Γενικό και ειδικό ιερατείο // Το «βασίλειο ιεράτευμα» και η ιερωσύνη // Οι ποινές της αργίας και της καθαιρέσεως, σε σχέση με την ιερωσύνη και την εγκυρότητα των μυστηρίων
Αγαμία του Κλήρου Οι Ιεροί Κανόνες και η ιστορία τής πρακτικής αυτής Ν. Θ. Μπουγάτσος
Πηγή: Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 1ος Τόμος. |
Κατά την Π. Διαθήκην, οι Ιερείς και Αρχιερείς των Ιουδαίων ήσαν έγγαμοι. Εις την Καινήν Διαθήκην, μόνον ο Απόστολος Παύλος ομιλεί περί γάμου των διακόνων, των Πρεσβυτέρων και των Επισκόπων. («Διάκονοι έστωσαν μιας γυναικός άνδρες, τέκνων καλώς προϊστάμενοι και των ίδιων οικιών» (Α' Τιμ. Γ' 12). «Καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην, ει τις εστίν ανέκκλητος, μιας γυναικός ανήρ, τέκνα έχων πιστά μη εν κατηγορία ασωτίας ή ανυπότακτα». (Τίτ. Α' 5-6). «Δει ουν τον επίσκοπον ανεπίληπτον είναι, μιας γυναικός άνδρα… Του ιδίου οίκου καλώς προϊστάμενον, τέκνα έχοντα εν υποτογή μετά πάσης σεμνότητος· ει δε τις του ιδίου οίκου προστήναι ουκ οίδε, πώς Εκκλησίαις Θεού επιμελήσεται;» (Α' Τιμ. Γ’ 2, 4, 5 ). Ως προϋπόθεσιν δια την εκλογήν λαϊκού εις οιονδήποτε βαθμόν της Ιερωσύνης θέτει ο Παύλος, μεταξύ άλλων, την προ της εκλογής μονογαμίαν του υποψηφίου, την καλήν διοίκησιν της οικογενείας του και την ευσέβειαν των τέκνων του. Ο Παύλος δηλαδή ηκολούθησε την έμπρακτον διδασκαλίαν του Κυρίου, ο οποίος εξέλεξεν ως μαθητάς του και Αποστόλους εγγάμους, εκτός του Ιωάννου (και κατόπιν του Παύλου). Δηλαδή οι Πέτρος, Φίλιππος κ.λπ. τών Αποστόλων ήσαν έγγαμοι. Επομένως ουδεμίαν διάκρισιν κάμνουν ο Κύριος και ο Παύλος δια το έγγαμον ή άγαμον των Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Διακόνων. Από τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνας, συνήθεια, κατά το μάλλον ή ήττον, επεκράτει να αποφεύγηται ο μετά την χειροτονίαν γάμος των κληρικών. Π.χ. Η Σύνοδος της Νεοκαισαρείας (μετά το 314, Κανών 1ος) απαγορεύει τον μετά την χειροτονίαν γάμον εις τους πρεσβυτέρους, η Α΄ Οικ. Σύνοδος (15ος Κανών) εις τας διακόνισσας και η εν Τρούλλω (4ος Κανών) εις όλους τους βαθμούς των ανωτέρων κληρικών. Αλλ' η Σύνοδος της Αγκύρας (314), επιτρέπει εις τον διάκονον να έλθη εις γάμον μετά την χειροτονίαν, εφ' όσον εδήλωσε τούτο προ της χειροτονίας του. («Διάκονοι, όσοι καθίστανται, παρ’ αυτήν την κατάστασιν ει εμαρτύραντο ούτω μένειν. Ούτοι μετά ταύτα γαμήσαντες, έστωσαν εν τη υπηρεσία δια το επιτραπήναι αυτούς υπό του Επισκόπου. Τούτο δε, ει τινες σιωπήσαντες, και καταδεξάμενοι εν τη χειροτονία μένειν ούτω. Μετά ταύτα ήλθον επί γάμον, πεπαύσθαι αυτούς της διακονίας». (Κανών 10ος). Προφανώς περιορίζει προϋπάρχουσαν