Η οδός τής Σωτηρίας * Πορεία απελευθέρωσης * Έννοια και είδη της αμαρτίας στην Ορθόδοξη πίστη
Αμαρτία και ενοχή Άλλο Θέωση και άλλο θεοποίηση του Νίκου Ματσούκα Μεταφορά στη Δημοτική: Θ. Ρ.
Πηγή: Από τη μελέτη του Νίκου Ματσούκα, καθηγητή πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Το πρόβλημα του Κακού, Θεσσαλονίκη 1976, κεφ. Δ΄. |
Η αμαρτία, κατά την Αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες, δεν είναι παράβαση κάποιου σκληρού θεϊκού νόμου, που τιμωρείται επειδή προκαλεί την "οργή του Θεού". Είναι κρίση στην ίδια τη ζωή του ανθρώπου, που παρεμποδίζει την πορεία του προς την τελειότητα και τον οδηγεί στην ποικιλόμορφη στέρηση της ελευθερίας του. Από την κρίση αυτή ο Θεός κάνει κάθε προσπάθεια να τον θεραπεύσει, χωρίς να καταργήσει τη δυνατότητά του να επιλέγει το καλό ή το κακό.
Ισοθεΐα, εξομοίωση προς το Θεό και καθ’ ομοίωσιν Θεού Η έννοια της αμαρτίας είναι κατά βάσιν θρησκευτική. Κυρίως δε η χριστιανική άποψη περί ανθρώπου έχει παραμερίσει τις ποικίλες περί αμαρτίας αντιλήψεις άλλων θρησκειών και ορισμένων φιλοσοφικών συστημάτων και έχει επιβληθεί εξ ολοκλήρου στην πνευματική ζωή των Χριστιανών. Εν τούτοις, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η έννοια της αμαρτίας και εντός του Χριστιανικού κλίματος έχει φορτιστεί με πολλές επιδράσεις, ξένες προς το πνεύμα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Έτσι, πολλές φορές, ακόμη και σε θεολογικές τάσεις, συναντούμε την ηθική και τη νομική έννοια περί αμαρτίας. Η αμαρτία, κατά τις αντιλήψεις αυτές, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η παράβαση μιας εντολής ή ενός νόμου. Η μόνη θρησκευτική απόχρωση είναι η παραδοχή της εντολής ή του νόμου ως θείων διατάξεων. Γι’ αυτό και η παράβαση εμπνέει φόβο και ενοχή, που περιβάλλονται με μια αβυσσαλέα, σκοτεινή και μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις, οι συγκεκριμένες αντιλήψεις δεν διασαφηνίζουν επαρκώς ή αδυνατούν να προσδιορίσουν τη σχέση των εντολών προς την ανθρώπινη φύση. Οι εντολές αυτές δηλαδή θεωρούνται απλώς ως θείο θέλημα, χωρίς να γίνεται διευκρίνιση ποια ουσιαστική σχέση υφίσταται μεταξύ αυτού [του θείου θελήματος] και του ανθρώπινου προορισμού. Εξ άλλου, η παράβαση των θείων εντολών εκλαμβάνεται κατά κανόνα ως θέλημα του Σατανά, με την επίδραση και την κυριαρχία του οποίου ο άνθρωπος παρασύρεται σε αμαρτωλές πράξεις. Η παρανομία, ως προσβολή του θείου θελήματος, θεωρείται έργο σατανικό και η κάθε παράνομη πράξη αποτελεί συνεργασία με το Σατανά. Μολονότι μία τέτοια θεώρηση εκ πρώτης όψεως φαίνεται σύμφωνη με το βιβλικό και το πατερικό πνεύμα, σε πολλές περιπτώσεις διαβλέπει κανείς παρερμηνεία του περιεχομένου της αμαρτίας. Επειδή η συνεργασία αυτή με τις σατανικές δυνάμεις εκλαμβάνεται ως μία πράξη που έχει καθαρά ηθικό και νομικό χαρακτήρα. Το θείο θέλημα παραλληλίζεται προς ύψιστη επιταγή μιας