Προς τον ευλαβέστατον εν Μοναχοίς κυρ Διονύσιον Τα τρία γένη τής Αθεΐας η διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό, και η πατερική χρήση τών λέξεων Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά Κείμενο - Μετάφραση
Πηγή: ΕΠΕ τ. 4, σελ. 405-437. |
Κείμενο | Μετάφραση |
Τριών όντων των της αθεΐας ως ειπείν γενών, ίδοις αν εξετάσας, ω κάλε καγαθέ Διονύσιε, μηδενός απολελείφθαι τούτων εσπουδακότας τους ημίν αντικείσθαι δια τέλους προελομένους. Έν μεν δη γένος αθεΐας εστίν η πολυειδής πλάνη των Ελληνιζόντων, ων οι μεν μηδαμή μηδαμώς είναι Θεόν ενόμισαν, οίος Επίκουρος ην, πάντα τον βίον ταις κατ' αίσθησιν εφείς ηδοναίς και μηδέν των αυτήν τερπόντων εννενοηκώς υψηλότερον· οι δε της τετρακτύος ενί τω των του κόσμου στοιχείων, άλλος άλλω το των άλλων έδωκαν κράτος, ων εισιν Εμπεδοκλείς και Ηράκλειτοι και Αναξιμέναι τινές και Δημόκριτοι και όσοι κατ' αυτούς, ουδ' ούτοι των εμφαινομένων τοις ορωμένοις σφίσιν αυτοίς αναδύναι δόντες κατά διάνοιαν· οι δε και των όντων πάντων ακαταληψίαν εδογμάτισαν είναι πάσι παντελή, καθάπερ Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος ειπών, «ουδείς ουδέν οίδε, δόκος δ' επί πάσι τέτυκται»· εισί δ' οί και προς το δοκούν αξιούσιν αντιλέγειν αεί, Σέξτοι και Πύρρωνες ούτοι και πάντες οι εφεκτικοί καλούμενοι· Σωκράτης δε και Πλάτων και οι φοιτήσαντες αυτοίς εφαντάσθησαν μεν Θεόν, αλλά λίαν αμυδρώς, παντάπασιν ασυστάτους δόξας περί αυτού συγγραψάμενοί τε και συνθέσαντες και προθέμενοι και παρά τούτο της ελληνικής αθεΐας ουχ έξω κείμενοι. Παρά τούτων έχει λαβών και τω Ακινδύνω μεταδούς ο Βαρλαάμ εκείνος το μηδέν διαφέρειν της ουσίας του Θεού την ενέργειαν. Ότι δε τούτο δόγματος εστίν Ελληνικού, και ο εν μάρτυσι φιλόσοφος Ιουστίνος εν τω Προς Έλληνας εξενηνεγμένω λόγω παρίστησιν, ότι γε μην ο τούτο λέγων αναιρεί το είναι Θεόν, εκείνος τε ο σοφός μάρτυς εν εκείνω τω λόγω και οι άλλοι θεοφόροι πατέρες εν διαφόροις λόγοις αποδεικνύουσι. Το γαρ μηδαμή διαφέρον πάντη τε και πάντως έν εστί και μονώτατον, έτερον παντός παντάπασιν άμοιρον. Ει τοίνυν επί Θεού διαφέρει μηδέν η ενέργεια της ουσίας, η του Θεού ουσία κατ' αυτούς ενεργείας εστί πάμπαν άμοιρος, ο δε τούτο λέγων φανερώς μηδαμώς είναι Θεόν αποφαίνεται· το γαρ μηδεμίαν ενέργειαν έχον ούτε εστίν ούτε τι εστίν, ούτε εστί παντελώς αυτού θέσις ουδέ αφαίρεσις κατά τους αληθείς θεολόγους. Και ώσπερ ουδείς ποτε έφη τον Θεόν ουσίαν και φύσιν έχειν, αδιαφόρων γαρ όντων τούτων επ' αυτού, θατέρω των ονομάτων αρκούμεθα, τον αυτόν τρόπον ουδ' ο Βαρλαάμ και Ακίνδυνος και όσοι φρονούσι κατ' αυτούς, ακολούθως αν φαίεν εαυτοίς ουσίαν και ενέργειαν έχειν τον Θεόν, ως διακένου ψόφου παρ' αυτοίς όντος του της ενεργείας ονόματος και μηδέν παρ' εαυτού τη προσθήκη διαφέρον δεικνύντος. Αλλ' ουδ' αν τις φαίη την του Θεού ουσίαν έχειν και φύσιν ή της ουσίας είναι την φύσιν, επειδήπερ αλλήλων ουδέν διενηνόχασιν. Ούτω τοίνυν ουδέ Βαρλαάμ και Ακίνδυνος την του Θεού ουσίαν και ενέργειαν έχειν ερούσιν, ουδέ της του Θεού ουσίας την ενέργειαν είναι, επεί μηδ' αύται κατ' αυτούς διαφέρουσιν αλλήλων. Το δε μηδεμίαν ενέργειαν έχον ανύπαρκτον, ως οι θεοφόροι πατέρες εδίδαξαν. Έν μεν ουν τουτ' είδος ή γένος αθεΐας και πρώτον. Διό και ο μέγας Παύλος πάντας τους μη τού δια Μωσέως δοθέντος νόμου μετειληχότας αθέους προσαγορεύει γράφων προς Εφεσίους· «μνημονεύετε ότι υμείς ποτε τα έθνη εν τη σαρκί, οι λεγόμενοι ακροβυστία υπό της λεγομένης περιτομής εν σαρκί χειροποιήτου, ότι ήτε εν τω καιρώ εκείνω χωρίς Χριστού, απηλλοτριωμένοι της πολιτείας τον Ισραήλ και ξένοι των επαγγελιών και της διαθήκης, ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω»· Δεύτερον δε γένος αθεΐας εστίν η πολυσχειδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών, ων οι μεν πατέρα λέγουσιν άπαιδα τον Θεόν, ως και οι μετά την επιφάνειαν του Υιού του Θεού τη σκιά του πάλαι νόμου δουλεύειν έτι ποθούντες και παρακαθήσθαι φιλονεικούντες τω γράμματι, οι δε υιοπάτορα τον αυτόν, ως οι περί τον Λίβυν Σαβέλλιον, οι δε κτιστού Υιού και Πνεύματος Άκτιστον Πατέρα, ως οι Άρειοι και Ευνόμιοι και Μακεδόνιοι. Πάντες δε ούτοι και οι τοιούτοι ουδέν των αθέων διενηνόχασιν, άτε μηδέ τον Πατέρα τιμώντες κατά το υπό του Κυρίου ειρημένον, «ο μη τιμών τον Υιόν ου τιμά τον Πατέρα, τον πέμψαντα αυτόν». Διό και ο μέγας Αθανάσιος, «άθεος εστί», φησίν, «ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός και το Πνεύμα το Άγιον και εις κτίσμα κατασπών». Τον αυτόν δε δήπου τρόπον και ο συνάπτων κακώς· αναιρεί γαρ δι' αλλήλων εκάτερα. Τούτους δ' αύ πολυτρόπως Βαρλαάμ και Ακίνδυνος εζηλώκασιν· αναιρούσι γαρ και ούτοι δι' αλλήλων την Θείαν Ουσίαν και την ενέργειαν, αλλ' ουδέ το τρισυπόστατον αυτοίς επί Θεού φυλαχθήσεται, κοινήν και την αυτήν δύναμίν τε και ενέργειαν μη τιθεμένοις Πατρός, Υιού και Πνεύματος. Και καθάπερ Άρειος τη του Θεού απλότητι συνιστάμενος αφρόνως κτίσμα τον Υιόν ετίθετο και τους μη ούτω φρονούντας πολυθέους έλεγεν, ως πολλά άκτιστα δοξάζοντας, αγνοών ο τάλας ως αυτός άθεος και πολύθεος γίνεται, κατατέμνων εις κτιστά και άκτιστα τον ένα Θεόν και δια του Υιού και τον Πατέρα προς κτίσμα κατασπών ή και συντιθείς το θείον εξ ακτίστου και κτιστών, ούτω και ούτοι προφάσει της απλότητος κτίσμα ποιούσι παν το διαφέρον οπωσούν της θείας φύσεως, ταυτό δ' ειπείν την θείαν και δύναμιν και ενέργειαν, και τους άκτιστον κατ' ουσίαν και ενέργειαν τον Θεόν πρεσβεύοντας πολυθέους ονομάσουσιν, αγνοούντες ως αυτοί συντιθέασιν αφρόνως και αυτοί γίνονται πολύθεοί τε και άθεοι, κατατέμνοντες εις κτιστά και άκτιστα τον ένα Θεόν, και δια της Θείας Ενεργείας εις κτίσμα τούτον κατασπώντες. Από γαρ της εκάστου ενεργείας, κατά τους θεοφόρους πατέρας, η εκάστου φύσις χαρακτηρίζεται, της μεν ακτίστου ενεργείας άκτιστον δεικνύσης φύσιν, κτιστήν δε της κτιστής. Το δε χαρακτηρίζον του χαρακτηριζομένου διενήνοχεν. Αλλά ταύτα μεν και τας άλλας των Βαρλααμιτών ερεσχελίας εν τοις προς αυτούς βιβλίοις διευκρινήσαμεν, εν οις και περί της απλότητος της θείας κατά το εγχωρούν είρηται ημίν. Τρίτον δε εστιν είδος, ου πόρρω της ανωτέρω πονηράς ξννωρίδος, το παραιτείσθαί τι λέγειν των δεδογμένων περί Θεού και μηδαμώς εθέλειν υπ' ανευλαβούς ευλάβειας εκ των υπερβαινόντων την των πολλών διάνοιαν αυτόν υμνείν, ουκ εν κρίσει τους λόγους οικονομούντα και δια της δοκούσης προς καιρόν μετρίας υφέσεως εαυτώ συνανυψούντα τους ταπεινούς την διάνοιαν, αλλά συγκατασπώμενον τοις χαμαιζήλοις τον νουν και κατασμικρύνειν ανεχόμενον την υπέρ πάντα νουν μεγαλειότητα εκείνην, ίσως φέροντα τισι χάριν άχαριν, και το τας των ιερών πατέρων θεολογίας μη τοις ουκ ειδόσιν εξηγείσθαι, αλλ' αποσείεσθαι και αθετείν, προφασιζόμενον το μεγαλόνουν και υψηγόρον και μη τοις πολλοίς εύληπτον, μηδ' απόνως και μετά ραστώνης τοις πάσιν εφικτόν. Και ταύτα Διονύσιου τού μεγάλου, παρ' ου σχεδόν πρώτον και αυτά τα στοιχεία της ασφαλούς θεορρημοσύνης η Εκκλησία μεμύηται, και τού την αρετήν ουδέν ήττονος Αθανασίου, ος ανείλε και τας προ αυτού φυείσας κακονοίας και τας μετ' αυτόν μελλούσας, επί πνοία θείου Πνεύματος κεκινημένος, Βασιλεύου τε τού μόνω τω χρόνω τούτων υστερίζοντος και Γρηγορίου τού της θεολογίας επωνύμου και όσοι κατ' αυτούς. Επεί και ο «αθετών υμάς εμέ αθετεί», φησίν ο Κύριος, «ο δε εμέ αθετών αθετεί τον Αποστείλαντά με», τοιγαρούν τούτ' έστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν. Και γαρ των προειρημένων Αγίων αι θεολογίαι όρος εισί θεοσέβειας αληθούς και χάραξ, ώσπερ εκάστη τον οιονεί φραγμόν και το περιτείχισμα της ευσεβείας συμπληρούσα, κάν περιέλη τις μίαν γουν αυτών, εκείθεν ο της κακονοίας των αιρετικών εσμός εισρυήσεται πολύς. Δια τούτο δει θαρρείν αυταίς και αδεώς κατά των δυσσεβοφρόνων