Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ορθοδοξία

 

Παράδοση της Εκκλησίας και Παραδόσεις τών ανθρώπων

Πρεσβυτέρου ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΓΕΝΤΟΡΦ

Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αγίου Βλαδίμηρου Ν. Υόρκης

 

Πηγή: Βιβλιάριο Εκδόσεων «Τήνος» (Έκδοση Β΄. Αθήνα 2005).

www.lagouros-editinos.gr

Επιμελητής εκδόσεως: Πρεσβύτερος Ηλίας Γ. Διακουμάκος

Μετάφραση σε απλούστερη  γλώσσα: Ν. Μ.

 

Η Εκκλησία του Χριστού έχει ιστορία δύο χιλιάδων περίπου ετών. Κατά το διάστημα αυτό διαφύλαξε ακέραιο το κήρυγμα των Αποστόλων, καταδίκασε εκείνους οι οποίοι απομακρύνονταν από αυτό και εξέφρασε την Ορθόδοξη πίστη κατά τρόπο αρμόζοντα προς τα προβλήματα και τις ανάγκες των διαφόρων ιστορικών εποχών. Όλα αυτά η Εκκλησία τα έπραξε, επειδή είναι Σώμα Χριστού και επειδή το Πνεύμα της Αλήθειας κατοικεί σ’ αυτή. Αυτό ακριβώς είναι η Ιερά Παράδοση, την οποία τα εγχειρίδια της δογματικής μας θεολογίας παρουσιάζουν συνήθως ως μία «δεύτερη πηγή της χριστιανικής αποκαλύψεως», παράλληλη προς την αγία Γραφή. Κατά τη διάρκεια όμως όλων αυτών των αιώνων η Εκκλησία απέκτησε και πολλές ανθρώπινες παραδόσεις: Ο Ελληνισμός της χάρισε τη φιλοσοφική ορολογία του, η οποία της επέτρεψε να έκφραση και να διατυπώσει τα δόγματά της. Το Βυζάντιο της κληροδότησε το δίκαιο, τη λατρεία και την πνευματικότητά του, και σήμερα, μπροστά στα μάτια μας, η Εκκλησία αποκτά νέα χαρακτηριστικά, ανάλογα με τους τόπους και τους πολιτισμούς, στους όποιους έρχεται για να κηρύξει το «ευαγγέλιό» της. Η εξέλιξη αυτή της Εκκλησίας, ως ανθρώπινης κοινωνίας, είναι ένα αναπόφευκτο και αναγκαίο στοιχείο του ιστορικού βίου της. «Ελεύθερος γαρ ων εκ πάντων», γράφει ο Απόστολος Παύλος, «πάσιν εμαυτόν εδούλωσα, ίνα τους πλείονας κερδήσω·  και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω· τοις υπό νόμον ως υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον κερδήσω· τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος Θεω, αλλ’ έννομος Χριστω, ίνα κερδήσω ανόμους· εγενόμην τοις ασθενέσιν ως ασθενής, ίνα τους ασθενείς κερδήσω· τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω» (Α΄ Κορ. θ' 19-22). Αυτό ακριβώς κάνει και η Εκκλησία. Όπως όμως ο Απόστολος, έτσι και η Εκκλησία είναι «ελευθέρα εκ πάντων», επειδή εν Χριστώ «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ ΄Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστε εν Χριστω Ιησού» (Γαλ. γ' 28).

Το πρόβλημα, με το οποίο θα ήθελα να ασχοληθώ εδώ εν συντομία, είναι το πρόβλημα των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ της Ιεράς Παραδόσεως ή Παραδόσεως της Εκκλησίας, η οποία προήλθε από τους Αποστόλους και συνεπώς αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της χριστιανικής αποκαλύψεως, και των ανθρώπινων παραδόσεων, οι οποίες διαμορφώθηκαν στην Εκκλησία κατά τον ρου της ιστορίας και κατέστησαν δυνατό το κήρυγμα του Ευαγγελίου σε διαφορετικούς λαούς κατά διαφορετικές εποχές, αλλ' οι οποίες βέβαια, λόγω της φύσεως και της προέλευσής τους, δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται ως απόλυτες.

Η διάκριση μεταξύ Απολύτου και σχετικού είναι, νομίζω, το περισσότερο επείγον από όλα τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερα οι Ορθόδοξοι θεολόγοι στον υπό συζήτησιν τομέα μία τέτοια διάκριση είναι κυριολεκτικά έργο ζωής και δημιουργίας· επειδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, οδηγεί στην εκ νέου αξιοποίηση της καθολικής φύσεως της Εκκλησίας. Μόνο εάν ανακαλύψουμε και γνωρίσουμε επαρκώς το Απόλυτο, θα κατορθώσουμε να προσανατολισθούμε ασφαλώς μέσα στη μάζα των ανθρώπινων παραδόσεων και συνηθειών και θα μπορέσουμε να κάνουμε τους αναγκαίους διαχωρισμούς και τις απαραίτητες εκκαθαρίσεις.

