24/6/2008
Αγαπητοί εν Χριστώ άγιοι αρχιερείς,
Ευρισκόμενος σήμερα ανάμεσά σας, στην τιμητική και οδυνοποιό θέση του
Προέδρου της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως αδελφός
μεταξύ αδελφών ως ελάχιστος εν ανθρώποις και χάριτι Θεού δια των τιμίων
ψήφων σας πρώτος μεταξύ ίσων, οφείλω και επιθυμώ να εκφράσω την ευγνωμοσύνη
μου πρώτα στον παντεπόπτη Κύριο και Θεό ημών για τις φανερές και αφανείς
δωρεές και ευεργεσίες Του προς το πρόσωπό μου και στη συνέχεια προς όλους
εσάς και προς τον καθένα προσωπικά για την αγάπη και την εμπιστοσύνη που
επιδεικνύετε προς την ελαχιστότητά μου.
Αναμφίβολα, η σύναξη της Ιεραρχίας με σκοπό την εν Αγίω Πνεύματι εκλογή νέων
επισκόπων είναι μία από τις κορυφαίες στιγμές στη ζωή της Εκκλησίας και,
βεβαίως, μία από τις σημαντικότερες και πλέον απαιτητικές και υπεύθυνες
λειτουργίες του συνοδικού μας συστήματος.
Θα ήμουν, όμως, ασυνεπής προς τον εαυτό μου και τις πεποιθήσεις μου αλλά και
προς όσα έχω διατυπώσει γραπτώς και προφορικώς στο εγγύς και στο απώτερο
παρελθόν, εάν δεν δήλωνα ευθαρσώς και εκ προοιμίου ότι στόχος και επιθυμία
μου είναι οι Σύνοδοι της Ιεραρχίας να μην συγκαλούνται με αποκλειστικό θέμα
των εργασιών τους τις επισκοπικές εκλογές.
Οφείλω να ομολογήσω, ότι επί μακρό χρονικό διάστημα με βασάνισε το δίλημμα
εάν όντως έπρεπε να συγκληθεί η Ιεραρχία αυτή τη χρονική στιγμή ή να
αναβληθούν οι εκλογές για αργότερα.
Στο μικρό χρονικό διάστημα που έχει διατρέξει από την ανάληψη των νέων
καθηκόντων μου ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος μέχρι σήμερα,
εργάζομαι εντατικά, μελετώντας εις βάθος τα συσσωρευμένα τεράστια προβλήματα
που αντιμετωπίζουμε ή θα κληθούμε σύντομα να αντιμετωπίσουμε τόσο στο
εσωτερικό της Εκκλησίας όσο και στη σχέση μας με τον σύγχρονο ραγδαία
εξελισσόμενο και αποχριστιανιζόμενο κόσμο, τις πολιτισμικές και κοινωνικές
εξελίξεις, τα καινοφανή ηθικά και βιοηθικά διλήμματα και συγχρόνως την
αγωνία του λαού του Θεού αλλά και όσων στέκονται καλοπροαίρετα και κριτικά
απέναντι στην Εκκλησία και περιμένουν από εμάς λόγο και έργο που να αποπνέει
την οσμή της Θείας Χάρης, να φανερώνει την αγάπη του Θεού και να υποδεικνύει
στους ανθρώπους ότι εξακολουθεί να υπάρχει παραμυθία και ελπίδα εν Χριστώ
αναστάντι.
Όσο περισσότερο ενημερώνομαι και αποτυπώνονται μέσα μου οι καταγραφές των
προβλημάτων και συνειδητοποιούνται οι διαστάσεις τους˙ όσο περισσότερο
γίνονται εμφανείς οι εκκρεμότητες που υπάρχουν και απαιτούν διαφάνεια στη
διαχείρισή τους˙ όσο περισσότερο γίνεται επιτακτική η ανάγκη εκκαθάρισης
ζητημάτων που άπτονται ηθικών, οικονομικών και διοικητικών υπερβάσεων και
εκτροπών, και συγχρόνως όσο περισσότερο γίνεται επιγνωστό το μέγεθος των
προκλήσεων που γεννά η ραγδαίως αποχριστιανιζόμενη εποχή μας, τόσο
περισσότερο ενισχύονται μέσα μου δύο βασικές πεποιθήσεις:
1. Τα σύγχρονα δεδομένα δεν επιτρέπουν την πολυτέλεια αποσπασματικών,
πρόχειρων, βεβιασμένων και αβασάνιστων απαντήσεων στις εντός και εκτός των
τειχών μας συσσωρευόμενες προκλήσεις και εκκρεμότητες. Σήμερα, ίσως όσο ποτέ
άλλοτε, απαιτείται νηφάλιος, ουσιαστικός, θεολογικά κατοχυρωμένος, ενδελεχής
και ρεαλιστικός σχεδιασμός για το πως οφείλουμε να σταθούμε απέναντι σε αυτά
τα δεδομένα, δηλαδή πως θα σταθούμε με συνέπεια στο ύψος των απαιτήσεων της
αποστολής που μας εμπιστεύθηκε ο Θεός, αλλά και πως θα διακονήσουμε τις
ανάγκες, τις αγωνίες και εν τέλει τη σωτηρία του ποιμνίου μας και θα
αντικρύσουμε την κρίση της Ιστορίας.
2. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ατομικούς σχεδιασμούς και μεμονωμένες
αυτόνομου χαρακτήρα πρωτοβουλίες. Η εποχή μας, αλλά και το εκκλησιαστικό
ήθος και έθος δεν επιτρέπουν τις αυτάρεσκου χαρακτήρα αυτοπροβολές και
επιδείξεις προσωπικών επιλογών επί θεμάτων για τα οποία εκκρεμεί και
απαιτείται μια συνοδικώς επεξεργασμένη και θεολογικώς τεκμηριωμένη
αντιμετώπιση. Ιδιαιτέρως, μάλιστα, όταν πρόκειται για ζητήματα, τα οποία
έχουν συσσωρεύσει ερωτηματικά και αμφισβητήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον
οποίο διαχειριστήκαμε και διαχειριζόμαστε θέματα, τα οποία απαιτούν ηθική
ακεραιότητα, εκκλησιαστικό φρόνημα, διαφάνεια, νομιμότητα και σεβασμό στις
πολιτικές και πολιτειακές αρχές.
Θέλω να είναι σαφές, ότι η μέχρι στιγμής σιωπή μου δεν είναι παθητική αλλά
εκούσια και συνειδητή επιλογή, υπό το κράτος βαθειάς περισυλλογής και
επιγνώσεως των προβλημάτων και των προκλήσεων που καλούμαστε να
διαχειριστούμε. Υπάρχει καιρός του λαλείν και καιρός του σιγάν.
Η Εκκλησία δεν φοβήθηκε ούτε φοβάται να υπερασπιστεί την αλήθειά Της έναντι
οιουδήποτε θεσμού ή προσώπου που παρουσιάζεται να την υπονομεύει ή να την
απειλεί. Όμως οι μεμονωμένες δονκιχωτικές υπερβολές και παρεμβάσεις και οι
αυτονομημένες αγωνιστικές εξάρσεις, όταν μάλιστα δεν είναι εντελώς σαφές εάν
αντανακλούν κυρίως ατομικές φιλοδοξίες ή στόχους και πάντως δεν υπηρετούν
εντέλει το καλώς νοούμενο συμφέρον της Εκκλησίας δεν συνιστούν καλά έργα.
Τέτοια φαινόμενα θέτουν σε κίνδυνο και υποσκάπτουν την εγκυρότητα και τη
σοβαρότητα των θέσεων μας έναντι της σύγχρονης πραγματικότητας, αφού
συνεπάγονται τελικά τη συγκαταρίθμηση των εκκλησιαστικών απόψεων και
τοποθετήσεων ανάμεσα στις ποικίλες λαϊκιστικές ή αντιδραστικές απόψεις, που
προσφέρουν προς κατανάλωση τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η Εκκλησία δεν
νομιμοποιείται να λέει κούφια λόγια, θορυβώντας ως κύμβαλο αλαλάζον, αλλά
οφείλει να έχει λόγο ουσιαστικό, αγαπητικό και σωστικό και πάντως όχι
συνθηματολογικό, εκκοσμικευμένο και διασπαστικό.
Εν ολίγοις, έχουμε χρέος να εγκαταλείψουμε το «Εγώ» και να κινηθούμε στο
πλαίσιο του «Εμείς». Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει
άλλος δρόμος, και προσωπικά δεν αισθάνομαι ότι έχω άλλη επιλογή ενώπιον Θεού
και ανθρώπων, παρά να σάς καλέσω όλους και τον καθένα προσωπικά σε
αδιαπραγμάτευτη δέσμευση για ειλικρινή συνεργασία, σύμπνοια και αδιάλειπτη
προσπάθεια κατανοήσεως αλλήλων «εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων». Θέλω
να σάς καλέσω να αξιοποιήσουμε έργω και λόγω τις αγιασμένες δυνατότητες που
μας προσφέρει και μας εξασφαλίζει το συνοδικό μας σύστημα, το οποίο
οφείλουμε να ενεργοποιήσουμε πλήρως και ακόμη περισσότερο να το
προστατεύσουμε.
