Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ενότητες: Παπισμός και Οικουμενισμός

 

Υπό δύο προϋποθέσεις ο διάλογος με τους Παπικούς

Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου και Βλασίου Ιεροθέου Βλάχου

 

Πηγή: Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» 9 Μαϊου 2008, σελ. 5.

 

Η παρέμβασις

Όταν σε όλα τα δέματα —κοινωνικά, πολιτικά, εθνικά—σκεπτόμαστε πάνω στην απόκλιση και στη σύγκλιση συνάντηση, πρέπει απαραίτητα να διερευνούμε τα βαθύτερα αίτια, που προκαλούν τις διαιρέσεις. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και στο θέμα της απόκλισης του δυτικού Χριστιανισμού (Καθολικισμού) από τον ανατολικό Χριστιανισμό (Ορθοδοξία), ώστε στη συνέχεια να δούμε τη δυνατότητα της σύγκλισης.

Είναι γνωστόν ότι η θεολογία συνδέεται στενά με την ιστορία, δεδομένου ότι το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο εκφράζεται στο ιστορικό γίγνεσθαι. Ο αείμνηστος διαπρεπής θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έγραφε ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να αποξενώσει τη θεολογία από την ιστορία, αφού "η Εκκλησία αναγνωρίζει και διακηρύσσει τη δογματική αλήθεια ως γεγονότα Ιστορίας", Έτσι, "οποιοσδήποτε είναι αναίσθητος προς την ιστορία δύσκολα είναι καλός Χριστιανός". Αλλά και η πολιτική συμβαδίζει με τη θεολογία και υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Αυτό πρέπει να έχουμε υπ' όψιν μας μελετώντας την απόκλιση και τη σύγκλιση μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Καθολικισμού, διότι είναι θέματα θεολογικά, ιστορικά και πολιτικά.



1. Η απόκλισις

Κατ' αρχάς τα αιτία της διαφοροποίησης του δυτικού Χριστιανισμού από τον ανατολικό Χριστιανισμό ήταν πολιτικά, που είχαν σχέση με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού Κράτους από τη Ρώμη στο τότε Βυζάντιο, το οποίο ονομάσθηκε Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη. Ο Επίσκοπος της Παλαιάς Ρώμης ποτέ δεν μπόρεσε στην πραγματικότητα να αποδεχθεί την ανύψωση της Νέας Ρώμης και την εξίσωση της με την Παλαιά Ρώμη, γι' αυτό στις Οικουμενικές Συνόδους έστελνε αντιπροσώπους.

Στη συνέχεια η πολιτική αποδυνάμωση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι επιδρομές των γερμανικών φύλων - Γότθων, Βησιγότθων, Βανδάλων, Λομβαρδών, Φράγκων - είχαν ως αποτέλεσμα την απόσχιση της δυτικής από την ανατολική Εκκλησία. Όταν διαβάση κανείς το έργο του κορυφαίου Πάπα της Ρώμης αγίου Γρηγορίου Διαλόγου (540-604) βλέπει τον αγώνα της Παλαιάς Ρώμης εναντίον των βαρβάρων που κατέβαιναν στην Ιταλία και επεδίωκαν την κατάληψή της και τη θεολογική της αλλοίωση, όπως τελικά και το επέτυχαν.

Ακόμη η θεολογική αλλοίωση της Δύσεως συνδέεται αφενός με το ότι σημαντικοί δυτικοί Πατέρες αγνοούσαν την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να παρακολουθήσουν τις συζητήσεις στην Ορθόδοξη Ανατολή πάνω σε δογματικά ζητήματα, αφετέρου δε με το ότι μερικοί πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες της Δύσεως προσπαθούσαν να αποδεσμευθούν από την ορθόδοξη Ανατολή ή να επιβληθούν επάνω σε αυτήν .

Έτσι πρέπει να εξηγηθούν οι πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, οι δογματικές αλλοιώσεις, οι σταυροφορίες του δυτικού κόσμου εναντίον του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι κατακτήσεις ανατολικών εδαφών από δυτικούς φεουδάρχες, οι καχυποψίες, τα αναθέματα, τα μίση κτλ.

