Η "Οδός" και η Σωτηρία * Η Βασιλεία του Θεού είναι για όλους * Έννοια και τρόπος σωτηρίας της κτίσεως * Η προχριστιανική παράδοση τής τελειοποίησης στη θέωση
Ο Παλαιός άνθρωπος και ο «Μαργαρίτης» Σωτήρης Γουνελάς
Πηγή: Περιοδικό "Σύναξη". Τεύχος 2. Άνοιξη 1982. |
Α Υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους μια εσωτερική και κρυφή συγγένεια. Η συγγένεια αυτή δεν αφορά εξωτερικά «φυσικά» γνωρίσματα, αυτά δεν παίζουν μεγάλο ρόλο. Πρόκειται για πράγματα που συμβαίνουν στα κατάβαθα της ψυχής και που οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε τα φαντάζονται, ούτε τα συλλαμβάνουν. Περνούν τον καιρό τους απασχολημένοι με τις επιφάνειες. Ξοδεύουν απεριόριστες δυνάμεις για πράγματα που δεν αγγίζουν ποτέ ή σχεδόν καθόλου το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτόν τον «εσώτερο εαυτό», που ορισμένοι φιλόσοφοι προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να ορίσουν με το μυαλό τους και άλλοι τόσοι ποιητές να εκφράσουν με λόγια και όμορφες ή έντονες εικόνες. Ανάμεσα σε αυτούς όμως τους πολλούς ανθρώπους υπάρχουν μερικοί που ζουν αυτή την κατάσταση του «εσώτερου εαυτού» και για τους όποιους όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά, όλη αυτή η μάταιη και άσκοπη ενασχόληση με τις επιφάνειες και με έναν κυκεώνα ψευδοπροβλημάτων, περνούν ξώπετσα, τους αγγίζουν επιδερμικά, χτυπούν επάνω τους και εξοστρακίζονται χωρίς να κερδίσουν τίποτε από τη στιγμιαία επαφή μαζί τους. Λέω χωρίς να κερδίσουν τίποτε, γιατί αυτές οι ασχολίες και τα προβλήματα τρέφονται από τους ανθρώπους. Αυτοί τα καλλιεργούν και τα διαιωνίζουν και τα κρατούν ζωντανά και ενεργά, αλλιώς θα χάνονταν στη στιγμή και θα εξαφανίζονταν. Όταν όμως πρόκειται για τους ανθρώπους, γι' αυτές δηλαδή τις ζωντανές υπάρξεις που περιφέρονται και κατοικούν τον κόσμο, οι άνθρωποι αυτοί που είπαμε ότι ζουν την κατάσταση του «εσώτερου εαυτού», αντιδρούν τελείως διαφορετικά. Μόλις κάποιος τους πλησιάζει, αισθάνονται σαν να έχουν να κάνουν με μια δικιά τους αναδίπλωση, μ' ένα πλάσμα που βγαίνει μέσα από αυτούς τους ίδιους, μ' ένα πλάσμα που χωράει μέσα τους και τη στιγμή που τους πλησιάζει, είναι θα λέγαμε σαν να το ανακαλύπτουν και να το αναγνωρίζουν σ' όλη του τη σωματική και ψυχική μορφή και διάσταση. Έτσι δένονται μαζί του με μια σχέση που στα μάτια των άλλων φαντάζει αλόγιστη, παράλογη ή και τελείως ανύπαρκτη. Κι ωστόσο είναι η μόνη αληθινή και πλήρης σχέση. Η μόνη σχέση μέσα