Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ορθοδοξία

Η συχνότητα τής Θείας Ευχαριστίας // Η σημασία τής κλάσεως τού άρτου στην Εκκλησία τού 1ου αιώνα // Ταύτιση Εκκλησίας και Ευχαριστίας // Περί της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού

Η Ευχαριστιακή Σύναξη

ως σταθεροποίηση του βηματισμού μας στα μονοπάτια της αιωνιότητας

Ελληνίς

 

Πηγή:  «Συναγμένοι στην Ευχαριστία»,  μακαριστού επισκόπου Αττικής Νικοδήμου Γκατζιρούλη

 

 

Από τα πρώτα χρόνια που ιδρύθηκε η Εκκλησία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τα μέλη της συνάγονται στην Ευχαριστία, στο «δείπνον του γάμου του αρνίου» (Ιωάν. α’ 14). Η Θεία Ευχαριστία είναι η θεμελιακή πράξη που συγκροτεί, ζωογονεί και ολοκληρώνει την Εκκλησία του Χριστού.

 

1. Από τα βλεπόμενα στα μη βλεπόμενα

Οι αιώνες που πέρασαν παρακολούθησαν τη διαμόρφωση των λειτουργικών τύπων στα διάφορα διαμερίσματα της χριστιανικής οικουμένης, είδαν τη σταδιακή παγίωση του τελετουργικού τυπικού και τον ατίμητο ποιητικό και υμνολογικό πλούτο της καρδιάς των αγίων να μεταποιείται σε προσευχή ολόκληρου του σώματος της Εκκλησίας.

Η λειτουργική εμπειρία των πιστών διαφέρει από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Σε χρόνους και τόπους ειρηνικούς βιώνεται η εορταστική άνεση, ενώ σε εχθρικούς όπου και όταν η Εκκλησία διώκεται, οι πιστοί εκδηλώνουν ηρωικές τάσεις προκειμένου να γευτούν το ανέκφραστο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

Υπάρχει, ωστόσο, κάτι κοινό σε κάθε λειτουργική εμπειρία από την πρώτη ως την πιο πρόσφατη. Είναι η προσπάθεια σύλληψης της υπερούσιας πραγματικότητας. Είναι κοινή η προσπάθεια του αληθινά πιστού να μην γυροφέρνει στα βλεπόμενα, αλλά να προωθείται στα μη βλεπόμενα. Κάθε ευχαριστιακή σύναξη γι’ αυτόν δεν είναι μια συνηθισμένη τελετή. Είναι η χαρισματική ευκαιρία που του προσφέρεται προσωπικά αλλά και καθολικά στο σώμα της Εκκλησίας του «γνώναι Αυτόν και την δύναμιν της Αναστάσεως Αυτού και την κοινωνίαν των παθημάτων Αυτού» (Εβρ. Ιβ’ 22,23). Κάθε λειτουργική εμπειρία προσφέρει στον πιστό τη δυνατότητα της προσωπικής και κοινής συνάντησης, της κοινωνίας με το πρόσωπο του σαρκωμένου και σταυρωμένου «Υιού του Θεού». Μονάχα όσοι αξιολογούν και αξιοποιούν αυτήν την ανεκτίμητη ευκαιρία μπορούν να βιώνουν το σκοπό και το περιεχόμενο της Ευχαριστίας και να ενσωματώνονται δίχως επιφύλαξη και δίχως γήινη σκοπιμότητα στη λατρευτική κοινότητα και να γεύονται ότι «χρηστός ο Κύριος», υπερβαίνοντας το «φαινόμενο» και φτάνοντας στο «ενεργούμενο». Κι έτσι «αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού, εν πάση δυνάμει δυναμούμενοι» ανυψώνονται στην αληθινή γνώση και στην απόλυτη αγιοπνευματική εμπειρία της Λειτουργίας. Ακριβώς αυτό είναι και το κατόρθωμα των αγίων. Οι άγιοι, ως προνομιούχα αντίγραφα της ανθρώπινης φύσης μας, ενώθηκαν οργανικά με το Ευχαριστιακό σώμα της Εκκλησίας και βίωσαν τη χάρη της λύτρωσης. Προσέγγισαν υπαρξιακά τη Λειτουργία, ένιωσαν δηλαδή να ενεργοποιείται η παρουσία του Θεού στο στίβο της ανθρώπινης περιπέτειας μέσω αυτής.

