Το Κοράνιο: Πρώτο στήριγμα τού "Οίκου τού Ισλάμ" * Δολοφονημένοι από τον Μωάμεθ * Γιατί ο Θεός δημιούργησε τους αμετανόητους αν τους προγνώριζε;
Το Ισλάμ είναι αίρεση κατά τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό Κείμενο και Μετάφραση
Πηγή: Αγίου Ιωάννη τού Δαμασκηνού "Περί Αιρέσεων" ρα/101. ΕΠΕ Παναγιώτη Κ. Χρήστου "Έργα Δογματικά" Τόμος 2, σελ. 306-321. |
Κείμενο | Μετάφραση |
"Από δε Ηρακλείου και δεύρο ανεφύησαν αι υποκείμεναι: ... Έστι δε και η μέχρι τού νυν κρατούσα λαοπλάνος θρησκεία τών Ισμαηλιτών, πρόδρομος ούσα τού Αντιχρίστου. Κατάγεται δε από Ισμαήλ, τού εκ τής Αγάρ τεχθέντος τω Αβραάμ, διόπερ Αγαρηνοί και Ισμαηλίται προσαγορεύονται. Σαρακηνούς δε αυτούς καλούσιν, ως εκ τής Σάρρας, κενούς, δια το ειρήσθαι υπό τής Άγαρ τω αγγέλω· "Σάρρα κενήν με απέλυσεν". Ούτοι μεν ουν ειδωλολατρήσαντες και προσκυνήσαντες τω εωσφόρω άστρω, και την Αφροδίτη, ην δη και Χαβάρ τη εαυτών επωνόμασαν γλώσση, όπερ σημαίνει μεγάλη, έως μεν ουν τών Ηρακλείου χρόνων προφανώς ειδωλολάτρουν. Αφ' ού χρόνου και δεύρο ψευδοπροφήτης αυτοίς ανεφύη, Μαμέδ επονομαζόμενος, ος τη τε Παλαιά και Νέα Διαθήκη περιτυχών, ομοίως δήθεν Αρειανώ προσομιλήσας μοναχώ, ιδίαν συνεστήσατο αίρεσιν. Και προφάσει το δοκείν θεοσεβείας το έθνος εισποιησάμενος, εξ ουρανού γραφήν κατενεχθήναι επ' αυτόν διαθρυλλεί. Τινά ουν συντάγματα εν τω παρ' αυτού βιβλίω χαράξας γέλωτος άξια, το σέβας αυτοίς παραδίδωσι. Λέγει ένα Θεόν είναι ποιητήν τών όλων, μήτε γεννηθέντα, μήτε γεγεννηκότα. Λέγει τον Χριστόν Λόγον είναι εκ Θεού και Πνεύμα αυτού, κτιστόν δε και δούλον, και ότι εκ Μαρίας τής αδελφής Μωυσέως και Ααρών άνευ σποράς ετέχθη. Ο γαρ Λόγος, φησί, τού Θεού, και το Πνεύμα εισήλθεν εις την Μαρίαν και εγέννησε τον Ιησούν προφήτην όντα και δούλον τού Θεού. Και ότι οι Ιουδαίοι παρανομήσαντες εθέλησαν αυτόν σταυρώσαι, και κρατήσαντες εσταύρωσαν την σκιάν αυτού, αυτός δε ο Χριστός ουκ εσταυρώθη, φησίν, ούτε απέθανεν· ο γαρ Θεός έλαβεν αυτόν προς εαυτόν εις τον ουρανόν δια το φιλείν αυτόν. Και τούτο λέγει, ότι τού Χριστού ανελθόντος εις τους ουρανούς, επηρώτησεν αυτόν ο Θεός λέγων: "Ω Ιησού, συ είπας, ότι "Υιός ειμι τού Θεού και Θεός;". Και απεκρίθη, φησίν, ο Ιησούς: "Ίλεώς μοι, Κύριε· συ οίδας ότι ουκ είπον, ουδέ υπερηφανώ είναι δούλός σου· αλλ' άνθρωποι οι παραβάται έγραψαν, ότι είπον τον λόγον τούτον, και ψεύσαντο κατ' εμού και εισί πεπλανημένοι". Και απεκρίθη και φησιν αυτώ ο Θεός: Οίδα ότι συ ουκ έλεγες τον λόγον τούτον". Και άλλα πολλά τερατολογών εν τη τοιαύτη συγγραφή γέλωτος άξια, ταύτην προς Θεού επ' αυτόν κατενεχθήναι φρυάττεται. Ημών δε λεγόντων, Και τις εστιν ο μαρτυρών, ότι γραφήν αυτώ δέδωκεν ο Θεός; και τις τών προφητών προείπεν ότι τοιούτος ανίσταται προφήτης; και διαπορούντων αυτών, ως ο Μωυσής τού Θεού κατά το Σινά όρος επ' όψεως παντός τού λαού εν νεφέλη και πυρί και γνόφω και θυέλλη φανέντος εδέξαντο τον νόμον. Και ότι πάντες οι Προφήται