Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά

Περί ψυχής και αναστάσεως 37-44 Η ψυχή ως εκμαγείο τού ανθρώπου * "Εις τον του Μωυσέως Βίον", Αποσπάσματα σε μετάφραση * Η Κάθοδος του Κυρίου στον Άδη κατά τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου

Γρηγορίου Νύσσης

Περί τής τριημέρου προθεσμίας τής Αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Κείμενο - Μετάφραση

 

Αναδημοσίευση από: http://aganargyroi.gr

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη, Ελένης Χρήστου. /ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ

Αρχαίο Κείμενο Μετάφραση

Εί τις πατριαρχών ευλογία θείω Πνεύματι το βέβαιον έχουσα, εί τι της πνευματικής νομοθεσίας αγαθόν δι’ επαγγελίας τοις κατορθούσιν ελπίζεται, εί τις δια των ιστορικών αινιγμάτων της αληθείας προδιατύπωσις είναι πεπίστευται, εί τις προφητική φωνή τα υπέρ φύσιν ευαγγελίζεται, πάντα εκείνα η παρούσα χάρις εστίν. Και ώσπερ κατά το προκείμενον τοις οφθαλμοίς ημών θέαμα, εν φως περιαστράπτει τας όψεις εκ μυρίων λαμπάδων ερανιζόμενον, ούτω πάσα η του Χριστού ευλογία, πυρσού δίκην καθ’ εαυτήν λάμπουσα, τούτο ημίν το μέγα φως απεργάζεται, το εκ πολλών τε και ποικίλων των της Γραφής ακτίνων συγκεραννύμενον’ έξεστι γαρ λαβείν αφ’ εκάστου των θεοπνεύστων υποδειγμάτων το τη παρούση ιερομηνία κατάλληλον. Ζητείς την το Αβραάμ ευλογίαν˙ έχεις το ζητούμενον εις τα παρόντα βλέπων. Οράς τα άστρα του ουρανού;

Ταύτα λέγω τα άστρα τα εκ του Πνεύματος ημίν αρτίως επανατείλαντα και ουρανόν αθρόως την Εκκλησίαν ποιήσαντα, ών η της ψυχής απαστράπτουσα χάρις, ταις των πυρσών ακτίσι διασημαίνεται. Και ταύτά τις ειπών όντως του Αβραάμ είναι τέκνα, τα εξ επαγγελίας αυτώ γεγενημένα, τα τοις άστροις του ουρανού ομοιούμεθα της αληθείας ουχ αμαρτήσεται. Θαυμάζεις τον υψηλόν Μωυσέα τον πάσαν την του Θεού κτίσιν διαλαβόντα τη δυνάμει της γνώσεως. Ιδού σοι της πρώτης κοσμογενείας το ευλογημένον Σάββατον, γνώρισον δι’ εκείνου το Σαββάτου τούτο το Σάββατον την της καταπαύσεως ημέραν, ήν ευλόγησεν ο Θεός υπέρ τας άλλας ημέρας. Εν ταύτη γαρ ως αληθώς κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Θεός δια της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας και εις ό ήν πάλιν επανελθών δια της αναστάσεως, άπαν το κείμενον εαυτώ συνανέστησε, ζωή και ανάστασις και ανατολή και όρθρος και ημέρα τοις εν σκότει και σκιά θανάτου γενόμενος.

 

Πλήρης σοι και η ιστορία της συγγενούς ευλογίας˙ ο πατήρ του Ισαάκ εκείνου του αγαπητού μη φειδόμενος και ο μονογενής προσφορά και θυσία γενόμενος και ο αμνός αντί τούτου σφαγιαζόμενος. Έξεστι γαρ ιδείν εν τη ιστορία παν το της ευσεβείας μυστήριον. Ο αμνός του ξύλου εξήρτηται εκ των κεράτων εχόμενος ο δε μονογενής βαστάζει εφ’ εαυτού τα της ολοκαρπώσεως ξύλα. Οράς πώς ο πάντα φέρων τω ρήματι της δυνάμεως αυτού ο αυτός και το φορτίον φέρει των ημετέρων ξύλων και υπό του ξύλου αναλαμβάνεται βαστάζων ως Θεός και ως αμνός βασταζόμενος, ούτω του αγίου Πνεύματος το μέγα μυστήριον τυπικώς αμφοτέροις επιμερίσαντος τω τε ηγαπημένω Υιώ και τω συμπαραδειχθέντι προβάτω, ώστε δειχνθήναι εν μεν τω προβάτω το του θανάτου μυστήριον, εν δε τω Μονογενεί την ζωήν την μη διακοπτομένην τω θανάτω; Ει δε βούλει και αυτόν τον Μωυσέα λαβείν τη των χειρών εκτάσει τον σταυρόν διαγράφοντα και τω σχήματι τούτω τον Αμαληκίτην καταστρεφόμενον, έξεστί σοι βλέπειν εν τη αληθεία τον τύπον και τω σταυρώ τον Αμαλήκ υποπίπτοντα.

 Έχεις και τον Ησαΐαν ου μικρά σοι και προς την παρούσαν συνεισφέροντα χάριν˙ παρ’ αυτού γαρ προεδιδάχθης την ανύμφευτον μητέρα, την απάτορα σάρκα, την ανώδυνον ωδίνα, τον αμόλυντον τόκον, ούτως ειπόντος του προφήτου˙ «ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται και τέξεται Υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο έστι «μεθ’ ημών ο Θεός». Ότι δε άπονος γέγονεν η ωδίς, πρώτον μεν σε και το εικός διδάξατω˙ επειδή γαρ πάσα ηδονή συνημμένον έχει τον πόνον, ανάγκη πάσα επί των συνημμένως θεωρουμένων του ενός μη όντος, μηδέ τε έτερον είναι. Όπου τοίνυν η ηδονή του τόκου ου καθηγήσατο, εξ ανάγκης ουδέ ο πόνος επηκολούθησεν. Έπειτα δε και η του προφήτου λέξις βεβαιοί τον λόγον έχουσα ούτως˙ «πριν ελθείν τον πόνον των ωδίνων εξέφυγε και έτεκεν άρσεν, ή ως φησίν έτερος των ερμηνεύων, «πριν ωδινήσαι έτεκεν». Εκ ταύτης, φησί, της Παρθένου μητρός «παιδίον εγεννήθη ημίν, Υιός και εδόθη ημίν, ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος». Τούτο το παιδίον, ούτος ο υιός «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος», μάλλον δε ως φησίν Ιερεμίας, «τούτο εστί το αρνίον το άκακον το αγόμενον του θύεσθαι, ούτος ο άρτος, ώ το ξύλον εμβάλλουσιν» οι και του άρτου και του ξύλου πολέμιοι. Μάλλον δε το πάντων γυμνότερον τε και φανερώτερον εκ της προφητείας λάβωμεν, δι’ ου προϋπογράφεται σαφώς το μυστήριον, τον Ιωνάν λέγω τον απαθώς κατά του κήτους καταδυόμενον τον και τρισίν ημέραις και τοσαύταις νυξίν εν τοις κητώοις σπλάγχνοις την εν άδου διατριβήν του Κυρίου προδιαγράψαντα.

 

Ταύτα και τα τοιαύτα δει σε παρ’ εκάστης γραφής αναζητείν και εκλέγεσθαι˙ πάντα γαρ εκείνα δια των παρόντων οράς και εν τη παρούση φαιδρότητι «όλος ο νόμος κρέμαται και οι προφήται», καθώς φησί που το Ευαγγέλιον, και «πας θεόπνευστος λόγος και νόμος» εν ταύτη ανακεφαλαιούται τη χάριτι κατά την του Παύλου φωνήν. Τούτο γαρ εστί και των σκυθρωπών το πέρας και των αγαθών η αρχή, οίόν τι λέγω˙ «εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ» της φθοροποιού δυναστείας λαβών την αρχήν, αλλά και μέχρι Μωυσέως αυτού το πονηρόν κράτος διέμεινεν ουδέν του νόμου την κακήν του θανάτου δυναστείαν αμβλύναντος˙ ήλθεν η της ζωής βασιλεία και κατελύθη του θανάτου το κράτος και γέγονεν άλλης γέννησις, βίος έτερος, άλλο ζωής είδος, αυτής της φύσεως ημών μεταστοιχείωσις. Τίς η γέννησις; Ούκ εξ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος ανδρός ουδέ εκ θελήματος σαρκός, άλλ’ εκ Θεού γενομένη. Πώς τούτο; Σαφώς σοι παραστήσω δια του λόγου την χάριν˙ ούτος ο τόκος δια πίστεως κυοφορείται, δια της του βαπτίσματος αναγεννήσεως εις φώς άγεται, τροφός τούτου η Εκκλησία, μαζός τα διδάγματα, τροφή ο άνωθεν άρτος, ηλικίας τελείωσις η υψηλή πολιτεία, γάμος η της σοφίας συμβίωσις, τέκνα αι ελπίδες, οίκος η βασιλεία, κλήρος και πλούτος η εν τω παραδείσω τρυφή, τέλος δε αντί θανάτου η αίδιος ζωή εν τη αποκειμένη τοις αξίοις μακαριότητι. Ταύτην ορά και ο μέγας Ζαχαρίας την αρχήν της προς το αγαθόν αλλοιώσεως και αμφιβάλλει περί της του ονόματος κλήσεως, τι χρη κυρίως προσειπείν την ενεστώσαν χάριν˙ τα γαρ άλλα τα περί το πάθος θαύματα διεξελθών και τούτο φησί περί του καιρού τούτου ότι «ουχ ημέρα και ουχί νύξ», δι’ ών ενδείκνυται, ότι ημέρα μεν κληθήναι ου δύναται ηλίου μη όντος, νυξ δε ουκ έστι τω μηδέ σκότος είναι˙ το γαρ σκότος εκάλεσεν ο Θεός νύκτα, καθώς φησίν Μωυσής.

 Επεί ουν κατά μεν τον χρόνον νυν κατά δε το φως ημέρα, τούτου ένεκέν φησίν ο προφήτης˙ «και ουχ ημέρα και ουχί νύξ». Ει ουν μήτε ημέρα μήτε νύξ, κατά τον του προφήτου λόγον, ο καιρός ούτός εστίν, άλλο τι παρά ταύτα πάντως η παρούσα χάρις εστί τε και ονομάζεται. Βούλεσθε είπω, ο εντεθύμημαι; «Αύτη εστίν η ημέρα, ήν εποίησεν ο Κύριος», άλλη παρά τας εν αρχή της κτίσεως γεγενημένας ημέρας, αις διαμετρείται ο χρόνος, άλλης κτίσεως εστίν αρχή αύτη˙ εν ταύτη γαρ ποιεί ο Θεός τη ημέρα ουρανόν καινόν και γην καινήν, καθώς φησίν ο προφήτης. Ποίον ουρανόν; Το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως. Ποία γην; Την αγαθήν καρδίαν φημί, καθώς είπεν ο Κύριος, την γην την πίνουσαν τον επ’ αυτής ερχόμενον υετόν και τον πολύχουν στάχυν αδρύνουσαν. Εν ταύτη τη κτίσει ήλιος μεν εστίν ο καθαρός βίος, άστρα δε αι αρεταί, αήρ δε η διαφανής πολιτεία, θάλασσα δε το βάθος εστί του πλούτου της σοφίας τε και της γνώσεως, πόα δε και βλαστήματα η αγαθή διδασκαλία και τα θεία διδάγματα, άπερ ο λαός της νομής, τουτέστιν η ποίμνη του Θεού επινέμεται, δένδρα δε ποιούντα καρπόν η των εντολών εργασία. Εν ταύτη κτίζεται και ο αληθινός άνθρωπος ο κατ’ εικόνα γενόμενος Θεού και ομοίωσιν. Οράς οίου κόσμου γίνεται αρχή «αύτη η ημέρα, ην εποίησεν ο Κύριος», περί ής φησίν ο προφήτης, ότι «ούτε ημέρα κατά τας άλλας ημέρας ούτε νυξ κατά τας άλλας νύκτας». Και ούπω το εξαίρετον της παρούσης χάριτος ο λόγος εκήρυξεν. Αύτη έλυσε την του θανάτου ωδίνα, αύτη το των νεκρών πρωτότοκον εμαιεύσατο, εν ταύτη συνετρίβησαν αι σιδηραί του θανάτου πύλαι, εν ταύτη οι χαλκοί του άδου μοχλοί συνεθλάσθησαν. Νυν ανοίγεται του θανάτου το δεσμωτήριον, νυν κηρύσσεται τοις αιχμαλώτοις η άφεσις, νυν γίνεται τοις τυφλοίς η ανάβλεψις, νυν τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις η εξ ύψους ανατολή επισκέπτεται.

 Βούλεσθέ τι και περί της τριημέρου προθεσμίας μαθείν; Αρκεί τοσούτον ειπείν, ότι εν ούτω ολίγω τω χρονικώ διαστήματι ήρκεσεν η παντοδύναμος σοφία εν τη καρδία γενομένη της γης το μέγαν εκείνον νουν τον εν αυτή διαιτώμενον καταμωράναι˙ ούτω γαρ ο προφήτης αυτόν κατονομάζει μέγαν νουν αυτόν αποκαλών και Ασσύριον. Επεί ουν εστία τις εστί του νου η καρδία (εν ταύτη γαρ το ηγεμονικόν είναι πεπίστευται), δια τούτο γίνεται εν τη καρδία της γης ο Κύριος, ήτις εστί του νου εκείνου του πονηρού ενδιαίτημα, ώστε την βουλήν αυτού μωράναι, καθώς η προφητεία φησίν, και δράξασθαι τον σοφόν εν τη πανουργία αυτού και περιτρέψαι αυτώ προς το εναντίον τα σοφά εγχειρήματα. Επειδή γαρ αμήχανον ήν τον άρχοντα του σκότους ακράτω προσμίξαι τη του φωτός παρουσία μη σαρκός τινά μοίραν εν αυτώ θεωρήσαντα, δια τούτο, ως είδε την θεόφορον σάρκα, είδε δε και τα δι’ αυτής ενεργούμενα παρά της θεότητος θαύματα, ήλπισεν, ει της σαρκός δια του θανάτου κρατήσειε, και πάσης της εν αυτή κατακρατήσειν δυνάμεως. Και τούτου χάριν το της σαρκός δέλεαρ περιχανών τω της θεότητος αγκίστρω περιεπάρη και ούτως ήχθη ο δράκων δια του αγκίστρου, καθώς φησίν τω Ιώβ ο προαναφωνήσας δι’ εαυτού το εσόμενον, λέγων ότι «άξεις τον δράκοντα εν αγκίστρω».

