Το
μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία
Οι τρεις πρόσφατες εγκύκλιοι του
Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για το μάθημα των
Θρησκευτικών στα Σχολεία δημιούργησαν έντονες συζητήσεις,
αρνητικές η θετικές. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της
Ελλάδος συζήτησε το θέμα και απεφάσισε να παραμείνη η
κατάσταση όπως είχε καθορισθή με εγκύκλιο της πρ. Υπουργού
κ. Γιαννάκου, δηλαδή να απαλλάσσεται από την διδασκαλία των
θρησκευτικών όποιος επικαλείται λόγους συνειδήσεως.
Θεωρώ ότι το θέμα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και
εντοπίζονται τρεις πλευρές, ήτοι το αν, το πως και το ποιός.
Το «αν» αναφέρεται στο αν πρέπει να διδάσκεται το μάθημα των
θρησκευτικών. Η απάντηση σε αυτό είναι θετική, όπως το
επιβάλλει και το 16ο άρθρο του Συντάγματος, στο οποίο πρέπει
να εντοπισθούν οι φράσεις: «Η παιδεία αποτελεί βασική
αποστολή του Κράτους», «την ανάπτυξη της θρησκευτικής
συνειδήσεως» και «την διάπλαση σε ελεύθερους και υπεύθυνους
πολίτες».
Νομίζω ότι αυτό που ίσχυε μέχρι τώρα συνδύαζε και την
διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και την ελεύθερη
συνείδηση των μαθητών. Άλλωστε, αυτό είχε αποφανθή και το
Συμβούλιο της Επικρατείας. Αυτή είναι και η πρακτική που
εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν οι μαθητές
απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς
αιτιολογία, αυτό θα ανοίξη τους ασκούς του Αιόλου και για
άλλα μαθήματα, όπως την ιστορία, την κοινωνιολογία, την
γυμναστική, τα αρχαία Ελληνικά κλπ. και θα αφήση τα παιδιά
εντελώς ανυπεράσπιστα στους κινδύνους από διάφορα σύγχρονα
ιδεολογικά και θρησκευτικά ρεύματα που δημιουργούν
καταστρεπτικά αποτελέσματα.
Το «πως» έχει ιδιαίτερη σημασία, κατά την άποψή μου, που
συνδέεται με το πως θα διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών,
ποιό θα είναι το περιεχόμενό του. Δεν έχω μελετήσει τα
υπάρχοντα βιβλία των θρησκευτικών, αλλά έχω την άποψη ότι
πρέπει να διδάσκεται η ιστορία του τόπου και ο πολιτισμός
του, του οποίου σημαντικό μέρος κατέχει η θρησκεία, ακόμη
και οι θρησκείες και τα σύγχρονα θρησκευτικά ρεύματα, με
έναν πολύ ωραίο και έξυπνο τρόπο. Άλλωστε, οι σημερινοί νέοι
πρέπει να μελετούν την ιστορία, τον πολιτισμό και την
παράδοση του τόπου και τις θρησκείες, γιατί αυτό τους δίνει,
εκτός των άλλων, και την δυνατότητα να αποκτήσουν την
πολιτιστική ταυτότητά τους και να μη γίνονται θύματα κάθε
τυχοδιώκτου. Και σε αυτό έχει ευθύνη η Πολιτεία.
Το «ποιός» θα διδάσκη το μάθημα των θρησκευτικών και αυτό
έχει πολύ μεγάλη σημασία. Στα Σχολεία της περιοχής μας
εργάζονται καλά οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί. Όμως απ' ο,τι
ακούμε από άλλες περιοχές, είναι δυνατόν ο καθηγητής
θρησκευτικών να κινήται μεταξύ του τελείως αδιάφορου-άσχετου
έως του συντηρητικού. Η Πολιτεία πρέπει να ενδιαφερθή και
για το θέμα αυτό.
Η γενική μου εντύπωση είναι ότι οι θεολόγοι Καθηγητές
προσφέρουν στην παιδεία, γιατί το μάθημα τους δίνει την
δυνατότητα, αν είναι έξυπνοι και ευσυνείδητοι, να βοηθήσουν
τα παιδιά με την προσωπικότητά τους, το ήθος τους και την
πείρα της ζωής, αφού τους βοηθά σε αυτό η ποικιλία των
θεμάτων του μαθήματος. Οι θεολόγοι, όπως και άλλοι καθηγητές,
έχουν την ευκαιρία να αναπληρώνουν τυχόν κοινωνικές και
οικογενειακές ελλείψεις και προσωπικές ψυχολογικές αναπηρίες
των σημερινών παιδιών και να τους συμπαραστέκονται στα πολλά
προβλήματά τους, ως πνευματικοί γονείς και εκπρόσωποι της
κοινωνίας. Άλλωστε σήμερα, τουλάχιστον στην πατρίδα μας, δεν
ισχύει το σύνθημα «η θρησκεία είναι το όπιον του λαού», αλλ'
ότι το ποικιλότροπο όπιο (ναρκωτικά, καταστροφικές
ιδεολογίες και λατρείες) είναι η θρησκεία του λαού. Έτσι,
μεγαλύτερη σημασία πρέπει να δοθή στο «πως» και το «ποιός».
(Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα "Εμπρός"
Ναυπάκτου, στις 12-9-2008)
Το
μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία
Η πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου
Παιδείας και Θρησκευμάτων για την μη παρακολούθηση του
μαθήματος των Θρησκευτικών από μαθητές με μια απλή δήλωση «χωρίς
αιτιολογία» δημιούργησε θετικές και αρνητικές συζητήσεις. Το
θέμα από πλευράς Εκκλησίας το χειρίζεται η Ιερά Σύνοδος της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Εδώ θα αρκεσθώ να διατυπώσω μερικές
σκέψεις με συντομία όχι ως Κληρικός της Εκκλησίας, αλλ' ως
πολίτης αυτής της Χώρας.
Το Υπουργείο Παιδείας υποτίθεται ότι εξέτασε πλήρως το θέμα
προκειμένου να καταλήξη στην απόφαση αυτή. Υπάρχουν όμως
μερικοί προβληματισμοί, που δεν γνωρίζω εάν ελήφθησαν υπ'
όψη.
1. Το 16 άρθρο του εν ισχύι Συντάγματος σαφώς
διαγορεύει: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους
και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και
φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και
θρησκευτικής συνειδήσεως και της διάπλασής τους σε
ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Επομένως το μάθημα των
Θρησκευτικών στα Σχολεία με όποια μορφή επιλέξη να γίνεται
το υπεύθυνο Υπουργείο, έχει συνταγματική κατοχύρωση. Ας
σημειωθή ότι γίνεται λόγος για «θρησκευτική συνείδηση» και
όχι για εκκλησιαστική αγωγή. Με αυτές τις προϋποθέσεις το
μάθημα των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό.
Ο κ. Γεώργιος Κρίππας, δρ. Συνταγματικού Δικαίου, σε σχετική
μελέτη του με τίτλο «Η συνταγματική κατοχύρωσις του
μαθήματος των Θρησκευτικών παρ' ημίν και εν τη αλλοδαπή» με
ισχυρή επιχειρηματολογία απέδειξε ότι είναι υποχρεωτική η
διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα,
σύμφωνα με το Σύνταγμα και την νομολογία, αλλά είναι
κατοχυρωμένη η διδασκαλία του και στις Ευρωπαϊκές και άλλες
χώρες.
2. Η θρησκεία στην οποία αναφέρεται το μάθημα των
Θρησκευτικών είναι ευρύτερη του όρου Εκκλησία και με αυτήν
την έννοια δεν μπορώ να διανοηθώ πως μπορεί κανείς που ζη
στην σύγχρονη εποχή να μη ενδιαφέρεται για το θέμα αυτό και
από πλευράς εγκυκλοπαιδικής.
Όταν κάνουμε λόγο για θρησκεία, εννοούμε ένα σύστημα
θρησκειών από τις κατώτερες μέχρι τις ανώτερες, που
διακρίνονται ανάλογα με το τι υπερτερεί, ο φόβος η η αγάπη.
Ο δεϊσμός, ο αγνωστικισμός, η μεταφυσική, ακόμη και η αθεΐα
είναι ένα είδος θρησκευτικής πίστης, που ασχολείται με τα
δίπολα φόβος-αγάπη, ιδέα-πρόσωπο. Για παράδειγμα, ο
Καζαντζάκης σε όλα τα έργα του «θεολογεί», δηλαδή κάνει λόγο
για Θεό με διαφορετική κάθε φορά έννοια. Ακόμη και η
στρατευμένη αθεΐα είναι ένα είδος θρησκείας. Και αυτός ο
διαφωτισμός που εκφράσθηκε τον 18ο αιώνα δεν είναι
αθεϊστικός, αλλά μάλλον δεϊστικός. Επίσης, ο Μαξ Βέμπερ
απέδειξε την σχέση του καπιταλισμού με την προτεσταντική
ηθική και ο Νικόλαος Μπερντιάγεφ μελέτησε την έκφραση του
μαρξισμού με τον θρησκευτικό ιουδαϊκό μεσσιανισμό. Γενικά, η
κάθε ιδεολογική πολιτική, ακόμη και η ανεξιθρησκεία, είναι
επενδυμένη με θρησκευτικό μανδύα η ψευτοθεολογικά ενδύματα,
γι' αυτό απαιτείται γνώση όλων αυτών των ρευμάτων και
απομύθευσή τους.
