Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Θεολογικά θέματα |
Φανέρωση του Θεού εν Χριστώ // Οι εμφανίσεις του Αγγέλου Γιαχβέ στην Παλαιά Διαθήκη // Θεοπτία θεολογία των θεουμένων
Ταυτίζεται η
αυτογνωσία με την θεογνωσία; Τι λένε οι άγιοι Πατέρες; |
1ο Μέρος Πολλές φορές ακούμε και διαβάζουμε ότι αν θέλεις να βρεις τον Θεό, αρκεί να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Δηλαδή, η γνώση του εαυτού μας (η αυτογνωσία) ταυτίζεται με την γνώση του Θείου (την θεογνωσία). Από Ορθόδοξης πλευράς, αυτό είναι πλάνη. Και ο λόγος είναι πολύ απλός· στην Ορθόδοξη θεολογία έχουμε διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Αυτή η διάκριση δεν είναι βάση της φιλοσοφίας, αλλά βάση της εμπειρίας της θεώσεως των αγίων. Το κτιστό και το άκτιστο είναι μεταξύ τους ανόμοια. Δεν υπάρχει καμία ομοιότητα, και είναι μεταξύ τους άσχετα ως προς την ουσία.
Η θέση της Ορθόδοξης Πίστης σχετικά, συνοψίζεται ως εξής από τον μεγάλο θεολόγο και δογματολόγο, π. Ι. Ρωμανίδη « [..] το βασικό κατηγόρημα, το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκρισις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης» [1]. Βέβαια, η αυτογνωσία είναι πάρα πολύ σπουδαίο πράγμα για την ζωή μας, διότι αποτελεί μια πρώτη βαθμίδα, και αποκτάται με την συνέργεια του ανθρώπου και της Χάριτος του Θεού. Οι άγιοι Πατέρες έχουν μιλήσει σε πολλά σημεία μέσα στα συγγράμματά τους για την αυτογνωσία. Η θεογνωσία όμως είναι κάτι άλλο, που δίδεται ως δώρο του ίδιου του Θεού, και που δεν θα έχει τέλος όπως και ο Θεός δεν έχει τέλος. Η θεογνωσία δεν έγκειται στην γνώση της ουσίας του Θεού, διότι αυτή είναι αμέθεκτη, αλλά στην πνευματική γνώση που λαμβάνουν όσοι μετέχουν στις άκτιστες θείες ενέργειες που απορρέουν από την Θεία φύση. Αυτοί καθίστανται θεόπνευστοι. Όσοι ταυτίζουν την αυτογνωσία με την θεογνωσία, όχι μόνο δεν κάνουν την εμπειρική Πατερική διάκριση κτιστού και ακτίστου, αλλά ίσως και να ταυτίζουν τον κόσμο με τον θεό (πχ όταν νοούν το θείο ως «συμπαντική συνείδηση», ή «το σύνολο των φυσικών νόμων» κλπ), κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα στην ειδωλολατρία. Μέσα στην κτίση υπάρχουν «αντανακλάσεις» του Θεού (οι οποίες δεν είναι ούτε η ουσία ούτε η ενέργεια του Θεού, αλλά το αποτέλεσμα των ακτίστων ενεργειών που είναι τα κτίσματα), όχι όμως ο ίδιος ο Θεός. Για παράδειγμα, παρατηρώντας κανείς τον τρόπο που η μέλισσα δομεί τέλεια και τετραγωνικά την κυψέλη, καταλαβαίνει ότι ο Δημιουργός έδωσε την συγκεκριμένη σοφία. Όταν λοιπόν κανείς εκλαμβάνει τις «αντανακλάσεις» αυτές ως «θεό», πλανάται. Είναι σαν να βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη. Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι η ουσία μας αλλά το είδωλό μας. Έτσι, ο άνθρωπος πλανήθηκε και ταύτισε την κτίση με τον Θεό, ακόμα και τον εαυτό του ως μέρος της ουσίας της θείας πραγματικότητας. Ταυτίζοντας τον Θεό με την κτίση, ταύτισε με τον Θεό τις αντανακλάσεις- τα είδωλα- συνεπώς έγινε ειδωλολάτρης. Συνήθως όσοι υποστηρίζουν αυτές τις θέσεις, πιστεύουν ότι η κίνηση είναι «κυκλική». Ο κόσμος απορρέει από το απρόσωπο θείο και αυτονομείται (εξέλιξη), και έπειτα επανέρχεται εκεί από όπου ξεκίνησε (ανέλιξη). Αυτή η κίνηση είναι αιώνια, και όσον αφορά τον άνθρωπο, η επαναφορά γίνεται δια της «μετενσαρκώσεως». Συνεπώς, κατ’ αυτούς, αν θέλεις να γνωρίσεις την θεία πραγματικότητα, απλά κοίταξε μέσα σου. Εάν όμως είναι έτσι, τότε δύο τινά μπορεί να ισχύουν· είτε υπάρχουν πολλές «θείες αλήθειες» εφόσον έχουμε μοναδικές, και διαφορετικές προσωπικότητες, είτε η «θεία αλήθεια» είναι μια, άρα δεν έχουμε μοναδική προσωπικότητα εφόσον είμαστε μέρος αυτής της μιας «συμπαντικής» και απρόσωπης δύναμης. Και στις δύο περιπτώσεις, καταργείται το πρόσωπο (του Θεού και του ανθρώπου), το οποίο –όπως αναφέρει ο καθηγητής Ν. Ματσούκας βάση της Ορθόδοξης Παράδοσης- «[..] δεν είναι απλώς και μόνο η ετερότητα, αλλά κυρίως η ανεπανάληπτη ιδιαιτερότητα» [2]. Αυτά τα συναντούμε κυρίως στις Ανατολικές θρησκείες και φιλοσοφίες, στον αρχαίο Γνωστικισμό (που προσέλαβε στοιχεία διαφόρων παραδόσεων), στα διάφορα αποκρυφιστικά ρεύματα, στον Ερμητισμό, στην μασονία (που είναι μετεξέλιξη του Γνωστικισμού), στις σύγχρονες Γνωστικές κινήσεις, στην Θεοσοφία, στην Ανθρωποσοφία, κλπ. Αντιθέτως, όπως υπογραμμίζει ο π. Α. Αλεβιζόπουλος, «Η Χριστιανική Πίστη δεν συμβιβάζεται με πανθεϊστικές ή ινδουιστικές ερμηνείες του κόσμου, γιατί αρνείται οποιαδήποτε οντολογική σχέση του κόσμου με τον Θεό. Η ουσία του κόσμου είναι κτιστή και όχι άκτιστη και επομένως τα όντα δεν είναι ξεπεσμένα κομμάτια του Θεού» [3]. Ωστόσο, οι σχέσεις του Θεού με την κτίση είναι κατ’ Ενέργεια. Μόνο δια της μεθέξεως στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει περί του Θεού, χωρίς ποτέ να φτάσει στην γνώση της Θείας Ουσίας Του.
