Χαίρομαι αφάνταστα που απετόλμησα τη σημερινή συνάντηση. Δεν
είχε λογική η απόφαση μου να συναινέσω στην τόσο ευγενική
πρότασή σας. Δεν ξέρω ποια είναι η λογική της δικής σας
σκέψης να με καλέσετε στην όμορφη και ζεστή ετήσια συνάντησή
σας. Εγώ οφείλω να ομολογήσω ευθύς εξ αρχής ότι δεν είμαι
αυθεντικός αγιορείτης. Το καταλαβαίνετε και μόνοι σας Είμαι
πιο πολύ «φίλος του Αγίου Όρους» παρά αγιορείτης. Φίλος του
Αγίου Όρους δεν είναι κάποιος που είναι μέλος ενός συλλόγου∙
ούτε κάποιος που ξέρει τα μοναστήρια με τη σειρά τους η
γνωρίζει προσωπικά τους ηγουμένους, την ιστορία κ.λπ. Φίλος
του Αγίου Όρους είναι όποιος αντιλαμβάνεται τους
αναστεναγμούς του και εμπνέεται από το ήθος και το φρόνημά
του. Κατ' αναλογία, αγιορείτης δεν είναι κάποιος που έχει
αγιορείτικη κουρά η είναι εγγεγραμμένος σε ένα αγιορείτικο
μοναστήρι. Αγιορείτης είναι όποιος κατάφερε να είναι διαγεγραμμένος από τον κόσμο. Και εγώ δεν είμαι. Απόδειξη;
Η
πρόσκλησή σας απόψε σε αυτό το χώρο.
Προσπαθούμε λοιπόν όλοι μας, κι εσείς κι εγώ, να γίνουμε
τουλάχιστον φίλοι του Αγίου Όρους. Προσπαθούμε να γίνουμε
φίλοι του Θεού. Αν ψάξουμε στο βάθος των αναζητήσεων και της
προαιρέσεως μας, θα διακρίνουμε τον πόθο μιας συνάντησης
μαζί Του∙ μιας συνάντησης που θα τη θέλαμε, αλλά
δυσκολευόμαστε να την πιστέψουμε. Μας φαίνεται πιο μεγάλη
από τα μέτρα μας και γι' αυτό συνήθως δεν την προσπαθούμε Η
συνάντηση με το Θεό, λέγουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας,
περνάει από τη συνάντηση με τον πλησίον αδελφό μας και από
τη συνάντηση με τον πιο πλησίον: τον εσώτερο εαυτό μας. Μια
ευκαιρία λοιπόν, αδελφικής κοινωνίας και κριτικής
αυτογνωσίας αισθάνομαι πως είναι και η παρούσα συνάντηση.
Δεν είναι μια ομιλία με ομιλητή εμένα και ακροατές εσάς∙
είναι μια συνάντηση με ισότιμα πρόσωπα. Μια απάντηση. Μία
από τις άπειρες απαντήσεις στο μοναδικό ερώτημα του Θεού και
του ανθρώπου. Στο ερώτημα αυτό ενώπιον του οποίου καταρρέει
η λογική της θύραθεν σκέψης και εκφυλίζεται η λογική της ορθολογιζομένης πρακτικής.
Κάθε συνάντηση έχει το ρίσκο της. Κι εσείς που με καλέσατε
κι εγώ που ανταποκρίθηκα, όλοι πήραμε ένα ρίσκο. Το
ενδεχόμενο να απογοητευθούμε δεν είναι μικρό. Ήδη κάποιοι εξ
υμών δυσκολεύονται με τη χρήση του ορού «ρίσκο» τον όποιο
όμως με ειλικρινές κόστος ψυχής χρησιμοποίησα, ελλείψει
σαφέστερης ελληνικής λέξης.
Για το θράσος του δικού μου ρίσκου σας ζητώ συγγνώμη. Για
την τόλμη, την αγάπη και την ευγένεια του δικού σας, σας
ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά.
Ας προχωρήσουμε λοιπόν.
Η υπάρχει
ο Θεός και του αξίζουν τα πάντα, η δεν υπάρχει
και να τελειώσει το παραμύθι. Και υπάρχει... Και μάλιστα
υπάρχει για να κοινωνείτε. Ο Θεός είναι πρώτον υπαρκτός,
δεύτερον αληθινός και τρίτον μεθεκτός, κοινωνήσιμος και
κοινωνούμενος.
Η σημερινή λοιπόν, δική μας συνάντηση θέλει να παραπέμψει σε αυτή τη συνάντηση με το Θεό. Μια συνάντηση που ενίοτε
προκύπτει μέσα από μια ανεξήγητη εσωτερική αποκάλυψη η από
μια ασυνήθη θαυματουργική εμπειρία. Άλλοτε πάλι έρχεται ως
αποτέλεσμα ειλικρινούς αναζήτησης η φυσική συνέπεια
πνευματικά υγιούς αγωγής. Μπορεί όμως να έλθει και ως καρπός
ενός υπέρλογου ρίσκου.
Ο Θεός βέβαια εμφανίζεται και μέσα από την απλότητα,
ανιχνεύεται μέσα στην ισορροπία της μεσότητος, συναντάται
όμως κυρίως μέσα από την ακρότητα της ανθρώπινης φύσης και
βουλήσεως. Στο μεθόριο του φυσικού με το υπερβατικό ανιχνεύει
κανείς τα αποτυπώματα της θεϊκής παρουσίας. Όταν ερχόμαστε
αντιμέτωποι με το άγνωστο, τον κίνδυνο, τον πόνο, την αδικία,
τα αναπάντητα διλήμματα, τις εσωτερικές κρίσεις, τότε η
πιθανότητα να συναντήσουμε το Θεό αυξάνει.
Το Άγιο Όρος, που αυτό σήμερα μας έχει μαζέψει εδώ, είναι
τόπος συνάντησης με το Θεό, μέσα κυρίως από υπέρλογα ρίσκα.
Το Όρος της ιστορίας, το Όρος του σήμερα, το Όρος της
αληθείας, το «ορώμενο» και μη «ορώμενο» Όρος, δεν έχει καμία
σχέση με τη λογική του φυσικού ανθρώπου, των πανεπιστημίων,
του κόσμου τούτου. Γι' αυτό και δεν σπουδάζεται, αλλά βιούται.
Έτσι, επί παραδείγματι, το «άβατο» δεν εξηγείται με κοσμική
επιχειρηματολογία. Ούτε και ο μοναχισμός ως τρόπος ζωής
γίνεται κατανοητός με τις κατηγορίες της σύγχρονης λογικής.
Εγώ προσωπικά νιώθω πως αποτελώ ανεξήγητο μυστήριο στη σκέψη
των περισσοτέρων φίλων και γνωστών μου, που πολύ με αγαπούν,
άλλα δυσκολεύονται να με καταλάβουν.
Όταν οι μαθητές ήταν με τον Κύριο στη Γαλιλαία, Τον
καταλάβαιναν ως διδάσκαλο. Όταν έφθασαν στην Ιερουσαλήμ, Τον
ένιωσαν ως βασιλέα. Στο Γολγοθά Τον έχασαν και μετά την
Ανάσταση Τον ανεγνώρισαν μεν, αλλά «εν ετέρα μορφή».
Σε αυτή την απώλεια του Θεού και τη γνωριμία της «ετέρας
μορφής» Του σκέφθηκα να αφιερώσουμε την ομιλία μας απόψε.
