Ο Μητροπολίτης Θηβών και
Λεβαδείας κ. Ιερώνυμος ( κατά κόσμο Ιωάννης Λιάπης, γεννήθηκε το 1938
στα Οινόφυτα Βοιωτίας. Σπούδασε θεολογία στην Αθήνα. Χειροτονήθηκε το
1967 Διάκονος και Πρεσβύτερος. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος της Ι. Μ. Θηβών
και Λεβαδείας (1967-1978) και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου
(1978-1981). Εξελέγη και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης το 1981. |
Πριν από την εκλογή του, αν και τα αναζητήσαμε ακόμα και στη Μητρόπολή του, δεν
βρήκαμε περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον
Μακαριώτατο κ. Ιερώνυμο. Ποτέ άλλωστε δεν επεδίωξε την
ΑΥΤΟΠΡΟΒΟΛΗ του.
Κάποια επιπλέον στοιχεία για τον Μακαριώτατο, βρήκαμε μόνο μετά από την εκλογή
του, γι' αυτό και τα παραθέτουμε στο τέλος.
Αντί λοιπόν βιογραφικών παραθέτουμε αρχικά 2 κείμενα
που σχετίζονται με αυτόν και το έργο του, τα οποία
αντικατοπτρίζουν το Εκκλησιαστικό
Ορθόδοξο
Φρόνημα του σεβαστού μας Ιεράρχη. Την ευχή σας
Μακαριώτατε!
Οι Χιλιαστές πούλησαν τις εγκαταστάσεις τους
στην Θήβα!!!
Οι
μακροχρόνιοι και συστηματικοί αγώνες του Σεβ. Μητροπολίτου Θηβών και
Λεβαδείας κ. Ιερωνύμου, που είχαν σκοπό την απαλλαγή της Μητροπόλεώς
του από τους Χιλιαστές και το υπερσύγχρονο κέντρο που εγκατέστησαν εκεί,
απέδωσαν καρπούς. Οι Χιλιαστές διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να
δραστηριοποιηθούν πλέον στην Βοιωτία. Ο λαός με την καθοδήγηση του Σεβ.
Μητροπολίτου και των Κληρικών ήταν παγερά αδιάφορος γι’ αυτούς. Επίσης,
η ανέγερση Ιερού Ναού δίπλα ακριβώς στις εγκαταστάσεις τους, επ’ ονόματι όλων
των Βοιωτών Αγίων και του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου, με επιβλητικό σταυρό που
δέσποζε στον χώρο, έκανε δύσκολη την παραμονή και την δράση τους εκεί.
Έτσι,
μετά από τον συνυπολογισμό των εσωτερικών προβλημάτων τους και των οικονομικών
τους, αποφάσισαν να πουλήσουν τις εγκαταστάσεις τους και να εγκαταλείψουν τον
χώρο. Τα χρήματα που απαιτούντο για την αγορά τους ανέρχονταν στο αστρονομικό
ποσό των 5 δισ. δραχμών. Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερώνυμος απευθύνθηκε στην
Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να αγορασθούν οι χιλιαστικές
εγκαταστάσεις από την Εκκλησία. Τελικά, αγοράστηκαν από το Υπουργείο
Δικαιοσύνης. Έτσι έληξε η πνευματική αδικία που γινόταν στην ορθόδοξη γη της
Βοιωτίας και ευρύτερα της Ελλάδος.