Εδώ ακριβώς εστιάζεται και ο πυρήνας του μεγάλου μου διλήμματος, στο οποίο
αναφέρθηκα εκ προοιμίου, σχετικά με τη σύγκλιση της Ιεραρχίας αυτή τη
χρονική στιγμή.
Από τη μία πλευρά είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη δέσμευση έναντι του νόμου, ο
οποίος επιβάλει την πλήρωση των κενών μητροπολιτικών θέσεων το αργότερο
εντός εξαμήνου από της χηρείας τους, αλλά και την πίεση που προκαλούν τα
συσσωρευόμενα προβλήματα στις χηρεύουσες μητροπόλεις.
Από την άλλη πλευρά μας συνείχε η αίσθηση, ότι δεν είμαστε έτοιμοι να
αντιμετωπίσουμε με πληρότητα και νηφαλιότητα τα μείζονα και καυτά ζητήματα
και τις προκλήσεις, που έχουν ήδη αναφανεί ή είναι ορατά στο βάθος του
ορίζοντα.
Πρός αποφυγή παρερμηνειών, σπεύδω να διευκρινίσω τι ακριβώς εννοώ όταν λέω
δεν είμαστε έτοιμοι, θέτοντας δύο απλά ερωτήματα:
1. Έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη ότι λειτουργούμε όντως συνοδικά, όταν
κάποιοι σπεύδουμε να διατυπώνουμε θέσεις επί θεμάτων για τα οποία δεν έχουμε
πρώτα εξασφαλίσει τεκμηριωμένες θεολογικές εισηγήσεις, αξιοποιώντας και άλλα
μέλη του εκκλησιαστικού σώματος – λαϊκούς ή κληρικούς και πολύ περισσότερο
τις αρμόδιες συνοδικές επιτροπές, αλλά εμμένουμε στην υποτιθέμενη αυτάρκεια
μας, παραβλέποντας την κρισιμότητα των θεμάτων και αγνοώντας τις θεολογικές
προϋποθέσεις των προβλημάτων και της αντιμετώπισής τους, αλλά και τις
διαστάσεις και προεκτάσεις που μπορεί να συνεπάγεται μια αβασάνιστη
τοποθέτησή μας;
2. Η μη ουσιαστική αξιοποίηση των συνοδικών επιτροπών καθώς και άλλων μελών
της Εκκλησίας, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα από εμάς τα νομικά, τα εθνικά,
τα διεκκλησιαστικά, τα κοινωνικά, τα πολιτικά ή τα πολιτειακά θέματα, ώστε
να είμαστε σε θέση, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις συμβουλές τους, να
αποφαινόμαστε συνοδικώς μετά λόγου γνώσεως, δεν υποδεικνύει μια συρρίκνωση
της συνοδικότητας από τρόπο ζωής της Εκκλησίας σε μια απλή διοικητική
διαδικασία ψευδοδημοκρατικού χαρακτήρα, παρουσιάζοντας εμάς στα μάτια του
λαού μας ως δοκησίσοφους, προχειρολόγους ή ανυποψίαστους για τη σύγχρονη
πραγματικότητα, αλλά και για τη θεολογία μας καθεαυτήν;
Αυτό το έλλειμμα ουσιαστικής συνοδικότητας, στην ευρεία και ουσιαστική της
διάσταση, όπως την υπαινίχθηκα πριν, κάνει εμφανείς τις συνέπειές του με
φαινόμενα, τα οποία είναι ήδη ορατά στις μέρες μας, και τα οποία με
προβληματίζουν προσωπικά καθώς φοβάμαι ότι κάποτε τραυματίζουν σοβαρά το
κύρος μας ή προκαλούν σύγχυση στο λαό του Θεού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα
οι εκδόσεις ανακοινωθέντων και η σπουδή για δηλώσεις, που συχνά διέπονται
από προβληματικές θεολογικές απόψεις ή υιοθετούν εκφράσεις και διατυπώσεις
οι οποίες εγείρουν νομικά προβλήματα ή διχάζουν το λαό του Θεού, καλώντας
τον να ομαδοποιηθεί γύρω από κάποιους, που αυτοπροβάλλονται ως περισσότερο
εθνικά ή ηθικά ευαίσθητοι από όλους τους άλλους.