 

2. Εορταστική σύναξη υπό τον Χριστό

Πιθανόν η σημερινή πραγματικότητα να έχει κάποια αίσθηση φτώχειας. Οι λειτουργικές εμπειρίες για το σύγχρονο χριστιανό παρουσιάζουν εικόνα ελλειπτική, προβληματικά ισχνή κι ατροφική. Αυτό οφείλεται στο ότι οι σύγχρονοι χριστιανοί ως οδοιπόροι του τραγικού αιώνα μας πλούτισαν στη γνώση της φύσης, κορέστηκαν στη χρήση της ύλης, απονευρώθηκαν στην απόλαυση της ευμάρειας, αλλά πτώχυναν στη γνώση του Θεού και στις εμπειρίες της εσωτερικής ωρίμανσης. Ο σημερινός χριστιανός ζει στην κοσμική διάσταση του χρόνου και στην υλιστική κλιμάκωση της ιστορίας. Η φωνή των πατέρων μοιάζει να είναι μακρινός απόηχος βύθισης στον υπερβατικό χώρο. Η παρότρυνση του λαού του Θεού σε μια επανακατήχηση και η προσπάθεια μας η προσωπική και συλλογική να εντρυφήσουμε στην αγιοπατερική διδαχή και το βίωμα ίσως φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο λαός του Θεού οδοιπορεί με τέρμα την αιώνια άνοιξη, το αιώνιο φως και το πλήρωμα της χαράς του Θεού. Η αναζήτηση του αναλλοίωτου Θεού ας γίνει και δική μας επιδίωξη.

Φεύγουμε από τις αυτοματοποιημένες κατοικίες μας και αποδεσμευόμαστε από τα άγχη της αδυσώπητης οικονομικής πάλης όταν μπαίνουμε στο ναό. Εκεί συναντούμε πρόσωπα και όλοι μαζί ερχόμαστε σε κοινωνία με τον προσωπικό Θεό. Εκεί μας καλεί το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, μας δένει η μια πίστη, μας ενώνει η μία ελπίδα. Είναι η μεγάλη ευκαιρία του «συνέρχεσθαι εν μια πίστει και εν Ιησού Χριστώ» (Ιγνατίου Αντιοχείας: Επιστ. Εφεσίους σελ.268). Αυτή ήταν η προσφερόμενη ευκαιρία σε όλες τις προηγούμενες γενιές των πιστών και θα είναι ως την συντέλεια του κόσμου όταν θα πάψει δηλαδή να υπάρχει η ανάγκη της ευχαριστιακής σύναξης αφού τότε θα συναντήσουμε τον ίδιο τον Κύριο με την αποκάλυψη όλης της δόξας Του.

 

3. Από το "άτομο" στο "πρόσωπο" και στη σχέση

Η ευχαριστιακή σύναξη είναι από μόνη της γιορτή. Σ’ αυτήν συναντιούνται δύο μεγέθη, το άτομο και η κοινότητα. Ενώ μέσα στον κόσμο αυτά τα μεγέθη δεν συνθηκολόγησαν ποτέ μια και δεν αναγνώρισε ποτέ το ένα το άλλο, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, ωστόσο, τα δύο μεγέθη συναντιώνται και συμπλέκονται. Το άτομο δέχεται με υπευθυνότητα την προσωπική κλήση του Θεού και πορεύεται προς το σώμα, προς την εκκλησιαστική κοινωνία. Αλλά και η κοινωνία των πιστών υποδέχεται το άτομο με την προσωπική του συγκρότηση και τα όποια προβλήματά του.

Ο χριστιανισμός θεμελιώνεται στην προσωπική πίστη και την προσωπική αφοσίωση. Ταυτόχρονα όμως, η χριστιανική ύπαρξη ενσωματώνεται στο σύνολο, στην κοινότητα. Η προσωπικότητα του ανθρώπου δεν μειονεκτεί μέσα στο εκκλησιαστικό σύνολο γιατί ο χριστιανισμός δεν αποτελεί κοινωνικό σχήμα, δεν απέτυχε ποτέ και δεν θα αποτύχει. Μέσα από τις ευχαριστιακές συνάξεις περνά η διαδικασία της προσωπικής αναγέννησης του καθενός. Όποιος πριν σήκωνε την ντροπή των αμαρτιών, τώρα έχει περάσει στη δικαιοσύνη και την παρρησία. Και δεν είναι μονάχα ελεύθερος, αλλά και άγιος και δίκαιος και υιός και αδελφός Χριστού και συγκληρονόμος Αυτού. Σε κανένα κοινωνικό σχήμα ένα μέλος δεν αποτέλεσε ποτέ όργανο του Αγίου Πνεύματος όσες μάχες κι αν έδωσε για την ατομικότητα και τα ατομικά του δικαιώματα.