Διερωτώμαι πως είναι δυνατόν όλο αυτό το πλαίσιο της
θρησκευτικότητας να μη διδάσκεται στους μαθητές, οι οποίοι
ζουν σε μια κοινωνία, η οποία ούτως η άλλως διαποτίζεται από
θρησκευτικές και αντιθρησκευτικές αρχές;
3. Το συναίσθημα, όπως διδάσκει η σύγχρονη
νευροβιολογία, έχει βιολογική υποδομή και συνδέεται με τις
συνάψεις των νευρικών κυττάρων, που γίνονται στον λεγόμενο
αμυγδαλοειδή πυρήνα του εγκεφάλου, χωρίς να αρνήται κανείς
την σχέση μεταξύ ψυχής και σώματος. Αυτό ισχύει και για το
θρησκευτικό συναίσθημα, γι' αυτό, όπως πολλοί ισχυρίζονται,
δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη πιστεύη κάπου, που να μην έχη
ένα θρησκευτικό ιδεολόγημα. Όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι, κατά
τον Χάϊντεγκερ, ασχολούνται με το ερώτημα «γιατί να υπάρχουν
τα όντα και όχι το τίποτα».
Όταν, όμως, η Πολιτεία αγνοή αυτήν την πραγματικότητα και
δεν θέλη να δώση στους νέους μερικά σοβαρά θρησκευτικά
κριτήρια για να κρίνουν ορθά, τότε αφήνει ελεύθερο το πεδίο
σε κάθε παραθρησκευτικό φαινόμενο και σε κάθε εκμεταλλευτή
του «θρησκευτικού συναισθήματος» για να αναπληρώση αυτό το
κενό, με αποτέλεσμα να αναπτυχθή ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο
φαινόμενο θρησκευτικής η αντιθρησκευτικής τρομοκρατίας. Αυτό
θα έχη φοβερές συνέπειες στον ψυχολογικό και βιολογικό κόσμο
του νέου, αλλά και στις κοινωνίες, γιατί θα αυξήση ακόμη
περισσότερο το φαινόμενο του κοινωνικού περιθωρίου. Το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει λάβει σοβαρές αποφάσεις για τις
καταστροφικές σέκτες που απειλούν την συνοχή της κοινωνίας.
Οπότε, η υπεύθυνη Πολιτεία θα πρέπει να προσφέρη στους
μαθητές εκείνους, που δεν επιθυμούν να πληροφορηθούν ο,τι
έχει σχέση με θρησκευτικά φαινόμενα, αυθεντικά κριτήρια για
να μην εμπλακούν στα επικίνδυνα δίχτυα των διαφόρων σεκτών.
4. Εάν το λεγόμενο θρησκευτικό συναίσθημα σχετισθή με
τα ατομικά δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα και θεωρηθή
ότι η διδασκαλία των Θρησκευτικών τα παραβιάζει, τότε αυτό
αργά η γρήγορα θα επεκταθή επικίνδυνα και σε άλλα μαθήματα.
Για παράδειγμα μπορεί να προβληθή ως αίτημα η μη
παρακολούθηση της ελληνικής ιστορίας από τους αλλοεθνείς η
γηγενείς μαθητές που θα έχουν προβλήματα να την διδαχθούν.
Ακόμη η μη παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών, «χωρίς
αιτιολογία», ενδεχομένως θα το υποβαθμίση, λόγω αδιαφορίας
και κοπώσεως των μαθητών, με αποτέλεσμα να δημιουργήση
πρόβλημα στους θεολόγους Καθηγητές και τις Θεολογικές Σχολές,
με κοινωνικές συνέπειες. Επί πλέον αυτό το φαινόμενο θα
οδηγήση αναποτρέπτως στο να αποκτήση το μάθημα των
Θρησκευτικών ομολογιακό χαρακτήρα. Δεν γνωρίζω αν αυτό
απασχολή την Πολιτεία.
Προσπάθησα να καταγράψω τηλεγραφικώς μερικές απλές σκέψεις
όχι ως Κληρικός, αλλά ως πολίτης αυτής της Χώρας, ως
άνθρωπος που ασχολείται με την πολιτιστική παράδοση του
τόπου, της οποίας κέντρο είναι πάντα η θρησκεία, όπως
ισχυρίζονται πολλοί κοινωνιολόγοι, και ως άνθρωπος που
βλέπει το που μπορεί να οδηγήση τον νέο η άγνοια των
θρησκευτικών φαινομένων. Η άκρατη ικανοποίηση των ατομικών
δικαιωμάτων, όταν μάλιστα αυτά μπορούν να εκτραπούν σε
αντικοινωνικές ενέργειες και σε κατάργηση της κοινωνικής
συνοχής, πρέπει να απασχολή σοβαρά κάθε υπεύθυνη Πολιτεία.
(Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα "Το Βήμα"
της Κυριακής, 10-8-2008)