Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά και Ψυχοθεραπευτικά

Υπερηφάνεια // Υπερηφάνεια. Αγίου Δημητρίου τού Ροστώφ // Καύχηση και αυτοέπαινος // Η κενοδοξία

Υπερηφάνεια

Η  ρίζα τού κακού

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

 

Πηγή: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι Ε΄ Πάθη και Αρετές. Ιερόν Ησυχαστήριον “Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2010.

 

«Ο υπερήφανος είναι χωρισμένος από τον Θεό, γιατί η υπερηφάνεια είναι κακός αγωγός, μονωτικό, που δεν αφήνει την Χάρη τού Θεού να περάσει, και μάς απομονώνει από τον Θεό».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Υπερηφάνεια, το Γενικό Επιτελείο τών παθών

– Γέροντα, έχω ζήλεια, μνησικακία, κατακρίνω, θυμώνω...

– Η ζήλεια, η κατάκριση, ο θυμός, η μνησικακία κ.λπ., όλα από την υπερηφάνεια ξεκινούν. Η υπερηφάνεια είναι το Γενικό Επιτελείο όλων τών παθών. Αν λοιπόν χτυπήσης την υπερηφάνεια, χτυπάς όλα τα πάθη και έρχεται μέσα σου η ταπείνωση και η αγάπη. Γι αυτό, νομίζω, αρκετό είναι να ασχοληθής ή μάλλον να ανοίξης μέτωπο μάχης με την υπερηφάνεια· να στρέψης όλα τα πυρά προς το κάστρο τής υπερηφανείας, το οποίο μάς χωρίζει από τον Θεό. Βλέπεις, όταν ο εχθρός πολεμάη ένα κράτος, τις περισσότερες δυνάμεις θα τις στείλη να χτυπήσουν την πρωτεύουσα. Μία βόμβα αν ρίξη στην πρωτεύουσα και την καταστρέψη, πάει μετά, κατέστρεψε όλο το κράτος.

– Γέροντα, με ποιόν συγγενεύει ο υπερήφανος;

– Με τον έξω από δώ, με τον διάβολο... Αν και ευκολώτερα κάμπτεται ο διάβολος παρά ο υπερήφανος. Γιατί τον δαίμονα τον κάμπτεις, αν ταπεινωθής, ενώ τον υπερήφανο, ακόμη και να ταπεινωθής και να τού ζητήσης συγγνώμη, δεν τον κάμπτεις· θα σού πη: «υποκρίνεσαι!».

Όποιος έχει περισσότερη ταπείνωση, έχει περισσότερο πνευματικό περιεχόμενο. Ο υπερήφανος δεν έχει εσωτερικό περιεχόμενο. Είναι σαν το αψώμωτο στάχυ που στέκεται όρθιο, ενώ το ψωμωμένο στάχυ γέρνει το κεφαλάκι του. Και εκτός που είναι σκοτισμένος, είναι και εσωτερικά ανήσυχος και εξωτερικά ταραγμένος και θορυβώδης. Γιατί, όταν υπάρχη υπερηφάνεια, ό,τι κάνει ο άνθρωπος, είναι μια φούσκα που την φουσκώνει ο διάβολος και μετά την τρυπάει με μια καρφίτσα, κάνει κρότο και σπάει.

Είναι άτιμη η υπερηφάνεια, είναι φοβερό πράγμα, αφού τους Αγγέλους τους έκανε δαίμονες! Αυτή μάς έφερε από τον Παράδεισο στην γη και τώρα από την γη προσπαθεί να μάς στείλη στην κόλαση.

 

Όταν δεν καταλαβαίνουμε την υπερηφάνεια

– Εγώ, Γέροντα, δεν καταλαβαίνω να υπερηφανεύωμαι για κάτι συγκεκριμένο.

– Τότε θα υπάρχη μέσα σου μια γενική υπερηφάνεια. Πολλές φορές ο διάβολος τα παρουσιάζει όλα καμουφλαρισμένα και δεν παίρνει ο άνθρωπος είδηση, όταν ενεργή υπερήφανα. Αν όμως παρακολουθή και εξετάζη τον εαυτό του, βλέπει πού ενήργησε με υπερηφάνεια. Μπορεί να μην καταλαβαίνη όλη την υπερηφάνεια που έχει, αλλά λίγο θα την καταλαβαίνη. Θα δη ότι νιώθει μέσα του μια εγωιστική ικανοποίηση, μια υπεροχή απέναντι στους άλλους.

– Και όταν, Γέροντα, κάποιος δεν μπορή να καταλάβη καθόλου ότι έχει υπερηφάνεια, τι γίνεται;

– Τότε λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Υπερηφανεύεται, πέφτει και ταπεινώνεται. Ξανά υπερηφανεύεται, πάλι πέφτει, πάλι ταπεινώνεται. Και συνεχίζεται η ίδια κατάσταση σε όλη του την ζωή, υπερηφάνεια-ταπείνωση, υπερηφάνεια-ταπείνωση. Αυτή η ταπείνωση δεν είναι αρετή· είναι το αποτέλεσμα τών πνευματικών νόμων που λειτουργούν. Ταπεινώνεται δηλαδή ο άνθρωπος, χωρίς να το θέλη και χωρίς να βγαίνη τίποτε. Υπάρχει μια στασιμότητα· τού δίνεται μόνον η ευκαιρία να καταλάβη ότι δεν πάει καλά. Λέω, ας πούμε, σε μια αδελφή: «Αυτήν την εικόνα την έκανες καλή». Αν υπερηφανευθή, όταν πρόκειται να κάνη άλλη εικόνα, θα πη: «Αυτήν την εικόνα θα την κάνω πιο καλή από την προηγούμενη, για να μού πη ο Γέροντας πάλι "μπράβο"». Και βλέπεις, μετά κάνει μια καρικατούρα. Την διορθώνω και, επειδή πάλι λέει μέσα της: «τώρα θα την κάνω όπως ακριβώς μού είπε ο Γέροντας, για να μού πη "μπράβο"», κάνει πάλι καρικατούρα.

– Μπορεί όμως, Γέροντα, η ίδια να την θεωρή καλή;

– Πώς δεν μπορεί; Την καρικατούρα μπορεί να την θεωρήση αριστούργημα και να έρθη με χαρά να μού πη: «Πώς σάς φαίνεται, Γέροντα, τώρα; Είναι καλή;». Θα τής αποδείξω ότι είναι καρικατούρα και τότε θα καταλάβη.

– Κι αν δεν το καταλάβη;

– Τότε η υπερηφάνειά της έχει πιάσει πουρί και θα συνεχίζη να κάνη τα ίδια λάθη. Ό,τι και να πης, δεν θα βγαίνη από το δικό της.

– Εάν, Γέροντα, με τον νου μου πιάνω την υπερηφάνεια, αλλά η καρδιά μου μένει σκληρή;

– Από κει θα αρχίσης και σιγά-σιγά θα έρθη η θεραπεία. Ο γιατρός πρώτα κάνει την διάγνωση και ύστερα προχωρεί στην θεραπεία.

 

Η υπερηφάνεια εισχωρεί παντού

– Γέροντα, πιο πολύ με βοηθάει να έχω λίγη δυσκολία, όταν κάνω τα πνευματικά μου καθήκοντα. Μπορεί όμως να έχη και αυτό υπερηφάνεια;

– Έ, αν δεν προσέξη κανείς, και ξαπλωμένος να είναι και να μην κάνη τίποτε, πάλι μπορεί να υπερηφανεύεται. Το τραίνο εκτροχιάζεται και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Ο διάβολος και από δώ και από κει μάς πιάνει. Με ρωτούν μερικοί: «Τι να προσέξω, για να μην πέφτω στην υπερηφάνεια;». Είναι σαν να λένε: «Από πού κινδυνεύω να πέσω; από δώ ή από κει;». Και από δώ και από κει μπορεί να πέσης, και από αριστερά και από δεξιά, και από την σκάλα και από την καρέκλα και από το σκαμνί. Κάθε στιγμή και σε κάθε περίπτωση χρειάζεται προσοχή, γιατί η υπερηφάνεια εισχωρεί παντού.

– Μπορεί, Γέροντα, κάποιος να μην έχη τίποτε και να υπερηφανεύεται;

– Καμμιά φορά αυτός μπορεί να έχη περισσότερη υπερηφάνεια. Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, στην Ήπειρο, είχα μάθει για έναν γέρο τσομπάνο ότι ήταν τελείως εγκαταλελειμμένος. Δεν είχε κάνει οικογένεια και γύριζε εδώ κι εκεί. Τελικά τον συμμάζεψε ένας άλλος τσομπάνος και τον έβαλε σε μια καλύβα, όπου είχε τα κλαδιά για τις κατσίκες. Δεν τον άφηνε να ανάβη ούτε φωτιά, για να ζεσταθή, γιατί φοβόταν μην πιάσουν φωτιά τα κλαδιά. Εκεί μέσα στο κρύο, σε μια γωνιά είχε δύο σανίδες για κρεββάτι κι ένα στρώμα. Όταν το έμαθα, πήγα να τον δώ. Ήταν χάλια. Είπα μετά σε μια φτωχή γυναίκα: «Πόσα θέλεις, για να τον πλένης λίγο;». «Τίποτε, μού λέει, μόνον το σαπούνι να μού δίνης». Μια μέρα που είχα πάει, ήταν μεσημέρι και έτρωγε. Μόλις τέλειωσε το φαγητό, με κοιτάζει, γυρίζει το πιάτο ανάποδα και λέει με μια ικανοποίηση: «Αυτό θα πη μελό, καλόγερε, αυτό θα πη μελό! Έχει σκυλιά, γατιά εδώ». Δηλαδή το ότι γύρισε ανάποδα το πιάτο, για να μην το γλείφουν τα γατιά και τα σκυλιά, το θεώρησε κατόρθωμα. Λες και ανέβηκε στο διάστημα. Να, υπερηφάνεια! Τα χάλια του είχε, και όμως τι υπερηφάνεια είχε!

 

Οι υπερήφανοι λογισμοί

– Γέροντα, τι πρέπει να κάνουμε, όταν μάς έρχωνται λογισμοί υπερηφανείας;

– Όπως οι άλλοι γελούν, όταν μάς βλέπουν να υπερηφανευώμαστε, έτσι κι εμείς να γελούμε με τους λογισμούς υπερηφανείας.

