Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Θεολογικά θέματα και Μελέτες |
---|
Ο Πλαστογράφος των πηγών του «Κώδικα Ντα Βίντσι» // Οι ατέλειες του Κώδικα Ντα Βίντσι // Ο Κώδικας Ντα Βίντσι έσπασε // Πίστευε η αρχαία Εκκλησία στην Αγία Τριάδα; // Τι έγραψε ο Παγκόσμιος Τύπος για τον "Κώδικα Ντα Βίντσι"; // Τι έγραψε ο Παγκόσμιος Τύπος για τον "Κώδικα Ντα Βίντσι";
Ο Μ. Κων/νος, οι Αρειανοί, η Θεότητα του Ιησού και… ο Κώδικας Ντα Βίντσι!Επιμέλεια: Κ. Ν. & Θ. Φ. Δ. |
Όταν ένας αμερικανός συγγραφεύς, υιοθετεί τις θέσεις των Αρειανιστών Μαρτύρων του Ιεχωβά και της οργάνωσης της Σκοπιάς, και αυτό μας το σερβίρει ως…νέες αποκαλύψεις, τότε πραγματικά δεν ξέρουμε, αν πρέπει να γελάσουμε ή να κλάψουμε!
1. Η διαστροφή της αλήθειας από τον Κώδικα Ντα Βίντσι
Από την Αγγλική έκδοση του βιβλίου «Κώδικας Ντα Βίντσι» - Απόσπασμα της σελίδας 240:
Αγγλικό πρωτότυπο: (At the Council of Nicaea[*]): “many aspects of Christianity were debated and voted upon—the date of Easter, the role of the bishops, the administration of sacraments, and, of course, the divinity of Jesus… until that moment in history, Jesus was viewed by His followers as a mortal prophet... a great and powerful man, but a man nonetheless. A mortal. "Not the Son of God?" "Right," Teabing said. "Jesus' establishment as 'the Son of God' was officially proposed and voted on by the Council of Nicaea." "Hold on. You're saying Jesus' divinity was the result of a vote?" "A relatively close vote at that".
Μετάφραση: (Κατά την Σύνοδο της Νίκαιας[*]) “-Πολλά ζητήματα του Χριστιανισμού συζητήθηκαν και τέθηκαν σε ψηφοφορία, όπως η ημερομηνία του Πάσχα, ο ρόλος των επισκόπων, η τέλεση των Μυστηρίων, και, φυσικά, η θεότητα του Ιησού… Μέχρι εκείνη την στιγμή της ιστορίας, ο Ιησούς εθεωρείτο από τους οπαδούς του ένας θνητός προφήτης… ένας μέγας και ισχυρός άνθρωπος μεν, αλλά, παρά ταύτα, ένας άνθρωπος. Ένας θνητός. -Όχι Γιός του Θεού; -Σωστά, απάντησε ο Teabing. -Η αναγνώριση του Ιησού ως «Υιού του Θεού» προτάθηκε επίσημα και ψηφίστηκε από την Σύνοδο της Νίκαιας. -Για στάσου. Μου λες τώρα πως η θεότητα του Ιησού ήταν αποτέλεσμα ψηφίσματος; -Και μάλιστα ψηφίστηκε υπέρ, με μικρή διαφορά ψήφων.“
2. Ποια είναι η αλήθεια για το ζήτημα
Αληθεύει, πως ο Μέγας Κωνσταντίνος μετά την μεταστροφή του στον Χριστιανισμό είχε παραβρεθεί στην 1η Σύνοδο της Νίκαιας, αλλά δεν είναι αλήθεια πως ο Κωνσταντίνος «μετέβαλε τον Ιησού σε θεότητα», ή πως οι Χριστιανοί δεν θεωρούσαν τον Ιησού ως Θεό πριν από αυτό το γεγονός, όπως δηλώνει ο συγγραφέας.
Ο Κωνσταντίνος είχε συγκαλέσει την Σύνοδο, προκειμένου να διευθετηθεί μια διαφωνία που είχε προκύψει, όταν ένας ιερέας ονόματι Άρειος άρχισε να αρνείται πως ο Ιησούς είναι και Θεός, γεννώντας με αυτή την θέση την αίρεση του Αρειανισμού και προξενώντας σκάνδαλο το οποίο κλόνιζε την πίστη των απανταχού Χριστιανών. Ο Άρειος είχε αποκτήσει ένα πλήθος οπαδών (γνωστοί ως Αρειανιστές), και η διαμάχη ανάμεσα στους Αρειανιστές και τους παραδοσιακούς Χριστιανούς έγινε τόσο οξεία, που ο αυτοκράτορας συγκάλεσε την Σύνοδο για να κλείσει το ζήτημα αυτό οριστικά.
