Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ορθοδοξία

 

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιάκωβος

Πηγή:  Βικιπαίδεια, η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια (προσαρμοσμένο)

Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιάκωβος (κατά κόσμον Γεώργιος) Βαβανάτσος (Γαλαξείδι, 22 Ιουνίου 1895 - Σαλαμίνα, 25 Οκτωβρίου 1984) υπήρξε ένας από τους πλέον σημαίνοντες Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στον 20ο αιώνα. Διετέλεσε πρώτος Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Πρόεδρος της Μητροπόλεως Αττικής. Η ιστορία του βίου του είναι μια σημαντική υπενθύμιση σήμερα, που πολλοί μιλούν για «διαπλοκή Εκκλησίας - Πολιτείας» και που πρέπει να καταλάβουν πως αυτή την διαπλοκή την επέβαλε η ίδια η Πολιτεία για να προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την Εκκλησία. Επίσης είναι διδακτικός ο βίος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου γιατί βλέπουμε μέσα από αυτόν πως κατά την διάρκεια της δικτατορίας έγινε διωγμός και ενάντια στην (κανονική) Εκκλησία ώστε να διοριστούν αρεστά πρόσωπα σε θέσεις κλειδιά. Αυτή είναι η πραγματική ιστορία και όχι αυτά που προσπαθούν να μας σερβίρουν πως η Εκκλησία τάχα αγκάλιασε την Χούντα. Η Εκκλησία έχει τόση ευθύνη γι’ αυτό το γεγονός, όσο ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός. Νομίζουμε πως πρέπει να βάζουμε κάποια πράγματα στην ορθή θέση τους στην ιστορία , ώστε να γίνεται δυνατή η κατανόηση σε κάθε αντικειμενικό μελετητή του πώς οδηγηθήκαμε σε κάποια σύγχρονα προβλήματα στις σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας.

Η προσωπική του πορεία υπήρξε παράλληλη της ιστορίας της ελλαδικής Εκκλησίας από τη δεκαετία του 1930 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Προοδευτικός και ρηξικέλευθος ιεράρχης βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δύο μεγάλες δικτατορίες της 4ης Αυγούστου και της 21ης Απριλίου και διώχθηκε από τα στελέχη τους. Την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε πολυποίκιλη δράση εθνική και ανθρωπιστική ενώ και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο κατάφερε να άρει την ποιμαντική του προσπάθεια πάνω από τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές. Η υπόθεση της εκλογής και της πτώσης του από τη θέση του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε μίγμα παρασκηνιακής δράσης πολιτικών, εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών παραγόντων. Παρά την αμφισβήτηση, που δέχθηκε στο σύντομο διάστημα της παραμονής του στον αρχιεπισκοπικό θώκο και την έντονη κριτική και πολεμική, που του ασκήθηκε πριν και μετά την παραίτησή του, παρέμεινε σημείο αναφοράς των εκκλησιαστικών εξελίξεων έως και τη Μεταπολίτευση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος έγραψε για τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο μετά την εκδημία του:

"ο μακαριστός αδελφός και συλλειτουργός ημών Πρωθιεράρχης υπήρξε διακεκριμένη ηγετική φυσιογνωμία, διακριθείσα διά την ευρύτητα των αντιλήψεων αυτής, διά τον υπέρ της Εκκλησίας ζήλον, διά το εκκλησιαστικόν φρόνημα, διά την λιπαράν πείραν."

 

 

 

1. Πρώιμη περίοδος

Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι Παρνασίδας στις 22 Ιουνίου 1895 και ήταν ο τρίτος γιος του ναυτικού Κωνσταντίνου Βαβανάτσου και της Παρασκευής Ανατσίτου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο Γαλαξιδίου και από μικρή ηλικία συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή της τοπικής εκκλησίας προσκολλώμενος στο θείο του ιερέα Νικόλαο Σκουτεράκο.

Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο του Πειραιά, εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Νομική. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1918 από το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Παπαϊωάννου. Μετά την εκλογή ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου στα 1923, προσελήφθη ως διάκονός του με το οφίκιο του Μεγάλου Αρχιδιακόνου. Τρία χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίστηκε Αρχιμανδρίτης από το Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη αναλαμβάνοντας, ταυτόχρονα, καθήκοντα Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Το 1931 διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Ι. Αρχιεπισκοπής.

