Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ορθοδοξία |
---|
Ενθρονιστήριος λόγος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου
Πηγή: http://www.archdiocese.gr/greeknews/default.asp?id=357 |
Την ομιλία μπορείτε να ακούσετε ζωντανά στο παραπάνω πλαίσιο.
«Ευλογητός ο
Θεός και πατήρ τού κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο κατά το πολύ αυτού έλεος
αναγεννήσας ημάς εις ελπίδα ζώσαν δι΄ αναστάσεως Ιησού Χριστού εκ νεκρών,
εις κληρονομίαν άφθαρτον και αμίαντον και αμάραντον», (Α΄ Πετρ. 2,
13-15). Θερμές
ευχαριστίες απευθύνω και προς όλους εσάς, που κατακλύζετε αυτή την ώρα τον
αγιασμένο τούτο χώρο, όπου καθημερινά «τά τελειώτατα τελεσιουργούνται», και
γίνεσθε μάρτυρες της προσθήκης ενός ακόμη κρίκου στην ανθρώπινη αλυσίδα των
διακονησάντων εν Ελλάδι το αρχιεπισκοπικό αξίωμα. Ιδού εγώ ανάμεσά σας, στην εποχή των μεγαλόστομων διακηρύξεων, του πληθωρισμού της κενολογίας και της ξύλινης γλώσσας, απρόθυμος να διατυπώσω υψιπετείς διακηρύξεις. Δεν έχω να
καταθέσω προγραμματικές δηλώσεις. Άλλωστε αυτές είναι ήδη διατυπωμένες άπαξ
και με περισσή σαφήνεια επί του Σταυρού. Κι εμείς, οι διάκονοι της Εκκλησίας, δεν υπάρχουμε για να αντιπαραθέτουμε επιμέρους απόψεις εναντίον άλλων απόψεων ή ιδεολογικές αντιλήψεις έναντι άλλων ιδεολογιών, ούτε δικαιούμαστε να στρατευτούμε σε μια ιδεολογικοπολιτική επιλογή εναντιούμενοι σέ κάποιαν άλλη. Διότι τότε δεν θα είμαστε Εκκλησία αλλά μια θρησκευτική παράταξη, αυτοπεριορισμένη στη στενωπό των ιδεών της, αφού λησμόνησε ότι ο δρόμος που έχουμε να δείξουμε στους ανθρώπους και η αλήθεια που έχουμε χρέος να μαρτυρούμε δεν είναι μια ιδεολογία αλλά ένα πρόσωπο. Ο Χριστός είναι «η οδός, η αλήθεια και η Ζωή» (Ιωάν. 14, 6).
Όταν οι ιδεολογίες, οι αντιπαλότητες, τα μίση και οι έχθρες διαλύουν την ενότητα των ανθρώπων στο όνομα κοσμοθεωριών ή κοσμικών συμφερόντων, η δική μας ευθύνη είναι να βρίσκουμε τρόπους, ώστε έργω και λόγω να διατρανώνεται η επιθανάτια αγωνία του Θεανθρώπου για τον κατακερματισμό του γένους των ανθρώπων και αυτό να καθορίζει το ήθος των παρεμβάσεων μας στη ζωή του κόσμου. Εμείς έχουμε χρέος να μαρτυρούμε, με τόση αγωνία ώστε να γίνεται ο ιδρώτας μας «ωσεί θρόμβοι αίματος» (Λουκ. 22, 44), ότι η Εκκλησία υπάρχει για να ενώνονται οι άνθρωποι: «ίνα ώσιν έν» (Ιωάν. 17, 11). Και αυτό δεν επιτυγχάνεται με διακηρύξεις και μεγαλοστομίες αλλά με θυσίες σταυρικού ήθους, φωταγωγημένες από την αναστάσιμη ελπίδα. Αυτός είναι και ο λόγος που η Εκκλησία δεν έχει δικαίωμα να σιωπά και να αδιαφορεί για όσα ταλανίζουν τους ανθρώπους, είτε πρόκειται για τα μικρά προβλήματα της βιοτής τους, είτε για τα μείζονα προβλήματα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Εμείς δεν είμαστε πολιτικοί αλλά εκκλησιαστικοί άνδρες. Είμαστε κατά Χάριν και καθ’ υποχρέωσιν φορείς και εκφραστές του προφητικού χαρίσματος της Ιερωσύνης. Το νόημα της προφητείας, όμως, δεν είναι να προλέγεις τα μέλλοντα, αλλά να αποκαλύπτεις εν Πνεύματι Αγίω όσα στο παρόν τραυματίζουν την αλήθεια και υπονομεύουν το μέλλον, την ποιότητα της ζωής των ανθρώπων και τη σωτηρία τους. Τούτο
σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει καθήκον να διατυπώνει τον λόγο της όχι για να
αμφισβητήσει τους θεσμούς ή να εμπλακεί σε πολιτικές και κομματικές
αντιπαραθέσεις αλλά για να εκφράσει την αγωνία της, όταν αισθάνεται ότι η
έκπτωση των αρχών και των αξιών υποθηκεύει το μέλλον του λαού του Θεού και
απαξιώνει τα ουσιώδη του βίου του. Η δική μας δουλειά είναι να παράγουμε
πνευματικά αντισώματα, προστατευτικά του κοινωνικού οργανισμού από κάθε
φθοροποιό νόσο που εκφυλίζει το ανθρώπινο πρόσωπο και οδηγεί σε εκπτωτικά
φαινόμενα τον κοινό μας βίο. Παιδιά μου: κατ αρχήν θέλω να ανανεώσω την πρόσκληση του μακαριστού προκατόχου μου, του αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου, ο οποίος σας κάλεσε να έρθετε στην Εκκλησία χωρίς προϋποθέσεις, προκαταλήψεις και προδιαγραφές. Σας διαβεβαιώνω κι εγώ ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να μην ξεχνάτε ότι η Εκκλησία είναι το σπίτι σας· η πατρική σας εστία. Δεν χρειαζόσαστε διαμεσολαβητές και ειδικές προσκλήσεις. Αρκεί να στρέψετε τα βήματα σας προς τα εκεί. Νοιώθω την ανάγκη, όμως, να σας πω και κάτι ακόμα. Εμείς, οι πνευματικοί γονείς σας, έχουμε μια υποχρέωση προς εσάς και αυτήν πρέπει να τονίσω και να δεσμευτώ απέναντί σας: Εγώ, ο
Αρχιεπίσκοπος, δηλαδή ο πνευματικός σας πατέρας, και μαζί με εμένα όλοι οι
ιερείς δεν έχουμε δικαίωμα να σταματήσουμε στην πρόσκληση. Πρέπει να βγούμε
πρώτοι στον δρόμο και να σας συναντήσουμε. Δεν αρκεί να σας
ξανα-προσκαλέσουμε αλλά να έρθουμε εμείς πρώτοι κοντά σας. Αυτό που κυρίως επιθυμώ είναι να σας ακούσω παρά να με ακούσετε. Κι εσείς να κάνετε έντονη την παρουσία και φανερό τον λόγο σας στη ζωή της Εκκλησίας μας. Εγώ θα προσπαθήσω να είμαι ανοιχτός απέναντί σας, και διάφανος για να φαίνεται πίσω μου ο Σταυρωμένος αρχηγός της Ζωής. Ο μόνος που αγαπάει τόσο ώστε να μην μπορεί κανείς να αντισταθεί στην αγάπη Του. Και κάτι ακόμα. Η Εκκλησία είναι το σπίτι σας. Κι όταν το βλέπετε να φλέγεται από δικές μας αμέλειες ή αναξιότητες μη στέκεστε απέναντι ασκώντας εύκολη κριτική. Μπείτε μέσα για να σώσουμε ό,τι μπορούμε από τον πολύτιμο θησαυρό της πνευματικής μας κληρονομιάς. Ελάτε στο
σπίτι σας για να το ανανεώσουμε και να το ανακαινίσουμε μαζί. Η Εκκλησία
πρέπει να ξαναβρεί τους τρόπους να κεντρίζει και να εμπνέει το ανθρώπινο
πνεύμα. Όπως τότε που γονιμοποίησε τις τέχνες και τις επιστήμες και γέννησαν
