Τι είναι η ψυχή * Συγκρίσεις τής ψυχής * Ψυχικός, Σαρκικός και Πνευματικός * Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής * Τα ζεύγη: Ψυχή-Σώμα και Σάρκα-Πνεύμα * Το σφάλμα του "Τριμερούς" του ανθρώπου * Η ταυτότητα των όρων "ψυχή" και "πνεύμα" στην Αγία Γραφή * Η εξέλιξη της έννοιας της λέξεως "Ψυχή" στους αιώνες
Η ψυχή ως εκμαγείο τού ανθρώπου Η ψυχή συντελεί στην ανάσταση τού ιδίου ανθρώπου που πέθανε και όχι άλλου στη θέση του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης
Πηγή: Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: "Περί ψυχής και αναστάσεως" 37 ως 44. Λήψη κειμένου και μετάφρασης από: http://users.uoa.gr |
Στο ακόλουθο απόσπασμα, οι άγιοι Γρηγόριος και Μακρίνα, συζητούν τον τρόπο με τον οποίο η ψυχή θα ανασυγκροτήσει το σώμα κατά την ανάσταση. Αν και με τις γνώσεις τής εποχής τους, δεν γνώριζαν ούτε την αντικατάσταση τών κυττάρων κάθε λίγα χρόνια, ούτε τη λειτουργία τού DNA, το γεγονός παραμένει ότι η ανθρώπινη ψυχή, διατηρούμενη (χάριτι Θεού) αθάνατη, επιτελεί τη λειτουργία ενός εκμαγείου τού κάθε προσώπου ξεχωριστά, διατηρώντας κατά την ανάσταση τή μοναδικότητά του, ώστε να αναστηθεί αυτός και όχι κάποιος άλλος που του μοιάζει. Περί ψυχής και αναστάσεως 37-44: |
|
Αρχαίο Κείμενο | Μετάφραση |
37. Γρηγόριος Ταύτα δε διεξελθούσης τής διδασκάλου, μικρόν επισχών, «Ούπω ικανώς έχω, φημί, τού ζητουμένου· αλλ έτι μοι τοις ειρημένοις επιδιστάζει πως η διάνοια, και δέομαι πάλιν επαναχθήναί μοι προς την αυτήν ακολουθίαν τον λόγον, τών μεν ήδη συμβιβασθέντων ημίν απαλλαγέντα. Μετρίως γαρ οίμαι δια τών ειρημένων τους μη λίαν αντιτύπως έχοντας εναχθήσεσθαι μη εις αναίρεσιν και ανυπαρξίαν την ψυχήν μετά την διάλυσιν τών σωμάτων άγειν, μηδέ κατασκευάζειν μηδαμού δύνασθαι αυτήν εν τοις ούσιν είναι δια το ετεροειδώς έχειν προς την τών στοιχείων ουσίαν. Καν μη συμβαίνη γαρ τούτοις η νοερά τε και άϋλος φύσις, το είναι αυτοίς ου κωλύεται, διχόθεν ημίν τής υπολήψεως ταύτης βεβαιουμένης, εκ τε τού νυν εν τη ζωή ταύτη την ψυχήν εν τοις σώμασιν είναι, άλλο τι παρά το σώμα κατά την ουσίαν υπάρχουσαν, και εκ τού την θείαν φύσιν αποδείξαι τον λόγον, άλλο τι παντάπασιν ούσαν τής αισθητικής τε και υλικής ουσίας· όμως δε εκάστου τών όντων διήκειν, και τη προς το παν ανακράσει συνέχειν εν τω είναι τα όντα, ως δια τούτων κατά το ακόλουθον μηδέ την ψυχήν έξω τών όντων οίεσθαι από τής εν είδει θεωρουμένης ζωής εις το αειδές μεταστάσαν. Αλλά πώς, (είπον), τής τών στοιχείων ενώσεως έτερόν τι δια τής προς άλληλα μίξεως είδος αναλαβόντων, προς α τής ψυχής γέγονεν η οικείωσις, επειδάν τη διαλύσει τών στοιχείων κατά το εικός συναφανισθή και το είδος; Τίνι σημείω κατακολουθήσει η ψυχή μετά τού εγνωσμένου μη παραμείναντος;».