 Ακούσωμεν δε παρά της του προφήτου φωνής τίνα ήν, α η καρδία της γης αύτης κατά του παντός εβουλεύσατο, ότε κατά της σαρκός του Κυρίου το σόμα ήνοιξεν. Τί λέγει προς αυτόν Ησαΐας ελέγχων αυτού τα νοήματα; «Σύ είπας εν τη καρδία σου˙ εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των άστρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου, καθιώ εν όρει υψηλώ, αναβήσομαι επάνω των νεφελών και έσομαι όμοιος τω Υψίστω». Ταύτα η πονηρά καρδία καθ’ εαυτήν εβουλεύσατο. Και έτι προ τούτων ο μέγας εν κακία νους ο πονηρός Ασσύριος οία προς εαυτόν διεξήει ακούσωμεν πάλιν εκ της Ησαΐου φωνής, ά είπε˙ «τη ισχύι της χειρός μου ποιήσω και τη σοφία της συνέσεώς μου αφελώ όρια εθνών και την ισχύν αυτών προνομεύσω και σείσω πόλεις κατοικουμένας και την οικουμένην όλην καταλήψομαι ως νοσσιάν και ως καταλελειμμένα ωά αρώ και ουκ έστιν ος διαφεύξεταί με ή αντείπη μοι». Μετά ταύτης της ελπίδος δέχεται εν εαυτώ τον δια φιλανθρωπίαν τοις κάτω επιδημήσαντα˙ τι δε αυτώ αντί των ελπισθέντων εγένετο, διηγείται σαφώς η προφητεία το κατ’ εκείνου πάθος λέγουσα˙ «πώς εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος;». Πώς συνετρίβη επί την γην, ώ υπεστορέσθη η σήψις, ου ένδυμα γίνεται η περιβολή των σκωλήκων; Και όσα άλλα περί του αφανισμού αυτού διεξέρχεται, άπερ έξεστι τω βουλομένω εξ αυτών των γεγραμμένων δι’ ακριβείας μαθείν. Εμοί δε προς τον σκοπόν επανακτέον τον λόγον. Δια τούτο γίνεται η αληθινή σοφία εν τη μεγαλορρήμονι ταύτη καρδία της γης, ίνα εξαφανίση εξ αυτής τον μέγαν εν κακία νουν και φωτισθή το σκότος και «καταποθή το θνητόν υπό της ζωής» και το κακόν εις ανυπαρξίαν μεταχωρήση του εσχάτου εχθρού καταργηθέντος, ός εστίν ο θάνατος. Τούτά σοι η τριήμερος του χρόνου προθεσμία κατείργασται.

 Μη βραδεία η χάρις; Μη δια μακράς περιόδου τοσούτον αγαθόν κατώρθωται; Βούλει γνώναι το υπερβάλλον της δυνάμεως των εν ούτω βραχεί χρόνω κατορθωθέντων; Αρίθμησόν μοι πάσας τας μεταξύ γενεάς των ανθρώπων από της πρώτης των κακών εισόδου μέχρι της αναλύσεως, πόσοι καθ’ εκάστην γενεάν άνθρωποι εν πόσαις αριθμούμενοι μυριάσιν. Άρα δυνατόν εστίν αριθμώ διαληφθήναι το πλήθος, ως ταις διαδοχαίς η κακία συνεπλατύνετο και ο κακός της πονηρίας πλούτος εις τους καθ’ έκαστον μεριζόμενος δι’ εκάστου μείζων εγίνετο; Και ούτω πολυγονούσα συνδιεξήει ταις αεί επιγνομέναις γενεαίς η κακία χεομένη τω πλήθει προς άπειρον, έως εις το ακρότατον μέτρον του κακού προελθούσα πάσης κατεκράτησε της ανθρωπίνης φύσεως, ούτω του προφήτου καθολικώς αποφηναμένου ότι, «πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν», και ουκ ήν εν τοις ούσιν ουδέν, ο μη κακίας όργανον ήν.

 

Την ουν τοσαύτην του κακού σωρείαν την από καταβολής κόσμου μέχρι της κατά το πάθος του Κυρίου οικονομίας συναθροισθείσαν ο εν τρισί διαχέας ημέραις μικράν σοι πεποίηται της υπερβαλλούσης δυνάμεως την επίδειξιν, ή ουχί πασών των εν ταις ιστορίαις θαυματοποιιών ισχυροτέραν; Ώσπερ γαρ πλεονάζει του Σαμψών το θαύμα ουκ εν τω κατισχύσαι μόνον του λέοντος , αλλά τω απόνως αυτόν διαχειρίσασθαι και γυμναίς και αόπλοις ταις χερσί τον τοσούτον θήρα καθάπερ παίζοντα διασπάσασθαι, ούτω κα το δίχα πάσης εργωδίας τον Κύριον την τοσαύτην εξαφανίσαι κακίαν απόδειξις μείζων εστί του της δυνάμεως υπερβάλλοντος. Ουχ υδάτων απείρων επιρροαί εκ των άνωθεν καταρρακτών τω υποκειμένω εγκαταπίπτουσαι, ουδέ άβυσσοι των ιδίων όρων υπεροιδαίνουσαι και τοις πελάγεσι την γην επικλύζουσαι, ουδέ πάσα η οικουμένη νηός δίκην αύτανδρος τω βυθώ καλυπτομένη, ουδέ όρη γινόμενα βύθια και κορυφαί των ορών υποβρύχιοι, ουδέ καθ’ ομοιότητα Σοδόμων αι της φλογός επομβρίαι τω πυρί το διεφθορός εκκαθαίρουσαι, ουδέ άλλο τι τοιούτον ουδέν, αλλά απλή τις και ακατάληπτος επιδημία, μόνη ζωής και φωτός παρουσία τοις εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις έκλειψιν παντελή και αφανισμόν του τε σκότους και του θανάτου πεποίηται.

 Είπω τι προς τοις ειρημένοις και έτερον; Εφύη το κάκον εν τω όφει, ηττήθη η γυνή της πείρας του δράκοντος, ηττήθη μετά ταύτα και της γυναικός ο ανήρ. Δια τριών έσχε το κακόν την γένεσιν˙ προς τι μοι βλέπει τούτων η μνήμη; Έστι τινά του αγαθού τάξιν δια της εν τω κακώ τάξεως κατανοήσαι. Τρία βλέπω ταύτα του κακού τα δοχεία˙ πρώτον μεν ώ το πρώτον συνέστη, δεύτερον εις ο μετερρύη, τρίτον εν ώ μετά ταύτα επεγένετο. Επειδή τοίνυν εν τοις τρισί τούτοις η κακία επλήμυρε, τη διαβολική λέγω φύσει και τω των γυναικών γένει και τω πληρώματι των ανδρών, τούτου χάριν ακολούθως εν τρισίν ημέραις η νόσος εξαφανίζεται εκάστω γένει των εν κακία νενοσηκότων μια ημέρας αποκληρωθείσης προς ίασιν˙ εν μια ημέρα οι άνδρες της νόσου καθαίρονται, εν τη δευτέρα το των γυναικών θεραπεύεσαι γένος, εν τη τελευταία ο έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος και αι περί αυτόν τε αρχαί και εξουσίαι και δυνάμεις των αντικειμένων δυνάμεων τω προκαθημένω συναφανίζονται. Μη θαυμάσης δε, ει χρονικοίς διαστήμασιν η του αγαθού κτίσις επιμερίζεται˙ και γαρ παρά την πρώτην του κόσμου γένεσιν ουκ ητόνει η θεία δύναμις άπαντα εν ακαρεί τελειώσαι τα όντα, άλλ’ όμως συμπαραλαμβάνει τη δημιουργία των όντων και τα χρονικά διαστήματα, ως τόδε μεν τι κατά την πρώτην ημέραν τελειωθήναι το μέρος της κτίσεως, εν δε τη δευτέρα το έτερον και εφεξής ομοίως, έως επερατώθη τα όντα ρηταίς ημέραις του Θεού την κτίσιν άπασαν συναρμόσαντος. Ούτω και ενταύθα κατά τον άρρητον αυτού της σοφίας λόγον εν τρισίν ημέραις των όντων το κακόν εξοικίζεται, εξ ανδρών εκ γυναικών και εκ του γένους των όφεων, εν οις πρώτοις η της κακίας φύσις έσχε την γένεσιν.

 Αλλά περί μεν της του αριθμού των ημερών αιτίας ταύτα υπενοήσαμεν, είτε δε ορθώς είτε και μη, εν τη κρίσει των ακροατών καταλείψομεν˙ ου γαρ απόφασις ο λόγος εστίν, αλλά γυμνασία και ζήτησις. Ει δε ζητείς δι’ ακριβείας ιδείν εν τω πάθει των ημερών τούτων την προθεσμίαν (λείπει γαρ τω αριθμώ ουκ ολίγον, ει μετά την ενάτην της Παρασκευής ώραν αριθμοίης τον χρόνον, αφ’ ής ταις πατρώαις χερσί το Πνεύμα παρέθετο), μικρόν επίσχες και παρέξει σοι τυχόν ο λόγος την περί τούτου σαφήνειαν. Τίς ουν ο λόγος; Ανάβλεψον εις το μεγαλείον της θείας δυνάμεως και ουκ αγνοήσεις το εν τω τόπω ζητούμενον˙ μνήσθητι της δεσποτικής αποφάσεως, τι περί εαυτού αποφαίνεται ο του παντός εξημμένος το κράτος, πως αυτοκρατορική εξουσία και ου φύσεως ανάγκη διαζεύγνυσι την ψυχήν εκ του σώματος, εν οις φησίν ότι «ουδείς αίρει την ψυχήν μου απ’ εμού, άλλ’ εγώ τίθημι απ’ εμαυτού˙ εξουσίαν έχω θείναι αυτήν και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν». Τούτό μοι στήτω και το ζητούμενον σεσαφήνισται. Ο γαρ πάντα κατά την δεσποτικήν αυθεντίαν οικονομών ουκ αναμένει την εκ της προδοσίας ανάγκην και την ληστρικήν έφοδον των Ιουδαίων και την του Πιλάτου παράνομον κρίσιν, ώστε την εκείνων κακίαν αρχηγόν και αιτίαν της κοινής των ανθρώπων σωτηρίας γενέσθαι, αλλά προλαμβάνει τη οικονομία την έφοδον κατά τον άρρητον της ιερουργίας τρόπον και τοις ανθρώποις αόρατον εαυτόν προσήνεγκε προσφοράν και θυσίαν υπέρ ημών ο ιερεύς άμα και «Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Πότε τούτο; Ότε βρωτόν εαυτού το σώμα και πότιμον το αίμα τοις συνούσιν εποίησεν˙ παντί γαρ τούτο δήλόν εστί, ότι ουκ αν βρωθείη παρά ανθρώπου πρόβατον, ει μη της βρώσεως η σφαγή προηγήσατο. Ο τοίνυν δους τοις μαθηταίς το εαυτού σώμα εις βρώσιν, σαφώς ενδείκνυται το ήδη του αμνού την θυσίαν εντελή γεγενήσθαι˙ ου γαρ αν ήν το σώμα του ιερείου προς εδωδήν επιτήδειον είπερ έμψυχον ήν. Ουκούν ότε παρέσχε τοις μαθηταίς εμφαγείν του σώματος και του αίματος εμπιείν, ήδη κατά το λεληθός τη εξουσία του το μυστήριον οικονομούντος αρρήτως τε και αοράτως το σώμα ετέθυτο και η ψυχή εν εκείνοις ήν, εν οις αυτήν η εξουσία του οικονομούντος εναπέθετο, μετά της εγκεκραμένης αυτή θείας δυνάμεως τον εν καρδία εκείνον χώρον περιπολούσα.

 Ουκούν αφ’ ού προσήχθη τω Θεώ η θυσία παρά του μεγάλου αρχιερέως του τον εαυτού αμνόν υπέρ της κοινής αμαρτίας αρρήτως τε και αοράτως ιερουργήσαντος, από τότε τις αριθμών τον χρόνον της εν καρδία διατριβής της αληθείας ουχ αμαρτήσεται˙ εσπέρα μεν γαρ ήν, ότε εβρώθη τον ιερόν εκείνο και άγιον σώμα, νυξ δε την εσπέραν εκείνην η προ της Παρασκευής διεδέξατο. Είτα η της Παρασκευής ημέρα τη επεισάκτω νυκτί διατμηθείσα εις μίαν νύκτα και εις ημέρας δύο καταψηφίζεται˙ ει γαρ το σκότος ο Θεός εκάλεσε νύκτα, εν δε ταις τρισί ώραις εγένετο σκότος επί πάσαν την οικουμένην, αύτη εστίν η κατά το μέσον της ημέρας καινοτομηθείσα νυξ τα δύο τμήματα των ημερών δι’ εαυτής περιγράφουσα, το μεν από του όρθρου επί την έκτην ώραν, το δε από της ενάτης επί την εσπέραν, ώστε είναι μέχρι τούτου δύο νύκτας και ημέρας δύο. Είτα η προ του Σαββάτου νυξ και μετά ταύτην η του Σαββάτου ημέρα, έχεις τας τρεις ημέρας και τας τρεις νύκτας. Ζήτησόν μοι λοιπόν την αναστάσιμον ώραν και ευρήσεις την εν τοις ειρημένοις αλήθειαν.

 Πότε ουν τούτο εγένετο; «Οψέ Σαββάτων», ο Ματθαίος βοά. Αύτη σοι η ώρα της αναστάσεως κατά την του Ευαγγελίου σαφήνειαν, ούτος ο όρος της εν καρδία διαγωγής του Κυρίου˙ εσπέρας γαρ ήδη βαθείας γεενημένης (αρχή δε ήν της νυκτός εκείνης η εσπέρα, ήν διαδέχεται η μία των Σαββάτων ημέρα) τότε ο σεισμός γίνεται, τότε ο καταστράπτων τοις ενδύμασιν άγγελος αποκυλίει τον λίθον του μνημείου. Αι δε γυναίκες μικρόν επορθρίσασαι, υποφαινούσης ήδη της ημέρας το φέγγος ως και τινά ηλιακήν αυγήν της ανατολής υπερφαίνεσθαι, τότε ιστορούσι την ήδη γεγενημένην ανάστασιν, αι το μεν θαύμα έγνωσαν την δε ώρα ουκ εδιδάχθησαν˙ ότι μεν γαρ ηγέρθη είπε προς αυτάς ο άγγελος, το δε πότε τω ρήματι ου προσέθηκεν. Άλλ’ ο μέγας Ματθαίος μόνος των ευαγγελιστών πάντων τον καιρόν δι’ ακριβείας παρεσημήνατο ειπών την εσπέραν είναι του Σαββάτου ώραν της αναστάσεως.

 Ει δε ταύτα τούτον έχει τον τρόπον, έστηκεν ημίν η προθεσμία από της μετά την πέμπτην εσπέραν εις την του Σαββάτου εσπέραν διαμετρουμένου του χρόνου της εμβολίμου νυκτός, καθώς είρηται, την Παρασκευήν εις ημέρας δύο και νύκτα μίαν κερματιζούσης. Έδει γαρ επί του δεσπόζοντος εν τη δυναστεία αυτού του αιώνος μη τοις τεταγμένοις του χρόνου μέρτοις τα έργα κατ’ ανάγκην συμπαρατείνεσθαι, αλλά προς την των έργων χρείαν καινοτομείσθαι του χρόνου τα μέτρα και συντομώτερον την των αγαθών ενέργειαν της θείας δυνάμεως επιτελούσης κολοβώτερα του χρόνου σχεδιασθήναι τα μέτρα, ως μήτε ελάττονα των τριών ημερών και των τοσούτων νυκτών αριθμηθήναι τον χρόνον, επειδή τούτον τον αριθμόν ο μυστικός τε και απόρρητος επιζητεί λόγος, μήτε τα συνήθη των ημερών τε και νυκτών αναμένουσαν διαστήματα προς το τάχος της ενεργείας την θείαν εμποδίζεσθαι δύναμιν˙ ο γαρ εξουσίαν έχων και θείναι αφ’ εαυτού την ψυχήν και αναλαβείν, ότε εβούλετο εξουσίαν είχεν ως ποιητής των αιώνων ουχί δουλεύσαι δια των έργων τω χρόνω, αλλά ποιήσαι κατά τα έργα τον χρόνον.