Στην «άλλη λογική», που όλο και ξεθωριάζει καθώς η πάχυνση
της ανθρώπινης φύσης και σκέψης αυξάνει επικίνδυνα. Η τάση
σήμερα είναι να επαγγελλόμεθα μια προσέγγιση του Θεού είτε
μέσα από την αυθάδεια εκσυγχρονιστικών προσπαθειών εντελώς
επίγειου προσανατολισμού, είτε μέσα από τη δειλία και την
ανασφάλεια συντηρητικών και σχολαστικών επιλογών
προσκολλημένων σε μια δοξασμένη αλλά στείρα και δύσκαμπτη
παράδοση. Ο φόβος όμως του Θεού, στοιχείο τόσο απαραίτητο
στο πλησίασμά Του, κρύβει στην ουσία του τόλμη,
αποφασιστικότητα, ελευθερία και σύνεση. Κρύβει ρίσκο.
Από τη μια μεριά ο Θεός και από την άλλη ο διχασμένος
άνθρωπος. Η ανάγκη της συνάντησής τους - σκοπός της όλης
δημιουργίας - μυστήριο μέγα, του οποίου οι συνιστώσες είναι
τρεις:
1. Το απόμακρο, το λανθάνον, του Θεού
Μέσα στα ευαγγέλια, κυρίως στο κατά Ιωάννη, παρουσιάζεται
o
Θεός να φανερώνεται με κάποιο τρόπο, να αποκαλύπτει
διακριτικά το μυστήριό Του. Σαν να ήταν κρυμμένος και να
αποκαλύπτεται στην Εκκλησία, να εμφανίζεται στον κόσμο. Γι'
αυτό και η διατύπωση «εφανέρωσεν εαυτόν» η «εφανερώθη ο
Ιησούς» είναι αρκετά συχνή.
Αν όμως προσέξουμε λίγο τα πράγματα και τα εξετάσουμε με
την κοινή λογική, τη λογική που συνήθως οι περισσότεροι
διαθέτουμε για να σκεπτόμαστε και να αντιλαμβανόμαστε την
αλήθεια και τα γεγονότα, θα δούμε ότι η πραγματικότητα είναι,
η τουλάχιστον μας φαίνεται πώς είναι, λίγο διαφορετική. Ο
Θεός εμφανίζεται στον κόσμο αυτόν κρυμμένος, δύσκολος,
απόμακρος, λίγος. Περισσότερο υποψία δίνει παρά αίσθηση η
και βεβαιότητα για την ταυτότητά Του.
Όλοι όμως κάτι παραπάνω περιμένουμε.
Ο Θεός μας εμφανίζεται
κι αλλιώς εμείς Τον βλέπουμε. Άλλους τρόπους έχει Εκείνος κι
άλλες συνήθειες εμείς. Εκείνος μας φανερώνεται κι εμείς Τον
νιώθουμε άγνωστο. Εκείνος μας συναντά κι εμείς διερωτώμεθα
πού βρίσκεται.
Από την αρχή ακόμη της ιστορίας, μέσα στον Παράδεισο,
επέτρεψε ο Θεός στους πρωτοπλάστους να γεύονται από όλα τα
δένδρα εκτός από ένα∙ το δένδρο «του γινώσκειν καλόν και
πονηρόν», στην ουσία το δένδρο της γνώσεως του Θεού. Τους
είπε ότι αν φάτε από αυτό και με γνωρίσετε «θανάτω
αποθανείσθε», αμέσως θα πεθάνετε. Τι παράξενο πράγμα! Ενώ
προσφέρεται για να γνωρισθεί, δεν δίδει το δένδρο και τον
καρπό της γνώσεως στους πρωτοπλάστους.
Αλλά και σε μια θαυμάσια περιγραφή του βιβλίου της Εξόδου,
βλέπουμε το Μωϋσή να ανεβαίνει στο όρος Σινά και εκεί να
δέχεται την παρατήρηση του Θεού: Κανείς να μην ανεβεί ψηλά
στο βουνό «μήποτε εγγίσωσι προς τον Θεόν κατανοείσαι και
πέσωσιν εξ αυτών πλήθος» μήπως καθώς θα πλησιάζουν, κάτι
καταλάβουν πυρ της θεότητας Του και πέσουν νεκροί χιλιάδες.
Στο Σινά επίσης, εκεί στη βάτο, στην άλλη Θεοφάνια, όταν ο
Μωυσής ζήτησε από το Θεό να του φανερωθεί λέγοντας «εμφάνισόν
μοι σεαυτόν», Εκείνος του απάντησε ότι "το μόνο που μπορείς
να δεις είναι ο τόπος μου και τα νώτα μου, δηλαδή εκεί που
πάτησα και η πλάτη μου"∙ «όψει τα οπίσω μου, το δε πρόσωπόν
μου ουκ οφθήσεταί σοι», «ου δυνήση ιδείν το πρόσωπόν μου∙ ου
γαρ μη ιδή άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται».
Πράγματι, είναι δύσκολος ο Θεός. Τον ζητάς και σου κρύβεται.
Ενώ είναι «πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Του», δεν
διακρίνεται. Τον πλησιάζεις και απομακρύνεται. Αλλά είναι
και εύκολος. Είναι εύκολος και δύσκολος. Ίσως Τον ζητούμε
και Τον πλησιάζουμε ανθρώπινα. Θέλουμε να Τον
εξανθρωπίσουμε, να Τον υποτάξουμε στο «ανθρώπινον» και δεν
το καταλαβαίνουμε. Όταν πάλι Τον συναντήσεις, ενώ εσύ Τον
κυνηγάς, αντιλαμβάνεσαι ότι Αυτός σε καταδιώκει. Δεν Τον
ανακαλύπτεις∙ σου αποκαλύπτεται και δεν είναι μόνο αυτές οι
περιπτώσεις. Ο Θεός είναι δύσκολος ακόμη και στον απόστολο
Παύλο, ο οποίος «ηρπάγη έως τρίτου ουρανού» και είδε
«οπτασίες και αποκαλύψεις... και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α
ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι», άκουσε λόγια απερίγραπτα τα οποία
δεν είναι δυνατόν ανθρώπινη γλώσσα να τα αποτυπώσει. Γιατί
άραγε να μην μπορεί ο άνθρωπος, και μάλιστα ο απόστολος
Παύλος, να περιγράψει τα μυστήρια του Θεού; Γιατί να φθάσει
μόνο μέχρι τρίτου ουρανού; Όταν υπάρχει τέταρτος η και
παραπάνω, ο τρίτος είναι λίγος.
Αλλά γιατί πάμε τόσο
μακριά; Ας έρθουμε στο ίδιο το γεγονός της Αναστάσεως. Ας
σκεφθούμε λίγο τους Αποστόλους∙ είναι να μην έχουν παράπονο;
Να ζουν μαζί Του και να μην Τον καταλαβαίνουν! Η Μαρία η
Μαγδαληνή να Τον βλέπει, να Τον πλησιάζει με ιερό πόθο για
να Τον ακουμπήσει, «μη μου άπτου» να της λέει. Ο Κλεόπας και
ο Λουκάς να πορεύονται προς Εμμαούς, να υποψιάζονται κάτι,
να θερμαίνεται η ψυχή τους και, μόλις τους αποκαλύπτεται και
διανοίγεται ο νους τους, «αυτός άφαντος έγινε το απ' αυτών».
Τη στιγμή που ήθελαν λίγο να χορτάσουν, λίγο να ψηλαφίσουν,
κάπως να γευθούν, Τον έχασαν.