38. Μακρίνα Η δε μικρόν επισχούσα, «Δεδόσθω μοι, φησί, κατ εξουσίαν πλάσαι τινά λόγον εν υποδείγματι, προς την τού προκειμένου σαφήνειαν, καν έξω τού δυνατού δοκή το λεγόμενον. Δεδόσθω γαρ δυνατόν είναι τη τού ζωγράφου τέχνη, μη μόνον μιγνύειν εξ εναντίου τα χρώματα, καθώς έθος ποιείν αυτοίς προς την τής μορφής ομοιότητα, αλλά και διακρίνειν τα μεμιγμένα, και την κατά φύσιν πάλιν εκάστω τών χρωμάτων αποδιδόναι βαφήν. Ουκούν το λευκόν, και το μέλαν, ή το ερυθρόν, και το χρυσοειδές, ή ει τις άλλη βαφή προς την ομοιότητα τού προκειμένου συγκρίνεται, ει πάλιν αποκριθείη τής προς έτερον μίξεως, και εφ ετέρου γένοιτο, ουδέν ήττον γινώσκεσθαι υπό τού τεχνίτου φαμέν αυτό το είδος τού χρώματος, και μη μίαν εγγίνεσθαι λήθην αυτώ, μήτε τού ερυθρού μήτε τού μέλανος, ει ετερόχροα κατά την τού προς άλληλα μίξιν γινόμενα, πάλιν εις την κατά φύσιν επανέλθη βαφήν· »μεμνημένου δε τού τρόπου τής προς άλληλα τών χρωμάτων συγκράσεως· ειδέναι ποίον εν τινι γινόμενον οίον απειργάσατο χρώμα, και όπως εκβληθέντος εκ τού απολυθήναι τού ετέρου πάλιν εις το οικείον επανέδραμεν άνθος, και ει πάλιν δέοι δια τής μίξεως το ίσον εργάσασθαι, απονωτέρα έσται αυτώ η κατασκευή εν τη προλαβούση δημιουργία μελετηθείσα. 39. Ει δε τι ακόλουθον εν τω υποδείγματι, (φησίν), ο λόγος έχει, εξεταστέον ήδη ημίν αυτό το προκείμενον. Αντί γαρ τής γραφικής τέχνης η ψυχή προκείσθω τω λόγω και αντί χρωμάτων τής τέχνης η τών στοιχείων νοείσθω φύσις, η δε μίξις τής ποικίλης τών ετεροχροούντων βαφής, και πάλιν η δοθείσα ημίν καθ υπόθεσιν εις τα οικεία τούτων επάνοδος, την συνδρομήν τε και διάστασιν τών στοιχείων υπογραφέτω. Ώσπερ ουν φαμεν εν τω υποδείγματι μη αγνοείν την βαφήν τού χρώματος τον τεχνίτην, μετά μίξιν πάλιν εις το οικείον άνθος επανελθούσαν, αλλ επιγινώσκειν το τε ερυθρόν και το μέλαν, και ει τι έτερον δια τής ποιάς προς το ετερογενές κοινωνίας την μορφήν απειργάσατο, οίον μεν εν τη μίξει, οίον και νυν εστιν εν τω κατά την φύσιν γινομένω· οίον δε πάλιν έσται, ει ομοιοτρόπως αύθις αλλήλοις αναμιχθείη τα χρώματα· »ούτως ειδέναι την ψυχήν τών συνδραμόντων στοιχείων προς την τού σώματος κατασκευήν, ω ενεφύη, και μετά την διάλυσιν αυτών την φυσικήν ιδιότητα. Καν πόρωθεν απ αλλήλων αυτά η φύσις αφέλκη δια τας εγκειμένας εναντιότητας, έκαστον αυτών τής προς το εναντίον επιμιξίας απείργουσα, ουδέν ήττον παρ εκάστω έσται τη γνωστική δυνάμει τού οικείου εφαπτομένη, και παραμένουσα έως αν εις ταυτό πάλιν η τών διεστώτων γένηται συνδρομή προς την τού διαλυθέντος αναστοιχείωσιν, όπερ ανάστασις κυρίως και έσται και ονομάζεται».