από Μωυσέως και καθεξής αρξάμενοι, περί τής τού Χριστού παρουσίας προηγόρευσαν, και ότι Θεός ο Χριστός και Θεού Υιός σαρκούμενος ήξει και σταυρωθησόμενος και θνήσκων και αναστησόμενος, και ότι κριτής ούτος ζώντων και νεκρών. Και λεγόντων ημών: "Πώς ουχ ούτως ήλθεν ο προφήτης υμών, άλλων μαρτυρούντων περί αυτού, ουδέ παρόντων υμών ο Θεός, ως τω Μωυσεί βλέποντος τού λαού, καπνιζομένου όρους δέδωκε τον νόμον, κακείνω την γραφήν, ην φατε, παρέσχεν, ίνω και υμείς το βέβαιον έχητε;" Αποκρίνονται, ότι ο Θεός όσα θέλει ποιεί. Τούτο και ημείς, φαμέν, οίδαμεν· αλλ' όπως η γραφή κατήλθεν εις τον προφήτην ημών, ερωτώμεν. Και αποκρίνονται, ότι εν όσω κοιμάται, κατέβη η γραφή επάνω αυτού. Και το γελοιώδες προς αυτούς λέγομεν ημείς: ότι λοιπόν, επειδή κοιμώμενος εδέξατο την γραφήν και ουκ ήσθετο τής ενεργείας, εις αυτόν επληρώθη το τής δημώδους παροιμίας... Πάλιν ημών ερωτώντων, "Πώς αυτού εντειλαμένου ημίν εν τη γραφή υμών μηδέν ποιείν ή δέχεσθαι άνευ μαρτύρων, ουκ ηρωτήσατε αυτόν, ότι Πρώτον αυτός απόδειξον δια μαρτύρων, ότι προφήτης ει, και ότι από Θεού εξήλθες, και ποία γραφή μαρτυρεί περί σου; σιωπώσιν αιδούμενοι. Επειδή γυναίκα γήμαι ουκ έξεστιν ημίν άνευ μαρτύρων, ουδέ αγοράζειν, ουδέ κτάσθαι, ούτε δε υμείς αυτοί καταδέχεσθαι όνον ή κτήνος αμάρτυρον έχειν· έχετε μεν και γυναίκας και κτήματα και όνους και τα λοιπά δια μαρτύρων, μόνην δε πίστην και γραφήν αμάρτυρον έχετε· ο γαρ αύτην υμίν παραδούς ουδαμόθεν έχει το βέβαιον, ουδέ τις προμάρτυς εκείνου γνωρίζεται, αλλά και κοιμώμενος εδέξατο ταύτην. Καλούσι δε ημάς "Εταιρισάς", ότι, φησί, εταίρον τω Θεώ παρεισάγομεν, λέγοντες είναι τον Χριστόν Υιόν Θεού και Θεόν. Προς ους φαμεν ότι τούτο οι προφήται και η Γραφή παρέδωκεν, υμείς δε, ως ισχυρίζεσθε, τους προφήτας δέχεσθε. Ει ουν καλώς λέγομεν τον Χριστόν Θεού Υιόν, κακείνοι εδίδαξαν και παρέδωκαν ημίν. Και τινες μεν αυτών φασιν, ότι ημείς τους προφήτας αλληγορήσαντας τοιαύτα προστεθείκαμεν. Άλλοι φασίν ότι οι Εβραίοι μισούντες ημάς επλάνησαν, ως από τών προφητών γράψαντες, ίνα ημείς απολώμεθα. Πάλιν δε φαμεν προς αυτούς: "Υμών λεγόντων, ότι Χριστός Λόγος εστί τού Θεού και Πνεύμα, πώς λοιδορείτε ημάς ως Εταιριστάς; Ο γαρ Λόγος και το Πνεύμα αχώριστόν εστι τού εν ώ πέφυκεν· ει ουν εν Θεώ εστιν ο Λόγος αυτού, δήλον ότι και Θεός εστιν. Ει δε εκτός εστι τού Θεού, άλογός εστι καθ' υμάς ο Θεός και άπνους. Ουκούν φεύγοντες εταιριάζειν τον Θεόν εκόψατε αυτόν. Κρείσσον γαρ ην λέγειν υμάς, ότι εταίρον έχει ή κόπτειν αυτόν, και ως λίθον ή ξύλον ή τι τών αναισθήτων παρεισάγειν. Ώστε υμάς ημάς ψευδηγορούντες, Εταιριστάς καλείτε, ημείς δε Κόπτας υμάς προσαγορεύομεν τού Θεού. Διαβάλλουσι δε ημάς ως ειδωλολάτρας προσκυνούντας τον σταυρόν, ον και βδελύσσονται, και φαμεν προς αυτούς: "Πώς ουν υμείς λίθω προστρίβεσθαι κατά την Χαβαθάν υμών και φιλείτε τον λίθον ασπαζόμενοι;" Και τινες αυτών φασιν επάνω αυτού τον Αβραάμ συνουσιάσαι τη Άγαρ· άλλοι