μεγαλυτέραν ελευθερίαν, όπως αναλόγως και αι προαναφερθείσαι σύνοδοι Νεοκαισαρείας. Α΄ Οικ. Και εν Τρούλλω. Εις την Δύσιν, οι Κανόνες της Καρθαγένης (255-419) καθορίζουν: οι κληρικοί όλων των βαθμών «γυναικών απέχεσθαι» («Ήρεσεν, ώστε τους τρεις βαθμούς τούτους, τους συνδέσμω τινί της αγνείας δια της καθιερωσύνης συμπεπλεγμένους (φησί δη επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους) ως πρέπει οσίοις επισκώποις και Ιερεύσι Θεού, και λευίταις και υπουργούσι θείοις καθιερώμασιν, εγκρατείς είναι εν πάσιν. Όπως δυνηθώσιν, ό παρά του Θεού απλώς αιτούσιν, επιτυχείν… » (Κανών 3). Αρέσκει ίνα επισκόπους, και πρεσβυτέρους, και διακόνους, και πάντες οι τα ιερά ψηλαφώντες της σωφροσύνης φύλακες, γυναικών απέχωνται». (Καν. 4 ), υποσχόμενοι τούτο κατά την χειροτονίαν (Κανών 25 ή 33). Και η Σύνοδος της Ελβίρας (μετά το 300, Κανών 33) απεφάσισεν: οι κληρικοί όλων των βαθμών να «απέχουν των συζύγων των και να μη γεννώσι τέκνα», δηλαδή ούτοι εδέχοντο την κατ’ ουσίαν αγαμίαν. Τέλος η Σύνοδος της Αρελάτης (314, Κανών 6ος) επεκύρωσε την περί αγαμίας απόφασιν όλων των κληρικών. Έκτοτε, συν τω χρόνω, εις την Δύσιν, παρά τα συχνάκις εμφανιζόμενα αντίθετα παραδείγματα και τας αντιδράσεις του Κλήρου, επεκράτησεν η αγαμία εις όλους τους βαθμούς των κληρικών μέχρι σήμερον. Οι απόσχισθέντες όμως της δυτικής Εκκλησίας Διαμαρτυρόμενοι γενικώς, ως και η Εκκλησία των Αγγλικανών και οι Παλαιοκαθολικοί (1871) κατήργησαν την υποχρεωτικήν αγαμίαν εις όλους τους βαθμούς των κληρικών. Εις την Ανατολήν υπήρχε διαφορετική αντίληψις περί της αγιότητος του γάμου. Ενώ δηλαδή η Δύσις (4ος Κανών Καρθαγένης κ.λπ.) επιβάλλει «να απέχουν γυναικών», διότι αισθάνεται ως να υπάρχη μώμος τις εις την συνουσίαν και αυτών των Χριστιανών συζύγων, η ανατολή δεν αισθάνεται κανένα μώμον δια την έννομον και κατά τον προσήκοντα καιρόν συνουσίαν. (Π.χ. ιδέ τον 13ον Κανόνα της ΣΤ’ Οικ. Συνόδου και την επ' αυτού ερμηνείαν και τας σημειώσεις του Πηδαλίου του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου). Και «πολλοί γαρ αυτών [των κληρικών της Θεσσαλονίκης, Μακεδονίας και Ελλάδος] εν τω καιρώ της Επισκοπής και παίδας εκ της νομίμου γαμετής πεποιήκασιν. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορ. 5, 22. PG 67, 637. Ιδέ και Κλήμεντα Αλεξ. (ΒΕΠ 8, 43,12-14. 8, 50. 