Βεβαίως, στα ζητήματα που αφορούν τη διαποίμανση των Μητροπόλεων είναι σαφής
η απόλυτη δικαιοδοσία του οικείου Ποιμενάρχη. Όταν, όμως, πρόκειται για
ευρύτερα θέματα, τα οποία αφορούν συλλογικά την Εκκλησία, μήπως πρέπει να
είμαστε εγκρατέστεροι στους λόγους μας και πάντως οφείλουμε να κινούμαστε με
συνοδικότερο τρόπο;
Πιστεύω ότι είναι καιρός να υπερβούμε τις κακές μας συνήθειες, τις
προσωπικές μας εξάρσεις, να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να
συναντηθούμε στο «εμείς». Τούτο πιστεύω ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί και
να διευκολυνθεί θεσμικά, αν συμφωνήσουμε σε μερικές βασικές αρχές, τις
οποίες θα προσπαθήσω να συνοψίσω σε τέσσερα σημεία:
1. Πιστεύω, όπως εξ αρχής ετόνισα, ότι η Σύνοδος της Ιεραρχίας δεν πρέπει να
συγκαλείται με μοναδικό έργο τις εκλογές αρχιερέων, αλλά συστηματικά δύο
φορές κατ’ έτος, ώστε να επεξεργάζεται και να τοποθετείται συλλογικά και
εμπεριστατωμένα επί των σοβαρών ζητημάτων.
2. Χρειάζεται να επανεξετάσουμε σοβαρά και υπεύθυνα τη στελέχωση, τη δομή
και τη λειτουργία των συνοδικών επιτροπών, ώστε να λειτουργούν όντως
προπαρασκευαστικά και ουσιαστικά, προετοιμάζοντας τα προς συζήτηση από την
Ιεραρχία θέματα.
3. Να προετοιμάζουμε και να συναποφασίζουμε τα θέματα που χρήζουν
επεξεργασίας εγκαίρως, ώστε σε κάθε σύγκληση της Ιεραρχίας να καταρτίζεται
ήδη και κατά το δυνατόν στο μεγαλύτερό του μέρος ο κατάλογος των θεμάτων της
επομένης Συνόδου της Ιεραρχίας.
4. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε, ότι δεν είμαστε παντογνώστες, καθώς
και ότι η σύγχρονη πραγματικότητα είναι περιπλοκότερη, απαιτητικότερη και
διαφορετική από ό,τι γνωρίζαμε και με ό,τι διαλεγόμαστε ακόμη και στο σχεδόν
πρόσφατο παρελθόν. Επομένως, η αξιοποίηση όσων μελών της Εκκλησίας είναι
δυνατόν να μας βοηθήσουν στο δύσκολο έργο μας δεν είναι επιβεβλημένη μόνο
από το συνοδικό ήθος, αλλά και από την αντικειμενική πραγματικότητα.
Τα θέματα λοιπόν της προσεχούς τακτικής συγκλήσεως της Ιεραρχίας του
Οκτωβρίου θα αναφέρονται σε δύο ενότητες. Σε εκείνη της στελεχώσεως της
Εκκλησίας και ιδιαίτερα στο Νόμο περί Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και σε
εκείνη της αξιοποιήσεως των διδομένων ευκαιριών για την ανάπτυξη των υλικών
υποδομών προς εξυπηρέτηση της όλης εκκλησιαστικής διακονίας. Θέματα που ίσως
φαντάζουν τεχνοκρατικά, αλλά που στην πραγματικότητα είναι βαθύτατα
θεολογικά και εκκλησιαστικά.
Τα θέματα πάντως, που καθημερινώς αναφύονται είναι πολλά και μεγάλα. Θέματα
εκκλησιαστικά, διορθόδοξα, διαχριστιανικά και διαθρησκευτικά. Θέματα
κοινωνικά, ποιότητος ζωής και ήθους, περιβαλλοντικά. Η αντικειμενική
πραγματικότητα κάθε μέρα και περισσότερο μας προκαλεί και μας προσκαλεί.
Τα θέματα αυτά κάθε ένας από μας έχει χρέος με γνώση των θεολογικών
προϋποθέσεων των προβλημάτων τους και της αντιμετώπισής τους, να τα
καταθέσει στο Σώμα της Ιεραρχίας και αυτή όχι απλώς να τα καταγράψει ή να τα
αναπτύξει ή να τα επεξεργασθεί θεωρητικά, αλλά να τα ενδύσει με το ένδυμα
του Χριστού και να τα κάνει χρήσιμα στο εκκλησιαστικό μας γίγνεσθαι.
Σάς ευχαριστώ.