πολιτισμό. Τότε που και οι πέτρες μαρτυρούσαν το μεγαλείο της ορθόδοξης
θεολογίας καθώς αυτή εκφραζόταν μέσω της αρχιτεκτονικής των ναών και των
μοναστηριών. Τότε που η Αγιά Σοφιά, ή τα μοναστήρια του Οσίου Λουκά και του
Δαφνιού μαρτυρούσαν με την άρρητη γλώσσα του πολιτισμικού επιτεύγματος περί
της αναστημένης ελπίδας του ανθρώπου. Τότε που ο πεζός και ο ποιητικός λόγος
γέννησαν ύψιστης πολιτισμικής αξίας εκφράσεις του ανθρωπίνου πνεύματος, όπως
ο Ακάθιστος Ύμνος ή τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, και από τα βάθη
της ανθρώπινης ευαισθησίας αναδύθηκε το κάλλος της βυζαντινής μουσικής. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της κρίσης των ιδεολογιών, της ψευδεπίπλαστης διανόησης, του ευτελισμού της καλλιτεχνικής και της πνευματικής δημιουργίας και την υποταγή τους στον αδηφάγο καταναλωτισμό έχουμε αναπόδραστο καθήκον να συμβάλλουμε ως Εκκλησία στην παραγωγή πολιτισμού. Τα μοναστήρια μας, οι Εκκλησιές μας –ακόμα και οι ερειπωμένες-, η υμνογραφία μας, αλλά και όσα στοιχεία της παράδοσής μας διασώζονται στη σύγχρονη νεοελληνική πολιτισμική κληρονομιά, είναι αψευδείς μάρτυρες της ανάγκης γι΄ αυτή τη συνάντηση. Σας παραπέμπω ενδεικτικά στη νεοελληνική ζωγραφική που κρύβει μέσα της τη βυζαντινή αγιογραφική παράδοση, στην ποίηση που αντλεί αφανώς χυμούς από την εκκλησιαστική υμνογραφία, ή στη σύγχρονη ελληνική μουσική, λαϊκή ή έντεχνη, που κρύβει μέσα της τους δρόμους του βυζαντινού μέλους. Ακόμη και στον υπερεαλισμό των νεότερων ζωγράφων διακρίνει κανείς τις επιρροές των αγιογράφων δασκάλων τους. Όλα αυτά κραυγάζουν για την κοινή μας ευθύνη να συναντηθούμε ξανά, Εκκλησία και ανθρώπινη δημιουργικότητα, για να οικοδομήσουμε και πάλι πολιτισμό και να εγγράψουμε πολιτιστικές παρακαταθήκες για το αύριο των παιδιών μας και του τόπου μας. Ένα τρίτο σημείο, στο οποίο είμαι υποχρεωμένος να τοποθετηθώ, είναι η φροντίδα προς τον καθ’ οιονδήποτε τρόπο δοκιμαζόμενο συνάνθρωπο. Άλλωστε η μέριμνα για τον αναξιοπαθούντα αδελφό μας συνιστά το αδιάψευστο κριτήριο, βάσει του οποίου θα κριθεί η αλήθεια και η γνησιότητα της χριστιανικής μας πίστης. Δεν υπάρχει
πτυχή του ανθρώπινου πόνου που είναι δυνατόν να μας αφήνει αδιάφορους. Όχι
γιατί ο σκοπός της Εκκλησίας εξαντλείται στο κοινωνικό της έργο. Αλλά γιατί
είναι ασύμβατο να ονομάζεσαι χριστιανός και να μην νοιάζεσαι για τον άρρωστο,
τον φυλακισμένο, τον αναξιοπαθούντα, τον γυμνό, τον πεινασμένο, τον φτωχό,
τον βασανισμένο, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη, τον στιγματισμένο για την
ψυχική του αρρώστια. Τον κάθε ταλανιζόμενο αδελφό μας. Κι αυτό για έναν και
μοναδικό λόγο: Ό,τι προσφέρουμε σε καθέναν από αυτούς που ο ίδιος ο Κύριος
αποκαλεί ελαχίστους αδελφούς του, το προσφέρουμε στον ίδιο το Χριστό (Ματθ.