Κι όχι μόνο αυτό. Στη
Βηθλεέμ, «Θεός εφανερώθη εν σαρκί», αλλά «λαθών ετέχθη υπό
το σπήλαιον». Παράξενα πράγματα! Το ίδιο και με τους
Αποστόλους: τριάντα τρία χρόνια ο Θεός «λανθάνων» ζει
ανάμεσά τους σ' αυτό τον κόσμο, εμφανιζόμενος περισσότερο ως
άνθρωπος. Οι ίδιοι, με σφραγισμένο το νου, μάλλον δεν
καταλαβαίνουν και πολλά πράγματα στα τρία χρόνια που Τον
ακολουθούν. Και ξαφνικά σταυρώνεται και ανασταίνεται. Πέφτει
ο λίθος του μνήματος. Κενός ο τάφος, και ο Χριστός,
αναστημένος, εισέρχεται «κεκλεισμένων των θυρών» - Τι χαρά
να Τον αντικρίσουν! - Τους εμφανίζεται μεν, αλλά «εν έτερα
μορφή», κάπως διαφορετικός∙ τόσο, που ζητούν μια
επιβεβαίωση. Γι' αυτό και τρώει, για να τους αποδείξει ότι
είναι πραγματικός και όχι φάντασμα. Και πάλι όμως- πιστεύουν
μεν, αλλά δεν χορταίνουν. Θέλουν κι άλλο.
Γεύονται
τόσο από το Θεό, όσο ο Ίδιος από το ψάρι. Όλα αυτά γεννούν
μια απορία και ένα παράπονο. Το βάζω στο στόμα των μαθητών:
«Μας δόθηκες, Κύριε, τόσα χρόνια που δεν Σε καταλαβαίναμε Σε
νιώθαμε σαν δάσκαλο, σαν άνθρωπο, και μόλις αναστήθηκες και
μας εμφανίστηκες πλέον ως Θεός, σε χάσαμε. Έμεινες κοντά μας
αναστημένος, "οπτανόμενος δι' ημερων τεσσαράκοντα", σαράντα
μόνο μέρες∙ και αυτές «εν ετέρα μορφή». Τόσο λίγο! Και μετά
αναλήφθηκες. Και όσο κι αν μας είπες ότι «μεθ' υμών ειμί
πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος», ότι δηλαδή
θα είσαι για πάντα μαζί μας, τελικά κάποια αλλαγή έγινε και
αντί να είσαι Εσύ που Σε ξέραμε και Σε βλέπαμε, ο
αναστημένος, μας έστειλες τώρα το Πνεύμα το Άγιο, για το
οποίο μας μίλησες μεν, αλλά μας είναι ο νέος άγνωστος. Σε
ευχαριστούμε, άλλα γιατί αυτή η αλλαγή;»
Μοιάζουν να
είναι όλα αυτά λίγο σκάνδαλο στην περιέργειά μας, βάσανο
στην ανθρώπινη επιθυμία μας, πρόκληση στην ανάγκη να μας
είναι ο Θεός γνωστός, ει δυνατόν απτός. Μόλις Τον φθάνουμε,
μας φεύγει. Μόλις Τον ανακαλύψουμε, αλλάζει.
Γιατί
άραγε να είναι έτσι δύσκολα τα πράγματα; Γιατί η αλήθεια,
ενώ είναι εμφανής, να μην είναι και διαφανής; Γιατί ο Θεός
να αποκαλύπτεται μόνο, αλλά να μην ανακαλύπτεται; Γιατί να
κρύβεται, να μην φαίνεται («Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε»);
Γιατί να φανερώνεται, αλλά να μην βλέπεται; Γιατί να
χαρίζεται, να προσφέρεται, αλλά να μη χορταίνεται; Γιατί ο
Θεός τελικά, με κάποιο τρόπο να γίνεται αντιληπτός, αλλά όχι
κατανοητός; Γιατί ο λόγος Του να διατυπώνεται «εν παραβολαίς»;
Γιατί όταν ομιλεί περί της θεότητάς Του να μη γίνεται
κατανοητός και όταν επεξηγεί τα μυστήριά Του να καθίσταται
ακόμη δυσκολότερος; Γιατί ενώ είναι τόσο πολύς, να σταλάζει
μόνο στη ζωή μας; Ενώ είναι τόσο κοντινός -μέσα μας- ενώ
είναι ο εγγύς, να φαίνεται ως ο μακράν; Ενώ βρίσκεται επί
της γης επιδημών, να διαμένει εν ουρανοίς; Ενώ μας είναι
ανάγκη να Τον έχουμε γνωστό, Εκείνος να μας παραμένει
άγνωστος; Γιατί να μας είναι περισσότερο ερώτηση, απορία,
δυσπιστία, αμφιβολία, θαυμασμός, παρά απάντηση; Γιατί να μας
είναι λίγος και όχι πολύς, σιωπή και όχι λόγος; Γιατί το
θαύμα να είναι τόσο σπάνιο, η θέα Του δυσδιάκριτη και η
παρουσία Του μυστήριο; Ώρες - ώρες επιθυμούμε λαίμαργα να
Τον έχουμε. Και Τον χάνουμε. Ο Θεός δεν εμφανίζεται έτσι.
Πλησιάζεται πιο πολύ με την αποδοχή της αγνωσίας Του, παρά
με την παχύτητα η ικανότητα της γνώσεώς μας. Στα μάτια μας
είναι περισσότερο γνόφος παρά φως. Γιατί λοιπόν όλα αυτά;
Δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω, διότι αφενός μεν δεν
γνωρίζω, αφ' ετέρου δε το ερώτημα από μόνο του κρύβει πιο
πολλή αλήθεια από την απάντηση. Ένα μόνο απαντητικό
υπαινιγμό θα προσπαθήσω και να μου συγχωρέσετε την αυθάδεια.
Η απάντηση πρέπει να είναι τετραπλή. Έχει να κάνει,
πρώτον, μ' αυτό που είναι ο Θεός, την ουσία Του. Δεύτερον,
μ' αυτό που μας δείχνει ο Θεός, την ενέργειά Του. Τρίτον, μ'
αυτό που είμαστε εμείς, τη φύση μας. Η παχύτητα της φύσεώς
μας, την καθιστά αρκετά αφιλόξενη στο να δεχθεί τη θεϊκή
λεπτότητα, στο να μπορέσει να χωρέσει το Θεό και το μυστήριό
Του. Και, τέταρτον, μ' αυτό που γίναμε εμείς, την πτώση και
την αμαρτία μας.
Ο Θεός είναι άκτιστος και άυλος. Οι
άγγελοι είναι κτιστοί, αλλά άυλοι∙ κι εμείς είμαστε και
κτιστοί και υλικοί. Δεν αντέχει η λεπτότητα, το άυλο το
άκτιστο του Θεού να ξοδεύεται με θράσος, με βαρβαρότητα θα
λέγαμε, στην παχύτητα αυτού του κόσμου. Σαν να πέφτει μια
σταγόνα πάνω σε μια αναμμένη θερμάστρα. Αμέσως εξατμίζεται.
Δεν αντέχει. Έτσι κι ο Θεός, στην κάψα αυτού του κόσμου, της
στενής ανθρώπινης λογικής, δεν αντέχει, μεταμορφώνεται. Όταν
το άγνωστο γίνεται γνωστό, εκφυλίζεται. Όταν το υπέρλογο
γίνεται λογικό, ξοδεύεται. Όταν το μυστήριο γίνεται φανερό,
υποβαθμίζεται. Αυτό έχει να κάνει με την Ουσία, γι' αυτό και
ενώ είναι κοινωνικός ο Θεός, είναι αμέθεκτος στην ουσία Του.