χρήσθαι, και τοσούτο μάλλον όσον εκείνοι μάλλον απαρέσκονται, και δεδίττεσθαι μάλλον αυτούς εκ τούτων, αλλ' ουκ ευλαβείσθαι προβάλλεσθαι κατά τούτων αυτάς. Και τούτο συνείς ο δια περιουσίαν σοφίας τους της Κυρήνης αρχιερατικούς οίακας εγκεχειρισμένος Συνέσιος, φησί πάσι καλώς εισηγούμενος· «εγώ δε την δεισιδαιμονίαν αξιώ διαστέλλειν από της ευσέβειας· κακία γαρ εστίν αρετής προσωπείον περικειμένη». Ην φιλοσοφία το τρίτον ούσαν της αθεΐας είδος εφώρασε, τι λέγων τρίτον αθεΐας είδος έτερον ή το δι' αλόγιστον δέος παραιτείσθαί τι λέγειν ή πράττειν, και ταύτα χρείας αναγκαίας καλούσης των δεδογμένων περί Θεού; Πρώτον γαρ και δεύτερον, ώσπερ είρηται, το τε μηδαμώς είναι Θεόν νομίζειν, και το νομίζειν μεν, ουκ ασφαλώς δε. Και τι λέγω το αλόγιστον δέος, όπου γε και τη ασθένεια των ακροωμένων συγκαταβαίνειν ου πάντη και διηνεκώς ασφαλές; Διό και ο μέγας Αθανάσιος εις την επέτειον του ευαγγελισμού πανήγυριν, κηρυκτικόν λόγον συντιθείς, τοιούτω χρήται τω προοιμίω· «τους θείους ιεροκήρυκας ου προς την ασθένειαν της ακροάσεως δει αποβλέπειν, αλλά προς την απαιτουμένην δύναμιν και υπόθεσιν και αιτίαν, ην επιθεωρούντες προσήκε καταστοχάζεσθαι του κηρύγματος». Ημίν δε ου προς ακροωμένους απλώς, θεοφιλέστατε πάτερ, αλλά προς ενάντιουμένους ο λόγος ην, και εναντιουμένους αυτή τη αλήθεια της ευσέβειας και τη της μιας θεότητος ευσεβεί διακρίσει καινότερον τρόπον πάλιν επηρεάζοντας. Οίτινες, επειδήπερ εν ταις θεοπρεπέσι διακρίσεσιν αυτής το μείζον ευσεβώς αεί οράται και το υπερκείμενον υπό των πατέρων απάντων θεολογούμενον, ου κατά το χείρον ουδέ κατά το αρχαιότερον (άσεβες γαρ τούτο πρόσφατον ή χείρον λέγειν τι των προσόντων τω Θεώ), αλλά κατά την τάξιν και το αίτιον, και απλώς όσα τω μεν ακτίστω λυμαίνεται μηδέν, μίαν δε υποφαίνει των διακεκριμένων την αρχήν, προς ην πάλιν αναφερομένων, είς Θεός και μία δείκνυται θεότης, αυτοί παν το υποβεβηκός και δευτερεύον οπωσδήποτε τοις προσφάτοις και κτιστοίς συνέταξαν αφρόνως, ουδέ του μεγάλου Βασιλείου και Κυρίλλου του θείου διδασκόντων ακηκοότες, «ότι δευτερεύει μεν του πατρός ο Υιός και το Πνεύμα τη τάξει τον Υιόν υποβέβηκεν, αλλ' ου τη φύσει», ουδέ του μεγάλου Αθανασίου εν τω Κατά Αρειανών δευτέρω γράφοντος, «ει τα εκτός και μη όντα πρότερον βουλόμενος αυτά είναι ο Θεός δημιουργεί, πολλώ πρότερον είη αν Πατήρ· ει γαρ το βούλεσθαι περί των μη όντων διδόασι τω Θεώ, διατί το υπερκείμενον της βουλήσεως ουκ επιγινώσκουσι του Θεού; Υπεραναβέβηκε δε της βουλήσεως το πεφυκέναι και είναι αυτόν Πατέρα του ιδίου Λόγου». Τι ουν, επειδήπερ υπεραναβέβηκε το πεφυκέναι είναι Πατέρα τον Θεόν του βούλεσθαι περί των μη πρότερον όντων, δηλονότι των κτιστών, άρ' αυτό το βούλεσθαι του Θεού κτιστόν εστί; Και πώς αν βούλοιτο περί των μη όντων, ει και αυτό το βούλεσθαι μη ον; Ο αυτός δε και μικρόν εκεί προϊών, «δεύτερον εστί», φησί, «καθά προείπον, το δημιουργείν του γεννάν τον Θεόν. Αρ' ουν ότι το δημιουργείν του γεννάν δεύτερον παρά τούτο το δημιουργείν κτιστώς έχει ο Θεός;» Καν τω τρίτω κατά των αυτών ο αυτός φησι πάλιν, ότι «το μεν αντικείμενον τη βουλήσει εωράκασιν οι Αρειανοί, το δε μείζον και υπερκείμενον ου τεθεωρήκασιν· ώσπερ γαρ αντίκειται τη βουλήσει το παρά γνώμην, ούτως υπέρκειται της βουλήσεως το κατά φύσιν». Και προϊών κακεί πάλιν ο αυτός, «όσω γουν του κτίσματος ο Υιός υπέρκειται, τοσούτω και της βουλήσεως το κατά φύσιν». Οράς ως η βούλησις ουκ εστί κτίσμα και οπόσον της ακτίστου βουλήσεως (ταυτό δ' ειπείν ενεργείας· ενέργεια γαρ φύσεως η βούλησις), οπόσον ουν υπερέχει ταύτης η θεία φύσις; Φησί γαρ και ο εκ Δαμασκού θείος Ιωάννης εν ογδόω των δογματικών· «έργον μεν θείας φύσεως η προαιώνιος και αΐδιος γέννησις, έργον δε θείας θελήσεως η κτίσις». Αρ' ουν κτιστή παρά τούτο η του Θεού θεία θέλησις, ότι τε ετέρα φανερώς παρά την θείαν φύσιν οράται (και γαρ εκατέρας έτερον έργον, ως και ο θείος Κύριλλός φησιν, «ότι της μεν ενεργείας εστί το ποιείν, της δε φύσεως το γεννάν»), και ότι τα της φύσεως τοσούτον υπεραναβέβηκεν αυτής, ως και τον θείον Μάξιμον άπειρον φάναι την υπεροχήν; Και πώς έσται κτιστόν, ού η κτίσις έργον, και ού το τα παρά του Θεού γινόμενα ποιείν τε και δημιουργείν; Αλλά Βαρλαάμ και Ακίνδυνος παρ' ουδέν θέμενοι τας των Αγίων πατέρων θεολογίας, κτιστόν φασιν άπαν, ού η φύσις του Θεού υπέρκειται, και των μη πειθομένων σφίσι τους ακεραιοτέρους κατά μίμησιν Αρείου τη δήθεν πολυθεΐα μορμολύττονται, ιν' εντεύθεν και την θεοποιόν του Θεού δύναμιν και χάριν και ενέργειαν αποδείξωσι κτιστήν. Ημείς δε δεικνύντες, ως ουκ έξω του πληρώματος της θεότητος η θεία και θεοποιός δύναμις και χάρις και ενέργεια εστί, μετά των άλλων πατερικών φωνών προηνέγκαμεν και τους θεαρχίαν και αγαθαρχίαν και θεότητα και ταύτην προσαγορεύσαντας Αγίους και ταύτης υπερκείσθαι τον Θεόν κατ' ουσίαν ειρηκότας. Ει μεν ουν αυτολεξεί μη τοιαύτα πολλοί των Αγίων έγραψαν, αλλ' εκ των εκείνων λόγων συναγόμενον ην, ουδ' ούτως αν ημείς χρείας τηλικαύτης καλούσης, ειπείν παρητησάμεθα του της θεολογίας επωνύμου Γρηγορίου λέγοντος ακούοντες ως «καθάπερ ει εκ των δις πέντε τα δέκα συνήγον ή εκ του ζώον λογικόν θνητόν τον άνθρωπον, ουκ αν ληρείν ενομίσθην, ούτως ουδ' ει τι άλλο των μη λεγομένων ή μη σαφώς, εκ της Γραφής δε νοούμενον εύρισκον, έφυγον αν την εκφώνησιν, φοβούμενος σέ τον συκοφάντην των ονομάτων». Επεί δε μη μόνον συναγόμενον εύρομεν, αλλά και λεγόμενον φανερώς, πως ουκ αν προηνέγκαμεν, ότι θεότης ου μόνον η θεία φύσις, αλλά και η λαμπρότης της θείας φύσεως λέγεται, καθ' ην επιφαίνεται τοις αξίοις ο Θεός, και της ούτω λεγομένης θεότητος ως αρχής των θεουμένων και λαμπρότητα Θεού ιδόντων και παθόντων κατά τους θεοφόρους ο πάσης αρχής υπεράρχιος υπέρκειται. Βαρλαάμ δε και Ακίνδυνος μηδ' εντεύθεν εντραπέντες κτίσμα πάλιν λέγουσι την λαμπρότητα της θείας φύσεως, ότι φύσις ουκ έστι, μη προς την λέξιν δυσχεραίνοντες απλώς· ου γαρ αν ημείς πολύν προς αυτούς λόγον πεποιήμεθα λέξεων ένεκεν. Ονομάτων γαρ και ρημάτων μικρού πάσι πάντων τοις βουλομένοις ραδίως παραχωρήσωμεν· νυν δε ου περί συλλαβών απλώς ή τοιάσδε φωνής ο λόγος ημίν προς αυτούς, αλλά περί πραγμάτων εν δυνάμει και αληθεία μεγίστην εχόντων διαφοράν. Οι δε κακώς φρονούντες πρώην εξελεγχθέντες συνοδικώς επί των πραγμάτων αυτών, νυν κακούργως άγαν υπέρχεσθαι πειρώνται τους απλουστέρους, ως υπέρ της μιας θεότητος το δύο λέγεσθαί τισι παραιτούμενοι, καίτοι πρώτοι τούτ' ειπόντες αυτοί και κακώς και δυσσεβώς ειπόντες. Τούτο γαρ εστιν ως αληθώς το παρ' ημών αναιρούμενον, και δι' ό προς αυτούς ενιστάμεθα δια τέλους. Αλλά τούτο δολίως αυτοί νυν προβάλλονται πάλιν, ιν' εντεύθεν κλέψαντες τους πολλούς, ευθύς παραστήσωσι μόνην Άκτιστον είναι θεότητα την ουσίαν του Θεού, καντεύθεν πάλιν και αυτήν οι τάλανες κατασπάσωσιν εις κτίσμα, ως ουκ ούσαν φύσιν της αυτής λαμπρότητα λέγοντες θεότητα κτιστήν. Τω δε φυλαττομένω την δεινήν ταύτην εκείνων βλασφημίαν δει σκοπείν, ως μίαν θεότητα Πατρός, Υιού και Πνεύματος οι Άγιοι πατέρες, ου την ουσίαν λέγουσι μόνην, αλλά και την δύναμιν και την ενέργειαν και απλώς παν το πλήρωμα και το άθροισμα της θεότητος, ως και ο μέγας φησίν Αθανάσιος, ώσθ' όταν λέγη τις Άκτιστον θεότητα την θείαν μόνην ουσίαν ουκ ασφαλή προΐεται λόγον· ου μόνη γαρ αύτη η άκτιστός εστί θεότης, αλλά και η αξία και η εξουσία τού Θεού κατά τον μέγαν Βασίλειον, και η εποπτική και θεατική δύναμις του Πνεύματος, ων υπέρκειται η θεία φύσις κατά το υπερώνυμόν τε και παντάπασιν άφραστον, ως αυτός τε και ο Νύσσης θείος Γρηγόριος αμφότερα φασιν, ή τε θεοποιός δύναμις και λαμπρότης τού Θεού, ως ο θεολόγος Γρηγόριος και ο μέγας Διονύσιος γράφει πολλαχού. Όταν δε τις λέγη μόνην Άκτιστον θεότητα το άθροισμα και πλήρωμα της θεότητος, ταύτα