Αναδρομή στην ιστορία τού Ομόφυλου "γάμου" και προβληματισμοί * Ομοφυλοφιλία. Κοινωνία, ώρα μηδέν * Εκκλησία και Σύμφωνο Συμβίωσης * Είναι η ομοφυλοφιλία ελάττωμα; * Εισαγωγή πολιτικού γάμου και υιοθεσίας παιδιών υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών Νομικές πληροφορίες * Προγαμιαίες σχέσεις Μεταγαμιαίων ανθρώπων * Ο Γάμος ως μυστήριο * Ομοφυλόφιλοι κατά τών γκέι Οικογενειών * Αναγνώριση συμβίωσης ομοφύλων: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ * Σιατίστης Παύλος: ''Ετοιμάζεται προγκρόμ εναντίον κάθε ελεύθερου πολίτη που έχει άποψη'' * Ομοφοβία ή Ετεροφοβία; * Οι θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για τον γάμο και την υιοθεσία υπό ομοφύλων ζευγαριών
Η εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου για το γάμο ομόφυλων ζευγαριών Διαβάσθηκε στις Εκκλησίες τής Ελλάδος στις 4-2-2024
Αναδημοσίευση από: https://www.news247.gr |
Όπως έχετε ενημερωθή, μόλις πριν από λίγες ημέρες, δηλαδή την 23η Ιανουαρίου 2024, συνήλθε η Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, που είναι η Ανωτάτη Αρχή τής Εκκλησίας μας, για να μελετήση το θέμα που ανέκυψε στις ημέρες μας, δηλαδή την θέσπιση τού «πολιτικού γάμου» τών ομοφυλοφίλων, με όλες τις συνέπειες που επιφέρει αυτό στο οικογενειακό δίκαιο. Η Ιεραρχία συζήτησε επαρκώς το θέμα αυτό με υπευθυνότητα και νηφαλιότητα, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά την ενότητά της, και στην συνέχεια ομόφωνα αποφάσισε τα δέοντα που έχουν ανακοινωθή. Μια από τις αποφάσεις που έλαβε είναι να ενημερώση το πλήρωμά της, το οποίο θέλει να ακούση τις αποφάσεις της και τις θέσεις της. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η Ιεραρχία απευθύνεται προς όλους εσάς, για να διατυπώση την αλήθεια για το σοβαρό αυτό θέμα.
1. Το έργο τής Εκκλησίας, δια μέσου τών αιώνων, είναι διπλό, δηλαδή θεολογικό, με το να ομολογή την πίστη της, όπως την αποκάλυψε ο Χριστός και την έζησαν οι Άγιοί της, και ποιμαντικό, με το να ποιμαίνη τους ανθρώπους στην κατά Χριστόν ζωή. Αυτό το έργο της φαίνεται στην Αγία Γραφή και στις αποφάσεις τών Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι οποίες θέσπισαν όρους για την ορθόδοξη πίστη και ιερούς κανόνες, που καθορίζουν τα όρια μέσα στα οποία πρέπει να κινούνται όλα τα μέλη της, Κληρικοί, Μοναχοί και Λαϊκοί. Έτσι, η Εκκλησία ποιμαίνει, δηλαδή θεραπεύει τις πνευματικές ασθένειες τών ανθρώπων, ώστε οι Χριστιανοί να ζουν σε κοινωνία με τον Χριστό και τους αδελφούς τους, να απαλλαγούν από την φιλαυτία και να αναπτυχθή η φιλοθεΐα και η φιλανθρωπία, δηλαδή η ιδιοτελής, φίλαυτη αγάπη να γίνη ανιδιοτελής αγάπη.
2. Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους, αγαθούς και κακούς, αγίους και αμαρτωλούς∙ αυτό κάνει και η Εκκλησία. Άλλωστε, η Εκκλησία είναι πνευματικό Νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους, χωρίς να αποκλείη κανέναν, όπως δείχνει η παραβολή τού Καλού Σαμαρείτου, την οποία είπε ο Χριστός (Λουκ. ι΄, 3037). Το ίδιο κάνουν και τα νοσοκομεία και οι ιατροί για τις σωματικές ασθένειες. Όταν οι ιατροί κάνουν χειρουργικές επεμβάσεις στους ανθρώπους, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι δεν έχουν αγάπη. Αλλά οι άνθρωποι ανταποκρίνονται διαφορετικά σε αυτήν την αγάπη τής Εκκλησίας∙ άλλοι την επιθυμούν και άλλοι όχι. Ο ήλιος αποστέλλει τις ακτίνες του σε όλη την κτίση, άλλοι όμως φωτίζονται και άλλοι καίγονται, και αυτό εξαρτάται από την φύση αυτών που δέχονται τις ηλιακές ακτίνες. Έτσι, η Εκκλησία αγαπά όλα τα βαπτισθέντα παιδιά της και όλους τους ανθρώπους που είναι δημιουργήματα τού Θεού, μικρούς και μεγάλους, αγάμους και εγγάμους, Κληρικούς, Μοναχούς και Λαϊκούς, επιστήμονες και μη, άρχοντες και αρχομένους, ετεροφύλους και ομοφυλοφίλους, και ασκεί την φιλάνθρωπη αγάπη της, αρκεί, βέβαια, να το θέλουν και οι ίδιοι και να ζουν πραγματικά στην Εκκλησία.
3. Η Θεολογία τής Εκκλησίας για τον Γάμο απορρέει από την Αγία Γραφή, την διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας και την διάταξη τού Μυστηρίου τού Γάμου. Στο βιβλίο τής Γενέσεως γράφεται: «Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ευλόγησεν αυτούς λέγων˙ αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτήν και άρχετε τών ιχθύων τής θαλάσσης και τών πετεινών τού ουρανού και πάντων τών κτηνών και πάσης τής γης και πάντων τών ερπετών τών ερπόντων επί τής γης» (Γεν., 1, 2728). Αυτό σημαίνει ότι «η δυαδικότητα τών δύο φύσεων και η συμπληρωματικότητά τους δεν αποτελούν κοινωνικές επινοήσεις, αλλά παρέχονται από τον Θεό»∙ «η ιερότητα τής ένωσης άνδρα και γυναίκας παραπέμπει στην σχέση τού Χριστού και τής Εκκλησίας»∙ «ο χριστιανικός Γάμος δεν είναι απλή συμφωνία συμβίωσης, αλλά ιερό Μυστήριο, δια τού οποίου ο άνδρας και η γυναίκα λαμβάνουν την Χάρη τού Θεού για να προχωρήσουν προς την θέωσή τους»∙ «ο πατέρας και η μητέρα είναι συστατικά στοιχεία τής παιδικής και τής ενήλικης ζωής». Όλη η θεολογία τού Γάμου φαίνεται καθαρά στην ακολουθία τού Μυστηρίου τού Γάμου, στα τελούμενα και τις ευχές. Σ’ αυτό το Μυστήριο η ένωση ανδρός και γυναικός ιερολογείται εν Χριστώ Ιησού, με τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Τα αποτελέσματα τού εν Χριστώ Γάμου είναι η δημιουργία καλής συζυγίας και οικογενείας, η γέννηση παιδιών, ως καρπού τής αγάπης τών δύο συζύγων, άνδρα και γυναίκας, και η σύνδεσή τους με την εκκλησιαστική ζωή. Η μη ύπαρξη παιδιών χωρίς την ευθύνη τών συζύγων, δεν διασπά την εν Χριστώ συζυγία. Η χριστιανική παραδοσιακή οικογένεια αποτελείται από πατέρα, μητέρα και παιδιά, και σε αυτήν την οικογένεια τα παιδιά αναπτύσσονται, γνωρίζοντας την μητρότητα και την πατρότητα που θα είναι απαραίτητα στοιχεία στην μετέπειτα εξέλιξή τους. Εξ άλλου, όπως φαίνεται στο «Ευχολόγιο» τής Εκκλησίας, υπάρχει σαφέστατη σύνδεση μεταξύ τών Μυστηρίων τού Βαπτίσματος, τού Χρίσματος, τού Γάμου, τής Εξομολογήσεως και τής Θείας Κοινωνίας τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού. Κάθε διάσπαση αυτής τής σύνδεσης δημιουργεί εκκλησιολογικά προβλήματα. Επομένως, βαπτιζόμαστε και χριόμαστε για να κοινωνήσουμε τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού. Γίνεται ο Γάμος ώστε οι σύζυγοι και η οικογένεια να συμμετέχουν στο Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας και να κοινωνούν τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού. Κάθε διάσπαση τής σχέσεως αυτής τών Μυστηρίων συνιστά την εκκοσμίκευση. Η Εκκλησία βασίζεται σε αυτήν την Παράδοση, που δόθηκε από τον Θεό στους Αγίους, και δεν μπορεί να αποδεχθή κάθε άλλη μορφή Γάμου, πολλώ δε μάλλον τον λεγόμενο «ομοφυλοφιλικό γάμο».