από την οποία το «εγώ» εκμηδενίζεται και ο άνθρωπος υψώνεται πάνω από τα όρια των συγκρούσεων και των διαφορών, πάνω από τα συμφέροντα και τις απατηλές φιλίες, που ταλανίζουν την ανθρωπότητα και σωρεύουν μέσα στον άνθρωπο μια αλυσίδα απογοητεύσεων που τον δηλητηριάζει αργά και σταθερά και σε κάποια στιγμή τον εξουδενώνει εντελώς ή τον ρίχνει σε μια μόνιμη κατάσταση χαύνωσης και ανισορροπίας. Αυτό το πλέγμα που τυλίγει την ανθρωπότητα και τη σφίγγει από παντού, αυτό το πλέγμα των αναθυμιάσεων χολής και πικρίας, αυτή η αδιάκοπη αγωνία που τρώει τα σωθικά, προσβάλλει συχνά και αυτούς του «εσώτερου εαυτού», καθώς τους ονομάσαμε. Γιατί αφού η σχέση τους με τους άλλους καταργεί τα φράγματα και τις αποστάσεις και λειτουργεί πίσω από τα χάσματα του «εγώ» και της διάνοιας, κατεβαίνοντας στα βάθη της τραυματισμένης ανθρώπινης ψυχής (η ψυχή του ανθρώπου είναι σχεδόν σ' όλη της τη ζωή ένα σύνολο τραυμάτων και παθών, που για τους περισσότερους δεν επουλώνονται ποτέ), έπεται ότι αυτά τα τραύματα που φέρει επάνω του ο κάθε άνθρωπος —ελάχιστοι εξαιρούνται, κι αυτοί ζουν στις παρυφές της κοινωνίας ή σε κάποια έρημο— εισδύουν μέσα τους και αναμειγνύονται με τα υγιά τους στοιχεία, αυτά που απαρτίζουν τον «εσώτερο εαυτό»: γιατί λησμόνησα να πω πως ο «εσώτερος» αυτός «εαυτός» είναι καθαρός και αμόλυντος, είναι σαν κάποιο πανάκριβο και ατόφιο μέταλλο ή ορυκτό, που όταν μπορέσεις με καθαρά μάτια να το αντικρύσεις, η λάμψη του ξεπερνά όλους τους ήλιους κι όλα τα φωτεινά κτίσματα της πλάσης, και σε οδηγεί πάνω από την πλάση και πάνω από τα κτίσματα. Μα δεν πρόκειται μόνο γι' αυτό: ο άνθρωπος που θα αντικρύσει τον πολύτιμο αυτόν «μαργαρίτη», ο άνθρωπος που θα βυθιστεί στη λάμψη του και θα νοιώσει την παρουσία του, ο άνθρωπος που θα καεί από το Φως του και θα παραδοθεί ηθελημένα στην πυρά του, θα νοιώσει για πρώτη φορά τη σημασία της ύπαρξης, θα καταλάβει τι σημαίνει υπόσταση, από ποιο ύψος εκπηγάζει και σε ποιο βάθος εισχωρεί, θα διακρίνει την αληθινή όψη των πραγμάτων και θα 'ναι σαν να αντικρύζει για πρώτη φορά τον κόσμο, ορατό και αόρατο, και σαν να ζει για πρώτη φορά, αφήνοντας πίσω του ό,τι ως τώρα γνώρισε και έζησε, με την απόλυτη βεβαιότητα πως ό,τι έκανε, ό,τι γνώρισε κι ό,τι ένοιωσε, δεν ήταν παρά απατηλές εκλάμψεις, χρώματα ψεύτικα και φώτα τεχνητά, μια απέραντη κατάσταση ανυπαρξίας και πλάνης, μέσα στην οποία βρισκόταν βυθισμένος, βασανίζοντας τον εαυτό του και βασανίζοντας τους άλλους.