πάντα συμπεριειληφώς κατά τους θεοφόρους θεολόγους, τουτέστι την ουσίαν του Θεού και την δύναμιν και την ενέργειαν και πάντα τα περί την ουσίαν θεωρούμενα και θεολογούμενα, λίαν ασφαλώς φησι· μόνη γαρ αύτη άκτιστός εστί θεότης. Δια τούτο γαρ κακείνων έκαστον θεολογούμενόν εστι και υμνούμενον, ότι εκ του πληρώματός εστι της θεότητος, και δια τούτο Άκτιστον, ότι ταύτης ου διώρισται· της γαρ μιας Ακτίστου θεότητος εκτός Άκτιστον ουδέν· «πάντα γαρ όσα έχει ο Πατήρ εμά εστί και δεδόξασμαι εν αυτοίς», ο Κύριος φησιν. O δε μέγας Αθανάσιος, «ουχ ένεκεν κτιστών πραγμάτων είπεν ο Σωτήρ πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά εστί». Γρηγόριος δε ο της θεολογίας επώνυμός φησί· «πάντα όσα έχει ο Πατήρ τον Υιού εστί πλην της αγεννησίας, και πάντα όσα ο Υιός, τον Πνεύματος, πλην της γεννήσεως». Τοιγαρούν ουχ η ουσία μόνη η άκτιστός εστί θεότης, αλλά και πάντα τα τω Θεώ προσόντα φυσικώς, ων έκαστον κατά τον μέγαν πάλιν Αθανάσιον ουκ ουσία λέγεται, αλλά περί την ουσίαν, ά και άθροισμα και πλήρωμα θεότητος λέγεται κατά την Γραφήν, καθ' εκάστην των Αγίων τριών υποστάσεων επίσης θεωρούμενα και θεολογούμενα, επεί και ο Δαμασκηνός φησι, θεολόγος, «ο τού Θεού λόγος τω μεν υφεστάναι διήρηται προς εκείνον παρ' ού την γέννησιν έχει, τω δε ταύτα δεικνύειν εν εαυτώ, ά περί τον Θεόν θεωρείται, έν εστι προς αυτόν κατά φύσιν, ούτω Πατρός και Υιού μία η θεότης». Ου δη περί μόνης της θεοποιού χάριτος ημίν η ένστασις προς τους αντιλέγοντάς εστίν, αλλά περί πάσης δυνάμεως και ενεργείας θείας· πάσας γαρ εκείνοι ταύτας εις κτίσμα κατασπώσιν, ώστε καν τις ταράττηταί τινας ούτω θεωνυμουμένας παρά των τοις Αγίοις τεθεολογημένων ακούων ενεργείας, ουκ αρνησόμεθα την θεοπρεπεστάτην διάκρισιν της μιας θεότητος, αλλά πληροφορήσομεν αυτόν εκείνά τε τοις πατράσι καλώς ειρήσθαι και ημίν καλώς προβεβλήσθαι και κατά καιρόν, ως συντείνοντα μάλλον, αλλ' ουκ εμποδίζοντα προς το μίαν είναι την Άκτιστον θεότητα. Ο δε τούτο μη συνορών πως ου συναπαχθήσεται τοις φρενοβλαβώς κηρύττουσιν ότι μόνη άκτιστός εστί θεότης η φύσις του Θεού, παν δ' ό μη φύσις, κτίσμα, καν θεαρχία καν θεότης ονομάζηται; Πώς δ' ουκ εγκαλέσει κατά εκλεκτών Θεού, των εκείνα λεγόντων Αγίων δηλαδή, και δι' αυτούς ημών των αυτοίς ομολογούντων και τούτων υπεραπολογουμένων προς δύναμιν εκθύμως; Εγώ γαρ αυτός λέγω τουμόν, ως και υπέρ τούτων ενός, μη ότι γε της απάντων συμφωνίας, παθείν ετοιμότατος. «Ο γαρ δεχόμενος υμάς, εμέ δέχεται», φησιν ο Κύριος, ουχ ομού δηλονότι πάντας, αλλά και τον ένα πάντων. Τις δε και διασχίσει τους έν όντας κατά την δεσποτικήν ευχήν και δια τού ενός Λόγου εν ενί Πνεύματι τω ενί Θεώ συναφθέντας; Πώς δ' ου πάντας ο τοιούτος αναιρήσει δι' αλλήλων τους όντως ρήματα ζωής αιωνίου γεγραφότας; Ει γαρ υφηγείταί τις τούτων και ταύτά τι των καιριωτάτων, ό διατελεί τοις άλλοις απηγορευμένον, πώς ουκ αναιρούνται δι' αλλήλων; Αλλά και το λέγειν εστίν ά τούτων, ως εκεί κείσθω και μηδείς αυτοίς χρήσθω, των φανερώς αθετούντων εστίν εκείνα και τους των Αγίων κατηγόρους μηδαμώς επιστομίζεσθαι βουλομένων, ουκ απάδον δ' ειπείν, ότι και των συμπραττόντων και συνεπιψηφιζομένων αυτοίς· εκείνων γαρ επί διαβολή προφερόντων, αυτός αυτά κατορύττεσθαι δικαιοί, σιγής και λήθης, ιν' ούτως είπω, χώματι, ως ουκ άμεμπτα δήπου. Δει δη, προσφιλέστατε πάτερ, τούτο πείθειν πάντας εγχειρείν, ως ου προσίσταται, μάλλον δε και συνίσταται το διακεκριμένον τω ενιαίω της θεότητος, αλλά μη γωνίας άξια νομίζειν και παραρριπτείν επιχειρείν αφασία παραπέμποντας, και ταύτα δια των βιβλίων προκείμενα τοις πάσι τα τοις θείοις πατράσι τεθεολογημένα θείως, παραινείν γε μην τους επιόντας και ακούοντας χρεών, μη τω γράμματι δουλεύειν, αλλά τον εγκείμενον θηρεύειν νουν και την ευσεβή διάνοιαν ασπάζεσθαι και μετά του θείον Κυρίλλου και Δαμασκηνού πατρός λέγειν προς αυτούς, «ως είωθεν εξ αρχής ου μόνον η θεία Γραφή, αλλά και οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι περί τας λέξεις αδιαφορείν, ειδότες ότι ουδέν αδικούσιν αι λέξεις, όταν άλλως έχη τα πράγματα», και το του θείου Μαξίμου, «λέξεως», γράφοντος, «κίνδυνον μηδένα είναι, αν μη περί την έννοιαν η αμαρτία γένηται», και το τού μεγάλου Βασιλείου λέγοντος, «ου χρη προσέχειν λέξεσιν, αλλά τη τον σκοπού δυνάμει», και το του μεγάλου Γρηγορίου προστιθέναι τοις φιλονεικότερον ενισταμένοις, «ότι ουκ εν ρήμασιν ημίν, αλλ' εν πράγμασιν η ευσέβεια», και πάλιν, «ου περί των ονομάτων ζυγομαχήσομεν, έως αν εις την αυτήν έννοιαν αι συλλαβαί φέρωσι», και πάλιν, «ουδέ γαρ περί ταύτα ζυγομαχούντες ασχημονήσομεν, ώσπερ εν ονόμασι κειμένης ημίν της ευσέβειας, αλλ' ουκ εν πράγμασι», και προς τούτοις το του Χρυσοστόμου πατρός, «ου δει την λέξιν καθ' εαυτήν βασανίζειν, αλλά τη διανοία προσέχειν του γράφοντος· αν γαρ μη την γνώμην του γράφοντος εξετάζωμεν, πολλάς υποστησόμεθα τας απέχθειας και πάντα ανατραπήσεται». Ου ταύτα εστίν αντυκρύς τα νυν τελούμενα; Προσακουστέον δη και του μεγάλου Διονυσίου φάσκοντος, ως «έστιν άλογον και σκαιόν και των μη τα θεία νοείν εθελόντων ίδιον, το μη τη δυνάμει του σκοπού προσέχειν, αλλά ταις λέξεσι» Και όντως αποτυγχάνουσι της εφικτής θεογνωσίας οι μη προς τον εντεθησαυρισμένον τοις ρήμασι νουν διαβιβάζειν σπεύδοντες το της ψυχής λογιζόμενον και ούτω την παρ' εαυτών εκφέροντες ψήφον και προς την εναποκειμένην διάνοιαν τας συλλαβάς ή στέργοντες ή αποστέργοντες, αλλά περιέποντες ήχους ρημάτων και διδόντες χώραν εντεύθεν, και ταύτα μήπω πεπαυμένοις, τοις προς την ευσεβή διάνοιαν αντιλέγουσι, προς ους χρη το θεολογικόν εκείνο πάλιν ειπείν· «οι σφόδρα προπολεμούντές του γράμματος, ίστωσαν εκεί φοβούμενοι φόβον, ού μη εστί φόβος, και σαφώς γινωσκέτωσαν, ως ένδυμα της ασεβείας αυτοίς εστίν η δειλία του γράμματος». Αλλ' ούτοι μεν υπέρ αυτών των πατερικών λόγων των πατέρων οι λόγοι προκείσθωσαν. Εμοί δ' υπέρ εμαυτού νυν προς άνδρα φίλον ποιουμένω την απολογίαν, ουκ αποχρήσει μόνον, αλλά και πλεονάσει το του θείου Κυρίλλου προκομισθέν· Νεστόριον γαρ ούτος ήσχυνε παρρησία και κατά κράτος επί συνόδου μεγίστης το κατ' εκείνον και των υπ' εκείνου βλασφήμως κατά της θείας ενανθρωπήσεως εξευρημένων ανεδήσατο κράτος. Τούτο φθόνου κέντρον ουχ οίον φέρειν ενίησι τω Κύρου Θεοδωρήτω, καθάπερ και τω Ακινδύνω νυν η Βαρλαάμ ήττα και η τούτου δι' αισχύνην της ήττης αειφυγία· χωρεί προς άμυναν αναιδή κατά του θείου Κυρίλλου ο Θεοδώρητος και καταλογογραφεί πικρώς των κατά Νεστορίου τω Αγίω συγγεγραμμένων, ως και ο Ακίνδυνος αρτίως των ημετέρων προς τον Βαρλαάμ συγγραμμάτων. Αλλ' ο μεν Θεοδώρητος πανταχόθεν εφοδεύων και κύκλω περιβαλλόμενος και πάντα κάλων το του λόγου κινών ουδέν ίσχυσε πλέον ή συχναίς συκοφαντίαις τα του φθονουμένου περιβαλείν και προς αυτάς μόνας τας λέξεις κακοβούλως ερεσχελείν. Αυτός μέντοι προς τη Νεστορίου κακοδοξία και πάσαν άλλην δυσσέβειαν ικανώς εφυλάξατο. Τω δ' Ακινδύνω την του Βαρλαάμ κακοδοξίαν επεκδικούντι σαφώς, πολλώ πλείοσι και μακρώ δεινοτέραις περιπεσείν εξεγένετο δυσσεβείαις ή οπόσας αυτός των ημετέρων καταψεύδεται συγγραμμάτων και τον καθηγησάμενον αυτώ της πλάνης εκείνον κατά ταύτας παρενεγκών, παραπλήσιόν τι δράσας, μάλλον δε παθών, ώσπερ αν ει τις αυτός επίτηδες εγεγόνει σαπρία και κόπρος άντικρυς ή πολύν περιεβάλλετο και δυσωδέστατον βόρβορον, μόνον ίνα σχη λυπήσαι προς ώραν των μεμισημένων μάτην παρ' αυτού την όσφρησιν, αγνοών ως οι μεν επιθέντες την χείρα τη ρινί τούτον παραμείψουσιν ασινείς, ο δε και τοις άλλοις οπόσοις ρίνεσι βδελυκτός μενεί και παντάπασιν αποτρόπαιος. Αλλ' ο Θεοδώρητος εκείνος προς τοις άλλοις επιλαμβάνεται Κυρίλλου και ως πρώτου πάντων ειρηκότος την τού λόγου προς την σάρκα καθ' υπόστασιν ένωσιν, «ένα μεν», γράφων, «ομολογούμεν Χριστόν και τον αυτόν