 Άλλ’ ούπω του μεγίστου των κεφαλαίων ο λόγος ήψατο˙ ζητείν γαρ τους φιλομαθεστέρους εικός, πώς εν τω αυτώ χρόνω τρισίν εαυτόν ο Κύριος δίδωσι, τη τε καρδία της γης και τω παραδείσω συν τω ληστή και ταις πατρώαις χερσίν˙ προς τους Φαρισαίους μεν γαρ φησίν ότι «ώσπερ Ιωνάς ήν εν τη κοιλία του κήτους, ούτως έσται και ο Υιός του ανθρώπου εν τη καρδία της γης κατά το τριήμερον του χρόνου διάστημα», προς δε τον ληστήν ότι «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω», προς δε τον Πατέρα ότι, «εις χείράς σου παρατίθημι το πνεύμά μου». Ούτε γαρ εν υποχθονίοις είποι τις αν τον παράδεισον ούτε εν τω παραδείσω τα υποχθόνια, ώστε κατά ταυτόν εν αμφοτέροις είναι ή χείρα του Πατρός λέγεσθαι ταύτα. Αλλά τούτο μεν τοις ευσεβώς λογιζομένοις τυχόν ουδέ ζητήσεως άξιον˙ ο γαρ πανταχού ων δια της θείας δυνάμεως και παντί πάρεστι κα ουδενός απολείπεται.

 Εγώ δε τινά και έτερον οίδα λόγον περί τούτου μαθών, όν βουλομένοις υμίν δι’ ολίγων εκθήσομαι. Ότε ήλθεν επί την Παρθένον το Πνεύμα το άγιον και η του Υψίστου δύναμις αυτή επεσκίασεν επί τω τον καινόν άνθρωπον εν αυτή συστήναι (τον δια τούτο καινόν ωνομασμένον, ότι κατά Θεόν εκτίσθη ου κατά ανθρωπίνην συνήθειαν, ώστε γενέσθαι Θεού δοχείον αχειροποίητον˙ ου γαρ κατοικείν εν χειροποιήτοις, τοις υπό ανθρώπων λέγω κατασκευαζομένοις, ο Ύψιστος), τότε εαυτή τον οίκον της σοφίας οικοδομούσης και τω της δυνάμεως αποσκιάσματι οιονεί τύπω σφραγίδος ένδοθεν καταμορφωθέντος του πλάσματος, τότε αμφοτέροις δι’ ών η ανθρωπίνη φύσης συνέστηκε, ψυχή τε λέγω και σώματι, η θεία κατακιρνάται δύναμις εκατέρω καταλλήλως εαυτήν καταμίξασα. Έδει γαρ των δύο τούτων δια της παρακοής νεκρωθέντων (επειδή νέκρωσις ήν της ψυχής μεν η της όντως ζωής αλλοτρίωσις, του σώματος δε η φθορά τε και διάλυσις) αμφοτέρων τούτων τη επιμιξία της ζωής εξοικισθήναι τον θάνατον.

 Προς εκάτερον τοίνυν των του ανθρώπου τμημάτων καταλλήλως της θεότητος εμμιχθείσης δι’ αμφοτέρων επίδηλα της υπερεχούσης φύσεως τα γνωρίσματα ήν˙ το μεν γαρ σώμα την εν αυτώ θεότητα δια της αφής τας ιάσεις ενεργούν επεσήμαινεν, η ψυχή δε τω δυνατώ εκείνω θελήματι την θείαν ενεδείκνυτο δύναμιν˙ ώσπερ γαρ η κατά την αφήν αίσθησις του σώματός εστίν ιδία, ούτω και της ψυχής η κατά προαίρεσιν κίνησις. Προσέρχεται ο λεπρός διερρυηκώς ήδη και ηχρειωμένος τω σώματι. Πώς γίνεται επί τούτου παρά του Κυρίου η ίασις; Η ψυχή θέλει και το σώμα άπτεται και δι’ αμφοτέρων φεύγει το πάθος˙ «απήλθε», γαρ φησίν, «απ’ αυτού παραχρήμα η λέπρα». Πάλιν τους εν πολλαίς χιλιάσι κατά την έρημον αυτώ προσεδρεύσαντας απολύσαι μεν νήστεις ου θέλει, ταις χερσί δε διακλά τους άρτους. Οράς, πώς δι’ αμφοτέρων η εκατέρω συμπαρομαρτούσα θεότης δημοσιεύεται, τω τε ενεργούντι σώματι και τη ορμή του εν τη ψυχή γινομένου θελήματος. Και τί χρη πάντα διεξιέναι τα θαύματα ομοιοτρόπως επιτελούμενα τοις προδήλοις ενασχολούντα τον λόγον; Άλλ’ ου χάριν των ειρημένων εμνήσθην, προς εκείνο και ματαβήσομαι.

 Πώς κατά ταυτόν και εν τω άδη και εν τω παραδείσω ο Κύριος; Ου ζητήματος λύσις μεν εστί μία το μηδέν άβατον είναι Θεώ, εν ώ τα πάντα συνέστηκεν, ετέρα δε, προς ήν νυν ο λόγος βλέπει, ότι όλον τον άνθρωπον του Θεού δια της προς εαυτόν ανακράσεως εις την θείαν φύσιν μετασκευάσαντος εν τω καιρώ της κατά το πάθος οικονομίας ου θατέρου μέρους το άπαξ εγκραθέν ανεχώρησεν (αμεταμέλητα γαρ του Θεού τα χαρίσματα), αλλά την μεν ψυχήν του σώματος η θεότης εκουσίως διέζευξεν, εαυτήν δε εν αμφοτέροις μένουσαν έδειξεν˙ δια μεν γαρ του σώματος, εν ώ την εκ του θανάτου φθοράν ουκ εδέξατο, κατήργησε τον έχοντα του θανάτου το κράτος, δια δε της ψυχής ωδοποίησε τω ληστή την επί τον παράδεισον είσοδον. Και τα δύο κατά ταυτόν ενεργείται δι’ αμφοτέρων της θεότητος το αγαθόν κατορθούσης, δια μεν της του σώματος αφθαρσίας την του θανάτου κατάλυσιν, δια δε της ψυχής της προς την ιδίαν εστίαν επειγομένης την επί τον παράδεισον των ανθρώπων επάνοδον.

 Επεί ουν διπλούν μεν το ανθρώπινον σύγκραμα, απλή δε και μονοειδής η της θεότητος φύσις, εν τω καιρώ της του σώματος από της ψυχής διαζεύξεως ου συνδιασχίζεται τω συνθέτω το αδιαίρετον, άλλ’ εν το έμπαλιν γίνεται˙ τη γαρ ενότητι της θείας φύσεως της κατά το ίσον εν αφμοτέροις ούσης πάλιν προς άλληλα τα διαστάντα συμφύεται. Και ούτω γίνεται ο θάνατος μεν εκ της των συμπεφυκότων διαιρέσεως, η ανάστασις δε εκ της των διαιρεθέντων ενώσεως. Ει δε ζητείς, Πώς ο εν τω παραδείσω ων ταις χερσί του Πατρός εαυτόν παρατίθεται, ερμηνεύσει σοι ο υψηλός Ησαΐας το περί τούτων ζητούμενον˙ είπε γαρ εκείνος εκ προσώπου του Θεού περί της άνω Ιερουσαλήμ, ήν ουκ άλλην παρά τον παράδεισον είναι πιστεύομεν, ότι «επί των χειρών μου εζωγράφησά σου τα τείχη». Ει ουν εν ταις χερσί του Πατρός περιγέγραπται η Ιερουσαλήμ, ήτις εστίν ο παράδεισος, δηλονότι ο εν τω παραδείσω γενόμενος ταις πατρώαις πάντως ενδιαιτάται παλάμαις, εν αις η θεία πόλις την περιγραφήν έχει.

 Και ταύτα μεν εις τοσούτον, όσα δε των Ιουδαίων ακούομεν κατατρεχόντων εν σφοδρά κατηγορία του δόγματος, άξιον αν είη προσθείναι δια βραχέων τω λόγω. Λέγουσι γαρ εν τω περί του Πάσχα λόγω τοις Ιουδαίοις νενομοθετήσθαι παρά του Μωυσέως την τεσσαρεσκαιδεκάτην του σεληναίου δρόμου περίοδον και των επτά ημερών την αζυμοφαγίαν και όψον επί τοις αζύμοις ποιείσθαι των πικρίδων την πόαν. Ει ουν επιμελής υμίν η της τεσσαρεσκαιδεκάτης εστί παρατήρησις, συμπαραφυλαττέσθω, φησίν ο Ιουδαίος, και η πικρίς και το άζυμον, ει δε ταύτα του παροράσθαι άξια, τις η περί εκείνο σπουδή; Ου γαρ δη του αυτού νομοθέτου το μεν τι δίκαιον και ψυχωφελές, το δε άχρηστον κρίνεται και απόβλητον, ως επάναγκες είναι ή πάντα κατορθούσθαι παρ’ υμών, όσα περί του Πάσχα διηγόρευται, ή μηδενός υμάς περιέχεσθαι. Τί ουν ημείς; Μνησθώμεν του παραγγείλαντος μη φοβείσθαι τον ονειδισμόν των ανθρώπων και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθαι˙ οίδαμεν γαρ και των αζύμων την ψυχωφελή παρατήρησιν και των πικρίδων το κέρδος και της τεσσαρεσκαιδεκάτης το χρήσιμον. Ο δε λόγος ούτός εστίν, ον δι’ ολίγων επισκεψόμεθα. Ο την σκιάν των μελλόντων αγαθών έχων νόμος προς ένα κατά το προηγούμενον βλέπει σκοπόν, όπως αν δια των ποικίλων παραγγελμάτων καθαρθείη της εμμιχθείσης τη φύσει κακίας ο άνθρωπος. Τούτο εν τη περιτομή, τούτο εν τω Σαββάτω, τούτο εν τη των εδωδίμων παρατηρήσει, τούτο εν τη ποικίλη ζωοθυσία, τούτο εν τοις καθ’ έκαστον παρατηρήμασι κατορθούται του νόμου. Και μακρόν αν είη τα περί εκάστου ημίν αινιγματωδώς εις το του βίου καθάρσιον παρά του νόμου δηλούμενα δι’ ακριβείας εκτίθεσθαι.

 Ώσπερ τοίνυν δια μεν της περιτομής της πνευματικώς επιτελουμένης η φύσις το εμπαθές αποτίθεται περιαιρουμένη τον σαρκώδη βίον, δια δε του σαββατισμού την εν τω κακώ απραξίαν διδάσκεται, η δε ζωοθυσία κατασφάζει τα πάθη και η νενομισμένη περί τα βρώματα των ακαθάρτων διάκρισις συμβουλεύει σοι του ρυπώντός τε και ακαθάρτου βίου την αλλοτρίωσιν, ούτω και η εορτή σοι αύτη την εορτήν εκείνην ενδείκνυται, προς ήν η ψυχή δια των αζύμων παρασκευάζεται εν επτά ημέραις της του ζυμωτού βρώσεως καθαρεύουσα, ών το αίνιγμα τοιούτόν εστίν˙ ο τω επτά ημερών αριθμός τον παροδικόν σοι τούτον χρόνον εκδείκνυται τον δι’ εβδομάδων ανακυκλούμενον, εν ώ χρη δι’ επιμελείας εις την ενεστώσαν ημέραν μηδέν της χθιζής κακίας λείψανον διασώζεσθαι, ως αν μη τινά στύψιν και οξίδα τω σημερινώ φυράματι η της εώλου κακίας μίξις ποιήσειεν. «Ο ήλιος μη επιδυέτω επί τω παροργισμώ υμών», φησίν ο απόστολος ο «μη εν ζύμη παλαιά μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, άλλ’ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας εορτάζειν» εγκελευόμενος. Ο δε περί του ενός της κακίας είδους έγνωμεν, αναλόγως τούτο και περί των λοιπών της κακίας ειδών διδασκόμεθα. Η δε πικρίς εκβάλλει το καταβεβλακευμένον εν τω βίω και έκλυτον, αντεισάγει δε τον εγκρατή και κατεσκληκότα και τη αισθήσει δύσληπτον βίον, επειδή πάσα παιδεία ου δοκεί προς το παρόν χαράς είναι, αλλά λύπης.

 Ο τοίνυν δια πάσης της του βίου τούτου εβδομάδος ανεπίμικτον παλαιάς κακίας και άζυμον την αεί ενεστώσαν κατορθών ημέραν όψον της ζωής ποιούμενος την εγκράτειαν, ούτος εαυτόν πάσης σκοτεινής επιμιξίας χωρίζει˙ τούτο γαρ η τεσσαρεσκαιδεκάτη του σεληναίου δρόμου ενδείκνυται. Επειδή γαρ εννέα εισίν αι πάσαι ημέραι του σεληναίου δρόμου και είκοσι και ημίσεια, εν αις εκ νεομηνίας η σελήνη δι’ αυξήσεως τελειωθείσα τω κύκλω πάλιν δια μειώσεως εις την παντελή του φωτός έκλειψιν επανέρχεται, δηλονότι το ήμισυ του μνημονευθέντος αριθμού τεσσαρεσκαιδεκάτη εστί και μικρόν τι προς. Ουκούν όταν εν τούτω τύχη ούσα η σελήνη τω σχήματι, επειδή συμπροϊούσα κατά τον ίδιον δρόμον τω νυκτερινώ διαστήματι προστίθησι το λείπον τω κύκλω, ώστε πληρωθείσαν του φωτός ταις αυγαίς της ημέρας τας παρ’ εαυτής λαμπηδόνας συμμίξαι, ως μήτε κατά την εσπέραν μήτε κατά τον όρθρον σκότους τινά παρενθήκην διακόψαι του φωτός την συνέχειαν εν τη διαδοχή των στοιχείων αδιαιρέτου της αυγής διαμενούσης (πριν γαρ ακριβώς την ηλιακήν ακτίνα καταδύναι αντιφαίνεται δι’ ευθείας η σελήνη τω ηλίω κατά διάμετρον και τω ιδίω φωτί καταλάμπει το υποκείμενον. Και πάλιν πριν πάντα τον κύκλον αυτής υπελθείν τον ορίζοντα τοις λειψάνοις του σεληναίου φωτός η της ημέρας αυγή κατακιρνάται), και ούτω της πανσελήνου εκείνης ημέρας το σκότος εξαφανίζεται κατά τε τον όρθρον και την εσπέραν τη των φωστήρων διαδοχή λαμπρυνόμενον.

 Όπερ τοίνυν τω αισθητώ φωτί κατά την τεσσαρεσκαιδεκάτην συμβαίνει, το δια πάσης νυκτός τε και ημέρας απαράδεκτον είναι της επιμιξίας του σκότους, τούτο βούλεται ο πνευματικός νόμος σύμβολον γενέσθαι τοις πνευματικώς εορτάζουσιν, ώστε δια πάσης της κατά την ζωήν εβδομάδος εν Πάσχα φωτεινόν και ασκότιστον όλον τον χρόνον αυτούς της ζωής απεργάσασθαι. Αύτη των περί το Πάσχα παραγγελμάτων τοις Χριστιανοίς η κατάστασις. Δια τούτο προς την τεσσαρεσκαιδεκάτην βλέπομεν δια του αισθητού τούτου και υλικού φωτός του αύλου τε και νοητού την φαντασίαν αναλαμβάνοντες, ως το μεν δοκείν σελήνην πλήθουσαν επιζητείν την το παρ’ εαυτής φέγγος διαρκές παρεχομένην ημίν παννύχιον, τη δε αληθεία νόμον ημίν είναι το παρατήρημα του πάντα τον χρόνον τον νυκτί και ημέρα διαμετρούμενον λαμπρόν ημίν διαρκώς είναι και των έργων των σκοτεινών ανεπίμικτον.