Μόνο κατά την Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου έχουμε ένωση κτιστού και ακτίστου κατ’ ουσία. Αυτό όμως είναι ένα γεγονός μοναδικό και ανεπανάληπτο. «Μετά όμως την Ενσάρκωση του Θεού Λόγου, μέσω και λόγω της Ενσαρκώσεως, έχομε προσωπικές σχέσεις με τον Θεόν. Με τον Θεόν όμως ως Θεάνθρωπον (ως Υιόν Θεού και υιόν ανθρώπου). Επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος. Που σημαίνει ότι η Ενσάρκωσης επέφερε μία ειδική σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπων, μεταξύ του Χριστού και των ανθρώπων [..]» [4]. Σε αυτό το πρώτο μέρος, θα παραθέσουμε επιλεκτικά χωρία από Πατέρες των τριών πρώτων αιώνων, τα οποία έχουν σχέση με την θεογνωσία.
Άγιος Ειρηναίος της Λυών, «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως», βιβλίο Δ: «Εδίδαξεν ημάς ο Κύριος, ότι Θεόν ειδέναι ουδείς δύναται, μη ουχί Θεού δοξάζοντος, τουτέστιν, άνευ Θεού μη γινώσκεσθαι τον Θεόν· αυτό δε το γινώσκεσθαι τον Θεόν, θέλημα είναι του Πατρός. Γνώσονται και αυτόν, οις αν αποκαλύψη ο Υιός» [5]. Σχόλιο: Σε αυτό το πολύ σπουδαίο χωρίο, ο άγιος Ειρηναίος συνδέει την θεογνωσία (την αποκάλυψη) με τον δοξασμό (δηλ. τον φωτισμό), που γίνεται δια της μεθέξεως στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, και είναι η όραση του Υιού εν δόξει.
Άγιος Ιππόλυτος, «Αποσπάσματα Εις τας Παροιμίας του Σολομώντα»: «[..] αι δε αρεταί εφ’ ημίν, χάρακες άρα είεν αι αρεταί, αι υψούσαι την γνώσιν του Θεού, οίον άσκησις, μελέτη [..]» [6]. Σχόλιο: Ο άγιος Ιππόλυτος συνδέει την γνώση του Θεού με τις αρετές, η κατάκτηση των οποίων χρειάζεται άσκηση και μελέτη. Φυσικά, αναφέρεται στην κάθαρση που προηγείται του φωτισμού, και αποτελεί το πρώτο στάδιο φανερώσεως της αλήθειας. Ο π. Α. Αλεβιζόπουλος γράφει: «Προϋπόθεση για την κάθαρση του ανθρώπου είναι ο αγώνας εναντίων των παθών. Όποιος πραγματικά αγαπά τον Θεό, δεν υποδουλώνεται σε τίποτε άλλο και αγωνίζεται εναντίων των παθών. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος να οδηγηθεί κανείς στην κάθαρση. Η υποδούλωση στα πάθη απομακρύνει από τον Θεό» [7].
Στα ίδια πλαίσια κινείται και ο Θεόφιλος Αντιοχείας, ο οποίος γράφει τα εξής στο «Πρώτο βιβλίο προς τον Αυτόλυκο»: «Βλέπεται γαρ θεός τοις δυναμένοις αυτόν οράν, έπαν έχωσι τους οφθαλμούς ανεωγμένους της ψυχής. Πάντες μεν γαρ έχουσι τους οφθαλμούς, αλλά ένιοι υποκεχυμένους και μη βλέποντας το φως του ηλίου [..] Ούτως και συ, ω άνθρωπε, έχεις υποκεχυμένους τους οφθαλμούς της ψυχής σου υπό των αμαρτημάτων και των πράξεών σου των πονηρών. [..] όταν η αμαρτία εν τω ανθρώπω, ου δύναται ο τοιούτος άνθρωπος θεωρείν τον θεόν» [8]. Σχόλιο: Ο Θεόφιλος συνδέει την θεογνωσία (αυτόν οράν) με την κάθαρση. Τα άρρωστα μάτια δεν μπορούν να δουν τις ηλιακές ακτίνες.
Άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας: Ο άγιος Ιουστίνος, στο έργο του «Διάλογος προς Τρύφωνα τον Ιουδαίο», αναφέρει την συνάντηση που είχε πριν γίνει Χριστιανός, με κάποιον άλλο γέροντα Χριστιανό. Στον μεταξύ τους διάλογο, ο Ιουστίνος (που τότε ανήκε στον μέσο Πλατωνισμό και πίστευε ότι σε λίγο θα έβλεπε δια του νου του τον Θεό μέσω άσκησης και κάθαρσης), διαπίστωσε την διαφορά ανάμεσα στον ανθρώπινο νου και στον Θεό. Ότι δεν θα μπορούσε ο νους του ανθρώπου να «δει» τον Θεό μέσω της αυτογνωσίας, ούτε μέσω της κάθαρσης, αλλά δια του δοξασμού που δίνει η άκτιστη χάρη του Θεού, όπως συνέβη και με τους Προφήτες. «Ποια λοιπόν, έλεγε, είναι η συγγένειά μας προς τον Θεό; Ή είναι και η ψυχή θεία και αθάνατος και μέρος εκείνου του ίδιου του βασιλικού νοός; Όπως εκείνος βλέπει τον Θεό, έτσι και σε μας είναι εφικτό να συλλάβουμε το θείο με τον νου μας και να ευδαιμονούμε ήδη από εδώ; Βεβαιότατα, είπα» [9]. Εν τέλει, ο Ιουστίνος πείθεται ότι για να δει κανείς τον Θεό, πρέπει να φωτιστεί από αυτόν, όπως ακριβώς συνέβη με τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτοί, δεν «είδαν» τον Θεό επειδή ήταν οι εξυπνότεροι και οι πιο ικανοί, αλλά επειδή έλαβαν τον δοξασμό από τον Θεό. «Εις εμέ ευθύς αμέσως άναψε πυρ εις την ψυχή και με κατέχει έρως για τους Προφήτες και τους άνδρες εκείνους, οι οποίοι είναι φίλοι του Χριστού· διαλογιζόμενος καθ’ εαυτόν τους λόγους του, έβρισκα ότι μόνο αυτή είναι αληθινή και ωφέλιμη φιλοσοφία» [10]. «Η Παράδοσις της Εκκλησίας παραμένει αναλλοίωτη δια μέσου των αιώνων, όσον αφορά στην αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο. Και τούτο, διότι η αποκάλυψις του Θεού στον άνθρωπο είναι η ίδια δια μέσου των αιώνων. Ήτο και είναι πάντα η ίδια, σε όλους τους θεούμενους από την εποχή του Αδάμ μέχρι τώρα. Όλοι οι θεούμενοι (Προφήτες, Απόστολοι, Άγιοι), δέχονται την ίδια εμπειρία εν Αγίω Πνεύματι κατά την θέωσι, όταν δηλαδή τους αποκαλύπτεται ο Χριστός. Η μόνη διαφορά σε αυτήν την εμπειρία είναι ότι στην Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός αποκαλύπτεται άσαρκος, ως ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ενώ στην Καινή Διαθήκη, όπου μεσολαβεί η Ενσάρκωσης του Λόγου στο πρόσωπο του Χριστού, ο Χριστός αποκαλύπτεται με την δεδοξασμένη Του ανθρωπίνη φύση, κατά ανάλογο τρόπο με εκείνον που αποκαλύφθηκε στο όρος Θαβώρ στους τρεις Αποστόλους. Αυτά σημαίνουν ότι στην Ορθόδοξη Θεολογία η γνώσις περί του Θεού απλώς επιβεβαιώνεται επανα-αποκαλυπτομένη στους θεουμένους της κάθε εποχής. Η γνώσις αυτή, η αποκάλυψις του Θεού στον άνθρωπο, είναι πάντα της αυτής φύσεως, έχει όμως διαβαθμίσεις, δηλαδή διαφορετικό βαθμό πληρότητος στον κάθε θεούμενο. Όταν ο Θεός αποκαλύπτεται σε έναν άνθρωπο, αποκαλύπτεται στο μέτρο που ο Θεός θέλει και που ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπορεί να δεχθή, να χωρέση, την αποκάλυψη του Θεού. Ο μέγιστος βαθμός αποκαλύψεως του Θεού στον άνθρωπο είναι εκείνος της Πεντηκοστής. Τότε το Πνεύμα το Άγιον ωδήγησε τους Αποστόλους «εις πάσαν την αλήθειαν» [11].
Μέρος 2οΣε αυτό το δεύτερο μέρος (το πρώτο μπορείτε να το δείτε εδώ), θα παραθέσουμε αποσπάσματα από ορισμένους αγίους Πατέρες του 4ου αιώνα. Επειδή είναι πάρα πολλά, κάναμε επιλογή τόσο στα κείμενα όσο και στους Πατέρες, παραλείποντας πάρα πολλά από τον τεράστιο πνευματικό πλούτο που μας άφησαν. Χάριν συντομίας λοιπόν, αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια στοιχεία, που αφορούν τόσο το θέμα της αυτογνωσίας όσο και της θεογνωσίας.
Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Κατήχηση 16η, Περί του Αγίου Πνεύματος: «Όπως ακριβώς, όταν κάποιος βρίσκεται προηγουμένως στο σκοτάδι, ξαφνικά, μόλις δει τον ήλιο, φωτίζονται τα σωματικά του μάτια και βλέπει εκείνα που πριν δεν τα έβλεπε καθαρά, έτσι και αυτός που αξιώνεται να λάβει το Άγιο Πνεύμα, φωτίζεται στην ψυχή και βλέπει πράγματα που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα, τα οποία δεν τα είχε γνωρίσει πριν. Το σώμα του είναι στην γη και η ψυχή του σαν μέσα από κάποιο καθρέπτη βλέπει τους ουρανούς» [12]. Σχόλιο: Η θεογνωσία συνδέεται με την λήψη και την πλήρωση του Αγίου Πνεύματος.