 

Το πρόβλημα

Ένας Καθολικός θεολόγος, διαπρεπής πατρολόγος, άριστος γνώστης των αρχαίων χριστιανικών Λειτουργιών, και επί πλέον ένας από τους καλυτέρους φίλους της Ορθοδοξίας στη Δύση, ο Dom Olivier Rousseau, OSB., έγραφε πρόσφατα: «Οι Ορθόδοξοι πρέπει να το καταλάβουν καλά. Δεν είναι καθόλου ο ιδιαίτερος εκκλησιαστικός χαρακτήρας της Ορθοδοξίας εκείνο που μας προσελκύει. Από την άποψη αυτή, η Ορθοδοξία δεν μας είναι καθόλου ελκυστική. Εκείνο που μας αρέσει σε αυτήν είναι ότι διατήρησε πολλά στοιχεία της χριστιανικής ζωής στην αρχαία μορφή τους. Υπάρχουν όμως και άλλα πράγματα στην Ορθοδοξία, για τα οποία δεν μιλάμε πάντοτε, άλλα τα οποία μας αρέσουν λιγότερο… Ο δυναμισμός εκείνος, ο οποίος μας έκανε αρχικά να αναζητήσουμε στην Ορθοδοξία τον ελληνισμό των Πατέρων… , μας βοήθησε να προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο και να φθάσουμε σε καθαρότερες αγιογραφικές πηγές… (μας βοήθησε) να ανακαλύψουμε ένα Χριστιανισμό που δεν έχει ακόμη εντελώς εξελληνισθεί και ο οποίος, με τη δροσερότητά του, μας μεταφέρει πολύ πλησιέστερα στο Ευαγγέλιο και τους Προφήτες από ό,τι κάνουν τα μεταγενέστερα θεολογικά και εκκλησιαστικά σχήματα. Αλλ’ αυτό βέβαια δεν είναι πλέον η Ορθοδοξία, τουλάχιστον ό,τι συνήθως εννοούμε με τον όρο αυτό. Η απολυτοποίηση οποιουδήποτε επί μέρους πολιτισμού, μας ενοχλεί· και προτιμούμε να λέμε, με τον πάπα Βενέδικτο ΙΕ', ότι η Εκκλησία δεν είναι ούτε λατινική ούτε ελληνική ούτε σλαυϊκή, αλλ' ότι είναι απλώς και μόνο καθολική»1.

Με ύφος περισσότερο απότομο, χωρίς τις λεπτές διακρίσεις και αποχρώσεις του προηγούμενου συγγραφέα, ένας άλλος διαπρεπής Δυτικός, γνωστότατος μεταξύ των Ορθοδόξων, ο Δρ Μ. Ο. Ransey, ο οποίος ανήλθε πρόσφατα στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Καντουαρίας, μας έχει εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε ορισμένες «αυταπάτες», που έτρεφε κατά το διάστημα του μεσοπολέμου, σχετικά με τη δυνατότητα μιας προσέγγισης Ορθοδόξων και Αγγλικανών. Το μεγάλο εμπόδιο, που ανακάλυψε ο Δρ Ramsey, συνίσταται στο έξης: «Οι Αγγλικανοί θα σάς πουν: Βέβαια, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός δογμάτων, τα οποία όλοι παραδεχόμαστε· υπάρχουν όμως και ορισμένα άλλα πράγματα, τα οποία άλλοι από εμάς δέχονται και άλλοι απορρίπτουν. Συγκρίνετε αυτό τον τρόπο σκέψης με την Ορθοδοξία. Εκεί θα βρείτε μία πλήρη και ωραία εικόνα, η οποία αποτελεί ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο. Εάν αφαιρέσετε οποιοδήποτε στοιχείο, θα καταστρέψετε το όλο. Η Ορθοδοξία συνίσταται ακριβώς σε αυτή την ολότητα, μία ολότητα που αγκαλιάζει το θείο και το ανθρώπινο. Έτσι ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται κανείς προς την Παναγία είναι μέρος της εικόνας τόσο, όσο και η ομολογία του δόγματος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού. Εάν θίξετε οποιοδήποτε σημείο, υπάρχει κίνδυνος να καταστρέψετε την όλη εικόνα. Και η Ορθοδοξία είναι ακριβώς αυτό το όλο, αυτή η σύνθεση»2.

Θα φανεί ίσως κάπως υπερβολικά αισιόδοξος ο τρόπος με τον οποίον ο Δρ Ramsey περιγράφει την αγγλικανική θέση. Εμείς οι ξένοι, τουλάχιστον, δεν κατορθώνουμε ποτέ να εξακριβώσουμε ποιος είναι αυτός ο «σημαντικός αριθμός δογμάτων» τα οποία παραδέχονται όλοι οι Αγγλικανοί. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι κατά πόσο ο Αρχιεπίσκοπος κατανόησε σωστά τι είναι η Ορθοδοξία. Είναι μόνο —όπως φαίνεται να πιστεύει και ο Dom Rousseau— μία λαμπρή και αρμονική σύνθεση δογμάτων, τύπων και εθίμων, στην οποία το Βυζάντιο έδωσε την τελική και οριστική της μορφή; Είναι, με άλλες λέξεις, μόνο μία από τις πολλές δυνατές μορφές ή εκφράσεις του Ιστορικού Χριστιανισμού;

Είναι φυσικό να θέλουν οι Καθολικοί ή οι Διαμαρτυρόμενοι αδελφοί μας να έχουν έτσι τα πράγματα. Επειδή, εάν η αντίληψη αυτή ήταν ορθή, θα έχανε η Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε δικαίωμα να διεκδικεί για την ίδια τον τίτλο της «μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας». Ταυτιζόμενη με ένα επί μέρους πολιτισμό, θα υποβιβαζόταν αυτομάτως στην κατηγορία του απλού «κλάδου» της Εκκλησίας, της απλής «μορφής» του ιστορικού Χριστιανισμού, που μπορεί να βρει τη ολοκλήρωση και την πληρότητα μόνο μέσα στο πλαίσιο της ρωμαϊκής καθολικότητας ή στους κόλπους μιας παγχριστιανικής «Οικουμένης». Εννοείται ότι ούτε η μία ούτε η άλλη από τις λύσεις αυτές συμβιβάζεται με την Ορθόδοξη αντίληψη της Εκκλησίας.