4-8). Κακώς ο Zhishman (Δίκαιον του γάμου, Β΄, σ. 165, υποσ. 10) αναφέρει ότι ο Ουαλεντιανουπόλεως Ευσέβιος κατεδικάσθη υπό του Ι. Χρυσοστόμου, διότι Επίσκοπος ων απέκτησε τέκνα, ενώ κατεδικάσθη μόνον ως σιμωνιακός και καταχραστής (PG 47, 47-52). Αποτέλεσμα της διαφόρου αυτής αντιλήψεως ήτο η διάφορος στάσις εις την αγαμίαν των κληρικών. Η διαφορά ανατολής και Δύσεως ως προς το υποχρεωτικόν ή μη της αγαμίας των κληρικών ετονίσθη ιδίως υπό της Δύσεως εις το βουλγαρικόν ζήτημα (866). Η Α' Οικουμενική Σύνοδος (325) απέδωσε το πνεύμα της Ορθοδόξου ανατολής, την ελευθέραν δηλαδή εκλογήν των κληρικών μεταξύ γάμου και αγαμίας. Ο Επίσκοπος Κορδούης Όσιος, εξ επιδράσεως των αποφάσεων της Συνόδου της Ελβίρας, της οποίας μετείχε, υπεστήριξε προφανώς την υποχρεωτικήν αγαμίαν όλων των βαθμών των κληρικών, αλλά μετά θάρρους απήντησεν ο ασκητικώτατος, ομολογητής, θαυματουργός, άγιος και Επίσκοπος μέγας Παφνούτιος: «Μη βαρύνετε τον ζυγόν των Ιερωμένων, είπεν ο Παφνούτιος — «Τίμιος γαρ φησιν ο γάμος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος» —, μη τη υπερβολή της ακριβείας την Εκκλησίαν μάλλον προσβλάψητε· ου γαρ φησι πάντας δύνασθαι φέρειν της απαθείας την άσκησιν. Ουδείς, ως οίμαι, φυλαχθήσεται εν τη σωφροσύνη της εκάστου γαμετής του ανδρός στερουμένου. Σωφροσύνην δε καλήν και της νομίμου γαμετής εκάστου την συνέλευσιν λέγωμη μην αποζεύγνυσθαι ταύτην ην ο Θεός ήζευξε, και ην άπαξ αναγνώστης, ή ψάλτης, ή λαϊκός ων ηγάγετο». (Γεωργίου Κυζικηνού, Σύνταγμα των κατά την εν Νικαία Σύνοδον πραχθέντων, 2, 32, PG 85, 1336-1337. Παράβαλλε Σωκράτους, PG 67, 101-102. Σωζομένου, PG, 67 925, Γενναδίου Γιανναγκά, Η Α' και μεγάλη εν Νικαία Σύνοδος και η αγαμία του κλήρου κατά τον Άγγλον συγγραφέα Henry C. Lea, εν Εκκλ. Φάρος. ΛA', σ. 304. Karl J. Hefelc. Και επεκράτησε πλήρως η άποψις του Παφνουτίου. Το αυτό πνεύμα εκφράζουν και οι Αποστολικοί Κανόνες, αι Αποστολικαί Διαταγαί και ο 13ος Κανών της ΣT’ Οικουμενικής Συνόδου. Ειδικώς δια τον επισκοπικόν βαθμόν, εις την Ανατολήν ήρχισαν να χρησιμοποιούν τους αγάμους. Κατ’ αρχάς μέχρι του Α΄ και Ε' αιώνος ουδεμία εγίνετο διάκρισις εγγάμου ή αγάμου υποψηφίου Επισκόπου. Ο 5ος Αποστολικός Κανών (Β΄-Γ΄ αιών) ρητώς απαγορεύει, και τιμωρεί δια καθαιρέσεως, την απομάκρυνσιν της συζύγου του Επισκόπου. («Επισκόπους, ή Πρεσβυτέρους, ή Διακόνους, την εαυτού γυναίκα μη εκβαλλέτω προφάσει ευλαβείας. Εάν δε εκβάλη, αφοριζέσθω· επιμένων δε καθαιρείσθω»). Παράβαλλε Κανόνα 51. Αλλά και αι «Αποστολικαί Διαταγαί» το αυτό υπονοούν (VΙ, 17. PG 1, 956-957). Και ο 2ος Κανών της Συνόδου της Αγίας Σοφίας (343 προϋποθέτει εγγάμους τους επισκόπους. Ίδε και PG 67, 625 645 (το κείμενον ανωτέρω) και Κανόνας 3,4,70 της Καρθαγένης. Εκ των εγγάμων Επισκόπων της εποχής αυτής αναφέρομεν τους Γρηγόριον (πατέρα τού αγ. Γρηγορίου του θεολόγου), άγιον Γρηγόριον τον Νύσσης (αδελφόν του Μ. Βασιλείου) και Συνέσιον Πτολεμαΐδος. Βαθμηδόν όμως ηύξανεν η προτίμησις των αγάμων δια δύο λόγους: 1) Διότι ήρχισε να υπερτιμάται το μοναστικόν ιδεώδες. Οι μοναχοί υπήχθησαν πλήρως εις την εκκλησιαστικήν διοίκησιν και εδέχθησαν εκκλησιαστικά αξιώματα. (Παράβαλλε Μ. Αθανασίου, Επιστολή προς Δρακόντιον, PG 25, 524-537. 