δια την ένωσιν, Θεόν τε και άνθρωπον, την δε καθ' υπόστασιν ένωσιν αγνοούμεν, ως ξένην και αλλόφυλον των θείων Γραφών και των ταύτας ηρμηνευκότων πατέρων», είτα και ως κράσιν δήθεν εισάγοντι και σύγχυσιν ειργασμένω των φύσεων δι' αυτήν τω Αγίω συκοφαντικώς επιτίθεται. Τι δη προς ταύθ' ούτος ο προς αλήθειαν την ευσέβειαν ουκ άληπτος μόνον, αλλά και πολλών και μεγάλων επαίνων επάξιος; Ιδού δη πάλιν ο γεννάδας ουτοσί, φησί, πρόφασιν της καθ' ημών αθυροστομίας το παρατυχόν ποιείσθαι σπουδάζων, διασύρει την λέξιν, την καθ' υπόστασιν λέγω, καθυβρίζει τε το ασύνηθες αυτής και δη και ξένως αυτήν πεποιήσθαι διισχυρίζεται, ουκ εννοήσας ότι ταις των ανοσίων αιρέσεων ευρεσιλογίας η τών λέξεων δύναμις το αληθές αυτεξάγουσα παραλύειν επιχειρεί το αντιτετάχθαι δοκούν». Οράς ότι και ασυνήθεις επινοείν λέξεις τοις αντικειμένοις προς τας ευρεσιλογίας των πονηρών αιρέσεων έξεστιν; Ούτω γαρ και φυσικήν ευρήσεις ειπόντα τούτον εκεί την καθ' υπόστασιν ένωσιν, δια τον αθετούντα ταύτην Νεστόριον, ιν' εναργώς παραστήση το αληθές της θείας ενανθρωπήσεως, ου πάλιν επιλαβόμενος Θεοδώρητος κατανεανιεύεται των αήθως μεν, ευσεβώς δ' ειρημένων, ως δήθεν δυσσεβώς γεγραμμένων. Αλλ' ακούει πάλιν αυτός παρά του θείου Κυρίλλου, μεθύων και κάρω κάτοχος, ως μη το σημαινόμενον έστιν ότε διαβλέπων της λέξεως (και γαρ έσθ' όπου το φυσικόν εύρηται σημαίνον το αληθές) και σκώπτεται μάλλον δικαίως έτι, ως επισεμνυνόμενος ψεύδει και τω ειδέναι συκοφαντείν εύ μάλα κατωρθωκώς, άτε μη τω σκοπώ του συγγεγραφότος προσεχών, αλλά ταις λέξεσιν. Ίδοις δ' αν εκεί τον σεπτόν Κύριλλον και τω της υποστάσεως ονόματι χρώμενον αντί της φύσεως· διόπερ εκεί μηδέ τιθέντα την υπόστασιν επί Χριστού ενικώς, ούτω τοις κακώς φρονούσι και συκοφαντούσιν αντιλέγων εκείνος, της περί τας λέξεις σμικρολογίας αλογών, προς μόνην ορά την ευσεβή διάνοιαν. Πόσα δ' όμως πέπονθε παρά των απειθούντων, καίτοι παγκάλως υπεραπολελογημένος και δια γραμμάτων πάλιν οικείων, ουδέν αλλοίον φρονήσας, ουδέ τας λέξεις μετασκευάσας, αλλ' ερμηνεύσας τοις αγνοούσι και αποδυσάμενος τα εγκλήματα, καθάπερ αρτίως πάσιν ανωμολόγηται, συνείσι των αήθων τοις απείροις δοκούντων ρημάτων το ευσεβές, όσας δ' αύθις υπέστησαν δυσφημίας παρά των αντικειμένων τηνικαύτα τη ευσεβεία οι τω σεπτώ συμβόλω της πίστεως εγγεγραφότες το ομοούσιον, σχεδόν ουδ' απαριθμήσασθαι δυνατόν. Το γαρ μάλλον αυτοίς αντιτεταγμένον, και διαβαλείν μάλλον οι των πονηρών αιρέσεων αντεχόμενοι σπεύδουσιν· το δε δι' εκάστους ίδια προτεταγμένον, εκείνο και μάλλον αντιτεταγμένον αυτοίς εστίν. Ημείς δε ου καινάς εξεύρομεν λέξεις, καίτοι καινής αρτίως υπ' Ακίνδυνου και Βαρλαάμ κεκινημένης αιρέσεως, αλλά ταις ειρημέναις τοις Αγίοις πατράσιν υπέρ της του Θεού χάριτος εχρησάμεθα, μάλλον δε παρ' εκείνων πρώτων επί διαβολή προβεβλημέναις κακώς, ημείς υπεραπολογούμενοι των πατέρων, εξ ανάγκης αυταίς κεχρήμεθα και ταύταις εν οις προς τους αντιφθεγγομένους τη αληθεία τους λόγους ποιούμεθα. Ουδέ γαρ αν εύροι τις ημέτερον σύγγραμμα μη προς αυτούς τείνον, ό τοιαύτας, φέρει φωνάς, και ταύτ' ανεύθυνον ον, είπερ οι προειρηκότες πατέρες ανεύθυνοι. Το δε νυν ημάς λέγειν ένεκά τίνος των τοιούτων παρά των επ' εξουσίας επηρεάζεσθαι, συκοφαντία περιφανής και τοις ορθώς ορώσιν ουχ αφανής. Τις γαρ ουκ οίδεν, ως προ της εμφυλίου στάσεως και συγχύσεως και παρά της Εκκλησίας και παρά της βασιλείας πολλή τις ημίν υπήρχε φιλοφροσύνη και σχεδόν ημέρας εκάστης ευκλεείς αναρρήσεις, ως αντιστάσι γενναίως και κεκρατηκόσι τελέως των ουχ άπαξ αλλά και δις επαναστάντων αληθεία τη κατ' ευσέβειαν; Ότι μέντοι και η της καινής αιρέσεως συμμορία νυν επηρεαζομένοις ημίν συνεπέθεντο, συνηγόρους σχόντες τους τας γνώμας συμμεταβάλλοντας ταις των πραγμάτων μεταβολαίς, και τούτο καταφανές. Σην δ' όμως μάλιστα χάριν πάσαν περιαιρούντες αφορμή των ζητούντων αφορμήν, και τα υποτεταγμένα ταύτα τοις θείοις ημών ομολόγως ότι μάλιστα πατράσι συνετάξαμεν. |
Αν εξέτασης, ω καλέ και αγαθέ Διονύσιε, θα ίδης ότι οι αποφασισμένοι να αντιτάσσωνται προς ημάς μέχρι τέλους εφρόντισαν να μη υπολειφθούν κανενός από τα τρία ούτως ειπείν υπάρχοντα είδη της αθεΐας. Έν λοιπόν γένος της αθεΐας είναι η πολυειδής πλάνη των Ελληνιζόντων, εκ των οποίων άλλοι μεν ενόμισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου πουθενά Θεός, όπως ήτο ο Επίκουρος, αφιερώσας όλον τον βίον εις τας κατ' αίσθησιν ηδονάς και μη θεωρήσας τίποτε υψηλότερον από τα ευχαριστούντα την αίσθησιν· άλλοι δε έδωσαν την νίκην εις έν από την τετρακτύν των στοιχείων του κόσμου έναντι των άλλων, έκαστος άλλο, όπως οι Εμπεδοκλείς και Ηράκλειτοι και Αναξιμέναι και Δημόκριτοι1 και όσοι εφιλοσόφησαν κατ' αυτούς, οι οποίοι επίσης δεν επέτρεψαν εις εαυτούς να ανυψωθούν επάνω από τα εμπεριεχόμενα εις τα ορατά· άλλοι δε εδογμάτισαν ότι παρατηρείται πλήρης ακαταληψία όλων των όντων από όλους, όπως ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος ο οποίος είπε, κανείς δεν γνωρίζει τίποτε, εις όλα δε επικρατεί δόκησις·2 μερικοί δε έχουν την αξίωσιν να αντιλέγουν και προς την δόκησιν πάντοτε, δηλαδή οι Σέξτοι και Πύρρωνες και όλοι οι λεγόμενοι εφεκτικοί· οι δε Σωκράτης και Πλάτων και οι μαθηταί των, εφαντάσθησαν μεν τον Θεόν, αλλά πολύ αμυδρώς, εκθέσαντες εντελώς ασυστάτους δοξασίας περί αυτού, και κατά τούτο μη ευρισκόμενοι έξω της ελληνικής αθεΐας3. Από αυτούς έλαβε και μετέδωσεν εις τον Ακίνδυνον ο Βαρλαάμ εκείνος το ότι δεν διαφέρει της ουσίας του Θεού η ενέργεια. Ότι δε τούτο είναι στοιχείον Ελληνικού δόγματος δεικνύει και ο μάρτυς φιλόσοφος Ιουστίνος εις τον λόγον του Προς Ελληνας4, ότι δε ο λέγων τούτο αναιρεί την ύπαρξιν του Θεού αποδεικνύουν τόσον εκείνος ο σοφός μάρτυς εις αυτόν τον λόγον όσον και οι άλλοι θεοφόροι πατέρες εις διαφόρους λόγους. Διότι το μη διαφέρον καθόλου εις τίποτε είναι οπωσδήποτε έν και μοναδικόν, άμοιρον εντελώς παντός άλλου. Εάν λοιπόν επί του Θεού δεν διαφέρει εις τίποτε η ενέργεια της ουσίας, η ουσία του Θεού είναι κατ' αυτούς εντελώς άμοιρος ενεργείας, ο δε λέγων τούτο φανερώς αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει καθόλου Θεός· διότι το μη έχον καμμίαν ενέργειαν ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι, ούτε υφίσταται εντελώς θέσις αυτού ή αφαίρεσις κατά τους αληθινούς θεολόγους. Και όπως κανείς ποτέ δεν είπεν ότι ο Θεός έχει ουσίαν και φύσιν, καθ' όσον αρκούμεθα εις το έν των ονομάτων τούτων αφού ταύτα είναι αδιάφορα επ' αυτού, κατά τον αυτόν τρόπον ούτε οι Βαρλαάμ και Ακίνδυνος και όσοι έχουν το ίδιον φρόνημα με αυτούς δεν θα ηδύναντο να είπουν χωρίς αντίφασιν προς εαυτούς ότι ο Θεός έχει ουσίαν και ενέργειαν, καθ' όσον δι' αυτούς το όνομα της ενεργείας είναι κενός ήχος και με την προσθήκην του δεν δεικνύει τίποτε το διαφορετικόν. Αλλ' ούτε δύναται να είπη κανείς ότι η ουσία του Θεού έχει και φύσιν ή ότι η φύσις είναι της ουσίας, επειδή δεν διαφέρουν αλλήλων κατά τίποτε. Ούτω λοιπόν ούτε οι Βαρλαάμ και Ακίνδυνος δεν θα είπουν ότι ο Θεός έχει ουσίαν και ενέργειαν ή ότι η ενέργεια είναι της ουσίας του Θεού, επειδή ούτε αύται δεν διαφέρουν κατ' αυτούς αλλήλων. Το δε μη έχον καμμίαν ενέργειαν είναι ανύπαρκτον, όπως εδίδαξαν οι θεοφόροι πατέρες. Τούτο λοιπόν είναι το πρώτον είδος ή γένος αθεΐας. Δια τούτο ο μέγας Παύλος αποκαλεί άθεους όλους τους μη μετάσχοντας του δια του Μωυσέως δοθέντος νόμου, γράφων προς Εφεσίους: «ενθυμείσθε ότι σεις, οι κάποτε εθνικοί κατά την σάρκα, οι λεγόμενοι απερίτμητοι από την λεγομένην χειροποίητον περιτομήν εις την σάρκα, ότι κατά τον καιρόν εκείνον ήσθε χωρίς Χριστόν, αποξενωμένοι της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των επαγγελιών και της διαθήκης, μη έχοντες ελπίδα και άθεοι εις τον κόσμον»5.