Επομένως, πολιτικά ζητήματα, πολιτισμικές αλλοιώσεις και θεολογικές αποκλίσεις αποτελούν τα αίτια της διαφοροποίησης της Δύσεως από την ενιαία θεολογική παράδοση, που επικρατούσε στο δυτικό και ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η Ευρώπη έζησε όλη αυτή την τραγωδία, με τον σχολαστικισμό, τον ηθικισμό, την φεουδαρχία, τη μεταρρύθμιση, τους θρησκευτικούς πολέμους, τον φονταμενταλισμό, τον διαφωτισμό, τον ρομαντισμό, τη νεωτερικότητα, τη μετανεωτερικότητα, τον εθνικισμό κτλ. Κατά καιρούς όλα αυτά τα ρεύματα έρχονταν και στην Ανατολή.

 

2. Η Σύγκλισις

Σήμερα επιδιώκονται συναντήσεις για τη βελτίωση των συνθηκών. Αυτό είναι απαίτηση των καιρών. Αλλά νομίζω ότι και στο σημείο αυτό εμπλέκεται η πολιτική με τη θεολογία, αφού οι θεολογικές συναντήσεις μερικές φορές καθοδηγούνται από ποικιλότροπες σκοπιμότητες και η πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί τη θεολογία για τους σκοπούς της.

Μεταξύ Ορθοδοξίας και Καθολικισμού (χρησιμοποιώ συμβατικά τους όρους) γίνονται διάλογοι άλλοτε για να εντοπισθούν οι θεολογικές διαφορές και άλλοτε για να  ευρεθούν τα κοινώς θεολογικά σημεία. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τους σοβαρούς θεολογικούς διαλόγους, όταν γίνονται μέσα σε θεολογικά, εκκλησιαστικά και κανονικά πλαίσια. Στο παρελθόν έγιναν πολλές τέτοιες προσπάθειες και επιτεύχθηκαν ‘'ενώσεις'', αλλά  επειδή δεν στηρίχθηκαν σε εκκλησιαστικές βάσεις απέτυχαν. Δεν πρέπει να επιδιώκεται μια επιφανειακή ένωση, αλλά ενότητα της πίστεως απαλλαγμένη από σκοπιμότητες.

 

Ο διάλογος

Συνεπώς θεωρώ ότι η επιτυχία μιας πραγματικής συνάντησης μπορεί να γίνει με δύο απαραίτητες προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση είναι να απαλλαγούμε από πολιτικές σκοπιμότητες, από προσπάθειες για να διασφαλίσουν ‘'δικαιώματα'' στην Εκκλησία και συγχρόνως πρέπει να εντοπισθεί η αρχαία κοινή εκκλησιαστική παράδοση, τουλάχιστον των πρώτων οκτώ αιώνων, για να δούμε ποια είναι η "Ιστορική Εκκλησία'', που την διαφυλάσσει. Δεύτερη προϋπόθεση είναι να εξετάζουμε τα δόγματα μέσα από την βαθύτερη ουσία τους, που είναι η πνευματική εμπειρία, αφού τα δόγματα είναι καρπός της θεολογικής εμπειρίας των αγίων και οδοδείκτες, που οδηγούν στην εμπειρία. Δεν πρόκειται για μερικά θεωρητικά φιλοσοφικά αξιώματα, τα οποία πρέπει να κατανοηθούν λογικά, αλλά για σχέση του ανθρώπου με τον Θεό.

Μελέτησα επισταμένως τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου στο βιβλίο του ‘'Διάλογοι'' το οποίο συνέγραψε ως Πάπας Ρώμης και ενθουσιάσθηκα με την ησυχαστική ορθόδοξη παράδοση, που επικρατούσε τότε στη Ιταλία και γενικότερα στη δυτική Εκκλησία. Αυτή η παράδοση σαφώς διαφοροποιείται από τον σχολαστικισμό του Καθολικισμού των μετέπειτα αιώνων και συγγενεύει με την ορθόδοξη θεολογία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Επίσης, προκειμένου να υπάρξει ουσιαστική κοινωνία, θα πρέπει να μελετηθεί ο διάλογος μεταξύ αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και Βαρλαάμ και να εντοπισθούν τα σημεία, που συζητήθηκαν, τα οποία θεωρώ σοβαρά, γιατί δείχνουν τη διαφορά μεταξύ σχολαστικισμού και ησυχασμού.