δε ότι πε' αυτόν προσέδησε την κάμηλον, μέλλων θύειν τον Ισαάκ. Και προς αυτούς αποκρινόμεθα: "Τής Γραφής λεγούσης, ότι όρος ην αλυσώδες και ξύλα, εφ' ων και εις την ολοκάρπωσιν σχίσας ο Αβραάμ επέθηκε τω Ισαάκ, και ότι μετά τών παίδων τας όνους κατέλιπεν. Πόθεν ουν υμίν το ληρείν; ου γαρ εκείσε ξύλα δρυμώδη κείται, ούτε όνοι διοδεύουσιν. Αιδούνται μεν, όμως φασίν είναι τον λίθον τού Αβραάμ. Είτά φαμεν: "Έστω τού Αβραάμ, ως υμείς ληρείτε· τούτον ουν σπαζόμενοι, ότι μόνον ο Αβραάμ επ' αυτόν συνουσίασε γυναικί, ή ότι κάμηλον προσέδησιν, ουκ αιδείσθε, αλλ' ημάς ευθύνετε ότι προς σταυρόν τού Χριστού προσκυνούμεν, δι' ου δαιμόνων ισχύς και διαβόλου καταλέλυται πλάνη; Ούτος δε, ον φασι λίθον, κεφαλή τής Αφροδίτης εστιν, ην προσεκύνουν, ήν Χαβέρ προσηγόρευον, εφ' ον και μέχρι νυν εγγλυφίδος αποσκίασμα τοις ακριβώς κατανοούσι φαίνεται. Ούτος ο Μάμεδ πολλάς, ως είρηται, ληρωδίας συντάξας, εκάστη τούτων προσηγορίαν επέθηκεν· οίον η γραφή τής γυναικός και εν αυτή τέσσαρας γυναίκας προφανώς λαμβάνειν νομοθετεί και παλλακάς, εάν δύνηται, χιλίας, όσας η χειρ αυτού κατάσχη υποκειμένας εκ τών τεσσάρων γυναικών· ην δ' αν βουληθή απολύειν ή θελήσειε, και κομίζεσθαι άλλην, εκ τοιαύτης αιτίας νομοθετήσας· Σύμπονον έσχεν ο Μάμεδ Ζεΐδ προσαγορευόμενον. Ούτος γυναίκα έσχεν ωραίαν, ης ηράσθη ο Μάμεδ. Καθημένων αυτών, φησίν ο Μάμεδ: "Ο δείνα, ο Θεός ενετειλατό μοι την γυναίκά σου λαβείν". Ο δε απεκρίθη: "Απόστολος εί· ποίησον ως σοι ο Θεός είπε· λάβε την γυναίκά μου". Μάλλον δε, ίνα άνωθεν είπωμεν, έφη προς αυτόν: "Ο Θεός ενετείλατό μοι, ίνα απολύσης την γυναίκά σου". Ο δε απέλυσε. Και μεθ' ημέρας πολλάς. "Αλλά, φυσίν, Ίνα καγώ αυτήν λάβω ενετείλατο ο Θεός". Είτα λαβών και μοιχεύσας αυτήν τοιούτον έθηκε νόμον: "Ο βουλόμενος απολυέτω την γυναίκα αυτού. Εάν δε μετά το απολύσαι επ' αυτήν αναστρέφη, γαμείτω αυτήν άλλος. Ου γαρ έξεστι λαβείν, ει μη γαμηθή υφ' ετέρου. Εάν δε και αδελφός απολύση, γαμείτω αυτήν αδελφός αυτού βουλόμενος". Εν αυτή τη γραφή τοιαύτα παραγγέλλει: "Είργασαι την γην, ην ο Θεός έδωκέ σοι, και φιλοκάλησον αυτήν" και τόδε ποίησον, και τοιώσδε, ίνα μη πάντα λέγω, ως εκείνος, αισχρά. Πάλιν γραφή τής καμήλου τού Θεού, περί ης λέγει, ότι ην κάμηλος εκ τού Θεού, έπινεν όλον τον ποταμόν, και ου διήρχετο μεταξύ δύο ορέων δια το μη χωρείσθαι. Λαός ουν, φησίν, ην εν τω τόπω και την μεν μίαν ημέραν αυτός έπινε το ύδωρ, η δε κάμηλος τη εξής. Πίνουσα δε το ύδωρ έτρεφεν αυτούς το γάλα παρεχομένη αντί τού ύδατος. Αντέστησαν ουν οι άνδρες εκείνοι πονηροί όντες, φησί, και απέκτειναν την κάμηλον, τής δε γέννημα υπήρχεν μικρά κάμηλος, ήτις, φησί, τής μητρός αναιρεθείσης ανεβόησε προς τον Θεόν και έλαβεν αυτήν προς εαυτόν. Προς ους φαμεν: "Πόθεν η κάμηλος εκείνη;" Και λέγουσιν, ότι εκ Θεού. Και φαμεν: "Συνεβιβάσθη ταύτη κάμηλος άλλη;" Και λέγουσιν: "Ουχί". Πόθεν ουν, φαμεν, εγέννησεν; Ορώμεν γαρ την κάμηλον υμών απάτορα και αμήτορα και