Δεύτερον δε γένος αθεΐας είναι η πολυσχειδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών, των οποίων άλλοι μεν λέγουν τον Θεόν πατέρα άτεκνον, όπως και οι μετά την επιφάνειαν του Υιού του Θεού ποθούντες να δουλεύουν ακόμη εις την σκιάν του παλαιού νόμου και επιμένοντες να παραμένουν εις το γράμμα του νόμου, άλλοι δε λέγουν αυτόν υιοπάτορα, όπως οι περί τον Λίβυν Σαβέλλιον, άλλοι δε Άκτιστον Πατέρα κτιστού Υιού και Πνεύματος, όπως οι Άρειοι και Ευνόμιοι και Μακεδόνιοι. Όλοι δε ούτοι και οι τοιούτοι δεν διαφέρουν κατά τίποτε από τους άθεους, διότι δεν τιμούν ούτε τον Πατέρα κατά το λεχθέν υπό του Κυρίου, «ο μη τιμών τον Υιόν δεν τιμά τον Πατέρα, ο οποίος τον έστειλεν»6. Δια τούτο ο μέγας Αθανάσιος λέγει, «άθεος είναι οποίος χωρίζει τον Υιόν από τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα και καταβιβάζει αυτόν εις κτίσμα»7. Κατά τον ίδιον δε τρόπον άθεος είναι και ο συναπτών αυτούς κακώς· διότι αναιρεί αλλήλων και τον ένα και τον άλλον. Τούτους πάλιν εζήλευσαν πολυτρόπως ο Βαρλαάμ και Ακίνδυνος· διότι αναιρούν και ούτοι δι' αλλήλων την Θείαν Ουσίαν και την ενέργειαν, αλλά δεν θα φυλάξουν ούτε το τρισυπόστατον του Θεού, εφ' όσον δεν δέχονται κοινήν και τακτήν την δύναμιν και ενέργειαν Πατρός Υιού και Πνεύματος. Και όπως ο Άρειος επιμένων εις την απλότητα του Θεού εθεώρει αφρόνως κτίσμα τον Υιόν και έλεγε πολυθέους τους μη φρονούντας ούτω, ως δοξάζοντας δήθεν πολλά, αγνοών ο ταλαίπωρος ότι γίνεται αυτός άθεος και πολύθεος, κατατέμνων εις κτιστά και άκτιστα τον ένα Θεόν και δια του Υιού καταβιβάζων και τον Πατέρα εις κτίσμα ή και συνθέτων το θείον εξ Ακτίστου και κτιστών, ούτω και ούτοι με πρόφασιν την απλότητα καθιστούν κτίσμα παν το καθ' οιονδήποτε τρόπον διαφέρον της θείας φύσεως, ήτοι την θείαν δύναμιν και ενέργειαν, και ονομάζουν πολυθέους τους πρεσβεύοντας τον Θεόν Άκτιστον κατ' ουσίαν και ενέργειαν, αγνοούντες ότι αυτοί συμφωνούν αφρόνως και αυτοί είναι πολύθεοι και άθεοι, αφού κατατέμνουν εις κτιστά και άκτιστα τον ένα Θεόν και δια της Θείας Ενεργείας καταβιβάζουν αυτόν εις κτίσμα. Πράγματι από την ενέργειαν εκάστου χαρακτηρίζεται η φύσις αυτού κατά τους θεοφόρους πατέρας, καθ' όσον η άκτιστος ενέργεια δεικνύει Άκτιστον φύσιν, η δε κτιστή κτιστήν8. Το δε χαρακτηρίζον διαφέρει του χαρακτηριζομένου. Αλλά ταύτα μεν, καθώς και τας άλλας μωρολογίας των Βαρλααμιτών, διηυκρινήσαμεν εις τα προς αυτούς βιβλία, εις τα οποία έχουν λεχθή από ημάς κατά το δυνατόν και τα περί της θείας απλότητος.
Τρίτον δε είδος αθεΐας, όχι μακράν της ανωτέρω πονηρός δυάδος, είναι το να παραιτήται κανείς να αναφέρη τα περί Θεού δόγματα και λόγω ανευλαβούς ευλάβειας να μη θέλη καθόλου να υμνή αυτόν εκ των υπερβαινόντων την διάνοιαν των πολλών· το να μη συντάσση τους λόγους με κρίσιν και να συνανυψώνη μαζί με τον εαυτόν του τους ταπεινούς εις την δάνοιαν δια της φαινόμενης προσκαίρως μετρίας υφέσεως, αλλά αντιθέτως να συγκαταβιβάζη τον νουν μαζί με τα χαμαίζηλα και ν' ανέχεται να μικρύνη την υπέρ πάντα νουν μεγαλειότητα εκείνων, ίσως φέρων εις μερικούς χάριν άχαριν· είναι επίσης το να μη εξηγή τας θεολογίας των ιερών πατέρων εις τους μη γνωρίζοντας, αλλά να τας απορρίπτη και αθετή, προφασιζόμενος το μεγαλόνουν και υψηγόρου και μη εύληπτον από τους πολλούς, μήτε εφικτόν εις τους πάντας ακόπως και ευκόλως και μάλιστα το να μη εξηγή τας θεολογίας του μεγάλου Διονυσίου, από τον οποίον πρώτον σχεδόν η Εκκλησία έχει μυηθή τα στοιχεία της ασφαλούς θεορρημοσύνης, και του όχι κατωτέρου κατά την αρετήν Αθανασίου, ο οποίος ανεσκεύασε και τας προ αυτού αναφυείσας κακονοίας και τας μέλλουσας να αναφύουν, κινημένος δι' επιπνοίας του Αγίου Πνεύματος, του Βασιλείου του μόνου κατά τον χρόνον υστερούντος τούτων και Γρηγορίου του επωνύμου της θεολογίας και των ομοίων με αυτούς. Επειδή ο Κύριος λέγει «ο αθετών υμάς εμέ αθετεί, ο δε αθετών εμέ αθετεί τον αποστείλαντά με»9, είναι εύλογον ότι αληθινή ευσέβεια είναι τούτο, το να μη έρχεται κανείς εις φιλονεικίαν με τους θεοφόρους πατέρας. Διότι αι θεολογίαι των προειρημένων Αγίων είναι όρος και χάραξ αληθούς θεοσεβείας και εκάστη εξ αυτών συμπληρώνει τον φράκτην τρόπον τινά και το περιτείχισμα της ευσεβείας, αν δε αφαίρεση κανείς μίαν αυτών, από εκεί θα εισορμήση ο πολύς εσμός της κακονοίας των αιρετικών. Δια τούτο πρέπει να έχωμεν πεποίθησιν εις αυτός και να χρησιμοποιώμεν αυτάς αφόβως κατά των δυσσεβοφρόνων, κατά τοσούτο μάλλον καθ' όσον εκείνοι μάλλον δυσαρεστούνται, και πρέπει να φοβούνται μάλλον αυτοί εκ τούτων, αλλ' όχι να διστάζωμεν ημείς να προβάλλωμεν αυτάς κατά τούτων. Και τούτο κατανοήσας ο λόγω περισσής σοφίας αναλαβών την αρχιερατικήν διεύθυνσιν της Κυρήνης Συνέσιος λέγει καλώς διδάσκων όλους «εγώ δε απαιτώ να διαστέλλωμεν την δεισιδαιμονίαν από την ευσέβειαν, διότι είναι κακία φέρουσα προσωπείον αρετής»10. Ταύτην εφανέρωσεν η φιλοσοφία ως ούσαν το τρίτον είδος της αθεΐας. Τι άλλο δε εννοώ τρίτον είδος αθεΐας παρά το να παραιτήται κανείς να λέγη ή πράττη κάτι δι' αλόγιστον φόβον από τα περί Θεού δόγματα, και μάλιστα όταν το απαιτή αναγκαία χρεία; Πράγματι πρώτον και δεύτερον είδος αθεΐας είναι, όπως ελέχθη, το να δέχεται κανείς ότι δεν υπάρχει καθόλου Θεός και το να δέχεται μεν ότι υπάρχει αλλ' όχι αλαθήτως. Και τι αναφέρω το αλόγιστον δέος, καθ' ον χρόνον το να συγκαταβαίνη κανείς και εις την ασθένειαν των ακροατών δεν είναι παντού και διηνεκώς ασφαλές; Δια τούτο και ο μέγας Αθανάσιος, συνθέσας κήρυγμα εις την επέτειον του ευαγγελισμού πανήγυριν, χρησιμοποιεί τούτο το προοίμιον: «οι θείοι ιεροκήρυκες δεν πρέπει να αποβλέπουν εις την ασθένειαν, αλλά εις την απαιτουμένην δύναμιν και υπόθεσιν και αιτίαν, την οποίαν πρέπει να εξετάσωμεν κατά την προπαρασκευήν του κηρύγματος»11. Ημείς δε απηυθυνόμεθα όχι απλώς προς ακροατάς, θεοφιλέστατε πάτερ, αλλά προς αντιπάλους, οι οποίοι εναντιούμενοι κατά αυτής ταύτης της αληθείας της ευσέβειας επηρεάζουν κατά καινότερον πάλιν τρόπον την ευσεβή διάκρισιν της μιας θεότητος. Εις τας