4. Σε ένα ευνομούμενο Κράτος η Πολιτεία με τα συντεταγμένα όργανά της έχει την αρμοδιότητα να καταρτίζη νομοσχέδια και να ψηφίζη νόμους, ώστε στην κοινωνία να υπάρχη ενότητα, ειρήνη και αγάπη. Η Εκκλησία, όμως, είναι θεσμός αρχαιότατος, έχει διαχρονικές παραδόσεις αιώνων, συμμετέχει σε όλες τις κατά καιρούς δοκιμασίες τού λαού, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ελευθερία του, όπως φαίνεται από την ιστορία, την παλαιότερη και την πρόσφατη, και πρέπει όλοι να στέκονται με σεβασμό, τον οποίο κατά καιρούς διακηρύσσουν. Άλλωστε και όλοι οι άρχοντες, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, είναι δυνάμει και ενεργεία μέλη της. Η Εκκλησία ούτε συμπολιτεύεται ούτε αντιπολιτεύεται, αλλά πολιτεύεται κατά Θεόν και ποιμαίνει όλους. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερο λόγο που πρέπει να γίνεται σεβαστός. Στο θέμα τού λεγομένου «πολιτικού γάμου τών ομοφυλοφίλων», η Ιερά Σύνοδος όχι μόνον δεν μπορεί να σιωπήση, αλλά πρέπει να ομιλήση, από αγάπη και φιλανθρωπία σε όλους. Γι’ αυτό η Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος στην πρόσφατη απόφασή της με ομόφωνο και ενωτικό τρόπο, για λόγους τους οποίους αιτιολόγησε, δήλωσε ότι «είναι κάθετα αντίθετη προς το προωθούμενο νομοσχέδιο». Και αυτή η σαφής απόφασή της στηρίζεται στο ότι «οι εμπνευστές τού νομοσχεδίου και οι συνευδοκούντες σε αυτό προωθούν την κατάργηση τής πατρότητας και τής μητρότητας και την μετατροπή τους σε ουδέτερη γονεϊκότητα, την εξαφάνιση τών ρόλων τών δύο φύλων μέσα στην οικογένεια και θέτουν πάνω από τα συμφέροντα τών μελλοντικών παιδιών τις σεξουαλικές επιλογές τών ομοφυλοφίλων ενηλίκων». Επί πλέον, η θέσπιση τής «υιοθεσίας παιδιών» «καταδικάζει τα μελλοντικά παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ή μητέρα σε ένα περιβάλλον σύγχυσης τών γονεϊκών ρόλων», αφήνοντας δε ανοικτό παράθυρο για την λεγόμενη «παρένθετη κύηση», που θα δώση κίνητρα «για την εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών» και αλλοίωση τού ιερού θεσμού τής οικογενείας. Όλα αυτά η Εκκλησία, η οποία πρέπει να εκφράζη το θέλημα τού Θεού και να καθοδηγή ορθόδοξα τα μέλη της, δεν μπορεί να τα αποδεχθή, διότι διαφορετικά θα προδώση την αποστολή της. Και το κάνει αυτό όχι μόνο από αγάπη στα μέλη της, αλλά από αγάπη και στην ίδια την Πολιτεία και τους θεσμούς της, ώστε να προσφέρουν στην κοινωνία και να συντελούν στην ενότητά της. Αποδεχόμαστε, βέβαια, τα δικαιώματα τών ανθρώπων τα οποία κινούνται σε επιτρεπτά όρια, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις τους, αλλά η νομιμοποίηση τού απολύτου «δικαιωματισμού», που είναι θεοποίηση τών δικαιωμάτων, προκαλεί την ίδια την κοινωνία.
5. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται για την οικογένεια, η οποία αποτελεί το κύτταρο τής Εκκλησίας, τής κοινωνίας και τού Έθνους. Σε αυτό πρέπει να συντείνη και η Πολιτεία, όπως διαλαμβάνεται στο ισχύον Σύνταγμα ότι «η οικογένεια ως θεμέλιο τής συντήρησης και προαγωγής τού Έθνους, καθώς και ο Γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία τού Κράτους» (άρ. 21). Σύμφωνα δε με τον Καταστατικό Χάρτη τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, που είναι νόμος τού Κράτους (590/1977), «η Εκκλησία τής Ελλάδος συνεργάζεται μετά τής Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος ως… τής εξυψώσεως τού θεσμού τού γάμου και τής οικογενείας» (άρ. 2). Έτσι, προτρέπουμε την Πολιτεία να προβή στην αντιμετώπιση τού Δημογραφικού προβλήματος «που εξελίσσεται σε βόμβα έτοιμη να εκραγεί» και είναι το κατ’ εξοχήν εθνικό θέμα τής εποχής μας, τού οποίου η επίλυση υπονομεύεται από το προς ψήφιση νομοσχέδιο, και την καλούμε να υποστηρίξη τις πολύτεκνες οικογένειες που προσφέρουν πολλά στην κοινωνία και το Έθνος. Όλα τα ανωτέρω η Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος ανακοινώνει σε όλα τα μέλη της «με αίσθημα ποιμαντικής ευθύνης και αγάπης», διότι όχι μόνο ο λεγόμενος «γάμος τών ομοφυλοφίλων» είναι ανατροπή τού Χριστιανικού Γάμου και τού θεσμού τής πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας, αλλάζοντας το πρότυπό της, αλλά και διότι η ομοφυλοφιλία έχει καταδικαστή από την σύνολη εκκλησιαστική παράδοση, αρχής γενομένης από τον Απόστολο Παύλο (Ρωμ. α΄, 2432), και αντιμετωπίζεται με την μετάνοια, η οποία είναι αλλαγή τρόπου ζωής. Εννοείται, βέβαια, ότι υφίσταται η βασική αρχή ότι, ενώ η Εκκλησία καταδικάζει την κάθε αμαρτία ως απομάκρυνση τού ανθρώπου από το Φως και την αγάπη τού Θεού, συγχρόνως αγαπά τον κάθε αμαρτωλό, διότι και αυτός έχει το «κατ’ εικόνα Θεού» και μπορεί να φθάση στο «καθ’ ομοίωσιν», εάν συνεργήση στην Χάρη τού Θεού. Αυτόν τον υπεύθυνο λόγο απευθύνει η Ιερά Σύνοδος σε σάς, τους ευλογημένους Χριστιανούς, τα μέλη της, και σε όλους όσοι αναμένουν τον λόγο της, διότι η Εκκλησία «αληθεύει εν αγάπη» (Εφ. δ΄, 15) και «αγαπά εν αληθεία» (Β΄ Ιω. α΄, 1). |
Δημιουργία αρχείου: 7-2-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 16-2-2024.