Β Όσο λείπει ο «εσώτερος εαυτός», η αίσθηση του «μαργαρίτη», ο βασανισμός δεν έχει τελειωμό, δεν μπορεί να στερέψει. Κατακτά όλα τα σημεία του ανθρώπινου οργανισμού, εγκαθίσταται στις πιο κρύφιες και άγνωστες περιοχές του και διαποτίζει τη συνείδηση και την καρδιά με το δηλητήριο της ανίας, της απόγνωσης, της έπαρσης και της ιδεοληψίας. Η ζωή καθίσταται ένα είδος αμείλικτης μονομανίας που γίνεται κάτι σαν σύντροφος του ανθρώπου. Το σώμα τεντώνεται και βαραίνει και η ψυχή κινείται ανάμεσα στο πείσμα και τη φιλαυτία. Με τεχνητά μέσα και τρόπους διατηρείται ο άνθρωπος στη ζωή. Ψευδαίσθηση ζωής, γιατί η ζωή ταυτίζεται με την ύλη. Κανένα σκίρτημα δεν ακούγεται, κι όταν ακουστεί, πνίγεται μέσα σ' έναν καταιγισμό αναλγησίας η εκδιώκεται βάναυσα σαν ένδειξη μωρίας, ανωριμότητας και «ρομαντικής» ευαισθησίας. Κανένας πόνος δεν ομολογείται γιατί θα θεωρηθεί αδυναμία και συχνά δείγμα ανώμαλου η αρρωστημένου χαρακτήρα. Τυχόν τρυφερότητες η θωπείες παρεξηγούνται αμέσως ή λερώνονται μπαίνοντας μέσα στη σκάφη των «ερωτικών» αποβλήτων στα οποία κολυμπούν οι σύγχρονες κοινωνίες και τα οποία έχουν αναγάγει σε ύψιστο σκοπό της ζωής και σε μεγαλειώδες επίτευγμα του ανθρώπου. Για την Αλήθεια δεν μιλάει κανείς και βρήκαν την λέξη «πραγματικότητα» για να βάλουν στη θέση της και να ησυχάσουν. Οι «άνθρωποι της δράσης», για τους οποίους μιλούσε κάποιος Ρώσος αποκαλώντας τους «περιορισμένα πνεύματα» και συνδέοντας τη «δράση» τους με το «τίποτα» ή με το «μηδενισμό», τείνουν να ισοπεδώσουν τα πάντα στο όνομα του «εκσυγχρονισμού» και της διαρκούς «προόδου». Στο μεταξύ, κάποιοι άλλοι εμφανίζονται σαν οι εκλεγμένοι φύλακες που αμύνονται ενάντια στο γενικό ξεπεσμό χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους και τα ίδια μέσα και καταφεύγοντας στην ίδια «δράση» και στον ίδιο «μηδενισμό». Έτσι η μάχη διεξάγεται ανάμεσα στις διάφορες ομάδες και φατρίες του ίδιου στρατοπέδου και σχεδόν του ίδιου φυράματος. Και η κατάσταση αυτή θα συνεχίζεται για πολύ ακόμη. Σιγά-σιγά ο άνθρωπος θα φοβάται την παραμικρή κίνηση, το παραμικρό σκίρτημα. «όλοι θα κρατούν την ανάσα τους και θα περπατούν με χίλιες προφυλάξεις. Μέρα τη μέρα το σχήμα της αγκαλιάς θα εξαφανίζεται και τα χέρια θα τρέμουν μη τυχόν αγγίξουν δυο άλλα χέρια. «ένα πλέγμα υποψίας θα στηθεί ανάμεσα στα πρόσωπα και οι συναντήσεις θα σπανίζουν. Το παιδί και η μάνα θα χωρίσουν ανεπανόρθωτα και η στείρα επαφή και η στειρότητα θα διαδεχθούν το αίσθημα της τεκνοποίησης και το γεγονός της δημιουργίας. Οι άνθρωποι θα ξεχάσουν πούθε έρχονται και πού πορεύονται. Τις ανταύγειες και τα παιχνιδίσματα του φωτός, τις ακτίνες του ηλίου, θα τα διαδεχθούν θεόρατες σκιές που θα πνίγουν τη θέα και θα σκεπάζουν κάθε ίχνος τρυφερότητας και κάθε σκίρτημα καρδιάς. Μια απέραντη σιωπή θα βασιλέψει και πίσω της μυριάδες μικροί δισταχτικοί σπασμοί θα βασανίζουν τους ανθρώπους, τον καθένα χωριστά, παραδομένον σ' έναν αχάριστο δαιμονισμό. Τέτοια είναι η κατάσταση και τέτοιο θα είναι μέχρι να κορεστεί αυτός ο δαιμονισμός, να κοπεί σύρριζα και οι άνθρωποι να λουστούν στο Φως της λύτρωσης. Όσοι απ' αυτούς απομείνουν υπομένοντας… Τέτοια είναι η κατάσταση και τέτοια θα είναι όσο ο άνθρωπος δεν έχει σχέση με τον «εσώτερο εαυτό», μ' αυτό το αστείρευτο νερό αγάπης, ευσπλαχνίας και γαλήνης, μ' αυτόν τον κρουνό θείας αγαλλίασης και κατάνυξης, που πλημμυρίζει τον άνθρωπο και κατακλύζει την πλάση, όταν αυτός καθαρίζοντας από τα διάφορα λίπη, τις ακαθαρσίες και τα μιάσματα, παραδοθεί στις βουλές του Πλάστη του και ανακαινιστεί σύμφωνα με τα κελεύσματα Του. Τότε παρασύρει την κτίση ολόκληρη σ' ένα στρόβιλο αγιασμού και υμνολογίας, μετατρέποντας τα πάντα, από το πιο ασήμαντο και ταπεινό φυλλαράκι που σκιρτά δίπλα στη ρίζα ενός αιωνόβιου δέντρου, ως τα κρωξίματα του γερακιού κι ως τον άγριο κυματισμό της θάλασσας, σε πέλαγος μυσταγωγίας, όπου τα πάντα αναπέμπουν ψαλμούς και τα πάντα ησυχάζουν, γνωρίζοντας πως μέσα στη σιωπή και την ησυχία, στη σιγή και την κατάνυξη, σμίγει η κτίση με τον Κτίσαντα, και ο άνθρωπος επικοινωνεί «δια νευμάτων» με τον Πατέρα τον άναρχο.