θεοπρεπείς διακρίσεις της θεότητος φαίνεται πάντοτε θεολογούμενον υπό όλων των πατέρων το μεγαλύτερον και το υπερκείμενον, όχι κατά το χειρότερον ούτε κατά το αρχαιότερον (διότι είναι ασεβές τούτο, το να λέγωμεν πρόσφατον η χειρότερον κάποιον από τα προσόντα εις τον Θεόν), αλλά κατά την τάξιν και το αίτιον, και γενικώς καθ' όσα δεν θίγουν μεν καθόλου το Άκτιστον, υποφαίνουν δε μίαν αρχήν των διακεκριμένων, προς την οποίαν πάλιν όταν αναφέρωνται τα διακεκριμένα ταύτα, δεικνύεται είς Θεός και μία θεότης. Δια τούτο ετοποθέτησαν αφρόνως παν το οπωσδήποτε υποδεέστερον και δευτερεύον εις τα πρόσφατα και κτιστά. Δεν ήκουσαν ούτε τον μέγαν Βασίλειον και τον θείον Κύριλλον διδάσκοντας «ότι δευτερεύει μεν του Πατρός ο Υιός και το Πνεύμα είναι υποδεέστερον του Υιού κατά την τάξιν, αλλ' όχι κατά την φύσιν»12, ούτε τον μέγαν Αθανάσιον γράφοντα εις τον δεύτερον Κατά Αρειανών, «εάν ο Θεός δημιουργή τα εκτός και τα μη όντα, θελήσας προηγουμένως να υπάρχουν ταύτα, πολύ πρωτύτερα θα έπρεπε να είναι Πατήρ· εάν δηλαδή δίδουν εις τον Θεόν το βούλεσθαι περί των μη όντων, διατί δεν αναγνωρίζουν το υπερκείμενον της βουλήσεως του Θεού; Είναι δε υπεράνω της βουλήσεως το ότι εκ φύσεως είναι Πατήρ του Λόγου του»13. Τι λοιπόν; επειδή το ότι ο Θεός είναι εκ φύσεως Πατήρ είναι υπεράνω του βούλεσθαι περί των μη όντων προηγουμένως, δηλαδή των κτιστών, άρα αυτό το βούλεσθαι του Θεού είναι κτιστόν; Πώς όμως θα ηδύνατο να βουληθή περί των μη όντων, αν δεν υπήρχεν ούτε αυτό το βούλεσθαι; Ο ίδιος δε προχωρών ολίγον κατωτέρω λέγει, «δεύτερον δε, όπως είπα προηγουμένως, έναντι του γεννάν τον Θεόν είναι το δημιουργείν. Άρα, επειδή το δημιουργείν είναι δεύτερον του γεννάν, δια τούτο ο Θεός έχει κτιστώς το δημιουργείν;»14. Και εις τον τρίτον λέγει πάλιν ο αυτός κατά των αυτών, ότι «οι Αρειανοί το μεν αντικείμενον εις την βούλησιν είδον, το δε μεγαλύτερον και υπερκείμενον δεν παρετήρησαν· όπως δηλαδή αντίκειται εις την βούλησιν το παρά γνώμην, ούτως υπέρκειται της βουλήσεως το κατά φύσιν». Και προχωρών λέγει εκεί πάλιν ο ίδιος, «όσον λοιπόν υπέρκειται του κτίσματος ο Υιός, τοσούτον υπέρκειται κατά της βουλήσεως το κατά φύσιν»15. Βλέπεις ότι η βούλησις δεν είναι κτίσμα, βλέπεις πόσον υπερέχει της ακτίστου βουλήσεως (ήτοι της ενεργείας, διότι η βούλησις είναι ενέργεια τής φύσεως), πόσον λοιπόν υπερέχει ταύτης η θεία φύσις; Διότι λέγει και ο εκ Δαμασκού θείος Ιωάννης εις το όγδοον των δογματικών κεφαλαίων «έργον μεν θείας φύσεως είναι η προαιώνιος και αΐδιος γέννησις, έργον δε θείας θελήσεως είναι η κτίσις»16. Άρα λοιπόν είναι κτιστή δια τούτο η θεία θέλησις του Θεού, δια το ότι φαίνεται φανερώς άλλη από την θείαν φύσιν (διότι άλλο έργον έχει η καθεμία από αυτάς, όπως και ο θείος Κύριλλος διατείνεται, «ότι της μεν ενεργείας ίδιον είναι να ποιή, της δε φύσεως να γεννά»17), και δια το ότι τα της φύσεως τόσον υπερβάλλουν αυτήν, ώστε ο θείος Μάξιμος να λέγη άπειρον την υπεροχήν; Πώς όμως θα είναι κτιστόν αυτό του οποίου έργον είναι η κτίσις καιτου οποίου ίδιον είναι να ποιή και δημιουργή τα γινόμενα παρά του Θεού; Αλλά ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, μη υπολογίζοντες τας θεολογίας των Αγίων Πατέρων, λέγουν κτιστόν παν πράγμα του οποίου η φύσις του Θεού υπέρκειται, και τους αθωοτέρους των μη πειθομένων εις αυτάς φοβίζουν με την δήθεν πολυθεΐαν κατά μίμησιν του Αρείου, δια ν' αποδείξουν με αυτό κτιστήν και την θεοποιόν του Θεού δύναμιν και χάριν και ενέργειαν. Ημείς δε δεικνύοντες ότι η θεία και θεοποιός δύναμις και χάρις και ενέργεια δεν είναι εκτός του πληρώματος της θεότητος, μαζί με τας άλλας πατερικάς φωνάς προεβάλομεν και τους Αγίους οι οποίοι εκάλεσαν και αυτήν θεαρχίαν και αγαθαρχίαν και θεότητα και είπαν ότι κατ' ουσίαν υπέρκειται ταύτης ο Θεός Εάν μεν λοιπόν δεν έγραψαν πολλοί από τους Αγίους τοιαύτα πράγματα αυτολεξεί, αλλά συνάγονται από τους λόγους αυτών, ούτε τότε ημείς, αν το εκάλει η ανάγκη, δεν θα επαύομεν να ακούωμεν τον επώνυμον της θεολογίας Γρηγόριον λέγοντα ότι, εάν συνήγον από το δύο φοράς πέντε το δέκα ή από το ζώον λογικόν θνητόν τον άνθρωπον, δεν θα ενομιζόμην ότι μωρολογώ, ούτως, εάν εύρισκον νοούμενον εκ της Γραφής κάτι άλλο εκ των μη λεγομένων ή μη λεγομένων σαφώς, δεν θα απέφευγον την εκφώνησιν, φοβούμενος σε τον συκοφάντην των ονομάτων»18. Επειδή δε δεν εύρομεν απλώς συναγόμενον, αλλά και φανερώς λεγόμενον, πώς δεν θα προεβάλλομεν, ότι θεότης δεν λέγεται μόνον η θεία φύσις, αλλά και η λαμπρότης της θείας φύσεως, κατά την οποίαν επιφαίνεται εις τους αξίους ο Θεός και ότι κατά τους θεοφόρους πατέρας19 της ούτω λεγομένης θεότητος ως αρχής των θεουμένων και ιδόντων και δοκιμασάντων λαμπρότητα Θεού υπέρκειται ο υπεράρχιος πάσης αρχής; Ο Βαρλαάμ δε και ο Ακίνδυνος, χωρίς να εντραπούν ούτε και αυτό λέγουν πάλιν κτίσμα την λαμπρότητα της θείας φύσεως, δια τον λόγον ότι δεν είναι φύσις, μη δυσανασχετούντες απλώς προς την λέξιν διότι ημείς δεν θα εκάμαμεν πολύν λόγον προς αυτούς εξ αιτίας των λέξεων. Πράγματι θα παραχωρήσωμεν ευκόλως σχεδόν όλα τα ονόματα και τας λέξεις εις όλους τους θέλοντας· τώρα όμως δεν συζητούμεν προς αυτούς απλώς περί συλλαβών ή περί της τάδε λέξεως, αλλά περί πραγμάτων τα οποία έχουν μεγίστην διαφοράν εις δύναμιν και αλήθειαν. Οι δε κακόφρονες, εξελεγχθέντες πρωτύτερα συνοδικώς επί των πραγμάτων αυτών τούτων, τώρα προσπαθούν πολύ πανούργως να πείσουν με κολακείας τους απλούστερους, ως αποτρέποντες το να λέγωνται δύο θεότητες υπέρ της μιας, μολονότι πρώτοι αυτοί είπον τούτο, το είπον μάλιστα κακώς και δυσσεβώς. Διότι εις την πραγματικότητα τούτο είναι το οποίον αναιρείται από ημάς και δια το οποίον αντιλέγομεν προς αυτούς μέχρι τέλους. Αλλ' αυτοί το προβάλλουν πάλιν τώρα δολίως, ούτως ώστε, εξαπατώντες με αυτόν τον τρόπον τους πολλούς, να παραστήσουν ευθύς ότι μόνη άκτιστος θεότης είναι η ουσία του Θεού και με αυτό πάλιν να καταβιβάσουν και αυτήν εις κτίσμα οι ταλαίπωροι, λέγοντες την λαμπρότητα αυτής θεότητα κτιστήν ως μη ούσαν φύσιν.