40. Γρηγόριος: Και εγώ είπον: «Άριστά μοι δοκείς κατά το παρόν συμμεμαχηκέναι τω λόγω τής αναστάσεως. Δύνασθαι γαρ αν δια τούτων ηρέμα προσαχθήναι τους απομαχομένους τη πίστει, προς το μη οίεσθαι τών αδυνάτων είναι πάλιν αλλήλοις συνελθείν τα στοιχεία, και τον αυτόν απεργάσασθαι άνθρωπον».
Μακρίνα: Και φησιν η διδάσκαλος: «Αληθές τούτο λέγεις. Έστι γαρ λεγόντων ακούειν τών προς τον λόγον τούτον ενισταμένων, ότι εις το παν κατά το συγγενές γινομένης τών στοιχείων τής αναλύσεως, τις μηχανή το εν τώδε θερμόν εν τω καθόλου γενόμενον συμμιγές, τού συγγενούς πάλιν αποκριθήναι προς το συστήναι τον αναπλασσόμενον άνθρωπον; Ει γαρ μη ακριβώς το ίδιον επανέλθοι, εκ δε τού ομογενούς αντί τού ιδιάζοντός τι παραληφθείη, έτερον ανθ ετέρου γενήσεται, και ουκέτι αν είη το τοιούτον ανάστασις, αλλά καινού ανθρώπου δημιουργία. Ει δε χρή τον αυτόν εις εαυτόν πάλιν επανελθείν, δι όλου είναι προσήκει τον αυτόν εαυτώ πάσι τοις τών στοιχείων μέρεσι την εξ αρχής επαναλαβόντα φύσιν».
41. Γρηγόριος: «Ουκούν, (ως είπον), αυτάρκης ημίν προς ταύτην την ένστασιν η τοιαύτη περί τής ψυχής αν είη υπόληψις· το οις εξ αρχής ενεφύη στοιχείοις τούτοις, και μετά την διάλυσιν παραμένειν, οίον ει φύλακα τών οικείων καθισταμένην, και εν τη ανακράσει τη προς το ομόφυλον ου διαφιείσαν το ίδιον εν τω λεπτώ τε και ευκινήτω τής νοεράς δυνάμεως, ουδεμίαν εν τη λεπτομερία τών στοιχείων υπομένουσαν πλάνην, αλλά συνδιαλύεσθαι τοις ιδίοις καταμιγνυμένοις προς το ομόφυλον, και μη ατονείν συνδιεξιούσαν αυτοίς, όταν προς το παν αναχέωνται, αλλ εν αυτώ αεί μένειν όποιπερ αυτά, και όπως παρασκευάση η φύσις. Ει δε γένοιτο πάλιν παρά τής το παν οικονομούσης δυνάμεως τοις διαλυθείσι προς την συνδρομήν το ενδόσιμον, τότε, καθάπερ ει μιας αρχής εξαφθείεν σχοίνοι διάφοροι, ομού και κατ αυτόν αι πάσαι τω εφελκομένω συνέπονται· ούτως εν μια τη τής ψυχής δυνάμει, τής τών στοιχείων διαφοράς ελκομένης, αθρόως εν τη συνδρομή τών οικείων, η τού σώματος ημών σειρά δια τής ψυχής συμπλακήσεται, καταλλήλως εκάστου πάλιν προς το αρχαίον και σύνηθες πλακουμένου, και περιπτυσσομένου το γνώριμον».