2) Ο Επίσκοπος ήτο διαχειριστής της εκκλησιαστικής περιουσίας και ηδύνατο να υπάρξη σύγχυσις της εκκλησιαστικής περιουσίας και της ατομικής τοιαύτης υπό των κληρονόμων των εγγάμων, και μάλιστα των εχόντων τέκνα. Ο 4ος κανών των «Αγίων Αποστόλων» συνιστά σαφή διάκρισιν της εκκλησιαστικής και της ατομικής περιουσίας του Επισκόπου. («Έστω φανερά τα ίδια του Επισκόπου πράγματα [είγε και ίδια έχοι] και φανερά τα Κυριακά… δίκαιον γαρ παρά Θεώ και ανθρώποις, το, μήτε την Εκκλησίαν ζημίαν τινά υπομένειν αγνοία των του Επισκόπου πραγμάτων, μήτε τον επίσκοπον, ή τους αυτού συγγενείς προβάσει της Εκκλησίας δημεύεσθαι… ». Παράβαλλε και Κανόνας 38 και 41). Προσπάθειαν προς επιβολήν της αγαμίας εις τους επισκόπους εξεδήλωσε συστηματικώς και επιμόνως ο αυτοκράτωρ Ιουστιανιανός ο Α' (527-565). Ούτος κατά στάδια προσεπάθησε να επιβάλη τας απόψεις του, αλλ' αι διατάξεις του δεν ετηρούντο υπό πολλών τουλάχιστον εκκλησιαστικών αρχόντων, δι' αυτό δε επιβάλλει και εις τους εκλέκτορας ποινάς. Τα στάδια αυτά είναι τέσσαρα: 1) να μη εκλέγωνται. Επίσκοποι όσοι έχουν τέκνα, διότι ο Επίσκοπος είναι πνευματικός πατήρ όλων των πιστών, τα δε φυσικά τέκνα πολύ απασχολούν τους γονείς και λόγω των πολλών εξόδων δυνατόν ούτοι να σφετερισθούν την εκκλησιαστικήν περιουσίαν. (Codex 1, 3, 42 [ή 41] § 2-4, έτους 528). 2) να μη εκλέγωνται Επίσκοποι όσοι έχουν σύζυγον ή τέκνα, όσοι δε εκλεγούν να καθαιρεθούν. (Codex 1, 3, 48 [ή 47], έτους 531). 3) να εκλέγηται Επίσκοπος, ή μοναχός ή πρώην έγγαμος άνευ τέκνων, αφού προ έξ μηνών έπαυσε να συγκατοική μετά της συζύγου του και ενετάχθη εις μονήν (ως μοναχός ή κληρικός). Η παράβασις συνεπάγεται την καθαίρεσιν του χειροτονούντος και του χειροτονούμενου. (Νεαρά 6, κεφ. I, § 3, 4, 7. Έτους 531). 4) να εκλέγηται Επίσκοπος, ο οποίος δεν έχει (τώρα) ούτε σύζυγον ούτε τέκνα. Εάν εκλεγή, «πάσι τρόπω της Επισκοπής εκβάλλεσθαι» και ο χειροτονηθείς και ο χειροτονήσας. (Νεαρά 137, κεφ. 2, έτους 549). Δια των αυτών σχεδόν λέξεων εκφράζεται και η Νεαρά 123, κεφ. I. Έτους 546. (Codex 1, 3, 42 [η 41] § 2-4. «Προσήκει τοιούτους επιλέγεσθαι και χειροτονείσθαι ιεροίς, οις ουκ εστίν ούτε τέκνα ούτε έγγονοι, επειδή ουχ οίον τε εστί το περί τας βιοτικάς ησχολημένον φροντίδας οις οι παίδες μάλιστα τοις γονεύσι παρέχουσι, την πάσαν σπουδήν τε και εύνοιαν περί την θείαν λειτουργίαν και τα εκκλησιαστικά