Γ Αυτή την αόρατη πραγματικότητα αρχίζει ο άνθρωπος να τη γνωρίζει και να την ψηλαφεί, να μετέχει σ' αυτή και να της παραδίδεται, μέσα στην Εκκλησία. Γιατί μόνο μέσα εκεί τελούνται τα «υπέρ πάντα νουν και λόγον» μυστήρια, και μόνο μέσα εκεί ο άνθρωπος «όψεται» το Λυτρωτή και συνάμα το «μαργαρίτη» που κατοικεί στα βάθη του «εσώτερου εαυτού» του. Και τότε μόνο ησυχάζει. Καίγονται οι λαμπυρισμοί της πλανερής γνώσης και τα ψεύδη της νοσηρής διάνοιας. Καίγονται οι ασέλγειες του νου και οι βρώμικες επιθυμίες. Καίγονται τα φαντάσματα που γεννά η καρδιά, τα ανακατεμένα με μίσος, αλαζονεία, κτηνωδία, αναισθησία και μικροπρέπεια. Καίγονται οι στεναγμοί της ψυχής που οδύρεται ανικανοποίητη από τα γήινα αγαθά, μέσα στα οποία ζητούσε ως τότε τη σωτηρία της και την ευτυχία. Καίγονται τα κουρέλια της μεμψιμοιρίας, της σκοτοδίνης και της σύγχυσης. Ως να καούν όλα η ψυχή υποφέρει, ο άνθρωπος διανύει την περίοδο των παθών, συμμετέχει στη Σταύρωση. Καταθέτει έτσι τον παλιό βεβηλωμένο εαυτό του στο θείο πυρ της Αναστάσεως και της Σωτηρίας. Γνωρίζεται από τον Θεό και γνωρίζει τον Θεό, Σαρκωμένο και «Αναστημένο, σε μια συνάντηση φριχτή και θεσπέσια. «Αναπαύεται και συμφιλιώνεται με τον πόνο. Πονά και κάθε πόνος είναι και μια νέα ανάπαυση. Γνωρίζει πού βαδίζει και πού κατευθύνεται, και οδεύει προς τα εκεί σταθερά και γαλήνια. Οι άγγελοι της πλάνης τον χτυπούν από παντού χωρίς να τον κλονίζουν. Μπορεί κάποια στιγμή να τον καταβάλουν, μα είναι κάτι προσωρινό και παροδικό που τον σπρώχνει ψηλότερα και τον δυναμώνει. Στερεώνει την ψυχή του κι όλη του την ύπαρξη σ' ένα σημείο που είναι «Απέραντο» και η «Αλήθεια» του δεν υπερβαίνεται κι ούτε μπορεί να κορεστεί. Δένει το σώμα του σφιχτά πάνω στην ψυχή του και το υψώνει μαζί της ως την ουράνια αγκαλιά. Εκεί το εγκαταλείπει με σιγουριά, γνωρίζοντας ότι δεν κινδυνεύει από τίποτα και γνωρίζοντας ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Αυτή η πορεία του ανθρώπου μέσα από τα πάθη και μέσα από τους πόνους, αυτή η έμμονη του στο λιώσιμο του φθαρτού και μολυσμένου του «σώματος», αυτό το κυνηγητό της θείας πνοής και του θείου ίχνους που φέρει μέσα του, και που του προσφέρει «σώμα αφθαρσίας», είναι ταυτόχρονα το άνοιγμα στην παντοτεινή και θεία ελευθερία, ένα συγκλονιστικό ξαλάφρωμα από την οδύνη των αισθήσεων και από τη φθορά του χρόνου, ένα πέταγμα πάνω απ' τον κόσμο, που το ζει εδώ στη γη, μέσα στο σώμα του, το αλλοιωμένο ωστόσο και αναγεννημένο, χάρις στο Σταυρό και χάρις στην «Ανάσταση. Αυτό το πέταγμα γίνεται αισθητό στον άνθρωπο