Για την ιστορία σημειώνουμε ότι οι Χιλιαστές με δόλιο τρόπο, με πολλές
“παρακάμψεις” νόμων και με κρατική ανοχή, ίδρυσαν υπερσύγχρονο
εκδοτικό κέντρο ανάμεσα στις κοινότητες Άρμα και Ελαιώνας Θηβών, δίπλα στην
εθνική οδό Αθηνών - Λαμίας. Επειδή δεν μπορούσαν να εμφανισθούν οι ίδιοι στους
Βοιωτούς και να τους ζητήσουν να αγοράσουν την γη τους, εμφανίσθηκε το 1985
γνωστός πλοιοκτήτης, που αγόρασε επ’ ονόματί του μεγάλη έκταση, την οποία
μεταβίβασε στην εταιρεία “Σκοπιά”. Αυτή με την σειρά της κατάτμησε την γη σε
είκοση δύο οικόπεδα, τα οποία μεταβίβασε στους Χιλιαστές είκοσι δύο χωρών, ώστε
όποιος τα βάζει μαζί τους να βρίσκη απέναντί του είκοσι δύο πρεσβείες “φίλων”
χωρών, οι οποίες θα πιέζουν την Ελληνική Κυβέρνηση.
Ο Σεβ.
Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερώνυμος παρακολουθούσε από κοντά το θέμα,
έλεγχε δημοσίως τις παραβάσεις, οργάνωσε συλλαλητήρια στο χώρο των εγκαταστάσεων
και στην Αθήνα, ενημέρωνε συνεχώς τον λαό και τέλος σε οικόπεδο δίπλα στις
χιλιαστικές εγκαταστάσεις, που ήθελαν να αγοράσουν με πολλά χρήματα οι
Χιλιαστές, αλλά οι ιδιοκτήτες του προτίμησαν να το δωρίσουν στην Ιερά Μητρόπολη,
έκτισε Ιερό Ναό, για να δηλώνεται ποιά είναι η πραγματική πνευματική φυσιογνωμία
του τόπου.
Όλες αυτές οι ενέργειες και προ παντός οι προσευχές
Κλήρου και λαού έφεραν το αίσιο αποτέλεσμα. Γι’ αυτό νομίζουμε ότι αξίζει ο
δίκαιος έπαινος της Εκκλησίας στον δραστήριο Ποιμένα και το
ευαισθητοποιημένο σε θέματα πίστεως ποίμνιο της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και
Λεβαδείας.
π. Θ. Α. Β.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1997
http://www.parembasis.gr/1997/97_12_13.htm
Σχέσεις Εκκλησίας
και κράτους
Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδειάς κ. Ιερώνυμος
Χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους;
Το ΒΗΜΑ, 11/12/2005, Σελ.: A46.
H μισθοδοσία του ορθοδόξου κλήρου είναι
ελάχιστη κρατική ανταπόδοση απέναντι στον όγκο της περιουσίας που
παραχώρησε η Εκκλησία στο κράτος ή αυτό άρπαξε με διάφορους τρόπους.
H εκκλησιαστική περιουσία έχει αποτελέσει κατά καιρούς αντικείμενο σκληρής
αντιπαράθεσης με την πολιτεία. Τα μοναστήρια διαθέτουν χιλιάδες εκτάσεις δασικής
και καλλιεργήσιμης γης, ακόμη και βοσκοτόπους. H Εκκλησία της Ελλάδος είναι
κάτοχος εκατοντάδων στρεμμάτων στη Βούλα, στη Βάρη, στη Βουλιαγμένη, στη
Γλυφάδα, στον Βύρωνα, όπου επιθυμεί να ανεγείρει και το νέο της Συνοδικό Μέγαρο,
στον Κοκκιναρά, όπως σχεδόν σε κάθε νομό της χώρας. Ωστόσο πολλές από αυτές τις
εκτάσεις είναι χαρακτηρισμένες δασικές, γεγονός που δεν επιτρέπει την αξιοποίησή
τους, ενώ η προσπάθεια αποχαρακτηρισμού που κατέβαλε κυρίως στην περίπτωση του
Βύρωνα μέχρι στιγμής δεν έχει καρποφορήσει. Ταυτόχρονα η Εκκλησία της Ελλάδος
διαθέτει πολλά οικόπεδα, τα οποία ενοικιάζει. Μάλιστα τα οικόπεδά της στις
ακριβές παραλιακές περιοχές της Βουλιαγμένης, της Γλυφάδας και πολλά από αυτά
που βρίσκονται στην παραλιακή γραμμή ενοικιάζονται σε γνωστούς ιδιοκτήτες
πανάκριβων εστιατορίων και νυχτερινών κέντρων. Και η ενοικίασή τους έχει
αποτελέσει αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ επιχειρηματιών και μελών της
διοίκησης της Εκκλησίας. Στο άρθρο που ακολουθεί ο Μητροπολίτης Θηβών και
Λεβαδείας κ. Ιερώνυμος υπενθυμίζει ποια ακίνητα στην Αθήνα έδωσε η Εκκλησία στο
Κράτος.
