Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά

Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος: Η πρώτη συνάντησή μου με τον Γέροντα Σωφρόνιο * Όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: Ο Θεολόγος της Υποστατικής Αρχής στην χορεία των Αγίων της Εκκλησίας * Ο άγιος Σωφρόνιος ο Αγιορείτης όπως τον γνώρισα

Ο άγιος Σωφρόνιος ως ιερομόναχος

και πνευματικός πατέρας

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 312 - Ιούλιος 2022.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

 

Η εορτή τού αγίου Σωφρονίου τού Αθωνίτου (11 Ιουλίου) με οδήγησε στο να παρουσιάσω με συντομία το τελευταίο βιβλίο του που εξεδόθη το 2021 από την Ιερά Μονή τού Essex με τίτλο "Πνευματικά Κεφάλαια".

 

Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει επιστολές τού αγίου Σωφρονίου τού Αθωνίτου που απεστάλησαν σε διαφόρους παραλήπτες, κατά την δεκαετία 1950-1960. Προφανώς υπάρχουν και άλλες επιστολές τού αγίου Σωφρονίου που θα εκδοθούν αργότερα.

Η περίοδος που εγράφησαν οι επιστολές αυτές ήταν σημαντική, γιατί μόλις είχε αναχωρήσει από το Άγιον Όρος, και επανήλθε στο Παρίσι προκειμένου να δημοσιεύση τις «γραφές τού αγίου Σιλουανού», αλλά για λόγους υγείας δεν μπόρεσε να επανέλθη στο Άγιον Όρος, και στην συνέχεια το 1959 εγκαταστάθηκε στο Έσσεξ τής Αγγλίας.

Είναι φανερό ότι ο άγιος Σωφρόνιος είναι φορτωμένος με μεγάλη εμπειρική γνώση, αφού ο ίδιος πήγε στο Άγιον Όρος το 1925 με μεγάλη έμπνευση μετανοίας για να ζήση κατά Θεό, εκεί μυήθηκε στην κοινοβιακή ζωή, όπως αυτή κυριαρχούσε στην Ιερά Μονή τού Αγίου Παντελεήμονος, γνώρισε τον άγιο Σιλουανό, ο οποίος τού φανέρωσε τις αποκαλύψεις τού Αγίου Πνεύματος, ασκήθηκε στην έρημο τού Αγίου Όρους, στην ησυχία και την προσευχή υπέρ όλου τού κόσμου, καθοδήγησε μοναχούς στην εσωτερική πνευματική ζωή, ως πνευματικός πατέρας τους, και μετά από αυτά βρέθηκε στο Παρίσι και το Έσσεξ τής Αγγλίας.

Ζώντας μέσα σε αυτήν την πνευματική ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζεται από πύρινη έμπνευση για την θεία ζωή γράφει τις επιστολές αυτές σε εκείνους που τού ζητούσαν καθοδηγητικό λόγο για σοβαρά θέματα τής ζωής τους. Νομίζω ότι το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να τιτλοφορηθή ως «η θεολογική διακονία τού πνευματικού, κατά τον άγιο Σωφρόνιο». Πράγματι, εάν σε όλα τα άλλα βιβλία του καταγράφεται η πείρα του σε θέματα νοεράς προσευχής και θεοπτίας, στο βιβλίο αυτό φαίνεται καθαρά πώς ένας θεόπτης ασκητής, ένας εμπειρικός θεολόγος καθοδηγεί αυτούς που τον ερωτούν για σοβαρά θέματα που τους απασχολούσαν.

∆ιαβάζοντας κανείς αυτές τις επιστολές βλέπει έναν Γέροντα να βρίσκεται στο ύψος τής θεοπτίας, να έχη ως κέντρο την καρδιά, μέσα στην οποία ενεργεί ο νους και από εκεί να δίνη τις συμβουλές του και να καθοδηγή αυτούς που τον ερωτούν χωρίς να αυτοσχεδιάζη και χωρίς να εκφέρη λογικούς και συναισθηματικούς λόγους.

Οι άνθρωποι που τον ερωτούν ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες, δηλαδή είναι Ιερείς, θεολόγοι, μοναχοί, άγαμοι, έγγαμοι, νέοι, ηλικιωμένοι, γονείς, ασθενείς, ορθόδοξοι, ετερόδοξοι κλπ. και σε όλους αυτούς απαντά με αυθεντικότητα, βεβαιότητα, αγάπη, θαυμαστή διάκριση και εκπληκτική ευγένεια.