Ενώ προσφέρεται, ενώ χαρίζεται, όπως είπαμε προηγουμένως,
στον κόσμο, εμείς δεν μετέχουμε της Ουσίας Του, μπορούμε
όμως να κοινωνήσουμε των ενεργειών Του.
2. Η Ετερότητα του Θεού
Σας κούρασα. Συγχωρέστε με. Θα σας κουράσω όμως λίγο
ακόμη. Πρέπει να προσεγγίσουμε την «ετέρα μορφήν» του Θεού.
Έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε ότι
ο Θεός δεν είναι αυτό
που συνήθως νομίζουμε. Έχει ετερότητα ο Θεός∙ όχι ετερότητα
αποξένωσης -ότι είναι κάτι ξένο- η απομάκρυνσης -ότι είναι
απόμακρος- αλλά ετερότητα που Τον διαφοροποιεί από μας. Ο
Θεός δεν είναι αυτό που μας «έρχεται» ότι είναι. Δεν είναι
αυτό που συνειδητά θέλουμε να είναι. Δεν είναι αυτό που
καταλαβαίνουμε, ούτε καν αυτό που ως άνθρωποι μπορούμε να
καταλάβουμε. Είναι πέρα από το θέλω μας, πιο μακριά από τη
δυνατότητα μας, παραπάνω από την κατανόησή μας. Είναι μεγάλο
λάθος, που όλοι το κάνουμε - το λάθος της ζωής μας! - να
νομίζουμε ότι μπορούμε να Τον εκφυλίσουμε σε γνωστικό
αντικείμενο, επιχείρημα, απόδειξη, κατανόηση, να Τον
κάνουμε δηλαδή καταληπτό, χωρητό μέσα στο νου μας.
Αυτή τη μεγάλη αλήθεια πρέπει να την κατανοήσουμε και να τη
δεχθούμε εσωτερικά από τη συνάντηση μαζί Του. Όπως λέει ο
Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «άπειρον το Θείον και ακατάληπτον και
τούτο μόνον αυτού καταληπτόν η απειρία και η ακαταληψία»
Και όταν ο ίδιος συγκαταβαίνων γίνεται όμοιος με μας, εμείς
δεν προσοικειωνόμαστε και δεν εξοικειωνόμαστε μαζί Του, δεν
αποκτούμε παρρησία, δεν εμπιστευόμαστε στην ικανότητά μας να
Τον κάνουμε δικό μας, έστω κι αν Εκείνος μας προσφέρεται. Ο
Θεός δεν είναι «άλλος» -ξένος-όσον αφορά στην περιχώρησή Του
στη ζωή μας, αλλά όσον αφορά στη δική μας θέληση, δυνατότητα
και ικανότητα να Τον κατανοούμε και να Τον προσεγγίζουμε. Ο
Θεός δεν είναι άνθρωπος -τα του Θεού δεν είναι
ανθρώπινα- αλλά είναι κάτι άλλο, κάποιος Άλλος. Αυτή η
ετερότητα του Θεού Τον κάνει οικείο ως προς τον τρόπο που
μας προσφέρεται και όχι ως προς τον τρόπο που εμείς Τον
πλησιάζουμε.
Αν προσέξουμε λίγο -και είναι πολύ σημαντικό αυτό- θα
καταλάβουμε ότι δεν είναι μόνο ο Θεός «Άλλος», αλλά και η
ζωή είναι άλλο πράγμα από αυτό που φανταζόμαστε. Η αλήθεια
είναι άλλο απ' αυτό που αισθανόμαστε. Οι άλλοι είναι κάτι
διαφορετικό από αυτό που νομίζουμε γιατί όχι κι εμείς οι
ίδιοι είμαστε κάτι διαφορετικό από αυτό που υποψιαζόμαστε
Ακόμη και η εξομολόγησή μας έχει ψυχαναλυτικό χαρακτήρα∙
αποδεικνύει την άγνοια του εαυτού μας. Και -Τι ειρωνεία!-
αντί να πάμε να μας πει ο πνευματικός ποιοι είμαστε,
αρχίζουμε εμείς να του περιγράφουμε τη δήθεν ακριβή μας
εικόνα! Τι λάθος τρόπος! Τι λάθος φρόνημα! Αλλά ούτε και ο
πνευματικός πρέπει να προσπαθήσει να καταλάβει ποιοι είμαστε.
Αν το κάνει, θα αδικήσει εμάς, θα ασεβήσει στο μυστήριο, θα
προσβάλει το Θεό. Η ψυχή έχει πάντοτε τις κρυφές, μυστικές
γωνιές της∙ έχει την ετερότητά της∙ έχει την ιερότητά της.
Το πρόσωπο διασφαλίζεται πίσω από τα μυστικά του, που
κρύβονται ακόμη κι από μας τους ίδιους.
Αλλά και η ίδια
η φύση παρουσιάζει μια ετερότητα. Και αυτή
κρύβεται. Δεν θα ήθελα να σας μπερδέψω, αλλά οι εξ υμών των
θετικών επιστημών, θα ξέρετε πολύ καλά μια εγγενή ιδιότητα
της φύσεως. Στη Φυσική λέμε πως όταν προσπαθούμε να
εντοπίσουμε ένα στοιχειώδες σωμάτιο, όση ακρίβεια
πετυχαίνουμε στον εντοπισμό της θέσης του, τόσο μεγαλύτερο
σφάλμα κάνουμε στον προσδιορισμό άλλων ιδιοτήτων του, όπως
της ταχύτητας και της ορμής του (αρχή της απροσδιοριστίας
του
HEISENBERG). Το σύμπαν πάλι, έχει μια καταπληκτική ιδιότητα: όσο
πλησιάζουμε τις εσχατιές του, τόσο αυτές απομακρύνονται με
μεγαλύτερη ταχύτητα (νόμος του
HUBBLE). Μας κρύβεται και
η φύση, και μόλις πλησιάζουμε να
προσδιορίσουμε ένα από τα χαρακτηριστικά της, αυτή μας
αποκρύπτει τα υπόλοιπα. Αφού αυτό κάνει η δημιουργία, δεν θα
το κάνει ο Δημιουργός; Αφού αυτό συμβαίνει με την άψυχη
κτίση, δεν θα συμβαίνει αυτό με τον έμψυχο άνθρωπο;
Είναι απαράβατος, παγκόσμιος νόμος:
ο Θεός προκύπτει πιο
αληθινός όταν ταπεινά ομολογείται η αγνωσία Του, παρά όταν
επιδιώκεται η γνώση Του. Το ίδιο και η επιστήμη: είναι πιο
λεπτή και μαγευτική όταν ασχολείται με το άγνωστο, παρά όταν
επεξεργάζεται και αναλύει το γνωστό. Αλλά και η αγάπη ως
σχέση ανθρώπων είναι ανώτερη όταν οι άνθρωποι είναι λίγο
άγνωστοι μεταξύ τους, παρά όταν κυριαρχεί η βαρβαρότητα της
γνωριμίας και της οικειότητας.
3. Το πολύ, η πληθωρικότητα του Θεού
Ο Θεός μας προσφέρεται ως απόμακρος και ετεροποιημένος,
γιατί ταυτόχρονα είναι πολύς∙ είναι πληθωρικός. Είναι
άβυσσος, είναι ωκεανός, είναι, αείροος ποταμός, είναι
βλύζουσα πηγή. Είναι αδύνατον ο Θεός που είναι το παν, ο
όλος, να μην είναι πολύς. Δεν μπορεί ο Θεός που είναι
τέλειος, βασανιστικά να μας κρύβεται.