τάξεως ενός υπέρτατου Δικαίου. Ο Θεός παριστάνεται ως ο χωροφύλακας ή ο εισαγγελείς της δικαιοσύνης αυτής. Τα συσσωρευόμενα στην ανθρωπότητα δεινά, από το θάνατο έως τον παραμικρό πόνο, είναι αποτελέσματα της αμαρτωλότητας και, συνεπώς, δίκαιες τιμωρίες, που επιβάλλονται σ’ εκείνους που ζουν αμαρτωλή και παράνομη ζωή. Οι δίκαιοι απέναντι στις θείες εντολές αμείβονται και μάλιστα η αμοιβή τους παρέχεται κυρίως στον παράδεισο, η δε τιμωρία των αδίκων επιβάλλεται οριστικά στην κόλαση. Μπορεί βέβαια να τονίζονται, και μάλιστα κατά κόρον, η αγάπη και η πατρική φιλανθρωπία τού Θεού, αυτό όμως καθόλου δε σημαίνει ότι ερμηνεύεται σωστά η σχέση Θεού και ανθρώπου. Ο άνθρωπος, όταν χάσει την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα της ύπαρξής του, πολύ εύκολα γεμίζει τη ζωή του με τη φλυαρία των ωραίων λόγων. Η σχέση Θεού και ανθρώπου γίνεται μάλλον σχέση φόβου, υπολογισμού και ωφελιμισμού. Η δε δύναμη της υποκρισίας έρχεται πάντοτε αρωγός και επικαλύπτει τα ελατήρια των πράξεων με επίχρισμα μιας ανώτερης και θεάρεστης ζωής, όπως ο παραχαράκτης αποκρύπτει με αγωνία και επιμέλεια τα ευπαθή σημεία των παραχαράξεων του. Τα είδωλα του ηθικισμού και του νομικισμού ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν αφόρητα τη χριστιανοσύνη ολόκληρη. Η έξοδος από τον ασφυκτικό κλοιό της συμβατικής αυτής ζωής συντελείται μόνο με την κατανόηση της θρησκευτικής σημασίας που έχει η αμαρτία. Διότι η κατανόηση αυτή συντελεί και στην ορθή τοποθέτηση του ανθρώπου έναντι του μυστηρίου της απολύτρωσης και έναντι των επιταγών της ηθικής και της κοινωνικής ζωής. Έτσι ο άνθρωπος με την ηθική και νομική ερμηνεία της αμαρτίας δημιουργεί πλήθος εκλεπτυσμένων ειδώλων, ενώ η Αγία Γραφή και η πατερική θεολογία ποτέ δεν παύουν να μαρτυρούν την αλήθεια γύρω από την πραγματική φύση του ανθρώπου. Η δε ορθή θεώρηση της αμαρτίας τοποθετεί κυρίως και κατ' εξοχήν σωστά την προβληματολογία της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Η αμαρτία λοιπόν είναι δύναμη και κατάσταση της αλλοτριωμένης ζωής του ανθρώπου. Η σχέση εν προκειμένω θνητού και αθανάτου, κτιστού και Ακτίστου είναι θέση κλειδί για την ορθή ερμηνεία της αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Η κτιστή και άρα θνητή φύση πρέπει να ζωοποιείται από την Άκτιστο δόξα του Θεού. Η ανθρώπινη ελευθερία, που μόνη αυτή καθιστά δυνατή την ύπαρξη προσώπου, μπορεί ή να αυτομηδενιστεί ή να αυτοδημιουργηθεί με την κίνηση προς την πορεία της αυτάρκους θείας ζωής. Ο αυτομηδενισμός λόγω της ελευθερίας πρέπει να νοηθεί ως τάση και κίνηση προς το μηδέν και όχι ως δυνατότητα ολοσχερούς επιστροφής στο μηδέν. Η θνητότητα, η τρεπτότητα και η αμαρτωλότητα αποτελούν τις εκφάνσεις της αλλοτρίωσης. Ο άνθρωπος, αντί να τελειώνεται σε ανυψωνόμενη ζωή, αντιμετωπίζει το μηδενισμό γευόμενος την εμπειρία του θανάτου, ως απομάκρυνσης από το Θεό και