– Στον ταπεινό έρχονται υπερήφανοι λογισμοί;

– Έρχονται, αλλά γελάει, γιατί γνωρίζει τον εαυτό του.

– Γέροντα, κάπου διάβασα ότι τον λογισμό τής υπερηφανείας πρέπει να τον διώχνουμε αμέσως όπως τον αισχρό λογισμό.

– Το θέμα είναι ότι τον αισχρό λογισμό τον καταλαβαίνεις εύκολα, ενώ τον λογισμό τής υπερηφανείας, για να τον καταλάβης, χρειάζεται πολλή εγρήγορση. Αν λ.χ. την ώρα τής προσευχής περάση ένας άσχημος λογισμός από τον νου σου, θα τον καταλάβης και θα τον διώξης αμέσως· «άντε φύγε από δώ», θα πης. Αλλά, αν στην εκκλησία σού περάση ο λογισμός ότι διάβασες ωραία το Ψαλτήρι και υπερηφανευθής, χρειάζεται εγρήγορση, για να τον καταλάβης και να τον πετάξης.

– Γέροντα, τις περισσότερες φορές προλαβαίνει και έρχεται ο λογισμός τής υπερηφανείας σε χρόνο μηδέν. Πώς θα προλαβαίνω να φέρνω ταπεινό λογισμό;

– Πρέπει να γίνη δουλειά από νωρίτερα – «ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην», λέει ο Δαβίδ –, γιατί οι λογισμοί τής υπερηφανείας έρχονται αστραπιαία. Αυτό είναι παλιά μηχανή τού διαβόλου. Τώρα να πάρης μια καινούργια μηχανή – να καλλιεργής συνέχεια ταπεινούς λογισμούς –, για να τρέχης.

Μόνον οι ταπεινοί λογισμοί φέρνουν ταπείνωση και μόνο με την ταπείνωση φεύγει η υπερηφάνεια. Μια φορά ένας ιεροκήρυκας μού είπε ότι ετοίμασε ένα ωραίο κήρυγμα. Ανέβηκε στον άμβωνα και μιλούσε πολύ ωραία. Κάποια στιγμή όμως τού πέρασε ένας υπερήφανος λογισμός και μπερδεύτηκε. Ξέσπασε τότε σε ένα νευρικό κλάμα και κατέβηκε από τον άμβωνα ντροπιασμένος. Ύστερα, για πολύν καιρό δεν μπορούσε να κάνη κήρυγμα· είχε αχρηστευθή. «Κοίταξε, τού λέω, εκείνο το έπαθες από υπερηφάνεια. Επειδή υπερηφανεύθηκες, απομακρύνθηκε η Χάρις τού Θεού. Τώρα να ξεκινήσης ταπεινά. Όταν έρθη η ώρα να ανεβής στον άμβωνα, να πης: "Αν μπερδευτώ, σημαίνει ότι μού χρειάζεται ρεζιλίκι, γιατί αυτό θα με βοηθήση πνευματικά". Και αν τυχόν σε πιάση πάλι το κλάμα, οι άνθρωποι θα νομίζουν ότι συγκινήθηκες, οπότε θα βοηθηθούν και δεν θα σκανδαλισθούν. Μη φοβάσαι». Πράγματι, ξεκίνησε έτσι ταπεινά, περιμένοντας ρεζιλίκι, και άρχισε πάλι να κηρύττη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Η υπερηφάνεια είναι πολύμορφη

Η κρυφή υπερηφάνεια

– Μού είπατε, Γέροντα, ότι έχω κρυφή υπερηφάνεια. Ποια είναι η κρυφή υπερηφάνεια;

– Είναι η εσωτερική υπερηφάνεια. Και η εσωτερική υπερηφάνεια είναι πολύ χειρότερη από την εξωτερική.

– Γέροντα, τι διαφορά έχει η εξωτερική από την εσωτερική υπερηφάνεια;

– Η εξωτερική υπερηφάνεια φαίνεται και θεραπεύεται εύκολα. Ο άνθρωπος που έχει εξωτερική υπερηφάνεια φαίνεται και από τα ρούχα του και από το περπάτημά του και από την ομιλία του, και έτσι μπορεί κανείς να τού πη καμμιά κουβέντα και να βοηθηθή. Ενώ η κρυφή υπερηφάνεια είναι πολύ ύπουλη και γι αυτό δύσκολα θεραπεύεται. Κρύβεται και δεν την βλέπουν οι άλλοι· μόνον ένας πεπειραμένος μπορεί να την καταλάβη. Η κρυφή υπερηφάνεια συνήθως υπάρχει στους πνευματικούς ανθρώπους. Και τότε, ενώ έχουν εξωτερικά σχήματα ταπεινά, σχήματα ευλαβείας, μέσα τους κρύβουν τού κόσμου την υπερηφάνεια! Βλέπεις, ντύνεται στα κουρέλια το ταγκαλάκι...

– Γέροντα, ο άνθρωπος που έχει κρυφή υπερηφάνεια την καταλαβαίνει;

– Αν παρακολουθή τον εαυτό του, την καταλαβαίνει.

– Γέροντα, έχω τον λογισμό ότι αυτός που έχει κρυφή υπερηφάνεια, δεν νιώθει μέσα του ανάπαυση.

– Ανάπαυση θεϊκή δεν νιώθει, ούτε γνώρισε ποτέ την θεϊκή ανάπαυση, αλλά αναπαύει τον λογισμό του.

– Τι θα με βοηθήση, Γέροντα, να καταλάβω αν έχω κρυφή υπερηφάνεια και να αγωνισθώ να την διώξω;

– Αν κάνης, ας υποθέσουμε, έναν πνευματικό αγώνα και σού λέη ο λογισμός ότι κάνεις κάτι σπουδαίο, είσαι ενάρετη κ.λπ., σίγουρα υπάρχει μέσα σου υπερηφάνεια, αλλά την κρύβεις. Αν λοιπόν προσέξης, θα δης ότι νιώθεις μια ικανοποίηση ψεύτικη. Για να φύγη η κρυφή υπερηφάνεια, πρέπει να σιχαθής αυτό το ψεύτικο και να το πετάξης. Αυτούς που έχουν εξωτερική υπερηφάνεια, τους σιχαίνονται οι άλλοι, και έτσι μπορούν να διορθωθούν· ενώ, όσοι έχουν εσωτερική, κρυφή, υπερηφάνεια, πρέπει οι ίδιοι να σιχαθούν τον εαυτό τους, για να απαλλαγούν από αυτήν. Αλλά, και όταν δίνης στους άλλους το δικαίωμα να σού κάνουν παρατηρήσεις, αυτό θα σε βοηθήση, γιατί θα βγη έξω η κρυφή υπερηφάνεια, θα φανερωθή και σιγά-σιγά θα φύγη.

 

Εγωισμός, το αναρχικό παιδί τής υπερηφανείας

– Γέροντα, άλλο πάθος είναι η υπερηφάνεια και άλλο ο εγωισμός;

– Η υπερηφάνεια, ο εγωισμός, η κενοδοξία κ.λπ., εκτός από την έπαρση που είναι εωσφορικός βαθμός, είναι το ίδιο πάθος με μικρές διαφορές και διαβαθμίσεις.

Ο εγωισμός είναι το αναρχικό παιδί τής υπερηφανείας· δεν το βάζει κάτω, επιμένει. Όπως όμως τα δένδρα που δεν λυγίζουν, σπάζουν τελικά από τον αέρα, έτσι και ο άνθρωπος που έχει εγωισμό, επειδή δεν κάμπτεται, σπάζει τελικά τα μούτρα του. Μεγάλο κακό ο εγωισμός! Ενώ και ανάπαυση δεν έχει ο εγωιστής, πάλι επιμένει! Δεν βλέπεις, ο Άρειος; Όταν η μητέρα του τού είπε: «καλά, τόσοι λένε ότι σφάλλεις· δεν το καταλαβαίνεις;», «ναι, το ξέρω, τής απάντησε, αλλά πώς να υποταχθώ σ αυτούς;». Ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να παραδεχθή το λάθος του.

– Και δεν τον απασχολούσε, Γέροντα, που είχε παρασύρει τόσον κόσμο στην αίρεση;

– Όχι, δεν τον απασχολούσε. «Αν παραδεχθώ ότι σφάλλω, έλεγε, θα εξευτελισθώ και στους οπαδούς μου». Και όσο καταλάβαινε ότι κάνει λάθος, άλλο τόσο ζοριζόταν να τους πείση ότι είχε δίκαιο. Φοβερό πράγμα ο εγωισμός!

– Σε τι διαφέρει, Γέροντα, ο εγωιστής από τον υπερήφανο;

– Ο εγωιστής έχει θέλημα, πείσμα, ενώ ο υπερήφανος μπορεί να μην έχη ούτε θέλημα ούτε πείσμα. Ας πούμε ένα παράδειγμα: Στην εκκλησία προσκυνάτε τις εικόνες με μια σειρά· η καθεμιά ξέρει την σειρά της. Μια αδελφή, αν έχη εγωισμό και τής πάρη κάποια άλλη την σειρά, θα κατεβάση τα μούτρα και μπορεί να μην πάη ούτε να προσκυνήση. «Αφού προσκύνησε εκείνη πριν από μένα, θα πη, δεν πάω να προσκυνήσω». Ενώ, αν έχη υπερηφάνεια, πάλι θα πειραχθή, αλλά δεν θα αντιδράση έτσι· μπορεί μάλιστα να πη και στις επόμενες, δήθεν με ευγένεια: «Περάστε! πέρνα κι εσύ, πέρνα κι εσύ!».

– Τι να κάνω, Γέροντα, όταν πληγώνεται ο εγωισμός μου;

– Όταν πληγώνεται ο εγωισμός σου, μην τον περιθάλπης· άφησέ τον να πεθάνη. Αν πεθάνη ο εγωισμός σου, θα αναστηθή η ψυχή σου.

– Και πώς πεθαίνει, Γέροντα, ο εγωισμός;

– Πρέπει να θάψουμε το εγώ μας, να σαπίση και να γίνη κοπριά, για να αναπτυχθή η ταπείνωση και η αγάπη.