Εάν οι διάλογοι δεν γίνονται μέσα από τις απαραίτητες αυτές προϋποθέσεις, τότε οι συναντήσεις μεταξύ φορέων των Εκκλησιών και Ομολογιών δεν θα έχουν αποτέλεσμα, αλλά μάλλον θα επιδιώκονται για επικοινωνιακούς λογούς, πολιτικές σκοπιμότητες και ευχάριστες διακοπές.

 

Ο κ. Μπέγζος

Εις το άρθρον του ο καθηγητής χ. Μπέγζος, σημειώνει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η διαίρεση του χριστιανισμού υπήρξε αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, άλλοι των οποίων είναι θεολογικοί και άλλοι ιστορικοί. Οι πρώτοι έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο της πίστης και τη διαφορετική κατανόησή του από τους Χριστιανούς. Οι δεύτεροι αφορούν τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή η διαφορετικότητα εκκολάφθηκε, οξύνθηκε ή αμβλύνθηκε κατά περίπτωση. Με τη θεολογική διαφοροποίηση των Εκκλησιών και την υπέρβασή της ασχολούνται οι αρμόδιοι ειδήμονες, που συμμετέχουν στους διεκκλησιαστικούς διάλογους και στην οικουμενική κίνηση, η οποία αποβλέπει στην αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας.

Η διαίρεση της Εκκλησίας εκκολάπτεται αργά αλλά σταθερά στην πρώτη χριστιανική χιλιετία με ιστορική αφορμή την κατάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την κάθοδο των φραγκικών φύλων και την πτώση της Ρώμης στον 5ο αιώνα, που σήμανε τη σταδιακή αποξένωση των δύο πτερύγων του χριστιανισμού, δηλαδή του ελληνόφωνου (ανατολικού, βυζαντινού) και του λατινόγλωσσου (δυτικού, μεσαιωνικού). Ο δυτικός χριστιανισμός μονοπωλήθηκε από τη λατινική κληρονομιά, εγκολπώθηκε τη ρωμαϊκή παράδοση του νομικισμού και έτσι η Καθολική Εκκλησία μετετράπη σε Ρωμαιοκαθολική, αφού το ρωμαϊκό λατινικό στοιχείο υπερκάλυψε το καθολικό χριστιανικό στοιχείο.

Τεκμήρια αυτής της αποξένωσης είναι το γεγονός ότι έπαψε κάθε επικοινωνία θεολόγων της λατινικής και της ελληνικής παράδοσης. Αναφέρεται ότι ο Αυγουστίνος μελετούσε ελληνικά κείμενα σε λατινική μετάφραση, ο Ακινάτης αγνοούσε την ελληνική γλώσσα και η θεολογική ορολογία κατενοείτο εντελώς διαφορετικά στις δύο αυτές γλώσσες. Ο ελληνικός όρος "πρόσωπον" σήμαινε το αυθεντικό, ενώ η λατινική απόδοση persona υπονοούσε το αναυθεντικό (μάσκα, προσωπείο). Η λέξη "ουσία", που δηλώνει το γενικό (καθολικό) αποδιδόταν με το substantia, που σημαίνει το ειδικό (μερικό). Το περίφημο filioque (και από του Υιού) που προστέθηκε από τους λατινόγλωσσους στο Σύμβολο της Πίστεως συνοψίζει την αποξένωση από τους ελληνόφωνους Χριστιανούς κι έτσι απετέλεσε την ορατή κορυφή του παγόβουνου της διαίρεσης του χριστιανισμού με το Σχίσμα.