Συναγμένα όλα τα μέλη στην Ευχαριστία πετυχαίνουν μια θεϊκή αρμονία από την πολυφωνία και τη διασπορά του κόσμου, μεταμορφώνονται σ' ένα αφάνταστα δυναμικό σώμα που συγκλονίζεται από την θεία παρουσία και διαλέγεται «εν ενί στόματι και μια καρδία» με τον Παντοκράτορα. Η παρουσία των πιστών έχει βαθύ νόημα. Αποτελεί «Εκκλησία Θεού ζώντος» (Α΄ Τιμοθ. γ’ 15), σύναξη του λαού του Θεού, στιγμή φανέρωσης και αποκάλυψης. Αποτελεί  λόγο και αντίλογο του Κυρίου με το λαό Του, που ενεργοποιεί ως τις μέρες μας και για χάρη της ύπαρξής μας το περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης. Και αυτός ο συγκλονιστικός διάλογος επισφραγίζεται με την προσφορά της Αναίμακτης θυσίας.

 

4. Ευχαριστιακή Συνοδικότητα

Οι πιστοί συνάγονται με το κάλεσμα του Θεού, συνέρχονται με μια ελεύθερη κίνηση και συμπορεύονται στον ίδιο δρόμο της αφοσίωσης και της λατρείας. Ενώθηκαν για να παραδοθούν στο Άγιο Πνεύμα, στην αγιαστική Του δύναμη και τη φωτιστική πνοή Του. Ακριβώς αυτή την ώρα της ένωσης κάνουν μια «Σύνοδο» κι αφήνονται στο Πνεύμα του Θεού για να τους οδηγήσει «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωαν.ιδ’ 26). Εκείνη η πρώτη Σύνοδος της Εκκλησίας που συγκροτήθηκε στην άνοιξη της ζωής της και που είχε το μοναδικό προνόμιο να συγκαταλέγει ανάμεσα στα μέλη της τους ίδιους του Αποστόλους υπήρξε αλάθητος οδηγός. Κι αυτό γιατί παρά τη σοβαρότητα του θέματος που την απασχόλησε (επίμονη απαίτηση εφαρμογής των διατάξεων της περιτομής στους εθνικούς), οι Απόστολοι δεν αποφάσισαν να λύσουν μόνοι το πρόβλημα. Δεν μαζεύτηκαν εκείνοι σε μια προνομιακή Σύνοδο για να αποφανθούν ex Cathedra, αλλά αντίθετα σύναξαν ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας, ακέραιη την Εκκλησία του Χριστού. Κι όλοι μαζί έχοντες το χάρισμα να παρακάθονται στο Δείπνο της Ευχαριστίας, προσευχήθηκαν, παραδόθηκαν ως έπρεπε στο Άγιο Πνεύμα, αντάλλαξαν τη φωτισμένη γνώμη τους και τη χαρισματική εμπειρία τους και μόνον έτσι κατάληξαν στην ομόγνωμη διατύπωση της Συνοδικής απόφασης.

Επομένως, μια συνέλευση επισκόπων, έστω κι αν έχει την αποστολική διαδοχή, δεν είναι από τη δομή της Σύνοδος χαρισματική. Οι επίσκοποι, με μόνη την παρουσία τους, δεν συγκροτούν ένα θεοφώτιστο κι αλάθητο σώμα, ικανό να ερμηνεύσει αυθεντικά το λόγο της Γραφής και το λόγο της Εκκλησίας και να χαράξει αδιαφιλονίκητα γραμμές για τα θέματα που προκύπτουν. Μονάχα όταν αντλεί την εντολή από το σώμα της Εκκλησίας, μπορεί μια Σύνοδος επισκοπική να μετουσιωθεί σε Σύνοδο δυναμική κι αγιοπνευματική. Αν μια Σύνοδος αποτελεί την οργανική προέκταση της Ευχαριστίας και «λειτουργεί» το Μυστήριο της Πίστης και της Σωτηρίας του λαού μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα λατρείας, αφοσίωσης και καθαρμού, όπου και προσφέρει την αναίμακτη Ιερουργία, τότε ναι κατορθώνει να απαλλάσσεται από νοοτροπία ιεροκρατική και σκοπιμότητες γήινες και να ενσωματωθεί στη ζωή και την πορεία της Εκκλησίας, δίνοντας μήνυμα αλήθειας, παρακλήσεως και καθοδήγησης του λαού του Θεού. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε η Εκκλησία παραμερίζει ή και ολότελα αγνοεί τέτοιες Συνόδους και τις καταδικάζει με το στόμα των αγίων της, όπως του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου που απέφευγε κάθε συνέλευση επισκόπων, «πάντα σύλλογον επισκόπων φεύγειν, ότι μηδεμίας συνόδου τέλος είδον χρηστόν...αεί γαρ φιλονικείαι και φιλαρχίαι». Προσκολλημένοι στους αγίους μας που είναι στόματα Θεού για τον αμόλυντο βίο τους και το ορθό τους δόγμα, ας χρησιμοποιούμε τις διόπτρες τους για την καλή πορεία μας στο δρόμο προς την σωτηρία μέσα στο όχημα της Εκκλησίας.