Συνεπώς, ήταν οι επίσκοποι της Συνόδου της Νίκαιας οι οποίοι επαναβεβαίωσαν την παραδοσιακή Χριστιανική θέση, σε αντίθεση με τον Άρειο και τους οπαδούς του.
Και βεβαίως δεν έγινε καμία ψηφοφορία για να επικυρωθεί η θεότητα του Ιησού: αυτό το στοιχείο της θεότητάς Του ήταν ήδη δεδομένο και κοινή γνώση όλων των Χριστιανών, από τους πρώτους κιόλας χρόνους της πίστεως αυτής. Οι επίσκοποι έπρεπε να αποφασίσουν μόνο αν θα υπέγραφαν ή όχι το Σύμβολο της Πίστεως (το ‘Πιστεύω’) που είχε συνταχθεί από την Σύνοδο και που αποσαφήνιζε την αντίληψή τους περί της ιστορικής και βιβλικής διδασκαλίας σχετικά με την φύση του Ιησού.
Εάν αναφερόταν σε αυτή την λεπτομέρεια ο Μπράουν -και το έτερον ήμισύ του, ο Teabing- όταν έγραψε περί ‘ψηφοφορίας’, τότε δεν ήταν καθόλου «μικρή η διαφορά» ψήφων, καθότι μόνο δύο από τους 318 επισκόπους δεν υπέγραψαν το Σύμβολο της Πίστεως.
Όπως φαίνεται μέσα από τα ακόλουθα αποσπάσματα, οι πρώιμοι Πατέρες της Εκκλησίας ήδη αναγνώριζαν πως ο Χριστός είναι Θεός, και επί πλέον, ήσαν ανένδοτοι στην διατήρηση αυτής της πολύτιμης αλήθειας. Προσέξτε τις χρονολογίες! Οι Πατέρες στους οποίους αναφερόμαστε, είναι πριν από την σύνοδο. Έτσι αποδεικνύεται, για άλλη μία φορά, πως ο κ. Νταν Μπράουν, δεν έχει ιδέα ούτε από Θεολογία, ούτε από ιστορία, και πως το μόνο που έκανε είναι να αντιγράψει τους Αρειανούς και του Μαρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι υποστηρίζουν τα ίδια.
Ιγνάτιος Αντιοχείας: «Ο Ιγνάτιος, ο επονομαζόμενος και ‘Θεοφόρος’, προς την Εκκλησία της Εφέσου στην Ασία… προορισμένος προαιωνίως για μία δόξα διαρκή και αναλλοίωτη, ενωμένος και επιλεγμένος δια του αληθινού μαρτυρίου, δια του θελήματος του Πατρός, εν Χριστώ τω Θεώ ημών..» (Επιστολή Α’ προς τους Εφεσίους - 110 μ.Χ.)
«Διότι ο Θεός ημών Ιησούς Χριστός, συλληφθείς εκ της Παρθένου Μαρίας σύμφωνα με το Σχέδιο του Θεού: εκ του γόνου του Δαυίδ, είναι αλήθεια, αλλά και από του Αγίου Πνεύματος» (του ιδίου, 18:2)
«[Εις] την Εκκλησία, την αγαπημένη και πεφωτισμένη κατόπιν της αγάπης του Ιησού Χριστού, του Θεού ημών, δια του θελήματος Εκείνου που θέλησε τα πάντα τα οποία είναι» (Επιστολή Α’ προς τους Ρωμαίους - 110 μ.Χ.)
Αριστείδης: «[Οι Χριστιανοί] είναι εκείνοι που, πάνω από όλους τους ανθρώπους του κόσμου, έχουν βρει την αλήθεια, επειδή αναγνώρισαν τον Θεό, τον Δημιουργό και Πλάστη όλων των πραγμάτων, στο Πρόσωπο του Μονογενούς Υιού, και εν Πνεύματι Αγίω.» (Απολογία -140 μ.Χ.)
Τατιανός ο Σύριος: «Δεν παριστάνουμε τους γελοίους, ω Έλληνες, ούτε ομιλούμε ανοησίες, όταν δηλώνουμε πως ο Θεός γεννήθηκε, με ανθρώπου μορφή.» (Αγόρευση προς τους Αθηναίους 21 - 170 μ.Χ.)