Στις 11 Ιανουαρίου 1935 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χριστουπόλεως, Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του Πρωτοσυγκέλου. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δωδεκαετίας 1923 - 1935 είχε επωμισθεί τη διοικητική σπουδή και οργάνωση της Αρχιεπισκοπής, έργο στο οποίο διακρίθηκε μεριμνώντας για την τελετουργική ομοιομορφία, την ευταξία και τη μόρφωση των κληρικών και την εύρυθμη λειτουργία των ενοριών. Για αυτούς τους σκοπούς οργάνωσε το 1932 το πρώτο Εφημεριακό Συνέδριο στις αίθουσες του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, συνέστησε Πειθαρχικό Συμβούλιο από πρεσβυτέρους και ενίσχυσε το θεσμό των ιερατικών συνάξεων.

 

2. Η ποιμαντική δράση

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1936 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της νεοπαγούς Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, η οποία δημιουργήθηκε σε αποσπασθέν έδαφος της υπερμεγέθους τότε αρχιεπισκοπικής περιφέρειας. Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Οκτωβρίου 1938 στήριξε την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κορίνθου Δαμασκηνού Παπανδρέου έναντι αυτής του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδη. Η εκλογή Δαμασκηνού ακυρώθηκε με πολιτικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης Μεταξά και με αριστίδην Σύνοδο επιτεύχθηκε η ανάδειξη του Χρυσάνθου ως προκαθημένου. Ο Ιάκωβος θεωρήθηκε από το καθεστώς και τη νέα εκκλησιαστική ηγεσία ανεπιθύμητος και τα όρια της Μητρόπολής του συρρικνώθηκαν στην περιοχή των Μεγάρων[1]. Η επαναφορά των κανονικών ορίων έγινε μετά την παύση του Χρυσάνθου και την ανάληψη της αρχιεπισκοπίας από το Δαμασκηνό το 1941.

Η ποιμαντική δράση του Ιακώβου ως Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος έκανε την επαρχία του πρότυπο διοικητικής, οργανωτικής και πνευματικής δράσης για όλες τις άλλες μητροπολιτικές επαρχίες του ελλαδικού χώρου. Ο ίδιος έδωσε απ’ αρχής βάρος στην επιμόρφωση του εφημεριακού κλήρου με σκοπό την άσκηση της διακονίας του με όσο το δυνατό αρτιότερο τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό ίδρυσε προπαρασκευαστική σχολή για μετεκπαίδευση των εφημερίων και προήγαγε το θεσμό των ανά έτος ιερατικών συνάξεων. Το 1953 εξέδωσε και το έργο του "Ποιμαντικαί Υποδείξεις", ένα οδηγό ποιμαντικής πρακτικής.

Στον τομέα της πνευματικής καθοδήγησης και στήριξης της νεολαίας προέβη, ιδιαίτερα μετά την Απελευθέρωση, σε σειρά καινοτόμων ενεργειών. Ίδρυσε ομίλους νέων με την επωνυμία "Οδοιπόροι της ζωής", οι οποίοι μέσω της διδασκαλίας και του διαλόγου προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους νέους, που συμμετείχαν, στη διευκρίνιση μίας σαφούς εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Σε αυτό το εγχείρημα συνέπραξαν εκατοντάδες νέοι από όλες τις περιοχές της Αττικής. Επιπλέον ίδρυσε τις πρότυπες εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις της Ελευσίνας, που λόγω της άρτιας οργάνωσής τους χρησιμοποιήθηκαν και από την πολιτεία. Με αυτή του την προσπάθεια περιέθαλψε ικανό αριθμό παιδιών της δοκιμαζόμενης γενιάς της Κατοχής. Το 1947 η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος έθεσε υπό την αιγίδα της το όλο νεανικό έργο της Μητρόπολης Αττικής, προβάλλοντάς το σαν πρότυπο.

Πεδία ενεργειών του Ιακώβου υπήρξαν, ακόμη, η ίδρυση και η οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων. Κατά την ποιμαντορία του δημιουργήθηκαν, αναπαλαιώθηκαν ή ενισχύθηκαν πολλές μονές ενώ συνάμα βοηθήθηκε και η στελέχωσή τους. Ιδιαίτερα στον τομέα του γυναικείου μοναχισμού παρατηρήθηκε ακμή όχι μόνο σχετική με την προσέλευση μοναζουσών και την πληθυσμιακή αύξηση των μονών αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.