στερήσεως της άκτιστης δόξας Του. Η δύναμη και η κατάσταση της αμαρτίας έχουν μία εξέλιξη. Το τρίτο κεφάλαιο της Γένεσης με λιτό, ζωηρό και πολύ δραματικό τρόπο περιγράφει το προπατορικό αμάρτημα, ως απαρχή της αμαρτωλής πορείας του ανθρώπου κάτω από τις μορφές της θνητότητας, του φόβου και της οδύνης μέσα σε ένα αφιλόξενο πλέον περιβάλλον. Στην κορύφωση όμως της δραματικότητας αυτής, αναδύεται και ένας τρυφερός και φιλάνθρωπος τόνος, όπου διαφαίνεται η παρήγορη και σωστική παρουσία του Θεού, παρ’ όλη την τραγική έξοδο του ανθρώπου από τον παράδεισο. Η Αγία Γραφή εκφράζεται, συν τοις άλλοις, με παραβολές και εικόνες. Γι’ αυτό αποτελεί βιβλίο αξεπέραστο, όχι μόνο λόγω της θεοπνευστίας, άλλα και λόγω του τρόπου παρουσίασης της διδασκαλίας και του συντελουμένου για την ανθρωπότητα έργου. Έτσι η Αγία Γραφή παρέχει το θεμέλιο, επί τού οποίου οικοδομείται η θεολογική ερμηνεία της αμαρτίας. Το προπατορικό αμάρτημα, που είναι η ρίζα κάθε αμαρτίας, επέφερε τροπή και αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης. Η θνητότητα κυριάρχησε στην ανθρωπότητα, ματαιώνοντας τη ζωοποίηση του ανθρώπου από τον Θεό για την επίτευξη του καθ’ ομοίωσιν. Η διάρρηξη της σχέσης Θεού και ανθρώπου και ο επακόλουθος θάνατος επήλθαν μετά την εκδήλωση της ανταρσίας του ανθρώπου. Το αμάρτημα, ως προς την προηγηθείσα επιδίωξη του ανθρώπου, ήταν η απόπειρα απόκτησης της ισοθεΐας. Παραστατικότατα ο πειρασμός αναλύεται ως επιθυμία ανύψωσης του ανθρώπου στη σφαίρα της θείας πραγματικότητας μέσω της γνώσεως του καλού και του πονηρού. Πρόκειται για μία ύβρη που κινείται στα πλαίσια της τραγικότητας. Η παρακοή, η ανταρσία, η διάρρηξη της σχέσης Θεού και ανθρώπου, η κυριαρχία του θανάτου, επ’ ουδενί λόγο μπορούν να ερμηνευτούν με ηθικά ή νομικά σχήματα, παρ' όλο που τέτοιες παραστάσεις αναφέρονται ή υπονοούνται στο όλο πλαίσιο, αλλά [αναφέρονται] για να ξεπεραστούν και να ερμηνευτούν κάτω από το πρίσμα της ανταρσίας και της ύβρεως κατά του θρόνου του Θεού. Αληθεύει ότι πολλές φορές οι θεολόγοι αποφεύγουν να μιλήσουν περί τραγωδίας, φοβούμενοι νόθευση του περιεχομένου της Αγίας Γραφής, ενώ την ίδια στιγμή εμπλέκονται κατά τραγική ειρωνεία στην παγίδα του ηθικισμού και του νομικισμού. Έτσι αποφεύγουν το φόβητρο της τραγωδίας και μετατρέπουν το Θεό σε χωροφύλακα ή εισαγγελέα. Η πορεία του ανθρώπου όμως από το κατ' εικόνα προς το καθ’ ομοίωσίν, μεταξύ της αβύσσου του μηδενός και της ανυψώσεως στην κορυφή της θείας τελειώσεως, συντελείται με την πραγμάτωση της ελευθερίας, που έχει τραγικό χαρακτήρα. Το Χριστιανικού πνεύμα έθεσε την τραγωδία σε απέραντες διαστάσεις και την ελευθέρωσε από τα κλειστά περιγράμματα της αρχαιότητας. Ομολογουμένως η θεολογία δεν εκμεταλλεύτηκε ικανοποιητικά την αλήθεια αυτή. Αυτό βέβαια ισχύει για τη σχολαστική θεολογία, η οποία, παγιδευμένη στα ηθικιστικά και νομικά πλαίσια, επέφερε διάβρωση