Εκείνο το οποίο φαίνεται σε όλες τις επιστολές που δημοσιεύονται στο βιβλίο αυτό είναι η υψηλή πνευματική εμπειρία τού αγίου Σωφρονίου, η γνώση τής πραγματικότητος τού κόσμου που μάς περιβάλλει, και όλα αυτά προσφέρονται με πνευματική ευαισθησία και ευγένεια ψυχής, με τρυφερή αγάπη και λεπτότητα ελευθερίας.

Γράφει με αφοπλιστική ευγένεια: «∆εν τολμώ να αγγίξω την πληγή σας. Εύχομαι μόνο με όλη μου την καρδιά να δεχθείτε Άνωθεν από τον Θεό, τη δύναμη τής προσευχής». Ο ίδιος γράφει ότι «στον αιώνα μας η θέση τών ιερέων κατάντησε αφόρητη∙ το να είναι κανείς ιερέας σημαίνει να δέχεται μαρτύριο. Και σήμερα λίγοι είναι έτοιμοι να υπομείνουν αυτό το έργο». «Από τον καιρό που μού ανέθεσαν να είμαι πνευματικός, όλα ανατράπηκαν, ήλθαν τα επάνω κάτω. Η εντρύφησή μου στον έσω άνθρωπο αντικαταστάθηκε με την επικέντρωσή μου στην καρδιά τών άλλων ανθρώπων, στην πάλη εναντίον τών παθών μέσα στις καρδιές ''άλλων''. Τελικά, μού έγινε φυσική κατάσταση να μεριμνώ προπαντός για τις ανάγκες τών άλλων, τού καθενός από τους άλλους, και να λησμονώ τον εαυτό μου».

Ασκούσε την διακονία τής πνευματικής πατρότητας με βαθειά αίσθηση ευθύνης απέναντι στον κάθε άνθρωπο που ζητούσε βοήθεια, και αυτό το κάνει με μια απίστευτη ευγένεια. Σε μια επιστολή του γράφει «ότι για τον ιερέα, για τον πνευματικό, η κάθε συνάντηση είναι γεγονός, η κάθε μια είναι ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί είναι φοβερά μεγάλη η ευθύνη του ενώπιον τού Θεού και ενώπιον κάθε προσώπου που απευθύνεται σε αυτόν. Και αυτό, γιατί αν ο άνθρωπος υπακούσει σε έναν άστοχο λόγο τού πνευματικού, μπορεί να βγει από την ορθή οδό και σε αυτή την περίπτωση η απώλεια δεν διορθώνεται με τίποτε. Δεν υπάρχει πάνω στη γη πιο πολύπλοκη, πιο δύσκολη, πιο υπεύθυνη υπηρεσία από εκείνη τής διακονίας τού πνευματικού».

Ο άγιος Σωφρόνιος ήταν ιερομόναχος Αγιορείτης, και ύστερα από μεγάλη άσκηση βρέθηκε στην Δυτική Ευρώπη, πρώτα στην Γαλλία και έπειτα στην Αγγλία, απαντώντας με την ζωή του και την διδασκαλία του στις προκλήσεις τής εποχής του. Κυρίως, παρέμεινε μέχρι το τέλος ένας Αγιορείτης ιερομόναχος.

Αυτό φαίνεται καθαρά, μεταξύ τών άλλων, στις επιστολές του που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό, που εκφράζουν μια υψηλή πνευματική ζωή. Σε μια επιστολή του γράφει για τον μοναχισμό που ζούσε:

«Είναι πολύ πιθανόν ότι εσείς, αφού περάσατε πολλά χρόνια στην Πάτμο και εν γένει στην Ελλάδα, δεν γνωρίζετε καθόλου πόσες κατακρίσεις υπέμεινα από τότε που αναχώρησα από τον Άθωνα. Η πλειονότητα τών κριτών μου ποτέ δεν με είδαν, και ακόμη περισσότερο, ποτέ δεν μίλησαν μαζί μου∙ ούτε καν πήγαν ποτέ σε εκκλησία να προσευχηθούν. Από την αρχή ακόμη τών προσπαθειών μου να οικοδομήσω κάτι σαν μοναστήρι, δεν είχα καμία βοήθεια από κανέναν...

Για μένα ως μοναχό, στο επίπεδο τής σωτηρίας, είναι "ωφελιμότερο" να με συκοφαντούν, γιατί συχνά στην οδό αυτή διαφυλάττεται το πυρ τής προσευχής τού ανθρώπου, που τον βυθίζει στα βαθειά νερά τής ταπείνωσης».