 

3. Η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου

Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ιάκωβος κινητοποίησε το δυναμικό της Μητρόπολης Αττικής με σκοπό την προσφορά βοήθειας προς τους Έλληνες στρατιώτες του μετώπου και τα άπορα παιδιά. Οι καλόγριες των γυναικείων μοναστηριών ανέλαβαν την κατασκευή πλεκτών που αποστέλλονταν στους στρατιώτες για την αντιμετώπιση των δύσκολων καιρικών συνθηκών και ταυτόχρονα γυναικείες και ανδρικές μονές φιλοξενούσαν παιδιά με πρόβλημα επισιτισμού και διαβίωσης.

Στην ίδια γραμμή συνέχισε και την περίοδο της Κατοχής, κινούμενος, όμως, πλέον πιο δυναμικά και δρώντας εντονότερα ως κορυφαίος θρησκευτικός λειτουργός του καταπιεζόμενου και αγωνιζόμενου λαού. Οι πράξεις του ευρύνονταν από την οργάνωση φιλόπτωχων ταμείων και της "Κοινωνικής Αλληλεγγύης" μέχρι τη συνεχή προσωπική παράσταση προς τους κατακτητές για την απόλυση κρατουμένων ή τη διάσωση μελλοθανάτων. Ακόμη βοήθησε τη φυγάδευση και την απόκρυψη αντιστασιακών, παρενέβη δραστικά στην αποτροπή της πυρπόλησης των πόλεων Βίλλια, Μέγαρα, Μαρκόπουλο και Μαραθώνα και της εκτέλεσης κατοίκων τους.

Ο ίδιος διηγείτο αργότερα:

"Η Μητρόπολίς μας παρέμενεν ανοικτή ημέραν και νύκτα παντί τώ αιτούντι. Τό τηλέφωνον τού «επισκόπου» ήτο εις την διάθεσιν των πάντων. Όλη η Κηφισιά, όλη η Αττική και πλείστοι εκ των εν Αθήναις ευρισκομένων, βέβαιοι όντες ότι θα εύρουν λόγον παρηγορίας και συμπαράστασιν και παράστασιν ημών ενώπιον των κατακτητικών αρχών κατέφευγον εις την Μητρόπολιν. Χώροι τού Μητροπολιτικού Οίκου εχρησίμευον ως καταφύγια των διωκομένων υπό των κατακτητών... Η Μητρόπολις της Κηφισιάς ουδέποτε εγνώρισε «κλειδαριάν» και σιωπήν. Συνοδοιπορεί μετά των θρηνούντων. Ο «Δεσπότης» είναι ιεράρχης διά τον λαόν του."

Στο διάστημα του Εμφυλίου Πολέμου βρέθηκε συχνά σε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο πλευρών. Προσπάθησε να μη χρωματιστεί πολιτικά τηρώντας ίσες αποστάσεις και συνεπή στάση εκκλησιαστικού ταγού, θεωρώντας τους αντιμαχόμενους πνευματικά παιδιά του. Και σε αυτή τη φάση προέταξε το κύρος του υπουργήματος και της προσωπικότητάς του ώστε στο μέτρο των δυνατοτήτων του να βοηθήσει να αποφευχθούν εκτελέσεις και συρράξεις.

Σημειώνει για την προσωπική του στάση στον Εμφύλιο:

"Καί πάλιν οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις των αντιπάλων. Η αντιπαλία, η διαμάχη διά τον Ιεράρχην αλλάσσει πρόσωπον. Η ουσία παραμένει η ιδία. Καί πάλιν τα τέκνα τού Θεού συλλαμβάνονται και πάλιν η εικών τού Θεού ατιμάζεται τόσον εις το πρόσωπον τού διώκτου, όσον και τού διωκομένου. Διά τον Ιεράρχην όλοι, εν προκειμένω, οι Έλληνες είναι τέκνα του."