Ο 20ός αιώνας άλλαξε το Ιστορικό σκηνικό άρδην. Η επικοινωνία μεταξύ δυτικών και ανατολικών Χριστιανών αποκαταστάθηκε, η διαφορά λατινικής και ελληνικής ορολογίας αμβλύνθηκε χωρίς να εξαφανισθεί και επιπλέον προστέθηκαν νέοι παράγοντες που ώθησαν στην απόπειρα αποκατάστασης της ενότητας του χριστιανισμού. Καταλύτης σε αυτή τη διαδικασία ήταν η λεγόμενη εκκοσμίκευση, δηλαδή ο χριστιανικός αποχρωματισμός της κοινωνίας και η κρίση αξιοπιστίας στην οποία περιέπεσε η Εκκλησία συνολικά. Έτσι αναζητήθηκαν κοινοί τρόποι υπέρβασης των διαφορετικοτήτων και μέσα σε αυτό το κλίμα αναπτύχθηκαν οι διεκκλησιαστικοί διάλογοι, όπως επίσης η οικουμενική κίνηση στη μεταπολεμική ψυχροπολεμική εποχή με κύριο φορέα το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (1948), που για πρώτη φορά στη δεύτερη χριστιανική χιλιετία έφερε σε προσωπική επαφή και άμεσο διάλογο Χριστιανούς όλων ανεξαιρέτως των Εκκλησιών.

Σήμερα πια, στον 21ο αιώνα, και μάλιστα στη μεταψυχροπολεμική εποχή του μονοπολισμού και της μετανεωτερικότητας, προστέθηκε ένας ακόμη ιστορικός συντελεστής για την επιτάχυνση της επανεύρεσης της ενότητας του χριστιανισμού. Αυτός είναι ο φονταμενταλισμός με την ανάδυση των εθνικισμών και των κάθε μορφής φανατισμών που διαιρούν ακόμη περισσότερο και βαθύτερα την ανθρωπότητα. Μπορεί η θρησκεία να ήρθε στο προσκήνιο της ιστορικής επικαιρότητας κατά την τελευταία εικοσαετία, αλλά συνοδεύθηκε με αιματηρές συγκρούσεις που θύμισαν τους θρησκευτικούς πολέμους της Μεταρρύθμισης. Η αναζήτηση της ενότητας του χριστιανισμού αναδύθηκε στον ορίζοντα της σύγχρονης ιστορίας ως επιτακτική ανάγκη της εποχής μας.

Η περιβόητη "σύγκρουση πολιτισμών" της δεκαετίας του 1990 αποκαλύφθηκε στον αιώνα μας ότι είναι η σύγκρουση των φονταμενταλισμών και των κάθε είδους θρησκευτικών φανατισμών. Δεν είναι άμοιρο σημασίας ότι κάθε χριστιανική Εκκλησία έχει να επιδείξει τον δικό της φονταμενταλισμό. Ο προτεσταντισμός εξέθρεψε τη "χριστιανική Δεξιά" της "πολιτικής ορθότητας" και της "ηθικής πλειοψηφίας", ο Ρωμαιοκαθολικισμός ανέχθηκε την αντιδραστική κίνηση του Λεφέδρ και η Ορθοδοξία ταλαιπωρείται τόσο από τον ελλαδικό παλαιοημερολογιτισμό όσο και από τον ρωσικό πανσλαβισμό της πρώην σοβιετικής υπερδύναμης.

Η ιστορία συνέβαλε στη διαίρεση του χριστιανισμού και είναι πάλι η ιστορία που συντελεί στην αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας, είτε υπό το βάρος της εκκοσμίκευσης στον 20ό αιώνα είτε υπό τη σκιά του φονταμενταλισμού στον 21ο αιώνα Σε κάθε περίπτωση η ιστορία συντρέχει τη θεολογία στην υλοποίηση της ευχής του Χριστού "Ίνα πάντες εν ώσιν" (Ιωάννης 17,21).