25, 35-37). Απευθύνω λοιπόν θερμή παράκληση και ικεσία προς τον ιερό κλήρο και τα στελέχη του εκκλησιαστικού έργου: Σταθείτε στο πλευρό μου. Υιοθετήστε τις αγωνίες μου. Αφουγκραστείτε τις προσδοκίες του λαού μας. Συμμεριστείτε τις κοινές μας ευθύνες. Χωρίς εσάς
και την έμπρακτη αρωγή σας, χωρίς την αγάπη σας και την αφοσίωσή σας στη
διακονία του λαού μας, ο Αρχιεπίσκοπος δεν θα είναι παρά ένας μοναχικός
άνθρωπος με προσωπικές ευαισθησίες. Είναι
θεμελιώδης προτεραιότητα η ενορία να αποδεικνύεται συνεχώς το όντως
νευραλγικό κύτταρο του εκκλησιαστικού οργανισμού. Εύχομαι, προσεύχομαι και
σας παρακαλώ να μεριμνήσετε ώστε μέσα στην έρημο της Αθήνας να υπάρχει σε
κάθε ενορία μια μικρή όαση για τους νέους· ένα καταφύγιο για τα νέα
ζευγάρια· μια γωνιά για τη χειμαζόμενη σύγχρονη οικογένεια· μια ζεστή φωλιά
για κάθε «κοπιώντα και πεφορτισμένο» · μια εστία που θα καίει αδιαλείπτως η
φωτιά των πνευματικών αναζητήσεων· ένα θυσιαστήριο από το οποίο ξεκινούν όλα
και στο οποίο καταλήγουν τα πάντα, καθώς το εκκλησιαστικό ήθος προϋποθέτει
ότι «ημών δέ σύμφωνος η γνώμη τή ευχαριστία, και η ευχαριστία πάλιν βεβαιοί
τήν γνώμην». Θα ήθελα ακόμη να τοποθετηθώ επιγραμματικά και σε μερικά σημεία, τα οποία σχετίζονται με την διακονία μου ως Προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σε μια εποχή
που η Οικουμένη παρουσιάζεται κατακερματισμένη και ως λύση προβάλλεται η
παγκοσμιοποίηση, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες οφείλουν να διασφαλίσουν και να
προβάλλουν την μεταξύ τους ενότητα. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε πρέπει να γίνει
κατανοητή η σημασία και ο ρόλος του Σεπτού Οικουμενικού μας Πατριαρχείου για
την πορεία σύνολης της Ορθοδοξίας. Η ενότητα
των ορθοδόξων είναι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο. Ιδιαίτερα καθώς η παγκόσμια
κοινότητα στρέφει το βλέμμα προς την Ορθοδοξία και προσδοκά λόγο καινούργιο
και διαφορετικό, μαρτυρία και έμπρακτη συμβολή στην αντιμετώπιση της
προκλητικής σύγχρονης πραγματικότητας. Η Ελλαδική Εκκλησία, έχουσα επίγνωση της ιστορίας του γένους των Ελλήνων, της εκκλησιαστικής μας ιστορίας και της ορθόδοξης εκκλησιολογίας φέρει βαριά την ευθύνη επί των ώμων της για τον τρόπο που θα διαφυλάξει τα παραδεδομένα όσον αφορά τη σχέση της και τη συνεργασία της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται από την Σύνοδο της Ιεραρχίας και την Διαρκή Ιερά Σύνοδο κατά καθορισμένο τρόπο, ο οποίος προβλέπει και τις ευθύνες και αρμοδιότητες του Προέδρου τους, ο οποίος είναι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Η χάραξη της πορείας της Ελλαδικής Εκκλησίας, η λήψη των αποφάσεων, η αντιμετώπιση των προβλημάτων που κατά καιρούς προκύπτουν και η αντιμετώπιση όλων των άλλων