 

4. Η περιπέτεια της εκλογής

Η διοικητική πείρα και η υψηλή θεολογική κατάρτιση, οι οποίες χαρακτήριζαν τον Ιάκωβο, ήταν τα στοιχεία που συνέβαλλαν ώστε μεταπολεμικά να αναλάβει εναργέστερη συμμετοχή στην επίλυση προβλημάτων της ευρύτερης ελλαδικής εκκλησιαστικής διοίκησης και να αναχθεί σε έναν από τους βασικότερους παράγοντες της Ιεραρχίας. Υπό την πνευματική του καθοδήγηση βρέθηκε μία αρκετά μεγάλη ομάδα νεότερων αρχιερέων και ιερέων με βασικά γνωρίσματα την προοδευτική σκέψη σχετικά με την εκκλησιαστική διοίκηση και οργάνωση και την αντίθεση προς τη δράση των ισχυρών, τότε, παρεκκλησιαστικών σωματείων. Ο Ιάκωβος αποκαλούσε αυτού του είδους τα σωματεία "προτεσταντισμό ελληνικής εμπνεύσεως".

Στις 8 Ιανουαρίου 1962 απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β΄ (Παναγιωτόπουλος) και αυτόματα τέθηκε το ζήτημα της διαδοχής. Το κύρος της προσωπικότητας του Ιακώβου και οι καλές σχέσεις του με τα Ανάκτορα (τιμήθηκε και με το Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου) τον έκαναν να προβάλει ως ο επικρατέστερος των υποψηφίων. Εκείνο το διάστημα άρχισαν να εμφανίζονται σε ορισμένες εφημερίδες υπαινικτικά σχόλια για την ιδιωτική ζωή του Μητροπολίτη Αττικής και παράλληλα να κυκλοφορούν προκηρύξεις, εκδιδόμενες από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, με περιεχόμενο υβριστικό[2] και στόχο την υποσκέλιση της υποψηφιότητάς του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ιάκωβος ποτέ δεν είχε κατηγορηθεί για μεμπτό ηθικό φρόνημα ούτε η ιδιωτική του ζωή απασχόλησε τον τύπο ή τα όργανα της Εκκλησίας σε όλη την περίοδο της ιερατικής και αρχιερατικής του σταδιοδρομίας.

Η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, πιεζόμενη από τα παρεκκλησιαστικά κέντρα και παρατηρώντας τις γενικότερες αντιδράσεις, προσπάθησε να αναβάλει την εκλογή αλλά κατόπιν παρέμβασης των Ανακτόρων προς τον αρμόδιο Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γρηγόριο Κασσιμάτη, η εκλογή ορίστηκε για τις 13 Ιανουαρίου 1962. Μία επιπλέον παράμετρος της αντίθεσης της κυβέρνησης προς την υποψηφιότητα Ιακώβου ήταν και η πρόθεσή του για δημιουργία ενός είδους εκκλησιαστικής τράπεζας, που θα διαχειριζόταν την περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος[3]. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία έως τότε καταθέτονταν τα εκκλησιαστικά κεφάλαια.

Υποψήφιοι για την πλήρωση της αρχιεπισκοπικής έδρας ήταν οι Μητροπολίτες Αττικής Ιάκωβος, Καβάλας Χρυσόστομος και Μαντινείας Γερμανός. Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο τον Ιάκωβο με 33 ψήφους έναντι 20 του Χρυσοστόμου και 4 του Γερμανού σε σύνολο 57 ψηφισάντων αρχιερέων. Το μήνυμα του νέου Αρχιεπισκόπου δόθηκε με την παρουσία 32 αρχιερέων και την αποχή 25, χαρακτηριστικό της διχοστασίας, που είχε δημιουργηθεί και στους κόλπους της Ιεραρχίας.

Ο δημοσιογραφικός θόρυβος σχετικά με το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου αυξήθηκε και τα μέλη των οργανώσεων άρχισαν να προβαίνουν σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Παράλληλα κατατέθηκε μήνυση (εκκλησιαστικού Δικαίου) σε βάρος του στην Ιερά Σύνοδο, η οποία προερχόταν από τον Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Γεωργακόπουλο, κληρικό που αργότερα αποσχηματίστηκε οικειοθελώς. Η Ιερά Σύνοδος διέταξε την έναρξη ανακρίσεων με υπεύθυνο αρχικά το Μητροπολίτη Ξάνθης Αντώνιο και μετέπειτα το Μητροπολίτη Σιατίστης Διονύσιο. Τη μήνυση του Δαμασκηνού Γεωργακόπουλου ακολούθησε ακόμη μία από τον υποστράτηγο εν αποστρατεία Μπενή-Ψάλτη, στην οποία επικαλούνταν εθνικούς κινδύνους εξ αιτίας της αρχαιρεσίας Ιακώβου.