Ο Θεός είναι πολύς σε ποιότητα, είναι πολύς σε ποσότητα,
είναι πολύς στο μέτρο Του, είναι πολύς στη θεότητά Του,
είναι πληθωρικός στην αγάπη Του, είναι πλούσιος και πλήρης
στη ζωή Του. Τελικά ο Θεός έδωσε αυτό που απαγόρευσε στους
πρωτοπλάστους να γευθούν. Είναι αυτό που ζει η Εκκλησία∙ το
να γίνει κανείς «ως Θεός». Ο Θεός είναι τόσο πολύς που στη
δημιουργία έκανε αυτό που δεν υπήρχε: εκ του μη όντος εδημιούργησε. Με την ενανθρώπηση έγινε αυτό που δεν ήταν:
Θεός ων έγινε άνθρωπος. Στο Πάθος βλέπουμε κάτι ακόμη: να
δέχεται ο Θεός αυτό που δεν έπρεπε, αυτό που δεν ήθελε. Να
γίνεται «υπέρ ημών κατάρα». Τόσο ταπεινός είναι ο Θεός. Στην
Ανάσταση κάνει ένα ακόμη βήμα προσφέρει αυτό που δεν
προσδοκούσαμε, αυτό που δεν περιμέναμε. Τελικά στον Άδη
θριαμβεύει, νικά το διάβολο χωρίς να τον εξαφανίσει και
χαρίζει έτσι στην κτίση όλη το δώρο της μείζονος ελευθερίας.
Είναι νικημένος ο σατανάς, είναι νικημένος ο θάνατος, άλλα
δεν είναι εξαφανισμένος ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Υπάρχει
και ο θάνατος, υπάρχει και ο διάβολος. Αυτή είναι η
ελευθερία του Θεού και αυτό είναι το ξεχείλισμα, η
πληθωρικότητα, ο πλούτος, το πολύ του Θεού. Αλλά ο Θεός και
αλλού εμφανίζει το πολύ της φύσεώς Του. Μέσα από την ομορφιά
και την ωραιότητα της φύσεως, το μεγαλείο και το θαύμα της
δημιουργίας, έστω κι αν αυτή με τους σεισμούς, με τις
καταστροφές, με τις θεομηνίες, με τις πλημμύρες επαληθεύει
διαρκώς τη φθορά που κυριαρχεί στον κόσμο. «Οι ουρανοί
διηγούνται δόξα Θεού».
Ο Θεός μπορεί να φανεί πολύ καλά και μέσα από την καλοσύνη
των ανθρώπων, την καλοσύνη και των κακών ανθρώπων έστω και
αν εμείς οι άνθρωπο ακόμη και οι καλοί εξ ημών επαληθεύουμε
διαρκώς την πτώση και την αμαρτία και επιβεβαιώνουμε τη
σφραγίδα τους επάνω μας
Μπορεί ο Θεός να εμφανίζεται και μέσα από την ιερότητα της
ιστορίας, έστω κι αν η ιστορία φαίνεται πως είναι ιστορία
που πανηγυρικά πιστοποιεί τη γενικευμένη κυριαρχία του «κοσμοκράτορος
του αιώνος τούτου», του διαβόλου.
Μπορεί τέλος
ο Θεός να εμφανίζεται και μέσα από την άβυσσο
της αιωνιότητας, έστω κι αν η αιωνιότητα βρίσκεται πίσω από
το χάσμα της αγνωσίας μας, έστω κι αν μας είναι ασύλληπτη
στη σκέψη και απόμακρη στην αίσθηση.
Οι άγιοι μπορούν να βλέπουν μέσα από τη φύση, μέσα από το
συνάνθρωπο, μέσα από την ιστορία και τα γεγονότα του κόσμου,
μέσα από την αιωνιότητα, όχι απλώς το πέρασμά Του, άλλα την
παρουσία Του, την κυριαρχία Του σ' αυτό τον κόσμο, «τον
πλούτο της χρηστότητας αυτού».
Ο Θεός είναι πολύς, δεν είναι λίγος. Είναι λίγος αν εμείς
Τον εκφυλίζουμε σε κατανόηση, επιχείρημα, σκέψη, διατύπωση,
άποψη, διεκδίκηση, άλλα είναι πολύς αν προσεγγιστεί με
εμπιστοσύνη, αποδοχή, προσμονή, προσδοκία, ταπεινή
παράσταση Σε όσους πολλά δίνουν, πολύς φανερώνεται ο Θεός
Τέτοιοι είναι οι μάρτυρες. Οι μάρτυρες έζησαν πολύ από το
Θεό, γι' αυτό και δώσανε όλο τους τον εαυτό, το αίμα τους.
Τέτοιες είναι οι Μυροφόρες. Κι αυτές πολύ ζήσανε από το Θεό,
γι' αυτό δεν κρατήθηκαν και έτρεξαν «όρθρου βαθέος» και «σκοτίας
έτι ούσης», ξεπερνώντας τη λογική, την πρόκληση των ημερών
εκείνων, το φυσικό φόβο, τις αναστολές του φύλου τους, τον
ίδιο τους τον εαυτό. Και ενώ πήγαν να προσκυνήσουν νεκρό τον
Κύριο στον τάφο, Τον συνάντησαν αναστημένο. Τέτοιοι είναι οι
όσιοι, οι όποιοι αρνήθηκαν αυτή τη ζωή, αυτό τον κόσμο και
έδωσαν ότι είχαν -τα λίγα έστω και μικρά- για να μπορέσουν να
απολαύσουν το πολύ του Θεού.
Ο Θεός συχνά δίνει πολλά∙ φαίνεται πως δίνει όχι τα λίγα που
νομίζουμε ότι είναι πολλά και αναγκαία, αλλά τα πολλά που
δεν καταλαβαίνουμε και είναι αυτά που αντέχουμε, αυτά που
πράγματι χρειαζόμαστε, αυτά που μπορούμε, «αυτά που στο κάτω
-
κάτω αξίζουμε. Δεν είναι υπέρ-πολύς γι' αυτό που είναι∙
είναι πολύ πολύς και γι' αυτό το όποιο δίνει. Και το δίνει
και το σκορπίζει σ' όλους μας.
Όπως ο Ίδιος δημιούργησε τον κόσμο, έτσι έχει δώσει και στον
ίδιο τον άνθρωπο αυτό το δημιουργικό, το γεννητικό στοιχείο.
Κι εμείς κάνουμε παιδιά∙ κι αυτό δεν σημαίνει ότι κάνουμε
στολίδια και κτήματα για τη δική μας ζωή, ούτε σημαίνει ότι
κάνουμε ζωές που θα ζήσουν λίγα χρόνια και θα φύγουν μετά.
Αλλά γεννούμε ψυχές με αιώνια προοπτική και δίνουμε στο Θεό
τη δυνατότητα «να επαναλαμβάνει Εαυτόν εν ημίν». Ο καθένας
μας δεν είναι μόνο κατασκεύασμα ή απόγονος ενός Θεού -
Δημιουργού, άλλα γίνεται ο ίδιος συνδημιουργός. Κι έτσι,
μπορούμε κι εμείς οι ίδιοι όχι μόνο να γεννούμε ανθρώπους,
άλλα να γεννούμε και κάτι ακόμη παραπάνω, τον ίδιο μας τον
εαυτό, το πρόσωπό μας μέσα από την ταπείνωση.