και ανεξάρτητα από τους άλλους ανθρώπους και σε σχέση με αυτούς. «Ανεξάρτητα από αυτούς γιατί ο Θεός κατεβαίνει, εισέρχεται και κατοικεί μέσα του κι αυτή η εγκατοίκηση δεν περιγράφεται γιατί είναι σιωπηρή και μυστική αλλά παρ' όλα αυτά βοά για τη θεία Παρουσία. Αλλά και σε σχέση με αυτούς γιατί με το βλέμμα του τους μεταμορφώνει σε «πρωτόκτιστες» εικόνες, σε «ναούς Θεού» και απαιτεί από αυτούς τα «ίσα», μιαν ανάλογη συμπεριφορά, μιαν επίγνωση ιερότητας, μια στοιχειώδη κατάνυξη, αφού και το χώμα που πατούν και οι πέτρες που γυαλίζουν και τα νερά που αστράφτουν είναι κτίσματα ιερά κι όχι μια ανίερη ύλη που υπάρχει σκορπισμένη από 'δω και από 'κει και ριγμένη στο βρόντο: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα». Η «θεία οικονομία» διέπει τα πάντα κι αυτό το νοιώθεις όσο περισσότερο κοινωνείς της Εκκλησίας κι όσο βαθύτερα εισδύεις κατά Χάριν στα μυστήρια του Θεού. Γιατί εσύ ο ίδιος, ο άνθρωπος, μετέχεις στην οικονομία αυτή, είσαι κτίσμα όπως τα άλλα κτίσματα, αλλά επιπλέον ενώνεσαι με Αυτόν και τον γνωρίζεις, όπως δεν μπορούν να κάνουν εκείνα. Γιατί εσύ είσαι «κατ' εικόνα» και «ομοίωσίν» Του, εκείνα δεν είναι. Μόνο μέσα από εσένα αγιάζουν και θεώνονται.
Δ Γι' αυτό όταν ο άνθρωπος σπάσει η παραμορφώσει τη θεία εικόνα του εαυτού του, σπάει και παραμορφώνεται ο κόσμος και γίνεται όλος ένα συνοθύλευμα από σπασμένα και παραμορφωμένα κτίσματα. Οι άνθρωποι πνίγονται μέσα σ' αυτό τον κυκεώνα και βολοδέρνουν απεγνωσμένα με σπασμωδικές κινήσεις και μηχανικές αντιδράσεις, προσπαθώντας να βρουν ένα ξέφωτο, μια στιγμή γαλήνης, ένα στερεό καταφύγιο, ν' αναπνεύσουν ελεύθερα. Με τον καιρό συνηθίζουν σ' αυτή την κατάσταση κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να τους συμβεί γιατί μοιάζει με απώλεια της υπόστασης τους. Παύουν να ξέρουν τι είναι, παύουν να διακρίνουν τη διαφορά τους από τα κτίσματα, παύουν να αναγνωρίζουν τα κτίσματα και, ακόμη χειρότερα, παύουν να γνωρίζουν και να αναγνωρίζουν τον Κτίστη. Ο εαυτός τους εξογκώνεται και καταλαμβάνει όλον τον ορίζοντα της δημιουργίας. Γίνονται αυτοί «δημιουργοί» κι ο καθένας μπαίνει στη θέση του αληθινού Δημιουργού και ζητά να εκτοπίσει ο ένας τον άλλο. Κάποιοι άλλοι εξαφανίζονται μέσα σ' αυτό τον ανταγωνισμό και περνούν μια ζωή υπόγεια μέσα στη στέρηση, την καταχνιά και τη μιζέρια. Ο «κόσμος» με τον καιρό απομυζά τον «άνθρωπο», η πλαστή «δημιουργία» των ανθρώπων ή οι πλαστές «δημιουργίες» των διαφόρων ψευτοδημιουργών εξαφανίζουν κάθε ίχνος του «Αληθινού Θεού, του ουράνιου Πατέρα, μέσα από την υπόσταση του ανθρώπου, και παραδίδουν τους στερημένους θείας αίσθησης και θείας πνοής ανθρώπους στις ορμές τους και στα πάθη τους. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε καταφύγιο ειδώλων, σε καταγώγιο των δαιμόνων. Ο Άγγελος της συνείδησης αποσύρεται. Το κενό τρέχουν γρήγορα-γρήγορα να το πληρώσουν οι πλάνες. Ο νους μπαίνει σε μια διαδικασία συνεχών επινοήσεων νέων προβλημάτων και νέων απαντήσεων που διαδεχόμενες η μια την άλλη αλληλοαναιρούνται. Η ψυχή σκορπίζεται στους πέντε ανέμους ψάχνοντας να βρεί το αληθινό της καταφύγιο, που το έχασε, και γυρεύει να το βρει χωρίς καν να ξέρει τι γυρεύει. Το σώμα παραδίδεται στη φιληδονία και η ψυχή ασθμαίνοντας το ακολουθεί. Μια υγρασία αναδίδεται από παντού και ο άνθρωπος λιώνει μέσα της και τουρτουρίζει. «Άλλοι πάλι ξεραίνονται εντελώς και μόνο ο νους τους λειτουργεί και περιφέρεται μέσα σε μια τερατώδη και χαώδη διαδικασία συνδυασμών και συνειρμών. Ο άνθρωπος γίνεται χίλια κομμάτια και πεθαίνει έτσι: κομματισμένος.
Ε Ο Χριστός, ο Σωτήρας, έρχεται και βγάζει τον άνθρωπο από τον κόσμο. Στο άκουσμά Του οι πλαστές δημιουργίες και τα φληναφήματα της φαντασίας διαλύονται. «Αλλά αυτό δεν γίνεται δια μαγείας. «Απαιτεί την παράδοση της ψυχής του ανθρώπου σε Αυτόν, σε Αυτόν που κρατά «τας κλεις του θανάτου και του Άδου», σε Αυτόν που δίνει «την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον», σε Αυτόν που είναι ο «άρτος του Θεού ο καταβαίνων εκ του ουρανού και ζωήν διδούς τω κόσμω». «Απαιτεί τη συνεργία του ανθρώπου, τη συνεργασία του με πλήρη θέληση και πλήρη εμπιστοσύνη. Ο Κύριος παρέχει το πυρ μέσα στο οποίο θα καεί ο παλιός άνθρωπος, αλλά τη φωτιά τη βάζει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος μαζεύει τα ξύλα, ο «Ιησούς τα ανάβει. Καθώς η φωτιά φουντώνει, η ψυχή λαμπαδιάζει και μέσα στις εκλάμψεις βλέπει τις αμαρτίες να καίγονται, τις απάτες να τριζοβολούν, τα φαντάσματα να εξατμίζονται. Η ψυχή πονά γι' αυτά που φεύγουν και χαίρεται γι' αυτά που έρχονται. Ο οίκος του ανθρώπου σαρώνεται. Ο νεκρός ο βυθισμένος στη μαυρίλα της απόγνωσης και στα σκότη των αμφιβολιών φωτίζεται. Τις πλάνες των δαιμόνων διαδέχονται οι αστραπές και οι λάμψεις των αγγέλων. Στο φέγγος των κεριών αγναντεύει ολόκληρη την πλάση στην αληθινή της όψη, γιατί η φλόγα του κεριού είναι το νεύμα του «Υψίστου. Τα παλιά φώτα έχουν πια σβηστεί. Τώρα καίει μόνο ένα Φως. Και σ' αυτό λούζεται ο άνθρωπος, η πλάση κι όσα είναι πέρα απ' την πλάση. |
Δημιουργία αρχείου: 27-8-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 27-8-2024.