Η τελετή διαβεβαίωσης και η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου πραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιανουαρίου υπό ισχυρή αστυνομική φύλαξη. Η αντίθεση κυβέρνησης και Ανακτόρων πάνω στην αρχιεπισκοπική υπόθεση γινόταν εντονότερη με τη συμμετοχή πλέον και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι με πράξεις και παραλείψεις της υποβοήθησε την εκλογή Ιακώβου. Εν τω μεταξύ κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια που ήθελαν την κυβέρνηση να προβαίνει σε σύσταση αριστίδην δωδεκαμελούς Συνόδου, η οποία θα εξέλεγε Αρχιεπίσκοπο τον πρωθιερέα των Ανακτόρων Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτός του συγχαρητήριου τηλεγραφήματος [4] με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Αθηναγόρα απέστειλε αντιπροσωπεία ιεραρχών για συνάντηση με το νέο προκαθήμενο, θέλοντας να δείξει τη στήριξή του. Στις 24 Ιανουαρίου κατόπιν σύσκεψης η κυβέρνηση εξέδωσε ανακοίνωση, όπου αναφερόταν η πρόθεσή της για δημιουργία νέου Καταστατικού Χάρτη με δικαίωμα παύσης του Αρχιεπισκόπου από την πολιτική ηγεσία σε περίπτωση αντιδράσεων προς το πρόσωπό του.

Την επόμενη μέρα ο Αρχιεπίσκοπος δεχόμενος ισχυρές πιέσεις, και παρά τη σύσταση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτου και άλλων κορυφαίων ελληνορθοδόξων ιεραρχών να μην ενδώσει, αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του ενεχειρίζοντας την παρακάτω επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο:

 

Εκλεγείς υπό θεόθεν οδηγηθέντων ιεραρχών της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος προκαθήμενος αυτής και κανονικώς και νομίμως αναλαβών από της ημέρας της εκλογής και της ενθρονίσεώς μου την διακυβέρνησιν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, άγομαι εις την απόφασιν και ήδη προβαίνω εις πραγματοποίησιν της υποβολής της παραιτήσεώς μου από τού Αρχιεπισκοπικού Θρόνου των Αθηνών, ου μέντοι γε της Αρχιερωσύνης μου, ουχί οικεία βουλήσει αλλά πολλή και καταθλιπτική τη Κυβερνητική πιέσει και προς αποτροπήν αναμίξεως της Πολιτείας εις την εσωτερικήν σύστασιν και διοίκησιν της Εκκλησίας, την οποίαν ανάμιξιν, ως εκτός τού κανονικού συστήματος της Εκκλησίας ευρισκομένην, θεωρώ καταστρεπτικήν και ολέθριον διά το κύρος και την κανονικήν αυτοτέλειαν της Εκκλησίας, την οποίαν ηγάπησα μέχρι λατρείας και υπηρέτησα πιστώς και αφοσιωμένως επί 44 συναπτά έτη. Θυσιάζω και σφαγιάζω εμαυτόν και ρίπτομαι ως ο Ιωνάς εις την θάλασσαν, χάριν της κανονικής διοικήσεως και της ζωής της Εκκλησίας και είμαι βέβαιος ότι η Ιστορία θα εκτιμήση την υπέρ της Εκκλησίας αυτοθυσίαν μου και ολοκληρωτικήν προσφοράν μου, με την διάπυρον ευχήν όπως η Πολιτεία μη τολμήση να επέμβη στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Ευχαριστώ τω Θεώ μου διά την περί εμού ανεξιχνίαστον αυτού οικονομίαν και δέομαι αυτού όπως την Εκκλησίαν Αυτού και δη και την της Ελλάδος τοιαύτην διατηρεί ανωτέραν πάσης έσωθεν ή έξωθεν επερχομένης επιβουλής.