Ο αποφεύγων όμως αυτήν την δεινήν βλασφημίαν εκείνων πρέπει να προσεχή ότι οι Άγιοι ποτέρες λέγουν μίαν θεότητα Πατρός και Υιού και Πνεύματος όχι μόνον την ουσίαν, αλλά και την δύναμιν και την ενέργειαν και γενικώς παν το πλήρωμα και το άθροισμα της θεότητος, όπως λέγει και ο μέγας Αθανάσιος, ώστε, όταν λέγη κανείς άκτιστον θεότητα μόνον την Θείαν Ουσίαν δεν προβάλλει αλάθητον λόγον διότι δεν είναι μόνον αυτή η άκτιστος θεότης, αλλά και η αξία και η εξουσία του Θεού κατά τον μέγαν Βασίλειον20, και η εποπτική και θεατική δύναμις του Πνεύματος, των οποίων υπέρκειται η θεία φύσις κατά το υπερώνυμον και εντελώς άφραστον, όπως λέγουν αμφότερα τόσον αυτός όσον και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης21, και η θεοποιός δύναμις και λαμπρότης του Θεού, όπως γράφει πολλαχού ο θεολόγος Γρηγόριος και ο μέγας Διονύσιος22. Όταν δε λέγη κανείς μόνην Άκτιστον θεότητα το άθροισμα και πλήρωμα της θεότητος, συμπεριλαβών όλα αυτά κατά τους θεοφόρους θεολόγους, δηλαδή την ουσίαν του Θεού και την δύναμιν και την ενέργειαν και όλα τα περί την ουσίαν του Θεού θεωρούμενα και θεολογούμενα, τότε ομιλεί αλαθήτως διότι μόνον αυτή είναι άκτιστος θεότης. Έκαστον δε εκείνων είναι θεολογούμενον και υμνολογούμενον δια τούτο, ότι είναι εκ του πληρώματος της θεότητος, και δια τούτο είναι Άκτιστον, ότι δεν είναι χωρισμένον από αυτήν, καθ' όσον εκτός της μιας Ακτίστου θεότητος δεν υπάρχει τίποτε Άκτιστον «διότι όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι ιδικά μου και έχω δοξασθή με αυτά»23, είπεν ο Κύριος. Ο δε μέγας Αθανάσιος τονίζει, «δεν είπεν ο Σωτήρ δια κτιστά πράγματα ότι όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι ιδικά μου»24. Γρηγόριος δε ο επώνυμος της θεολογίας λέγει, «όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι του Υιού πλην της αγεννησίας, και όλα όσα έχει ο Υιός είναι του Πνεύματος πλην της γεννήσεως»25. Επομένως δεν είναι μόνον η ουσία η άκτιστος θεότης, αλλά και όλα τα προσυπάρχοντα εις τον Θεόν φυσικώς, έκαστον των οποίων κατά τον μέγαν πάλιν Αθανάσιον δεν λέγεται ουσία αλλά περί την ουσίαν, τα οποία κατά την Γραφήν λέγονται επίσης άθροισμα και πλήρωμα θεότητος26, θεωρούμενα και θεολογούμενα εξ ίσου εις εκάστην των αγίων τριών υποστάσεων. Ο Δαμασκηνός θεολόγος λέγει, «ο Λόγος του Θεού ως προς μεν την υπόστασιν είναι διηρημένος από εκείνον από τον οποίον έχει την γέννησιν, ως προς δε το ότι περικλείει μέσα του αυτά, τα οποία θεωρούνται περί τον Θεόν, είναι έν προς αυτόν κατά την φύσιν ούτω μία είναι η θεότης Πατρός και Υιού»27. Δεν είναι λοιπόν μόνον περί της θεοποιού χάριτος η αντίθεσις ημών προς τους αντιλέγοντας, αλλά περί πάσης δυνάμεως και ενεργείας θείας· διότι εκείνοι καταβιβάζουν όλας αυτάς εις κτίσμα, ώστε και αν ταράττεται κανείς ακούων να θεωνυμούνται ούτω μερικαί ενέργειαι από τα θεολογούμενα του Αγίου, δεν θα αρνηθώμεν την θεοπρεπεστάτην διάκρισιν της μιας θεότητος, αλλά θα τον πληροφορήσωμεν ότι καλώς έχουν λεχθή εκείνα από τους πατέρας και καλώς έχουν προβληθή από ημάς και ευκαίρως, ως συντείνοντα μάλλον παρά εμποδίζοντα το να είναι μία η άκτιστος θεότης. Ο δε μη αντιλαμβανόμενος τούτο, πώς δεν θα συναπαχθή από τους φρενοβλαβώς κηρύττοντας ότι μόνη άκτιστος θεότης είναι η φύσις του Θεού, παν δε ό,τι δεν είναι φύσις είναι κτίσμα, είτε θεαρχία είτε θεότης ονομάζεται; Πώς δε δεν θα κατηγορήση τους εκλεκτούς του Θεού, τους Αγίους δηλαδή οι οποίοι λέγουν εκείνα και εξ αιτίας αυτών ημάς τους συμφωνούντας με αυτούς και απολογουμένους εκθύμως υπέρ αυτών κατά δύναμιν; Εγώ πράγματι λέγω δια λογαριασμόν μου, ότι είμαι ετοιμότατος να πάθω υπέρ ενός εκ τούτων, πόσον μάλλον δι' όλους από συμφώνου. Διότι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται», λέγει ο Κύριος28, όχι δηλαδή μαζί όλους, αλλά και τον καθένα από αυτούς. Ποίος δε θα διασπάση τους συμφώνως προς την δεσποτικήν ευχήν όντας έν και συναφθέντας δια του ενός Λόγου εν ενί Πνεύματι με τον ένα Θεόν; Πώς δε ο τοιούτος δεν θα αφαίρεση δι' αλλήλων όλους τους γράφοντας όντως ρήματα ζωής αιωνίου;
Εάν δε κάποιος εξ αυτών των Αγίων διδάσκη κάτι από τα σπουδαιότατα μάλιστα, το οποίον από τους άλλους είναι απηγορευμένον, πώς δεν αναιρούνται ούτοι δι' αλλήλων; Αλλά και το να λέγη κανείς μερικά εξ αυτών, ότι ας ευρίσκωνται εκεί και κανείς ας μη τα χρησιμοποιή, είναι ίδιον των φανερώς αθετούντων εκείνα και μη επιθυμούντων καθόλου να αποστομώσουν τους κατηγόρους των Αγίων, δεν θα ήτο δε αταίριαστον να είπωμεν, και των συμπραττόντων και συμφωνούντων με αυτούς. Διότι, ενώ εκείνοι προφέρουν ταύτα προς διαβολήν, αυτός τα αξιώνει αποκρύψεως εις το χώμα της σιγής και λήθης ούτως ειπείν, ως μη άμεμπτα καθόλου. Πρέπει λοιπόν, προσφιλέστατε πάτερ, να επιχειρώμεν να πείσωμεν όλους τούτο, ότι δεν αντιτίθεται μάλλον δε συνηγορεί το διακεκριμένον προς το ενιαίον της θεότητος, αλλά να μη νομίζωμεν άξια παραγκωνισμού και να μη επιχειρώμεν να τα παραμερίσωμεν παραπέμποντες εις την αφασίαν το υπό των θείων πατέρων θείως θεολογημένα, και μάλιστα ενώ δια των βιβλίων είναι ενώπιον όλων είναι μάλιστα χρέος να παραινώμεν τους πλησιάζοντας και ακούοντας, να μη δουλεύουν εις το γράμμα, αλλά να αναζητούν το περικλειόμενον εις αυτό νόημα και να δέχωνται την ευσεβή έννοιαν και να λέγουν προς αυτούς μαζί με τον θείον Κύριλλον και τον Δαμασκηνόν πατέρα, ότι «εξ αρχής όχι μόνον η θεία Γραφή, αλλά και οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας συνηθίζουν να αδιαφορούν προς τας λέξεις, γνωρίζοντες ότι αι λέξεις δεν αδικούν, όταν άλλως έχουν τα πράγματα», να προσθέτωμεν δε δια τους πλέον πείσμονος εις την αντίθεσιν το του θείου Μαξίμου γράφοντος «δεν υπάρχει κανείς κίνδυνος της λέξεως, αν δεν υπάρχη πλάνη περί την έννοιαν», και το του μεγάλου Βασιλείου λέγοντος, «δεν πρέπει να προσέχωμεν εις τας λέξεις αλλά εις την δύναμιν του σκοπού»29, και το του μεγάλου Γρηγορίου, «ότι η ευσέβειά μας δεν ευρίσκεται εις τα λόγια αλλ' εις τα πράγματα», και πάλιν, «δεν θα φιλονεικήσωμεν περί των ονομάτων, εφ' όσον αι λέξεις οδηγούν εις την ιδίαν έννοιαν», και πάλιν, «δεν θα ασχημονήσωμεν φιλονεικούντες περί ταύτα, ωσάν να ευρίσκετο εις ονόματα η ευσέβειά μας και όχι εις πράγματα»30, και προσέτι το του Χρυσοστόμου πατρός, «δεν πρέπει να βασανίζωμεν καθ' εαυτήν την λέξιν, αλλά να προσέχωμεν εις την γνώμην του γράφοντος, διότι, αν δεν εξετάζωμεν την γνώμην του γράφοντος, θα προκαλέσωμεν πολλάς απέχθειας και όλα θα ανατραπούν»31. Δεν είναι ακριβώς αυτά τα ίδια τα τελούμενα τώρα; Πρέπει βεβαίως να ακούσωμεν και τον μέγαν Διονύσιον τονίζοντα ότι «είναι παράλογον και σκαιόν και ίδιον μη θελόντων να κατανοήσουν τα θεία, το να μη προσέχωμεν εις την δύναμιν του σκοπού, αλλ' εις τας λέξεις»32. Όντως αποτυγχάνουν της εφικτής θεογνωσίας οι μη σπεύδοντες να μεταφέρουν το λογιστικόν της ψυχής εις το αποθησαυρισμένον εις τα λόγια νόημα και ούτω να εκφέρουν την γνώμην των και να αποδέχωνται ή απορρίπτουν τας λέξεις προς την εγκλειομένην διάνοιαν, αλλ' αντιθέτως ακολουθούντες τους ήχους των λέξεων και ούτω δίδοντες πεδίον δράσεως εις εκείνους οι οποίοι δεν έπαυσαν να αντιλέγουν προς την ευσεβή διάνοιαν, προς τους οποίους πρέπει να είπωμεν πάλιν το θεολογικόν εκείνο: «οι σφοδρώς υπερασπιζόμενοι το γράμμα, να γνωρίζουν ότι φοβούνται εκεί, όπου δεν υπάρχει φόβος, και να γινώσκουν ότι ένδυμα της ευσέβειας είναι δι' αυτούς η δειλία του γράμματος»33. Αλλά ας είναι αρκετοί ούτοι οι υπέρ αυτών των πατερικών λόγων λόγοι.