Συγχρόνως, ήταν ιερεύς και λειτουργός τών θείων μυστηρίων. Η θεία Λειτουργία ήταν η ζωή του, την βίωνε ως τον Μυστικό Δείπνο τού Χριστού, την υπερφυά προσευχή Του στην Γεθσημανή. Στην θεία Λειτουργία ζούσε όλη την τραγωδία τού κόσμου. Γράφει:

«Τελούμε τη Θεία Λειτουργία με φλογερή έφεση να ζήσουμε όλη την τραγωδία τού κόσμου, δεόμαστε στον Θεό για ζώντες και νεκρούς, συμπάσχουμε με τους ασθενείς, τους φτωχούς, τους καταφρονημένους, τους θλιβομένους, τους απεγνωσμένους, και όλα αυτά τα αναφέρουμε στον Θεό από το βάθος τής καρδιάς μας με προσευχές και με την τέλεση τής Θείας Λειτουργίας. Έτσι έζησαν οι ασκητές Πατέρες μας στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη και στο Άγιον Όρος τού Άθωνα. Έτσι έζησαν ο άγιος Σεραφείμ τού Σάρωφ, ο άγιος Σέργιος τού Ραντονέζ και οι άλλοι Άγιοι».

Σε άλλη επιστολή γράφει:

«Για τον ιερέα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίσει, ακριβέστερα, να αποκτήσει τη συμπάσχουσα αγάπη τού Χριστού. Και αυτό γιατί χωρίς τέτοια αγάπη η τέλεση τής Θείας Λειτουργίας μπορεί να αποβεί περισσότερο εξωτερική, "τυπική", παρά γνήσια, ζώσα συμμετοχή στο έργο τού Χριστού. Για τη βαθύτερη προσέγγιση τού μυστηρίου τής Θείας Ευχαριστίας κατά την τέλεσή της μπορεί να είναι ωφέλιμη εν μέρει η ανύψωση τού νου στην έφεσή του να περιλάβει όλο τον κόσμο∙ ωστόσο, μόνο ως έναν βαθμό κατορθώνει αυτό που αναζητεί».

Για να επιτευχθή αυτό χρειάζεται ο ιερεύς να αναπτύξη την εσωτερική ζωή τής προσευχής. Γράφει:

«Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι κάθε ιερέας θα έπρεπε να έχει εμπειρία τής νοεράς (ησυχαστικής) προσευχής, πράγμα που θα διευκόλυνε την είσοδό του στη θεία πράξη τής Λειτουργίας μας. Από την αρχή ακόμη τής Προσκομιδής, η Λειτουργία μάς ελκύει στη σφαιρική θεωρία όλης τής "Ιστορίας" τής ανθρωπότητας: από τη Δημιουργία τού κόσμου ως τη Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού και την πλήρη "Τελείωση" τών πάντων».

Επί πλέον ο άγιος Σωφρόνιος ήταν πνευματικός πατέρας και ησχολείτο με την πνευματική διακονία τών ανθρώπων. Γράφει σε μια επιστολή του:

«Από τον καιρό που μού ανέθεσαν να είμαι πνευματικός, όλα ανατράπηκαν, ήλθαν τα πάνω κάτω. Η εντρύφησή μου στον έσω άνθρωπο αντικαταστάθηκε από την επικέντρωσή μου στην καρδιά τών άλλων ανθρώπων, στην πάλη εναντίον τών παθών μέσα στις καρδιές "άλλων". Τελικά, μού έγινε φυσική κατάσταση να μεριμνώ προπαντός για τις ανάγκες τών άλλων, τού καθενός από τους άλλους, και να λησμονώ τον εαυτό μου. Εκείνος, ο Μόνος που γνωρίζει όλες τις καρδιές, γνωρίζει πόσο συχνά ήταν οδυνηρό για μένα να στερούμαι μια "ανάσα" για ανάγνωση, για απομόνωση, για αυτοσυγκέντρωση. Πολλές φορές μού ερχόταν η σκέψη ότι τα αποτελέσματα όλων τών κόπων μου και τών στερήσεών μου ήταν μηδαμινά σε σημείο απόγνωσης∙ ότι αν οι κόποι και τών άλλων ήταν τόσο λίγο καρποφόροι, τότε,  πράγματι, θα πρέπει να είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθούν εργάτες για τέτοιον αγρό. Η ιδέα ότι κάθε άνθρωπος είναι "λόγος Θεού", "βιβλίο τού Θεού", και πως ό,τι γράψεις σε αυτό το αιώνιο βιβλίο, έστω και μια γραμμή, είναι μεγάλη τιμή, που μάς κάνει συνεργούς στη μεγάλη πράξη τής δημιουργίας τού κόσμου και, ακόμη περισσότερο, συνεργούς στη δημιουργία θεών κατ’ εικόνα τού αιώνιου Θεού, δεν μού επέτρεπε, θα έλεγα,  να αποκλίνω από τη διακονία μου στους ανθρώπους».