Πρέπει εν τούτοις να ομολογήσουμε ότι τόσο ο Dom Olivier Rousseau, όσο και ο Αρχιεπίσκοπος Ramsey διέκριναν μία βασική πλευρά της σημερινής στάσης των Ορθοδόξων έναντι του δυτικού κόσμου. Είδαν πολύ σωστά ότι οι Ορθόδοξοι αντιλαμβάνονται τον Χριστιανισμό ως ένα ενιαίο σύνολο, ως ένα «όλο», το οποίο εκφράζεται, ταυτόχρονα, μέσω της δογματικής ομολογίας, μέσω της συμμετοχής στη λατρεία της Εκκλησίας και δια των παραμικρότερων λεπτομερειών της καθημερινής ζωής. Η Εκκλησιολογική ρίζα αυτής της αντίληψης βρίσκεται στη συνείδηση της ευθύνης που έχει κάθε Ορθόδοξος για την «ορθή πίστη». Η φύλαξη και προάσπιση αυτής της πίστεως θεωρείται από τους Ορθοδόξους ως το ύψιστο θρησκευτικό καθήκον. Αλλ’ οι Ορθόδοξοι δεν διαθέτουν, στον τομέα αυτό, καμία εξωτερική αυθεντία, στην οποία να μπορούν να προστρέχουν. Στην οποία να οφείλουν να υποτάσσονται παθητικά και μηχανικά. Όταν λοιπόν δεν είναι σε θέση να διακρίνουν μεταξύ ουσιώδους και δευτερεύοντος, προτιμούν να διατηρήσουν όλα όσα έχουν παρά να διατρέξουν τον κίνδυνο να χάσουν έστω και «ιώτα εν» από τον Νόμο του Θεού. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Η στάση όμως των Ορθοδόξων θα είναι διαφορετική, εάν ανακαλύψουν εκ νέου το αληθές νόημα της Παραδόσεως και εάν αισθανθούν τον εαυτό τους ικανό να το εκφράσει επαρκώς.

Είναι δυνατό και πρέπει να αναγνωρίσουμε μία ορισμένη ιστορική «αρετή» σε αυτό τον απόλυτο και μερικές φορές τυπολατρικό συντηρητισμό. Χωρίς αυτόν η χριστιανική πίστη θα είχε, κατά πάσα πιθανότητα, εξαλειφθεί από την ανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή, έπειτα από τόσους σκοτεινούς αιώνες μογγολικής και τουρκικής κατοχής. Αλλ’ ο συντηρητισμός αυτός, καθ' εαυτον, δεν αποτελεί την ουσία της καθολικής Ορθοδοξίας. Αντίθετα μάλιστα, δημιουργεί σήμερα ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο πρέπει να προσέξει πάρα πολύ η Ορθόδοξη θεολογία. Το πρόβλημα αυτό είναι ο μοντερνίζων εκείνος ρεφορμισμός, ο οποίος έκανε θραύση προ της Επανάστασης στη Ρωσία και μετά απ’ αυτή προκάλεσε το σχίσμα της λεγόμενης «ζωντανής» ή «ανανεωμένης Εκκλησίας» (1922-1945) και ο οποίος κάτω από λανθάνουσα μορφή υπάρχει και ενεργεί σε όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες των Βαλκανίων. Η συνειδητοποίηση της αληθινής φύσεως της εκκλησιαστικής Παραδόσεως και η διάκριση μεταξύ απόλυτου και σχετικού στη ζωή της Εκκλησίας είναι το μόνο μέσο για να αντιμετωπισθεί επιτυχώς και να υπερνικηθεί ο σοβαρός αυτός κίνδυνος.

Βασικός ισχυρισμός της Εκκλησιολογίας μας είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Καθολική Εκκλησία, η μία και αγία Εκκλησία, την οποία ίδρυσε ο Χριστός. Αυτό όμως έχει ως λογική συνέπεια το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία όλων των ανθρώπων και ότι οι πόρτες της πρέπει να είναι ανοικτές στους ανθρώπους κάθε τόπου και κάθε εποχής, κάθε φυλής και κάθε πολιτισμού. Θα ήταν λοιπόν ενδιαφέρον να εξετάσουμε κατά πόσο ο θεμελιώδης αυτός ισχυρισμός ανταποκρίνεται προς την πράξη του παρελθόντος και την πραγματικότητα της ιστορίας.

 

Η αυθεντία του παρελθόντος

Από τα αποστολικά χρόνια μέχρι την εποχή του Σχίσματος οι Χριστιανοί αντιλαμβανόντουσαν την ενότητά τους, ως ενότητα της πίστεως. Εθεώρουν όμως ως κάτι αυτονόητο το δικαίωμα κάθε τοπικής Εκκλησίας να εκφράζει την κοινή αυτή πίστη στη δική της γλώσσα, με το δικό της λειτουργικό τυπικό και μάλιστα κατ’ αρχήν και με το δικό της βαπτιστήριο Σύμβολο της Πίστεως. Αυτή η ποικιλία των γλωσσών και των θεολογικο-πολιτιστικών παραδόσεων δεν εμπόδιζε με κανένα τρόπο την ύπαρξη και πρακτική εκδήλωση της εκκλησιαστικής ενότητας. Έτσι, τον 2ο αιώνα, ο άγιος Ειρηναίος μιλάει περί μιας και της ίδιας αποστολικής Παραδόσεως «φυλασσόμενης επιμελώς» στη Ρώμη, τη Σμύρνη, την Έφεσο.