έχειν πράγματα. Τινών γαρ δια την εις Θεόν ελπίδα και δια το τας εαυτών περισώσαι ψυχάς προστρεχόντων ταις αγιωτάταις Εκκλησίαις και τα υπάρχοντα αυτοίς ταύταις προσφερόντων και καταλιμπανόντων επί τω εις πτωχούς και πένητας και ετέρας ευσεβείς ταύτας δαπανάσθαι χρείας άτοπον. Χρη γαρ και τον επίσκοπον μη εμποδιζόμενον προσπαθεία σαρκικών τέκνων πάντων των πιστών πνευματικόν είναι πατέρα. Δια ταύτα τοίνυν απαγορεύομεν τον έχοντα τέκνα ή εγγόνους χειροτονείσθαι επίσκοπον»). (Codex 1, 3, 48 [ή 47]. «Μήτε γυναικί συνοικοίη μήτε παίδων είη πατήρ, αλλ' αντί μεν γυναικός προσκαρτεροίη τη αγιωτάτη Εκκλησία» αντί δε παίδων άπαντα τον Χριστιανικόν και Ορθόδοξον έχει λαόν… Οι γαρ μετά ταύτην ημών την διάταξιν ποιήσαί τινας επισκόπους παρά την ταύτης δύναμιν ή γενέσθαι θαρρήσαντες ούτε εν επισκόποις έσονται ούτε μενούσιν επί των Ιερών, αλλ' εξελαθέντες αυτών, ετέροις δώσουσι χώραν χειροτονίας»), (Νεαρά 6η, κεφ. 1, § 3, 4, 7. «Ούτε γαμετή συνοικείν, αλλ' ή παρθενία συζήσας εξ αρχής ή γυναίκα μεν σχών… Ούτε παίδας ή εγγόνους έχων… Ο παρά ταύτα τι πράττων, χειροτονών όμως, έξω της Επισκοπής ελαθήσεται… Πρότερον δε ή μοναχικόν βίον ασκήσας, ή εν κλήρω καταλεγόμενος ουκ έλαττον μηνών έξ, γυναικί μέντοι… Μη συνοικείν, ή παίδας ή εγγόνους έχων… Του λοιπού δε εκ της θέσεως του νόμου μηδενί συγχωρούντες γαμετήν έχοντι τοιαύτην επιτιθέναι χειροτονίαν… Ει παρά ταύτα γένηται, αυτός τε εκπέσαι της Ιερωσύνης, τον χειροτονήσαντά τε ομοίως εκβληθήναι ταύτης παρασκευάσειεν») (Νεαρά 137η, κεφ. 2. «Ούτε γαμετήν ούτε παίδας ίσασί τινα εξ αυτών έχειν…. , αλλ' ει και πρότερόν τις εξ αυτών γαμετήν είχε,… Ουδέ τοις ιεροίς κανόσιν απηγορευμένην… Ει τις δε παρά την μνημονευθείσαν παραφυλακήν Επίσκοπος χειροτονηθή, κελεύομεν και αυτόν πάσι τρόπους της Επισκοπής εκβάλλεσθαι, και τον παρά ταύτα τολμήσαντα χειροτονήσαι».) Εκατόν πεντήκοντα περίπου έτη μετά τον Ιουστινιανόν η εν Τρούλλω (η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, 691), ενώ δια του 13ου Κανόνος απαγορεύει την απομάκρυνσιν των συζύγων των Ιερέων, δια του 12ου Κανόνος επιτάσσει την απομάκρυνσιν των συζύγων των Επισκόπων. (Κανών 12ος. «Εις γνώσιν ημετέραν ήλθεν, ως εν τε τη Αφρική και Λιβύη και ετέροις τόποις, οι των εκείσαι θεοφιλέστατοι πρόεδροι συνοικείν ταις ιδίαις γαμεταίς, και μετά την επ' αυτοίς προελθούσαν χειροτονίαν, ου παραιτούνται, πρόσκομμα τοις άλλοις τιθέντες και σκάνδαλον. Πολλής ουν ημίν σπουδής ούσης, του πάντα προς ωφέλειαν των από χείρα ποιμνίων διαπράττεσθαι, έδοξεν, ώστε μηδαμώς το τοιούτον από του νυν γίνεσθαι. Τούτο δε φαμέν, ουκ επ' αθετήσει ή ανατροπή των Αποστολικώς νενομοθετημένων, άλλα