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ομιλία 75η «Εις το Κατά Ιωάννη»: «Γιατί λέει, ‘’Τότε θα γνωρίσετε’’; Διότι τότε είδαν αυτόν αναστάντα και συναναστρεφόμενο αυτούς, τότε γνώρισαν την ορθή πίστη· διότι ήταν μεγάλη η δύναμη του Πνεύματος, που όλα τους τα δίδασκε. ‘’Εκείνος που έχει εις το νου του τις εντολές μου και φυλάσσει αυτές, εκείνος είναι που με αγαπά’’, διότι δεν αρκεί μόνο να τις έχει, αλλά χρειάζεται και ακριβής φύλαξη αυτών» [13]. Σχόλιο: Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρεται στο χωρίο κατά το οποίο λέει ο Χριστός στους αποστόλους: «Εάν με αγαπάτε, τας εντολάς μου φυλάξατε. Και εγώ θέλω παρακαλέσει τον Πατέρα, και θέλει σας δώσει άλλον Παράκλητον, διά να μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, το οποίον ο κόσμος δεν δύναται να λάβη, διότι δεν βλέπει αυτό ουδέ γνωρίζει αυτό· σεις όμως γνωρίζετε αυτό, διότι μένει μεθ' υμών και εν υμίν θέλει είσθαι. Δεν θέλω σας αφήσει ορφανούς· έρχομαι προς εσάς. Έτι ολίγον και ο κόσμος πλέον δεν με βλέπει, σεις όμως με βλέπετε, διότι εγώ ζω και σεις θέλετε ζη. Εν εκείνη τη ημέρα σεις θέλετε γνωρίσει, ότι εγώ είμαι εν τω Πατρί μου και σεις εν εμοί και εγώ εν υμίν. Ο έχων τας εντολάς μου και φυλάττων αυτάς, εκείνος είναι ο αγαπών με· ο δε αγαπών με θέλει αγαπηθή υπό του Πατρός μου, και εγώ θέλω αγαπήσει αυτόν και θέλω φανερώσει εμαυτόν εις αυτόν» (Κατά Ιωάννη, 14:15-21). Η πνευματική γνώση, που παρουσιάζεται ως αποκάλυψη, σχετίζεται με την τήρηση των εντολών του Χριστού (μέσα από τις οποίες γνωρίζουμε τον εαυτό μας και οδηγούμαστε στην εν μετανοία ζωή- αυτογνωσία), και με το Άγιο Πνεύμα που δίνει τον φωτισμό ως δώρο.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Εις τα Άγια Φώτα»: «Αρχή της σοφίας, λέγει, είναι το να αποκτήσεις σοφία. Τι λέει ως αρχή της σοφίας; Τον φόβο. Διότι δεν πρέπει να καταλήγουμε στο φόβο, ενώ έχουμε αρχίσει από την φιλοσοφική θεώρηση (διότι η χωρίς φραγμούς φιλοσοφική θεώρηση θα μπορούσε να μας σπρώξει γρήγορα προς τον κρημνό), αλλά να σηκωνόμαστε υψηλότερα, αφού θα έχουμε διαπαιδαγωγηθεί και καθαρισθεί και, για να το πω κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα έχουμε γίνει πιο λεπτοί από τον φόβο. Διότι όπου υπάρχει φόβος, εκεί υπάρχει και τήρηση των εντολών, εκεί γίνεται και κάθαρση της σαρκός, του νέφους αυτού το οποίο εμποδίζει την ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά την θεία ακτίνα. Όπου υπάρχει κάθαρση, εκεί υπάρχει και θείος φωτισμός. Ο θείος φωτισμός είναι η εκπλήρωση του πόθου εκείνων οι οποίοι επιδιώκουν να πλησιάσουν τα μέγιστα ή το μέγιστο, ή κάτι παραπάνω από μεγάλο. Για αυτό πρέπει πρώτα να καθαρίσει κανείς τον εαυτό του και έπειτα να πλησιάσει και να συναναστραφεί τον καθαρό [..] Διότι ο ίδιος Λόγος είναι και φοβερός εξ αιτίας της φύσεώς του, για εκείνους οι οποίοι δεν είναι άξιοι και ικανός, εξ αιτίας της αγάπης του προς τον άνθρωπο, να εισέλθει εις εκείνους οι οποίοι έχουν προετοιμασθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο και εις όσους, αφού έχουν εκδιώξει το ακάθαρτο και υλικό πνεύμα των ψυχών, καθάρισαν τις ψυχές τους και τις στόλισαν με την καθαρή γνώση, την οποία δεν άφησαν ούτε αργή ούτε άπρακτη [..] εις εκείνους οι οποίοι, εκτός από το να αποφεύγουν την κακία εργάζονται την αρετή, αφού έβαλαν μέσα τους όσο περισσότερο μπορούσαν ολόκληρο τον Χριστό, με τρόπο ώστε να μην βρει η πονηρή δύναμη κανένα κενό για να εισέλθει και να τα συμπληρώσει, και να γίνουν τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα, λόγω του ότι η επίθεση είναι πιο ισχυρή και η φρουρά πιο ασφαλής και δυσκολοκυρίευτη. Όταν θα φυλάξουμε πολύ προσεκτικά την ψυχή μας και ετοιμάσουμε την καρδιά μας για πνευματικές αναβάσεις, και ετοιμάσουμε εις τους εαυτούς μας πρωτοκαλλιέργητα χωράφια, και σπείρουμε καρπό δικαιοσύνης, όπως λέει ο Σολομών και ο Δαβίδ και ο Ιερεμίας, ας προσφέρουμε εις τους εαυτούς μας το φως της γνώσεως. Και έτσι θα κηρύξουμε την σοφία του Θεού την αποκεκρυμμένη ‘’εν μυστηρίω’’, και ας γινόμαστε φως για τους άλλους» [14]. Σχόλιο: Βλέπουμε και πάλι την σύνδεση της θεογνωσίας με την κάθαρση. Δηλαδή, η τήρηση (εργασία) των εντολών του Θεού πηγάζει από τον βαθύ σεβασμό προς τον Θεό, και οδηγεί στον θείο φωτισμό (που σημαίνει ότι έχουμε επέμβαση του Θεού και όχι ότι έρχεται αυτόματα ο φωτισμός). Η κάθαρση δεν είναι κάτι το στατικό, αλλά έγκειται στην μύηση της εν Χριστώ ζωής (όχι στην ηθικολογία και στον πουριτανισμό), που περιλαμβάνει εσωτερική ετοιμασία για πνευματικές αναβάσεις, που είναι τα στάδια και οι βαθμοί της κάθαρσης, προκειμένου η θεία χάρη να φωτίσει τον πιστό. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να παίρνει κανείς επιπόλαια τα πράγματα και να παρασύρεται από την ψευδώνυμη γνώση.