42. Μακρίνα: «Αλλά και τούτο το υπόδειγμα, φησίν η διδάσκαλος, εικότως αν προστεθείη τοις εξητασμένοις εις απόδειξιν τού μη πολλήν είναι τη ψυχή την δυσκολίαν εν τοις στοιχείοις διακρίνειν τού αλλοτρίου το ίδιον. Προκείσθω γαρ τω κεραμεύοντι πηλός καθ υπόθεσιν, πολύς δε ούτος είναι δεδόσθω, ού το μεν τοι προς την τών σκευών απεργασίαν ήδη τετύπωται, το δε μέλλον. Τα δε σκεύη πάντα μη ομοειδώς αλλήλοις διεσχηματίσθω, αλλά το μεν πίθος, το δε αμφορεύς, έτερον δε πινάκιον, ή τριβλίον, ή άλλο τι τών κατά την χρήσιν επιτηδείων έστω, ταύτα δε πάντα μη εις κεκτήσθω, αλλ ίδιον εκάστου δεσπότου, υποκείσθω τω λόγω. 43. Ουκούν έως αν συνεστήκει, ταύτα φανερά τε τοις έχουσι γίνεται· καν συντριβείη πάλιν, ουδέν ήττον γνώριμα από τών συντριμμάτων τοις κεκτημένοις έσται, το μεν το εκ τού πίθου, ποίον δε το εκ τού ποτηρίου τρύφος εστίν. Ει δε και προς τον ακατέργαστον καταμιχθείη πηλόν, πολύ μάλλον απλανής η διάγνωσις τών ήδη κατειργασμένων απ εκείνου γίνεται. Ούτως οίόν τι σκεύος, ο καθ έκαστόν εστιν άνθρωπος, εκ τής συνδρομής τών στοιχείων από τής κοινής ύλης ανατετυπωμένος, εν ιδιάζοντι πάντως τω σχήματι πολλήν προς το ομογενές την διαφοράν έχων. Ού διαλυθέντος ουδέν ήττον και από τών λειψάνων η κεκτημένη το σκεύος ψυχή το οικείον επιγινώσκει, ούτε εν τη κοινωνία τών συντριμμάτων, ούτε ει προς το ακατέργαστον τής τών στοιχείων ύλης καταμιχθείη, τού οικείου αφισταμένη, αλλ αεί επισταμένη το ίδιον, οίόν τε συνεστώς εν τω σχήματι ην, και μετά την διάλυσιν εκ τών απομεινάντων σημείων τοις λειψάνοις ου πλανωμένη περί το ίδιον».
44. Γρηγόριος: Επιδεξάμενος δε τα ειρημένα ως προσφυώς τε και οικείως προς τον προκείμενον ευρεθέντα σκοπόν, «ταύτα μεν ούτως, είπον, λέγεσθαί τε και πιστεύεσθαι καλώς έχει·... |
37. Γρηγόριος Αφού ανάπτυξε αυτά η δασκάλα, διστάζοντας για λίγο, είπα: «Δεν κατάλαβα καλά το ζήτημα· ακόμη η σκέψη μου έχει αμφιβολίες για όσα είπες, και σε παρακαλώ πάλι η συζήτηση να επανέλθει στο ίδιο θέμα, εκτός φυσικά από εκείνα που συμφωνήσαμε. Διότι νομίζω ότι, με όσα ειπώθηκαν, όσοι δεν είναι φανατικοί αντιρρησίες θα πεισθούν ικανοποιητικά να μην οδηγούν την ψυχή σε καταστροφή και ανυπαρξία, μετά τη διάλυση του σώματος· ούτε να θεωρούν ότι πουθενά, σε κανένα ον, δεν μπορεί να βρίσκεται η ψυχή, διότι έχει διαφορετική ουσία από την (υλική) ουσία των (σωματικών) στοιχείων. Επειδή, κι αν ακόμη αυτά δεν έχουν νοερή και άϋλη φύση, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο το να βρίσκεται η (νοερή φύση-ψυχή) μέσα σ’ αυτά· Η άποψή μας αυτή αποδεικνύεται από δύο γεγονότα: πρώτα από την παρούσα ζωή· η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα, αν και στην ουσία είναι κάτι άλλο από την ουσία του σώματος· κι έπειτα, από το ότι η θεία φύση, όπως απέδειξε η επιχειρηματολογία μας, αν και είναι κάτι άλλο από την αισθητική και υλική φύση, όμως βρίσκεται σε καθένα από τα όντα και με την ανάμιξη μαζί τους τα συγκρατεί στην ύπαρξη. Επομένως, σύμφωνα μ’ αυτά, μήτε να θεωρούμε ότι η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όντα· αλλά, μετατίθεται από την θεωρούμενη υλική ζωή στην αιώνια κατάσταση. Αλλά, (ρώτησα), πώς θα συμβεί αυτό, όταν τα στοιχεία που συστήνουν το σώμα, με τη μίξη μεταξύ τους, πάρουν άλλη μορφή από εκείνη με την οποία έχει εξοικειωθεί η ψυχή; Διότι, με τη διάλυση των σωματικών στοιχείων, είναι εύλογο να χαθεί μαζί και η μορφή. Τότε η ψυχή ποιό σημάδι θ’ ακολουθήσει, αφού χάθηκε αυτό που της ήταν γνωστό (η μορφή);».
