Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Ορθόδοξες πρακτικές

Ο Γάμος ως μυστήριο // Τα στέφανα τού γάμου // Τα πρόσωπα του Γάμου, σχέση και υπακοή στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Οι Μικτοί γάμοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Τού Papyrus 52

Αν και ένας τέτοιος γάμος είναι ανεπίτρεπτος για Ορθόδοξο Χριστιανό, η Εκκλησία με την εξουσία τού "δεσμείν και λύειν" που της έδωσε ο Κύριος, συχνά αποδέχεται τέτοιους γάμους κατ' οικονομίαν, προς αποφυγήν μεγαλύτερου κακού

Στο άρθρο αυτό, ερευνήσαμε την σχετική βιβλιογραφία για να απαντήσουμε σε ερώτημα αναγνώστη σχετικά με τους λεγόμενους μικτούς γάμους και τη θέση τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

 

Τι είναι οι μικτοί Γάμοι;

Στο ερώτημα «Τι είναι οι μικτοί γάμοι;», ο καθ. Ανδρέας Θεοδώρου απαντά[1]:

Είναι κατ’ οικονομίαν γάμοι μεταξύ ορθοδόξων και ετεροδόξων. Είναι γάμοι ανάγκης, ορθοδόξου μέλους της Εκκλησίας με μη ορθόδοξο χριστιανό, ρωμαιοκαθολικό ή προτεστάντη, κατ’ οικονομίαν τελούμενοι, τους οποίους επιβάλλουν οι σύγχρονες συνθήκες ζωής και οι ειδικές σχέσεις που δημιουργούνται σε χώρες στις όποιες ορθόδοξοι συγχρωτίζονται με ετεροδόξους και τανάπαλιν.

Στις περιπτώσεις αυτές η Εκκλησία αποκλίνει από τη δογματική της ακρίβεια, επιτρέποντας σε κάποιον που δεν είναι μέλος της να μετέχει σε δικό της μυστήριο, πράγμα φυσικά όχι ευχάριστο. Είναι φανερό ότι την πρακτική των μικτών γάμων, ως ανάγκη και πρόβλημα ποιμαντικό, δημιουργούν οι δυσκολίες της σύγχρονης ζωής και οι πολλές αδυναμίες των ανθρώπων.

Κατ’ ακρίβεια δογματική οι γάμοι αυτοί δεν πρέπει να γίνονται. Εφόσον ο ετερόδοξος δεν είναι μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πώς μπορεί να δεχθεί ορθόδοξο μυστήριο; Ή πρέπει να γίνει και αυτός ορθόδοξος, ή αυτό που γίνεται δεν έχει ουσιαστικά κανένα κύρος και καμιά αξία.

Η Εκκλησία όμως οικονομεί τα πράγματα επιτρέπουσα το ανεπίτρεπτο, για να προλάβει μεγαλύτερα κακά, έναν πολιτικό γάμο ή μια παράνομη συμβίωση ή την προσχώρησή  του ορθόδοξου μέλους σε μια ετερόδοξη κοινότητα.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία προκειμένου να ευλογήσει έναν τέτοιο γάμο, θέτει σαν προϋπόθεση την τέλεση του σε ορθόδοξο ναό και κατά το ορθόδοξο τυπικό, με γραπτή υπόσχεση του άλλου μέρους ότι τα τέκνα, που ενδεχομένως προκύψουν από το γάμο, θα βαπτισθούν και θα ανατραφούν ορθόδοξα, σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τις ορθόδοξες παραδόσεις.

Στα παραπάνω, προσθέτει ο Παναγιώτης Τρεμπέλας και μία ακόμη παράμετρο, ότι το μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας «δεν θα παρεμποδίζεται υπό του ετέρου μέλους από του να μείνη πιστόν εις αυτήν»[2].

            Επίσης, στον Κώδικα Εκκλησιαστικής Νομοθεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ενότητα «Αναγκαστικός Νόμος 2250/1940», άρθρο 1367 αναφέρεται:

«Γάμος των ανηκόντων εις την ανατολικήν ορθόδοξον εκκλησίαν, δεν υφίσταται άνευ ιεροτελεστίας τελουμένης υπό ιερέως της εκκλησίας ταύτης. Το αυτό ισχύει και επί γάμου χριστιανού του ανατολικού δόγματος μετά χριστιανού άλλου δόγματος (ετεροδόξου). Η συναίνεσις των εις γάμον συνερχομένων δηλούται υπ' αμφοτέρων συγχρόνως προ του ιερέως κατά την τέλεσιν του γάμου»[3].