αγενεαλόγητον· γεννήσασα δε, κακόν έπαθεν. Αλλ' ουδέ ο βιβάσας φαίνεται και η μικρά κάμηλος ανελήφθη. Ο ουν προφήτης υμών, ω καθώς λέγετε, ελάλησεν ο Θεός, δια τι περί τής καμήλου ουκ έμαθε, πού βόσκεται, και τίνες γαλεύονται, ταύτην αμέλγοντες; Ή και αυτή μη ποτε κακοίς, ως η μήτηρ, περιτυχούσα ανηρέθη, ή εν τών παραδείσω πρόδρομος υμών εισήλθεν, αφ' ης ο ποταμός υμίν έσται, ον ληρείτε, τού γάλακτος; Τρεις γαρ φατε ποταμούς υμίν εν τω παραδείσω ρέειν, ύδατος, οίνου, και γάλακτος. Εάν εκτός εστιν η πρόδρομος υμών κάμηλος τού παραδείσου, δήλον ότι απεξηράνθη πείνη και δίψη, ή άλλοι τού γάλακτος αυτής απολαύσουσι, και μάτην ο προφήτης υμών φρυάττεται, ως ομιλήσας Θεώ· ου γαρ το μυστήριον αυτώ απεκαλύφθη τής καμήλου. Ει δε εν τω παραδείσω εστί, πάλιν πίνει το ύδωρ, και ανυδρία ξηραίνεσθαι εν μέσω τής τρυφής τού παραδείσου. Καν οίνον εκ τού παροδεύοντος επιθυμήσητε ποταμού, μη παρόντες ύδατος (απέπιε γαρ όλον η κάμηλος) άκρατον πίνοντες εκκαίεσθε και μέθη παραπαίετε και καθεύδετε· καρηβαρούντες δε και μεθ' ύπνον και κεκραιπαληκότες εξ οίνου, τών ηδέων επιλανθάνεσθε τού παραδείσου. Πώς ουν ο προφήτης υμών ουκ ενενοήθη ταύτα, μήποτε συμβή υμίν εν τω παραδείσω τής τρυφής; Ουδέποτε περί τής καμήλου πεφρόντικεν, όπου νυν διάγει. Αλλ' ουδέ υμείς ερωτήσατε αυτόν, ως υμίν περί τών τριών διηγόρευσεν νειροπολούμενος ποταμών. Αλλ' ημείς σαφώς την θαυμαστήν υμών κάμηλον εις ψυχάς όνων, όπου και υμείς μέλλετε διάγειν, ως κτηνώδεις, προδραμούσαν υμίν επαγγελλόμεθα. Εκείσε δε σκότος εστί το εξώτερον και κόλασις ατελεύτητος· πυρ ηχούν, σκώληξ ακοίμητος και ταρτάριοι δαίμονες. Πάλιν φησίν ο Μάμεδ, η γραφή τής τραπέζης· λέγει δε ότι ο Χριστός ητήσατο παρά τού Θεού τράπεζαν και εδόθη αυτώ. Ο γαρ Θεός, φησιν, είπεν αυτώ, ότι "δέδωκά σοι και τοις σοις τράπεζαν άφθαρτον". Πάλιν γραφήν βοϊδίου και άλλα τινά ληρήματα γέλωτος άξια, ά δια το πλήθος παραδραμείν οίμαι δειν. Τούτους περιτέμνεσθαι συν γυναιξί νομοθετήσας, και μήτε σαββατίζειν, μήτε βαπτίζεσθαι προστάξας, τα μεν τών εν τω νόμω απηγορευμένων εσθίειν, των δε απέχεσθαι παραδούς· οινοποσίαν δε παντελώς απηγόρευσεν". |
Από τον Ηράκλειτο και δώθε, εμφανίσθηκαν οι παρακάτω αιρέσεις: ... Υπάρχει επίσης και η λαοπλάνος θρησκεία τών Ισμαηλιτών, που διατηρείται μέχρι τώρα και είναι πρόδρομος τού Αντιχρίστου. Κατάγεται από τον Ισμαήλ, τον γιο τού Αβραάμ που γεννήθηκε από την Άγαρ, γι' αυτό λέγονται Αγαρηνοί και Ισμαηλίτες. Τους λένε όμως και Σαρακηνούς, ως εκ τής "Σάρρας κενούς", επειδή η Άγαρ είχε πει στον άγγελο: "η Σάρρα με απέλυσε κενή"1. Αυτοί λοιπόν έγιναν ειδωλολάτρες και προσκύνησαν το φωτεινό άστρο και την Αφροδίτη, την οποία μάλιστα την ονόμασαν Χαβάρ στη δική τους γλώσσα, που σημαίνει μεγάλη· μέχρι λοιπόν τα χρόνια τού Ηρακλείου ήταν ειδωλολάτρες. Από το χρόνο εκείνο και δώθε ξεφύτρωσε σ' αυτούς ψευτοπροφήτης που ονομαζόταν Μωάμεθ· αυτός, αφού μελέτησε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη και συνομιλώντας δήθεν με Αρειανό μοναχό, ίδρυσε δική του αίρεση. Θέλοντας να οδηγήσει, όπως πίστευε, το έθνος σε θεοσέβεια, διέδωσε ότι τού στάλθηκε γραφή από τον ουρανό. Αφού λοιπόν χάραξε μερικά νομοθετήματα στο βιβλίο του, άξια για γέλια, το παρέδωσε για σεβασμό σ' αυτούς. Λέει ότι ένας Θεός είναι ο ποιητής τών όλων, που ούτε γεννήθηκε, ούτε γέννησε. Λέει ότι ο Χριστός είναι Λόγος τού Θεού και Πνεύμα αυτού, κτιστός όμως και υπήκοος και ότι γεννήθηκε από τη Μαρία την αδελφή τού Μωυσή και τού Ααρών χωρίς σπορά.2 Γιατί ο Λόγος, λέει, τού Θεού και το Πνεύμα μπήκαν στη Μαρία και γέννησε τον Ιησού, που ήταν προφήτης και δούλος τού Θεού. Οι Ιουδαίοι όμως παρανομώντας θέλησαν να τον σταυρώσουν, και αφού τον συνέλαβαν σταύρωσαν τη σκιά του, ενώ ο ίδιος ο Χριστός δεν σταυρώθηκε, λέει, ούτε πέθανε· γιατί ο Θεός τον πήρε κοντά του στον ουρανό επειδή τον αγαπούσε. Και το λέει αυτό, γιατί, όταν ο Χριστός ανέβηκε σ τους ουρανούς τον ρώτησε ο Θεός λέγοντας: "Ω Ιησού, είπες εσύ ότι "είμαι Υιός τού Θεού και Θεός"; Και αποκρίθηκε, λέει, ο Ιησούς: "Λυπήσου με, Κύριε· γνωρίζεις καλά ότι δεν είπα, ούτε υπερηφανεύθηκα ότι είμαι δούλος σου· οι άνθρωποι όμως οι παραβάτες έγραψαν ότι είπα αυτό το λόγο, και είπαν ψέματα εναντίον μου, και είναι πλανημένοι". Αποκρίθηκε τότε και του είπε ο Θεός: "Γνωρίζω ότι εσύ δεν έλεγες το λόγο αυτό". Λέγοντας και πολλά άλλα τερατοειδή στη συγγραφή αυτή, που είναι για γέλια, καυχιέται ότι αυτή στάλθηκε σ' αυτόν από τον Θεό. Σε ερώτηση δική μας, "Και ποιος είναι αυτός που μαρτυρεί ότι ο Θεός του έδωσε γραφή; και ποιος από τους προφήτες προφήτεψε ότι θα εμφανισθεί τέτοιος προφήτης;" αυτοί αμφισβητούν ότι ο Μωυσής δέχτηκε το νόμο τού Θεού στο όρος Σινά κάτω από τα μάτια όλου τού λαού, και ότι ο Θεός εμφανίσθηκε σ' αυτόν μέσα σε νεφέλη και σε φωτιά και σε ομίχλη και σε θύελλα, ότι όλοι οι προφήτες, αρχίζοντας από τον Μωυσή και εξής, προφήτεψαν για την παρουσία τού Χριστού, ότι ο Χριστός είναι Θεός, και ότι ο Υιός τού Θεού θα έρθει σαρκωμένος και θα σταυρωθεί και θα πεθάνει και θα αναστηθεί, και ότι είναι κριτής τών ζώντων και τών νεκρών. Και σε ερώτηση δική μας, "Πώς δεν ήρθε ο προφήτης σας με τον τρόπο αυτό, δηλαδή αφού πρώτα έδιναν άλλοι μαρτυρία γι' αυτόν, και πώς ο Θεός τού έδωσε τη γραφή που λέτε χωρίς να είστε κι εσείς παρόντες, και όχι όπως έδωσε στο Μωυσή τον νόμο, ενώ έβλεπε ο λαός και κάπνιζε το όρος, για να έχετε και σεις τη βεβαιότητα;" απαντούν, ότι ο Θεός κάνει όσα θέλει. Αυτό, λέμε, το γνωρίζουμε κι εμείς· αλλά σάς ρωτούμε πώς κατέβηκε η γραφή στον προφήτη σας. Και αποκρίνονται ότι, ενώ κοιμόταν, κατέβηκε η γραφή επάνω του. Και τους λέμε εμείς το γελοίο εκείνο: ότι δηλαδή, αφού δέχθηκε κοιμισμένος τη γραφή και δεν αισθάνθηκε την ενέργεια, εκπληρώθηκε σ' αυτόν η λαϊκή παροιμία... Και πάλι σε ερώτησή μας, "Πώς, ενώ αυτός στη γραφή σάς δίνει εντολή σε σάς να μη κάνετε τίποτε