38. Μακρίνα Εκείνη τότε προβληματίστηκε για λίγο, και είπε μετά: «Ας μου επιτραπεί να πω ένα υποθετικό παράδειγμα, για ν’ αποσαφηνίσω το ζήτημα, αν κι αυτό που θα πω φαίνεται εξωπραγματικό. Ας υποθέσουμε ότι στη ζωγραφική είναι δυνατόν ο ζωγράφος, όχι μόνον ν’ αναμιγνύει τα αντίθετα (συμπληρωματικά) χρώματα, όπως συνήθως γίνεται για να πετύχει την προσομοίωση της μορφής που ζωγραφίζει, αλλά, ότι είναι δυνατόν ο ζωγράφος να χωρίσει και τα μίγματα και ν’ αποδώσει στο κάθε χρώμα τη φυσική του βαφή. Έτσι, λοιπόν, το λευκό, το μαύρο, το κόκκινο, το χρυσό ή όποιο άλλο χρώμα αναμίχθηκε για ν’ αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται το χρώμα του εικονιζομένου, εάν πάλι χωριστεί από τη μίξη του με το άλλο χρώμα και απομονωθεί, πιστεύουμε ότι ο ζωγράφος το ίδιο με πρώτα, θ’ αναγνωρίσει αυτό το είδος του χρώματος. Με τίποτε δεν θα ξεχάσει ούτε το κόκκινο χρώμα ούτε το μαύρο, ακόμη κι όταν, αφού έδωσαν μετά τη μίξη τους ένα άλλο χρώμα, επανέλθουν πάλι στη φυσική τους βαφή. Ο ζωγράφος θυμάται τον τρόπο με τον οποίο ανέμιξε τα χρώματα. Γνωρίζει ποιό αναμίχθηκε με ποιό και απέδωσε το τάδε χρώμα, και πώς, όταν σβήστηκε το ένα με τη διάλυση του άλλου, πάλι επανήλθε στην αρχική του βαφή. Γνωρίζει επίσης ότι, κι αν πάλι χρειαστεί με τη μίξη να ξαναφτιάξει το ίδιο (μεικτό) χρώμα, η εργασία τώρα γίνεται πιο εύκολη, επειδή την είχε μελετήσει στην προηγούμενη μίξη. 39. Ήδη, πρέπει εμείς να εξετάσουμε, είπε (η δασκάλα), εάν το παράδειγμα αυτό έχει εφαρμογή στο θέμα μας. Αντί για την τέχνη της ζωγραφικής ας τεθεί για συζήτηση το θέμα της ψυχής· και αντί για τα χρώματα της ζωγραφικής ας σκεφτούμε τη φύση των στοιχείων (του σώματος)· η ανάμιξη πάλι των πολύχρωμων χρωμάτων και η υποθετική επανασύστασή τους στα πρωταρχικά χρώματα, ας υπονοεί από τη μια τη σύνθεση των στοιχείων του σώματος κι από την άλλη τη διάλυσή τους. Όπως, λοιπόν, στο παράδειγμα λέμε ότι ο ζωγράφος δεν ξεχνά τη βαφή του χρώματος, όταν μετά την ανάμιξη επανέλθει στην αρχική της μορφή, αλλά αναγνωρίζει καλά και το κόκκινο χρώμα και το μαύρο και όποιο άλλο, το οποίο δημιούργησε με την ανάμιξή του με άλλο χρώμα· γνωρίζει, (δηλαδή, τί είδους χρώμα έγινε με τη μίξη, τί είδους είναι τώρα στη φυσική του κατάσταση και τί πάλι θα γίνει, εάν τα χρώματα με τον ίδιο τρόπο αναμιχθούν μεταξύ τους), κατά τον ίδιο τρόπο η ψυχή, στο σώμα που βρίσκεται, γνωρίζει τη φυσική ιδιότητα των στοιχείων που συνενώνονται για τη σύστασή του ακόμη και μετά τη διάλυσή τους. Όταν, δηλαδή, η φύση απομακρύνει (με το θάνατο) το ένα από το άλλο για τις υπάρχουσες αντιθέσεις και εμποδίζει το καθένα ν’ αναμιχθεί με το αντίθετό του, η ψυχή όμως εξίσου θα βρίσκεται στο καθένα· με τη γνωστική της δύναμη προσεγγίζει τα δικά της και παραμένει στο καθένα, έως ότου γίνει πάλι η σύνθεση των χωρισμένων στοιχείων για ανασύσταση του διαλυθέντος σώματος, πράγμα το οποίο θα είναι η ανάσταση και έτσι ονομάζεται».