Αργότερα, όταν οι χριστολογικές έριδες διέσπασαν την ενότητα της ανατολικής Εκκλησίας, η κατάσταση αυτή άρχισε να μεταβάλλεται. Οι κοπτικές, συριακές και αρμενικές Εκκλησίες —με άλλα λόγια, το μεγαλύτερο μέρος των μη Ελλήνων Χριστιανών της Ανατολής— ακολούθησαν τους κήρυκες του Μονοφυσιτισμού. Και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, όσες, δηλαδή, παρέμειναν πιστές στη διδασκαλία της Συνόδου της Χαλκηδόνας (Δ' Οικουμενικής), συσπειρωμένες γύρω από τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, είδαν την ακτινοβολία τους να περιορίζεται σε μόνο τον ελληνολατινικό κόσμο. Τελικά και η ενότητα αυτή διασπάσθηκε ως συνέπεια του σχίσματος μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης.

Το γόητρο των δύο αυτών μεγάλων εκκλησιαστικών κέντρων επισκίασε βαθμιαία τις τοπικές Εκκλησίες, οι οποίες κινούνταν στις  τροχιές τους. Οι μη ρωμαϊκές ή μη κωνσταντινουπολίτικες παραδόσεις, συνήθειες και μορφές εκκλησιαστικού πολιτισμού άρχισαν να εξαφανίζονται κατά τη διάρκεια μιας μακράς εξελίξεως, η οποία άρχισε τον 6ο αιώνα και τελείωσε τον 12ο ή και αργότερα. Και οι δύο πλευρές εμφάνισαν την τάση να απολυτοποιούν τα λειτουργικά και εκκλησιαστικά έθιμα, τα οποία επικρατούσαν στις δύο μεγάλες μητροπόλεις. Στην Ανατολή οι αρχαίες Λειτουργίες της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης, αφού επέζησαν λίγο του μονοφυσιτικού σχίσματος, αντικαταστάθηκαν, στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από το λειτουργικό τυπικό της Κωνσταντινούπολης. Τον 11ο αιώνα ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος, επιτιθέμενος κατά των Λατίνων, διακήρυττε απερίφραστα την πεποίθησή του ότι μόνο τα εκκλησιαστικά έθιμα που ισχύουν στη «θεοφρούρητη πόλη» αποτελούν την αληθή Χριστιανική Παράδοση. Κάθε διάκριση μεταξύ των τοπικών παραδόσεων της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας και της Παραδόσεως της Εκκλησίας φαίνεται να είχε εκλείψει από το πνεύμα του3. Η στάση των Λατίνων αντιπάλων του ήταν περισσότερο ριζοσπαστική, εάν κρίνουμε από τη βούλλα του αφορισμού, την οποία οι Ρωμαίοι απεσταλμένοι κατέθεσαν πάνω στην αγία Τράπεζα του Ναού της Αγίας Σοφίας τη 16η Ιουλίου 10544. Η τάση αυτή έφθασε στο κορύφωμά της την εποχή της καταλήψεως της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, όταν ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ πίστεψε προς στιγμήν ότι είχε έλθει η ώρα να πραγματοποιηθεί το όνειρο μιας Χριστιανοσύνης εξ ολοκλήρου λατινικής5. Ευτυχώς από τους κόλπους της Ορθοδοξίας δεν έλειψαν ποτέ οι μάρτυρες της αρχαίας καθολικής Παραδόσεως. Και η εξέλιξη, η οποία οδήγησε στη λειτουργική ενοποίηση σύμφωνα με το τυπικό της «του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας» (της Αγίας Σοφίας) της Κωνσταντινούπολης, δεν έθιξε ποτέ την αρχή της μετάφρασης του τυπικού αυτού στη γλώσσα των διαφόρων εθνών των προσηλυτισθέντων στην βυζαντινή Ορθοδοξία κατά το Μεσαίωνα. Θα μπορούσε μάλιστα να προσθέσει κανείς ότι η αρχή αυτή, η ευνοούσα τη χρήση στη λατρεία μιας γλώσσας καταληπτής από τους πιστούς, υπήρξε ένας από τους κυριότερους παράγοντες της επιτυχίας των Βυζαντινών Ιεραποστόλων. Αυτή δε ασφαλώς προφύλαξε την Ελληνική Εκκλησία από την απολίθωση εκείνη από την οποία πάσχουν, στις ημέρες μας, οι νεστοριανές και οι μονοφυσιτικές ομάδες της Μέσης Ανατολής.

Οι μεγάλοι Βυζαντινοί θεολόγοι είχαν πάντοτε συνείδηση της αναγκαίας διακρίσεως μεταξύ Παραδόσεως και παραδόσεων. Ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της ελληνολατινικής διαμάχης ακούσθηκαν φωνές Βυζαντινών, οι οποίοι προσπάθησαν να τοποθετήσουν τα πράγματα κάτω από την αληθινή προοπτική τους και να αποκαταστήσουν μία ορθή κλίμακα αξιών. Και επειδή είναι δίκαιο και ωφέλιμο να διατηρούμε ζωντανή τη μνήμη τους, θα αναφέρουμε εδώ μερικά σχετικά παραδείγματα.