ή να μη δέχεστε τίποτε χωρίς να υπάρχουν μάρτυρες, δεν τον ερωτήσατε: "Απόδειξέ μας εσύ πρώτα με μάρτυρες ότι είσαι προφήτης και ότι προέρχεσαι από το Θεό, και ποια γραφή μαρτυρεί για σένα;" σιωπούν γεμάτοι ντροπή. "Ενώ δεν επιτρέπεται να παντρευθείτε γυναίκα χωρίς μάρτυρες, ούτε να αγοράζετε, ούτε να αποκτάτε, αλλά ούτε και σεις οι ίδιοι να έχετε γάιδαρο ή κτήνος χωρίς μάρτυρες, σεις όμως έχετε και γυναίκες και κτήματα και γαϊδούρια και τα λοιπά με μάρτυρες, και μόνο πίστη και γραφή έχετε χωρίς μάρτυρες· γιατί αυτός που σάς την παρέδωσε δεν έχει από πουθενά τη βεβαιότητα, ούτε και κανένας προφήτης εκείνου είναι γνωστός, αλλά και την δέχτηκε ενώ κοιμόταν". Εμάς μάς ονομάζουν Εταιριστές, επειδή, λέει, εισάγομε συνέταιρο στον Θεό, λέγοντας ότι ο Χριστός είναι Υιός Θεού και Θεός. Σ' αυτούς απαντούμε, ότι αυτό μάς το παρέδωσαν οι προφήτες και η Γραφή· και, όπως ισχυρίζεσθε εσείς, τους παραδέχεσθε τους προφήτες. Εάν λοιπόν κακώς λέμε τον Χριστό Υιό τού Θεού, εκείνοι μάς το δίδαξαν και μάς το παρέδωσαν. Και μερικοί βέβαια από αυτούς λένε, ότι εμείς τα προσθέσαμε αυτά εξηγώντας αλληγορικά τους προφήτες. Άλλοι πάλι λένε ότι οι Εβραίοι μάς παραπλάνησαν, επειδή μάς μισούσαν, ότι τάχα τα έγραψαν οι προφήτες, για να οδηγηθούμε εμείς στην απώλεια. Και πάλι λέμε σ' αυτούς: "Αφού και σεις λέτε ότι ο Χριστός είναι Λόγος και Πνεύμα τού Θεού, γιατί μάς κατηγορείτε ως Εταιριστές; Διότι ο λόγος και το Πνεύμα είναι αχώριστα εκείνου στον οποίο υπάρχουν από τη φύση του. Εάν λοιπόν ο Λόγος του υπάρχει στον Θεό, είναι φανερό ότι είναι και Θεός, ενώ εάν υπάρχει έξω από τον Θεό, σύμφωνα με σάς, ο Θεός είναι άλογος και άπνους (χωρίς πνεύμα). Αποφεύγοντας λοιπόν να κάνετε συνεταίρο του Θεού, τον κόψατε. Γιατί θα ήταν καλύτερα να λέγατε ότι έχει συνέταιρο, παρά να τον κόψετε και να τον παρουσιάζετε σαν πέτρα ή ξύλο ή κάτι από αυτά τα αναίσθητα. Έτσι, αφού εσείς ψευδολογώντας μάς ονομάζετε εταιριστές, κι εμείς σάς αποκαλούμε Κόπτες τού Θεού. Μάς κατηγορούν επίσης ως ειδωλολάτρες, επειδή προσκυνούμε το σταυρό, τον οποίο αποστρέφονται. Τους απαντούμε λοιπόν: "Γιατί εσείς τρίβεστε πάνω σε πέτρα, στην Κααμπά σας, και φιλάτε και ασπάζεστε την πέτρα;" Και μερικοί από αυτούς λένε ότι πάνω σ' αυτήν ο Αβραάμ ήρθε σε επαφή με την Άγαρ· άλλοι πάλι ότι σ' αυτή την πέτρα έδεσε την καμήλα του, όταν επρόκειτο να θυσιάσει τον Ισαάκ. Και σ' αυτούς απαντάμε: "Η Γραφή λέει ότι υπήρχε όρος δασώδες και ξύλα από τα οποία ο Αβραάμ έσχισε για τη θυσία και τα φόρτωσε στον Ισαάκ, και ότι άφησε μακριά τις όνους με τους υπηρέτες· από πού λοιπόν πηγάζει η φλυαρία σας; Γιατί στην Κααμπά δεν υπάρχουν δένδρα δασώδη ούτε περνούν όνοι από εκεί". Ντρέπονται βέβαια, αλλά λένε ότι είναι η πέτρα του Αβραάμ. Έπειτα λέμε: "Έστω ότι είναι τού Αβραάμ, όπως σεις φλυαρείτε· όταν λοιπόν την ασπάζεσθε, επειδή ο Αβραάμ επάνω της ήρθε σε επαφή με γυναίκα, ή επειδή έδεσε σ' αυτήν την