της σωτηρίας και της επί το κρείττον προκοπής των λαών προμηθούμενοι, και το μη δούναι μώμόν τινα κατά της Ιερατικής καταστάσεως. Φησί γαρ ο θείος Απόστολος «πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε, απρόσκοπτοι γίνεσθε και Ιουδαίοις και Έλλησι, και τη Εκκλησία του Θεού. Καθώς καγώ πάντα πάσιν αρέσκω, μη ζητών το εαυτού συμφέρον, αλλά το των πολλών, ίνα σωθώσι. Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (A΄ Κορινθίους Ι, 31-33). Ει δε τις φανερωθείη το τοιούτον πράττων, καθαιρείσθω). Και ο 30ός της αυτής Συνόδου διατάσσει την κατόπιν κοινής συμφωνίας απομάκρυνσιν των συζύγων των Ιερέων των απολιτίστων χωρών «ου δι' άλλο τι, ή δια την της γνώμης μικροψυχίαν, και το των ηθών απεξενωμένον, και απαγές». Ίδε και Κανόνα 48, της αυτής Συνόδου. Εκ της μελέτης του Κανόνος τούτου συμπεραίνομεν τα εξής: 1) Δεν εφηρμόζοντο οι νόμοι του Ιουστινιανού. 2) Επιβάλλεται όχι η εκλογή των αγάμων, αλλά η εκλογή και των εγγάμων, υπό τον όρον, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να απομακρύνουν τας συζύγους των. 3) η αιτία είναι όχι η σύγχυσις της κυριότητος της περιουσίας, ούτε αι οικογενειακαί φροντίδες, αλλ' ο σκανδαλισμός των πιστών των επαρχιών «Αφρικής και Λιβύης», δηλαδή απολιτίστων λαών και Ιεραποστολικών επισκοπών (κατά την σύγχρνον ορολογίαν). Κατά μίαν μάλιστα εκδοχήν, ο Κανών ούτος δεν πρέπει να έχη γενικήν ισχύν, αλλ' ειδικήν δια τας απολιτίστους χώρας και τας Ιεραποστολικάς Επισκοπάς. 4) Η συγκατοίκησις του επισκόπου μετά της συζύγου του δεν θεωρείται ότι επιφέρει μώμόν τινα εις τους συζύγους, αλλά, λόγω σκανδαλισμού των πνευματικώς αδυνάτων, αποφεύγεται, παρά το σαφώς αντίθετον πνεύμα της Ορθοδόξου παραδόσεως. Δι' αυτό, η Σύνοδος αναγκάζεται να δικαιολογήση την απόφασίν της με γραφικόν ρητόν. 5) Διαφέρει πολύ από τους νόμους του Ιουστινιανού (περιουσία, μοναχοί χωρίς τέκνα σκανδαλισμός, έγγαμοι «χωρισμένοι των συζύγων, αδιάφορον η ύπαρξις τέκνων). Μετά τας αποφάσεις της εν Τρούλλφ Συνόδου, ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741) ησχολήθη με τους εγγάμους επισκόπους και εξέδωσε την 2αν Νεαράν, δια της οποίας δέχεται τας αποφάσεις της εν Τρούλλω Συνόδου και περιορίζει τας απαγορεύσεις του Ιουστινιανού, μετά ειρωνικών εκφράσεων (δια «τους θείους αθετείν νόμους»). Λέγει δηλαδή, ότι δεν πρέπει να αποκλείωνται του αρχιερατικού αξιώματος όσοι απέκτησαν τέκνα εκ νομίμου γάμου. Η δε αιτιολογία του Ιουστινιανού περί της υπάρξεως κληρονόμων δεν είναι επαρκής δια τον Λέοντα, διότι τότε πρέπει να αποκλείσωμεν και τους έχοντας αδελφούς και συγγενείς, ενώ οι Κανόνες επιτρέπουν την διάθεσιν