Φυσικά, γνώριζε πόσο δύσκολο είναι στην εποχή μας να ασκή κανείς την πνευματική διακονία στους ανθρώπους, γι’ αυτό γράφει σε μια επιστολή του:

«Στον αιώνα μας η θέση τών ιερέων έγινε αφόρητη∙ το να είναι κανείς ιερέας σημαίνει να δέχεται μαρτύριο. Και σήμερα λίγοι είναι έτοιμοι να υπομείνουν αυτό το έργο. Ως εκ τούτου, όποιος και να είναι ο ιερέας που σάς έλαχε, εκτιμήστε τον. Και αν είστε μαζί του ταπεινοί και συμπαθείς, ακόμη και αν υπάρχει σε αυτόν κάποια ανεπάρκεια γνώσης ή εμπειρίας για το πώς να πολιτευθεί μέσα στην εκκλησία τού Θεού, τότε και αυτός θα διορθωθεί. Αν είναι νέος ιερέας, τότε είναι πλήρως κατανοητό το ότι δεν αφομοίωσε ακόμη όλη την τάξη τών πραγμάτων.

Μού φαίνεται ότι στις Ορθόδοξες χώρες οι ιερείς είναι καλύτεροι, ακριβώς εξαιτίας τής μεγάλης αγάπης τού λαού. Από όσο όμως γνωρίζω τους μετανάστες στην Ευρώπη, ο ιερέας ποτέ δεν μπορεί να τους ευχαριστήσει όλους. Οπωσδήποτε θα βρεθούν ορισμένοι οι οποίοι δεν θα τον συμπαθούν, συχνά χωρίς αιτία εκ μέρους του, και έτσι αρχίζει μια αδιέξοδη διένεξη. Από το τίποτε επινοούν κάθε είδους κατηγορία για τους άλλους, και δεν είναι δυνατόν να συμφιλιωθούν, εφόσον στην πραγματικότητα τίποτε δεν υπάρχει».

Ο άγιος Σωφρόνιος καταλάβαινε καλά ότι το να συκοφαντείται, τον ωφελούσε ως μοναχό, αλλά αυτό δυσκόλευε το έργο του ως πνευματικού πατρός. Γράφει σε μια επιστολή του:

«Όταν ήμουν απλός μοναχός εκτιμούσα υπερβολικά κάθε απόρριψή μου από πλευράς οποιουδήποτε, διότι αυτό με ταπείνωνε και μού έδινε πλούσια τροφή στην προσευχή∙ για την ακρίβεια, ενίσχυε την προσευχή, διότι με αποσπούσε από κάθε ελπίδα εδώ, πάνω στη γη, καθάριζε τον νου μου από κάθε σκέψη για τα πρόσκαιρα, ενίσχυε τη μνήμη τού θανάτου. Με ελευθέρωνε επίσης από "ανθρώπινες" διαταγές-εντολές, οι οποίες επιβάλλονται πολλές φορές στη ζωή τών καλών ανθρώπων, εξαιτίας τής εμπιστοσύνης τους προς τους ιθύνοντες. Με έναν λόγο αυτή είναι η πιο ωφέλιμη κατάσταση για τον μοναχό. Τώρα όμως θλίβομαι βαθιά, όταν διαπιστώνω, έστω και σε μικρό βαθμό, δυσπιστία προς το πρόσωπό μου, γιατί σε αυτή τη δυσπιστία περικλείεται ο κίνδυνος να οδηγηθεί η "διακονία" μου στο μηδέν ή τουλάχιστον να εξασθενήσουν οι καρποί της».

Από τα λίγα αυτά φαίνεται ότι ο άγιος Σωφρόνιος είχε μεγάλη αίσθηση τής πνευματικής πατρότητος. Αυτό οφειλόταν στην μεγάλη αίσθηση τής σωτηρίας εν Χριστώ, όπως τού αποκαλύφθηκε, κατά τον καιρό που ως μοναχός και ερημίτης ασκητής βίωσε το μεγαλείο τής σωτηρίας τού ανθρώπου, δηλαδή τι είναι ο Θεός, τι είναι ο άνθρωπος και ότι σκοπός τού ανθρώπου είναι να ενωθή με τον Θεό και να γίνη κατά Χάριν Θεός, μάλιστα στις συνθήκες τής κοινωνίας τής εποχής μας.