Μελίτων Σάρδεων: «Δεν είναι επ’ ουδενί απαραίτητο, όταν συναναστρεφόμεθα με ανθρώπους της διάνοιας, να επικαλούμεθα τις πράξεις του Χριστού μετά από την Βάπτισή Του ως αποδείξεις πως η ψυχή Του και το Σώμα Του - πως η ανθρώπινη φύση Του - ήσαν όπως και οι δικές μας: αληθινές και όχι φανταστικές. Οι πράξεις του Χριστού μετά από την Βάπτισή Του, και προπαντός τα θαύματά Του, προσέφεραν ακριβώς στον κόσμο την απόδειξη και την διαβεβαίωση της Θεότητας που έκρυβε η Σάρκα Του. Όντας τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος, έδωσε θετικά δείγματα των δύο Φύσεών Του: δια των θαυμάτων Του τα τρία πρώτα χρόνια μετά από την Βάπτισή Του, και της ανθρώπινης φύσης Του κατά τα τριάντα χρόνια που προηγήθηκαν της Βάπτισής Του, κατά την διάρκεια των οποίων χρόνων –λόγω της σαρκικής Του καταστάσεως- απέκρυπτε τα σημεία της Θεότητάς Του, αν και ήταν ο αληθινός Θεός, ο προϋπάρχων προ πάντων των αιώνων.» (Απόσπασμα από τον «Οδηγό» του Αναστασίου - 177 μ.Χ.)
Ειρηναίος: «Καθ’ ότι η Εκκλησία, αν και διεσπαρμένη σε όλη την οικουμένη, μέχρι τα πέρατα της γης, έχει λάβει από τους Αποστόλους και τους μαθητές τους την πίστη σε ένα Θεό, τον Παντοδύναμο Πατέρα, Ποιητή του ουρανού και της γης και της θαλάσσης και όλων όσων ευρίσκονται μέσα σε αυτά. Και σε ένα Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, ο οποίος ‘σαρξ εγένετο’ για την ημετέρα σωτηρία. Και στο Πνεύμα το Άγιο, που μίλησε μέσω των προφητών για τα θεϊκά θελήματα και τα επερχόμενα, και για την εκ Παρθένου Γέννηση, και για τα Πάθη και την εκ νεκρών Ανάσταση και την σωματική Ανάληψη εις ουρανούς του αγαπημένου Ιησού Χριστού και Κυρίου ημών, και την έλευσή Του εκ των ουρανών με την δόξα του Πατρός για να αποκαταστήσει τα πάντα. Και την ανάσταση πάσης σαρκός, όλης της ανθρωπότητος, ώστε ενώπιον του Ιησού Χριστού του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος και Βασιλέως ημών, με το σύμφωνο του αοράτου Πατρός, θα λυγίσει κάθε γόνυ όσων είναι στον ουρανό και επί της γης και υποκάτω της γης.» (Κατά Αιρέσεων, 1:10:1 - 189 μ.Χ.)
«Παρά ταύτα, εκείνο που δεν μπορεί να ειπωθεί για κανένα άλλο πρόσωπο που έζησε, είναι πως ο ίδιος είναι δικαιωματικά Θεός και Κύριος… το οποίο διακρίνεται, από εκείνους που έχουν φτάσει σε έστω ένα ελάχιστο μέρος της Αλήθειας.» (του ιδίου, 3:19:1)
«Μισηθείς ως προς την εμφάνισή Του αλλά στην πραγματικότητα λατρευθείς, (ο Ιησούς) είναι ο Εξιλεωτής, ο Σωτήρ, ο Παρηγορητής, ο θείος Λόγος, Εκείνος που είναι προφανέστατα ο αληθινός Θεός Εκείνος που είναι στο ίδιο επίπεδο με τον Κύριο του Σύμπαντος επειδή είναι ο Υιός Του…» (του ιδίου, 10:110:1)
Τερτυλλιανός: «Η προέλευση των δύο Ουσιών Του Τον προβάλλουν ως Άνθρωπο και ως Θεό: γεννηθείς εκ του ενός, και μη γεννηθείς εκ του ετέρου.» (Η Σάρκα του Ιησού, 5:6–7 - 210 μ.Χ.).
«Πώς υπάρχουν δύο θεοί και δύο Κύριοι, όμως, είναι μια δήλωση που ποτέ δεν θα επιτρέψουμε να εξέλθει από του στόματός μας. Όχι κατά τρόπον που να υπονοεί ότι δεν είναι Θεός ο Πατήρ, και Θεός ο Υιός, ή το Πνεύμα Θεός, και το κάθε ένα από τα Πρόσωπα αυτά Θεός - επειδή μέχρι πρότινος το «δύο» εκλαμβανόταν ως (δύο) θεοί και ως (δύο) Κύριοι – έτσι, ερχόμενος ο Χριστός, θα αναγνωριζόταν και ως Θεός και θα τον αποκαλούσαν Κύριο, ακριβώς επειδή είναι ο Υιός Εκείνου που είναι και Θεός και Κύριος.» (Κατά Πραξέα, 13:6 - 216 μ.Χ.)