πολλών χριστιανικών συνειδήσεων. Έτσι, ενώ η επιδίωξη του ανθρώπου στην πορεία του προς τελείωση ήταν η απόκτηση ισοθεΐας, το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος, δηλαδή η αποτυχία και η απώλεια της ζωοποιού χάριτος τού Θεού. Ο άνθρωπος, μετά την τραγική σύγκρουση προς τον Δημιουργό του, βρέθηκε δούλος της φύσης, των ηθικών και των κοινωνικών σχέσεων. Παγιδεύτηκε (1) στην περιοχή του θανάτου, σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον και, κατ’ ανάγκη, στην τυραννία των φυσικών, ηθικών και κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες γίνονται οδυνηρές, συμβατικές, απρόσωπες και υποκριτικές. Ταυτόχρονα βρέθηκε αιχμάλωτος τού Εωσφόρου και υπήρξε το τραγικό του θύμα. Η θέλησή του συνέπεσε με τη σατανική θέληση και έτσι δαιμονοποιήθηκε. Είναι έντονη η εκδήλωση της θείας ευσπλαγχνίας, όπως παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή, προς τον άνθρωπο, που θεωρείται θύμα του Διάβολου και αιχμάλωτος της βασιλείας του. Η εωσφορική λοιπόν επιθυμία για ισοθεΐα επέφερε την τραγωδία της πτώσης. Από τότε ο άνθρωπος επιδιώκει κάτι ανάλογο ή το ίδιο με άλλη προοπτική. Ευρισκόμενος μακριά από το ζωοδότη Θεό και στερημένος από τη δημιουργική τελειοποίηση, ο άνθρωπος ζει στην περιοχή της φαντασίας των ειδώλων. Ένα από τα είδωλα είναι και η θεοποίησή του με αυτάρκεια και αυταρέσκεια. Από την ειδωλοποίηση και θεοποίηση του σώματος του, των πράξεων του, των ηδονών και των κάθε είδους στηριγμάτων έως την πιο εκλεπτυσμένη θεοποίηση των πνευματικών του δυνάμεων, διαβλέπει κανείς να κυριαρχεί η ίδια τάση. Ο κλασσικός Ελληνισμός, λόγου χάριν, θεοποίησε το σώμα, ενώ η πλατωνική φιλοσοφία την ψυχή. Εν προκειμένω υπάρχει τάση εξομοίωσης ή εξίσωσης με το Θεό, με την ανακάλυψη και ανάπτυξη καταβολών που υπάρχουν μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο. Άλλωστε η ανταρσία ή η ύβρις των πρωτοπλάστων δεν είναι μία εφ’ άπαξ ενέργεια και μετά τίποτε άλλο παρά η κυριαρχία του θανάτου. Και εντός της περιοχής, όπου κυριαρχεί καταθλιπτικά ο θάνατος, ο άνθρωπος συνεχώς ονειρεύεται την ισοθεΐα. Δεν επιδιώκει ή δεν κατορθώνει να φτάσει τη δημιουργική τελείωση, αλλά επιζητεί την εξομοίωσή του προς το Θεό με την έννοια της ταύτισης ή εξίσωσης θείου και ανθρώπινου στοιχείου. Μετά τη διάρρηξη της σχέσης Θεού και ανθρώπου είναι ανέφικτη η διάκριση και η κατανόηση της σχέσης μεταξύ θνητού και αθανάτου, κτιστού και Ακτίστου, δημιουργήματος από το μηδέν και Δημιουργού. Η ταύτιση του ανθρώπου με το θείο στοιχείο φαίνεται λίγο πολύ αυτονόητη. Πάντως η τάση για εξομοίωση με το Θεό δεν είναι εντελώς αθέμιτη, άλλα μόνο άστοχη. Ο άνθρωπος, παραμένοντας το σκοτεινιασμένο δημιούργημα κατ' εικόνα Θεού, δεν παύει να επιδιώκει τη δημιουργική τελείωση. Συνάμα και ο Θεός δεν παύει να ζωοποιεί την κτίση και τον άνθρωπο. Στη δημιουργία και τη στρατευόμενη Εκκλησία [δηλ. την