Εις εμέ δε, απολογούμενον τώρα υπέρ εμαυτού προς φίλον άνδρα, δεν θα αρκέση μόνον, αλλά και θα περισσεύση το επεισόδιον του θείου Κυρίλλου, παρατιθέμενον εδώ. Πράγματι ούτος κατήσχυνε τον Νεστόριον δημοσία και εκέρδισε την νίκην ενώπιον μεγίστης συνόδου κατ' εκείνου και των βλασφήμως επινοηθέντων υπ' εκείνου κατά της θείας ενανθρωπήσεως. Τούτο εμβάλλει εις τον Θεοδώρητον Κύρου κέντρισμα φθόνου ανυπόφορον, όπως και εις τον Ακίνδυνον τώρα η ήττα του Βαρλαάμ και η αειφυγία τούτου λόγω αισχύνης δια την ήτταν. Προχωρεί λοιπόν ο Θεοδώρητος προς αναιδή πόλεμον κατά του θείου Κυρίλλου και κακομεταχειρίζεται πικρώς τα κατά του Νεστορίου συγγράμματα του Αγίου, όπως και ο Ακίνδυνος προσφάτως τα ιδικά μας προς τον Βαρλαάμ συγγράμματα. Αλλ' ο μεν Θεοδώρητος ορμών από παντού και περιτρέχων κυκλωτικώς και κινών πάντα λίθον, που λέγει ο λόγος, δεν κατώρθωσε τίποτε περισσότερον παρά να περιβάλη με πολλάς συκοφαντίας τα γραφέντα από τον φθονούμενον και να μωρολογή κακοβούλως προς τας λέξεις μόνον. Αυτός όμως πλην της κακοδοξίας του Νεστορίου απέφυγεν ικανώς και πάσαν άλλην δυσσέβειαν. Ο Ακίνδυνος όμως συνηγορών σαφώς υπέρ της κακοδοξίας του Βαρλαάμ, συνέβη να πέση εις πολύ περισσοτέρας και δεινοτέρας δυσσεβείας από όσας αυτός αποδίδει ψευδώς εις τα συγγράμματά μας, υπερβολών κατ' αυτάς και εκείνον τον διδάσκαλόν του εις την πλάνην, ενεργήσας, μάλλον δε παθών, κάτι παραπλήσιον, ωσάν κάποιος να έγινεν αυτός επίτηδες σαπρία και κόπρος εντελώς ή να περιεβλήθη πολύν και δυσωδέστατον βόρβορον, με μοναδικόν σκοπόν να δυνηθή να λυπήση προσωρινώς την όσφρησιν των ματαίως μισουμένων από αυτόν, αγνοών ότι εκείνοι μεν επιβαλόντες την χείρα εις την μύτην θα προσπεράσουν αβλαβείς, αυτός δε θα μείνη βδελυκτός και αποτρόπαιος και εις τας τόσας άλλας ρίνας. Αλλ' ο Θεοδώρητος εκείνος επιλαμβάνεται του Κυρίλλου εκτός των άλλων και διότι πρώτος εξ όλων ανέφερε την καθ' υπόστασιν ένωσιν του Λόγου προς την σάρκα, γράφων «ομολογούμεν ένα και τον αυτόν Χριστόν λόγω της ενώσεως Θεού και ανθρώπου, αγνοούμεν δε την καθ' υπόστασιν ένωσιν, ως ξένην και αλλοτρίαν προς τας θείας Γραφάς και των πατέρων οι οποίοι τας ερμήνευσαν»34, έπειτα επίσης επιτίθεται συκοφαντικώς κατά του Αγίου διότι δήθεν διδάσκει σύγκρασιν και επιφέρει σύγχυσιν των φύσεων εξ αιτίας αυτής. Τι λοιπόν κάμνει έναντι τούτων ούτος, ο αληθώς όχι μόνον άτρωτος κατά την ευσέβειαν, αλλά και επάξιος πολλών και μεγάλων επαίνων; «Ιδού πάλιν ο γενναίος ούτος, λέγει, επιχειρών να χρησιμοποίηση το παρατυχόν ως πρόφασιν της εναντίον ημών αθυροστομίας, διασύρει την λέξιν, εννοώ την "καθ' υπόστασιν"·, καθυβρίζει το ασύνηθες αυτής και μάλιστα επιδιώκει να την χαρακτηρίση ως ξένην, μη αντιλαμβανόμενος ότι η δύναμις των λέξεων αντιπαρατάσσουσα την αλήθεισιν εις τας ευρεσιλογίας των ανοσίων αιρέσεων επιχειρεί τα παράλυση το φαινόμενον να αντιτάσσεται». Βλέπεις ότι εις τους αντιτασσομένους προς τας ευρεσιλογίας των πονηρών αιρέσεων επιτρέπεται να επινοούν και ασυνήθεις λέξεις. Ούτω πράγματι θα εύρης ότι είπεν εκεί την καθ' υπόστασιν ένωσιν φυσικήν, εξ αίτιας του αθετούντος ταύτην Νεστορίου, δια να παραστήση ενεργώς το αληθές της θείας ενανθρωπήσεως. Επιληφθείς δε πάλιν τούτου ο Θεοδώρητος, αυθαδιάζει προς τα ασυνήθως μεν ευσεβώς δε λεχθέντα ως δήθεν γραμμένα δυσσεβώς.
Αλλ' ακούει πάλιν ο ίδιος από τον θείον Κύριλλον, μεθυσμένος και ζαλισμένος, ως μη διακρίνων ενίοτε την σημασίαν της λέξεως (καθ' όσον ενιαχού η λέξις φυσικόν ευρίσκεται να σημαίνη το αληθές) και σκώπτεται ακόμη μάλλον δικαίως, ως καυχώμενος δια ψεύδος και ως κατορθώσας πολλά δια της ικανότητος να συκοφάντη, διότι δεν προσέχει εις τον σκοπόν του γράψαντος, αλλ' εις τας λέξεις. Δύνασαι δε να ίδης εκεί τον σεπτόν Κύριλλον χρησιμοποιούντα αντί της φύσεως και την λέξιν της υποστάσεως. Δια τούτο εκείνος, μη παραθέτων εκεί την υπόστασιν επί Χριστού εις ενικόν αριθμόν, αντιλέγων ούτως εις τους κακόφρονας και συκοφαντούντας και αδιαφορών δια τας μικρολογίας περί της λέξεως, αποβλέπει εις μόνην την ευσεβή διάνοιαν. Πόσα όμως έπαθεν από τους απειθούντας, αν και υπεραπελογήθη θαυμάσια και δια συγγραμμάτων πάλιν ιδικών του, χωρίς να φρόνηση διαφορετικά ούτε να μετατρέψη τας λέξεις, αλλ' ερμηνεύσας εις τους αγνοούντας και αποσείσας τας κατηγορίας, καθώς επίσης πόσας δυσφημίας υπέστησαν από τους τότε αντιπάλους της ευσέβειας οι εγγράψαντες το ομοούσιον εις το σεπτόν σύμβολον της πίστεως, δεν είναι σχεδόν δυνατόν ούτε να τα απαριθμήσωμεν. Διότι όσον περισσοτέρα αντίθεσις προβάλλεται εις αυτούς, τόσον περισσότερον σπεύδουν να διαβάλουν οι οπαδοί των πονηρών αιρέσεων το δε προτασσόμενον δι' έκαστον αυτών ιδιαιτέρως, αυτό είναι και το μάλλον αντιτεταγμένον εις αυτούς. Ημείς δε δεν επενοήσαμεν νέας λέξεις, μολονότι τώρα εκινήθη νέα αίρεσις από τον Ακίνδυνον και τον Βαρλαάμ, αλλά εχρησιμοποιήσαμεν τας λεχθείσας από τους Αγίους πατέρας υπέρ της χάριτος του Θεού, μάλλον δε απολογούμενοι υπέρ των πατέρων εχρησιμοποιήσαμεν κατ' ανάγκην αυτάς τας λέξεις, αφού είχον προβληθή πρώτον από τους αντιπάλους κακώς προς διαβολήν, και μάλιστα εις τα κείμενα όπου απευθυνόμεθα προς τους αντιφθεγγομένους εις την αλήθειαν. Πράγματι δεν δύναται να εύρη κανείς ιδικόν μας σύγγραμμα μη απευθυνόμενον προς αυτούς, το οποίον έχει τοιαύτας λέξεις, και μάλιστα ον αθώον, αν οι προειπόντες πατέρες είναι αθώοι. Το να λέγεται δε ότι ημείς τώρα καταπονούμεθα από τους εξουσιαστάς εξ αιτίας κάποιας τοιαύτης λέξεως, είναι περιφανής συκοφαντία και όχι αφανής εις τους ορθώς βλέποντας. Διότι ποίος δεν γνωρίζει ότι προ της εμφυλίου στάσεως και συγχύσεως επεδεικνύετο πολλή φιλοφροσύνη προς ημάς τόσον εκ μέρους της Εκκλησίας όσον και εκ μέρους της βασιλείας και σχεδόν καθημερινώς εδίδοντο εις ημάς δημόσιοι έπαινοι, διότι αντεστάθημεν γενναίως και ενικήσαμεν τελείως τους όχι άπαξ αλλά δις στασιάσαντας κατά της αληθείας εις την ευσέβειαν; Ότι όμως συνεπετέθη εναντίον ημών κακοπαθούντων τώρα και η συμμορία της νέας αιρέσεως, λαβόντες συνηγόρους τους συμμεταβάλλοντας τας γνώμας μαζί με τας μεταβολάς των πραγμάτων, και τούτο είναι καταφανές. Προς χάριν σου όμως, δια να αφαιρέσωμεν πάσαν αφορμή των Ζητούντων αφορμή, συνετάξαμεν και αυτά τα κατωτέρω παρατιθέμενα σύμφωνα καθ' ολοκληρίαν προς τα των θείων ημών πατέρων.35 |
Σημειώσεις 1. Αριστοτέλους, Μετά τα φυσικά 1, 3-4. 2. Η. Diels, Fragmente der Vorsokratiker τόμ. Α', σ. 137. Διογ. Λαέρτ. 9, 2. 3. Εν προκειμένω είναι καταφανής η τάσις του Παλαμά, η οποία αντετίθετο σφοδρώς προς τα τότε ρεύματα της Αναγεννήσεως. Η τάσις αυτή καθορίζει αποφασιστικώς την εξέλιξιν της θεολογικής αυτού σκέψεως. 4. Βλέπε Ιουστίνου Παραινετικός προς Έλληνας, PG 6, 241 - 256. 5. Εφεσίους 2, 11 κ. ε. 6. Ιωάννης 5. 23. 7. Επιστολή 1 προς Σεραπίωνα 30, PG 26, 597C. 8. Μαξίμου Ομολογητού Ζήτησις μετά Πύρρου, PG 91 341Α. 9. Λουκάς 10, 16. Ιωάννης 12, 48. 10. Χωρίον μη εντοπισθέν. 11. Μ. Αθανασίου Εις τον Ευαγγελισμόν 1, PG 28, 917Α. 12. Κατ' Ευνομίου 3, PG 29, 656Α. Θησαυροί 19 PG 75. 316ABC. 13. Κατά Αρειανών 2, 2, PG 26 149C. 14. Αυτόθι, 152Β. 15. Κατά Αρειανών 3, 62, PG 26, 453Β. 16. Έκδοσις Ορθοδόξου πίστεως 1 8, PG 94, 813ΑΒ. 17. Θησαυροί 18, PG 75, 312C. 18. Λόγος 31 (Θεολογικός 5), 24, J. Barbel σ. 258-260· PG 36, 160Β. 19. Λόγος 28 (θεολογικός 2), 3, J. Barbel, σ. 66· PG 36, 29Α. 20. Επιστολή 234 προς Αμφιλόχιον 1, Deferrari 3, 372· PG 32, 869ΑΒ. 21. Περί Θεότητος Υιού PG 46, 573Β-576Α. 22. Ομιλία 40 PG 36, 365Α. Περί θείων ονομάτων PG 3, 645ΑΒ. 23. Ιωάννης 17, 10. 24. Μ. Αθανασίου, Εις τον ευαγγελισμόν 3. PG 28. 920C. 25. Προς τους απ' Αιγύπτου ελθόντας, PG 36, 252Α. 26. Κολοσσαείς 1, 19. 27. Έκδοσις Ορθοδόξου πίστεως 1, 6, PG 94. 804Β. 28. Ματθαίος 10, 40. 29. Χωρία μη εντοπισθέντα. Βλέπε σημ. 32. 30. Λόγος 39 εις τα άγια Φώτα, PG 36. 345C· βλέπε και παρά Μαξίμω Ομολογητή, Ζήτησιν μετά Πύρρου. PG 91. 296Β. 31. Βλέπε Κατά Ανόμοιων 8. 10, PG 48, 769, 786. 32. Περί θείων ονομάτων 4, 11, PG 3, 708C. 33. Γρηγ. Θεολόγου, Λόγος 31 (θεολογικός 5), 3, J. BarbeI, σ. 222· PG 36, 136ΑΒ. 34. Θεοδωρήτου, Ανατροπή β' Αναθεματισμού Κυρίλλου, PG 76. 400. 35. Πρόκειται περί της ακολουθούσης ομολογίας |
Δημιουργία αρχείου: 17-11-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 18-11-2022.