Και ακόμη περισσότερο, μας αξιώνει να ανασταίνουμε τον ίδιο
το Θεό μέσα μας. Τι θα πει αυτό; Ο Θεός είναι νεκρός μέσα
μας, όταν Τον πιστεύουμε για λίγο, για ξένο, για απόμακρο,
το αφηρημένο. Και ανασταίνεται όταν Τον βιώνουμε ως πολύ
πλούσια παρουσία, ως πληθωριστική προστασία, ως χάρη, ως
δυνατότητα μετοχής στη θεότητά Του. Ο Ίδιος ενηνθρώπησε,
έγινε Άνθρωπος, έδωσε σ' εμας τη δυνατότητα από άνθρωποι να
γίνουμε θεοί" «εγώ είπα∙ θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες».
4. Η ποικιλία των εμφανίσεων και εκφράσεων
του Θεού
Στις συναντήσεις Του με τον κάθε άνθρωπο
ο Θεός εμφανίζεται
όλο και με καινοφανείς μορφές. Κάθε πρόσωπο και κάθε
εμφάνιση σημαδεύει κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο. Όπως
κατά τη γονιμοποίηση ενός ωαρίου από ένα σπερματοζωάριο
μπορεί να προκύψουν άπειρα σχεδόν (10 εις τη 40) διαφορετικά ζυγωτά (το καθένα με τη δική του πρωτόγνωρη γενετική
φυσιογνωμία), όπως οι άνθρωποι όσο κι αν μοιάζουμε δεν
έχουμε επαναναλαμβανόμενες μορφές, κατά ανάλογο τρόπο ο
καθένας μας είναι προικισμένος με τη δυνατότητα και έχει την
ευκαιρία να δώσει μια νέα έκφραση του θεϊκού προσώπου σε
αυτό τον κόσμο.
Ο Θεός λοιπόν, φαίνεται απόμακρος, επειδή
η έκφρασή Του στη
δική μας ζωή και ψυχή είναι ακόμη άγνωστη, αδημιούργητη.
Μόλις όμως γίνει η συνάντηση μαζί Του, μια καινούργια,
πρωτότυπη, ανεπανάληπτη έκφρασή Του θα κάνει την εμφάνισή
της. Το πρόσωπό Του θα έχει δημιουργήσει μια άγνωστη ως τώρα
εικόνα Του, ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο ομοίωμά Του. Αυτό
σημαίνει συνάντηση με τον Θεό. Ο Θεός από ερώτημα, φιλοσοφικό
ζητούμενο και αμφισβήτηση γίνεται πλέον εμπειρία. Από
απόμακρος και δύσκολος γίνεται οικείος και εύκολος. Γίνεται
«ο εν ημίν».
Συνάντηση με τον Θεό σημαίνει να γεύεσαι τον τότε
απαγορευμένο άλλα τώρα ευλογημένο καρπό. Δεν ήταν κακό να
γνωρίζουν οι πρωτόπλαστοι τον Θεό, άλλα δεν ήταν της ώρας.
Τώρα είναι η ώρα, του άλλοτε απαγορευμένου καρπού. Τώρα είναι
κακό να μη γευθείς τον καρπό. Τώρα, είναι η ώρα της
θεογνωσίας. Τότε ο Θεός ζήτησε υπακοή∙ τώρα δίνει ευκαιρία, προσφέρει
ευκαιρίες. Αυτή η έντονη επιθυμία τού καινούργιου που
αγνοείται, τού αγνώστου που όμως ελπίζεται, τού μεγάλου που
κρύβεται, τού ρίσκου που αποφασίζεται, δεν είναι τίποτε άλλο
παρά η φυσική δύναμη που ο Θεός έχει βάλει μέσα μας για να
Τον συναντούμε, να γευόμαστε το θεϊκό Του που μετέχεται.
Είναι καμπύλος ο χώρος Του, όπως το σύμπαν. Όχι ευθύς και
επίπεδος. Όχι σκληρός και άκαμπτος. Δεν είναι γραμμική
εξίσωση με μία λύση, αλλά απειροδιάστατος χώρος που γεννά
και αξιοποιεί την ελευθερία σου. Χώρος όπου το καλό παύει να
είναι καλό, όταν υπάρχει το καλύτερο. Ατμόσφαιρα μέσα στην
οποία η ελάσσων ελευθερία των επιλογών καταρρέει. Εδώ
ελευθέρια δεν είναι το να επιλέγεις αυτό που σου προσφέρεται,
αλλά μέσα σε ατμόσφαιρα πολύ καλού, να δημιουργείς διαρκώς
το καλύτερο. Θεός είναι σαν μαύρη τρύπα απ' αυτές που
υπάρχουν στο σύμπαν. Δεν βλέπεται∙ διαπιστώνεται. Έχει τόσο
ισχυρό βαρυτικό πεδίο που τους πάντες προσελκύει, χωρίς όμως
να φαίνεται Αυτό που αναδίδει δεν είναι η ταυτότητά Του άλλα
η δυνατότητά μας να Τον διαπιστώνουμε για να Τον πιστεύουμε.
Είναι ευγενής ο Θεός. Κρύβεται γι' αυτό πρέπει να Τον
ψάξουμε. Η αγάπη Του υποτάσσεται στο αυτεξούσιό μας∙ γι'
αυτό πρέπει να Τον διεκδικήσουμε. Είναι πολύ πολύς και πολύ
άγνωστος, γι' αυτό πρέπει να Τον τολμήσουμε.
5. Οι γωνιές των θεϊκών συντυχιών
Η Εκκλησία αγκαλιάζει τον πόνο, πιστεύει στην αξία της
δοκιμασίας. Τα ομολογεί ως ευκαιρίες. Μέσα τους ανιχνεύει τα
αποτυπώματα του Θεού. Η εμπειρία της επιβεβαιώνει αυτή τη
στάση της. Η διδασκαλία της την δικαιολογεί.
Εκεί που σταματάει το ανθρώπινο, εκεί που καταρρέουν οι
εφήμερες ελπίδες, εκεί που το περιγραπτό χάνει την
εκφρασιμότητά του, εκεί που εκφυλίζεται η λογική, εκεί που
το βιολογικό ένδυμα εγκαταλείπει τον άνθρωπο, εκεί που ο
μόνιμος σύντροφός μας, ο χρόνος, γυμνώνεται από την
παντοδυναμία και από αυτή την έννοιά του, στην κρίση του
θανάτου, στα όρια του ανθρώπου, εκεί διακρίνεται η
ατμόσφαιρα του Θεού, Το περιβάλλον Του.
Στο μεθόριο γνωστού και αγνώστου, χρονικού και αιωνίου,
δικαίου και αδικίας, λογικού και παραλόγου, υπάρξεως και
ανυπαρξίας, ζωής και θανάτου∙ μέσα στα διλήμματα, στα
αναπάντητα ερωτήματα, στις απαιτητικές αμφιβολίες, στις
ανυπέρβλητες κρίσεις, εκεί που το λάθος παλεύει με την
ανακάλυψη, η συντριπτική ήττα με τη νίκη, η απιστία με την
πίστη∙ μέσα στα νοσοκομεία, στις μονάδες εντατικής θεραπείας,
στις αίθουσες αναμονής, στα μαιευτήρια, στα κοιμητήρια, στα
άσυλα ανιάτων, στα εργαστήρια γενετικής μηχανικής, στους
χώρους όπου κατασκευάζονται πολύ ανθρώπινα οι άνθρωποι, στα
ερημητήρια και τα ασκηταριά, στα λημέρια της ευχής και των
δακρύων, εκεί που το σφυροκόπημα των «γιατί» είναι πιο
ισχυρό από τη σιγουριά των «Τι», εκεί που τα ερωτήματα έχουν
μεγαλύτερη αξία από τις απαντήσεις, εκεί που η ταπείνωση του
«αν» και του «μήπως» κινδυνεύει να γίνει αγανάκτηση,
γογγυσμός και βλασφημία, εκεί συχνάζει ο πανταχού παρών Θεός.