επίγεια Εκκλησία, που δεν είναι ακόμη «ουράνια»] δεν υπάρχουν κλειστά περιγράμματα, επειδή ο Θεός είναι δημιουργός, κύριος της ζωής και του θανάτου. *** Το καθ’ ομοίωσιν πρέπει να διαχωριστεί από την εξομοίωση ως τάση για εξίσωση με το Θεό, επειδή το πρώτο τοποθετείται σωστά στη σχέση κτιστού ανθρώπου και Ακτίστου ζωοδότη Θεού. Ο άνθρωπος θεώνεται ή θεοποιείται μετέχοντας στην ενέργεια της χάριτος του Θεού. Ως κτιστό ον δεν εξισώνεται προς τον Άκτιστο Θεό, αλλά βρίσκεται πάντοτε στη σχέση δημιουργήματος και ζωοδότη Δημιουργού. Η σχέση αυτή καθορίζει τη δυναμική φορά από το κατ' εικόνα προς το καθ’ ομοίωσιν, από την αρχέγονη κατάσταση της δημιουργίας προς την κατάληξη στη θέα της Άκτιστης δόξας του Θεού. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν ανακαλύπτει μόνο μέσα στα βάθη της ύπαρξής του τις καταβολές για ανάπτυξη και θεοποίηση, αλλά καθορίζεται αποφασιστικά και από την κίνηση της ελευθερίας του από την αρχέγονη κατάσταση προς τη θεία τελείωση. Η πορεία αυτή είναι βέβαια έντονα δραματική και συντελείται αρχικά εντός των ιστορικών πλαισίων. Τα πρώτα και τα έσχατα αποτελούν εν προκειμένω τους δύο καθοριστικούς πόλους της κίνησης του ανθρώπου και της πραγμάτωσης της αμαρτίας από αυτόν. Κάτω από το πρίσμα δηλαδή της πρωτολογίας [της ορθόδοξης διδασκαλίας για την αρχή του κόσμου] και της εσχατολογίας, ο άνθρωπος ποτέ δεν νοείται στατικά, αλλά πάντοτε δυναμικά. Έχει μία αρχή, συμπυκνωμένη και εκρηκτική, και στη συνέχεια ένα τέλος που καθορίζει ολόκληρη την πορεία του. Η αμαρτία είναι η πτώση από την αρχική ζωή και συνάμα από το μελλοντικό τέλος. Και κάθε νίκη κατά της αμαρτίας αποτελεί όχι μόνο συντριβή των συμπτωμάτων μιας μηδενιζόμενης και κάτω από την εξουσία της πτώσεως κυριαρχούμενης ζωής, αλλά και επαναφορά και επανένταξη στην πορεία από τις ρίζες των πρώτων καταβολών προς την ανύψωση των εσχάτων καρπών. Έτσι, η αμαρτωλή ζωή, που έχει ως θανατηφόρα ρίζα το αλλοτριωμένο είναι του ανθρώπου, εκδηλώνεται σε πολυμορφία ηθικών και κοινωνικών παραπτωμάτων. Συνήθως οι άνθρωποι περιγράφουν και γνωρίζουν τα συμπτώματα της δύναμης και της κατάστασης της αμαρτίας και όχι τη ρίζα της. Η πολυμορφία αυτή της αμαρτίας κυριαρχεί και επιβάλλεται ως το κακό στη φύση, την ηθική και την κοινωνική περιοχή. Το κακό αυτό επιστημονικά και πολλές φορές φιλοσοφικά ερευνάται μόνο ως προς την εξωτερική του έκφανση και ως προς τα οδυνηρά συμπτώματα, τα οποία άλλωστε απασχολούν αμεσότατα τη ζωή τού ανθρώπου. Η δουλεία δηλαδή στη φύση, την ηθική και την κοινωνία ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα μιας εξωτερικής δυσαρμονίας στις σχέσεις των ανθρώπων. Μόνο η θρησκευτική έννοια της αμαρτίας εντοπίζει το αίτιο της δουλείας αυτής στην απώλεια του παραδείσου, δηλαδή της ζωής που πορευόταν στη δημιουργική ανύψωση. Έτσι τα τραγικά στοιχεία απαρτίζονται από την επανάσταση με σκοπό