 

 Η μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας

– Γέροντα, γιατί υπερηφανεύομαι εύκολα;

– Για να υπερηφανεύεσαι εύκολα, σημαίνει ότι έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου. Πιστεύεις ότι κάτι είσαι. Δεν μπορεί να υπερηφανευθή κανείς, αν δεν πιστεύη ότι κάτι είναι. Αφού λοιπόν πιστεύεις ότι είσαι σπουδαία, μετά με το παραμικρό υπερηφανεύεσαι, σαν τους υπερτασικούς πού, μόλις λίγο στενοχωρηθούν, αμέσως ανεβάζουν πίεση.

– Γέροντα, έχει παγώσει πάλι η καρδιά μου. Γιατί φθάνω σ αυτήν την κατάσταση;

– Γιατί αφήνεις το κεφάλι σου ξεβίδωτο και παίρνει αέρα το μυαλό σου. Εγώ βάζω τάπα, την βιδώνω, αλλά εσύ την πετάς. Τώρα χρειάζεται να βάλουμε τάπα μεγάλη και να την βιδώσουμε γερά-γερά. Ξέρεις πόσα θα σού έδινε ο Χριστός, αν δεν είχες αυτό το ελάττωμα; Όταν δεν προσέχουμε, έρχεται ο διάβολος ύπουλα, μάς τρυπάει το κεφάλι με το σουβλί του, την οίηση, μάς το φουσκώνει σαν μπαλόνι και μάς σηκώνει στον αέρα.

– Γέροντα, ένας που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δεν είναι εύκολο να δη το καλό που έχει ο άλλος.

– Έτσι είναι. Αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, παραμένει μέσα στην αντάρα τής υπερηφανείας και δεν έχει ούτε πνευματική υγεία ούτε ορατότητα, οπότε δεν μπορεί να δη τα χαρίσματα τού άλλου. Αλλά γιατί να έχη κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του; Πώς θα έρθουν οι θείες ιδέες, αν δεν πετάξη την δική του μεγάλη ιδέα; Αν πάρη το κατσαβίδι ο Χριστός, λίγο την βιδούλα να στρίψη, μπανταλομάρες θα λέμε. Τι ιδέα να έχης λοιπόν για τον εαυτό σου;

Αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι εκτός τού εαυτού του, παράφρων. Χρειάζεται να κατεβή-να κατεβή, να προσγειωθή, για να βρη τον εαυτό του· αλλιώς θα γυρίζη στα σύννεφα και θα ξοδεύη την βενζίνη στον αέρα!

 

Η αυτοπεποίθηση

– Γέροντα, τι σημαίνει: «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες»;

– Αυτό αναφέρεται στην αυτοπεποίθηση τού ανθρώπου. Βλέπεις, και στην Ακολουθία τού Μεγάλου Σχήματος, όταν ο υποψήφιος μοναχός ερωτάται: «Ταύτα πάντα υπομένεις;», απαντά: «Ναι, τού Θεού συνεργούντος». Δεν λέει: «Ναι, εγώ μόνος μου θα υπομείνω». Όταν ο άνθρωπος δεν βάζη σε όλα μπροστά τον Θεό, αλλά λέη: «εγώ μόνος μου θα κάνω αυτό, εγώ με τις δικές μου δυνάμεις θα κάνω εκείνο», τότε και τα μούτρα του τρώει και τίποτε δεν κάνει.

– Γέροντα, στενοχωρώ πολύ τις αδελφές· άλλα μού λένε να κάνω, άλλα κάνω.

– Από την αυτοπεποίθηση το παθαίνεις. Εσύ νομίζεις ότι πιάνεις πουλιά στον αέρα, ενώ πιάνεις αέρα! Σηκώνεις το χέρι σου και νομίζεις ότι έπιασες ένα πουλί. «Το έπιασα» λες, αλλά το χέρι σου είναι άδειο. Σηκώνεις και το άλλο σου χέρι, «το έπιασα» λες, αλλά και πάλι το χέρι σου είναι άδειο. Να βλέπης πρώτα αν είναι γεμάτο το χέρι σου και ύστερα να λες «το έπιασα».

– Γέροντα, οι αδελφές μού λένε ότι δυσκολεύονται μαζί μου, επειδή επιμένω στην γνώμη μου· εγώ όμως δεν το καταλαβαίνω πάντοτε.

– Ξέρεις τι συμβαίνει μ εσένα; Όταν σχηματίζης μια γνώμη για κάτι, δεν λες: «μού πέρασε αυτός ο λογισμός, δεν ξέρω αν είναι σωστός», αλλά πιστεύεις ότι η γνώμη σου είναι πάντοτε σωστή και επιμένεις. Κάνεις σαν εκείνη την νοικοκυρά που τής αγόρασε ο άνδρας της ένα χταπόδι να μαγειρέψη, αλλά τού έλειπε το ένα πλοκάμι. «Το μαγείρεψες, τής λέει, το χταπόδι; έβρασε;». «Ποιο χταπόδι; λέει εκείνη, το επταπόδι». Όχι το οχταπόδι-όχι το επταπόδι, νευρίασε στο τέλος ο άνδρας της από την επιμονή της και την πέταξε στο πηγάδι. Αλλά και από κει έδειχνε με τα δάκτυλά της «επτά, επτά, επτά»! Κοίταξε, να λες τον λογισμό σου, αλλά να μην επιμένης.

– Όμως, Γέροντα, πολλές φορές βλέπω ότι η δική μου γνώμη είναι καλύτερη από την γνώμη τών αδελφών με τις οποίες συνεργάζομαι.

– Από την αυτοπεποίθηση που έχεις βλέπεις έτσι τα πράγματα. Να προσέξης πολύ, γιατί όποιος έχει πολλή λογική και κρίση με εγωισμό και αυτοπεποίθηση, μπορεί να φθάση να μην παραδέχεται κανέναν.

– Πώς θα απαλλαγώ από την αυτοπεποίθηση;

– Αν γνωρίσης τον εαυτό σου, θα δης ότι δεν έχεις τίποτε δικό σου και τίποτε δεν μπορείς να κάνης χωρίς την βοήθεια τού Θεού. Αν λοιπόν καταλάβης πως ό,τι καλό κάνεις είναι από τον Θεό και όσες χαζομάρες κάνεις είναι δικές σου, τότε θα πάψης να έχης εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και θα απαλλαγής από την αυτοπεποίθηση.

 

Η καυχησιολογία

– Γέροντα, όποιος έχει υπερηφάνεια πάντοτε λέει το καλό που κάνει;

– Και να το πη και να μην το πη, τόχει μέσα του κρυφό καμάρι! Να, αυτές τις μέρες ήρθε κάποιος να με δη. Μού μιλούσε συνέχεια για τον εαυτό του και κάθε τόσο πρόσθετε: «Εις δόξαν Θεού τα λέω». Έλεγε-έλεγε... «Εις δόξαν Θεού τα λέω». Με τρόπο τού είπα: «Μήπως μπαίνει λίγο και η δόξα η δική σου;». «Α, όχι, μού λέει, όλα εις δόξαν Θεού...». Και τελικά δεν είχε έρθει να μού πη κάτι που τον απασχολούσε, αλλά να μού διηγηθή τα κατορθώματά του «εις δόξαν Θεού...», ενώ στην πραγματικότητα όλα τα έλεγε για την δόξα την δική του.

Πάντως, όταν ο άνθρωπος κάνη γνωστό το καλό που κάνει και υπερηφανεύεται, πάντοτε το χάνει. Τότε και κουράζεται άσκοπα και κολάζεται. Κάποιος που επρόκειτο να γίνη ιερέας πήγε σε ένα απομονωμένο μοναστήρι να καθήση σαράντα μέρες πριν από την χειροτονία του. Στις τριάντα οκτώ όμως μέρες παρουσιάσθηκε κάποια ανάγκη και χρειάσθηκε να κατεβή στον κόσμο. Μετά έκανε το παν να επιστρέψη, για να μείνη ακόμη δυο μέρες, γιατί πώς θα έλεγε ότι κάθησε στην έρημο σαράντα μέρες πριν από την χειροτονία του; Βλέπεις, και ο Μωυσής σαράντα μέρες κάθησε στο Σινά, πριν πάρη τις δέκα εντολές!... Έλεγε μετά παντού: «Εγώ πριν από την χειροτονία μου κάθησα στην ησυχία σαράντα μέρες». Έτσι έρχεται η Χάρις; Χίλιες φορές να καθόταν είκοσι μέρες ή δεκαπέντε ή να μην καθόταν ούτε μια μέρα, για να μη καυχιέται ότι κάθησε σαράντα μέρες. Τότε περισσότερη Χάρη θα είχε.

– Γέροντα, ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω». Αυτή η καύχηση μπορεί να έχη υπερηφάνεια;

– Όχι, πώς να έχη υπερηφάνεια; Αυτό έχει μια δοξολογία, μια ευχαριστία στον Θεό. Αν θεωρούμε μεγάλη τιμή και ευεργεσία που οικονόμησε ο Καλός Θεός να είμαστε Χριστιανοί, αυτή η καύχηση δεν έχει υπερηφάνεια. Όταν κάποιος, ας υποθέσουμε, θεωρή ευλογία και χαίρεται που ο Θεός οικονόμησε να έχη καλούς, ευλαβείς, γονείς, αυτό δεν σημαίνει ότι καμαρώνει κοσμικά, αλλά ότι έχει ευγνωμοσύνη προς τον Θεό.

 

Η ανθρωπαρέσκεια

– Γέροντα, πολλές φορές με πιάνει ένα παράπονο.

– Τι παράπονο έχεις;

– Να, λέω: «Γιατί δεν αναγνώρισαν τον κόπο μου και μού συμπεριφέρθηκαν έτσι;».