Μέγας Αθανάσιος, «Λόγος Κατά Ειδώλων»: «Διότι, ο δημιουργός και βασιλέας του κόσμου Θεός, που είναι πάνω από κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και νόηση, επειδή είναι αγαθός και υπέρκαλλος, δημιούργησε τον άνθρωπο όμοιο με τη δική του εικόνα. Τον δημιούργησε ο ίδιος ο Υιος του Θεού και Λόγος, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Κατασκεύασε τον άνθρωπο όμοιο με τον εαυτό Του, να μπορεί να μελετά και να γνωρίζει όλα τα δημιουργήματα. Τον προίκισε με τη δυνατότητα να γνωρίζει την αϊδιότητα του Θεού. Έτσι, διατηρεί την ομοιότητα με το Θεό και ποτέ δεν ξεφεύγει από την ορθή αντίληψη για Εκείνον. Έχοντας ο άνθρωπος τη Χάρη του Θεού, δεν διακόπτει την κοινωνία με τους Αγίους. Με τη δύναμη του Θεού ο άνθρωπος χαίρεται να συνομιλεί με το Θεό. Ζει την ανώδυνη και ευτυχισμένη ζωή που δεν γνωρίζει θάνατο. Τίποτε δεν τον εμποδίζει στη γνώση του Θεού. Ανάλογα με τη καθαρότητά του βλέπει την εικόνα του Θεού Πατέρα, δηλαδή τον Υιό Λόγο, τον οποίο και εικονίζει. Μένει κατάπληκτος από τη πρόνοια του Θεού για τον κόσμο. Ο κατ' εικόνα Θεού άνθρωπος ξεπερνά κάθε τι το αισθητό, ακόμη και το ίδιο του το σώμα, και ενώνεται νοητά με τα ουράνια θεία ενεργήματα. Όταν ο ανθρώπινος νους ξεφύγει από τα αισθητά και δεν επιθυμεί τίποτε απ' αυτά τα γήϊνα, τότε υπερβαίνει τον εαυτό του και βρίσκεται στην αρχική κατάσταση της δημιουργίας πριν την πτώση. Υπερβαίνει κάθε τι το ανθρώπινο και αισθητό, μεταρσιώνεται και βλέπει τον Υιό Λόγο και μαζί και τον Πατέρα Του Χαίρεται σ' αυτή τη θεοπτία και ανανεώνεται μέσα του ο θείος πόθος» [15]. Σχόλιο: Κατά τον Μ. Αθανάσιο, είναι δώρο του Θεού η δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίζει μελετώντας τον κτιστό κόσμο. Είναι δυνατότητα που υπάρχει στο «κατ’ εικόνα». Αλλά και περί της θεογνωσίας, δια της άκτιστης χάρης του Θεού και ανάλογα με τον βαθμό καθάρσεως. Είναι ολοφάνερο από το απόσπασμα, ότι η αυτογνωσία δεν είναι το ίδιο πράγμα με την θεογνωσία. Διότι, και τα δύο είναι δώρα του Θεού μεν, με την δυνατότητα αυτογνωσίας να είναι δεδομένη και να χρειάζεται την μελέτη του ανθρώπου, αλλά η δυνατότητα θεογνωσίας έχει άμεση σχέση με την όραση του ίδιου του Υιού εν δόξη. Είναι αποκάλυψη που έρχεται «από έξω», και όχι ανακάλυψη που έρχεται «από μέσα».
Μ. Βασίλειος «Οικείωσις δε Πνεύματος προς ψυχήν ουχ ο δια τόπου προσεγγισμός [..] αλλά ο χωρισμός των παθών άπερ από της προς την σάρκα φιλίας ύστερον επιγινόμενα τη ψυχή, της από του Θεού οικειότητος ηλλοτρίωσε. Καθαρθέντα δη ουν από του αίσχους, ο ανεμάξατο δια της κακίας, και προς το εκ φύσεως κάλλος επανελθόντα και οίον εικόνι βασιλικί την αρχαίαν μορφήν δια καθαρότητος αποδόντα, ούτως εστί μόνως προσεγγίσαι τω Παρακλήτω. Ο δε, ώσπερ ήλιος, κεκαθαρμένον όμμα παραλάβων, δείξει σοι εν εαυτώ την εικόνα του αοράτου. Εν δε τω μακαρίω της εικόνος θεάματι το άρρητον όψει του αρχέτυπου κάλλος. Του τοις από πάσης κηλίδος κεκαθαρμένοις ελλάμπον, τη προς εαυτώ κοινωνία πνευματικούς αποδείκνυσι. Και ώσπερ τα λαμπρά και διαφανή των σωμάτων, ακτίνος εαυτοίς εμπεσούσης, αυτά τε γίνεται περιλαμπή και ετέραν αυγήν αφ’ εαυτών αποστίλβει. Ούτως αι πνευματοφόροι ψυχαί, ελλαμφθείσαι παρά του Πνεύματος, αυταί τε αποτελούνται πνευματικαί και εις ετέρους την χάριν εξαποστέλλουσιν» [16]. Σχόλιο: Επανάληψη όσων έχουμε πει ως τώρα. Ο θείος φωτισμός της θεογνωσίας έχει άμεση σχέση με την κάθαρση από τα ποικίλα πάθη. Όταν αυτά καθαριστούν, τότε επανέρχεται το αρχαίο κάλλος, καθαρίζεται και φαίνεται η βασιλική εικόνα που έχουμε μέσα μας ως δώρο του Θεού, αλλά που εξ αιτίας της πτώσεως έχει μουτζουρωθεί. Τότε φωτίζεται ο άνθρωπος και μετέχει των θείων ενεργειών, και καθίσταται πνευματοφόρος. Ο Τριαδικός Θεός, αμέθεκτος και άγνωστος ως προς την ουσία, γίνεται προσιτός και μεθεκτός δια των ακτίστων ενεργειών. Υψηλές καταστάσεις που φανερώνουν την Βασιλεία που είναι η ίδια η όραση της δόξας του Τριαδικού Θεού, μικρή γεύση των οποίων λαμβάνει κανείς ήδη από τώρα. Και όλα αυτά, χάριν στην ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, που άνοιξε την οδό για την κατά χάρη ένωση του Θεού με τον άνθρωπο, και την επαναφορά στο «καθ’ ομοίωση».
Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, «Πνευματικές ομιλίες»: «Και όπως ακριβώς εκεί στην πλάνη ο τέλειος άνθρωπος ντύθηκε τον παλαιό άνθρωπο και φοράει ένδυμα της βασιλείας του σκότους, ένδυμα βλασφημίας, απιστίας, αφοβίας, ματαιοδοξίας, υπερηφανείας, φιλαργυρίας, επιθυμίας κακής, και άλλα ενδύματα της βασιλείας του σκότους, τα κουρελιασμένα και ακάθαρτα και βρωμερά, έτσι πάλι εδώ όσοι απέβαλαν τον παλαιό και δόλιο άνθρωπο και έβγαλε από πάνω τους ο Χριστός τα ενδύματα της βασιλείας του σκότους, ντύθηκαν τον καινούριο και επουράνιο άνθρωπο τον Ιησού Χριστό [..] τους έντυσε όλους αυτούς ο Κύριος με τα ενδύματα της ανέκφραστης Βασιλείας του φωτός [..] ο Ιησούς Χριστός, φωτίζει τώρα κατά τρόπο μυστικό την ψυχή και βασιλεύει στην ψυχή των αγίων. Και, ενώ είναι κρυμμένος και δεν φαίνεται με τα ανθρώπινα μάτια, βλέπεται πράγματι ο Χριστός μόνο με τα μάτια της ψυχής μέχρι την ημέρα της Αναστάσεως, οπότε και αυτό το σώμα θα καλυφθεί και θα δοξασθεί με το φως του Κυρίου [..]» [17]. Σχόλιο: Ο άγιος μιλάει για παλαιό και νέο άνθρωπο, πράγμα που δείχνει ότι δια της αυτογνωσίας βλέπουμε σε ποια κατάσταση (πτωτική) βρισκόμαστε. Η θεογνωσία πηγάζει από τον ίδιο τον Χριστό (τον ενανθρωπήσαντα Λόγο του Θεού), που γίνεται για μας «ένδυμα» του νέου ανθρώπου, και ο οποίος χαρίζει από αυτήν την ζωή το άκτιστο φως της δόξας του στις ψυχές (αν και υπάρχουν αναφορές ότι υπάρχουν επιπτώσεις και στο σώμα των αγίων που πολλές φορές εθεάθη ως πυρ ή φως κατά την διάρκεια της θεώσεως). Στην Ανάσταση, στον μέλλοντα αιώνα, θα γίνει πλήρης αποκάλυψη, όπου θα θεωθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα. (Στο τρίτο μέρος, θα συνεχίσουμε με αποσπάσματα από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά). Μέρος 3ο και τελευταίοΣε αυτό το τρίτο και τελευταίο μέρος, συνεχίζουμε με ενδεικτικές αναφορές ότι η γνώση του Θεού δεν έχει σχέση με την γνώση του κτιστού. Οι αναφορές είναι από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, τα Αρεοπαγιτικά συγγράμματα, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «Εις τον Εκκλησιαστή»: 1ο Απόσπασμα: «Εκείνο το ανώτερο από κάθε έννοια και όνομα αγαθό, είναι αυτό το οποίο η ψυχή, όταν αποκοπεί από το κακό, αναζητεί πάντοτε και επιθυμεί να ενσωματωθεί σ’ αυτό που βρίσκει. Αυτό το αγαθό είναι ανώτερο από κάθε επεξηγηματικό λόγο. Και όποιος επιχειρεί να συλλάβει την έννοιά του λογικά κάνει λάθος και αστοχεί ως προς την έννοια του Θεού. Γιατί αυτό που πιστεύουμε ότι είναι πάνω απ’ όλα, είναι οπωσδήποτε πάνω από την λογική [..]. Εκείνο όμως το αγαθό που διδασκόμαστε να αναζητούμε και να διασφαλίζουμε, και για το οποίο μας δίνεται η συμβουλή να συναπτόμαστε και να μένουμε προσκολλημένοι σ’ αυτό, επειδή είναι ανώτερο από την κτίση, είναι ανώτερο και από την ανθρώπινη αντίληψη. Γιατί πως είναι δυνατόν ο νους μας, εφόσον κινείται στα στενά πλαίσια του διαστήματος, να κατανοήσει τον άπειρο Θεό; [..] Για αυτό, όταν ο νους φτάσει στα υπέρλογα, τότε έρχεται η στιγμή της σιωπής. Και κρατάει στα εσώτερα βάθη της ψυχής ανεξήγητο θαυμασμό για εκείνη την απερίγραπτη δύναμη. Γιατί γνωρίζει ότι και οι μεγάλοι Προφήτες ομιλούν για τα έργα του Θεού, όχι όμως και για τον Θεό [..]. Στις συζητήσεις μας περί Θεού, όταν ο λόγος αναφέρεται στην ουσία του Θεού, φθάνει η στιγμή της σιωπής. Όταν όμως γίνεται λόγος για κάποια αγαθή ενέργεια, της οποίας η γνώση φθάνει ακόμη και σε μας, τότε έρχεται η ώρα για να διαλαλούμε τα μεγάλα έργα, να εξαγγέλουμε τα θαυμάσια, να διηγούμαστε τα έργα. Μέχρις εδώ μπορούμε να χρησιμοποιούμε τον λόγο και να μιλάμε, ενώ για τα πιο πέρα να μην επιτρέπουμε στον κτιστό εαυτό μας να υπερβαίνει τα όριά του, αλλά να τον αγαπά, αν γνωρίζει καλά τον εαυτό του [..] Αν ο άνθρωπος αγνοεί τον εαυτό του, πώς να περιγράψει τα πάνω από τον εαυτό του;» [18]. 2ο Απόσπασμα: «[..] ο ανθρώπινος νους, όταν αποξενωθεί από αυτόν τον θολό και άγονο βίο και όταν καθαρισθεί με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, γίνεται φωτεινός και αναμιγνύεται με την αληθινή και ανώτερη καθαρότητα. Τότε φαίνεται και αυτός ως ένα βαθμό μέσα σ’ εκείνη την καθαρότητα. Λούζεται μέσα στις ακτίνες και γίνεται φως σύμφωνα με την επαγγελία του Κυρίου, ο οποίος έδωσε τη μεγάλη υπόσχεση ότι οι δίκαιοι θα λάμψουν όπως λάμπει ο ήλιος [..]. Είτε, λοιπόν, εμείς ανεβούμε ψηλά εγκαταλείποντας το σκοτάδι που υπάρχει γύρω από τη γη, και φθάσουμε εκεί λουσμένοι στο φως, αφού θα έχουμε πλησιάσει το αληθινό φως του Χριστού, είτε το αληθινό φως, το οποίο λάμπει μέσα στο σκοτάδι, κατέβει και μέχρι σε μας, θα γίνουμε και εμείς φως, καθώς λέγει ο Κύριος στους μαθητές, εκτός και αν κάποια κηλίδα της αμαρτίας επικαθίσει και μολύνει την καρδιά και μειώσει την ακτινοβολία του δικού μας φωτός» [19].
