Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία και Συναξαριστής

Περιεχόμενα * Kεφάλαιο 1ο

Εργασία στον βίο και ειδικότερα στο "κίνημα" τού οσίου μοναχού Χριστοφόρου εκ Καλαβρύτων (1770/80 - 1861),

τού επικαλουμένου "Παπουλάκου"

Κυριάκος Καμπάνης απόφοιτος του Τμήματος Θεολογίας

 

 

Εισαγωγή

Μετά την οθωμανική λαίλαπα, τα σημαντικότερα άλυτα πνευματικά προβλήματα των Ρωμηών (Βυζαντινών) αναβίωσαν, υπό μία άλλη, μεταλλαγμένη μορφή, στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο.

Συγκεκριμένα, οι ησυχαστικές έριδες και η διαμάχη ενωτικών-ανθενωτικών των Ρωμηών (Βυζαντινών), από τον ΙΓ' έως τον ΙΕ' αιώνα, πήγαζαν στην ουσία από την διαφορετική στάση ανεκτικότητάς τους απέναντι στη Δύση. Η κοσμική ισχύς της λατινικής-παπικής Ρώμης έφερε σε πειρασμό αυτοκράτορες, πατριάρχες και εν γένει μεγάλο μέρος κλήρου και λαού, ώστε να επιτύχουν την ενίσχυση της υπό κατάρρευσιν αυτοκρατορίας από τα δυτικά κράτη. Με κύριο μοχλό τον πατριωτισμό τους προσπάθησαν να βρουν έναν ενωτικό συμβιβασμό της Ορθόδοξης Αληθείας με τις παράξενες για αυτούς ιδέες του παπισμού. Αποκορύφωμα αυτών των προσπαθειών προσέγγισης των Λατίνων, ήταν η ενωτική ψευδοσύνοδος της Φεράρας-Φλωρεντίας (1439), κατά την οποία δεν επικράτησε η ορθόδοξη διδασκαλία. Η σύνοδος αυτή δημιούργησε την Ουνία, μία ύπουλη αίρεση που έχει το περίβλημα και όλα τα εξωτερικά λατρευτικά στοιχεία του Ανατολικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού, αλλά είναι νοθευμένη, καθόσον παραδέχεται διάφορες λατινικές δοξασίες, όπως το εξουσιαστικό πρωτείο του Πάπα,1 την και εκ του Υιού εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος2 κ.λπ.

Την παράσυρση της Ορθοδοξίας των Ρωμηών-Βυζαντινών σε αυτήν την αίρεση σταμάτησε η οθωμανική λαίλαπα, συνεπεία της οποίας μπόρεσε και εδραιώθηκε η ανθενωτική μερίδα που είχε σαφώς περισσότερο ορθόδοξα-πατερικά κριτήρια.

Οι ανωτέρω εξελίξεις στον δυτικό κόσμο επηρέασαν και την καθ’ ημάς ανατολή. Ειδικότερα, στον τόπο και την εποχή που μας ενδιαφέρει, κατά την οποία έδρασε ο Παπουλάκος, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα στην θεμελίωση του εθνισμού του. Από τη μια πλευρά ήταν η αναβίωση της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του ρωμαίικου, δηλαδή του ελληνισμού στην ευρύτερη υπερεθνική διάστασή του, με βάση την Ορθόδοξη πίστη και την ελληνική παιδεία.3 Το ιδεώδες αυτό, που ήταν διαδεδομένο στα ευρύτερα στρώματα του λαού,4 κληροδότησε στους Έλληνες το αυτοκρατορικό (Βυζαντινό) τους παρελθόν. Καθ' όλη τη διάρκεια της δουλείας, τα διατήρησε η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία επωμίστηκε όχι μόνο την πνευματική αλλά και την πολιτική κηδεμονία των Ορθοδόξων στο ρωμαίικο μιλέτι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η μερίδα αυτή μπορούμε να πούμε ότι αποτελούσε συνέχεια των ανθενωτικών-αντιλατινοφρόνων Βυζαντινών, με την αυστηρή προσήλωσή της στην Ορθόδοξη πατερική παράδοση.

Από την άλλη πλευρά υπήρχε η μικρότερη αλλά ισχυρότερη μερίδα, κυρίως των εκτός οθωμανικής αυτοκρατορίας Ελλήνων και των λίγων ντόπιων λογίων, οι οποίοι, γαλουχημένοι με τα ιδεώδη του διαφωτισμού και κατόπιν της γαλλικής επανάστασης, απαιτούσαν την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδος όπως την φαντάζονταν, υπό το πνεύμα του ρομαντισμού, τα «διαφωτισμένα» έθνη της Ευρώπης. Γι' αυτό, αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση της Ελλάδος, ως εθνικού κράτους, διακηρύχθηκε από τους υποστηρικτές αυτής της προοπτικής, ο (μέχρι και σήμερα συνεχώς προβαλλόμενος) εξευρωπαϊσμός της. Η μερίδα αυτή μπορούμε να πούμε ότι αποτελούσε συνέχεια των ενωτικών-λατινοφρόνων της Ρωμανίας (Βυζαντίου), οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να συμβιβάσουν ακόμα και την Ορθόδοξη πίστη τους ένεκα της, κατ’ αυτούς, προόδου της πατρίδας τους. Βέβαια, πρέπει να αναφέρουμε ότι υπήρξαν και πολλές αγνές ευρωπαϊκές προσωπικότητες ρομαντικών φιλελλήνων, αλλά στην ουσία της η δυτική Ευρώπη, ως γνήσιο παιδί του δυτικού μεσαιωνικού πολιτισμού, υπήρξε πάντοτε εχθρική προς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς και κατ' επέκταση στους Γραικούς-Ρωμηούς-Έλληνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας.5 Έτσι, ο εθνικός προσδιορισμός του νέου κράτους, ανάμεσα στο αυτοκρατορικό-ρωμαίικο (βυζαντινό) και το αρχαιοελληνικό του μεγαλείο έλαβε δραματική διάσταση.