την ισοθεΐα, την επίμονη επιζήτηση της εξίσωσης του ανθρώπου προς το θείο στοιχείο και τη ματαίωση του «καθ’ ομοίωσιν Θεού». Η αμαρτία εκφαίνεται ως ζωή κατ' εξοχήν τραγική, εντός της συγκρούσεως της ανθρώπινης ελευθερίας, ή καλύτερα του ανθρώπινου προσώπου, προς το πρόσωπο του Θεού. Η σύγκρουση αυτή, που έχει αρχέγονα και εξελικτικά στοιχεία, οδηγεί στη σκλήρυνση και τη συντριβή του ανθρώπου, ενώ διαφαίνεται καθαρά η συμφιλιωτική φορά από την απλωτική αγαπητική ενέργεια του Θεού, που διαβρώνει τη συσπειρωτική εγωκεντρική ενέργεια του ανθρώπου. Στην κατάσταση της αμαρτίας το κακό είναι απτό και συγκεκριμένο, όπως ακριβώς και το καλό. Η προσβολή του θελήματος του Θεού δεν αποτελεί θεωρητική ή τυπική παράβαση μιας θείας εντολής, που νοείται στα πλαίσια μιας δίκαιης και έννομης τάξης. Δεν είναι διασάλευση της θείας, αλλά της ανθρώπινης ζωής. Η προσβολή αυτή πλήττει αμεσότατα τη φύση του ανθρώπου, τη ζωή του και την τελειοποίησή του. Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί πρόβλημα τού Θεού, αλλά μόνο του ανθρώπου. Έτσι η αμαρτωλή ζωή παρουσιάζει έκδηλα τα κριτήρια τού κακού και του καλού, εκτός από τις περιπτώσεις υποκριτικής συμπεριφοράς. Παρ' όλη τη συνύπαρξη του κακού και του καλού, δε γίνεται καμία σύγχυση. Ο άνθρωπος, ακολουθώντας την αμαρτία, καθυστερεί στην πρόοδό του και αυτό γίνεται αντιληπτό. Η γνώση αυτή όμως γύρω από τη τραγική του θέση στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι συνειδητή αλλά ασυνείδητη. Έτσι και η υποκριτική ζωή καλύπτει το φόβο και την ανασφάλεια, παρέχοντας και επιτρέποντας στα ηθικά κριτήρια και την κοινωνική ζωή την προκρούστεια μέθοδο και τακτική. Η σκληρότητα, η αρπακτικότητα, η δειλία και ο υπολογισμός καλύπτουν την έλλειψη δημιουργικής προόδου και καθιερώνουν ιδανικά ορθής και πετυχημένης ζωής. Γι’ αυτό τα πασιφανή κριτήρια, που παρουσιάζει η αμαρτωλή ζωή, προς διάκριση του κακού από το καλό, μόνο ένας δημιουργικός άνθρωπος μπορεί να τα διακρίνει και να αποφύγει τη σύγχυση μεταξύ των δύο διαστάσεων. Η δημιουργική ζωή διαφωτίζει ικανοποιητικά το χώρο του συνειδητού και του ασυνειδήτου. Τότε μόνο ο δημιουργικός άνθρωπος έχει οξύτατη αίσθηση που διαχωρίζει το κακό από το καλό. Η συνύπαρξη καλού και κακού δεν δημιουργεί καμία δυσχέρεια στο διαχωρισμό τους. Εύκολα διακρίνεται ο σίτος από τα ζιζάνια (2). Άλλωστε, παρ’ όλη την καταθλιπτική επίδραση της υποκρισίας, που έχει περισσότερο ασυνείδητο χαρακτήρα, η εμπειρία του ανθρώπου παραμένει αρκετά αφυπνισμένη και μπορεί να εκτιμήσει την υψηλή ζωή και να καταδικάσει την κενότητα και την πλαδαρότητα. Η ανταρσία βιώνεται ως τραγική ύβρις, η θεοποίηση του ανθρώπου είναι ισχυρός πόθος και η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, της θείας αγάπης και της προόδου, ή παραμένει αδιάφθορη ή εκτρέπεται σε εκτρωματικές και πολύμορφες εκδηλώσεις. Πάντως στη συνύπαρξη καλού