 Και περί μεν τούτων τοσαύτα, όσα δε και ο σταυρός εμπεριέχει νοήματα, δι’ ου τελειούται το κατά το πάθος μυστήριον, τις αν ραδίως τω λόγω διασαφήσειεν; Μη γαρ ουκ ήσαν μυρίοι τρόποι προς θάνατον φέροντες, δι’ ών ην δυνατόν πληρωθήναι την υπέρ ημών του θανάτου οικονομίαν; Άλλ’ εκ πάντων ούτος ωρίσθη παρ’ αυτού του εαυτώ κατ’ εξουσίαν το πάθος ορίσαντος. «Δει», γαρ φησί, «τον Υιόν του ανθρώπου», ουκ είπε, τα και τα πείσεται ο υιός του ανθρώπου, ως αν τις απλώς είποι προαγορεύων το μέλλον, αλλά το αναγκαίως κατά τινά λόγον απόρρητον γενέσθαι πάντως οφείλον ούτω δογματίζει τω ρήματι εν τω ειπείν ότι «δει τον Υιόν του ανθρώπου παλλά παθείν και αποδοκιμασθήναι και σταυρωθήναι και τη τρίτη ημέρα αναστήναι». Κατανόησόν μοι γαρ του «δει» την διάνοιαν, δι’ ής ευρίσκεται το μη δειν άλλων ή δια του σταυρού πάντως γενέσθαι το πάθος δογματιζόμενον. Τίς ουν ο περί τούτου λόγος; Μόνου του μεγάλου Παύλου εστί του εκ των αρρήτων εκείνων ρημάτων παιδευθέντος, α εν τοις αδύτοις του παραδείσου μυηθείς ηκροάσατο, και το περί τούτου διασαφήσαι μυστήριον, καθώς εν μέρει δια των προς Εφεσίους λόγων το κρυπτόν υπηνίξατο λέγων˙ «ίνα εξισχύσητε καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις, τι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, γνώναί τε την υπερβάλλουσαν αγάπην της γνώσεως του Χριστού ίνα πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού».

 Ου γαρ αργώς ο θείος εκείνος οφθαλμός του αποστόλου το σχήμα του σταυρού κατενόησεν, άλλ’ έδειξε και δια τούτου σαφώς, ότι, πάσας τας της αγνοίας λεπίδας απολαβών των ομμάτων, προς αυτήν ορά καθαρώς την των όντων αλήθειαν˙ είδε γαρ ότι το σχήμα τούτο τέσσαρσι προβολαίς από της εν τω μέσω συμβολής μεριζόμενον την δια πάντων ήκουσαν του εν αυτώ φανέντος δύναμίν τε και πρόνοιαν διασημαίνει και τούτου χάριν εκάστην προβολήν ιδιαζούσαις κατονομάζει φωναίς, βάθος λέγων το εκ του μέσου κάτω, και ύψος το υπερκείμενον, πλάτος δε και μήκος το εκ πλαγίου παρατεινόμενον μετά την συμβολήν εκατέρωθεν, ως το μεν ένθεν του μέσου πλάτος το δε εκατέρωθεν μήκος προσαγορεύσαι, δι’ ών τούτό μοι δοκεί σαφώς διασημαίνειν τω λόγω, ότι ουδέν των όντων εστίν, ό μη τη θεία πάντως διακρατείται φύσει, το υπερουράνιον, το υποχθόνιον, το επί τα πέρατα των όντων πάντοθεν εκ πλαγίου παρατεινόμενον˙ σημαίνει γαρ δια μεν του ύψους το υπερκείμενον, δια δε του βάθους το υποχθόνιον, τω μήκει δε και τω πλάτει τα δια μέσου πέρατα τα υπό της το παν διακρατούσης δυνάμεως κατεχόμενα. Έστω δε δια των εν τη ση ψυχή γινομένων εν τη περί Θεού εννοία η των λεγομένων απόδειξις. Ανάβλεψον γαρ εις τον ουρανόν και τα κάτω βάθη τω λογισμώ κατανόησον, έκτεινον επί τα πλάγια και τα άκρα της του παντός συστάσεως την διάνοιαν και λόγισαι, τις εστίν η ταύτα συνέχουσα δύναμις οίόν τις σύνδεσμος του παντός γινομένη, και όψει ως αυτομάτως εν τη διανοία σου τη περί της θείας δυνάμεως εννοία το σχήμα του σταυρού εγχαράσσεται εκ των υψηλών επί τα βάθη καθήκον και επί τα πέρατα των άκρων εγκαρσίως παρατεινόμενον.

 Τούτο το σχήμα και ο μέγας Δαβίδ εν τω καθ’ εαυτόν ύμνησε λόγω, «που πορευθώ», λέγων, «από του Πνεύματός σου κα από του προσώπου σου πού φύγω; Εάν αναβώ εις τον ουρανόν (τούτο το ύψος), εάν καταβώ εις άδην (τούτο το βάθος), εάν αναλάβοιμι τας πτέρυγάς μου κατ’ όρθρον (ό εστίν η ανατολή του ηλίου – τούτο το πλάτος), ή κατασκηνώσαιμι εις τα έσχατα της θαλάσσης (ούτω γαρ τας δυσμάς ονομάζει – τούτο το μήκος)». Οράς πώς διαζωγραφεί το του σταυρού σχήμα δια των λεγομένων; Συ εί, φησίν, ο δια πάντων ήκων και σύνδεσμος των πάντων γινόμενος και πάντα εν εαυτώ διαλαμβάνων τα πέρατα˙ άνω συ εί, κάτω συ πάρει, εν τω πέρατα τούτω η χειρ σού εστί και εν τω ετέρω η δεξιά σου οδηγεί. Δια τούτο και ο μέγας απόστολος, όταν πληρωθή τα πάντα της πίστεως και της επιγνώσεως, προσκυνείσθαι λέγει τον υπέρ παν όντα όνομα εν τω ονόματι Ιησού Χριστού υπό τε των ουρανίων και των επιγείων και των καταχθονίων. Πάλιν και δια τούτων κατά το σχήμα του σταυρού μερίζει του Χριστού την προσκύνησιν˙ η μεν γαρ υπερκόσμιος λήξις εν τω άνω του σταυρού μέρει τω Δεσπότη πληροί την προσκύνησιν, η δε εγκόσμιος εν τοις μέσοις, η δε υποχθόνιος του βάθους έχεται.

 Τούτο και το ιώτά εστί, κατά τον εμόν λόγον το μετά της κεραίας θεωρούμενον, ό και των ουρανών μονιμώτερον και της γης σταθερώτερον και πάσης της των όντων συστάσεώς εστί διαρκέστερον. Ουρανός και γη παρελεύσεται και όλου του κόσμου παράγει το σχήμα, το δε ιώτα το εκ του νόμου και η κεραία ου παρέρχεται. Η κάθετος γραμμή η άνωθεν επί το βάθος καθήκουσα ιώτα λέγεται, η δε εγκαρσίως αγομένη δια πλαγίου κεραία ονομάζεται, καθώς έστι και παρά των ναυτιλλομένων τούτο μαθείν˙ το γαρ ξύλον το δια πλαγίου τω ιστίω επικείμενον, ου και την οθόνην εξαπλούσι, κεραίαν λέγουσιν εκ του σχήματος ονομάζοντες. Διο μοι δοκεί προς τούτο βλέπειν η θεία του Ευαγγελίου φωνή, ότι εκείνό εστίν, εν ώ τα πάντα συνέστηκε, το των εν αυτώ περικρατουμένων αϊδιώτερον, ό την εαυτού δύναμιν την συντηρητικήν πάντων των όντων οίον δι’ αινίγματος και εσόπτρου τινός δια του κατά τον σταυρόν σχήματος υποδείκνυσι. Δια δη τούτό φησίν, ότι «δει τον Υιόν του ανθρώπου» ουχ απλώς αποθανείν, αλλά «σταυρωθήναι», ίνα γένηται τοις διορατικωτέροις θεολόγοις ο σταυρός την παντοδύναμον εξουσίαν του επ’ αυτώ δειχθέντος και πάντα εν πάσιν όντος ανακηρύσσων τω σχήματι. Μη παρασιωπήσωμεν, αδελφοί, μηδέ τον ευσχήμονα βουλευτήν εκείνον τον από Αριμαθαίας Ιωσήφ, ός, δώρον το άχραντον και άγιον εκείνο σώμα λαβών, καθαράν περιτίθησιν αυτώ σινδόνα και καθαρώ μνημείω εναποτίθεται.

 Νόμος ημίν έστω το του ευσχήμονος εκείνου βουλευτού έργον του και ημάς ομοίως βουλεύεσθαι, όταν λάβωμεν εκείνο το δώρον του σώματος, μη ερρυπωμένη τη της συνειδήσεως σινδόνι διαλαμβάνειν μηδέ οδωδότι εκ οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας τω μνήματι της καρδίας εναποτίθεσθαι, αλλά, καθώς φησίν ο απόστολος, «δοκιμάζειν έκαστον εαυτόν», ίνα μη κρίμα η χάρις γένηται τω αναξίως δεχομένω την χάριν. Αλλά γαρ μεταξύ λέγων αισθάνομαι τη φωτεινή στολή του αγγέλου καταστραπτόμενος και μου διασείει υφ’ ηδονής την καρδίαν ο γλυκύς εκείνος σεισμός ο τον βαρύν λίθον του ανθρωπίνου μνήματος αποκυλίων, δι’ ου ανοίγεται πάσιν η θύρα της αναστάσεως.

 Δράμωμεν και ημείς επί την θέαν του παραδόξου θεάματος (διαγέγονε γαρ ήδη το Σάββατον), μη κατόπιν των γυναικών απαντήσωμεν. Έστω και εν ταις ημετέραις χερσί τα αρώματα, η πίστις και η συνείδησις˙ αύτη γαρ του Χριστού εστίν η ευωδία. Μηκέτι μετά των νεκρών τον ζώντα ζητήσωμεν˙ τον γαρ ούτως αυτόν ζητούντα απωθείται ο Κύριος, λέγων˙ «μη μου άπτου», άλλ’ όταν αναβώ προς τον Πατέρα, τότε σοι έξεστιν άπτεσθαι, τουτέστιν μηκέτι την σωματώδη και δουλικήν μορφήν εν τη σεαυτού πίστει ανατυπώση, αλλά τον εν τη δόξη του Πατρός όντα και εν μορφή Θεού υπάρχοντα και Θεού όντα Λόγον τούτον προσκύνει, μη την του δούλου μορφήν. Ακούσωμεν, τι ευαγγελίζεται ημίν και η γυνή η προλαβούσα τον άνδρα δια της πίστεως καλώς τούτο ποιήσασα, ίνα δια του κατάρξαι προς το αγαθόν περί της του κακού αιτίας απολογήσηται.

 Τίς ουν εστί το της γυναικός ευαγγέλιον; Όντως «ουκ εξ ανθρώπων ουδέ δι’ ανθρώπων, αλλά δια Ιησού Χριστού». Άκουε, γαρ φησίν, ο εντέταλται ημίν ο Κύριος προς υμάς ειπείν, υμάς ους και αδελφούς αυτού κατονομάζει, ότι «πορεύομαι προς τον Πατέρα μου και Πατέρα υμών και Θεόν μου και Θεόν υμών». Ώ καλών τε και αγαθών ευαγγελίων! Ο δι’ ημάς γενόμενος καθ’ ημάς, ίνα δια του γενέσθαι ημίν ομογενής αδελφούς ημάς εαυτού ποιήση, προσάγει τον εαυτού άνθρωπον τω αληθινώ Πατρί, ίνα δι’ αυτού άπαν το ομογενές εφελκύσηται, ως μηκέτι όνειδος είναι τοις δουλεύσασι τοις φύσει μη ούσι θεοίς. Δια του προσαχθήναι πάλιν τω ζώντι και αληθινώ Θεώ μηδ’ αποβλήτους και αποκηρύκτους της πατρώας κληρονομίας γενέσθαι τους τω Υιώ δια της υιοθεσίας ακολουθήσαντος ο εν πολλοίς αδελφοίς πρωτότοκον της αγαθής κτίσεως εαυτόν δια της σαρκός ποιήσας πάσαν την φύσιν, ής εκοινώνησε, δια της ανακραθείσης αυτώ σαρκός επεσπάσατο. Άλλ’ επειδή ο προ του Πάσχα άρτος άζυμος όψον την πικρίδα έχει, ίδωμεν τίνι ηδύσματι ο μετά την ανάστασιν άρτος ηδύνεται. Οράς του Πέτρου αλιεύοντος εν ταις χερσί του Κυρίου άρτον και κηρίον μέλιτος˙ νόησον, εις τι σοι η πικρία του βίου μετασκευάζεται.

 Ουκούν, αναστάντες και ημείς εκ της των λόγων αλείας, ήδη τω άρτω προσδράμωμεν, ον καταγλυκαίνει το κηρίον της αγαθής ελπίδος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ώ η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Αν οποιαδήποτε πατριαρχική ευλογία έχει τη βεβαίωση από το θείο Πνεύμα, αν οποιοδήποτε αγαθό της πνευματικής νομοθεσίας οι αγωνιστές ελπίζουν να το λάβουν πιστεύοντας στην υπόσχεση, αν πιστεύομε ότι με τους υπαινιγμούς της ιστορίας γίνεται κάποια προδιατύπωση της αλήθειας, αν κάποια φωνή προφητική ευαγγελίζεται τα υπερφυσικά, όλα αυτά μαζί αποτελούν την παρούσα χάρη. Και όπως σύμφωνα μ’ αυτό το θέαμα που απλώνεται μπροστά στα μάτια μας περιαστράφτει την όρασή μας ένα φως συγκεντρωμένο από μύριες λαμπάδες, έτσι όλη η ευλογία του Χριστού που λάμπει όπως ένας πυρσός δημιουργεί για μας αυτό το μέγα φως, που αποτελείται από πολλές και διάφορες ακτίνες της Γραφής. Γιατί μπορεί να πάρει κανένας από καθένα από τα θεόπνευστα παραδείγματα το κατάλληλο για τη σημερινή ημέρα. Ζητείς την ευλογία του Αβραάμ.1 Έχεις αυτό που ζητείς βλέποντας αυτά που έχεις. Βλέπεις τα άστρα του ουρανού;

Εννοώ αυτά τα άστρα που έκανε το Πνεύμα ν’ ανατείλουν για χάρη μας και μετέβαλαν ξαφνικά την Εκκλησία σε ουρανό και των οποίων η απαστράπτουσα χάρη της ψυχής δηλώνεται με τις ακτίνες των λαμπάδων. Και αν κάποιος πει ότι αυτά είναι πράγματι τέκνα του Αβραάμ που απόχτησε από την υπόσχεση του Θεού, αυτά που μοιάζουν με τα άστρα του ουρανού της αλήθειας, δε θα κάνει λάθος. Θαυμάζεις τον ουράνιο Μωυσή που περιέγραψε με λεπτομέρεια όλη την κτίση του Θεού με τη δύναμη της γνώσης. Να, έχεις μπροστά σου το ευλογημένο Σάββατο της πρώτης γένεσης του κόσμου˙ κατανόησε από εκείνο το Σάββατο αυτό το Σάββατο, την ημέρα της κατάπαυσης, που ο Θεός την ευλόγησε περισσότερο από τις άλλες ημέρες. Γιατί την ημέρα αυτή αναπαύθηκε αληθινά από όλα τα έργα του ο μονογενής Θεός με την οικονομία του θανάτου του κατά την οποία αναπαύθηκε με τη σάρκα του. Κι αφού πάλι με την ανάσταση επανήλθε σ’ αυτό που ήταν, ανάστησε μαζί του όλους τους νεκρούς, έγινε ζωή και ανάσταση και ανατολή και αυγή και ημέρα για όσους ζούσαν στο σκότος και στη σκιά του θανάτου.