 

5. Μύηση στην αποκάλυψη τού Θεού

Ο βηματισμός μας προς την αιωνιότητα πραγματοποιείται σε συνάρτηση με τη διερεύνηση της ύπαρξης του κόσμου. Η Δημιουργία παραμένει πάντοτε  μια βασική πρόκληση για ψηλάφηση της σοφίας και της δύναμης του Θεού. Είναι μια ζωντανή αφήγηση της δόξας της απρόσιτης Ουσίας του. Η βαθύτερη γνώση του Θεού, ωστόσο, επαφίεται στην προαίρεση του ανθρώπου, η οποία αποτελεί και βασική προϋπόθεση αποκάλυψης Κυρίου στον καθένα μας, αφού κατέχουμε το απαραβίαστο της ελευθερίας μας και το αυτεξούσιο. Όσοι νιώσουν την εμπειρία της χάριτος, κινούνται σε ασταμάτητη δοξολογία σε όλη τους τη ζωή. Η αίσθηση της παρουσίας και της δυναμικής φανέρωσης του Θεού μέσα στο απέραντο υλικό σύμπαν και μέσα στο στίβο της ανθρώπινης αναμέτρησης προκαλεί στον καλοπροαίρετο άνθρωπο δέος. Ιδιαίτερα εκείνοι που δοκίμασαν την οδύνη της εξορίας από τον παράδεισο και περιπλανήθηκαν με φοβερή πικρία στην έρημο του «κόσμου τούτου», αλλά εντέλει ανακάλυψαν το Θεό από μια σχισμή της καρδιάς που άνοιξε για Αυτόν, επιτέλους άρχισαν να ωριμάζουν στην υπακοή και τη θαλπωρή της ελπίδας, άρχισαν να νοιώθουν έντονη την ανάγκη να ενώσουν τη φωνή τους με τη φωνή των πατέρων και να ενσωματώνονται στο χορό που δοξολογεί την Τρισυπόστατη Θεότητα.

Ο Άγιος Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, ως μύστης και μυσταγωγός των ουρανίων μυστηρίων μας λέει να φανταστούμε πως βρισκόμαστε στον ακρότατο βράχο μιας πανύψηλης κορυφής που ανεβαίνει από τα απύθμενα χάη στα ύψη του ουρανού. Αν από εκεί προσπαθήσουμε να σκύψουμε για να εξιχνιάσουμε το χάος χωρίς κάπου να κρατηθούμε θα νιώσουμε φοβερό ίλιγγο και γεμάτοι τρόμο θα κάναμε βήματα πίσω. Αυτό ακριβώς είναι το αίσθημα που νιώθει η ψυχή μπροστά στο άπειρο του Θεού. Μόλις ξεπεράσει τη γνώση του υλικού κόσμου κι αναζητήσει την προαιώνια κι αδιάστατη φύση του Θεού, μη έχοντας από που να πιαστεί, αφού δεν διαθέτει μέτρο για να προσμετρήσει το αΐδιον του Θεού, κυριεύεται από ζάλη κι αμηχανία και δοκιμάζει τον πειρασμό να παρατήσει την προσπάθεια και να ξαναγυρίσει στο γνώριμο, ανθρώπινο περίγυρο. «Άπειρον το θείον και ακατάληπτον, και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία και η ακαταληψία» συνειδητοποιεί και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Όποιος θελήσει ν’ ανυψώσει τη διάνοιά του στα αόρατα και ακατάληπτα πραγματοποιεί μια θεολογική πτήση. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει ότι η διάνοια του ανθρώπου προσηλώνεται σε όσα σχετίζονται με τον υπερβατικό Θεό και με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, αφού ξεπεράσει όσα βλέπονται και νοούνται λογικά. Αρχίζει να πλησιάζει, όταν προσηλώνεται και μελετάει μόνο αυτά, δίχως να στρέφεται σ’ άλλα πράγματα. Τότε ζει σε μια ζωή που είναι πάνω από τα γήινα σχήματα και γίνεται ο ίδιος φως, μέσα στο φως του Θεού, φως όχι αυτόφωτο ή αυτοδύναμο, αλλά φως θεοπρόβλητο και θεοφόρο. Σε αυτή τη χαρισματική κατάσταση η ανθρώπινη διάνοια δεν βλέπει την ύπαρξη, βλέπει τη δόξα του Κυρίου, αλλοιώνεται ο νους του κι έτσι αρχίζει να υπερβαίνει τον εαυτό του. Αυτή την κίνηση της υπέρβασης των στενών ορίων της όρασης και της νόησης, την πραγματοποιούν οι πιστοί πιο δυναμικά κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, την ώρα που μας διακατέχει ακατανίκητη ανάγκη να σταθούμε όρθιοι και να προσευχηθούμε ολόψυχα στον Ύψιστο.

