιμ. 6,12). Η αιώνιος ζωή, τής οποίας γεύσεις από τώρα χαρίζει ο Θεός στους ειλικρινείς επιθυμητές της, θα είναι μόνιμη κατάσταση στην «μέλλουσα Βασιλεία», στην «Βασιλεία τού Θεού».

Η ελπίδα τού μέλλοντος καθοδηγεί την καθημερινή ζωή τού πιστού στην τήρηση τών εντολών τού Χριστού, μέσα από την οποία συναντά ο πιστός τον Χριστό και αναζωογονείται η ελπίδα και η επιθυμία του για την μέλλουσα δόξα. Το παρόν δεν περιγράφεται ευχάριστο· «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε» (Ιωάν. 16,33). Όλη η κτίση, μαζί με τους ανθρώπους «συστενάζει και συνωδίνει άχρι τού νυν» (Ρωμ. 8,22).

Η «αποκαραδοκία» όλης τής κτίσεως απόκειται στο μέλλον, όταν ο Χριστός φανερωθή «εν δόξη» μαζί με τους εκλεκτούς Του.

Δημιουργία αρχείου: 31-12-2024.

Τελευταία μορφοποίηση: 31-12-2024.

ΕΠΑΝΩ