Αρεοπαγιτικά Συγγράμματα. «Περί Θείων ονομάτων»: «Εμείς πάντως έχοντας συναίσθηση του εαυτού μας γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε ικανοί να εννοήσουμε επαρκώς όσα είναι νοητά από τις θείες αλήθειες ούτε να εκφέρουμε και να εκφράσουμε όσα από τη θεογνωσία είναι ρητά [..] μας παραγγέλλει όμως να μαθαίνουμε συνεχώς όσα μας έχει παραχωρήσει και δωρίσει, και να τα μεταδίδουμε αγαθοεργώς και σε άλλους» [20]. «Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας»: «Η άπειρη όμως φιλανθρωπία της θεαρχικής αγαθότητος, με τον αγαθοπρεπή τρόπο της, δεν αποποιήθηκε την προσωπική για μας πρόνοια, αλλά, αφού έγινε αληθινά μέτοχος όλων των στοιχείων της φύσεώς μας, πλην της αμαρτίας, κι ενώθηκε με την ταπεινή μας υπόσταση, μαζί με την εντελώς αδιατάρακτη και ακέραιη κατοχή των δικών της στοιχείων, μας χορήγησε σαν ομογενείς πλέον την προς αυτήν κοινωνία και μας ανέδειξε μετόχους του κάλλους της. Κατέλυσε προηγουμένως την σε βάρος μας κυριαρχία των αποστατικών δυνάμεων, όπως λέγει η κρυφή αποκάλυψις, όχι δια δυναμικής επιβολής, αλλά με κρίση και δικαιοσύνη, σύμφωνα με το λόγιο που μας παραδόθηκε μυστικώς, μετασκεύασε την κατάστασή μας ευεργετικά προς την εντελώς αντίστροφη κατεύθυνση. Διότι γέμισε την σκοτεινιά του νου μας με πλούσιο και θείο φως, στόλισε την ομορφιά του με τα θεοειδή κάλλη· απελευθέρωσε το κατοικητήριο της ψυχής σώμα από τα ανόσια πάθη και τους φθοροποιούς μολυσμούς, αφού έσωσε ολοτελώς την ουσία μας που είχε καταπέσει σχεδόν τελείως. Μας έδειξε το δρόμο της υπερκόσμιας αναγωγής και την ένθεη πολιτεία του βίου, για να φθάσουμε κατά το δυνατό σε ιερή εξομοίωση με αυτήν» [21]. «Περί Μυστικής θεολογίας»: «Πραγματικά ο θείος Μωυσής δεν παίρνει απλώς την εντολή να καθαρθεί πρώτα ο ίδιος κι έπειτα να χωρισθεί από τους ακαθάρτους· αλλά έπειτα από την τελεία κάθαρση ακούει τις πολύφωνες σάλπιγγες, βλέπει πολλά φώτα που στέλλουν αστραφτερές και πολύχυτες ακτίνες. Ύστερα χωρίζεται από τους πολλούς και μαζί με τους έγκριτους ιερείς φθάνει στην κορυφή των θείων αναβάσεων. Κι εν τούτοις εκεί δεν συναντάται με τον ίδιο το Θεόκαι δεν βλέπει αυτόν (διότι αυτός είναι αθέατος), αλλά τον τόπο όπου βρίσκεται αυτός. Τούτο νομίζω ότι σημαίνει ότι τα θεία και κορυφαία από τα οράματα και τα νοήματα είναι σπερματικοί λόγοι των πραγμάτων που είναι υποτεταγμένα στον υπέρτατο όλων, με τους οποίους φανερώνεται η πάνω από κάθε κατάληψη παρουσία των που επιβαίνει στις νοητές κορυφές των αγιότατων τόπων του. Τότε ο Μωυσής αποδεσμεύεται και από τα ορώμενα και από τους ορώντας, και εισδύει μέσα στο γνόφο της αγνωσίας, τον πραγματικά μυστικόν, όπου αποκλείει όλες τις γνωστικές αντιλήψεις και φθάνει στο εντελώς ανέγγιχτο και αόρατο, παραδίδεται ολόκληρος στον επέκεινα όλων, και δεν ανήκει ούτε στον εαυτό του ούτε σε κανένα άλλο· και, κατόπιν της ανενεργεσίας κάθε γνώσεως, ενωμένος σε ανώτερο επίπεδο με τον εντελώς άγνωστο, με το να μη γνωρίζει τίποτε , γνωρίζει πέρα από κάθε νόηση» [22].