ΔΕΝ ΜΑΘΑΜΕ ακόμη αν το υπουργείο Οικονομικών και το υπουργείο Εθνικής Παιδείας
και Θρησκευμάτων απάντησαν στο ερώτημα πολιτικού μας για το ύψος του ποσού των
χρημάτων που κατέβαλε το Δημόσιο στους κληρικούς της Ελλάδας αυτό το έτος
προκειμένου και η απάντηση αυτή να χρησιμεύσει στον στόχο γνωστών κύκλων για τον
χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους.
Ζούμε ευτυχώς σε ένα κράτος ελεύθερο και ευνομούμενο, με όλες τις δυσκολίες και
τις μικρότητες που συνακολουθούν δυστυχώς στο διάβα μας την Ελευθερία και τη
Δημοκρατία και ως εκ τούτου είναι παραδεκτές τέτοιες συμπεριφορές που
αποβλέπουν, κατά την άποψή μας, περισσότερο στον εντυπωσιασμό και στη
δημιουργία, μέσα στη σημερινή κρίση των ιδεολογικών αξιών, μιας ακόμη υποδομής
για ιδεολογική και όχι μόνο συσπείρωση και εκμετάλλευση, παρά στη δήθεν
ανάπτυξη, στην πρόοδο και στην προκοπή αυτής της χώρας.
Θα ήταν πληρέστερη και απονήρευτη η ερώτηση αν συγχρόνως ζητούσε πληροφορίες και
για το μέγεθος της εκκλησιαστικής περιουσίας που οικειοποιήθηκε το κράτος είτε
για τις δικές του ανάγκες είτε για να τη διανείμει δήθεν στον ελληνικό λαό. Στο
σημερινό κείμενο θα περιοριστούμε να φανερώσουμε μία μόνο πτυχή του μεγάλου
αυτού κεφαλαίου στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, δηλαδή τι έδωσε η Εκκλησία
στο Κράτος μόνο σε μία πόλη, στην Αθήνα, και σε συγκεκριμένη περίοδο, για την
πραγματική και όχι την πλασματική ανάπτυξη, την πρόοδο και την προκοπή της
πατρίδας μας. Και εφ' όσον οι ερωτώντες είναι αξιόλογοι επιστήμονες και
ερευνητές, αξίζει προτού δημιουργήσουν εντυπωσιασμούς να ερευνήσουν το κεφάλαιο
αυτό για να διαπιστώσουν ότι η μισθοδοσία του ορθοδόξου κλήρου είναι ελάχιστη
κρατική ανταπόδοση απέναντι στον όγκο της περιουσίας που παραχώρησε η Εκκλησία
στο Κράτος ή αυτό άρπαξε με διαφόρους τρόπους.