 Και η ιερή ιστορία είναι γεμάτη από την οικεία ευλογία˙ ο πατέρας εκείνου του Ισαάκ που δεν λυπήθηκε τον αγαπημένο του γιο και ο μονογενής έγινε προσφορά και θυσία και το αρνί που σφαγιάστηκε στη θέση του.2 Στην ιερή ιστορία δηλαδή μπορεί να δει κανένας όλο το μυστήριο της πίστης μας. Το αρνί το κρέμασαν από τα κέρατα στο ξύλο, ενώ ο μονογενής σηκώνει στον ώμο τα ξύλα της θυσίας του.3 Βλέπεις πώς αυτός που σηκώνει τα πάντα με το δυνατό του λόγο,4 ο ίδιος σηκώνει και το φορτίο από τα δικά μας ξύλα και υψώνεται πάνω στο ξύλο σηκώνοντάς το ως Θεός, και που πάλι το ξύλο τον σήκωσε ως αρνί, αφού επιμέρισε έτσι το άγιο Πνεύμα το μεγάλο μυστήριο και στους δύο και στον αγαπημένο γιο και στο πρόβατο που έχει δείξει ο Θεός, ώστε με το πρόβατο να δηλωθεί το μυστήριο του θανάτου και με τον Μονογενή η ζωή που δε διακόπτεται από το θάνατο; Αν θέλεις ν’ αναφερθώ και στον ίδιο το Μωυσή που με την έκταση των χεριών του διέγραψε το σχήμα του σταυρού, και με το σχήμα αυτό έτρεψε σε φυγή τον Αμαληκίτη,5 μπορείς να δεις στην αλήθεια τον τύπο και τον Αμαλήκ να υποτάσσεται στο σταυρό.

 Έχεις ακόμα και τον Ησαΐα που δε σου κάνει μικρή προσφορά στη σημερινή δωρεά του Θεού. Γιατί από αυτόν έμαθες για την ανύμφευτη μητέρα, το χωρίς πατέρα έμβρυο, την ωδίνη που δεν προκάλεσε πόνο, την αμόλυντο γέννηση, λέγοντας ο προφήτης αυτά˙ «να η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει Υιό και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας».6 Το ότι η ωδίνη δεν προκάλεσε πόνο, ας σε διδάξει και το λογικό πρώτα. Επειδή δηλαδή κάθε ηδονή έχει συνενωμένο μαζί της και τον πόνο, είναι απόλυτη ανάγκη σ’ εκείνα που θεωρούνται συνενωμένα, όταν λείπει το ένα, να μην υπάρχει ούτε το άλλο. Όπου λοιπόν από τη γέννηση δεν προηγήθηκε η ηδονή, κατ’ ανάγκη δεν επακολούθησε ούτε ο πόνος. Έπειτα και ο προφήτης βεβαιώνει το λόγο μου λέγοντας˙ «προτού νιώσει πόνο, γλίτωσε από τις ωδίνες και γέννησε αρσενικό»,7 ή όπως λέει άλλος εξηγητής, «γέννησε προτού την πιάσουν οι πόνοι»7. Από αυτήν, λέει, την Παρθένο μητέρα «γεννήθηκε για χάρη μας παιδί και δόθηκε σ’ εμάς, που η αρχή του ήταν επάνω στον ώμο του και το όνομά του λέγεται ΄Άγγελος της βουλής΄, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος».8 Το παιδί αυτό, ο υιός αυτός «οδηγήθηκε στη σφαγή σαν πρόβατο και σαν αρνί άφωνο μπροστά σ’ εκείνον που το σφάζει».9 Ή καλύτερα όπως λέει ο Ιερεμίας˙ «Αυτό είναι το αρνί το άκακο που οδηγείται στο να θυσιαστεί, αυτός είναι ο άρτος, μέσα στον οποίο βάζουν το ξύλο οι πολέμιοι και του άρτου και του ξύλου».10 Αλλά καλύτερα το πιο γυμνό και πιο φανερό από όλα ας το λάβομε από την προφητεία, που προεικονίζει με σαφήνεια το μυστήριο. Εννοώ τον Ιωνά, που χωρίς να πάθει τίποτα εισήλθε στην κοιλιά του κήτους και δίχως πάλι να πάθει κάτι βγήκε από εκεί, παραμένοντας στα σπλάχνα του κήτους τρεις μέρες κι άλλες τόσες νύκτες και προδιαγράφοντας την παραμονή του Κυρίου στον άδη.11

 Αυτά και τα παρόμοια πρέπει ν’ αναζητείς και να εκλέγεις από κάθε γραφή. Γιατί όλα εκείνα τα βλέπεις με τα παρόντα και στη σημερινή χαρά. «Όλος ο νόμος και οι προφήτες εξαρτώνται από αυτά», όπως λέει κάπου το Ευαγγέλιο,12 και «κάθε λόγος και νόμος θεόπνευστος»,13 ανακεφαλαιώνεται, σύμφωνα με το λόγο του Παύλου, σ’ αυτή τη χάρη. Γιατί αυτό είναι και το τέλος των θλιβερών και η αρχή των αγαθών. Εννοώ το εξής μ’ αυτό που λέω˙ Βασίλεψε ο θάνατος κάνοντας αρχή της καταστρεπτικής τυραννίας του από τον Αδάμ και έμεινε η άθλια εξουσία του μέχρι τον ίδιο το Μωυσή,14 επειδή δεν μπόρεσε καθόλου ο νόμος να μειώσει την εξουσία του θανάτου. Ήρθε όμως η βασιλεία της ζωής και καταλύθηκε το κράτος του θανάτου κι έγινε άλλη γέννηση, άλλος βίος, άλλο είδος ζωής, η μεταστοιχείωση της ίδιας της φύσης μας. Ποιά είναι η γέννηση; «Όχι με ροή αίματος ούτε από θέλημα ανδρός ούτε από θέλημα σάρκας, αλλά προήλθε από το Θεό».15 Πώς έγινε αυτό; Θα σου παρουσιάσω παραστατικά με το λόγο μου τη χάρη. Αυτή η γέννηση κυοφορείται με την πίστη, έρχεται στο φως με την αναγέννηση του βαπτίσματος,16 τροφός είναι η Εκκλησία, μαστός τα διδάγματα, τροφή ο ουράνιος άρτος,17 τελειοποίηση της ηλικίας η ουράνια πολιτεία, γάμος η συμβίωση με τη σοφία, τέκνα οι ελπίδες, σπίτι η βασιλεία, κληρονομία και πλούτη η τρυφή του Παραδείσου, και τέλος αντί θάνατος η αιώνια ζωή στη μακαριότητα που περιμένει τους άξιους. Αυτήν βλέπει και ο μεγάλος Ζαχαρίας ως αρχή της αλλοίωσης προς το αγαθό18 και αμφιβάλλει σχετικά με την εκφώνηση του ονόματος, πώς πρέπει να αποκαλέσει αυτή τη χάρη. Αφού δηλαδή διηγήθηκε τα άλλα θαύματα τα σχετικά με το πάθος, λέει και αυτό για τη στιγμή αυτή, «ούτε ημέρα ούτε νύχτα»,18 με το οποίο δείχνει, ότι ημέρα βέβαια δεν μπορεί να ονομαστεί, αφού δεν υπάρχει ήλιος, αλλά και νύχτα δεν είναι, αφού δεν υπάρχει ούτε το σκοτάδι. Γιατί ο Θεός κάλεσε νύχτα το σκότος,19 όπως γράφει ο Μωυσής.

 Επειδή λοιπόν κατά το χρόνο είναι νύχτα, αλλά σχετικά με το φως είναι ημέρα, γι’ αυτό το λόγο λέει ο προφήτης˙ «ούτε ημέρα ούτε νύχτα». Αν λοιπόν δεν είναι ούτε ημέρα ούτε νύχτα, σύμφωνα με το λόγο του προφήτη, η ώρα αυτή, τότε η χάρη αυτή οπωσδήποτε είναι και ονομάζεται κάτι άλλο. Θέλετε να πω τί έβαλα στο νου μου; «Αυτή είναι η ημέρα που έκανε ο Κύριος»,20 ημέρα διαφορετική από τις ημέρες που έγιναν από την αρχή της δημιουργίας, με τις οποίες και μετρούμε το χρόνο˙ η ημέρα αυτή είναι αρχή άλλης δημιουργίας. Γιατί αυτή την ημέρα κάνει ο Θεός καινούργιο ουρανό και γη καινούργια,21 όπως λέει ο προφήτης. Ποιόν ουρανό; Το στερέωμα της πίστης στο Χριστό.22 Ποιά γη; Την αγαθή καρδιά,23 λέγω, όπως είπε ο Κύριος, τη γη που πίνει τη βροχή που πέφτει σ’ αυτή και που κάνει να μεστώνει το καρποφόρο στάχυ. Σ’ αυτή την κτίση ήλιος είναι η καθαρή ζωή, άστρα οι αρετές, αέρας η διάφανη πολιτεία, θάλασσα είναι το βάθος του πλούτου της σοφίας και της γνώσης, πόα και χόρτα η αγαθή διδασκαλία και τα θεϊκά διδάγματα, που βόσκει ο λαός την νομής,24 δηλαδή το ποίμνιο του Θεού, δένδρα που καρποφορούν η εργασία των εντολών. Αυτή τη μέρα χτίζεται και ο αληθινός άνθρωπος που έγινε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.25 Βλέπεις ποιού κόσμου έγινε αρχή «αυτή η ημέρα, που έκανε ο Κύριος», για την οποία λέει ο προφήτης, ότι δεν είναι «ούτε ημέρα όπως οι άλλες μέρες, ούτε νύχτα όπως οι άλλες νύχτες».26 Και δεν κήρυξε ακόμα ο λόγος το εξαιρετικό της σημερινής δωρεάς. Αυτή κατάργησε την ωδίνη του θανάτου,27 αυτή έγινε η μαία του πρωτότοκου από τους νεκρούς,28 αυτή τη μέρα συντρίφτηκαν οι σιδερένιες πύλες του θανάτου,29 αυτή τσακίστηκαν οι χάλκινοι μοχλοί του άδη. Σήμερα ανοίγει το δεσμωτήριο του θανάτου, σήμερα κηρύσσεται η άφεση στους αιχμαλώτους,30 σήμερα οι τυφλοί ξαναβλέπουν,31 σήμερα αυτούς που κάθονται στο σκότος και τη σκιά του θανάτου32 τους επισκέπτεται η ουράνια ανατολή.

 Θέλετε να μάθετε κάτι και για το διάστημα των τριών ημερών; Φτάνει να πω τόσο μονάχα, ότι σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα μπόρεσε να φτάσει η παντοδύναμη σοφία στην καρδιά της γης33 και να καταμωράνει το μεγάλο εκείνο νου που ζούσε εκεί.34 Γιατί έτσι τον ονομάζει ο προφήτης, αποκαλώντας τον «μεγάλο νου και Ασσύριο».35 Επειδή λοιπόν η καρδιά είναι εστία κατά κάποιο τρόπο του νου (γιατί σ’ αυτή πιστεύεται πως βρίσκεται το ηγεμονικό λογικό), γι’ αυτό πηγαίνει ο Κύριος στην καρδιά της γης, που είναι η κατοικία του πονηρού εκείνου νου,36 για να μωράνει τη σκέψη του,37 όπως λέει η προφητεία, να συλλάβει το σοφό πάνω στην πανουργία του και ν’ αντιστρέψει στο αντίθετο τα σοφά επιχειρήματά του. Επειδή δηλαδή ήταν αδύνατο να προσβάλει ο άρχοντας του σκότους καθαρή την παρουσία του φωτός, αφού δεν είδε σ’ αυτό ίχνος σάρκας, γι’ αυτό, μόλις είδε τη θεοφόρο σάρκα και είδε και τα θαύματα που ενεργούσε με αυτήν η θεότητα, έλπισε ότι, αν νικούσε τη σάρκα με το θάνατο, θα νικούσε και όλη τη δύναμή της. Και γι’ αυτό, καταπίνοντας το δόλωμα της σάρκας, πιάστηκε στο αγκίστρι της θεότητας κι έτσι σύρθηκε ο δράκοντας με το αγκίστρι, όπως λέει ο Ιώβ, που προείπε με την περίπτωσή του εκείνο που επρόκειτο να γίνει, λέγοντας˙ «θα σύρεις το δράκοντας με το αγκίστρι».38

 Ας ακούσομε τώρα να μας λέει η φωνή του προφήτη εκείνα που μελέτησε αυτή η καρδιά της γης ενάντια σ’ όλο το σύμπαν, όταν άνοιξε το στόμα κατά της σάρκας του Κυρίου. Τί λέει σ’ αυτόν ο Ησαΐας φανερώνοντας τις σκέψεις του; «Εσύ είπες από μέσα σου˙ θ’ ανεβώ στον ουρανό, θα στήσω το θρόνο μου πάνω από τ’ άστρα του ουρανού, θα καθίσω σε ψηλό βουνό, θ’ ανεβώ πάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο».39 Αυτά σκέφτηκε η πονηρή καρδιά. Και πριν από αυτά ακόμα τί έλεγε μέσα του ο μεγάλος σε κακία νους, ο πονηρός Ασσύριος, ας ακούσομε πάλι από τη φωνή του Ησαΐα εκείνα που είπε˙ «με τη δύναμη του χεριού μου θα χτυπήσω και με τη σοφία μου θ’ αφαιρέσω τα σύνορα των εθνών, θα τσακίσω τη δύναμή τους, θα συγκλονίσω πόλεις πολυάνθρωπες, θα βάλω στο χέρι όλη την οικουμένη όπως μια φωλιά και θα την αρπάξω σαν αυγά παρατημένα, και κανένας δε θα μου ξεφύγει ούτε θ’ ανατισταθεί».40 Με τέτοια ελπίδα δέχεται αυτόν που από φιλανθρωπία επισκέφτηκε τους κάτω. Και τί έπαθε αντί εκείνων που έλπισε; Η προφητεία διηγείται με σαφήνεια το πάθημά του λέγοντας˙ «πώς εξέπεσε από τον ουρανό ο Εωσφόρος; Πώς συντρίφτηκε επάνω στη γη, με στρώμα του τη σήψη, με ρούχο του το περιτριγύρισμά του από σκουλήκια;»,41 και όσα άλλα διηγείται για τον αφανισμό του, που μπορεί όποιος θέλει να τα πληροφορηθεί με ακρίβεια από την ίδια τη Γραφή. Εγώ πρέπει να επαναφέρω το λόγο στο θέμα μας. Γι’ αυτό κατεβαίνει η αληθινή Σοφία στη μεγαλόστομη αυτή καρδιά της γης, για να εξαφανίσει από αυτήν τον μεγάλο στην κακία νου και να φωτιστεί το σκότος42 και «να καταπιεί η ζωή το θνητό»43 και το κακό να καταλήξει στην ανυπαρξία, αφού θα καταργηθεί ο έσχατος εχθρός, που είναι ο θάνατος.44 Αυτά σου πρόσφερε το χρονικό διάστημα των τριών ημερών.