Αν ο σύγχρονος χριστιανός νιώσει τη λαχτάρα να ξαναβρεί τη χαμένη διάβαση προς τα «υπέρ λόγον» ιδιώματα του Θεού και αποδεσμευτεί από την υλιστική πραγματικότητα θα κατανοήσει ότι η λύτρωση δεν είναι ένα άκαρπο ανθρώπινο όραμα. Ζει σε μια εποχή αχαλίνωτης δίψας για τεχνολογικά επιτεύγματα. Είναι αλήθεια όμως ότι η τεχνολογία του αιώνα μας ναι μεν απομυθοποιεί το υλικό σύμπαν, αλλά δεν το απομυστηριοποιεί. Χρησιμοποιεί την ύλη, την μιμείται σε εικονικούς κόσμους όπου ο άνθρωπος παίζει ρόλο Θεού, περιγράφει τα φαινόμενα αλλά δεν αγγίζει την ουσία και το λόγο ύπαρξης της κτίσης. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηριστικά διατυπώνει «πάντα δι’ Αυτού εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν» (α’ 13). Τα λόγια αυτά νοηματίζουν τη σχέση της ύπαρξής μας με τη Δημιουργία. Αλλά και η διατύπωση « ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (α’ 14) μετουσιώνεται σε δοξολογία με την υπενθύμιση ότι το Μυστήριο της Σάρκωσης είναι η ακένωτη πηγή της ευτυχίας μας και το κύριο θέμα της αναφοράς μας στο Θεό.    

 

6. Στο Σώμα τού Χριστού "συν πάσι τοις αγίοις"

