Προσδοκώ Ανάστασιν Νεκρών || Ο Χριστός ως ζωοποιόν πνεύμα και Δεύτερος Αδάμ || "Καταδικασμένοι" να είναι αθάνατοι
Η πίστη στην ανάσταση Αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, όλα είναι μάταια Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993. |
Να είναι τις χριστιανός σημαίνει να πιστεύη εις την ανάστασιν των νεκρών· να ελπίζη εις την υπό του ουρανίου Πατρός υιοθεσίαν ημών· να αποδέχηται την θείαν μορφήν της υπάρξεως· να γίνηται δια της δωρεάς της Πατρικής αγάπης ό,τι Αυτός ο Ίδιος είναι κατά την ουσίαν Αυτού, τουτέστι θεός. Τοιαύται είναι αι επαγγελίαι του Θεού και Πατρός εις ημάς τους πιστεύοντας εις Χριστόν Ιησούν ως τον Μονογενή και ομοούσιον Υιόν του Πατρός. Είναι μεγάλη αμαρτία να μειώσωμεν την δοθείσαν εις ημάς εν Πνεύματι Αγίω αποκάλυψιν περί του Ανθρώπου περί του τρόπου δια του οποίου συνελήφθη ο Άνθρωπος εν τω νοΐ του Θεού, πριν ή δημιουργηθή ο ορατός ούτος κόσμος. Η τιμωρία δια την αμαρτίαν ταύτην – της απιστίας εις την ανάστασιν – είναι ιδιαιτέρου χαρακτήρος. Αποτελεί την ιδίαν ημών αυτοκαταδίκην: Απορρίπτομεν το δώρον του Δημιουργού ημών. Δια τι όμως απορρίπτομεν τούτο; Κυρίως και προ πάντων, διότι η Πατρική Δωρεά αποκτάται μετά μεγάλου κόπου και πολλών παθημάτων. Το θέμα τούτο είναι άκρως βαθύ. Ποίος είναι εις θέσιν να παρουσιάση το έργον τούτο εναργώς εις τους ανθρώπους, τους ισταμένους επί διαφόρων επιπέδων συνειδήσεως και νοημοσύνης; Τις δύναται να περιγράψη πρεπόντως τον εντελώς ιδιαίτερον ενθουσιασμόν του πνεύματος ημών, όταν εν τω Φωτί της Θεότητος αποκαλύπτωνται εις ημάς αι πάνσοφοι οδοί του Ζώντος Θεού; Πώς όμως δυνάμεθα να πιστεύσωμεν εις το δυνατόν της αναστάσεως ημών δια την αιωνιότητα μετά τον κατά το σώμα θάνατον ημών; Όλα τα βιώματα ημών φαίνονται εις ημάς συνδεδεμένα ακριβώς μετά του σώματος τούτου και των αισθήσεων αυτού. Αισθανόμεθα εισέτι και την σκέψιν ημών ως κίνησιν ενεργείας τινός εν τω φυσικώ εγκεφάλω και τη καρδία ημών … Δεν εδόθη εις πάντας η εμπειρία των καταστάσεων προσευχής, κατά τας οποίας το πνεύμα ημών ελευθερούται από των υλικών δεσμών και των συνθηκών του χρόνου και του χώρου. Τουναντίον εις ελαχίστους. Αλλ’ ιδού πιστεύομεν εις την επιστήμην μετ’ αφελούς πίστεως παρά την πασιφανή αυτής σχετικότητα. Πάντες δε ημείς χάριν αφομοιώσεως των τελευταίων αυτής επιτεύξεων από παιδικής ηλικίας παραδιδόμεθα εις επωδύνους προσπαθείας επί δεκαετίας. Εις τας υψίστας αυτού μορφάς ο πνευματικός αγών πορεύεται απείρως πέραν πάσης ανθρωπίνης επιστήμης, αλλά εις τα αρχικά στάδια είναι απλούς και χαροποιός εισέτι. Προσπαθώ να εξηγήσω την αληθινήν αιτίαν της αρνήσεως των ανθρώπων να ακολουθήσουν τον Χριστόν-Αλήθειαν. «Ει Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσι τινες εν υμίν ότι ανάστασις νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε η πίστις υμών … Και ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν … Τι και ημείς κινδυνεύομεν πάσαν ώραν; Καθ’ ημέραν (εγώ ο Παύλος) αποθνήσκω …» (Α’ Κορ. 15,12-14· 15,19 και 30-31). «Και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης οι υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες: Διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ό εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. Ο δε είπεν αυτοίς: Τι θέλετε ποιήσαι Με υμίν; Οι δε είπον Αυτώ: Δος ημίν ίνα είς εκ δεξιών Σου και είς εξ ευωνύμων Σου καθίσωμεν εν τη δόξη Σου. Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς: Ουκ οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το Ποτήριον ό Εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό Εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; Οι δε είπον Αυτώ; Δυνάμεθα. Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς: Το μεν ποτήριον ό Εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ό Εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε» (Μάρκ. 10,35-39). «Και Αυτός (ο Ιησούς) απεσπάσθη απ’ αυτών (των μαθητών) ωσεί λίθου βολήν, και θεις τα γόνατα προσηύχετο λέγων: Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το Ποτήριον απ’ Εμού! … Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο. Εγένετο δε ο ιδρώς Αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην» (Λουκ. 22,42-44). Τι είναι το Ποτήριον τούτο του Χριστού κατά την ουσίαν αυτού; Το βάθος του μυστηρίου τούτου είναι αποκεκρυμμένον αφ’ ημών. Εν τη προσπαθεία ημών όπως ακολουθήσωμεν τον Χριστόν δια της οδού της τηρήσεως των εντολών Αυτού, αναποφεύκτως και απαύστως πίνομεν ποτήριόν τι, αλλά δεν κατανοούμεν πλήρως το Ποτήριον εκείνο εις το οποίον ανεφέρετο και το οποίον έζη ο Χριστός «εν τη ώρα εκείνη». Εν τούτοις ανάλογον τι απαραιτήτως τελείται και μεθ’ ημών καθώς Αυτός Ούτος είπε: «Το Ποτήριον ό Εγώ πίνω πίεσθε» (Μάρκ. 10,39). Το Ποτήριον του Χριστού είναι μυστηριώδες, αλλά και το ημέτερον ποτήριον είναι κεκρυμμένον από των αλλοτρίων οφθαλμών. «Ει εν τη ζωή ταύτη ηλπικότες εσμέν εν Χριστώ μόνον, ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων εσμέν», είπεν ο Παύλος (Α’ Κορ. 15,19). Όντως, τούτο ακριβώς ούτως έχει. Αλλά δια τι μένει ανερμήνευτος η ευλογημένη αύτη «δυστυχία» εις τους μη ακολουθήσαντας τον Χριστόν; Διότι πάσαι εν γένει αι αντιδράσεις του Πνεύματος του Χριστού, προς πάντα τα πέριξ ημών τελούμενα, διαφέρουν βαθέως – συχνάκις δε είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι – προς το πνεύμα των τέκνων του κόσμου τούτου. Ιδού έν παράδειγμα: Ενώ ο Ιούδας εξήρχετο του Υπερώου της Σιών, ίνα παραδώση τον Κύριον εις σταύρωσιν, την ώραν εκείνην ήνοιξε το στόμα ο Ιησούς και είπε: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν Αυτώ» (Ιωάν. 13,31). Ούτω, λοιπόν, παρατηρούμεν εν τω Ευαγγελίω ότι ο Κύριος εις έκαστον βήμα Αυτού έζη εις άλλο επίπεδον του Είναι· εκεί όπου τα πάντα ορώνται δια μέσου άλλου πρίσματος. Και όστις θέλει να γνωρίζη περί του μυστηρίου τούτου, έστω και εκ μέρους, ούτος οφείλει να άρη επί των ώμων τον σταυρόν αυτού και να παραδοθή τελείως εις το θέλημα του Ουρανίου Πατρός. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Και δεν υπάρχει εισέτι τέλος εις την σύγκρουσιν μεταξύ του Χριστού και του κόσμου τούτου. |
Δημιουργία αρχείου: 18-2-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 18-2-2016.