 Μήπως η χάρη βραδυπόρησε; Μήπως αυτό το αγαθό κατορθώθηκε σε πολύ μικρό διάστημα; Θέλεις να μάθεις το υπερβολικό μέγεθος εκείνων που κατορθώθηκαν σε τόσο σύντομο χρόνο; Μέτρησέ μου όλες τις γενιές των ανθρώπων από την πρώτη είσοδο των κακών ως την κατάργηση τους, πόσοι είναι οι άνθρωποι σε κάθε γενιά και σε πόσες μυριάδες μετριούνται. Είναι τάχα δυνατό να χωρέσει ένας αριθμός το πλήθος εκείνων που με τη διαδοχή τους από άλλους διευρυνόταν μαζί και η κακία και ο κακός πλούτος της κακίας καθώς μοιραζόταν στον καθένα γινόταν με τον καθένα περισσότερος; Κι έτσι πολύ γόνιμη συμπορευόταν πάντοτε με τις γενιές που ακολουθούσαν η κακία και απλωνόταν με το πλήθος της προς το άπειρο, ως που προχωρώντας στο ακρότατο σημείο του κακού υποδούλωσε όλη την ανθρώπινη φύση, σύμφωνα με τον προφήτη που έκανε αυτή τη γενική διαπίστωση˙ «όλοι παρεξέκλιναν και ταυτόχρονα εξαχρειώθηκαν και δεν υπήρχε μέσα στους ζωντανούς τίποτε που να μην ήταν όργανο της κακίας».45

 Για τη συσσώρευση λοιπόν τόσης κακίας που μαζεύτηκε από καταβολής κόσμου ως την οικονομία του πάθους του Κυρίου και που τη διασκόρπισε μέσα σε τρεις ημέρες, αυτό είναι μικρή επίδειξη της υπερβολικής δύναμής του ή μήπως ισχυρότερη από όλες τις θαυματουργίες της ιερής ιστορίας; Όπως πλεονάζει ο θαυμασμός για το Σαμψών,46 όχι μόνο γιατί νίκησε το λιοντάρι, αλλά γιατί το σκότωσε εύκολα και με γυμνά και άοπλα χέρια ξέσκισε τόσο μεγάλο θηρίο σα να έπαιζε μ’ αυτό, έτσι και η εξαφάνιση τόσης κακίας από μέρους του Κυρίου χωρίς καμιά δυσκολία είναι μεγαλύτερη απόδειξη για την υπερβολική δύναμή του.47 Δε χρειάστηκε κατακλυσμός τεράστιων όγκων νερών από τους καταρράκτες του ουρανού να πέσει στη γη, ούτε άβυσσοι να ξεχειλίσουν τα όρια τους και με τα πέλαγα να κατασκεπάσουν τη στεριά, ούτε όλη η οικουμένη, σαν καράβι να βουλιάξει αύτανδρη και να πάει στο βυθό, ούτε βουνά να καταποντίζονται και βουνοκορφές να πάνε κάτω από τη θάλασσα,48 ούτε όμοια με τα Σόδομα49 οι πύρινες βροχές να καθαρίσουν τη διαφθορά με τη φλόγα τους, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο. Αλλά μια απλή και ακατανόητη επίσκεψη, μια μοναδική παρουσία της ζωής και του φωτός στους καθισμένους στο σκότος και τη σκιά του θανάτου προκάλεσε πλήρη έκλειψη και αφανισμό τόσο του σκότους όσο και του θανάτου.

 Να πω και κάτι άλλο κοντά σε όσα έχω πει; Φύτρωσε το κακό μέσα στο φίδι, ηττήθηκε η γυναίκα από τον πειρασμό του φιδιού κι έπειτα ηττήθηκε και ο άνδρας από τη γυναίκα.50 Το κακό γεννήθηκε από τρεις. Πού αποβλέπει η υπόμνηση αυτή; Μπορούμε με τη σειρά που ακολούθησε το κακό να εννοήσουμε κάποια σειρά στο αγαθό. Βλέπω ότι είναι τρεις οι υποδοχές του κακού˙ πρώτη είναι εκείνη στην οποία έλαβε τη σύστασή του, δεύτερη εκείνη στην οποία μεταφέρθηκε και τρίτη εκείνη στην οποία προχώρησε στη συνέχεια. Επειδή λοιπόν στα τρία αυτά πλημμύρισε η κακία, εννοώ τη διαβολική φύση, το γένος των γυναικών και το σύνολο των ανδρών, γι’ αυτό ακριβώς στη συνέχεια η νόσος εξαφανίζεται σε τρεις ημέρες, για κάθε γένος δηλαδή εκείνων που αρρώστησαν από κακία αποκληρώθηκε για τη θεραπεία του μία ημέρα. Σε μια μέρα απαλλάσσονται από τη νόσο τους οι άνδρες, τη δεύτερη μέρα θεραπεύεται το γένος των γυναικών, και την τελευταία καταλύεται ο έσχατος εχθρός, ο θάνατος, και συναφανίζονται μαζί με τον αρχηγό τους οι αρχές και οι εξουσίες και οι τάξεις των αντιπάλων μας δυνάμεων που έχει κοντά του.51 Μην απορήσεις αν επιμερίζεται η γένεση του αγαθού σε χρονικά διαστήματα. Και στην πρώτη γένεση του κόσμου δεν ήταν ανήμπορη βέβαια η θεία δύναμη να ολοκληρώσει τα πάντα ακαριαία, αλλά τοποθετεί τη δημιουργία των όντων μέσα σε χρονικά διαστήματα, ώστε ένα μέρος της κτίσης να τελειώσει την πρώτη μέρα, το άλλο τη δεύτερη και όμοια στη συνέχεια, ώσπου συμπληρώθηκαν τα όντα αφού συμπλήρωσε ο Θεός όλη την κτίση σε ορισμένες μέρες. Έτσι κι εδώ κατά τον ανέκφραστο λόγο της σοφίας του απομακρύνει το κακό από τα όντα μέσα σε τρεις μέρες, από τους άντρες, από τις γυναίκες, από τη γενιά των φιδιών, όπου πρωτογεννήθηκε η κακία.

 Αυτά σκέφτηκα για την αιτία του αριθμού των ημερών˙ αν είναι ορθά ή όχι τ’ αφήνω στην κρίση των ακροατών. Γιατί ο λόγος μου δεν είναι κανόνας, αλλά γύμνασμα και αναζήτηση. Κι αν ζητείς να δεις με ακρίβεια μέσα στο πάθος το διάστημα αυτών των ημερών, περίμενε λίγο κι ίσως ο λόγος μου να σου το διευκρινίσει κι αυτό (γιατί υπολείπεται στον αριθμό όχι λίγος χρόνος, αν τον υπολογίσεις μετά την ενάτη ώρα της Παρασκευής, οπότε παρέδωσε το πνεύμα στα πατρικά χέρια). Ποιός είναι λοιπόν ο λόγος μου; Στρέψε το βλέμμα σου στο μεγαλείο της θείας δύναμης και δε θ’ αγνοήσεις αυτό που ζητούμε εδώ˙ θυμήσου τη δεσποτική δήλωση, τι δηλώνει για τον εαυτό του αυτός που έχει την εξουσία του παντός, πώς με αυτοεξουσιαστική δύναμη κι όχι από φυσική ανάγκη χωρίζει την ψυχή από το σώμα λέγοντας, «κανένας δε μου παίρνει την ψυχή μου, αλλά την προσφέρω εγώ από μόνος μου. Έχω την εξουσία να την προσφέρω κι έχω την εξουσία να την πάρω πάλι».52 Αυτό ας γίνει κατανοητό και αποσαφηνίστηκε το ζητούμενο. Γιατί αυτός που οικονομεί τα πάντα με τη δεσποτική εξουσία του δεν περιμένει βέβαια να εξαναγκαστεί από την προδοσία και τη ληστρική έφοδο των Ιουδαίων και την παράνομη απόφαση του Πιλάτου, ώστε η κακία όλων αυτών να γίνει αρχηγός και αιτία της κοινής σωτηρίας των ανθρώπων. Προλαμβάνει με την οικονομία την επίθεση σύμφωνα με τον άρρητο τρόπο της θαυματουργίας του και πρόσφερε τον εαυτό του στους ανθρώπους αόρατη προσφορά και θυσία για μας ο ιερέας και μαζί Αμνός του Θεού, που πήρε επάνω του την αμαρτία του κόσμου.53 Πότε έγινε αυτό; Όταν έκανε για τους συντρόφους του τροφή το σώμα του και ποτό το αίμα του. Γιατί είναι στον καθένα φανερό αυτό, ότι δε θα φάει ο άνθρωπος πρόβατο, αν δεν προηγηθεί η σφαγή του προβάτου. Αυτός λοιπόν που έδωσε το σώμα του τροφή στους μαθητές του δείχνει με σαφήνεια, ότι ήδη έχει συντελεσθεί η θυσία του αμνού. Γιατί δε θα ήταν βέβαια το σώμα του σφαγίου κατάλληλο για φαγητό, αν ήταν ζωντανό. Όταν λοιπόν έδωσε στους μαθητές του να φάνε από το σώμα και να πιουν από το αίμα του, ήδη ανεπαίσθητα με την εξουσία εκείνου που οικονομούσε το μυστήριο άρρητα και αόρατα είχε θυσιαστεί το σώμα και η ψυχή ήταν σ’ εκείνους, στους οποίους την είχε εναποθέσει η εξουσία εκείνου που τα οικονομούσε όλα αυτά περιπολώντας το χώρο εκείνο στην καρδιά της γης με τη θεία δύναμη, που ήταν αναμιγμένη σ’ αυτήν.

 Αφότου λοιπόν προσφέρθηκε στο Θεό η θυσία από το μεγάλο αρχιερέα, που θυσίασε άρρητα και αόρατα τον αμνό του για την κοινή αμαρτία, από τότε αν μετρήσει κανένας το χρόνο της παραμονής στα βάθη της γης δε θ’ αστοχήσει την αλήθεια. Ήταν βράδυ όταν έφαγαν εκείνο το ιερό και άγιο σώμα και τη διαδέχτηκε η νύχτα η πριν από την Παρασκευή. Έπειτα η ημέρα της Παρασκευής με τη νύχτα που μεσολάβησε και τη διχοτόμησε υπολογίζεται σε μία νύχτα και δύο ημέρες. Γιατί, αν ο Θεός κάλεσε το σκότος νύχτα54 και για τρεις ώρες έγινε σκότος σ’ όλη την οικουμένη,55 αυτό το σκότος είναι η πρωτόγνωρη νύχτα στη μέση της ημέρας που προσδιορίζει τα δύο τμήματα της ημέρας, το ένα από την αυγή ως την έκτη ώρα (μεσημέρι), και το άλλο από την ενάτη ώρα ως το βράδυ, ώστε να είναι μέχρι τότε δύο νύχτες και δύο ημέρες. Έπειτα, βάλε τη νύχτα πριν από το Σάββατο και στη συνέχεια την ημέρα του Σαββάτου και έχεις τις τρεις μέρες και τις τρεις νύχτες. Ερεύνησε λοιπόν σε παρακαλώ την ώρα της ανάστασης και θα βρεις την αλήθεια σ’ αυτά που λέω.

 Πότε λοιπόν έγινε; «Αργά το Σάββατο»,56 φωνάζει ο Ματθαίος. Αυτή είναι η ώρα της ανάστασης με τη σαφήνεια του Ευαγγελίου, αυτό είναι το όριο της παραμονής του Κυρίου στα βάθη. Ενώ δηλαδή ήταν πια προχωρημένο πολύ το βράδυ (και το βράδυ ήταν αρχή της νύχτας εκείνης που τη διαδέχεται η ημέρα της πρώτης του Σαββάτου) τότε γίνεται ο σεισμός, τότε ο άγγελος εκείνος που άστραφταν τα φορέματά του κυλά την πλάκα του μνημείου του.57 Οι γυναίκες όμως που σηκώθηκαν αυγή αυγή, ενώ έφεγγε πια το φως της μέρας, ώστε να φαίνεται στον ορίζοντα και κάποιο προμήνυμα από το φως του ήλιου στην ανατολή, ιστορούν τότε την ανάσταση που είχε γίνει, που είχαν βέβαια διαπιστώσει το θαύμα, δεν τους είπαν όμως για την ώρα. Ότι είχε αναστηθεί τους το είχε πει ο άγγελος, στην πληροφορία του όμως δεν πρόσθεσε το πότε. Αλλά ο μεγάλος Ματθαίος μόνος από όλους τους ευαγγελιστές δήλωσε με ακρίβεια την ώρα, λέγοντας ότι η ώρα της ανάστασης έγινε το βράδυ του Σαββάτου.

 Αν αυτά έγινα μ’ αυτόν τον τρόπο, στέκεται το διάστημα που πρότεινε από το βράδυ της Πέμπτης στο βράδυ του Σαββάτου με τον υπολογισμό του χρόνου και της νύχτας που παρεμβλήθηκε, όπως είπα, που χώρισε την Παρασκευή σε δύο ημέρες και μία νύχτα. Γιατί έπρεπε γι’ αυτόν που έχει την κυριαρχία του αιώνα αυτού να μη συμπαρατείνονται υποχρεωτικά τα έργα του με τα ορισμένα μέτρα του χρόνου, αλλά για την ανάγκη των έργων να εγκαινιάζονται νέα μέτρα χρόνου κι αφού η θεία δύναμη συντομεύει την πραγματοποίηση των αγαθών έργων να σχεδιασθούν περικομμένα τα μέτρα του χρόνου, ώστε ούτε να μετρηθεί χρόνος λιγότερος από τρεις ημέρες και τόσες νύχτες, επειδή ο μυστικός και απόρρητος λόγος επιζητεί αυτόν τον αριθμό, αλλά ούτε η θεία δύναμη να εμποδίζεται στην ταχύτητα της ενέργειάς της περιμένοντας τα συνηθισμένα μέτρα των ημερών και των νυκτών. Αυτός που έχει εξουσία και να προσφέρει από μόνος του τη ζωή του και να την ξαναπάρει, όταν ήθελε, είχε την εξουσία ως ποιητής και των αιώνων όχι να υποδουλωθεί με τα έργα του στο χρόνο, αλλά να μεταβάλει το χρόνο σύμφωνα με τα έργα.

 Αλλά ο λόγος δεν άγγιξε ακόμα το κορυφαίο σημείο. Γιατί είναι φυσικό να ζητούν οι φιλομαθέστεροι πώς τον ίδιο καιρό ο Κύριος παραδίνει τον εαυτό του σε τρία, και στην καρδιά της γης, και στον παράδεισο μαζί με το ληστή, και στα πατρικά χέρια. Γιατί στους Φαρισαίους λέει, «όπως ο Ιωνάς παρέμεινε στην κοιλιά του κήτους, έτσι θα παραμείνει και ο Υιός του ανθρώπου στην καρδιά της γης το τριήμερο διάστημα του χρόνου»58 στο ληστή «από σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο»,59 και στον Πατέρα «στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου».60 Ούτε βέβαια στα υποχθόνια μπορεί να τοποθετήσει κανένας τον Παράδεισο, ούτε τα υποχθόνια στον Παράδεισο, ώστε με τα δύο να εννοείται το ίδιο πράγμα ή αυτά τα δύο να λέγονται χέρια του Πατέρα. Αλλά αυτό για όσους σκέφτονται λογικά ίσως δεν είναι άξιο ούτε για να το συζητούν. Γιατί, αυτός που βρίσκεται παντού με τη θεϊκή δύναμή του, και σε κάθε σημείο είναι παρών και από πουθενά δε λείπει.