Στην πρώτη γραμμή των μαρτυριών αυτών πρέπει αναμφίβολα να τοποθετηθεί το όνομα του Φωτίου. Καταδικασμένος από τον πάπα Νικόλαο Α' με βάση κανόνες οι οποίοι ίσχυαν τότε στη Δύση, άλλα δεν είχαν γίνει δεκτοί στην Ανατολή, ο Βυζαντινός Πατριάρχης αντιτάσσει την αρχή της συνύπαρξης εντός των κόλπων της καθολικής Εκκλησίας όλων των νόμιμων τοπικών παραδόσεων: «Επιβάλλεται», γράφει στον Νικόλαο, «να φυλάγονται από όλους όσα ορίσθηκαν μέσω οικουμενικών και κοινών ψήφων. Όσα όμως αποτελούν απλώς προσωπική γνώμη ορισμένων Πατέρων ή αποφάσεις ορισμένων τοπικών συνόδων, το να τα φυλάει κανείς δεν είναι βέβαια δεισιδαιμονία, άλλα και το να μη τα παραδέχεται δεν είναι επικίνδυνο. Έτσι άλλοι μεν έχουν ως πατροπαράδοτο έθιμο να ξυρίζονται, ενώ σε άλλους αυτό είναι απαγορευμένο δια συνοδικών αποφάσεων. Εμείς θεωρούμε επιλήψιμο το να νηστεύει κανείς τα Σάββατα, εκτός από ένα (του Μεγάλου Σαββάτου) ενώ άλλοι θεωρούν νόμιμο το να νηστεύει κανείς και τα αλλά Σάββατα… για να αποφεύγονται οι διαμάχες και οι αλληλοκατηγορίες, η Παράδοση καθόρισε ότι επί τέτοιων ζητημάτων το έθιμο πρέπει να επικρατεί του κανόνα. Έτσι στη Ρώμη είναι αδύνατον να βρει κανείς πρεσβύτερο νόμιμα νυμφευμένο, ενώ εμείς έχουμε διδαχθεί να προχειρίζουμε σε πρεσβυτέρους τους μονόγαμους… ». Ο Φώτιος υπαινίσσεται εδώ τις διατάξεις της εν Σίδη Συνόδου, της λεγόμενης «Πενθέκτης», την οποία η Ρώμη δεν είχε αναγνωρίσει και την οποία ο Φώτιος δεν έχει αξίωση να τις επιβάλει, διατυπώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο μία γενική αρχή: «Εφ’ όσον δεν θίγεται η ουσία της πίστεως ή δεν παραβιάζεται μία κοινή και καθολική απόφαση, κάθε άνθρωπος που φρονεί ορθά, σεβόμενος τις συνήθειες και τα νόμιμα έθιμα των άλλων, ούτε αυτούς που τα φυλάνε αυτά τα πράγματα κατακρίνει, ούτε αυτούς που δεν τα δέχονται αυτά, τους θεωρεί ως παρανομούντες»6. Επομένως, κατά τον Φώτιο, η πίστη είναι το μόνο κριτήριο το οποίο μας επιτρέπει να κρίνουμε περί του κύρους και της νομιμότητας των λειτουργικών συνηθειών και των κανονικών διατάξεων των διαφόρων τοπικών Εκκλησιών. Τίποτε άλλο δεν επιτρέπεται και δεν μπορεί να αντιταχθεί στη νόμιμη ποικιλία τους7.

Πολύ όμοια με τη στάση του Φωτίου είναι και η στάση δύο άλλων Ελλήνων ιεραρχών, συγχρόνων του Μιχαήλ Κηρουλάριου, του Πέτρου, πατριάρχη Αντιοχείας, ο οποίος συμβούλευε τον Βυζαντινό συνάδελφό του να περιορίσει τις κατά των Λατίνων αιτιάσεις του στο δογματικό ζήτημα του Filioque και να εγκατάλειψη όλα τα άλλα ως «αδιάφορα»8• και του Θεοφύλακτου, αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας. Σε μία πραγματεία του, αφιερωμένη στις κατηγορίες των Ελλήνων κατά των Λατίνων, ο Θεοφύλακτος υποστηρίζει και αυτός τη γνώμη ότι το ζήτημα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος είναι το μόνο σοβαρό σημείο διαφωνίας μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης. Παραμερίζοντας αποφασιστικά τις λειτουργικές ή κανονικής φύσεως αιτιάσεις, επαναλαμβάνει και αυτός την αρχή του Φωτίου: «Κατά τη γνώμη μου πρέπει κανείς να αγνοεί τελείως την Εκκλησιαστική ιστορία, για να μη γνωρίζει ότι όχι όλα τα έθιμα, άλλα μόνο εκείνα τα οποία συνεπάγονται δογματική διαφορά, είναι δυνατό να οδηγήσουν σε απόσχιση από την Εκκλησία»9.

Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα όλες οι επαφές μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων είχαν ως προϋπόθεση, τουλάχιστον από την πλευρά των πρώτων, ότι στους κόλπους μιας επανενωμένης Χριστιανοσύνης οι διάφορες τοπικές παραδόσεις θα διατηρούσαν τη θέση τους και θα ήταν από όλους σεβαστές. Έτσι ο Νικόλαος Καβάσιλας, σε ένα κεφάλαιο του έργου του «Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας» αφιερωμένο στην επίκληση, επικαλείται αυτή την ίδια τη λατινική Παράδοση, για να αποδείξει την ορθότητα της Ορθόδοξης αντίληψης περί καθαγιασμού των ευχαριστιακών δώρων10· με άλλες λέξεις, λαμβάνει ως δεδομένα το κύρος και την αξία μιας παραδόσεως διαφορετικής από τη δική του.