Ωριγένης: «Αν και ήταν Θεός, προσέλαβε σάρκα. Και, γενόμενος άνθρωπος, παρέμεινε εκείνο που ήταν: Θεός.» (Οι Βασικές Διδασκαλίες, 1:0:4 - 225 μ.Χ.).
Ιππόλυτος: «Μόνο ο [Λόγος] του Θεού είναι εκ του εαυτού του και συνεπώς είναι και Θεός, γενόμενος ουσία του Θεού.» (Αναίρεση Πασών των Αιρέσεων,10:33 - 228 μ.Χ.).
Νοβατιανός: «Εάν ο Χριστός ήταν μόνο άνθρωπος, γιατί να μας παραδώσει ένα τέτοιο γνώμονα πίστεως όπως εκείνο που είχε ο Ίδιος αναφέρει: «ΑΥΤΗ ΔΕ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΣ ΖΩΗ ΤΟ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩΣΙ ΣΕ ΤΟΝ ΜΟΝΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΑΠΕΣΤΕΙΛΑΣ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ»; [ΙΩΑΝΝΗ 17:3]
Εάν δεν είχε επιθυμήσει να τον εκλάβουν τον Ίδιο ως Θεό, γιατί τότε πρόσθεσε τα λόγια: «ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΑΠΕΣΤΕΙΛΑΣ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ» , παρά μόνο επειδή επιθυμούσε να τον αποδεχθούν και ως Θεό; Διότι, αν δεν επιθυμούσε να Τον αναγνωρίσουν ως Θεό, θα είχε προσθέσει τα εξής λόγια: «Και ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, τον οποίον απέστειλες», ενώ, στην πραγματικότητα, ούτε πρόσθεσε τέτοια λόγια, ούτε παρέδωσε τον Εαυτό Του μονάχα ως άνθρωπο, αλλά συσχέτισε τον Εαυτό Του με τον Θεό, διότι επιθυμούσε με αυτόν τον τρόπο να Τον κατανοήσουν και ως Θεό, καθώς είναι. Συνεπώς, οφείλουμε να πιστέψουμε (σύμφωνα με τον γνώμονα που μας συνέστησε) στον Κύριο, στον Ένα αληθινό Θεό, και συνεπώς σε Εκείνον τον Οποίον απέστειλε, δηλαδή τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος –όπως προαναφέραμε- επ’ ουδενί δεν θα συσχέτιζε τον Εαυτό Του με τον Πατέρα, εάν δεν είχε επιθυμήσει ο Ίδιος να κατανοηθεί και ως Θεός. Αλλιώς, θα είχε διαχωρίσει τον Εαυτό Του από Εκείνον (τον Πατέρα), αν δεν επιθυμούσε να Τον κατανοήσουν ως Θεό.» (Πραγματεία για την Αγία Τριάδα, Νο.16 - 235 μ.Χ.)
Κυπριανός Καρθαγένης: «Όποιος αρνείται πως ο Χριστός είναι Θεός, δεν δύναται να γίνει ναός Του (Αγίου Πνεύματος)…» (Επιστολές, 73:12 - 253 μ.Χ.).
Γρηγόριος ο Θαυματουργός: «Ένας είναι ο Θεός, ο Πατήρ του ζώντος Λόγου ο οποίος είναι η υπάρχουσα σοφία και δύναμίς και αιώνια εικόνα Του: ο τέλειος γεννήτωρ του τέλειου γεγενημένου, Πατήρ του Μονογενούς Υιού. Ένας είναι ο Κύριος, Θεός εκ Θεού, κατ’ εικόνα και ομοίωση της θεότητας, ο αποτελεσματικός Λόγος, η περιεκτική Σοφία της σύστασης των πάντων, και η δημιουργός Δύναμη όλης της Δημιουργίας, ο αληθινός Υιός του αληθινού Θεού, ο Αόρατος εξ Αοράτου και ο Αδιάφθορος εξ Αδιαφθόρου, και Αθάνατος εξ Αθανάτου και Αιώνιος εξ Αιωνίου….Και ούτω, μήτε ο Υιός υστερούσε του Πατρός, μήτε το Πνεύμα υστερούσε του Υιού, αλλά, αμετάβλητη και αναλλοίωτη, η Αγία Τριάς αεί μένει.» (Δήλωση Πίστεως - 265 μ.Χ.).