και κακού εκτυλίσσεται η τραγωδία της ανθρώπινης ζωής. Η δε συνύπαρξη αυτή ούτε μόνο στα βάθη της ύπαρξης άπαντα ούτε μόνο στη διάσταση της ιστορίας. Κάθε απομόνωση και εντοπισμός της συνύπαρξης αυτής μόνο σε μία περιοχή σημαίνει την αποτυχία τού ανθρώπου να κατανοήσει, να ζήσει και να ξεπεράσει την τραγωδία του. Έτσι, η ύπαρξη του ανθρώπου και η ιστορία κυριαρχούνται από τις δύο αυτές διαστάσεις και συνάμα παρουσιάζονται έκδηλα αντιφατικές. Σωρεία θραυσμάτων και μορφών εκπεσμένης ζωής ανακυκλώνονται στο χώρο της ύπαρξης και της ιστορίας. Το δε κακό, ως στέρηση του καλού και της δημιουργικής ζωής, εξυφαίνεται σε πολυάριθμα και πολύμορφα είδωλα. Έτσι η ύπαρξη φαίνεται να διακατέχεται από πλήθος αντιφατικών στρωμάτων, που απειλούν κάθε στιγμή να σχίσουν και να καταστρέψουν το ενιαίο της προσωπικότητας του ανθρώπου. Η ειδωλοποίηση της ύπαρξης αποτελεί την πηγή όλων των ψυχικών νοσημάτων. Είναι δε πολύ φυσικό τα πολλά θραύσματα και είδωλα της ύπαρξης να μεταφέρονται στην ιστορική πραγματικότητα και να κυριαρχούν σε αυτή. Θα έλεγε κανείς ότι σωστά, κατ’ αρχήν, μία δεσπόζουσα τάση της ινδικής φιλοσοφίας αρνείται το ενιαίο της προσωπικότητας και δέχεται την ανθρώπινη ύπαρξη ως δεσμό πολλών ψυχών ή στρωμάτων. Οι ψυχές αυτές, κατά τη χριστιανική άποψη, είναι τα πολυάριθμα είδωλα και οι επιθυμίες της ψυχής για κατάκτησή τους. Έτσι μόνο μπορεί να ερμηνευθεί από χριστιανική άποψη η διάσπαση της προσωπικότητας και η τάση του ανθρώπου ή να κυριαρχεί ή να υποκύπτει σε δουλικές εξαρτήσεις. Η συνύπαρξη λοιπόν καλού και κακού, ενώ δεν προκαλεί σύγχυση στον δημιουργικό άνθρωπο, συνθέτει την τραγωδία του κάθε ανθρώπου, ακόμη και του ίδιου του δημιουργικού. Ούτε ιδανική και αρμονική είναι η ζωή του ανθρώπου ούτε πλήρως διεφθαρμένη και κυριαρχούμενη από το κακό. Ενώ όμως γίνεται λίγο πολύ εύκολα η διάκριση του καλού από το κακό, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι ποτέ ο άνθρωπος δε μπορεί να απαλλαγεί από την ένταση και τη διελκυστίνδα μεταξύ των δύο αυτών διαστάσεων. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από τα πολλά ηθικά προσωπεία που ενδύεται η υποκριτική ζωή, και η ίδια η ειλικρινής συμπεριφορά του ανθρώπου υπόκειται σε αδυναμίες και πτώσεις (3), όπως ακριβώς η σωματική του υγεία ποτέ δεν είναι απόλυτη και σταθερή. Πρόκειται για μία ζωή που διανύεται εντός ενός δημιουργικού αλλά δραματικού γίγνεσθαι. Ο άνθρωπος με τη συνύπαρξη καλού και κακού είναι υποχρεωμένος κάθε στιγμή να παλεύει και να κατακτά την πρόοδο, υποκείμενος στη φυσική, ηθική και κοινωνική δουλεία. Όλες δε οι μορφές αυτές της δουλείας επιβάλλονται και κυριαρχούν, επειδή ο άνθρωπος παράλληλα προς το καθ' ομοίωση Θεού επιδιώκει την ισοθεΐα ή τη θεοποίησή του με τις δικές του δυνάμεις και καταβολές. Η αμαρτία λοιπόν, όπως τονίζουν χαρακτηριστικότατα οι Πατέρες, αποτελεί νόσημα και η σωτηρία από αυτήν [είναι] θεραπεία. Οι Πατέρες άλλωστε δεν απομακρύνθηκαν από το βιβλικό πνεύμα, το οποίο ερμήνευσαν με ακρίβεια και με τη δύναμη του φωτισμού που είχαν. Η Αγία Γραφή, περιγράφοντας τις σωματικές ασθενείας, δεν τις διακρίνει τόσο κάθετα από τις ψυχικές. Ο όλος άνθρωπος, ως σώμα και ψυχή, υπόκειται στην καταδυνάστευση της αμαρτίας, που επιφέρει τη σωματική και ψυχική φθορά. Ο δαιμονισμός δεν είναι μόνο σκλήρυνση της καρδίας και πώρωση της ψυχής, αλλά κυριαρχία επί του σώματος, αλλοίωση της φυσικής ζωής και της στοιχειώδους ανθρώπινης ευτυχίας. Η αμαρτία, ως το κακό που προήλθε και προέρχεται από την ύβρη και την ανταρσία τού ανθρώπου, πλήττει τη ρίζα και τα αρχέγονα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. Όσες φορές η λογική δημιουργία απομακρύνεται από την ζωοποιό χάρη, ανακαλύπτει με φόβο και οδύνη ορθάνοιχτη μπροστά της την άβυσσο του μηδενός. Έτσι η αμαρτία αποκτά τον εωσφορικό και τον τραγικό χαρακτήρα. Η αυτογνωσία εν προκειμένω, για να είναι πλήρης, πρέπει να ρίχνει φως στο βάθος της αμαρτίας και στις προϋποθέσεις της δημιουργικής ανέλιξης του ανθρώπου. Ο τρόπος προέλευσης του ανθρώπου και τα δώρα της δημιουργίας του τον καθιστούν άρχοντα, ενώ η αμαρτία τον οδηγεί στη δουλεία.
Σημειώσεις 1. Εκκλησιαστής 9, 12: «…ως οι ιχθύες οι θηρευόμενοι εν αμφιβλήστρω κακώ και ως όρνεα τα θηρευόμενα εν παγίδι, ως αυτά παγιδεύονται οι υιοί του ανθρώπου, εις καιρόν πονηρόν». Η βιβλική άποψη για την αμαρτία ως κατάσταση εξετάζεται επισταμένως στη μελέτη του Ιωάννη Kαραβιδόπουλου, Η αμαρτία κατά τον απόστολον Παύλον, Θεσσαλονίκη 1968. Παράβαλλε Χρήστου Μαλεβίτση, Πολιτεία και ερημιά, Αθήνα 1975, σ. 7-28. 2. Αυτό ισχύει για όλες τις θρησκείες και τα φιλοσοφικά συστήματα. Από τη διάγνωση του κακού καθορίζεται το είδος και ο τρόπος της απολύτρωσης. Ο Πλατωνισμός, λόγου χάριν, θεωρώντας την ψυχή συγγενή προς το θείον κηρύττει την ανάγκη φυγής από τα κακά της αισθητής πραγματικότητας. Βλέπε Πλάτωνος, Θαιίτητος, 176b: «Αλλ’ ούτ' απολέσθαι τα κακά δυνατόν, ω Θεόδωρε. Υπεναντίον γαρ τι το αγαθώ αεί είναι ανάγκη. Ούτ’ εν θεοίς αυτά ιδρύσθαι, την δε θνητήν φύσιν και τόνδε τον τόπον περιπολεί εξ ανάγκης. Διό και πειράσθαι χρη ενθένδε εκείσε φεύγειν ότι τάχιστα. Φυγή δε ομοίωσις Θεώ κατά το δυνατόν. Ομοίωσις δε δίκαιον και όσιον μετά φρονήσεως γενέσθαι». Πλάτωνος, Πολιτεία, 10, 609αb: «Το σύμφυτον άρα κακόν εκάστου και η πονηρία έκαστον απόλλυσιν, ή ει μη τούτο απολεί, ουκ αν άλλο γε αυτό έτι διαφθείρειεν. Ου γαρ το γε αγαθόν μη ποτέ τι απολέση, ουδέ αυ το μήτε κακόν μήτε αγαθόν». Πλάτωνος, Αλκιβιάδης, 1I6a: «Ουδέν άρα των κακών, καθ’ όσον καλόν, κακόν, ουδέ των αισχρών, καθ’ όσον αισχρόν, αγαθόν». Πρβ. και Πλάτωνος, Πολιτεία. 10. 611e, Νόμοι, 713C-714a. Τίμαιος, 28ab. 3. Προς Ρωμαίους, 7. 19-24. Επιμέλεια: Γ.Μ.Β. – Ν.Μ. – Θ.Ρ. |
Δημιουργία αρχείου: 5-9-2009.
Τελευταία μορφοποίηση: 18-11-2023.