– Όταν κάποιος κάνη κάτι ταπεινά και με αγάπη, και δεν βρη αναγνώριση, μπορεί να τού έρθη και ένα παράπονο. Αυτό είναι ανθρώπινο – όχι φυσικά ότι και αυτό είναι σωστό, αλλά τότε έχει κανείς κάποια ελαφρυντικά. Όταν όμως απαιτή την αναγνώριση, αυτό είναι βαρύ· έχει μέσα εγωισμό, δικαίωμα, ανθρωπαρέσκεια. Όσο μπορείς, να κινήσαι ταπεινά. Ό,τι κάνεις να το κάνης με φιλότιμο, για τον Χριστό, και όχι από ανθρωπαρέσκεια και κενοδοξία, για να ακούσης το «μπράβο» από τους ανθρώπους. Όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται τα «μπράβο» από τους ανθρώπους και εργάζεται μόνον για τον Θεό, τότε ανταμείβεται από τον Θεό και σ αυτήν την ζωή με την άφθονη Χάρη Του, και στην άλλη με τα αγαθά τού Παραδείσου.

– Μπορεί, Γέροντα, μέσα στο φιλότιμο να υπάρχη ανθρωπαρέσκεια;

– Μπορεί ο διάβολος, που όλα θέλει να τα μολύνη, να κλέβη το λίγο φιλότιμο με την ανθρωπαρέσκεια. Έχει δηλαδή ο άνθρωπος λίγο φιλότιμο, αλλά, αν δεν προσέξη, μπαίνει μέσα η ανθρωπαρέσκεια και μετά, ό,τι κι αν κάνη, πάει χαμένο. Είναι σαν να βγάζη νερό με τρύπιο κουβά. Αν όμως καταλάβη πως ό,τι κάνει από ανθρωπαρέσκεια μολύνεται, μετά δεν θα έχη όρεξη να κάνη κάτι για να επιδειχθή· δεν θα έχη μάτια να δη αν τον καμαρώνουν οι άλλοι ούτε αυτιά να ακούση τι λένε γι αυτόν.

– Γέροντα, εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κάτι το κάνω από καθαρό φιλότιμο ή από ανθρωπαρέσκεια.

– Το καθαρό φαίνεται. Όταν κινήται κανείς με καθαρό φιλότιμο, έχει πληροφορία εσωτερική, έχει δηλαδή μέσα του ανάπαυση, γαλήνη, ενώ η ανθρωπαρέσκεια φέρνει ανησυχία, ταραχή.

– Γέροντα, μού λέει ο λογισμός πως πέφτω σε πειρασμούς, επειδή η καρδιά μου δεν είναι ολοκληρωτικά δοσμένη στον Θεό.

– Ναι, κλέβεσαι από την ανθρωπαρέσκεια. Προσπάθησε στην κάθε φιλότιμη ενέργειά σου να μη σφηνώνεται η ανθρωπαρέσκεια, για να έχης και καθαρό μισθό, χωρίς κρατήσεις από το ταγκαλάκι, αλλά και περισσότερη εσωτερική ειρήνη. Να εξετάζης τα ελατήρια με τα οποία κινείσαι και, μόλις αντιληφθής ότι κινείσαι από ανθρωπαρέσκεια, να την χτυπάς αμέσως. Αν κάνης αυτόν τον «καλόν αγώνα», θα αποτοξινωθής από κάθε κοσμικό ελατήριο που έχει κέντρο το εγώ. Τότε θα γίνωνται όλα καλά και δεν θα έχης πειρασμούς ούτε εξωτερικούς ούτε δικούς σου εσωτερικούς, αλλά θα έχης εσωτερική ειρήνη.

– Γέροντα, στενοχωριέμαι για την στασιμότητα που έχω. Θα ήθελα κάθε μέρα να προοδεύω πνευματικά.

– Ξέρεις τι συμβαίνει καμμιά φορά; Μπορεί να θέλουμε να απαλλαγούμε από τα πάθη μας και να γίνουμε καλύτεροι, όχι για να ευαρεστήσουμε τον Θεό, αλλά για να αρέσουμε στους άλλους. Κι εσύ, ας πούμε, θέλεις να γίνης καλύτερη, να προχωρήσης πνευματικά. Εξέτασες όμως γιατί το θέλεις; Το θέλεις, για να πλησιάσης περισσότερο στον Θεό ή για να φαίνεσαι καλύτερη από τις άλλες αδελφές; Βιάζεσαι λ.χ. να πας στην εκκλησία. Γιατί το κάνεις; για να είσαι από την αρχή στην Ακολουθία, επειδή αυτό είναι το σωστό ή για να πας πρώτη και να λένε οι αδελφές καλά λόγια για σένα; Ο πνευματικός άνθρωπος ενδιαφέρεται να αρέση στον Θεό, όχι στους ανθρώπους. «Αν ήθελα να αρέσω στους ανθρώπους, λέει ο Απόστολος Παύλος, δεν θα ήμουν δούλος τού Χριστού».

– Γέροντα, έχω πάντοτε έναν φόβο μην ξεπέσω στα μάτια τών άλλων, ενώ δεν σκέφτομαι πώς με βλέπει ο Θεός. Πώς θα αυξηθή ο φόβος τού Θεού;

– Εγρήγορση χρειάζεται. Σε κάθε σου ενέργεια, ακόμη και στην παραμικρή σου κίνηση, κέντρο να είναι ο Θεός. Στρέψε όλον τον εαυτό σου προς τον Θεό. Αν αγαπήσης τον Θεό, ο νους σου θα είναι συνέχεια στο πώς να ευχαριστήσης τον Θεό, στο πώς να αρέσης στον Θεό, και όχι στο πώς να αρέσης στους ανθρώπους. Αυτό πολύ θα σε βοηθήση να ελευθερωθής από τις βαρειές αλυσίδες τής ανθρωπαρέσκειας που σού είναι εμπόδιο για την ανώτερη ζωή. Και όταν θα χαίρεσαι, γιατί ξέπεσες στα μάτια τών ανθρώπων, τότε θα γλυκαίνεσαι εσωτερικά από τον Γλυκύ Ιησού.

 

Η καραμέλα τού επαίνου

– Γέροντα, άκουσα κάτι επαίνους και...

– Έ, και τι έγινε; Τελείως κούφιο είσαι, βρέ παιδί; Εμάς τι πρέπει να μάς ενδιαφέρη; Πώς μάς βλέπουν οι άλλοι ή πώς μάς βλέπει ο Χριστός; Οι άλλοι θα είναι για μάς η κινητήρια δύναμη ή ο Χριστός; Εσύ έχεις σοβαρότητα· μη γίνεσαι ελαφρούτσικη. Εμένα πολλές φορές, ακόμη και σοβαροί άνθρωποι, μού λένε κάτι επαινετικό και μού έρχεται να κάνω εμετό. Γελώ από μέσα μου και το πετώ πέρα. Κι εσύ κάτι τέτοια να τα πετάς αμέσως. Είναι χαμένα πράγματα! Τι κερδίζουμε, αν μάς καμαρώνουν οι άλλοι; Για να μάς καμαρώνουν μεθαύριο τα ταγκαλάκια; Όποιος χαίρεται, όταν τον καμαρώνουν οι άνθρωποι, κοροϊδεύεται από τους δαίμονες.

Οι έπαινοι, είτε κοσμικοί είναι είτε πνευματικοί, είτε στο σώμα αναφέρονται είτε στην ψυχή, βλάπτουν, όταν ο άνθρωπος είναι βλαμμένος, όταν δηλαδή έχη υπερηφάνεια ή προδιάθεση υπερηφανείας. Γι αυτό να προσέχουμε να μην επαινούμε εύκολα τον άλλον, γιατί, αν τυχόν είναι φιλάσθενος πνευματικά, παθαίνει ζημιά· μπορεί να καταστραφή.

Οι έπαινοι είναι σαν τα ναρκωτικά. Κάποιος, ας υποθέσουμε, που ξεκινά να κάνη κηρύγματα, μπορεί την πρώτη φορά να ρωτήση αν το κήρυγμα ήταν καλό, αν πρέπη κάτι να προσέξη, για να μην κάνη κακό στον κόσμο. Οπότε και ο άλλος, για να τον ενθαρρύνη, τού λέει: «Καλά τα είπες· μόνο σ εκείνο το σημείο ήθελε λίγο να προσέξης». Ύστερα όμως, αν έχη λίγη προδιάθεση υπερηφανείας, μπορεί να φθάση να ρωτάη αν ήταν καλό το κήρυγμα, μόνον και μόνο για να ακούση ότι ήταν καλό και να αισθανθή ικανοποίηση. Κι αν τού πουν: «πολύ καλό ήταν», χαίρεται. «Α, λένε καλά λόγια για μένα!», σκέφτεται και φουσκώνει. Αν όμως τού πουν: «δεν ήταν καλό», στενοχωριέται. Βλέπετε πώς με μια καραμέλα επαίνου τον ξεγελάει το ταγκαλάκι; Στην αρχή ρωτάει με καλό λογισμό, για να διορθωθή, και μετά ρωτάει, για να ακούη επαίνους και να χαίρεται!

Αν χαίρεσθε και νιώθετε ικανοποίηση, όταν σάς επαινούν, και στενοχωριέσθε και κατεβάζετε τα μούτρα, όταν σάς κάνουν καμμιά παρατήρηση ή σάς πουν ότι μια δουλειά δεν την κάνατε καλά, να ξέρετε ότι αυτό είναι μια κοσμική κατάσταση. Και η στενοχώρια είναι κοσμική και η χαρά είναι κοσμική. Ένας που έχει πνευματική υγεία, και να τού πης: «αυτό δεν το έκανες καλό», χαίρεται, γιατί τον βοήθησες να δη το λάθος του. Πιστεύει ότι δεν το έκανε καλό, γι αυτό τον φωτίζει ο Θεός και την επόμενη φορά το κάνει πολύ καλό. Αλλά και πάλι αυτό το αποδίδει στον Θεό. «Τι θα έκανα εγώ μόνος μου; λέει. Αν δεν με βοηθούσε ο Θεός, μπανταλομάρες θα έκανα». Όλα δηλαδή τα τοποθετεί σωστά.

– Πώς θα μπορέσουμε, Γέροντα, να αισθανώμαστε το ίδιο, και όταν μάς επαινούν και όταν μάς προσβάλλουν;

– Αν μισήσετε την κοσμική προβολή, τότε θα δέχεσθε με την ίδια διάθεση και τον έπαινο και την προσβολή.