Σε μία εποχή πολύ πλησιέστερη σ’ εμάς, το 1895, ο οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος και η σύνοδός του, απαντώντας στην Εγκύκλιο Praeclarae gratulationis του πάπα Λέοντος ΙΓ΄, διακήρυξαν για μία ακόμη φορά την αρχαία καθολική αρχή, ότι βάση πάνω στην οποία μπορεί να επιτευχθεί η ένωση των Εκκλησιών είναι η ενότητα της πίστεως, μία ενότητα όμως η οποία δεν συνεπάγεται καμία ομοιομορφία ως προς «το τυπικό των Ιερών Ακολουθιών και τα άσματα ή τα ιερατικά άμφια και τα παραπλήσια, τα οποία και έχουν ποικιλία, όπως και παλιά, με κανέναν τρόπο δεν παραβλάπτουν την ουσία και την ενότητα της πίστεως»11.

 

Η ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας

Τα κείμενα αυτά είναι σπουδαία, επειδή μας βοηθούν να καταλάβουμε ποια είναι η πραγματική Ορθόδοξη στάση έναντι των άλλων Χριστιανών. Αλλ’ είναι επίσης σπουδαία και για ένα γενικότερο λόγο: επειδή αναφέρονται σε αυτή την ίδια τη φύση της χριστιανικής πίστεως. Όπως προκύπτει από αυτά, η χριστιανική πίστη είναι μία, επιδέχεται όμως ποικίλους τρόπους εκφράσεως' οι διάφοροι δε αυτοί τρόποι εκφράσεως, ενωμένοι μέσω της ενότητας της ουσίας, είναι δυνατό να συνυπάρχουν μέσα στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Το σημείο αυτό θέτει ένα Εκκλησιολογικό πρόβλημα: το πρόβλημα της αξίας των παραδόσεων εκείνων οι οποίες έμειναν, επί αιώνας, έξω από την ορατή ενότητα της Εκκλησίας. Όπως θέτει και πρακτικά προβλήματα: το πρόβλημα λ. χ. Της ύπαρξης ενός Ορθόδοξου «δυτικού τυπικού». Όλα αυτά τα προβλήματα δεν είναι δυνατόν να λυθούν παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας πραγματικής επιστροφής στις πηγές, μιας πνευματικής αναγεννήσεως, η οποία θα δώσει και πάλι στη θεολογία και την Εκκλησιαστική λατρεία όλη την αρχαία ζωντάνια και όλη την αρχαία ευκαμψία τους. Η Παράδοση είναι ζωντανή πραγματικότητα· δεν μπορεί να απολυτοποιείται και να απολιθώνεται κάτω από τα σχήματα ενός ιδιαίτερου ανθρώπινου πολιτισμού, αφού δεν υπάρχει ανθρώπινος πολιτισμός ο οποίος να μη είναι από τη φύση του θνητός. Ο διαχωρισμός, επομένως, της αληθινής Παραδόσεως από τις παραδόσεις των ανθρώπων, οι οποίοι τείνουν να τη μονοπωλήσουν, είναι η αναγκαία προϋπόθεση της διαφύλαξης και της συντήρησής της. Θα προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε τη σκέψη μας με μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα.

Κατά τις πρώτες φάσεις της Οικουμενικής Κίνησης η Ορθόδοξη μαρτυρία παρουσιαζόταν συνήθως ως μαρτυρία των «Χριστιανών της Ανατολής». Πάρα την εγκυρότητά της, η μαρτυρία αυτή είχε το μεγάλο μειονέκτημα ότι εμφάνιζε την Ορθοδοξία ως ένα εξωτερικό θησαυρό, ως ένα πράγμα τόσο ξένο, ώστε σε  τελευταία ανάλυση να μη έχει καμία σοβαρή σχέση με τα προβλήματα των Δυτικών. Τα κείμενα του Dom Olivier Rousseau και του Αρχιεπισκόπου της Καντουαρίας μας πείθουν ασφαλώς ότι ο τρόπος αυτός μαρτυρίας είναι σήμερα «ξεπερασμένος». Εκείνο που ενδιαφέρει τους Χριστιανούς της Δύσεως δεν είναι το Βυζάντιο, αλλ’ η αληθινή χριστιανική πίστη. Πρέπει να αναγνωρίσουμε στην εξέλιξη αυτή της σκέψης τους μία τεράστια πνευματική πρόοδο. Άλλωστε η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαψε πλέον, με τη χάρη του Θεού, να είναι Εκκλησία καθαρά «ανατολική». Τον 17ο αιώνα η Ρωσία, τον 19ο οι διάφορες χώρες της Βαλκανικής υιοθέτησαν, κατά μεγάλο μέρος, τα ουσιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η εκπαίδευσή τους, η λογοτεχνία τους, ο τρόπος της ζωής τους έχει πλέον εξομοιωθεί με την έκπαίδευση, τη λογοτεχνία και τον τρόπο της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου της Δύσεως.