Αθήναι 25 - 1 -1962

Ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιάκωβος

 

5. Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών

Μετά την παραίτησή του έλαβε από τη Σύνοδο τον τίτλο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και πάσης Ελλάδος και καταστάθηκε Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, επιστρέφοντας στο εκεί ποιμαντικό του έργο.[5] Το Συνοδικό Δικαστήριο, ασχολούμενο με τις εναντίον του καταγγελίες και εξετάζοντας 70 μάρτυρες, εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, συνοδευόμενη από πόρισμα 135 σελίδων, με την οποία αθώωνε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.

Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 και τη σύσταση αριστίδην Συνόδου διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος ζήτησε να συναντηθεί [6] με τον Ιάκωβο ο πραξικοπηματίας στρατηγός Σπαντιδάκης, που του δήλωσε πως έπρεπε να παραιτηθεί από το θρόνο της Μητρόπολης Αττικής γιατί οι θέσεις του για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν αντίθετες με αυτές της "επαναστάσεως".

Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε την παραίτηση επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου προς τον έπαρχο Μόδεστο. Από εκείνη τη στιγμή τέθηκε σε παρακολούθηση μέχρι και τη δημοσίευση του νόμου 214/67 [7], με τον οποίο μπόρεσε η δικτατορία να τον καταδικάσει αφαιρώντας του και τη διαποίμανση της επαρχίας του. Ακόμα θεσπίστηκε ειδική διάταξη στη ΛΣΤ’/968 Συντακτική Πράξη, που προέβλεπε φυλάκισή του σε Ι. Μονή εντός της χώρας, οριζόμενης από απόφαση του "υπουργικού συμβουλίου".

Παρά τις προσωπικές διώξεις του ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συμπαραστάθηκε ενεργά στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους από τη Χούντα και σε προσωπικότητες της αντίστασης. Συνάμα στήριξε και τους νέους της οργάνωσης "Ρήγας Φεραίος", που οδηγήθηκαν σε δίκη το 1971[8].

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ι. Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας όπου και εκοιμήθη στις 25 Οκτωβρίου 1984. Η κηδεία του τελέστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ ενώ συμμετείχαν πολλοί αρχιερείς της ελλαδικής και άλλων εκκλησιών. Ο τάφος του βρίσκεται στη Μονή Παναγίας Φανερωμένης.

 


Πηγές

·         Αθανασίου Αγγελοπούλου, "Ιάκωβος Αρχιεπίσκοπος πρ. Αθηνών - Βιογραφική σκιαγράφηση", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991

·         Αναστασίου Σκιαδά, "Γαλαξείδι, Ο γενέθλιος τόπος", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991

·         Μητροπολίτου Μεγάρων και Σαλαμίνος Βαρθολομαίου (Κατσούρη), "Επικήδειος Λόγος", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991

·         Γεωργίου Λιλαίου, "Έλεγχος των πράξεων των διοικητικών και δικαστικών οργάνων της Εκκλησίας παρά της Δ.Ι.Σ.", Τόμος "Αναδρομή - Τιμητικόν Αφιέρωμα", Μέγαρα 1991

·         Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου (Γκατζιρούλη), "Ειπέ τη Εκκλησία...", Αθήναι 1994

·         Σειρά άρθρων της Μαρίας Αντωνιάδου στην εφημερίδα "Το Βήμα"

·         Άρθρα του Γρηγόρη Καλοκαιρινού στην εφημερίδα "Καθημερινή"

·         Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος έτος 1985

·         Αρχείο φύλλων της εφημερίδας Ελευθερία:

·         Αρχιεπισκόπου πρ. Αθηνών Ιακώβου (Βαβανάτσου), "Το Νόημα της Ηγεσίας", Αθήναι 1971

·         Εφημερίδα Το Βήμα, 20 Φεβρουαρίου 2005, σελ. Α32, από τη σειρά άρθρων της Μαρίας Αντωνιάδου

 


Υποσημειώσεις

1. Η πράξη αυτή αποσκοπούσε και στην επιθυμία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου να βρίσκεται εντός της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας η Σαλαμίνα, σε Ι. Μονή της οποίας βρισκόταν υπό περιορισμό ο αντίπαλός του Δαμασκηνός.