 

Η κενοδοξία

– Γιατί, Γέροντα, νιώθω μέσα μου ένα κενό;

– Από την κενοδοξία είναι. Όταν επιδιώκουμε να ανεβαίνουμε στα μάτια τών ανθρώπων, νιώθουμε μέσα μας κενό – τον καρπό τής κενοδοξίας –, γιατί ο Χριστός δεν έρχεται στο κενό, αλλά στην καρδιά τού καινού ανθρώπου. Δυστυχώς, πολλές φορές οι πνευματικοί άνθρωποι θέλουν την αρετή, αλλά θέλουν και κάτι που να τρέφη την υπερηφάνειά τους, δηλαδή αναγνώριση, πρωτεία κ.λπ., κι έτσι μένουν με ένα κενό στην ψυχή τους, το κενό τής κενοδοξίας· δεν υπάρχει το πλήρωμα, το φτερούγισμα τής καρδιάς. Και όσο μεγαλώνει η κενοδοξία τους, τόσο μεγαλώνει και το κενό μέσα τους και τόσο περισσότερο υποφέρουν.

– Γέροντα, από πού προέρχεται το ζόρισμα που νιώθω στον αγώνα μου;

– Δεν αγωνίζεσαι ταπεινά. Όποιος αγωνίζεται ταπεινά, δεν συναντά δυσκολία στον αγώνα του. Όταν όμως υπάρχουν πνευματικές επιδιώξεις ποτισμένες με κενοδοξία, τότε η ψυχή ζορίζεται. Τα άλλα πάθη δεν μάς δυσκολεύουν τόσο πολύ στο πνευματικό ανέβασμα, όταν επικαλούμαστε ταπεινά το έλεος τού Θεού. Όταν όμως μάς κλέβη το ταγκαλάκι με την κενοδοξία, μάς δένει τα μάτια και μάς οδηγεί από το δικό του δύσβατο μονοπάτι και τότε ζοριζόμαστε, γιατί βρισκόμαστε σε ταγκαλίστικο χώρο.

Η πνευματική ζωή δεν είναι όπως η κοσμική ζωή. Εκεί, για να πάη, ας υποθέσουμε, καλά μια επιχείρηση, πρέπει να κάνη κανείς την τάδε διαφήμιση, να ρίξη αυτά τα φέιγ-βολάν, να κοιτάξη πώς να προβληθή. Στην πνευματική ζωή όμως, μόνον αν μισήση κανείς την κοσμική προβολή, πάει καλά η επιχείρηση η πνευματική.

– Γέροντα, πώς θα διώξω τους λογισμούς κενοδοξίας;

– Να χαίρεσαι με τα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν οι κοσμικοί. Μόνο με τα αντίθετα τών κοσμικών επιδιώξεων θα μπορέσης να κινηθής στον πνευματικό χώρο. Στοργή θέλεις; Να χαίρεσαι, όταν δεν σού δίνουν σημασία. Ζητάς θρόνο; Κάθισε τον εαυτό σου στο σκαμνί. Ζητάς επαίνους; Αγάπησε την περιφρόνηση, για να νιώσης την αγάπη τού Περιφρονημένου Ιησού. Ζητάς δόξα; Ζήτα ατιμία, για να νιώσης την δόξα τού Θεού. Και όταν νιώσης την δόξα τού Θεού, θα νιώθης τον εαυτό σου ευτυχισμένο και θα έχης μέσα σου την μεγαλύτερη χαρά από όλες τις χαρές όλου τού κόσμου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 - Οι συνέπειες τής υπερηφανείας

Η υπερηφάνεια μάς απομονώνει από τον Θεό

– Γέροντα, βλέπω ότι δεν πάω καλά.

– Βρήκες την αιτία; Την προηγούμενη φορά που είχα έρθει, είδα ότι, επειδή σκεφτόσουν σωστά και ενεργούσες με σύνεση, σε βοηθούσε και ο Χριστός. Μήπως τώρα υπερηφανεύθηκες γι αυτό, οπότε πήρε την Χάρη Του ο Χριστός;

– Ναι, Γέροντα, έτσι είναι.

– Όταν δεν καταλαβαίνουμε ότι προοδεύουμε με την βοήθεια τού Θεού και νομίζουμε ότι τα καταφέρνουμε μόνοι μας και υπερηφανευώμαστε, παίρνει ο Θεός την Χάρη Του, για να καταλάβουμε ότι μόνον η θέληση και η προσπάθεια είναι δικά μας· η δύναμη και το αποτέλεσμα είναι τού Θεού. Μόλις αναγνωρίσουμε ότι ο Θεός μάς βοηθούσε και γι αυτό προοδεύαμε, ανοίγουν τα μάτια μας, ταπεινωνόμαστε, κλαίμε για την πτώση μας, μάς λυπάται ο Θεός, μάς ξαναδίνει την Χάρη Του και προχωρούμε.

– Γέροντα, όταν ένας άνθρωπος υπερηφανευθή, η θεία Χάρις φεύγει αμέσως;

– Φυσικά! Τι νομίζεις, χρειάσθηκαν ώρες για να γίνη ο Εωσφόρος από Άγγελος διάβολος; Μέσα σε δευτερόλεπτα έγινε. Λίγο ένας λογισμός αν περάση στον άνθρωπο ότι κάτι είναι, αμέσως φεύγει η Χάρις τού Θεού. Γιατί τι δουλειά έχει η Χάρις τού Θεού με την υπερηφάνεια; Ο Θεός είναι ταπείνωση. Και όταν φύγη η Χάρις τού Θεού, έρχεται ο διάβολος και ζαλίζει τον άνθρωπο. Μπορεί μετά να δεχθή ο άνθρωπος μια επίδραση δαιμονική εξωτερική και να έχη μέσα του σκοτάδι πνευματικό.

Ο υπερήφανος δεν έχει Χάρη Θεού, γι αυτό υπάρχει κίνδυνος να πάρη – Θεός φυλάξοι! – τον μεγάλο κατήφορο. Είναι χωρισμένος από τον Θεό, γιατί η υπερηφάνεια είναι κακός αγωγός, μονωτικό, που δεν αφήνει την Χάρη τού Θεού να περάση και μάς απομονώνει από τον Θεό.

 

Όταν φέρνουμε υπερήφανο λογισμό, τα κάνουμε θάλασσα

– Γέροντα, είμαι πολύ απρόσεκτη· όλο ζημιές κάνω.

– Φαίνεται, θα υπάρχη μέσα σου κρυφή υπερηφάνεια. Επειδή ο Θεός σε αγαπάει, λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι· κάνεις μια ζημιά και ταπεινώνεσαι. «Ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται».

– Γέροντα, φοβάμαι να ξανασιδερώσω, γιατί έκαψα ένα ξένο ράσο.

– Να κάνης τον σταυρό σου και να σιδερώνης.

– Μήπως ήταν τού πειρασμού;

– Σπάνια μια ζημιά είναι από φθόνο τού διαβόλου· συνήθως είναι από υπερήφανο λογισμό. Όταν φέρνουμε υπερήφανο λογισμό, τα κάνουμε θάλασσα. Κι εσύ, φαίνεται, έφερες υπερήφανο λογισμό.

– Γιατί κάηκε το ράσο και δεν έπαθα εγώ ζημιά;

– Γιατί το ράσο πήγε στον άλλον, έγινε γνωστή η ζημιά, οπότε έτσι ρεζιλεύτηκες και ταπεινώθηκες. Ενώ, αν πάθαινες εσύ κάτι, δεν θα ρεζιλευόσουν. Γιατί εξομολογείται κανείς; Για να θεατρινισθή η αμαρτία· έτσι σκάζει ο διάβολος.

– Όταν, Γέροντα, πάη κάποιος να κάνη μια δουλειά και τελικά γίνεται ζημιά, τι συμβαίνει; Δεν δούλεψε σωστά; δεν είχε καθαρή διάθεση;

– Είναι πολλές περιπτώσεις. Πρέπει να εξετάση από πού ξεκίνησε.

– Μπορεί, Γέροντα, κάποιος να κάνη ζημιές από αφηρημάδα;

– Τι θα πη αφηρημάδα; Αν εξετάσης, θα δης ότι τις περισσότερες φορές οι ζημιές στην υπερηφάνεια οφείλονται. Αν σε μια νοικοκυρά περάση ο λογισμός ότι καμμιά άλλη δεν πλένει τα πιάτα τόσο καλά όσο αυτή, μπορεί να ρίξη όλο το ράφι με τα πιάτα και να σπάσουν όλα. Μια φορά κάποια που εργαζόταν σε ένα υαλοπωλείο σκέφθηκε: «Τι εύκολα κατεβάζω τα κουτιά με τα ποτήρια!». Μόλις έβαλε αυτόν τον λογισμό, τής έφυγαν τα κουτιά από τα χέρια και έσπασαν όλα τα ποτήρια. Ή, ας πούμε, ένας οδηγός βλέπει ένα γεροντάκι ανήμπορο και το παίρνει να το πάη στον προορισμό του. Αν τού περάση ο λογισμός: «για δές, άλλος θα το έκανε αυτό; τι καλά λόγια θα λέη τώρα το γεροντάκι για μένα!», θα τον εγκαταλείψη η Χάρις τού Θεού και μπορεί να πέση πάνω σε καμμιά κολόνα ή να ανεβή πάνω στο πεζοδρόμιο, να χτυπήση και κανέναν!

 

Ο υπερήφανος δεν έχει πνευματικές πτήσεις αλλά πτώσεις

– Γέροντα, υποχώρησαν τα δέκατα που είχα.

– Χαίρομαι πολύ που υποχώρησαν – δόξα τω Θεώ –, γιατί πολύ σε ταλαιπωρούσαν. Πιστεύω ότι τώρα θα υποχωρήσουν και τα πνευματικά δέκατα, αν πιάσης την υπερηφάνεια από την οποία προέρχονται. Γιατί είναι αλήθεια ότι η υπερηφάνεια ανεβάζει όχι μόνο δέκατα πνευματικά αλλά και μεγάλο πυρετό πνευματικό. Ανάλογα με το ανέβασμα τής υπερηφανείας είναι και το ανέβασμα τού πνευματικού πυρετού, ο οποίος επιδρά και στο σώμα, και αρχίζει να ανεβαίνη και ο σωματικός πυρετός, επειδή η ψυχή και το σώμα συνεργάζονται.