Ο νέος αυτός πολιτισμός δεν είναι βέβαια Ορθόδοξος, ούτε καν χριστιανικός. Είναι απλούστατα ο «κόσμος», μεταξύ του οποίου οι μαθητές του Κυρίου καλούνται να μαρτυρήσουν περί Αυτού. Αλλά στον «κόσμο» αυτόν μας αποστέλλει ο ίδιος ο Κύριος• και φυσικά δεν έχουμε το δικαίωμα να αρνηθούμε αυτή την αποστολή.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων που ζουν στη δυτική Ευρώπη και την Αμερική και οι οποίοι από καιρό έχουν υιοθετήσει τη γλώσσα και τις συνήθειες των χωρών στις οποίες κατοικούν και των οποίων έχουν γίνει πολίτες. Στις Ηνωμένες Πολιτείας ο «εξαμερικανισμός» της Ορθοδοξίας προχωρεί με ταχύ ρυθμό και εναπόκειται στους εκπαιδευτικούς, τους θεολόγους και τους ποιμένες της Εκκλησίας να εργασθούν, ώστε η τελείως αναπόφευκτη αυτή εξέλιξη να μη αποβεί πνευματικά μοιραία, αλλά να οδηγήσει στη δημιουργία μιας νέας, μεγάλης Ορθόδοξης τοπικής Εκκλησίας, της αμερικανικής. Εάν οι «αρμόδιοι» αντιληφθούν εγκαίρως τις ευθύνες τους, υπάρχει ελπίδα να γίνουν οι πρωτεργάτες μιας από τις σπουδαιότερες στροφές της εκκλησιαστικής ιστορίας. Το μέσο για να υπάρξει και πάλι στη δύση μία Ορθόδοξη Εκκλησία, ικανή να περιλάβει στους κόλπους της ανθρώπους κάθε έθνους, κάθε φυλής και κάθε παραδόσεως, δεν είναι ο προσηλυτισμός, είναι η μαρτυρία. Αλλ’ όπως ελέχθη, για να μπορέσουμε να γίνουμε μάρτυρες της ορθής πίστεως, πρέπει προηγουμένως να καταλάβουμε τι είναι η Εκκλησία, να αποκτήσουμε συνείδηση της αληθινής και όντως ιεράς εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Χωρίς αυτή τη συνειδητοποίηση η σημερινή εξέλιξη υπάρχει κίνδυνος να καταντήσει ένας Μοντερνισμός κακής ποιότητας, τον οποίο ούτε ο θεολογικός συντηρητισμός ούτε η λαϊκή προσήλωση στους τύπους και τις παραδόσεις θα κατορθώσουν να αναχαιτίσουν ή να διορθώσουν.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος, για τον οποίο μία τέτοια συνειδητοποίηση είναι αναγκαία: για την επίλυση όλων εκείνων των προβλημάτων της εκκλησιαστικής οργάνωσης, τα οποία είναι καιρός πλέον να αντιμετωπίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησιολογία βρίσκεται, ως γνωστό, στις ημέρες μας, στο κέντρο των οικουμενικών συζητήσεων και στην ημερήσια διάταξη της προσεχούς ρωμαϊκής συνόδου. Και δεν χωράει αμφιβολία ότι, στον τομέα αυτό, η Ορθόδοξη μαρτυρία, η μόνη που μπορούσε να δώσει έναν ορισμό της Εκκλησίας ελεύθερο από τα νομικά σχήματα του Μεσαίωνα, απαλλαγμένο από τις ακρότητες της Μεταρρύθμισης ή της Αντι-Μεταρρύθμισης, μπορεί να προσφέρει την απάντηση την οποία όλοι αναζητούν. Δυστυχώς όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία ζει σήμερα, κατά μεγάλο μέρος, κατά τρόπο αντίθετο προς τις Εκκλησιολογικές κατηγορίες που αποτελούν τη φύση και την ουσία της. Στην καθημερινή πράξη οι παραδόσεις των ανθρώπων παίζουν πολύ αποφασιστικότερο ρόλο από την Παράδοση της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη αντίληψη έχει ως βάση την τοπική Εκκλησία, την κοινότητα των πιστών των ενωμένων γύρω από τον Επίσκοπο μέσω της μυστηριακής κοινωνίας και της πιστότητας στο Λόγο του Θεού. Αλλ’ η αντίληψη αυτή, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της αρχαίας χριστιανικής Εκκλησιολογίας και την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία κατόρθωσε να διαφυλάξει, σε αντίθεση προς τη ρωμαϊκή, η οποία την αντικατέστησε μέσω ενός απρόσωπου οικουμενισμού, όχι μόνο δεν λαμβάνεται σήμερα επαρκώς υπ’ όψιν στην πράξη, αλλά μερικές φορές αγνοείται ακόμη και επί του επιπέδου του καθαρά θεωρητικού.

Η εσωτερική κρίση την οποία διέρχεται σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος, το κανονικό χάος από το οποίο υποφέρει η Ορθοδοξία στην Αμερική, όπου, κατ' εξόφθαλμη παράβαση όλων των κανονικών και Εκκλησιολογικών διατάξεων της Παραδόσεως, διάφορες εθνικές δικαιοδοσίες συνυπάρχουν στις ίδιες περιοχές, ο συγκεντρωτισμός, ο οποίος σε ορισμένες αυτοκέφαλες Εκκλησίες μεταβάλλει τους επισκόπους σε απλούς αντιπροσώπους του Πατριάρχη, ο πολλαπλασιασμός των τιτουλάριων Επισκόπων, που τείνει να μετατρέψει το επισκοπικό αξίωμα σε απλή τιμητική διάκριση χωρίς πραγματική εξουσία, και πολλά άλλα ανησυχητικά συμπτώματα μαρτυρούν περί του κινδύνου που διατρέχει, στις ημέρες μας, η Ορθόδοξη αντίληψη της Εκκλησίας να καταποντισθεί μέσα σε μία μάζα ψευδοκανόνων και ψευδοπαραδόσεων. Από τις τελευταίες η χειρότερη, πραγματικά καταστρεπτικό δηλητήριο, είναι ασφαλώς ο εθνικισμός, ο οποίος, αν και καταδικασμένος ως αίρεση από τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1872, εξακολουθεί στην πράξη να απομονώνει τη μία από την άλλη τις διάφορες αυτοκέφαλους Εκκλησίας και να διατηρη ως χωριστές«Εκκλησίας» τις διάφορες εθνικές ομάδες της Ορθόδοξης Διασποράς. Αυτή τη στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες και ορισμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης υπάρχουν ταυτόχρονα ως «διαφορετικές Εκκλησίες» (ή «διαφορετικές ομολογίες», όπως λένε στην Αμερική) η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία, η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία, η Ορθόδοξη Συριακή Εκκλησία, η Ορθόδοξη Ρουμανική Εκκλησία κ. ο. κ.! Έτσι όμως ματαιώνεται κυριολεκτικά η οικουμενική και ιεραποστολική μαρτυρία της Ορθοδοξίας…