 

Κωλύματα και Οικονομία

Ο κανονολόγος καθ. Μπούμης Παναγιώτης, σχετικά με τις αρνητικές προϋποθέσεις («Κωλύματα») τέλεσης του γάμου, αναφέρει τα εξής[4]:

Η δογματική ακρίβεια στα ζητήματα τέλεσης του γάμου, θεωρεί ως κώλυμα την ετεροθρησκεία. Κατά τους κανόνες απαγορεύεται η σύναψη γάμου ενός χριστιανού με έναν ετερόθρησκο, εκτός και υποσχεθεί το πρόσωπο αυτό ότι θα προσέλθει στην Ορθοδοξία. Ο ιδ΄καν. Της Δ΄ Οικουμ. Συνόδου ορίζει:

«Επειδή εν τισιν επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η αγία σύνοδος, μη εξείναί τινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν […] μήτε μην συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, ή Ιουδαίω, ή Έλληνι [ειδωλολάτρη], ει μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον πρόσωπον τω ορθοδόξω». Πρβλ. και ι΄και λα΄καν. Λαοδικείας, κα΄ (κθ΄) καν. Καρθαγένης και οβ΄ καν. Πενθέκτης.

Κώλυμα σύναψης γάμου, αποτελεί επίσης και η αίρεση. Ιδίως ο οβ΄ καν. Της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου ορίζει: «Μη εξέστω ορθόδοξον άνδρα αιρετική συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μην αιρετικώ ανδρί γυναίκα ορθόδοξον συζεύγνυσθαι. Αλλ’ ει και φανείη τι τοιούτον υπό τινος των απάντων γινόμενον, άκυρον ηγείσθαι τον γάμον, και το άθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον».

Και προσθέτει ο Π. Μπούμης:

«Σήμερα όμως η Εκκλησία κατ’ οικονομίαν δέχεται τους γάμους με ετερόδοξο (μεικτοί γάμοι)»[5].

 

Ιστορία

Σύμφωνα με τον καθ. Ιωάννη Καρμίρη, η κατ’ οικονομία ανοχή των μικτών γάμων ξεκινά τον 19ο αιώνα:

«Περαιτέρω η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία δεν αναγνωρίζει μεν ουδ’ επιδοκιμάζει τους μικτούς γάμους μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, συμφώνως τω 72 κανόνι της Πενθέκτης οικουμενικής Συνόδου και άλλοις ιεροίς κανόσιν, είναι όμως υποχρεωμένη να ανέχηται αυτούς προς αποτροπήν μειζόνων κακών. Όθεν κατ’ εκκλησιαστικήν οικονομίαν επιτρέπει τους τοιούτους μικτούς γάμους, υπό τον όρον πάντοτε ότι το μη ορθόδοξον μέλος θα δώση έγγραφον υπόσχεσιν περί τελέσεως του γάμου υπό ορθοδόξου ιερέως και περί ορθοδόξου βαπτίσεως και ανατροφής των τέκνων. Ούτω το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν έτει 1878 απεφήνατο: ‘’Η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τους μικτούς γάμους, αλλά πολλάκις προς πρόληψιν δυσαρέστων συνεπειών συγχωρεί κατά συγκατάβασιν και τέλεσιν αυτών αθορύβως’’. Ομοίως και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εν έτει 1869 ανεγνώρισε τους μεταξύ Ορθοδόξων και Ετεροδόξων και ειδικώς των Ρωμαιοκαθολικών και των Διαμαρτυρομένων μικτούς γάμους, γράψασα ότι ‘’παραδέχεται μεν κατ’ εκκλησιαστικήν οικονομίαν την τέλεσιν των μικτών γάμων, υπό τον όρον όμως να τελώνται ούτοι υπό ορθοδόξου ιερέως κατά τας διατυπώσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα δε εκ τούτων γεννώμενα τέκνα αμφοτέρων των φύλων να βαπτίζωνται και ανατρέφωνται κατά το ανατολικόν ορθόδοξον δόγμα’’»[6].

 

Σημειώσεις


[1] Το κείμενο της επόμενη παραγράφου αποτελεί δική μας σύνθεση από αναφορές του Ανδρέα Θεοδώρου στους μεικτούς γάμους, στα εξής βιβλία: 1) Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», 3η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 180-181. 2) Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 281. 3) Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Πιστεύω εις ένα Θεόν», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 198.

[2] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 341-342.

[3] Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας Εκκλησιαστικής Νομοθεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», έκδ. Γ΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 793.

[4] Βλ. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 134-135.

[5] Βλ. Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», ό.π., σελ. 135.

[6] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Β΄, Αθήνα 1953, σελ. 1003-1004.

Δημιουργία αρχείου: 28-6-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 28-6-2012.