Τελικά, υπερίσχυσε η προσπάθεια δημιουργίας συνείδησης με βάση την ελληνική αρχαιότητα, ξεκομμένη από τους άλλους λαούς με τους οποίους συναποτελούσε στο παρελθόν την ρωμαϊκή αυτοκρατορία.6 Η επικράτηση αυτή έγινε, κυρίως, με την επιρροή της πανίσχυρης τότε Αγγλίας, της οποίας τα συμφέροντα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος είχαν διπλό στόχο, αφ' ενός να αποτραπεί η τυχόν επανασύσταση ενός ισχυρού κράτους Ρωμηών, αφ' ετέρου να καταστραφεί η ελληνική οικονομία που είχε αναπτυχθεί επί εδαφών οθωμανικής αυτοκρατορίας και στεκόταν εμπόδιο στην δική της οικονομική διείσδυση.7 Η επιβολή αυτού του εθνισμού, που τελικώς επικράτησε, επέφερε πολλές εσωτερικές ζυμώσεις και συγκρούσεις, οι οποίες έφτασαν τα όρια της επανάστασης απέναντι στην αλλοεθνή και αλλόδοξη εξουσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Με ένα τέτοιου είδους επαναστατικό «κίνημα» εμπλέχτηκε το όνομα του οσίου μοναχού Χριστοφόρου Παναγιωτόπουλου, όπως θα δούμε παρακάτω.

 

Σημειώσεις


1. Στην αρχαία Εκκλησία είχε δοθεί πρωτείο τιμής στον επίσκοπο Ρώμης, επειδή η Ρώμη ήταν η σπουδαιότερη, κοσμικά, πόλη. Το πρωτείο τιμής, με διάφορα πλαστά κείμενα και μία παράξενη θεολογία (ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός όρισε αντιπρόσωπό του στην γη τον Απόστολο Πέτρο και αυτός με την σειρά του τον εκάστοτε επίσκοπο Ρώμης), μετατράπηκε σε πρωτείο απολύτων υπερεξουσιών.

2. Οι Λατίνοι συγχέουν την ιστορική, κατ' ενέργεια, αποστολή του Αγίου Πνεύματος από τον Κύριο Ιησού Χριστό στην Εκκλησία του, από την Αγία Πεντηκοστή έως της συντελείας του αιώνος, ως σχέση αιτίας του Είναι του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα να εισάγουν ένα είδος διαρχίας (του Πατρός και του Υιού) στην αιτία της θείας ουσίας (που πηγάζει μόνο από τον Πατέρα), η οποία ουδέποτε αποκαλύφθηκε από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έτσι, διαμορφώνουν μία άλλη, διαφορετική Αγία Τριάδα (ήτοι διαφορετικό Θεό) από την Ορθόδοξη.

Οι δυτικοί χριστιανικοί λαοί ακολούθησαν μία ξεχωριστή πορεία πνευματικής εξέλιξης. Ορόσημα στην πνευματική τους πορεία ήταν: α) η δογματική εδραίωση των λατινικών αιρετικών δοξασιών, με την οριστική αποκοπή του παπισμού τον ΙΑ' αιώνα από την μία, αγία, αποστολική, καθολική και ορθόδοξη Εκκλησία του Ιησού Χριστού, β) η περαιτέρω απομάκρυνση από την Ορθοδοξία των διαμαρτυρόμενων (προτεσταντών), με την μεταρρύθμιση τον ΙΣΤ' αιώνα, γ) η ανάπτυξη της θεωρητικής αθεΐας, του δεϊσμού, της πίστης στο απρόσωπο υπέρτατο oν των μυστικών εταιριών και των εν γένει παγανιστικών αναζητήσεων του διαφωτισμού, λίγο πριν και μετά την γαλλική επανάσταση τον ΙΗ' αιώνα και δ) ακολούθως η βιομηχανική επανάσταση με το ιδιαίτερα σύνθετο σύστημα ραγδαίων μεταβολών και ανακατατάξεων τεχνικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών.

3. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στην πρώτη και ιδρυτική του νεοελληνικού κράτους Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου το 1822, δεν βρέθηκε άλλος τρόπος να οριστεί η ιδιότητα του Έλληνα παρά μόνο καταφεύγοντας στην θρησκευτική του πίστη, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε άλλου είδους αυτοπροσδιορισμού υπήρχε ως τότε. Στο Β' Τμήμα του Συντάγματος της Επιδαύρου διαβάζουμε: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες»

4. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Δ. Γ. πρωτοπ., Παράδοση και αλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 193.

5. ΔΕΛΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ Ζ. Κ., Διδακτική των Θρησκευτικών (Φάκελος σχετικού μαθήματος του Τμήματος Θεολογίας/Θεολογική Σχολή Αθηνών), Αθήνα 2005, σ. 111, 112.

6. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Δ. Γ. πρωτοπ., Τουρκοκρατία. Οι Έλληνες στην οθωμανική αυτοκρατορία, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2005, σ. 181.

7. ΔΕΛΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ Ζ. Κ., Διδακτική των Θρησκευτικών (Φάκελος αντίστοιχου μαθήματος του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών), Αθήνα 2005, σ. 111, 112.

 


Περιεχόμενα * Kεφάλαιο 1ο


Δημιουργία αρχείου: 21-11-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 27-11-2018.

ΕΠΑΝΩ