Αυτή τη «συνείδηση» της αληθινής φύσεως της Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, την οποία απαιτεί από την Ορθόδοξη θεολογία η εποχή μας, θα την αντλήσουμε από την ίδια την Παράδοση. «Όπου η Εκκλησία», γράφει ο άγιος Ειρηναίος, «εκεί και το Πνεύμα τού Θεού• όπου δε το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα της Αληθείας, εκεί και η Εκκλησία• επειδή το Πνεύμα είναι η Αλήθεια»12. Έργο μας, επομένως, είναι να αφήνουμε το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα της Αληθείας, να οδηγεί την Εκκλησία και όχι να προσπαθούμε, μάταια, να επιβάλουμε τις ανθρώπινες επιθυμίες και τις ανθρώπινες παραδόσεις μας στην ηγεμονική εξουσία Του.

 

Σημειώσεις

1. Dom Olivier Rousseau, OSB., «L Orthodoxie occidentale», στο Irenikon, XXXI, 1958, σελ. 326-327.

2. Μ. Α. Ramsey, «Holiness, Truth and Unity», στο Sobornost, Χειμώνας Καλοκαίρι 1961, σελ. 163.

3. Δες προπαντός επιστολή προς Πέτρο πατριάρχη Αντιοχείας, Migne P.G. τ. 120, στ. 781-796.

4. Migne P.L. τ. 148, στ. 1004.

5. Στις επιστολές του προς τον Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουϊνο και τον Λατίνο πατριάρχη Θωμά Μοροζίνι ο πάπας μιλά περί διατήρησης του βυζαντινού τυπικού ως περί μιας προσωρινής παραχώρησης. Migne P. L,τ. 216, στ. 902. Dom Olivier Rousseau., OSB., «La question des rites entre Grecs et Latins des premiers siecles au concile de Florence», στο Irenikon, XXII, 1949, σελ. 253-254. Martin Jugie A. A.,«Le Schisme Byzantin», Paris 1941, σελ. 253.

6. «Και τα μεν οικουμενικαίς και κοιναίς τυπωθέντα ψήφοις πάσι προσήκει φυλάττεσαθαι. Ά δε τις των Πατέρων ιδίως εξέθετο ή τοπικήν διωρίσατο σύνοδος, των μεν φυλαττόντων την γνώμην ου παρίστησι δεισιδαίμονα, ου μη τοις γε μη παραδεξαμένοις το παροράν επικίνδυνο. Ούτω ξυράσθαι μεν άλλοι πάτριον, ετέροις δε και συνοδικοίς όροις απόβλητον…

Πλην του ενός τα αλλά Σάββατα συντηρείν ημίν επιλήψιμο, ετέροις δε και του ενός πλείω νηστεύεται… Και φεύγει την μέψιν η παράδοσις οίεται το έθει κατακρατείν του κανόνος εκνικήσασα. Ούτω νομίμω γάμω γυναικί συναφθέντα ουκ έστιν ευρείν εν Ρώμη πρεσβύτερον, ημείς δε και τους μονογαμία τον βίον ρυθμίζοντας εις πρεσβυτέρου φέρειν βαθμόν εδιδάχθημεν… ». «Εν οις ουκ έστι πίστις το αθετούμενον ουδέ κοινού τε και καθολικού ψηφίσματος έκπτωσις. Άλλων παρ' άλλοις εθών τε και νομίμων φυλαττομένων, ούτε τους φύλακας αδικείν ούτε τους μη παραδεξαμένους παρανομείν ορθώς αν τις κρίνειν ειδώς διορίσαιτο», Migne Ρ.G. τ. 102, στ. 604 D-605 AD.

7. Όταν στην περίφημη εγκύκλιό του, του 867 εγείρει ο ίδιος ως ζητήματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας και λειτουργικής παράδοσης τη νηστεία του Σαββάτου, το γάμο των ιερέων, το δικαίωμα των Πρεσβυτέρων να χορηγούν το Χρίσμα, κ.τ.τ., ο Φώτιος έχει υπ' όψιν του μία ειδική περίπτωση, την κατάσταση στη Βουλγαρία, όπου οι Λατίνοι ιεραπόστολοι αρνούνταν το κύρος και τη νομιμότητα των βυζαντινών εθίμων. Δεν υπάρχει επομένως αντίφαση μεταξύ της στάσης του το 867 και εκείνης που εκφράζει στην επιστολή του προς τον Νικόλαο.

8. Migne P. G. τ. 120, στ. 812D-813A.

9. «Ων μη συντίθεσθαι τοις λόγοις, ανδρός εστιν, ως οίμαι, ταις εκκλησιαστικαίς ιστορίαις εγγυμνασθέντος και μαθόντος ως ου παν έθος αποσχίζειν Εκκλησίας ισχύει, αλλά το προς διαφοράν άγον», Migne P. G. τ. 126, στ. 245Β.

10. Κεφ. Γ' Έκδοση Salaville, Paris 1943,σελ. 166-171.

11. Ι. Καρμίρη, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της… Εκκλησίας», τ. Β', Aθήνα 1953, σελ. 935.

12. Ειρηναίου, Έλεγχος…, Γ΄ 29,1.

Δημιουργία αρχείου: 31-12-2007.

Τελευταία ενημέρωση: 31-12-2007.

ΕΠΑΝΩ