εκκλησιαστικής περιουσίας εις τους (πτωχούς) συγγενείς του Επισκόπου. («Τα περί χειροτονίας Επισκόπων διατάττουσι των Ιερών θεσπιζόντων κανόνων τον ός εκ νομίμου γάμου παίδας έχει είγε η άλλη του βίου αρετή εμποδών ουχ ίσταται, εις αρχιερωσύνην προάγεσθαι, ούτοι αντιθεσπίζοντές φασι, μη είναι προς Επισκόπου αξίωμα τοις έχουσι παίδας, καν δώρον ώσιν γάμου νομίμου αναβαίνειν ακώλυτον, ίσως μεν (τι γαρ αν τις άλλο είποι;) εκείνο επί νουν λαβόντες, ως τη προς τέκνα διαθέσει ταις ιεραίς υπάρξεσι λυμανείται ο χειροτονούμενος. Πλην ουκ έχει καλώς η αιτία. Ούτω γαρ αν και αδελφών ή συγγενών ετέρων προσόντων ουχ έξει τις χώραν προς Επισκόπου χειροτονίαν η γαρ συγγενής διάθεσις και προς τούτους ορά. Αλλά προειδότες τούτο οι θείοι κανόνες έδοσαν τοις επισκόποις εξουσίαν ει συγγενείς είεν άποροι, εκ της ιεράς υπάρξεως τούτων παραμυθείσθαι την απορίαν». Νεαρά 2α, διάταξις 2). Παρά τας περιοριστικάς διατάξεις της Εκκλησίας και τας επανειλημμένας τοιαύτας της Πολιτείας, δεν έπαυσαν να εκλέγωνται και έγγαμοι Επίσκοποι. Μέχρι του ΙΒ' αιώνος, αναφέρονται έγγαμοι Επίσκοποι. Η Νεαρά του έτους 1187 του αυτοκράτορος Ισαακίου Β΄ Αγγέλου (1185-1195, 1203-1204 μ. X.) (Jus Graecoromanum, επιμελεία Ι. και Π. Ζέπου Αθήναι 1931, σ. 435-6) μας πληροφορεί, ότι αι σύζυγοι των Επισκόπων «ανυποστόλως ταις οικίαις ενδιατρίβουσαι, εν αις κατώκουν και πρότερον». Παράβαλλε Ν. Μίλας, εκκλησιαστικόν δίκαιον, σ. 267, και Μ. Γεδεών, εν Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. ΛΣΤ', σ. 59). Έκτοτε, ενώ πράγματι δεν αποτελεί κώλυμα, «νομίζεται ο γάμος ως κώλυμα προς προαγωγήν εις επισκοπικόν αξίωμα» (Ν. Μίλας) και ή κατόπιν κοινής συμφωνίας η σύζυγος εγίνετο μοναχή, ή εξελέγετο ιερεύς εν χηρεία διατελών μετά ή άνευ τέκνου. (Π. χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάννης 13ος, ο Γλυκάς [1316-1320] υπήρξεν εξ εγγάμων μετά τέκνων, η σύζυγος εγένετο μοναχή [PG 148, 444], ο πατριάρχης Αλεξάνδρειάς Νικόλαος [1935-1939] διατέλει εν χηρεία, ο μητροπολίτης Γόρτυνος Ιωάννης Μαρτίνος [1901 1919] διετέλει εν χηρεία [Ατέση, Επίτομος Επισ. Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1953, τ. Β΄, σ. 231-232] και ο νυν πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός διατελεί εν χηρεία [ΜΕΕ Συμπλήρωμα Β΄, σ. 413]. Ίδε ομολογία Μητροφάνους Κριτοπούλου, εις Ι. Καρμίρη Τα Δογμ. και Συμβολ. Μνημεία, εκ. 1η, σ. 541. Παράβαλλε και τον Zhishman [ενθ. αν., σ. 169]. «Δέον να υποθέσωμεν, ότι προς την προτίμησιν τοιούτων [αγάμων] εκλογών συνετέλουν συχνά και ο αναλογισμός της ιδιαζούσης ιερότητος του αξιώματος τούτου, ή η απροθυμία των συζύγων προς διάλυσιν του