Το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η Ακαδημία Αθηνών, η Ριζάρειος Σχολή, το Παλαιό
Πτωχοκομείο, η Μαράσλειος Ακαδημία, το Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, η Αγγλική
Αρχαιολογική Σχολή, η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή, το Αρεταίειο Νοσοκομείο,
το Αιγινήτειο Νοσοκομείο, η Γερμάνειος Εκκλησιαστική Σχολή (το κτίριο και η
έκταση της σημερινής Σχολής Χωροφυλακής), το Νοσοκομείο Παίδων, το Σκοπευτήριο,
η Ρωσική Αρχαιολογική Σχολή, τα Ιατρικά Εργαστήρια Πανεπιστημίου, η Γεννάδειος
Βιβλιοθήκη, το Νοσοκομείο Συγγρού, το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, η
Πυριτιδαποθήκη, τα Παραπήγματα και οι Λουτρώνες Στρατού (η σημερινή έκταση του
αγάλματος Βενιζέλου, το οικόπεδο του σημερινού Μεγάρου Μουσικής, η σημερινή
αμερικανική πρεσβεία), ολόκληρο το μεγάλο κτήμα της Μονής Πετράκη στο Γουδί για
την ίδρυση στρατιωτικής πόλεως, το Νοσοκομείο Αγίας Ελένης, οι Παιδικές Εξοχές
στη Βούλα, το Γυμναστήριο Αμαρουσίου, το Νοσοκομείο Σωτηρία, το Σανατόριο
Πάρνηθας, το Ασκληπιείο Βούλας και τόσα άλλα κτίστηκαν σε οικόπεδα της Εκκλησίας
που δωρήθηκαν από αυτήν ή αρπάχτηκαν βιαίως ή ληστρικώ τω τρόπω.
Δεν θα υπήρχαν σήμερα αλσύλλια, πλατείες και λίγο
πράσινο στην πόλη της Αθήνας αν δεν χρησιμοποιούνταν τα μοναστηριακά και
εκκλησιαστικά κτήματα.
Ο Λυκαβηττός, το Κεφαλάρι Κηφισιάς, το άλσος Συγγρού, το άλσος Παγκρατίου, η
πλατεία προ του Ευαγγελισμού, η πλατεία Μαβίλη, οι πλατείες του Αγίου Θωμά, του
Αγίου Δημητρίου Αμπελοκήπων, του Αγίου Ανδρέα Ιπποκρατείου, η πλατεία προ του
Νοσοκομείου Παίδων και δεκάδες άλλες περιπτώσεις που εξυπηρέτησαν άλλες
ανθρώπινες και εθνικές ανάγκες είναι εκκλησιαστική περιουσία.
Θα γίνει άλλη φορά λόγος για τις συμπαγείς εκτάσεις είτε στην Αττική, όπως είναι
ο Γέρακας, η Βραώνα, ο Βουρβάς, τα Λεγραινά, το Πάτημα, ο Σκαραμαγκάς, είτε σε
άλλα μέρη της πατρίδας μας, όπου τεράστιες εκτάσεις μεγάλων μοναστηριών
διανεμήθηκαν σε γηγενείς κατοίκους ή ταλαιπωρημένους πρόσφυγες και εξυπηρέτησαν
γενικότερους κοινωφελείς εθνικούς σκοπούς.
Ακούστηκε και γράφτηκε να επιστραφεί η περιουσία της Εκκλησίας. Αλλά και αυτό αν
δεν είναι ιδεολόγημα ή πρόφαση, δεν είναι εύκολη εργασία. Ποιος θα βρει τη λύση
και πώς θα υλοποιηθεί η επιστροφή των πιο πάνω και τόσων άλλων περιπτώσεων; Αν
προωθηθεί αυτή η πρόταση θα ξαναπαιχθεί το έργο της παραπομπής, δηλαδή στα
δικαστήρια, στις αντεγκλήσεις, στους διασυρμούς και διχασμούς, στην αποζημίωση
με χρεόγραφα κ.λπ., πράξεις που τις έζησε κατ' επανάληψη στο παρελθόν η
Εκκλησία.
Αυτά που γράφτηκαν παραπάνω δεν αποσκοπούν στο να κακίσουν ή κατηγορήσουν
κάποιους, έστω και κακοπροαίρετα κινουμένους. Θέλουν να στηρίξουν την άποψη ότι
καλά έκανε η Εκκλησία και είχε χρέος να δώσει και πρέπει να δίνει γενναιόδωρα,
όταν μπορεί, σε ανθρώπους ανήμπορους και στα όποια κοινωνικά προβλήματα και
ανάγκες. Όπως καλά έκανε και κάνει η Πολιτεία και είναι ηθικό χρέος της, πέρα
από τις συμβατικές της υποχρεώσεις, να μισθοδοτεί τον κλήρο. Πίσω από αυτή τη
στενή και αμφίδρομη σχέση βρίσκονται αγώνες, ιστορία, παράδοση και οράματα ενός
γένους.