ζητημάτων, για τα οποία έχει αρμοδιότητα η Ιεραρχία, οφείλουν να είναι καρπός συνεργασίας των μελών της, οι οποίοι συναποφασίζουν εν Αγίω Πνεύματι με ήθος συνοδικό. Ο Αρχιεπίσκοπος ως πρόεδρος έχει καθήκον να διασφαλίζει τη λειτουργία του συνοδικού συστήματος και, ως πρώτος μεταξύ ίσων, να είναι ο εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας του. Κατά προέκταση έχει την ευθύνη να μεριμνά ώστε αυτό το συνοδικό πνεύμα να διαποτίζει κάθε πτυχή του εκκλησιαστικού βίου και να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν όλες οι δομές της εκκλησιαστικής πραγματικότητας. Έχω επίγνωση του χρέους μου να είμαι υπεύθυνος, εμψυχωτής και εγγυητής του συνοδικού μας συστήματος. Όμως αυτό, εκ της φύσεως του, διασώζεται μόνο με κοινή προσπάθεια και συναντίληψη. Παρακαλώ λοιπόν εκ μέσης καρδίας ο καθένας μας να συμβάλλει υπεύθυνα και με συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης στην ουσιαστική και έμπρακτη λειτουργία του συνοδικού μας συστήματος. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο Καταστατικός Χάρτης, ο οποίος οριοθετεί νομικά τις εκκλησιαστικές λειτουργίες, υπήρξε από τους καλύτερους. Τα τριάντα χρόνια, όμως, που παρήλθαν από την έναρξη της ισχύος του, επιτάσσουν αναπόφευκτα την ανάγκη για διορθώσεις και προσθήκες ή την αξιοποίηση δυνατοτήτων που προβλέπει μεν αλλά έμειναν μέχρι σήμερα αναξιοποίητες. Είναι επομένως προφανές, ότι πρόκειται για ζήτημα το οποίο πρέπει επίσης να απασχολήσει την Εκκλησία μας. Ένα άλλο μείζον θέμα, το οποίο πιστεύω ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί σοβαρά από τη διοίκηση της Εκκλησίας, είναι το πρόβλημα της στελεχώσεως των ενοριών και του ευρύτερου εκκλησιαστικού έργου καθώς και η ανάπτυξη νέων μορφών ποιμαντικής φροντίδας, η οποία πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής μας. Προς επίτευξη αυτού του στόχου είναι αυτονόητη η νευραλγική σημασία της εκκλησιαστικής παιδείας, της επιμορφώσεως του ιερού κλήρου και του καταρτισμού των εκκλησιαστικών στελεχών, και αυτό το ζήτημα πρέπει να μας απασχολήσει άμεσα και επιτακτικά. Και βέβαια η προσπάθεια ενίσχυσης της συνεργασίας μας με τα Πανεπιστημιακά και τα άλλα μορφωτικά ιδρύματα της χώρας, και ιδιαίτερα με τις Θεολογικές Σχολές των Πανεπιστημίων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου δεδομένη. Ανάλογης βαρύτητας είναι και μερικά ειδικά προβλήματα, τα οποία απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και απαιτούν διατύπωση ορθόδοξων θεολογικών προσεγγίσεων και ποιμαντικών αντιμετωπίσεων. Ζητήματα όπως το οικολογικό πρόβλημα, τα βιοηθικά διλήμματα, η ποιμαντική των νοσηλευτηρίων, η οικονομική μετανάστευση, το σύγχρονο εμπόριο της ανθρώπινης σάρκας, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η