Οι Εξομολογήσεις τού Αγίου Αυγουστίνου * Η Τάξη, το Κακό και το Σφάλμα
Ο Προσηλυτισμός τού Αγίου Αυγουστίνου Βιογραφική ανάμνηση τού αγίου Αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις θ: 28-30
Πηγή: Αυγουστίνου, Le confessioni, Ιταλ. μετάφρ. Ρ. Ντε Μοντιτσέλι, Garzanti, Milano -1990. Από το βιβλίο "Η ιστορία τής Φιλοσοφίας" τού Ουμπέρτο Έκο, τόμος 10 σελ. 79-81. Ένθετο τής εφημερίδας Βήμα τής Κυριακής 1-4-2018. |
Οι εξομολογήσεις του Αυγουστίνου εμπλέκουν τη φιλοσοφική σκέψη με τη βιογραφική ανάμνηση. Οι σκέψεις σχετικά με τον χρόνο, το καλό και το δίκαιο, το άπειρο της θείας δημιουργίας συνδέονται πάντα με μία συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή του φιλοσόφου, και αποτελούν πρόσφορο έδαφος και συχνά τη σπίθα για εκείνες τις σκέψεις. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο φιλόσοφος ανακαλεί το επεισόδιο του προσηλυτισμού του, όταν, μέσα στην εσωτερική του διαμάχη, ακούει μια παιδική φωνή να επαναλαμβάνει το τραγουδάκι tolle et lege [«πάρε και διάβασε») που ηχεί σαν κάλεσμα για να αναζητήσει στο ιερό κείμενο την απάντηση στις αμφιβολίες του.
28. Όταν από ένα μυστικό βάθος ο βαθύς συλλογισμός ανάσκαψε όλη μου τη θλίψη και τη συσσώρευσε κάτω από τα μάπα της καρδιάς, μια άγρια θύελλα ξέσπασε εντός μου και κατέληξε σε μια πλημμύρα από δάκρυα. Και σηκώθηκα, για να ρεύσει ελεύθερα και ψηλά ο ήχος εκείνου του μεγάλου κλάματος. Το κλάμα όμως συμβούλευε μοναξιά, και απομακρύνθηκα από τον Αλύπιο όσο αρκούσε ώστε η παρουσία του να μη με επιβαρύνει. Ήμουν σε τόσο σοβαρή κατάσταση, και εκείνος το αντιλαμβανόταν: ίσως επειδή ένιωθε στα λόγια μου μια φωνή ήδη φορτισμένη από κλάμα. Έμεινε, λοιπόν, εκεί όπου καθόμασταν, βουβός από θαυμασμό. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα ξαπλωμένος κάτω από μια συκιά, και άφησα να ξεσπάσουν τα δάκρυά μου, δυο γεμάτα ποτάμια στις κόχες των ματιών, σαν μια προσφορά που ίσως εκτιμούσες. Και για ώρα σου μιλούσα, αν όχι με αυτά ακριβώς τα λόγια, τουλάχιστον σε αυτό το πνεύμα: Και εσύ, Κύριε, ως πότε; Και θα διαρκέσει για πάντα η οργή σου, Κύριε; Μην ξεχνάς τα σφάλματα των προγόνων! Γιατί αισθανόμουν πως εκείνα ήταν που με είχαν καταλάβει. Ξέσπασα σε γοερούς λυγμούς: «Πόσο καιρό ακόμη, πόσο καιρό “αύριο και αύριο”; Γιατί όχι σήμερα, γιατί να μην τελειώσει τώρα αυτή η ταπείνωση;» [Ένα παιδικό τραγουδάκι] 29. Έτσι μιλούσα και έκλαιγα, η καρδιά μου βαριά σαν μολύβι μέσα στην πιο πικρή θλίψη. Και να που ξάφνου φτάνει από το διπλανό σπίτι το τραγούδι από μια φωνή παιδιού, ενός μικρού κοριτσιού ίσως, ένα αργόσυρτο τραγουδάκι: «Πάρε και διάβασε, πάρε και διάβασε»... Άλλαξα αμέσως την έκφρασή μου και έκανα μια μεγάλη προσπάθεια να θυμηθώ αν σε κάποιο παιδικό παιχνίδι υπήρχε ένα τέτοιο τραγουδάκι, και δεν μου ερχόταν κατά νου να έχω ακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο· και τότε έπνιξα το κλάμα μου και σηκώθηκα όρθιος. Το δίχως άλλο, θεώρησα, ήταν θεία εντολή να ανοίξω ένα βιβλίο και να διαβάσω το πρώτο χωρίο που θα έβρισκα. Έτσι, ήξερα πως ο Αντώνιος πέφτοντας τυχαία κατά τη διάρκεια μιας ανάγνωσης του Ευαγγελίου ένιωσε ένα προσωπικό κάλεσμα, σαν να απευθύνονταν σε αυτόν ακριβώς εκείνες οι λέξεις; Πήγαινε, πούλα όλα τα υπάρχοντά σου, δώσ’ τα στους φτωχούς και θα έχεις έναν θησαυρό στους ουρανούς· και έπειτα, έλα, ακολούθησε με. Και αυτή η θεία φωνή τον οδήγησε αμέσως να στραφεί προς εσένα. Έτσι, επέστρεψα με μεγάλη συγκίνηση στο σημείο όπου βρισκόταν ο Αλύπιος· βρισκόταν πράγματι εκεί όπου είχα αφήσει το βιβλίο του Αποστόλου, καθώς σηκώθηκα. Το άδραξα και το άνοιξα, και στη σιωπή διάβασα το πρώτο χωρίο στο οποίο έπεσε το βλέμμα μου: Όχι πια γλέντια και λαιμαργίες, κλίνες και ακολασίες, διαμάχες και ζηλοφθονίες, μα ενδυθείτε το χρίσμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αγνοήστε τη σάρκα και τις επιθυμίες της. Δεν θέλησα να διαβάσω παρακάτω και δεν χρειαζόταν. Με τα τελευταία λόγια αυτής της πρότασης, ένα φως σαν καμωμένο από γαλήνη ενσταλάχτηκε στην καρδιά μου και έδιωξε εκείνο το πυκνό σκοτάδι από αβεβαιότητες. 30. Έκλεισα τότε το βιβλίο κρατώντας ένα δάχτυλο ή δεν θυμάμαι τι για σημάδι, και με μια καθησυχασμένη έκφραση πλέον το έδειξα στον Αλύπιο. Μα με τον ίδιο τρόπο εκείνος μου έδειξε τι συνέβαινε σε αυτόν ερήμην μου. Ήθελε να δει τι διάβαζα· του το έδειξα, και εκείνος έδωσε προσοχή και στο ακόλουθο κομμάτι από αυτό που διάβαζα. Εγώ το αγνοούσα, αλλά εκείνο το χωρίο είχε και συνέχεια: "Και δεχθείτε όποιον είναι αβέβαιος στην πίστη του". Του το ανέφερα και εκείνος μου το είπε. Η παρακίνηση τον ενθάρρυνε στον σκοπό του, καθώς ήταν καλός και ανταποκρινόταν όσο ποτέ στον τρόπο της ζωής του, μια που από καιρό ήταν πολύ πιο προοδευμένος από εμένα. Και χωρίς βάσανο, χωρίς δισταγμό, με ακολούθησε. Αμέσως μπήκαμε στο σπίτι της μητέρας μου, της μιλήσαμε· μεγάλη χαρά για εκείνη. Της αφηγηθήκαμε πώς συνέβη· αγαλλίαση και θρίαμβος. Δόξα σε εσένα, που μπορείς να κάνεις πέρα από αυτό που εμείς ζητάμε και κατανοούμε. Γιατί, σε σχέση με εμένα, φαίνονταν να έχουν παραχωρηθεί πολλά περισσότερα απ' όσα ζητούσε το θλιβερό βουβό κλάμα μου. Στην ουσία, έστρεψες προς τα εσένα την ύπαρξή μου σε σημείο που δεν αναζητούσα πια σύζυγο, ούτε διατηρούσα πλέον καμία ελπίδα για τον κόσμο, καθώς στηριζόμουν πλέον σε εκείνο το μέτρο της πίστης το οποίο μου αποκάλυψες χρόνια πριν σε ένα όνειρο. Και μετέτρεψες τον πόνο σε χαρά πολύ πιο μεγάλη απ' όση ήλπιζα, και πολύ πιο πολύτιμη και πιο αγνή από εκείνη που θα ανέμενα από τους εξ αίματος εγγονούς μου. |
Δημιουργία αρχείου: 30-8-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 30-8-2018.