 

Ο κ. Σπιτέρης

Εις το άρθρον του εκπροσώπου των Παπικών εις την Κέρκυραν κ. Ι. Σπιτέρη υπογραμμίζονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«Κάθε Εκκλησία (ή κάθε "δόγμα") είναι πεπεισμένη ότι κατέχει την αλήθεια, τη σωστή πίστη, την ορθοδοξία, ενώ, αντίθετα, οι άλλες Εκκλησίες πλανώνται στο λάθος, δηλαδή στη μη αποδοχή του σωστού δόγματος, στην αίρεση. Η πιστότητα λοιπόν της μιας Εκκλησίας για την αλήθεια και η απομάκρυνση από την ορθή πίστη της άλλης είναι η αιτία, που διατηρεί τους Χριστιανούς χωρισμένους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η "αγάπη" για την "αλήθεια" χωρίζει τους Χριστιανούς.

Η αγάπη για τη σωστή πίστη, όπως την αντιλαμβάνεται κάθε Εκκλησία, καλλιέργησε μισαλλοδοξίες, φανατισμούς, ακόμη και πολέμους μεταξύ Χριστιανών. Αυτό σημαίνει ότι οι Χριστιανοί έχουν προβάλει ως ρυθμιστικό κριτήριο της πίστης τους μόνο την ορθοδοξία (ορθή πίστη) και έχουν ξεχάσει ότι η γνησιότητα του χριστιανισμού ρυθμίζεται εξίσου και από την ορθοπραξία του (ορθή πράξη)…

Ωστόσο η πίστη δεν σταματά μόνο στην απλή αποδοχή ορισμένων αφηρημένων αληθειών, αλλά στην ουσία της πίστης ανήκει επίσης η έμπρακτη απάντηση του ανθρώπου στα Θεό που δίδεται σ' αυτόν και που εκφράζεται με την ορθή πράξη, με την ορθοπραξία…

Αυτά μας οδηγούν σε μερικά πρακτικά συμπεράσματα: Οι Χριστιανοί οφείλουν να τους κατέχει η ταπεινοφροσύνη. Πρέπει να εξετάσουν με ειλικρίνεια τη ζωή τους ως ατόμων, ως κοινωνίας και ως Εκκλησίας, και να εξακριβώσουν αν πράγματι βρίσκονται στην ορθοδοξία, μη ξεχνώντας ότι η Ορθοδοξία είναι στενά συνδεδεμένη με την ορθοπραξία. Τότε ποιας θα ήταν σε θέση να καταδικάσει τους άλλους για "αιρετικούς"; Αν οι Χριστιανοί, χάριν της "αφηρημένης αλήθειας", σκοτώνουν τη χριστιανική αγάπη με τη μισαλλοδοξία τους, τους φανατισμούς, τον απολυταρχισμό και την εύκολη καταδίκη, τότε ταυτόχρονα σκοτώνουν και την ίδια την αλήθεια, γιατί αλήθεια χωρίς αγάπη είναι ανύπαρκτη. Μόνο πράττοντας την αλήθεια θα φθάσουμε σε όλη την Αλήθεια, που είναι ο Χριστός. Η πίστη έχει αντικείμενο την αλήθεια του Θεού, που έγινε γεγονός, συμβάν στην ανθρώπινη ιστορία και που η υψίστη εμφάνισή της υπήρξε το πρόσωπο του Χριστού. Παραμένει στην αλήθεια οποίος είναι σε "κοινωνία" με τον Πατέρα και τον Υιόν και τους αδελφούς (Βλ. Α΄ Ιων. 1,4. 6).

Έτσι, λοιπόν, όσο περισσότερο οι Χριστιανοί συσπειρωθούν στον Χριστό και στο "Χριστώ εν υμίν" (Κολ, 1, 27), τόσο περισσότερο θα ενωθούν και μεταξύ τους, τόσο περισσότερο θα πραγματοποιήσουν το πλήρωμα της Εκκλησίας. Υπό αυτή την έννοια, η σύγκλιση διαφόρων χριστιανικών δογμάτων είναι όχι μόνο δυνατή άλλα και επιτακτική, γιατί δεν πρόκειται να ενωθούν τα δόγματα αν πρώτα δεν ενωθούν οι άνθρωποι με το να πιστεύουν αγαπώντας».

Δημιουργία αρχείου: 30-5-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 30-5-2008.

ΕΠΑΝΩ