φτώχια, το στίγμα της ψυχικής νόσου, η κοινωνική εξαθλίωση και άλλα πολλά πρέπει να έρθουν στο επίκεντρο του θεολογικού και ποιμαντικού μας προβληματισμού με τρόπο έγκυρο, υπεύθυνο και συστηματικό. Σε αυτό το σημείο δράττομαι της ευκαιρίας να απευθυνθώ στα ευήκοα ώτα της Πολιτείας κάνοντας έκκληση και πρόταση για αλληλουποστήριξη σε όλους εκείνους τους τομείς όπου η συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας μπορεί να αποφέρει πολλαπλάσιους καρπούς όσον αφορά την αντιμετώπιση πολλών από τα προαναφερθέντα προβλήματα. Η αναφορά
μας σε αυτά τα πρακτικά θέματα φέρνει αναγκαστικά στο προσκήνιο εύλογα
ερωτήματα και περί της διαχειρίσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πιστεύω
πως αυτό το κεφάλαιο πρέπει να επανεξεταστεί ενδελεχώς, με ανανεωμένα
κριτήρια και πάντως όχι με τις μεθόδους του παρελθόντος. Πιστεύουμε πως οι
καιροί απαιτούν να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες οι οποίες να καθιστούν την
Εκκλησία εύρωστη μεν, αλλά με μοναδικό σκοπό οι πόροι της να εξαργυρώνονται
στην διακονία του ποιμνίου της και επομένως τα έσοδα από την διαχείριση της
περιουσίας Της να επιστρέφουν στο λαό, ώστε να μην δημιουργείται με κανένα
τρόπο η αίσθηση ότι έχει μετατραπεί ο οίκος του Θεού εις οίκον εμπορίου. Νοιώθω, ωστόσο, την ανάγκη να ολοκληρώσω τη σημερινή μάλλον δημόσια εξομολόγηση παρά ομιλία με μια παράκληση προς τον Θεό, ο οποίος αξίωσε εμέ τον ελάχιστο να στέκομαι σήμερα στον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών, κληρονόμος και διάδοχος αγίων όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο επίσκοπος των Αθηνών Ιερόθεος. Τέκνα και αδελφοί μου εν Κυρίω αγαπημένοι, Προσεύχομαι και παρακαλώ τον Θεό, όταν περάσει ο καιρός και πλησιάζω στο τέλος του κύκλου της επίγειας διακονίας μου να είμαι έτοιμος να απολογηθώ με παρρησία ενώπιον Θεού και ανθρώπων γι’ αυτόν τον θρόνο που μου εμπιστεύτηκε ο Κύριος. Θα ήθελα μέχρι τότε να έχω κατακτήσει το δικαίωμα να μιλήσω για αυτόν τον θρόνο, κοιτώντας σας στα μάτια και εκφραζόμενος με τον ίδιο τρόπο που ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός μιλούσε για το σκαμνί του, λέγοντας: «Εγώ με τη Χάρη του Θεού, μήτε σακούλα έχω, μήτε κασέλα, μήτε σπίτι, μήτε άλλο ράσο από αυτό που φορώ. Και το σκαμνί, όπου έχω, δεν είναι εδικό μου, δια λόγου σας το έχω. Άλλοι το λένε σκαμνί και άλλοι θρόνον. Δεν είναι καθώς το λέγετε. Αμή θέλετε να μάθετε τι είναι; Είναι ο τάφος μου και εγώ είμαι μέσα ο νεκρός οπού σας ομιλώ. Ετούτος ο τάφος έχει την εξουσίαν να διδάσκει βασιλείς και πατριάρχας, αρχιερείς, ιερείς, άνδρας και γυναίκας, παιδιά και κορίτσια, νέους και γέρους και όλον τον κόσμον».
|
Τελευταία ενημέρωση: 18-2-2008.
Τελευταία ενημέρωση: 22-2-2008.