καμήλα, δεν ντρέπεστε, αλλά καταδικάζετε εμάς επειδή προσκυνάμε τον σταυρό τού Χριστού, με τον οποίο καταργήθηκε η δύναμη τών δαιμόνων και η πλάνη τού διαβόλου;" Όμως αυτή που ονομάζουν πέτρα, είναι το κεφάλι τής Αφροδίτης, την οποία προσκυνούσαν ονομάζοντάς την Χαβέρ, και πάνω στην οποία και μέχρι τώρα διακρίνεται σ' εκείνους που την παρατηρούν προσεκτικά, ίχνος σκαλίσματος. Αυτός ο Μωάμεθ, όπως λέγεται, συνέταξε πολλές φλυαρίες, στην κάθε μία από τις οποίες έδωσε ονομασία·3 όπως για παράδειγμα τα γραφόμενα για τη γυναίκα, στα οποία νομοθετεί να λαμβάνουν επίσημα τέσσερις γυναίκες, και παλλακίδες, αν μπορούν, χίλιες, όσες μπορέσει να κατακτήσει το χέρι του, οι οποίες θα υπακούουν στις τέσσερεις γυναίκες· όποια όμως σκεφθεί ή θελήσει να την διώξει και να πάρει άλλη, αυτό το νομοθέτησε από την παρακάτω αφορμή, έχοντας συνεργάτη του σ' αυτό ο Μωάμεθ κάποιον που λεγόταν Ζεΐδ. Αυτός είχε γυναίκα ωραία, την οποία ερωτεύθηκε ο Μωάμεθ. Ενώ κάποτε καθόταν, λέει ο Μωάμεθ: "Ο δείνα, ο Θεός μού έδωσε εντολή να πάρω τη γυναίκα σου". Και εκείνος αποκρίθηκε: "Απόστολος είσαι· κάνε όπως σου είπε ο Θεός· πάρε τη γυναίκα μου". Μάλλον, για να τα πούμε από την αρχή, είπε σ' αυτόν: "Ο Θεός μου έδωσε εντολή να χωρίσεις τη γυναίκα σου"· και αυτός τη χώρισε. Και ύστερα από πολλές μέρες: "Αλλά ο Θεός έδωσε εντολή να την πάρω εγώ". Έπειτα, αφού την πήρε και εμοίχευσε μαζί της, έθεσε τον παρακάτω νόμο: "Όποιος θέλει, να χωρίζει τη γυναίκα του, εάν όμως μετά τον χωρισμό επιστρέψει σ' αυτήν, να την παντρευθεί άλλος. Γιατί δεν επιτρέπεται να την πάρει, αν δεν παντρευθεί από άλλον.4 Εάν και ο αδελφός χωρίσει τη γυναίκα του, να την παντρεύεται ο αδελφός του, εάν θέλει". Στην ίδια γραφή παραγγέλλει τα εξής: "Δούλεψε τη γη, που ο Θεός σου έδωσε και φρόντισέ την" και κάνε αυτό και μ' αυτό τον τρόπο, για να μη αναφέρω, όπως κάνει εκείνος, όλα τα αισχρά.5 Επίσης στο κεφάλαιο για την καμήλα τού Θεού λέει, ότι υπήρχε μία καμήλα σταλμένη από τον Θεό, η οποία έπινε όλο το ποτάμι και δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα από δύο βουνά, επειδή δεν χωρούσε. Υπήρχε λοιπόν, λέει, ένας λαός στον τόπο εκείνο, ο οποίος τη μια μέρα έπινε εκείνος το νερό, και την επομένη η καμήλα, η οποία πίνοντας το νερό τους έτρεφε δίνοντάς τους το γάλα στη θέση τού νερού. Οι άνδρες όμως εκείνοι, όντας πονηροί, ξεσηκώθηκαν, λέει, και σκότωσαν την καμήλα· αυτή όμως είχε γεννήσει μια μικρή καμήλα, η οποία όταν σκοτώθηκε η μητέρα της παρακάλεσε τον Θεό και την πήρε κοντά του. Λέμε λοιπόν σ' αυτούς: "Από πού προερχόταν η καμήλα εκείνη;" Και λένε, ότι προέρχεται από τον Θεό. Και λέμε: "Ήρθε σε συνουσία μ' αυτήν και άλλη καμήλα;" Και λένε: "Όχι". Πώς λοιπόν, λέμε, γέννησε; Γιατί βλέπουμε την καμήλα σας να είναι χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα και χωρίς γενεαλογία και, γεννώντας έπαθε κακό. Αλλά ούτε και αυτός που την ανέβασε στον ουρανό, φαίνεται, και