40. Γρηγόριος: Και εγώ είπα: «Μου φαίνεται ότι με όσα είπες άριστα υποστηρίζεις την ιδέα της αναστάσεως. Διότι με τα επιχειρήματά σου είναι δυνατόν οι αντιτιθέμενοι να πλησιάσουν σιγά σιγά να δεχθούν την πίστη, και να μη θεωρούν ότι είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν πάλι τα στοιχεία και να ξαναφτιάξουν τον άνθρωπο».
Μακρίνα: Και η δασκάλα είπε: «Αλήθεια το λες. Διότι είναι δυνατόν ν’ ακούσουμε τους αντίθετους στα επιχειρήματά μας να λένε ότι, αφού τα στοιχεία διαλυθούν, και πάει το καθένα στο στοιχείο με το οποίο συγγενεύει, τότε με ποιο τρόπο το θερμό, που υπάρχει και αναμιγνύεται έπειτα με το καθόλου θερμό, μπορεί πάλι να χωριστεί από το συγγενικό του στοιχείο και να συστήσει ξανά τον άνθρωπο που ανασταίνεται; Διότι, αν δεν επανέλθει ακριβώς το ίδιο, αλλά ληφθεί κάτι παρόμοιο και όχι το ακριβώς ίδιο, τότε θα βγει άλλος άνθρωπος στη θέση άλλου. Κι αυτό δεν θα είναι ανάσταση, αλλά πλάσιμο καινούργιου (άλλου) ανθρώπου. Εάν όμως πρέπει ο ίδιος άνθρωπος ν’ αναστηθεί, τότε πρέπει ολόκληρος να επανέλθει στον εαυτό του και να πάρει την αρχική φύση του με όλα τα επιμέρους στοιχεία».
41. Γρηγόριος: «Επομένως, (είπα), αυτή η αντίληψη για την ψυχή θα ήταν αρκετή για αντίκρουση της ενστάσεως· ότι, δηλαδή, η ψυχή με όσα στοιχεία συνυφάνθηκε στην αρχή (που δημιουργήθηκε), μ’ αυτά παραμένει και μετά τη διάλυση. Έτσι καθίσταται σαν φύλακας των δικών της (σωματικών στοιχείων)· και με την ανάμιξή της με τα ίδιου γένους δεν εγκαταλείπει τα δικά της με την λεπτή και και ευκίνητη νοερή δύναμή της· δεν ξεγελιέται σε καμιά λεπτομέρεια των στοιχείων, αλλά διαλύεται μαζί με τα δικά της στοιχεία που πηγαίνουν προς τα συγγενή τους (στοιχεία)· και δεν δυσκολεύεται να ενωθεί και πάλι μ’ αυτά. Ενώνονται σε ένα σύνολο. Μένει πάντοτε μαζί τους, όπου είναι, και όπως η φύση τα συγκροτεί. Κι όταν η δύναμη που οικονομεί τα πάντα (Θεός) δώσει την εντολή να συγκεντρωθούν πάλι τα διαλυθέντα στοιχεία, τότε συμβαίνει, όπως ακριβώς με τα διάφορα σχοινιά που είναι δεμένα από το ίδιο σημείο· με τη δύναμη που τα τραβάει, ενώνονται όλα μαζί. Έτσι, και με τη δύναμη της μιας ψυχής, που ελκύει όλα μαζί τα διαφορετικά στοιχεία, με μιας με τη σύνθεση των στοιχείων της ψυχής, συγκροτείται η δομή του σώματός μας μέσω της ψυχής· διότι, το κάθε στοιχείο της ψυχής συνδέεται κατάλληλα με το παλιό και συνηθισμένο στοιχείο του σώματος και συνάπτεται με το γνωστό του».