Δύο παραδείγματα θα καταγραφούν για να φανή ότι, ο σκοπός τής ποιμαντικής διακονίας που εξασκούσε ο άγιος Σωφρόνιος ήταν να οδηγήση τον άνθρωπο στην θεία ζωή, στον αποκαλυπτικό λόγο, αλλά και ότι γνώριζε πολύ καλά την πραγματικότητα τού κόσμου στον οποίον ζούσε.

Κατά τον άγιο Σωφρόνιο «ο Χριστός ήλθε να μάς αποκαλύψη τον αληθινό Θεό, και η αληθινή γνώση τού Θεού αποτελεί το κέντρο τών πάντων. Να χάσουμε την αποκάλυψη που μάς δόθηκε για χάρη οποιωνδήποτε άλλων αξιών, θα είναι έγκλημα εναντίον τού Θεού και εναντίον τής ανθρωπότητας, γιατί έπειτα δεν θα υπάρχουν πια οδοί προς αποκατάσταση τής γνώσης που χάθηκε και συνεπώς και για τη σωτηρία τού ανθρώπου».

Πέρα από την γνώση και την διαφύλαξη τής αποκαλύψεως τού Χριστού, ο άγιος Σωφρόνιος συνιστούσε στους μοναχούς του να μάθουν και τις συνθήκες τού κόσμου στον οποίο βρίσκονται. Γράφει: «Προσπάθησα να τους εξηγήσω την αναγκαιότητα για το "μέλλον" τους να επωφεληθούν από την ύπαρξη τού Ινστιτούτου τού Αγίου Σεργίου ως τον πλησιέστερο γεωγραφικά σε μάς "χώρο", όπου αυτοί θα έχουν την δυνατότητα να μυηθούν στη θεολογική προβληματική τής εποχής μας, ώστε αργότερα να μην ταλαιπωρούνται στις συναντήσεις τους με οποιονδήποτε άνθρωπο, όπως συχνά κλονίζονται οι μοναχοί τού Αγίου Όρους εξαιτίας τής "μονόπλευρης" πνευματικής αγωγής τους».

Γενικά στο βιβλίο αυτό φαίνεται με καθαρό τρόπο ότι ο άγιος Σωφρόνιος ήταν εμπειρικός θεολόγος και σκεφτόταν: «Το να κάνω όμως καριέρα μέσα στην Εκκλησία, για μένα ισοδυναμεί με την έσχατη παραφροσύνη, γιατί στην Εκκλησία η αληθινή καριέρα συνίσταται στο να είναι ο άνθρωπος ευάρεστος στον Θεό». Ήταν Ιερεύς που είχε νοερά προσευχή και με αυτήν την προοπτική λειτουργούσε.

Καταλάβαινε πολύ δυνατά τι σημαίνει ο Ιερεύς να έχη πνευματικά παιδιά, γι’ αυτό συμβούλευε τους γονείς τι σημαίνει αγωγή τών παιδιών όταν έγραφε: «Και εγώ πολλές φορές πέρασα από πειρασμό που μοιάζει με τον δικό σας, εφόσον και σε μένα έπεσε ο κλήρος να γεννήσω κατά πνεύμα τέκνα με οδύνες και θλίψεις. Τα ίδια τα παιδιά όμως δεν κατανοούν αυτά τα παθήματα τών μητέρων και τών πατέρων τους». Και προ παντός κατά την ποιμαντική του διακονία είναι πολύ ευγενής, ακόμη και στις αντιδράσεις τών Χριστιανών, και όταν καταλάβαινε τέτοιες «ψυχρές απορρίψεις» εκ μέρους τους, αποσυρόταν, όπως γράφει: «Ποτέ δεν είχα την διάθεση να τους επισκέπτομαι, να τους επιβαρύνω, τρόπον τινά, με την παρουσία μου».

Ο άγιος Σωφρόνιος, όπως φαίνεται στις επιστολές του αυτές, ασκούσε μια ποιμαντική διακονία υψηλών προδιαγραφών, που εκινείτο στα προφητικά, αποστολικά και πατερικά πρότυπα, μέσα σε εκπληκτική ευγένεια. Γράφει: «Να έχουμε υπ’ όψιν ότι η δύναμη τής ορμής προς τον Θεό μέσα μας πρέπει να αυξάνει διαρκώς έως το τέλος τής ζωής μας έτσι, ώστε τελικά να μάς βγάλει από την σφαίρα τής έλξεως τής γης». Σε αυτό πρέπει να βοηθήση ο πνευματικός πατέρας τους Χριστιανούς.

Να έχουμε τις πρεσβείες του στον Θεό.

Δημιουργία αρχείου: 18-8-2022.

Τελευταία μορφοποίηση: 18-8-2022.

ΕΠΑΝΩ