Η υπερηφάνεια είναι η μεγαλύτερη πνευματική αρρώστια. Σαν την βδέλλα πού, αν κολλήση επάνω σου, σού ρουφάει το αίμα, έτσι και η υπερηφάνεια ρουφάει όλο το εσωτερικό τού ανθρώπου. Φέρνει και πνευματική ασφυξία, γιατί καταναλώνει όλο το πνευματικό οξυγόνο τής ψυχής.

– Γέροντα, έχω προσέξει πώς, μόλις βάλω μια σειρά στον αγώνα μου, γίνονται όλα...

– Φαίνεται, λες με τον λογισμό σου «καλά πάω», γι αυτό ύστερα έχεις πτώσεις. Ο υπερήφανος δεν έχει πνευματικές πτήσεις αλλά πτώσεις.

– Γέροντα, ό,τι και να κάνω ή να πω, βλέπω ότι με κεντά η υπερηφάνεια.

– Ό,τι κάνεις, να το κάνης με ταπεινό λογισμό, γιατί διαφορετικά βάζεις τον διάβολο ακόμη και στις καλές ενέργειές σου. Αν, ας υποθέσουμε, λέη κάποιος υπερήφανα: «θα πάω να κάνω μια καλωσύνη», βάζει και τον διάβολο μέσα και μπορεί να συναντήση ένα σωρό εμπόδια και τελικά να μην μπορέση να πάη. Ενώ, αν πάη αθόρυβα να κάνη μια καλωσύνη, τότε δεν μπαίνει ο διάβολος.

– Πώς γίνεται, Γέροντα, η σωστή πνευματική εργασία στον εαυτό μας;

– Μυστικά και σιωπηλά. Η πνευματική εργασία είναι πολύ λεπτή και χρειάζεται πολλή προσοχή στην κάθε μας ενέργεια. Η πνευματική ζωή είναι «επιστήμη επιστημών», λένε οι Άγιοι Πατέρες. Τι εγρήγορση χρειάζεται! Το ανέβασμα στην πνευματική ζωή είναι σαν το ανέβασμα σε μια κυκλική σκάλα που δεν έχει κάγκελα. Αν ανεβαίνη κανείς χωρίς να βλέπη πού πατούν τα πόδια του και λέη: «ω, πόσο ψηλά ανέβηκα! και πού θα φθάσω ακόμη!», παραπατάει και πέφτει κάτω.

– Γιατί, Γέροντα, δεν έχει κάγκελα η σκάλα;

– Γιατί είναι ελεύθερος ο άνθρωπος και πρέπει να χρησιμοποιή το μυαλό που τού έδωσε ο Θεός. Αν δεν το χρησιμοποιή σωστά, τι να τον κάνη ο Θεός;

– Γέροντα, μπορεί μια κατάσταση πνευματικής ξηρασίας να έχη αιτία την υπερηφάνεια;

– Ναι, αν υπάρχη υπερηφάνεια, ο Θεός επιτρέπει να μένη ο άνθρωπος σε μια κατάσταση οκνηρίας, ακηδίας και ψυχρότητος, γιατί, αν τον βοηθήση και γευθή κάτι ουράνιο, τότε ένα κι ένα θα το πάρη επάνω του, θα νομίζη ότι αυτό οφείλεται στον αγώνα που έκανε και θα υπερηφανεύεται: «Αγωνισθήτε! θα λέη μετά και στους άλλους. Εγώ αγωνίσθηκα και τι αξιώθηκα να ζήσω!», και έτσι θα πληγώνη ψυχές. Γι αυτό ο Θεός τον αφήνει να χτυπηθή, όσο χρειάζεται, για να πεθάνη η ιδέα που έχει για τον εαυτό του, να απελπισθή με την καλή έννοια από τον εαυτό του και να νιώση το «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».

 

Η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον άνθρωπο

– Γέροντα, τι είναι αυτό που μάς κάνει να θέλουμε να γίνη γνωστό στους άλλους ό,τι καλό κάνουμε, ενώ έχει τόση γλυκύτητα, τόση απαλάδα, το να ζη και να εργάζεται κανείς στην αφάνεια;

– Το πιο σπουδαίο είναι ότι, όταν ο άνθρωπος έχη εσωτερικότητα και προσπαθή να μη γίνεται γνωστό το καλό που κάνει, αυτό είναι αισθητό στους άλλους· όλοι τον ευλαβούνται και τον αγαπούν, χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνη.

Πόσο συμπαθής είναι ο ταπεινός άνθρωπος και πόσο αποκρουστικός ο υπερήφανος! Τον υπερήφανο κανείς δεν τον αγαπάει, ακόμη και ο Θεός τον αποστρέφεται. Βλέπεις, και τα μικρά παιδιά, αν δουν κανένα παιδί λίγο υπερήφανο, το κοροϊδεύουν, ενώ ένα παιδί σιωπηλό, συνετό, πόσο το εκτιμούν! Ή, αν δουν κανέναν να περπατάη καμαρωτός-καμαρωτός, τον παίρνουν μυρωδιά και τον κοροϊδεύουν. Θυμάμαι κάποιον στην Κόνιτσα πού, ενώ πέθαινε από την πείνα, φορούσε κάθε μέρα κοστούμι, γραβάτα και ρεπούμπλικο και έβγαινε στην πλατεία καμαρωτός. Τα παιδάκια, μόλις τον έβλεπαν, πήγαιναν από πίσω του και παρίσταναν πώς περπατούσε. Μικρούτσικα παιδάκια τώρα! Πόσο μάλλον οι μεγάλοι καταλαβαίνουν τον υπερήφανο άνθρωπο! Μη βλέπης που δεν μιλούν, για να μην τον εκθέσουν· από μέσα τους όμως αηδιάζουν.

Όποιος θέλει να προβάλλη τον εαυτό του, τελικά γελοιοποιείται. Θυμάμαι, όταν ήμουν στο Σινά, είχε έρθει ένας παπάς που τον έλεγαν Σάββα. Ήταν λίγο κενόδοξος, είχε και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Μια μέρα οι Βεδουίνοι ανέβαζαν στο μοναστήρι ένα βαρύ πράγμα με το βίντσι και, καθώς το σήκωναν, φώναζαν, για να συγχρονισθούν, «σάουα-σάουα», δηλαδή «όλοι μαζί». Τους άκουσε ο παπα–Σάββας κι έτρεξε αμέσως έξω. «Βρέ, ακόμη δεν ήρθα, λέει, και "Σάββα" φωνάζουν! Και εδώ όλοι με έμαθαν!». Νόμιζε ότι οι Βεδουίνοι φώναζαν «Σάββα, Σάββα»! Μόλις το άκουσα, με έπιασαν τα γέλια! Είναι να μη γελάσης; Όπως δουλεύει το μυαλό τού ανθρώπου, έτσι τα ερμηνεύει όλα... Άμα ο άνθρωπος είναι λίγο φαντασμένος, όλα φαντασμένα τα ερμηνεύει.

– Γέροντα, από υπερηφάνεια το κάνει;

– Είναι αιχμάλωτος στην κενοδοξία, τον κλέβει και η φαντασία και φθάνει μετά... Μού έλεγε ένας μοναχός πώς, όταν ήταν λαϊκός, είχε δώσει σε κάποιον ένα επίσημο επανωφόρι. Μια μέρα που βρέθηκαν μαζί σε μια συντροφιά, εκείνος το φορούσε, οπότε κάποια στιγμή λέει: «Αυτό το παλτό ξέρετε από πού το έχω; Από το Παρίσι! Αν ξέρατε και πόσο το αγόρασα!». Και να είναι εκεί μπροστά και ο άλλος που τού έδωσε το επανωφόρι ευλογία!

– Καλά, Γέροντα, ανόητος ήταν;

– Μα πιο ανόητος από τον υπερήφανο υπάρχει; Τελικά η υπερηφάνεια γελοιοποιεί τον άνθρωπο.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4- Να χτυπήσουμε την υπερηφάνεια

Να είσαι μέσα στην μάχη, και να πολεμάς σωστά

Γέροντα, μού λέει ο λογισμός ότι, αν αλλάξω διακόνημα και σταματήσω να ψάλλω και να αγιογραφώ, θα σταματήσω να υπερηφανεύωμαι και να πέφτω συνέχεια σε πειρασμούς.

– Και να φύγης από την ψαλτική ή την αγιογραφία, εάν δεν σιχαθής την κενοδοξία, θα κάνης περισσότερες γκάφες. Αλλά και η φυγή αυτή πάλι έχει μέσα υπερηφάνεια, και μάλιστα περισσότερη, γιατί στην πραγματικότητα θέλεις να φύγης από τα διακονήματα αυτά, για να μη θίγεται ο εγωισμός σου.

– Όταν, Γέροντα, κάνω μια δουλειά και δώ ότι υπερηφανεύομαι, μήπως είναι καλύτερα να μην την κάνω;

– Αν σού πουν να πας να κάνης μια δουλειά, να πας, αλλά να προσέχης να μην πέσης· και αν γλιστρήσης και πέσης, να σηκωθής. Να καταλάβης ότι γλίστρησες, επειδή δεν πρόσεξες, και άλλη φορά, αν σού πουν να ξαναπάς, να προσέχης να μην ξαναγλιστρήσης. Όχι να μην ξαναπάς, επειδή την προηγούμενη φορά έπεσες! Άλλο αν σού πουν: «Μην πηγαίνης, αφού την προηγούμενη φορά έπεσες». Τότε δεν θα ξαναπάς. Κατάλαβες; Άμα σού λένε να κάνης μια δουλειά, να την κάνης, αλλά να προσπαθής να την κάνης σωστά και ταπεινά. Το να μην κάνης τίποτε, για να μην υπερηφανευθής, αυτό είναι χειρότερο. Είναι σαν να μένης έξω από την μάχη, να μην πολεμάς, για να μην πληγωθής. Σκοπός είναι να είσαι μέσα στην μάχη, αλλά να προσέχης να πολεμάς σωστά· διαφορετικά θα είσαι ένα άχρηστο πράγμα.