αναλήφθηκε και η μικρή καμήλα. Ο προφήτης σας λοιπόν, στον οποίο όπως λέτε μίλησε ο Θεός, γιατί δεν έμαθε για την καμήλα πού βόσκει και ποιοι πίνουν το γάλα της αρμέγοντάς την; Ή μήπως και αυτή περιέπεσε σε κακούς, όπως η μητέρα της, και σκοτώθηκε, ή μήπως μπήκε στον παράδεισο σαν πρόδρομός σας, και από αυτήν πηγάζει το ποτάμι τού γάλακτος, για το οποίο φλυαρείτε; Διότι λέγε ότι τρία ποτάμια κυλούν στον παράδεισο για σάς, ένα με νερό, ένα με κρασί, και ένα με γάλα. Εάν η πρόδρομός σας καμήλα βρίσκεται έξω από τον παράδεισο, είναι φανερό ότι αποξηράνθηκε από την πείνα και τη δίψα, ή ότι άλλοι απολαμβάνουν το γάλα της, οπότε άδικα κοκορεύεται ο προφήτης σας, ότι μίλησε με τον Θεό· γιατί δεν του φανερώθηκε το μυστήριο τής καμήλας. Εάν πάλι βρίσκεται στον ουρανό, πίνει το νερό και ξηραίνεσθε από ανυδρία μέσα στην απόλαυση τού παραδείσου. Και αν θελήσετε να πιείτε κρασί από το ποτάμι που κυλάει δίπλα, αφού δεν υπάρχει νερό (γιατί το ήπιε όλο η καμήλα), πίνοντας ανέρωτο το κρασί κατακαίεσθε και παραπατάτε από το μεθύσι και κοιμόσαστε· έχοντας τότε δυνατό πονοκέφαλο μετά τον ύπνο και διατελώντας από την κραιπάλη του κρασιού, ξεχνάτε τις χαρές τού παραδείσου. Πώς λοιπόν ο προφήτης σας δεν τα σκέφθηκε αυτά, μήπως σάς συμβούν στον παράδεισο περί απολαύσεως; Ποτέ δεν φρόντισε για την καμήλα, να πληροφορηθεί πού ζει τώρα. Αλλά ούτε εσείς τον ρωτήσατε, όταν σάς μίλησε ονειροπολώντας για τα τρία ποτάμια. Εμείς όμως σάς βεβαιώνουμε καθαρά, ότι η θαυμάσια καμήλα σας βρίσκεται σε ψυχές όνων, όπου και σεις πρόκειται να ζήσετε, ως κτηνώδεις, πηγαίνοντας ως πρόδρομός σας, εκεί όπου βρίσκεται σκοτάδι το εξώτερο και η ατελείωτη κόλαση, φωτιά που κάνει ήχο, σκουλήκι ακοίμητο και φρικτοί δαίμονες του ταρτάρου. Λέει επίσης ο Μωάμεθ, στο κεφάλαιο με την επιγραφή "Τράπεζα",6 ότι ο Χριστός ζήτησε από τον Θεό τραπέζι και τού δόθηκε. Γιατί ο Θεός τού είπε, ότι "έδωσα σε σένα και στους δικούς σου τραπέζι άφθαρτο". Και το κεφάλαιο με τον τίτλο "Μικρό βόδι",7 λέει και μερικές άλλες φλυαρίες, που είναι για γέλια, τις οποίες όμως νομίζω πως πρέπει να τα αντιπαρέλθω, επειδή είναι πάρα πολλές. Νομοθέτησε π.χ. να περιτέμνονται μαζί με τις γυναίκες και πρόσταξε να μη τηρούν την αργία τού Σαββάτου, ούτε να βαπτίζονται, να τρώνε όσα απαγορεύονται από τον νόμο και απαγορεύει τελείως την οινοποσία. |
Σημειώσεις 1. Πρόκειται περί παρετυμολογίας φράσεως που δεν αναφέρεται ότι την είπε η Άγαρ στον άγγελο. Γένεσις 16: 8 2. Βλέπε Κοράνιο κεφάλαιο 19, 29 3. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τους τίτλους τών κεφαλαίων τού Κορανίου, όπως π.χ.: "Η Αγελάδα", "Τα Λάφυρα", "Η Βροντή", "Οι Μέλισσες", "Το σπήλαιο", κ.ά. 4. Κοράνιο 2, 230. 5. Κοράνιο 2, 223. 6. Κοράνιο κεφ. 5. 7. Πρόκειται για το 2ο κεφάλαιο τού Κορανίου, που φέρει τον τίτλο: "Η Αγελάδα". |
Δημιουργία αρχείου: 14-11-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-11-2022.