Αρνόβιος: «Λοιπόν», θα μας πει κάποιος μαινόμενος, θυμωμένος και αναστατωμένος άνθρωπος, «εκείνος ο Χριστός είναι ο Θεός σας;» «Πράγματι είναι ο Θεός μας» θα του απαντήσουμε, «και μάλιστα Θεός των κρυπτών δυνάμεων». (Κατά Παγανιστών,1:42 - 305 μ.Χ.).
Πέραν των ανωτέρω αποσπασμάτων, υπάρχουν και μαρτυρίες ειδωλολατρών, όπου φαίνεται πως οι Χριστιανοί λάτρευαν τον Χριστό ως Θεό. Παραθέτουμε δύο ενδεικτικά παραδείγματα:
Πλίνιος ο Νεώτερος (ιστορικός): «Ο Ρωμαίος Κυβερνήτης της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας, σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανό περίπου το 112 μ.Χ., έγραφε τα ακόλουθα: «Συνήθιζαν (οι Χριστιανοί) να συναθροίζονται σε συγκεκριμένη ημέρα, πριν χαράξει ο ήλιος, όπου έψελναν εναλλακτικά ύμνους προς τον Χριστό σαν να ήταν Θεός, και δέσμευαν τον εαυτό τους με όρκο σοβαρό, όχι για τυχόν πονηρές πράξεις, αλλά για να μην διαπράξουν ποτέ οποιαδήποτε απάτη, ή κλοπή, ή μοιχεία, επίσης να μην νοθεύσουν ποτέ τον λόγο τους, ή να αρνηθούν κάτι που τους έχει εμπιστευθεί, όταν αυτό τους ζητηθεί να το παραδώσουν. Κατόπιν, ήταν έθιμό τους να χωρίζουν, και μετά να ξανασυγκεντρώνονται για να μετάσχουν σε φαγητό – αλλά φαγητό του κοινού και αθώου είδους.»
Πρώτα απ’ όλα, εδώ παρατηρούμε πως οι Χριστιανοί συναθροίζονταν τακτικά, σε προκαθορισμένες ημέρες. Δεύτερον, η λατρεία τους απευθυνόταν στο Πρόσωπο του Χριστού, αποδεικνύοντας πως πίστευαν σθεναρά στην Θεότητά Του. Επί πλέον, κάποιος λόγιος ερμηνεύει το σχόλιο αυτό του Πλινίου περί ‘ψαλμών που απευθύνονταν στον Χριστό σαν σε Θεό’, ως ένα σημείο αναφοράς για το μάλλον διακριτό γεγονός πως Ο Χριστός –αντίθετα με τους άλλους θεούς που λάτρευαν οι άνθρωποι- ήταν «ένας άνθρωπος που είχε ζήσει επί της γης».
Λουκιανός Σαμοσατεύς: (125-180 μ.Χ.) Έλληνας Σατιρικός του 2ου αιώνα μ.Χ.. Σε ένα από τα έργα του, σχολιάζει ως εξής: «Οι Χριστιανοί…..λατρεύουν μέχρι και σήμερα έναν άνθρωπο – εκείνο το διακεκριμένο πρόσωπο, που εισήγαγε καινοφανείς ιεροτελεστίες και που σταυρώθηκε εξ αιτίας αυτών -- Τους είχε εντυπώσει αυτός ο πρώτος νομοθέτης τους πως είναι όλοι τους αδέλφια, από την στιγμή που θα μεταστραφούν και αρνηθούν τους θεούς τους και λατρέψουν τον σταυρωμένο σοφό και ζήσουν σύμφωνα με τις εντολές του.»
* ΣΗΜ. ΟΟΔΕ: που έλαβε χώρα το έτος 325 μετά Χριστόν Για περισσότερα ντοκουμέντα ότι και η Αγία Γραφή και οι πρώτοι Χριστιανοί θεωρούσαν τον Χριστό ως Θεό, μπορείτε να βρείτε πληθώρα άρθρων ΕΔΩ. Και ειδικότερα για τους προ της Α΄ Οικ. Συνόδου Χριστιανούς, το σχετικό θέμα: Πίστευε η αρχαία Εκκλησία στην Αγία Τριάδα; |
Δημιουργία αρχείου: 17-5-2006.
Τελευταία ενημέρωση: 17-5-2006.
ΕΠΑΝΩ |