 

Την υπερηφάνεια την τσακίζεις με την βοήθεια τού αδελφού

– Γέροντα, στενοχωριέμαι, όταν οι αδελφές μού κάνουν κάποια παρατήρηση.

– Έχεις υπερηφάνεια, γι αυτό στενοχωριέσαι. Την υπερηφάνεια την τσακίζεις με την βοήθεια τού αδελφού, όταν τού δίνης το δικαίωμα να σού κάνη παρατηρήσεις και δέχεσαι μια κουβέντα που θα σού πη. Έτσι λαμπικάρεται η ψυχή.

Επειδή το υψηλό φρόνημα δύσκολα το αντιλαμβάνεται κανείς μόνος του, πρέπει να δέχεται τους άλλους σαν γιατρούς του και να παίρνη όλα τα φάρμακα που τού δίνουν, για να απαλλαγή από αυτό. Και όλοι οι άνθρωποι έχουν στην τσέπη τους φάρμακα για τους άλλους: οι μεν καλοί συμβουλεύουν με πόνο και αγάπη τον άρρωστο, οι δε κακοί τον ελέγχουν με κακία και πάθος – αυτοί μάλιστα πολλές φορές γίνονται καλύτεροι χειρουργοί από τους πρώτους, γιατί προχωρούν το νυστέρι πιο βαθιά.

– Εγώ, Γέροντα, είμαι κουτή και πολλές φορές δεν καταλαβαίνω γιατί μού κάνουν παρατήρηση.

– Καλύτερα πες: «Είμαι τετραπέρατη, αλλά δεν έχω ταπείνωση». Εσύ, ενώ σφάλλεις και σού κάνουν παρατήρηση, πας να δικαιολογηθής. Πώς να φθάσης σε κατάσταση να παίρνης επάνω σου το σφάλμα, όταν δεν σφάλλης και σε κατηγορούν; Ο άνθρωπος που δικαιολογεί τον εαυτό του, όταν τού κάνουν μια παρατήρηση, εξοντώνει συνέχεια την ταπείνωση. Ενώ ο άνθρωπος που ρίχνει όλο το βάρος επάνω του για κάποιο σφάλμα του, ταπεινώνεται και τον λούζει η Χάρις τού Θεού.

– Γέροντα, εγώ νομίζω ότι δεν προσπαθώ να αποδείξω ότι έχω δίκαιο, αλλά να εξηγήσω ότι πρόκειται για παρεξήγηση.

– Έχω δει ότι έχεις μια κρυφή υπερηφάνεια που εκδηλώνεται με την δικαιολογία. Να προσπαθήσης να μη δικαιολογήσαι, ό,τι κι αν σού πουν· να βάζης μια ειλικρινή μετάνοια· αυτό φθάνει. Με το «ευλόγησον» τής ειλικρινούς μετανοίας κόβεται η υπερηφάνεια.

– Γέροντα, σήμερα ένα παιδάκι στο αρχονταρίκι έκανε μια αταξία. Τού έλεγε η μητέρα του: «πες συγγνώμη», και αυτό απαντούσε: «τα κόκκαλά μου πονάνε», και «συγγνώμη» δεν έλεγε. Γιατί μερικοί άνθρωποι δυσκολεύονται τόσο πολύ να πουν «ευλόγησον»;

– Η υπερηφάνεια δεν αφήνει τον άνθρωπο να πη «ευλόγησον».

 

Η πνευματική ...διάσπαση τού ατόμου

– Γέροντα, πώς θα φύγη η μεγάλη ιδέα που έχω για τον εαυτό μου;

– Αν στραφής μέσα σου και γνωρίσης τον εαυτό σου, θα δης τόση ασχήμια, που θα σιχαθής τον εαυτό σου.

Αν ο άνθρωπος δεν γνωρίση τον εαυτό του για να ταπεινωθή φυσιολογικά, η ταπείνωση δεν μπορεί να τού γίνη κατάσταση, για να παραμένη μέσα του η θεία Χάρις. Τότε είναι σε θέση ο διάβολος να τού φάη όλα τα χρόνια τής ζωής του – ακόμη και τα χρόνια τού Μαθουσάλα να τού δώση ο Θεός –, παίζοντας το παιχνίδι τής κολοκυθιάς. Δηλαδή μια θα τού φέρνη ο διάβολος τον λογισμό ότι κάτι είναι, μια θα φέρνη αυτός έναν ταπεινό λογισμό ότι δεν είναι τίποτε· μια ο διάβολος, μια ο άνθρωπος, μια θα κερδίζη ο ένας μια ο άλλος, και θα συνεχίζεται το ίδιο βιολί.

– Βλέπω, Γέροντα, ότι όλες οι αδελφές με έχουν ξεπεράσει στην αρετή, ακόμη και οι νεώτερες.

– Αφού δεν ταπεινώθηκες μόνη σου, ταπεινώθηκες από τους άλλους. Ξέρεις τι κάνουν, όταν θέλουν να στείλουν έναν πύραυλο στο διάστημα; Μετρούν κατεβαίνοντας από τους μεγάλους αριθμούς στους μικρούς: «δέκα, εννιά, οκτώ, επτά..., ένα, μηδέν!». Μόλις φθάσουν στο μηδέν, εκτοξεύεται. Έτσι κι εσύ, τώρα που έφθασες στο μηδέν, θα εκτοξευθής και θα πας ψηλά. Εσύ φυσική δεν σπούδασες;

– Ναι, Γέροντα.

– Τώρα λοιπόν είναι καιρός να μάθης και την φυσική τής μεταφυσικής, για να γνωρίσης πώς θα γίνη η πνευματική διάσπαση τού ατόμου σου.

– Πώς θα γίνη, Γέροντα;

– Όταν ασχοληθής με το «άτομό σου» και γνωρίσης τον εαυτό σου, θα ταπεινωθής και τότε θα γίνη η πνευματική διάσπαση τού ατόμου σου, θα βγη η πνευματική ενέργεια και θα πεταχτής στο ...διάστημα. Μόνον έτσι θα μπορέσης να μπής στην πνευματική τροχιά· διαφορετικά θα παραμένης στην κοσμική τροχιά.

Σε τίποτε δεν ωφελεί να ερευνήση κανείς όλον τον κόσμο, αν δεν έχη ερευνήσει τον δικό του κόσμο. Αν γνωρίση πρώτα τον εσωτερικό του κόσμο, δηλαδή τον εαυτό του, το άτομό του, εύκολα μετά γνωρίζει όχι μόνον την γη αλλά και το διάστημα. Όταν ο άνθρωπος γνωρίση το άτομό του, τότε γίνεται αυτομάτως και η διάσπαση τού ατόμου του και κινείται πλέον στην πνευματική τροχιά έξω από την έλξη τής γης, έξω από την έλξη τού κόσμου. Ενώ ζη στην γη ως άνθρωπος, ζη δίχως να τον έλκη η αμαρτία και γενικά οι επιθυμίες τού κόσμου.

– Όταν, Γέροντα, παραμένη η υπερηφάνεια, δεν έχει κάνει ο άνθρωπος σωστή αναγνώριση τού εαυτού του;

– Ναι, δεν έγινε ακόμη η πνευματική διάσπαση τού ατόμου του. Κατάλαβες;

– Δηλαδή, Γέροντα, πάλι στην ταπείνωση γυρίζουμε.

– Μα βέβαια! Ο άνθρωπος που έχει υπερηφάνεια δεν έχει γνωρίσει τον εαυτό του. Αν γνωρίση τον εαυτό του, θα φύγη η υπερηφάνεια. Η αναγνώριση είναι το παν. Λείπει η αναγνώριση, γι αυτό λείπει η ταπείνωση. Και όταν ο άνθρωπος αναγνωρίζη ταπεινά τον εαυτό του, αναγνωρίζεται και από τους ανθρώπους.

– Κι αν, Γέροντα, υπάρχη αναγνώριση και δεν υπάρχη ταπείνωση;

– Τότε δεν θα υπάρχη καλή διάθεση, φιλότιμο.

 

Υψηλή θέση και ταπεινό φρόνημα

– Σ εμένα, Γέροντα, υπάρχει υπερηφάνεια;

– Έ, υπάρχει και λίγη υπερηφάνεια. Τουλάχιστον να έχουμε την κανονική υπερηφάνεια, όση προβλέπει ο νόμος...

– Υπάρχει, Γέροντα, και «κανονική» υπερηφάνεια;

– Κοίταξε να σού πω: Αν κάποιος έχη ικανότητες, γνώσεις κ.λπ., και να υπερηφανευθή λίγο, έχει ελαφρυντικά. Όχι βέβαια πως είναι καλή και αυτή η υπερηφάνεια, αλλά δικαιολογείται κατά κάποιον τρόπο. Ένας όμως που δεν έχει ούτε ικανότητες ούτε γνώσεις, δεν δικαιολογείται να υπερηφανεύεται· επιβάλλεται να είναι ταπεινός. Αν υπερηφανεύεται, είναι τελείως χαμένος. Βλέπεις, μια νοσοκόμα που κάνει μια ένεση πενικιλίνης στον άρρωστο και τού πέφτει ο πυρετός, μπορεί να έχη υπερήφανο λογισμό, ενώ ο Φλέμινγκ που ανακάλυψε την πενικιλίνη και βοήθησε τόσον κόσμο, πόση ταπείνωση είχε! Ο Φλέμινγκ μετά την ανακάλυψη τής πενικιλίνης είχε πάει στην Αμερική. Εκεί τον χειροκροτούσαν οι άλλοι, χειροκροτούσε και αυτός. Κάποια στιγμή ρώτησε: «Τι συμβαίνει; για ποιόν χειροκροτούν;». «Για σένα χειροκροτούν», τού είπαν. Τάχασε! Δεν είχε καταλάβει για ποιόν χειροκροτούσαν! Θέλω να πω, εκείνος που βρήκε την πενικιλίνη δεν υπερηφανεύτηκε, και η νοσοκόμα που κάνει την ένεση και πέφτει ο πυρετός καμαρώνει. Γι αυτό ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Το σπουδαιότερο είναι να έχη ο άνθρωπος υψηλή θέση και ταπεινό φρόνημα». Αυτό έχει μεγάλη αξία και ανταμείβεται από τον Θεό.