Ο Καταστατικός Νόμος της Εκκλησίας που έγινε με τη σύμπραξη και του Κράτους
κάνει λόγο για τους διακριτούς ρόλους των δύο φορέων. Εδώ
εστιάζεται το πρόβλημα και εδώ απαιτείται η επικέντρωση της προσοχής μας. H
επανεξέταση, η εμβάθυνση και η κατοχύρωση των διακριτικών αυτών διοικητικών
ρόλων δεν βλάπτουν, αντιθέτως απομακρύνουν διαφαινόμενες διαιρέσεις και
διχασμούς με απρόβλεπτες τις συνέπειες της χαλάρωσης του ιστού της κοινωνικής
συνοχής μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
H υπέρβαση των ορίων αυτών είτε από τη μία είτε από
την άλλη πλευρά όπου είναι καλοπροαίρετη, όπως πιστεύω, θεραπεύεται. Θέματα όπως
είναι η ήδη κατατεθείσα στη Βουλή πρόταση νόμου για χωρισμό Εκκλησίας και
Κράτους, ασφαλώς και θα τα συζητήσουμε. Επιβάλλεται μερικές δευτερεύουσες για
την Εκκλησία διατάξεις, που το Κράτος κάποτε καθόρισε και οι καιροί το απαιτούν,
να αλλαχθούν ή και να καταργηθούν.
Θέματα όμως ουσίας του εκκλησιαστικού γεγονότος δεν είναι δυνατόν να τα
εμπιστευθούμε σε χέρια ανθρώπων που δεν γεύθηκαν ακόμη την πραγματική
εκκλησιαστική εμπειρία, επηρεασμένων από τις μικρότητες και τις αστοχίες της
εκκλησιαστικής δυστυχώς εκκοσμίκευσης. Αυτό ασφαλώς εναπόκειται στα χέρια και
στη συνείδηση του κυρίαρχου και πιστεύοντος ελληνικού λαού.
Σύντομο Βιογραφικό του σεβασμιωτάτου
Πηγή:
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=871178&lngDtrID=244
Ο μητροπολίτης
Θηβών και Λεβαδείας κ.κ. Ιερώνυμος (κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης), γεννήθηκε το
1938 στα Οινόφυτα Βοιωτίας.
Eίναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής (Τμήμα Αρχαιολογίας) και της Θεολογικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο Γκρατζ
Αυστρίας και στο Ρέγκενσμπουργκ και το Μόναχο της Γερμανίας
Χειροτονήθηκε το 1967 διάκονος και πρεσβύτερος. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος της Ι.
Μ. Θηβών και Λεβαδείας (1967-1978) και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου
(1978-1981).
Εξελέγη και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης το 1981. Διεκδίκησε το 1998 τον
αρχιεπισκοπικό θρόνο, όταν εξελέγη ο μακαριστός Χριστόδουλος.
Τάχθηκε κατά των λαοσυνάξεων για το θέμα των ταυτοτήτων το 2001, ενώ διαφορετική
στάση σε σύγκριση με την πλειονότητα των μητροπολιτών κράτησε στα τέλη του 2006
και στις αρχές του 2007 όταν παρ' ολίγον να επαναληφθεί σύγκρουση Φαναρίου-
Ελλαδικής Εκκλησίας για την Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη.
Εδώ και μερικά χρόνια ασχολείται με τη συγγραφή. Το 2005 εξέδωσε τον πρώτο τόμο
της σειράς «Χριστιανική Βοιωτία» που αναφέρεται στην εμφάνιση του χριστιανισμού
στη Βοιωτία. Ετοιμάζει άλλους δύο τόμους.
|