 Έχω μάθει και ξέρω και κάποιο άλλο λόγο γι’ αυτό, που με την άδειά σας θα εκθέσω με λίγα λόγια. Όταν ήρθε το Πνεύμα επάνω στην Παρθένο και την επισκίασε η δύναμη του Υψίστου,61 για να λάβει σ’ αυτήν υπόσταση ο καινός άνθρωπος (γι’ αυτό και ονομάστηκε καινός, γιατί χτίστηκε όπως ήθελε ο Θεός, όχι κατά τα συνηθισμένα στους ανθρώπους, ώστε να γίνει δοχείο του Θεού αχειροποίητο˙ γιατί ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε δοχεία χειροποίητα,62 που κατασκευάζονται εννοώ από ανθρώπους), τότε ενώ η Σοφία οικοδομούσε για τον εαυτό της την κατοικία της63 και με το αποσκίασμα της δύναμης σαν από τύπο κάποιας σφραγίδας δεχόταν μέσα της το πλάσμα μορφή, τότε αναμιγνύεται η θεία δύναμη και με τα δύο συστατικά της ανθρώπινης φύσης, την ψυχή και το πνεύμα, σμίγοντας κατάλληλα με το καθένα. Έπρεπε δηλαδή τα δύο αυτά που νεκρώθηκαν με την παρακοή (επειδή νέκρωση της ψυχής αποτελούσε η αποξένωση από την αληθινή ζωή και νέκρωση του σώματος η φθορά και η διάλυση), έπρεπε και από τα δύο αυτά με την επιμιξία με τη ζωή να γίνει η έξωση του θανάτου.

 Όταν λοιπόν η θεότητα αναμίχθηκε κατάλληλα σε καθένα από τα δύο στοιχεία του ανθρώπου και στα δύο ήταν ολοφάνερα τα γνωρίσματα της υπερέχουσας φύσης. Το σώμα επισήμαινε τη μέσα του θεότητα ενεργώντας τις ιάσεις με την αφή, ενώ η ψυχή εκδήλωνε τη θεία δύναμη με τη δυνατή εκείνη θέλησή της. Όπως δηλαδή είναι ιδιαίτερη η αίσθηση της αφής στο σώμα, έτσι είναι και η προαίρεση της ψυχής. Πλησιάζει ο λεπρός έχοντας το σώμα του σε κατάρρευση και παραμορφωμένο. Πώς τον θεραπεύει ο Κύριος; Θέλει η ψυχή και το σώμα αγγίζει και με τη συνεργία και των δύο φεύγει το πάθος. Γιατί λέει, «έφυγε αμέσως η λέπρα από αυτόν».64 Επίσης τους χιλιάδες ανθρώπους που τον τριγύριζαν στην έρημο65 δε θέλει να τους αφήσει νηστικούς, αλλά κομματιάζει τους άρτους με τα χέρια του. Βλέπεις πώς και με τα δύο εκδηλώνεται η θεότητα που συμπαρακολουθεί το καθένα και με το σώμα που ενεργεί και με την ορμή του θελήματος που δημιουργείται στην ψυχή. Αλλά γιατί πρέπει να διηγούμαι τα θαύματα που πραγματοποιούνται με τον ίδιο πάντοτε τρόπο και ν’ απασχολώ το λόγο μου με πράγματα προφανή; Θα περάσω σ’ εκείνο που για χάρη του ανέφερα όλα αυτά.

 Πώς ο Κύριος βρίσκεται ταυτόχρονα και στον άδη και στον παράδεισο; Στο ζήτημα αυτό μια λύση είναι ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο για το Θεό μέσα στον οποίο βρίσκονται τα πάντα,66 και μια δεύτερη λύση, στην οποία τώρα τείνει ο λόγος, είναι αυτή˙ αφού ο Θεός μεταστοιχείωσε με την ανάκραση με τον εαυτό του όλο τον άνθρωπο και του έδωσε θεία φύση, στον καιρό της οικονομίας του πάθους δεν αποχωρίστηκε από το άλλο στοιχείο αυτό που είχε μια φορά αναμιχθεί (γιατί ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά του67), αλλά η θεότητα αποχώρισε θέλοντας την ψυχή από το σώμα, έδειξε όμως ότι η ίδια παρέμεινε και στα δύο. Με το σώμα, στο οποίο δε δέχτηκε τη φθορά από το θάνατο,68 κατάργησε αυτόν που είχε τη δύναμη του θανάτου,69 ενώ με την ψυχή άνοιξε στο ληστή το δρόμο για την είσοδό του στον Παράδεισο. Και τα δύο αυτά πραγματοποιούνται ταυτόχρονα˙ και με τα δύο η θεότητα πραγματώνει το αγαθό, με την αφθαρσία δηλαδή του σώματος την κατάλυση του θανάτου και με την ψυχή που επείγεται προς την εστία της, την επάνοδο των ανθρώπων στον Παράδεισο.

 Επειδή λοιπόν η ανθρώπινη σύνθεση έχει δύο στοιχεία, ενώ η φύση της θεότητας είναι απλή και μονοειδής, κατά τον καιρό της διάζευξης του σώματος από την ψυχή δεν συνδιαχωρίζονται το αδιαίρετο και το σύνθετο, αλλά γίνονται πάλι ένα˙ γιατί με την ενότητα της θείας φύσης που βρίσκεται εξίσου και στα δύο, αυτά που χωρίστηκαν συνάπτονται πάλι. Και έτσι ο θάνατος γίνεται από τη διαίρεση των ενωμένων, ενώ η ανάσταση από την ένωση αυτών που έχουν διαιρεθεί. Κι αν ρωτάς, πώς αυτός πού είναι στον Παράδεισο παραδίδει τον εαυτό του στα χέρια του Πατέρα του, θα σου εξηγήσει ο ουράνιος Ησαΐας την απορία σου αυτή. Γιατί είπε εκείνος από μέρους του Θεού για την άνω Ιερουσαλήμ, που πιστεύομε ότι δεν είναι άλλη παρά ο Παράδεισος˙ «επάνω στα χέρια μου ζωγράφισε τα τείχη σου».70 Αν λοιπόν στα χέρια του Πατέρα είναι το περίγραμμα της Ιερουσαλήμ, που είναι ο Παράδεισος, είναι φανερό ότι αυτός που είναι στον Παράδεισο βρίσκεται οπωσδήποτε μέσα στις πατρικές παλάμες, όπου είναι το περίγραμμα της θείας πόλης.

 Τόσα και γι’ αυτά. θα άξιζε όμως να περιλάβομε με συντομία στο λόγο μας και όσα ακούμε από τους Ιουδαίους, που επιτίθενται με σφοδρές κατηγορίες κατά του δόγματος. Λένε δηλαδή ότι για το θέμα του Πάσχα έχει νομοθετηθεί για τους Ιουδαίους από το Μωυσή71 η δεκάτη τετάρτη περίοδος της τροχιάς της σελήνης, η κατανάλωση αζύμων για εφτά ημέρες και μαζί με τα άζυμα το προσφάγι τους να είναι τα ραδίκια. Αν λοιπόν φυλάγετε μ’ επιμέλεια τη δεκάτη τετάρτη, φυλάγετε μαζί, λέει ο Ιουδαίος, και τα ραδίκια και τα άζυμα˙ αν αυτά είναι άξια για περιφρόνηση, τί νόημα έχει το ενδιαφέρον για το πρώτο; Γιατί από τα νομοθετήματα του ιδίου νομοθέτη δεν κρίνεται το ένα δίκαιο και ψυχωφελές και το άλλο άχρηστο κι απορριπτέο, ώστε είναι υποχρεωτικό ή να εκτελείτε όλα όσα ορίζονται για το Πάσχα ή να μην τηρείτε κανένα. Ενώ εσείς τί κάνετε; Ας θυμηθούμε αυτόν που μας παράγγειλε να μη φοβόμαστε τις κατηγορίες των ανθρώπων και να μην μας καταβάλλουν οι εξευτελισμοί τους.72 Ξέρομε και την ωφέλιμη τήρηση της διάταξης για τα άζυμα και το κέρδος από τις πικρίδες και τη χρησιμότητα της δεκάτης τετάρτης ημέρας. Ο λόγος είναι ο εξής και θα τον εξετάσομε με συντομία. Ο νόμος που περιέχει τη σκιά των μελλοντικών αγαθών73 έχει ένα κυρίως σκοπό, πώς ο άνθρωπος με τις διάφορες εντολές να καθαρθεί από την κακία που αναμίχθηκε με τη φύση του. Τούτο κατορθώνεται με την περιτομή, τούτο με το Σάββατο, τούτο με την προσοχή στα φαγώσιμα, τούτο με τις διάφορες θυσίες των ζώων, τούτο με την τήρηση των διαφόρων περιορισμών. Και θα έπαιρνε πολύ χρόνο να εκθέσουμε όσα μας υπαινίσσεται για καθένα από αυτά ο νόμος για την κάθαρση της ζωής μας.

 Όπως λοιπόν με την περιτομή που γίνεται πνευματικά η φύση αποθέτει τα πάθη αφαιρώντας το σαρκικό βίο, με το σαββατισμό διδάσκεται την απραξία στο κακό, η θυσία πάλι των ζώων κατασφάζει τα πάθη και η συνηθισμένη διάκριση των ακάθαρτων τροφών σου υποδεικνύει την απομάκρυνση του βρώμικου κι ακάθαρτου βίου, έτσι και η εορτή αυτή σου παρουσιάζει εκείνη την εορτή, για την οποία η ψυχή προετοιμάζεται με τα άζυμα, απέχοντας επτά ημέρες από ζυμωτό ψωμί και η λύση του αινίγματος είναι αυτή. Ο αριθμός των επτά ημερών δείχνει αυτόν τον παροδικό χρόνο που ανακυκλώνεται κατά εβδομάδα, κατά τον οποίο πρέπει να φροντίσομε να μη διασωθεί κανένα λείψανο της χθεσινής κακίας κατά τη σημερινή ημέρα, για να μην χαλάσει και ξυνίσει η ανάμιξη της προχθεσινής κακίας το σημερινό ζυμάρι. «Να μη βασιλέψει ο ήλιος και σας αφήσει οργισμένους»,74 λέει ο Απόστολος, αυτός που μας παραγγέλλει «να μην εορτάζομε με παλαιά ζύμη ούτε με ζύμη κακίας και φυλότητας, αλλά με τα άζυμα της ειλικρίνειας και της αλήθειας».75 Ό,τι μάθαμε για ένα είδος της κακίας, αυτό κατ’ αναλογία διδασκόμαστε και για τα λοιπά είδη της κακίας. Το πικρό ραδίκι απομακρύνει από τη ζωή μας κάθε βλακεία και παραλυσία μας και βάζει στη θέση τους το βίο της εγκράτειας και της σκληρής άσκησης που είναι ασύλληπτος για την αίσθηση, επειδή κάθε παιδεία δε φαίνεται κατά το παρόν να προκαλεί χαρά, αλλά λύπη.

 Όποιος λοιπόν για όλη την εβδομάδα της ζωής αυτής πραγματοποιεί την πάντοτε παρούσα ημέρα άζυμη και χωρίς ν’ αναμίξει σ’ αυτήν την παλαιά κακία χρησιμοποιώντας ως προσφάγι της ζωής την εγκράτεια, αυτός χωρίζει τον εαυτό του από κάθε σκοτεινή επιμιξία.76 Αυτό δείχνει η δεκάτη τετάρτη ημέρα της τροχιάς της σελήνης. Επειδή οι ημέρες της τροχιάς της σελήνης είναι είκοσι εννέα και μισή, μέσα στις οποίες το φεγγάρι από την πρωτομηνιά μεγαλώνοντας και φτάνοντας στην πανσέληνο κατά την κυκλική περιφορά του και μικραίνοντας πάλι ξαναγυρίζει στην ολική έκλειψη του φωτός, είναι φανερό ότι το μισό του αριθμού που ανάφερα είναι η δεκάτη τετάρτη ημέρα και κάτι. Επομένως όταν τύχει η σελήνη να βρίσκεται σ’ αυτό το σχήμα, προχωρώντας στο δρόμο της κατά το διάστημα την νύχτας προσθέτει στον κύκλο το μέρος που του λείπει, ώστε με ολόγεμο το δίσκο της να ενώσει τις λάμψεις της με το ηλιοφώς της ημέρας, και καμιά παρεμβολή σκότους ούτε το βράδυ ούτε την αυγή να μη διακόψει τη συνέχεια του φωτός, αλλά να παραμείνει αδιαίρετο το φως κατά τη διαδοχή των άστρων (γιατί ακριβώς πριν βασιλέψει ο ήλιος φαίνεται στο άλλο άκρο της ευθείας η σελήνη αντίθετα διαμετρικά με τον ήλιο και με το φως της φωτίζει τον κόσμο. Και πάλι πριν όλος ο δίσκος της χαθεί στον ορίζοντα με τα λείψανα του φωτός της σμίγει το αυγινό φως της ημέρας). Έτσι τη μέρα με πανσέληνο το σκοτάδι εξαφανίζεται και την αυγή και το βράδυ, καθώς διαλύεται από τη διαδοχή των μεγάλων άστρων.77

 Αυτό λοιπόν που συμβαίνει στο αισθητό φως τη δεκάτη τετάρτη ημέρα, το ότι η επιμιξία με το σκότος είναι απαράδεκτη όλη τη νύχτα και την ημέρα, αυτό το γεγονός θέλει ο πνευματικός νόμος να γίνει σύμβολο για όσους εορτάζουν πνευματικά, ώστε με όλη την εβδομάδα της ζωής να κάνουν όλο το χρόνο της ζωής τους ένα Πάσχα φωτεινό και ασκοτείνιαστο. Αυτή είναι η κατάσταση των παραγγελμάτων προς τους Χριστιανούς για το Πάσχα. Γι’ αυτό βλέπομε στη δεκάτη τετάρτη ημέρα και φανταζόμαστε με το αισθητό τούτο και υλικό φως το άυλο και νοητό, ώστε από τη μια να φαίνεται πως επιζητούμε την πανσέληνο, που μας χαρίζει ολονύχτιο το διαρκές φέγγος της, ενώ στ’ αλήθεια είναι για μας νόμος να τηρούμε όλο το χρόνο, που μετριέται σε νύχτες και μέρες, αδιάκοπα λαμπρό για μας και να μην έχουν ανάμιξη τα σκοτεινά έργα.