Βλέπω την ταπείνωση που έχουν μεγάλοι αξιωματικοί και την υπερηφάνεια που έχουν απλοί χωροφύλακες. Είχε έρθει μια φορά στο Καλύβι ένας υπονωματάρχης με έναν αέρα και έλεγε-έλεγε... «Είμαι αστυφύλακας, είμαι εκείνο, είμαι το άλλο!». Διοικητής τής Χωροφυλακής να ήταν, δεν θα μιλούσε έτσι. Φοβερό! Και άλλοι με πλούτη, με θέσεις, με ικανότητες, έχουν μια ταπείνωση, μια απλότητα! Νιώθουν σαν να μην έχουν τίποτε. Μεγάλοι αξιωματικοί δεν φοράνε την στολή τους, για να αποφύγουν τις τιμές. Θυμάμαι, ένας στρατηγός, που είχε πολλά παράσημα από τον πόλεμο, όταν ήταν να πάη για παρέλαση, έλεγε: «Θα φορτωθώ τώρα τα παράσημα...». Και ένας άλλος μόνον ένα γαλόνι είχε πάρει και φορούσε συνέχεια την στολή, για να το δείχνη. Είχε βάλει και πιο φαρδύ σειρίτι – μέχρις εκεί που να μην τον κλείσουν μέσα, γιατί υπάρχει κανονισμός πόσο φαρδύ να είναι το σειρίτι. Καημένοι άνθρωποι!

– Δηλαδή, Γέροντα, όταν έχη κάποιος ταπεινή θέση και υπερηφανεύεται, τι δείχνει; ότι είναι ανόητος;

– Μια φορά; Πολλές φορές!

 

Μην κάνης δικό σου ό,τι σού έδωσε ο Θεός

– Γέροντα, υπερηφανεύομαι για τις σωματικές ικανότητες και για τα πνευματικά χαρίσματα που νομίζω πως έχω.

– Γιατί να υπερηφανεύεσαι; Εσύ «εποίησας τον ουρανόν και την γην»; Πρόσεξε, μην κάνης δικό σου ό,τι σού έδωσε ο Θεός και, ό,τι σού λείπει, μην προσπαθής να δείχνης ότι το έχεις. Να λες στον εαυτό σου: «Ο Θεός, επειδή ήμουν αδύνατη, μού έδωσε μερικά χαρίσματα, γιατί αλλιώς θα στεναχωριόμουν και θα ήμουν κακορρίζικη. Εκείνο που πρέπει να κάνω τώρα είναι να τα αξιοποιήσω, για να πλουτήσω πνευματικά. Δόξα σοι, Θεέ μου! Σ ευχαριστώ, που με λυπήθηκες και με βοήθησες». Εσύ θεωρείς ότι είναι δικά σου όλα τα χαρίσματα που έχεις· είναι όμως δικά σου; «Τι έχεις ό ουκ έλαβες;». Εδώ χρειάζεται η εξυπνάδα, εδώ πρέπει να δουλέψης το μυαλό και να καταλάβης ότι όλα τα χαρίσματα είναι τού Θεού. Λίγο αν μάς εγκαταλείψη η Χάρις τού Θεού, τίποτε δεν θα μπορούμε να κάνουμε. Είναι απλά τα πράγματα. Έχει, ας υποθέσουμε, κάποιος μερικές ικανότητες και υπερηφανεύεται γι αυτές. Πρέπει να σκεφθή: Πού τις βρήκε; Τού τις έδωσε ο Θεός. Αυτός τι έκανε; Τίποτε. Δίνει λ.χ. ο Θεός σε κάποιον λίγο παραπάνω μυαλό και μπορεί να έχη μια μεγάλη επιχείρηση και να ζη άνετα. Να υπερηφανευθή ότι τα καταφέρνει; Λίγο να τον εγκαταλείψη ο Θεός, μπορεί να χρεωκοπήση και να πάη φυλακή.

Πάντως, όποιος έχει χαρίσματα, αλλά δεν έχει ταπείνωση και πληγώνει με την προκλητική συμπεριφορά του τον πλησίον του, αναγκάζει τον Χριστό να πάρη το κατσαβιδάκι και να τού λασκάρη λίγο την βίδα, για να ταπεινωθή ακουσίως. Ας υποθέσουμε, κάποιος θέλει να βγάλη έναν βράχο και παιδεύεται, γιατί δεν έχει πολύ μυαλό, ώστε να βρη έναν τρόπο να τον μετακινήση. Οπότε τον πλησιάζει ένας άλλος που είναι λίγο έξυπνος και τού λέει: «Βρέ χαμένε, δεν σού κόβει;». Παίρνει αμέσως έναν λοστό, τον κάνει μοχλό και βγάζει εύκολα τον βράχο. Έ, αφού φέρεται έτσι, δεν είναι δίκαιο να πάρη το κατσαβίδι ο Θεός και να τού λασκάρη λίγο το μυαλό; Μερικοί που είναι μεγάλοι ρήτορες παθαίνουν μεγάλες διαλείψεις και φθάνουν σε σημείο να μην μπορούν ούτε μια λέξη να πουν! Έτσι ταπεινώνονται. Αν άφηνε ο Θεός κάποιον συνέχεια ρήτορα–ρήτορα κι εκείνος υπερηφανευόταν, τι θα γινόταν; Τον καθέναν ο Θεός τον φρενάρει με κάποιον τρόπο, για να μην πάθη ζημιά.

Πρέπει πολύ να προσέξουμε τα χαρίσματα που μάς έδωσε ο Θεός να μην τα οικειοποιούμαστε, αλλά να ευχαριστούμε τον Θεό και να έχουμε την ανησυχία μην τυχόν δεν ανταποκρινόμαστε σ αυτά. Συγχρόνως να πονάμε για τους άλλους που δεν αξιώθηκαν να λάβουν τέτοια χαρίσματα από τον Θεό και να προσευχώμαστε γι αυτούς. Και όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο να υστερή σε κάτι, να λέμε με τον λογισμό μας: «Εάν αυτός είχε τα χαρίσματα που έδωσε σ εμένα ο Θεός, θα ήταν τώρα άγιος, ενώ εγώ δεν τα αξιοποίησα, και επιπλέον αδικώ τον Θεό κάνοντας δικά μου τα χαρίσματα που μού έδωσε». Ο Θεός βέβαια δεν στενοχωριέται, όταν ο άνθρωπος οικειοποιήται τα χαρίσματα που τού δίνει· δεν μπορεί όμως να τού δώση άλλα, για να μην τον βλάψη. Ενώ, αν κάποιος κινήται απλά και ταπεινά, γιατί αναγνωρίζει ότι τα χαρίσματα που έχει είναι τού Θεού, τότε ο Θεός θα τού δώση και άλλα.

Με την υπερηφάνεια κάνουμε τον εαυτό μας δυστυχισμένο, επειδή τον απογυμνώνουμε από τα χαρίσματα που μάς δίνει ο Θεός, αλλά στενοχωρούμε και τον Θεό, που πονάει, γιατί μάς βλέπει δυστυχισμένους. Γιατί, ενώ έχει άφθονα πλούτη να μάς δωρίση, δεν μάς τα δίνει, για να μη μάς βλάψη. Γιατί τι γίνεται; Αν μάς δώση κάποιο χάρισμα, βλέπουμε τους άλλους σαν μυρμήγκια και τους πληγώνουμε με την υπερήφανη συμπεριφορά μας. Αν δεν μάς δώση, απελπιζόμαστε. Οπότε και ο Θεός λέει: «Αν τους δώσω κάποιο χάρισμα, υπερηφανεύονται, βλάπτουν τον εαυτό τους και στους άλλους φέρονται με αναίδεια. Αν δεν τους δώσω, είναι ταλαίπωροι, βασανισμένοι. Κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω».

Να ευχαριστούμε τον Θεό όχι μόνο για τα χαρίσματα που μάς έχει δώσει, αλλά και για το ότι μάς έχει κάνει ανθρώπους, ενώ Νοικοκύρης είναι και μπορούσε να μάς κάνη και φίδια και σκορπιούς και χελώνες και μουλαράκια και γαϊδουράκια. «Ο Θεός, να λέμε, μπορούσε να με κάνη μουλάρι και να έπεφτα σε αδιάκριτα χέρια και να με φόρτωναν εκατόν πενήντα κιλά βάρος και να με χτυπούσαν, αλλά δεν με έκανε. Μπορούσε να με κάνη φίδι ή σκορπιό, αλλά δεν με έκανε. Μπορούσε να με κάνη χελώνα, γουρούνι, βάτραχο, κουνούπι, μύγα κ.λπ., αλλά δεν με έκανε. Τι με έκανε; Με έκανε άνθρωπο. Εγώ έχω ανταποκριθή σε όσα μού έδωσε; Όχι». Αν ο άνθρωπος δεν εξετάζη τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο, ενώ φαίνεται στους ανθρώπους δίκαιος, είναι ο μεγαλύτερος άδικος τού κόσμου, γιατί δεν αδικεί ανθρώπους, αλλά τον Θεό, που τού έδωσε τόσα χαρίσματα. Όταν όμως τα εξετάζη με αυτόν τον τρόπο, ακόμη κι αν φθάση σε πνευματικά μέτρα και κάνη χιλιάδες θαύματα την ημέρα, πάλι δεν θα τού πη ο λογισμός ότι κάτι κάνει, γιατί όλα τα αποδίδει στον Θεό και αυτός ελέγχεται συνέχεια μήπως δεν έχει ανταποκριθή σε όσα τού έδωσε ο Θεός. Και τότε αρχίζει από αυτήν την ζωή η μία Χάρις να διαδέχεται την άλλη και η άλλη την άλλη, και έτσι γίνεται χαριτωμένος άνθρωπος, επειδή η ταπείνωση τού έγινε πλέον κατάσταση. Και όταν τα αποδίδη όλα στον Θεό και γίνη ευγνώμων δούλος τού Θεού, θα ακούση στην άλλη ζωή το «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω».

Δημιουργία αρχείου: 7-9-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 7-9-2016.

ΕΠΑΝΩ