42. Μακρίνα: «Αλλά κι αυτό το παράδειγμα, (πρόσθεσε η δασκάλα), δικαιολογημένα θα μπορούσε να προστεθεί στα όσα είπαμε· για ν’ αποδειχθεί ότι η ψυχή δεν δυσκολεύεται πολύ να διακρίνει ανάμεσα στα στοιχεία το δικό της από το ξένο. Για παράδειγμα, ας προσφέρουμε σ’ ένα κεραμέα πηλό, και μάλιστα να του δώσουμε πολύ, από τον οποίο ένα μέρος ήδη έχει χρησιμοποιηθεί για κατασκευή σκευών, και το υπόλοιπο στο μέλλον. Και τα σκεύη ας μην έχουν το ένα με το άλλο το ίδιο σχήμα· άλλο να είναι πιθάρι, άλλο αμφορέας ή πινάκιο ή τριβλίο ή κάτι άλλο από τα αναγκαία στην καθημερινή χρήση· ας υποθέσουμε ακόμη ότι όλα αυτά δεν ανήκουν σ’ έναν, αλλά το καθένα έχει τον κάτοχό του. 43. Αυτά, λοιπόν, τα σκεύη όσο διατηρούνται, οι κάτοχοί τους τα αναγνωρίζουν· και να σπάσουν όμως πάλι, οι κτήτορές τους θα τ’ αναγνωρίσουν στον ίδιο βαθμό από τα κομμάτια τους· θα δείχνουν ποιό ανήκει στο πιθάρι και ποιό είναι κομμάτι του ποτηρίου. Κι αν κάτι αναμιχθεί με τον ακατέργαστο πηλό, τότε η αναγνώριση του ήδη κατεργασμένου πηλού γίνεται αλάνθαστα από τον ακατέργαστο. Έτσι ο κάθε άνθρωπος είναι σαν το σκεύος· πλάστηκε από τη συνδρομή των στοιχείων της κοινής ύλης, αλλά με την ιδιαίτερη μορφή του παρουσιάζει μεγάλη διαφορά προς τους ομογενείς του. Όταν το ανθρώπινο σκεύος διαλυθεί, η ψυχή που κατέχει το σκεύος (σώμα) το αναγνωρίζει και από τα λείψανά του· διότι δεν απομακρύνεται από το δικό της σκεύος ούτε στη διάλυση των κομματιών του ούτε αν αναμιχθεί με την ακατέργαστη ύλη των στοιχείων· αλλά, πάντοτε (η ψυχή) αναγνωρίζει το δικό της σκεύος όπως ήταν ενωμένο σε ενιαία μορφή· ακόμη και μετά διάλυσή του δεν λαθεύει στην αναγνώριση του δικού της σκεύους, διότι την οδηγούν τα εναπομείναντα σημάδια στα λείψανά του».
44. Γρηγόριος: Αφού αποδέχτηκα εγώ όσα είπε, ότι εξυπηρετούν απόλυτα και ορθά το ζήτημα που εξετάζουμε, είπα: «αυτά πράγματι είναι καλό έτσι να τα λέμε και να τα πιστεύουμε·... |
Δημιουργία αρχείου: 13-8-2020.
Τελευταία μορφοποίηση: 13-8-2020.