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. «Κεφάλαια Περί Αγάπης, Α’ Εκατοντάδα»: «Με την εφαρμογή των εντολών του Χριστού ο νους αποβάλλει τα πάθη, ενώ με την πνευματική θεωρία των ορατών πραγμάτων αποβάλει τις εμπαθείς έννοιες των πραγμάτων· με τη γνώση των ορατών πραγμάτων αποβάλλει τη θεωρία των ορατών, και τέλος τη γνώση αυτή των αοράτων την αποβάλλει με την γνώση της αγίας Τριάδος. Όπως ακριβώς ο ήλιος ανατέλλοντας και φωτίζοντας τον κόσμο, και τον εαυτό του δείχνει και τα πράγματα που φωτίζονται απ’ αυτόν, έτσι και ο Ήλιος της δικαιοσύνης, ανατέλλοντας μέσα στον καθαρό νου, και τον εαυτό του δείχνει, και τις αιτίες όλων εκείνων που έχουν γίνει απ’ αυτόν και πρόκειται να γίνουν. Δεν γνωρίζουμε τον Θεό από την ουσία του, αλλά από τα μεγαλοπρεπή έργα του και την πρόνοιά του για τα όντα» [23]. «Κεφάλαια Περί Θεολογίας, Α’ Εκατοντάδα»: «Όποιος πιστεύει φοβάται, κι όποιος φοβάται ταπεινοφρονεί, κι όποιος ταπεινοφρονεί γίνεται πράος κρατώντας μέσα του άπρακτα τα παρά φύση κινήματα του θυμού και της επιθυμίας. Ο πράος φυλάει τις εντολές· όποιος φυλάει τις εντολές γίνεται καθαρός·όποιος γίνει καθαρός φωτίζεται εσωτερικά, κι όποιος φωτιστεί γίνεται άξιος να συγκοιμηθεί με το νυμφίο Λόγο στον κοιτώνα των μυστηρίων» [24].
Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «Κατηχητικός λόγος 14»: «Τον άνθρωπο λοιπόν αυτόν, στον οποίο κατοίκησε ο Θεός, τον διδάσκει για τα μέλλοντα και παρόντα, όχι με λόγο, αλλά με έργο και πείρα και πράγμα. Διότι, ανοίγοντας τους νεκρούς οφθαλμούς του, του δείχνει ο Θεός όσα θέλει και όσα συμφέρουν σ’ αυτόν, και τον πείθει να μη ερευνά τα άλλα, ούτε να ζητεί ούτε να πολυπραγμονεί γι’ αυτά, επειδή ούτε αυτά που ο Θεός του αποκαλύπτει και του δείχνει μπορεί ποτέ να βλέπει άφοβα. Αλλά σκύβοντας και βλέποντας στο βάθος του πλούτου και της σοφίας και της γνώσεως του Θεού, αμέσως κυριεύεται από ίλιγγο και έκπληξη, κατανοώντας τον εαυτό του, ποιος είναι και ποιων πραγμάτων αξιώθηκε να γίνει θεατής» [25].
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «Α’ Λόγος Υπέρ των Ιερώς Ησυχαζόντων». «Εκείνος που θέλει να έχει το κατ’ εικόνα σώο και την αληθογνωσία, περισσότερο από κάθε τι άλλο πρέπει να φροντίζει αυτό (το διορατικό), και να απέχει από την αμαρτία, και τον νόμο των εντολών να μελετά έμπρακτα, και να αποκτήσει κάθε αρετή, και να επιστρέψει προς τον Θεό με προσευχή και αληθινή θεωρία. Γιατί χωρίς καθαρότητα, ακόμη και αν μάθεις τη φυσική φιλοσοφία από τον Αδάμ μέχρι την συντέλεια, θα είσαι όχι λιγότερο μωρός, αν μη και περισσότερο, παρά σοφός· ενώ χωρίς εκείνη, αφού καθαρθείς και απαλλάξεις την ψυχή από τα πονηρά πάθη και δόγματα, θα αποκτήσεις τη σοφία του Θεού, η οποία νικά τον κόσμο, και θα ζήσεις αιώνια μαζί με τον μόνο σοφό Θεό, γεμάτος αγαλλίαση» [26].
Πηγές: 1. «Πατερική Θεολογία», π. Ι. Ρωμανίδης, κεφάλαιο 18. 2. «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», Γ’ τόμος, σελ. 44. 3. «Η Ορθοδοξία μας», π. Α. Αλεβιζόπουλος, σελ. 91. 4. «Πατερική Θεολογία», π. Ι. Ρωμανίδης, κεφάλαιο 35. 5. ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 153. 6. ΒΕΠΕΣ 6, σελ. 173. 7. «Η Ορθοδοξία μας», π. Α. Αλεβιζόπουλος, σελ. 23. 8. ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 13. 9. ΕΠΕ 1, «Απολογητές», σελ. 275 10. Όπως ανωτέρω, σελ. 285. 11. «Πατερική Θεολογία». π. Ι. Ρωμανίδη, κεφάλαιο 52. 12. «Κατηχήσεις αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων», Β’ τόμος, Γ. Μαυρομάτης, σελ. 432-433. 13. Έργα αγίου Ι. Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, σελ. 441 14. Έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5, σελ. 85-89. 15. Το έργο ελήφθη από την σελίδα της Ο.Ο.Δ.Ε 16. Το χωρίο του Μ. Βασιλείου ελήφθη από τον Β’ τόμο πατρολογίας του Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 382. Είναι από το έργο «Περί του αγ. Πνεύματος», του ιερού Πατρός. 17. Φ. ΕΠΕ 7, σελ. 45-47, 2η Πνευματική Ομιλία. 18. «Μυστική Θεολογία», αρχ. Π. Μπρούσαλης, σελ. 205-215 19. Ως ανωτέρω, σελ. 159-161 20. Φ. ΕΠΕ 3, σελ. 89-91 21. Ως ανωτέρω, σελ. 389-391 22. Ως ανωτέρω, σελ. 481 23. Έργα αγίου Μάξιμου, Φ. ΕΠΕ 14, σελ. 205-207 24. Ως ανωτέρω, σελ. 453 25. Έργα αγίου Συμεών, Φ. ΕΠΕ 19Δ, σελ. 129 26. Έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Φ. ΕΠΕ 2, σελ. 55 |
Δημιουργία αρχείου: 11-2-2015.
Τελευταία ενημέρωση: 23-1-2017.