γάμου αυτών κατά συναίνεσιν. Η Εκκλησία όμως δι' ουδενός νόμου ούτε απεφήνατο, ούτε συνέστησεν, ούτε υπηνίξατο καθόλου, ότι οι μοναχοί κέκτηνται εν τούτω τα πρωτεία ή ότι εκ της τάξεως των μοναχών δέον αποκλειστικώς να λαμβάνωνται οι Επίσκοποι». Ο Τόμος του 1798 επί Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ε' απαγορεύει εις τους εν χηρεία διατελούντας και έχοντας τέκνα Ιερείς να εκλεγώσιν Αρχιερείς, [Γεδεών, Κανονικοί Διατάξεις. Α΄ , σ. 410-413]. Ο ανυπόγραφος. όμως Τόμος [Γεδεών Β, 385-363, Zhishman ενθ. αν. σ. 173-177] επί Οικ. Πατριάρχου Ανθίμου ΣΤ' [1845-8 και 1853-5] αποδεικνύει την αποτυχούσαν προσπάθειαν αγάμων τινών όπως η προΰπαρξις γάμου θεωρηθή κώλυμμα δι' εκλογήν Επισκόπου). Μετά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον, εξ αφορμής του β' γάμου των Σέρβων Ορθοδόξων κληρικών συνεζητήθη και το περί αγαμίας των Επισκόπων. Πολλοί υπεστήριξαν, ότι η Εκκλησία επέβαλλε την αγαμίαν των Επισκόπων δια την αντιμετώπισιν των προβλημάτων της εποχής εκείνης, εάν όμως δια της μελέτης της παρούσης καταστάσεως αποδειχθή ότι το συμφέρον της Εκκλησίας επιβάλλει σήμερον το έγγαμον των Επισκόπων, το οποίον είναι σύμφωνον προς την διδασκαλίαν της Κ. Διαθήκης, τότε πρέπει να αρθή το κώλυμα του γάμου δια την εκλογήν Επισκόπου. Το δυνατόν του εγγάμου των Επισκόπων υπεστήριξαν ο Οικ. Πατριάρχης Μελέτιος Μεταλάκης (εν Εκκ. Κήρυξ, 1918), οι Μητροπολίται Άγκυρας Γερβάσιος Σαρακίτης (Σκέψεις περί της καταργήσεως της αγαμίας), Διδυμοτείχου Φιλάρετος Βαφείδης, Μονεμβασίας Γερμανός Τρωιάνος, Μαρωνείας Άνθιμος Σαρίδης (Δ. Πετρακάκου, Η αγαμία εν τω κλήρω, σ. 29,62,49,41.), Μαρωνείας Μελισσηνός Χριστοδούλου, Βέροιας Καλλίνικος Δελικάνης (εν Γρ. Παλαμάς, Γ' 3, σ. 65-66, 152), ο καθηγητής Κ. Ράλλης (Πετρακάκου, ένθ' αν. σ. 50) και άλλοι. Τέλος ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου της Θεολ. Σχολής Χάλκης και αρχιμανδρίτης Δ. Γεωργιάδης γράφει: «Εάν ο νόμος γίνεται πρόσκομμα εις προκοπήν των λαών, ως υποδεικνύει η Πενθέκτη εξοικονομηθήτω ούτος· άλλοτε εσκανδαλίζοντο οι λαοί βλέποντες Αρχιερείς εγγάμους, σήμερον τούτο ενιαχού είναι όλως αδιάφορον και τινες μάλιστα πονηρεύονται επί τους αγάμους… Διατί να αρνηθώμεν την εξοικονόμησιν του νόμου, αφού η Εκκλησία προ παντός ζητεί να στρατολογήση ειλικρινείς και τιμίους κληρικούς, ουχί δε υποκριτάς, ευλαβείς έξωθεν τηρητάς του νόμου, έσωθεν δε γέμοντας πάσης ακαθαρσίας;» (Δ. Γεωργιάδου, Περί του γάμου των ήδη κληρικών, σ. 28. Παράβαλλε Ανδρούτσου, Συμβολική, έκ. 2α, σ. 95-96).
Βιβλιογραφία
|
Δημιουργία αρχείου: 2-11-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 2-11-2016.