 Τόσα και γι’ αυτά. Όσα τώρα νοήματα περιέχει και ο σταυρός με τον οποίο ολοκληρώνεται το μυστήριο του πάθους, ποιος μπορεί να τα εξηγήσει με το λόγο; Μήπως δεν υπάρχουν άπειροι τρόποι που οδηγούν στο θάνατο, με τους οποίους ήταν δυνατό να εκπληρωθεί η για χάρη μας οικονομία του θανάτου; Αλλά από όλους αυτούς ορίστηκε ο σταυρός από αυτόν που όρισε για τον εαυτό του το πάθος με την εξουσία που είχε. Γιατί λέει, «πρέπει ο Υιός του ανθρώπου»˙ δεν είπε, ΄αυτά και αυτά θα πάθει ο Υιός του ανθρώπου΄, όπως θα μπορούσε να πει κάποιος προλέγοντας το μέλλον, αλλά με το λόγο του δογματίζει αυτό που κατά κάποιο απόρρητο λόγο οφείλει υποχρεωτικά να γίνει οπωσδήποτε, λέγοντας ότι «ο Υιός του ανθρώπου πρέπει να πάθει πολλά και ν’ αποδοκιμαστεί και να σταυρωθεί και την τρίτη ημέρα ν’ αναστηθεί».78 Πρόσεξε το νόημα του «πρέπει», από το οποίο βλέπομε να δογματίζεται ότι δεν πρέπει το πάθος να γίνει με άλλο τρόπο, παρά μονάχα με το σταυρό. Ποιός είναι ο λόγος γι’ αυτό; Μόνο ο μεγάλος Παύλος έχει τη δυνατότητα, που διδάχτηκε από τους απόρρητους εκείνους λόγους,79 που άκουσε και μυήθηκε στα άδυτα του παραδείσου, να μας εξηγήσει και το μυστήριο αυτό, όπως και έκανε κάποιο υπαινιγμό για το μυστήριο προς τους Εφεσίους με τους λόγους του˙ «για να μπορέσετε μαζί με όλους τους πιστούς να καταλάβετε ποιο είναι το πλάτος και το μήκος και το βάθος και το ύψος (του μυστηρίου) και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνά στη γνώση, για να γεμίσετε μέσα σας από την πληρότητα του Θεού».80

 Πράγματι το θείο μάτι του Αποστόλου δε σχημάτισε μια θολή εικόνα για το σχήμα του σταυρού, αλλά έδειξε σαφώς και με αυτό ότι, αφού απέβαλε από τα μάτια του όλα τα λέπια της άγνοιας,81 βλέπει καθαρά προς την ίδια την αλήθεια των όντων. Είδε δηλαδή ότι το σχήμα αυτό χωριζόμενο σε τέσσερις προεκτάσεις από τη συμβολή στο κέντρο σημαίνει φανερά τη δύναμη και την πρόνοια εκείνου που πρόβαλε από αυτόν, η οποία περιλαμβάνει τα πάντα, και γι’ αυτό κάθε προέκταση την ονομάζει με ιδιαίτερο όνομα. Βάθος λέει την προέκταση από το μέσο προς το κάτω και ύψος την προς τα άνω, ενώ πλάτος και μήκος τις πλάγιες προεκτάσεις από τη μια και την άλλη της συμβολής, για να πει πλάτος το από τη μια του κέντρου και το από την άλλη μήκος. Με αυτά μου φαίνεται ότι ο λόγος του σημαίνει με σαφήνεια, ότι δεν υπάρχει κανένα ον που δεν εξουσιάζεται από τη θεότητα, το υπερουράνιο, το υποχθόνιο, αυτό που προεκτείνεται προς τα πλάγια από παντού ως τα πέρατα των όντων. με το ύψος σημαίνει ό,τι βρίσκεται στον ουρανό, με το βάθος ό,τι είναι κάτω από τη γη, με το μήκος και το πλάτος τα ενδιάμεσα άκρα, όσα κατέχονται από τη δύναμη που διακρατεί το παν. Η απόδειξη των λεγομένων μου ας γίνει από όσα συμβαίνουν στην ψυχή σου σχετικά με την έννοια του Θεού. Ύψωσε το βλέμμα σου στον ουρανό και σκέψου με το νου σου τα κάτω βάθη, άπλωσε τη διάνοιά σου στα πλάγια και τα άκρα της κοσμικής δημιουργίας και αναλογίσου ποια είναι η δύναμη που τα συγκρατεί σαν ένας σύνδεσμος του παντός και θα δεις ότι αυτόματα χαράζεται μέσα στο νου σου με την έννοια της θείας έννοιας το σχήμα του σταυρού, από τα ύψη κατεβαίνοντας στα βάθη και προεκτεινόμενο εγκάρσια από τη μια άκρη στη άλλη.

 Αυτό το σχήμα ύμνησε και ο μεγάλος Δαβίδ στους ψαλμούς του λέγοντας˙ «πού να πάω μακριά από το πνεύμα σου και πού να φύγω μακριά από τη ματιά σου; Αν ανεβώ στον ουρανό (αυτό είναι το ύψος), αν κατεβώ στον άδη (αυτό είναι το βάθος), αν ανοίξω τα φτερά μου την αυγή (που είναι η ανατολή του ηλίου – κι αυτό είναι το πλάτος), ή αν κατασκηνώσω στην άκρη της θάλασσας (έτσι λέει τη δύση – και αυτό είναι το μήκος)».82 Βλέπεις πώς με τα λόγια σου διαγράφει το σχήμα του σταυρού; Συ είσαι, λέει, που περνάς μέσα από όλα και γίνεσαι ο σύνδεσμος των πάντων και περιλαμβάνεις μέσα σου όλα τα πέρατα. Εσύ είσαι επάνω, εσύ παρών κάτω, στο ένα άκρο είναι το ένα χέρι σου και στο άλλο οδηγεί το δεξί σου. Γι’ αυτό κι ο μέγας Απόστολος, όταν η πίστη και η επίγνωση του Θεού γεμίσει τον κόσμο, λέει ότι ο πάνω από κάθε όνομα θα προσκυνείται στο όνομα του Ιησού Χριστού από τα επουράνια και τα επίγεια και τα καταχθόνια.83 Και με αυτά πάλι ρυθμίζει την προσκύνηση κατά τα μέρη του σταυρού. Η υπερκόσμια περιοχή απονέμει την προσκύνηση στον Κύριο στο άνω μέρος του σταυρού, η εγκόσμια περιοχή στα μεσαίο και η υποχθόνια κατέχει το κάτω μέρος.

 

Αυτό είναι και το ιώτα, όπως λέω εγώ, που το αναφέρει μαζί με την κεραία, που είναι κι από τον ουρανό μονιμότερο και από τη γη σταθερότερο και διαρκέστερο από όλο το σύστημα των όντων. «Ο ουρανός και η γη θα περάσουν και στο σχήμα όλου του κόσμου είναι διαβατό, το ιώτα όμως και η κεραία του νόμου είναι παντοτινά».84 Η κάθετη γραμμή του σταυρού που από επάνω πηγαίνει προς τα κάτω λέγεται ιώτα, αυτή που προχωρεί οριζόντια από τα πλάγια ονομάζεται κεραία, όπως μπορούμε να μάθομε κι από τους ναυτικούς. Το ξύλο δηλαδή που είναι πλάγια στο κατάρτι, από όπου απλώνουν και το πανί από το σχήμα του το ονομάζουν κεραία. Γι’ αυτό έχω τη γνώμη ότι αυτό σημαίνει ο λόγος του Ευαγγελίου, ότι είναι εκείνο μέσα στο οποίο υπάρχουν όλα,85 που από όσα περικρατεί είναι πιο αΐδιο, που υποδηλώνει, όπως με αίνιγμα και καθρέφτισμα, δια μέσου του σχήματος του σταυρού τη δύναμη που συντηρεί όλα τα όντα. Γι’ αυτό ακριβώς λέει ότι ο Υιός του ανθρώπου πρέπει όχι απλώς να πεθάνει, αλλά «να σταυρωθεί», για να γίνει ο σταυρός για τους πιο διορατικούς θεολόγους αυτός που ανακηρύσσει με το σχήμα του την παντοδύναμη εξουσία εκείνου που ανέβηκε σ’ αυτόν και είναι τα πάντα μέσα στα πάντα.86 Ας μην παραλείψουμε ν’ αναφέρομε, αδελφοί μου, κι εκείνο τον ευσχήμονα βουλευτή τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που παίρνοντας ως δώρο εκείνο το άχραντο και άγιο σώμα το τύλιξε με καθαρό σεντόνι και το απέθεσε μέσα σε καθαρό μνημείο.87

 Ας γίνει νόμος για μας η ενέργεια εκείνου του επίσημου βουλευτή, για να σκεφτόμαστε κι εμείς όμοια, όταν πάρομε εκείνο το δώρο του σώματος. Να μην το τυλίξομε μέσα σε βρώμικο σεντόνι της συνείδησής μας ούτε να το αποθέσομε μέσα στο μνήμα της καρδιάς που θα μυρίζει από νεκρά οστά κι από κάθε ακαθαρσία. Αλλά, όπως λέει ο Απόστολος, να δοκιμάζει καθένας τον εαυτό του, για να μη γίνει καταδίκη η χάρη γι’ αυτόν που τη δέχεται ανάξια.88 Αλλά τώρα που μιλώ αισθάνομαι να με καταφωτίζει η φωτεινή στολή του αγγέλου που κλονίζει ηδονικά την καρδιά μου ο γλυκύς εκείνος σεισμός που κυλάει από το ανθρώπινο μνήμα τη βαριά πλάκα, με την οποία ανοίγει πάλι η πόρτα της ανάστασης.

 Ας σπεύσομε κι εμείς για να δούμε το παράδοξο θέαμα (ήδη το Σάββατο έχει περάσει), μήπως φτάσομε μετά τις γυναίκες. Ας ευωδιάσουν και τα δικά μας χέρια τα αρώματα, η πίστη και η συνείδηση. Αυτή είναι η ευωδία του Χριστού.89 Ας μη ζητήσομε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που ζει. Ο Κύριος απωθεί όποιον τον ζητεί μ’ αυτόν τον τρόπο, λέγοντάς του «μη με αγγίζεις».90 Όταν ανεβώ στον Πατέρα μου τότε σου επιτρέπεται να με αγγίξεις. Θέλει να πει μην αποτυπώσεις στην πίστη σου τη σωματική και δουλική μορφή του, αλλά να λατρεύεις αυτόν που βρίσκεται στη δόξα του Πατέρα και υπάρχει με τη μορφή του Θεού και που είναι Λόγος του Θεού. Ας ακούσομε τι μας ευαγγελίζεται και η γυναίκα που προηγήθηκε από τον άνδρα στην πίστη κι έπραξε τούτο καλά, ώστε με το να κάνει αρχή στο αγαθό να έχει ν’ απολογηθεί για το ό,τι στάθηκε αιτία του κακού.

 Ποιά είναι λοιπόν η καλή είδηση της γυναίκας; Αγγελία αληθινά «όχι από ανθρώπους ούτε μέσω ανθρώπων, αλλά μέσω του Ιησού Χριστού.91 Γιατί λέει, άκουε τι μας παράγγειλε ο Κύριος να πούμε σε σας που σας λέει και αδελφούς του˙ «πηγαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας».92 Πόσο καλή και ελπιδοφόρα αγγελία! Αυτός που για χάρη μας έγινε άνθρωπος σαν εμάς, ώστε με το να γίνει συγγενής μας να μας κάνει αδελφούς του, προσφέρει την ανθρώπινη υπόστασή του στον αληθινό Πατέρα του, για να προσελκύσει με τον εαυτό του όλους τους συγγενείς. Έτσι με το να οδηγηθούν πάλι στον ζώντα και αληθινό Θεό να μην έχουν καμιά πια κατηγορία όσοι είχαν υποδουλωθεί στους ανύπαρκτους θεούς,93 και να μην εκβληθούν ούτε ν’ αποκηρυχθούν από την πατρική κληρονομία όσοι με την υιοθεσία ακολούθησαν τον Υιό, αυτόν που έκανε σαρκικά τον εαυτό του πρωτότοκο της αγαθής δημιουργίας94 ανάμεσα σε πολλούς αδελφούς και ανέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση που έγινε μέτοχός της με τη σάρκα που αναμίχθηκε μ’ αυτόν. Αλλά, επειδή ο άρτος ο άζυμος πριν από το Πάσχα έχει και προσφάγι τα ραδίκια, ας δούμε με ποιο γλυκαντικό γλυκαίνει τον άρτο με την ανάσταση. Βλέπεις, ενώ ο Πέτρος ψαρεύει, στα χέρια του Κυρίου άρτο και ένα κομμάτι κηρήθρα μελιού.95 Σκέψου σε τι μετατρέπεται για σένα η πίκρα της ζωής.

 Ας σηκωθούμε λοιπόν κι εμείς από το ψάρεμα των λόγων κι ας τρέξομε τώρα στον άρτο, που τον καταγλυκαίνει η κηρήθρα της αγαθής ελπίδας στον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Σημειώσεις


1. Γεν. 26, 4.16. Ιω. 3,5.

2. Γεν. 22,13.

3. Γεν. 22,6.

4. Εβρ. 1,3.

5. Εξ. 17,11.

6. Ησ. 7, 14. Ματθ. 1, 21-23.

7. Ησ. 66, 7.

8. Ησ. 9,6.

9. Ησ. 53, 7.

10. Ιερ. 11, 19.

11. Ιω. 2,1.

12. Ματθ. 22, 40.

13. Β’ Τιμ. 3, 16.

14. Ρωμ. 5, 14.

15. Ιω. 1, 13.

16. Ιω. 3,5.

17. Ιω. 6, 31-33.

18. Ζαχ. 14,7.

19. Γεν. 1,3.

20. Ψαλμ. 117, 24.

21. Ησ. 65, 17.

22. Λουκά 8, 15.

23. Ησ. 61, 11.

24. Ψαλμ. 94, 7.

25. Γεν. 1, 26.

26. Ζαχ. 14, 1-11.

27. Πράξ. 2, 24.

28. Κολ. 1,18.

29. Ψαλμ. 106, 16.

30. Ησ.42,7˙ 61,1˙ 45,2.

31. Λουκά 1, 79. Ησ. 9, 2.

32. Ησ. 9,2.

33. Ματθ. 12, 40.

34. Α’ Κορ. 1,20.

35. Ησ. 10,12.

36. Ησ. 19,11.

37. Ιώβ 5, 13.

38. Ιώβ 40, 25.

39. Ησ. 14, 13-14.

40. Ησ. 10, 13-14.

41. Ησ. 14, 12.

42. Α’ Κορ. 4, 5.

43. Β’ Κορ. 5, 4.

44. Α’ Κορ. 15, 26.

45. Ψαλμ. 13, 3. Ρωμ. 3, 12.

46. Ιουδίθ 14, 6.

47. Εφ. 1, 19.

48. Γεν. 7, 17-20.

49. Γεν. 19, 24.

50. Γεν. 3, 1-6.

51. Α’ Κορ. 15, 26˙ 15, 24.

52. Ιω. 10, 18.

53. Ιω. 1, 29.

54. Γεν. 1,5.

55. Ματθ. 27, 45.

56. Ματθ. 28, 1.

57. Ματθ. 28, 2-3.

58. Ματθ. 12, 40.

59. Λουκά 23, 43.

60. Λουκά 23, 46.

61. Λουκά 1, 35.

62. Πράξ. 17, 24.

63. Παρμ. 9, 1.

64. Λουκά 5, 13. Ματθ. 8,3.

65. Ματθ. 15, 32.

66. Κολ. 1, 17.

67. Ρωμ. 11, 29.

68. Πράξ. 2, 27.

69. Εβρ. 2, 14.

70. Ησ. 49, 16.

71. Εξ. 12, 6-8.

72. Ησ. 51, 7.

73. Εβρ. 10,1.

74. Εφ. 4, 26.

75. Α’ Κορ. 5, 8.

76. Λουκά 11, 35-36.

77. Οι σκέψεις αυτές βασίζονται στο ότι θεωρείται ενιαίο το φως του ήλιου και της σελήνης και το γεγονός ότι την ώρα της δύσης του ήλιου κατά την πανσέληνο ανατέλλει από την άλλη άκρη του ορίζοντα η σελήνη.

78. Λουκά 9,22˙ 24, 7. Μάρκ. 8, 31.

79. Β’ Κορ. 12, 4.

80. Εφ. 3, 18-19.

81. Πράξ. 9, 18.

82. Ψαλμ. 138, 7.

83. Φιλ. 2, 10.

84. Ματθ. 24,35. Α’ Κορ. 7,31. Ματθ. 5, 18.

85. Κολ. 1, 17.

86. Κολ. 3, 11.

87. Ματθ. 23, 57-60. Λουκά 15, 43.

88. Α’ Κορ. 11, 27-29.

89. Εφ. 5, 2.

90. Ιω. 20, 17.

91. Γαλ. 1,1.

92. Ιω. 20, 17.

93. Γαλ. 4, 8.

94. Κολ. 1, 15.

95. Ιω. 2, 3-14. Λουκά 24,42.

Δημιουργία αρχείου: 30-11-2012.

Τελευταία μορφοποίηση: 30-11-2012.

ΕΠΑΝΩ