2. Οι παρεκκλησιαστικοί κύκλοι διέδιδαν φήμες για ανορθόδοξη σεξουαλική συμπεριφορά του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου με σαφείς υπαινιγμούς για ομοφυλοφιλικές πράξεις, οι οποίες καταδικάζονται συμφώνως προς το κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

3. Σε άρθρο του Γρηγόρη Καλοκαιρινού στην αγγλική έκδοση της "Καθημερινής" αναφέρεται: He had actually been discredited by fringe church groups by order of the then-prime minister, Constantine Karamanlis, because he had wanted to found a Church bank, something that would have been disastrous for the National Bank of Greece, where all the Church�s money was deposited at that time. Στο φύλλο της ίδιας μέρας σε άρθρο με τον τίτλο "Archbishop blackmailed" αναφέρεται: On January 14, 1962, the new Archbishop Iakovos Vavanatsos had just been enthroned and was heading a parade down Aghias Filotheis Street toward the archbishop�s mansion. However, in his enthronement speech he had made the mistake of announcing his plans for the Church which, if carried out, would have been disastrous for the National Bank of Greece.

4. Το τηλεγράφημα του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα ανέφερε: "Ευδοκία Θεού γενομένη εκλογή και ανάρρησις υμετέρας πεφιλημένης Μακαριότητος εις τον Αρχιεπισκοπικόν Θρόνον ενέπλησε βαθείας χαράς Μητέρα Εκκλησίαν, ημάς δε προσωπικώς. Αδελφικώς συγχαίροντες αυτή επευχόμεθα ολοψύχως ευλογημένην και αγλαόκαρπον πρωθιεραρχικήν διακονίαν."

5. Η κύρωση της απόφασης της Ι. Συνόδου από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων έγινε το 1966.

6. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο κτίριο του Πενταγώνου.

7. Νόμος, που αφορούσε την απώλεια της "έξωθεν καλής μαρτυρίας" και χρησίμευσε για την αποβολή από το σώμα της Ιεραρχίας Αρχιερέων ανεπιθύμητων στο δικτατορικό καθεστώς.

8. Ο Γιάννης Ρέγκας, αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα, σε συνέντευξή του στην εκπομπή του Στέλιου Κούλογλου Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα (Ημερομηνία προβολής 14/11/2005) ανέφερε σχετικά με τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο: «Μας ζήτησε να μας γνωρίσει ο τέως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιάκωβος ο Βαβανάτσος, γύρω από τον οποίο είχαν υπάρξει προδικτατορικά σοβαρά προβλήματα και ο οποίος ήταν και μια εξέχουσα προσωπικότητα της αντίστασης. Την επαφή με τον Ιάκωβο είχα την τιμή να την κάνω εγώ. Ζήτησε εμένα ο Ιάκωβος. Κρατούσε επαφή μαζί μας, ζήτησε την γυναίκα του Λεωνίδα και ζήτησε ο Ιάκωβος να συναντηθεί με τα παιδιά της δίκης. Ο Κώστας, ο Φώτης, ο Σπηλιώτης είχαν πάει στην φυλακή και την συνάντηση την έκανα εγώ μαζί του. Και διατήρησα αυτές τις σχέσεις μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο οποίος ήταν ένα πρόσωπο, αυτό το κομμάτι της ζωής του δεν έχει αναδειχθεί, όλος ο παράνομος μηχανισμός του ΕΛΑΣ των υπολοίπων, Μεγαρίδος και των υπολοίπων της Αττικής ήταν σε εκκλησίες τις οποίες τις κάλυπτε ο Ιάκωβος ο Βαβανάτσος. Ήταν ένα πρόσωπο εξαιρετικών δυνατοτήτων και πολύ μεγάλου κύρους και είναι και ο μοναδικός Μητροπολίτης γιατί είχε πια παραιτηθεί από Αρχιεπίσκοπος ο οποίος δεν δέχτηκε να παραιτηθεί στην χούντα. Ο Σπαντιδάκης τον επισκέφθηκε και ζήτησε την παραίτησή του. Ο μοναδικός που δεν παραιτήθηκε και τον έδιωξε λέγοντάς του ότι πηγαίνετε κύριοι, εγώ έχω Ιερά Σύνοδο, εσείς να πάτε στον στρατό σας, όλοι οι άλλοι Μητροπολίτες παραιτηθήκανε.»

Τελευταία ενημέρωση: 22-10-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 22-10-2008.

ΕΠΑΝΩ