Πολύτιμοι οδοδείκτες προς την ουράνια πολιτεία που ο Χριστός μας υπόσχεται είναι οι άγιοι. Τη μεγάλη στιγμή της προσαγωγής μας στο θρόνο του Θεού και στην κορυφαία πράξη της Ευχαριστιακής σύναξης νιώθουμε την ανάγκη να έχουμε την παρουσία και τη συνοδεία τους. Κοιτάζοντας τις φωτισμένες φυσιογνωμίες τους, εντρυφούμε στη ζωή τους, ζητάμε την πρεσβεία τους στον προσωπικό μας αγώνα. Επιθυμούμε να βρεθούμε σε στενή σχέση μαζί τους, σε δυναμική εξάρτηση από το αγωνιστικό και λατρευτικό τους βίωμα. Κι αυτό γιατί η καρδιά μας ειδοποιεί πως όλοι αυτοί είναι τα «τετελειωμένα» μέλη της Εκκλησίας. Είναι λυτρωμένοι και θεωμένοι. Οι άγιοι είναι νικητές, «οι ηγορασμένοι από της γης» (Αποκ. ιδ’ 3), «οι ακολουθούντες τω αρνίω όπου αν υπάγη, ούτοι ηγοράσθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω Θεώ και τω αρνίω, και ουχ ευρέθη ψεύδος εν τω στόματι αυτών, άμωμοι γαρ εισίν» (Αποκ. ιδ’ 4,5). Το φως των σοφών έσβησε ή αμφισβητήθηκε. Η λάμψη των αγίων παραμένει αμείωτη. Η δύναμη των ισχυρών θάφτηκε κάτω από την πλάκα του τάφου. Η πνευματική δύναμη των αγίων όμως δαμάζει το χρόνο και τη φθορά και παραμένει αισθητή μέσα από τον πλούτο των θαυμάτων τους. Ο Κύριος τους ξεχώρισε από τη μεγάλη μάζα και τους θησαύρισε στην αδιάδοχη κι αιώνια βασιλεία Του. Και αυτό το θησαύρισμα συνεχίζεται ως τη συντέλεια των αιώνων, ώσπου να ολοκληρώσει ο Χριστός το έργο της Εκκλησίας Του. Ως τότε ο Θεός ανέχεται τη συνύπαρξη των αγαθών και των πονηρών ανθρώπων, χωρίς αυτή η ανοχή να σημαίνει και αιώνια αποδοχή. Κάποτε θα έρθει η ώρα της κρίσης και του προσεκτικού ξεχωρίσματος, όταν θα συλλεχθούν οι εκλεκτοί και θα απωλεσθούν οι δόλιοι. Η μακρόθυμη θεϊκή αγάπη δίνει το χρόνο και την κατάλληλη ευκαιρία για μετάνοια. Μένει η έσχατη βεβαιότητα, όταν η διαφορά συλλογής και αποθήκευσης του γεννήματος του Θεού και του σπέρματος του διαβόλου θα είναι τρομακτική. Οι άγγελοι του Κυρίου θα πραγματοποιήσουν τη διαλογή. Θα δέσουν τα ζιζάνια σε δέσμες  «προς το κατακαύσαι» (Ματθ. Ιγ’) και θα μαζέψουν το καθαρό σιτάρι στην ουράνια αποθήκη του Θεού.

Την απόλυτη απονομή της δικαιοσύνης του Θεού απαλύνει το θεομητορικό χάδι της τιμιότερης «πάσης κτίσεως» (Ιω. Δαμασκηνός). Όλοι οι άγιοι ομολογούν πως χωρίς τον πρεσβευτικό λόγο της υπερευλογημένης Θεοτόκου δεν θα αποτολμούσαμε να υψώσουμε το βλέμμα μας στον σταυρωμένο κι αναστημένο Κύριό μας. Την έχουμε τόσο κοντά μας ώστε να την προσφωνούμε με άνεση «μητέρα μας». Εκείνοι που την τιμούν μαρτυρούν την έμπρακτη ευλογία της και έχουν το προνόμιο να διαθέτουν εκείνη ως ισχυρό προστάτη και υπερασπιστή τους. Η παρέμβασή της αποδυναμώνει την επιρροή του κακού. Αυτή «δέεται και πρεσβεύει υπέρ ημών» ανατρέποντας τις ορμές των παθών και τον πόλεμο του πονηρού. Η Παναγία και επιθυμεί και μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ποικίλων κακών, πριν ακόμη οι άνθρωποι τα αντιληφθούν. Τότε παρεμβαίνει ως πρέσβειρα και  με τη μητρική της παρρησία ικετεύει θερμά τον ουράνιο Πατέρα και τον Υιό της, σαν να πρόκειται για τον εαυτό της, φέροντας ως αδιάσειστο επιχείρημα τη συγγένεια της φύσεώς της με το ανθρώπινο γένος. 

Μέσα στο θαύμα της Ευχαριστίας και της μεταμόρφωσης των υλικών στοιχείων σε Σώμα και σε Αίμα του Ιησού Χριστού η πορεία μας φωτίζεται. Ο βηματισμός μας γίνεται πιο συγκεκριμένος. Το έσχατο βήμα στη γήινη ζωή και το πρώτο στην ουράνια βασιλεία αποσαφηνίζεται. Η μοναξιά και ο φόβος παραμερίζονται. Η αδυναμία και ο πόνος, η περιπέτεια και οι κατατρεγμοί ξεπερνιώνται με τη χειραγωγία και την ενδυνάμωση του αγαθού Πατέρα και του σαρκωμένου και σταυρωμένου Υιού και του Παράκλητου Πνεύματος. Η ζωή μας γίνεται ένα αδιάκοπο θαύμα που προσαρτιέται στην Ευχαριστία κι ανανεώνεται μέσα σε αυτήν ως την τελική συνάντηση στον κόσμο της θεϊκής δόξας. «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον, από του νυν και έως του αιώνος»!    

Ελληνίς

Δημιουργία αρχείου: 8-9-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 8-9-2016.

ΕΠΑΝΩ