Εκει γίνονται οι αποκαλυπτικές συντυχίες. Εκεί γεννιούνται
οι μεγάλες γνωριμίες.
Θα πάρω ένα παράδειγμα από την εμπειρία μου των τελευταίων
ετών. Η ενασχόλησή μου με τη βιοηθική, λογικά θεωρούμενη,
είναι μια εξευγενισμένη ματαιοπονία∙ ένας επεξεργασμένος
λόγος δίχως δυνατότητες λύσεων ή σαφείς προτάσεις∙ μια άπελπις προσπάθεια αντικειμενικού διαλόγου με έντονο
υποκειμενικό κριτήριο. Όποιος ψάχνει για απαντήσεις
βρίσκεται σε λάθος δρόμο. Όποιος κινείται στη λογική των
επιχειρημάτων έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Η αλήθεια
δεν κρύβεται πίσω από κάποιες σωστές απαντήσεις μιας
Επιτροπής με ικανά στελέχη και καλή εικόνα.
Θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι
η αλήθεια βρίσκεται μέσα
στην αγκαλιά ενός πνευματικού, που μαζί το δίλημμα αναδέχεται και την κρινόμενη ψυχή ως προσωπική του κρίση.
Δεν μιλάει με θράσος, ούτε σιωπά από δειλία και ανευθυνότητα.
Δεν ελέγχει∙ αγκαλιάζει. Δεν επιχειρηματολογεί∙ αγαπά. Όταν
ανοίγει το στόμα του αναδίδεται ταπείνωση και όταν σιωπά
αναπέμπει ελπίδα. Δεν σκέπτεται τα προβλήματα, ούτε μελετάει
για να μάθει ή να παραγάγει σκέψεις και απόψεις, αλλά
εκτίθεται σε έμπονο προβληματισμό για να συνειδητοποιήσει το
δράμα της ανθρώπινης ανεπάρκειας και να γεννήσει το φωτισμό
του Θεού.
Όταν στα σαράντα σου βρεθείς μ' ένα παιδί στα σπλάχνα, δίχως
να είσαι παντρεμένη κι έχοντας άλλα δύο παιδιά στα
πανεπιστήμια, το δίλημμά σου ανάμεσα στην άμβλωση και το
κοινωνικό αδιέξοδο μπορεί να σε τρελάνει. Τι θα πεις στα
παιδιά σου; Πώς θα αντικρίσεις τους «καθώς πρέπει» γονείς
σου; Τι σχόλια θα εισπράξεις από τους συναδέλφους σου; Πώς
θα αντιμετωπίσεις τη ζωή; Αλλά και πώς να διαπράξεις αυτό
που πάντοτε εσωτερικά κατέκρινες και αποστρεφόσουν; Πώς να
γίνεις μέτοχος σ' αυτό που μια ζωή απέρριπτες για τους άλλους
και ποτέ δεν φανταζόσουν για τον εαυτό σου; Ποιος σύμβουλος,
ποιος παπάς, ποιος ψυχολόγος, ποιος είναι αυτός που μπορεί
να πάρει το βάρος σου; Είναι μόνο οποίος μπορεί να σου
φανερώνει δρόμους, που ποτέ σου δεν υπολόγισες∙ δυνατότητες
που ποτέ σου δεν υποψιάστηκες∙ προοπτικές που ποτέ σου δεν
πλησίασες. Είναι μόνο αυτός που μπορεί να σου δώσει δυνάμεις,
που ποτέ σου δεν αξιοποίησες. Πίσω από τα εγκλήματα κρύβεται
η μετάνοια∙ πίσω από τα αδιέξοδα ασφαλίζεται το «σημείον»∙
πίσω από το μη λογικό διακρίνεται η χαμένη αλλά τόσο
πολύτιμη λογική σου, ο άγνωστος εαυτός σου, ο «έτερος» θεός
σου.
Όταν η ανάγκη, ο αγαπημένος άνθρωπός σου να απαλλαγεί από τον
αφόρητο πόνο του φυσικού μαρτυρίου του, αντιπαρατίθεται στον
πόθο σου να παραταθεί το «μαζί» της αγάπης σας, ποια ηθική
ευθανασίας μπορεί να σε φωτίσει, ποια σοφή συμβουλή μπορεί
να απαντήσει στα ατελείωτα ερωτήματα που σφυροκοπούν το
κεφάλι σου; Ποια ανθρώπινη στάση μπορεί να ρίξει φως στο
σκοτάδι σου; Όταν η προσπάθειά μας να παρατείνουμε τη ζωή
των προσώπων που τόσο αγαπούμε, μεταφράζεται σε προέκταση
της δυσφορίας τους και παρεμπόδιση του ευεργετήματος του
θανάτου∙ όταν φτιάχνουμε νεκρούς που μοιάζουν τόσο ζωντανοί, ώστε δυσκολευόμαστε να προσυπογράψουμε το θάνατο τους∙
όταν πάνω από το, -όπως μας λένε,- εγκεφαλικά νεκρό παιδί
μας συγκρούεται η αγάπη στον άνθρωπό μας με τη συμπόνια και
ελπίδα στο συνάνθρωπό μας, άραγε ποια επιτροπή, ποιο
σκεπτικό, ποια κοσμική λογική θα μπορούσε να μας βγάλει από
την ανασφάλεια των κρίσιμων αποφάσεων, από το μαρτύριο των
αντικρουόμενων ευαισθησιών, από τη βάσανο των εσωτερικών
συγκρούσεων; Μόνο αυτό που τη σκυτάλη του εσωτερικού
διχασμού θα μπορούσε να την παραδώσει στα χέρια της
εμπειρίας του βεβαιωμένου Θεού.
6. Η «άλλη λογική»
Πρέπει να βρούμε τις διόδους μας, τα περάσματά μας∙ να
ανακαλύψουμε την «άλλη λογική». Και αυτό δεν είναι δύσκολο.
Η ίδια η ανόργανη φύση -το είπαμε και παραπάνω- τα πιο λεπτά
μυστικά της τα περιφρουρεί με μεταφυσική λογική. Αμύνεται
απέναντι στη σκληρότητα της νομοτέλειας και των αισθήσεων με
μηχανισμούς που αποκαλύπτουν νόμους και αρχές ανατρεπτικές
της φυσικής λογικής. Έτσι στο μικρόκοσμο η αιτιοκρατία
γίνεται απροσδιοριστία και αβεβαιότητα, ενώ στο μακρόκοσμο η απολυτότητα της παντοδυναμίας των μεγάλων μεγεθών
εμφανίζεται ως σχετικότητα (Θεωρία της σχετικότητας).
Κατά αντίστροφη αναλογία, η λογική του Θεού μεταλλάσσει τη
φαινομενική απροσδιοριστία Του σε βεβαιότητα, και τη
σχετικότητα της εικόνος Του τη μεταμορφώνει σε απολυτότητα
του προσώπου Του. Ο Θεός δεν είναι αφηρημένη ιδέα που πρέπει
να πιστέψεις, ούτε η προσωποποίηση του καλού που πρέπει να
θαυμάσεις, ούτε μια απόμακρη οντότητα που πρέπει να
ανακαλύψεις. Ο Θεός είναι πρόσωπο, που πρέπει ο καθένας μας να
συναντήσει. Είναι «έτερος» ως προς την εικόνα, που όμως
εμφανίζεται στους «ετεροποιημένους» ως προς τη λογική και τη
φύση.
Η λογική του ευαγγελίου διαποτίζεται από τη λογική του
Σταυρού. «Ημείς κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις
μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία, αυτοίς δε τοις κλητοίς,
Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν».
Στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση ο Εσταυρωμένος είναι «ο
βασιλεύς της δόξης». Η λογική του εκατόνταρχου και του ληστού αποτελούν το θεμέλιο της λογικής του Θεού. Αυτοί δεν
πίστεψαν σε διδάσκαλο ούτε σε θαυματουργό ούτε και σε
αναστημένο άνθρωπο∙ αυτοί πίστεψαν σε σταυρωμένο Θεό. Αυτοί
δεν ήταν οι «μη ιδόντες και πιστεύσαντες» που μακάρισε το
στόμα του Αναστάντος Χριστού. Αυτοί ήταν οι ιδόντες τα
αντίθετα και μη πιστεύσαντες στα «άλλα» που είδαν και
αιωνίως μακαρίζονται.
Αλλά και ποια η συμβατότητα, του «ος αν θέλει την ψυχήν αυτού
σώσει αυτήν», ή τού «ει τις θέλει πρώτος, εσται πάντων
έσχατος και πάντων διάκονος» με την κοινή ανθρώπινη λογική;
Ποιος που θέλει να είναι πρώτος, συμβιβάζεται με την
τελευταία θέση; Ποιος που θέλει να κερδίσει τη ζωή του
συναινεί εκ των προτέρων και συνειδητά στην απώλειά της;
Ποιος ιδρυτής μιας νέας θρησκείας, όσο αληθινή και όμορφη κι
αν ήταν αυτή, θα ξεκινούσε το προσκλητήριό του προτρέποντας
τους εκπροσώπους του να στηρίζονται περισσότερο στο φωτισμό
του Θεού και λιγότερο στις ικανότητες ή την προετοιμασία
τους;: «Όταν δε προσφέρωσιν υμάς επί τας συναγωγάς και τας
αρχάς και εξουσίας, μη μεριμνάτε πώς ή τι απολογήσησθε ή τι είπητε, το γαρ άγιον Πνεύμα διδάξει υμάς εν αυτή τη ώρα α δει
ειπείν»;
Αλλά και ο μακαρισμός των πτωχών και των κλαιόντων: «Μακάριοι
οι πτωχοί... Μακάριοι οι κλαίοντες νυν...» ή το «Όστις σε
ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην»
δεν αποτελούν ανοησία; Τι άλλο μπορεί να είναι παρά βασικοί
άξονες μιας λογικής, που μεταφέρει τον άνθρωπο, από τη φιλία
με τα πάθη, την υποταγή στο θάνατο, στη συνάντηση του Θεού;
Πώς η Εκκλησία, που συνεχώς διδάσκει την κοινωνία των πιστών,
ταυτόχρονα προβάλλει την ερημία των μοναχών; Πώς, ενώ η
διδασκαλία της είναι ότι το σώμα αποτελεί «ναό του εν ημίν
αγίου Πνεύματος», κατανοεί τη λογική των βιαστών της φύσεως
και της σάρκας και δέχεται τη ζωή των ασκητών; Πώς το
κήρυγμα του μέτρου και της μεσότητός της συνδυάζεται με το
θαυμασμό των ακροτήτων της;
Η υπέρλογος λογική δεν έχει σχέση με διεκδικήσεις, με
συγκρίσεις, με υπεροχικές αντιλήψεις. Εξισώνει τους εχθρούς
με τους φίλους, το θάνατο με τη ζωή, το χρόνο με την
αιωνιότητα. Μεταμορφώνει το «εδώ και τώρα» σε «από εδώ και
παντού» και για πάντα, την ανθρώπινη αδυναμία σε δύναμη, το
φυσικό φόβο σε πνευματική παρρησία το άγχος σε πίστη και
ελπίδα, τις «βαρείες» εντολές του ευαγγελίου σε «χρηστό ζυγό»,
τη σκλαβιά της σάρκας σε κατά Θεόν ελευθερία. Δίνει στα
ανθρώπινα θεϊκό άρωμα. Κάνει τον άνθρωπο Θεό: «Θεοί εστε και
υιοί Υψίστου πάντες».
«Είπεν ο Αββάς Αντώνιος, ότι: Έρχεται καιρός ίνα οι άνθρωποι μανώσι και
επ' αν ίδωσι τινά μην μαινόμενον, επαναστήσονται
αυτώ λέγοντες, ότι: "συ μαίνη" δια το μη είναι όμοιον αυτοίς».
Έρχεται καιρός που οι άνθρωποι θα χάσουν τα λογικά τους κι
αν αντικρίσουν κάποιον λογικό, θα επαναστατήσουν εναντίον
του λέγοντάς του ότι: "εσύ τρελάθηκες", γιατί δεν τους ομοιάζει.
7. Το ρίσκο
Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το πρόσφατα δημοσιευθέν
βιβλίο μου «ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ - Το υψηλότερο σημείο της γης». Μία
περιγραφή κάποιας συνάντησης με έναν άνθρωπο της «άλλης»
λογικής, ως επίλογος αυτής της μεταξύ συνάντησης, ίσως
αποτελεί τον καλύτερο πρόλογο για την συνάντηση με το Θεό:
"Ήδη
η ώρα περνούσε και έπρεπε να πάμε και στον π. Ηρωδίωνα
έναν ρουμάνο που ή ήταν σαλός δια Χριστόν ή δεν ήταν
άνθρωπος. Σε δέκα λεπτά φθάσαμε στον... σκουπιδότοπό του. Ο
ήλιος είχε ήδη δύσει. Σ' ένα ερείπιο γεμάτο σκουπίδια
συναντούμε ένα νέο ήρωα. Ογδόντα δύο ετών, όρθιος στο
κούφωμα μιας πόρτας... χωρίς πόρτα. Τα πόδια του κρατούσαν
κόντρα στο ένα της δοκάρι. Η μέση του ακουμπούσε στο άλλο.
Τα χέρια του στηρίζονταν στο πρώτο. Ώρες ολόκληρες περνούσε
έτσι. Ο ίδιος δίχως ζωστικό. Μία μάλλινη φανέλα κι ένα
κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν το εξαγιασμένο σώμα του. Η
καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δεν έβλεπες δάπεδο. Ένα στρώμα
από κονσέρβες, κουκούτσια, σακούλες, τάπες, καπάκια από
μπουκάλια, φλούδες, ότι μπορούσε κανείς να φαντασθεί,
πάχους τριάντα εκατοστών και πάνω, αποτελούσε το πολύτιμο
χαλί στο μυστηριώδες... παλατάκι του και ασφαλώς το στρώμα
του, αν βέβαια κοιμόταν οριζόντιος. Στους τοίχους του τα
αποτυπώματα χυμένων καφέδων και τα ζουμιά πεταγμένων
πορτοκαλάδων και, αντί για κατοικίδια ζώα, όλων των ειδών
ζωύφια μυγάκια, κατσαρίδες και ποντίκια.
- Ευλογείτε, γέροντα, είπε χαρούμενος ο απλοϊκός
συνοδοιπόρος μου.
-
Ο Κύριος! απαντά νηφάλιος ο ηρωικός ασκητής, χωρίς να
δείχνει καθόλου ενοχλημένος για τον οικολογικό περίγυρο του.
- Σου φέραμε λίγες ευλογίες, κάτι να φας, συνεχίζει δίχως
ενδοιασμό ο μοναχός φίλος μου.
- Ω! καλοί πατέρες, πολύ ευκαριστώ. Σας ευκαριστώ. Καλοί
πατέρες. Πολύ ευχαριστώ, απαντά εκείνος.
Και παίρνοντας την σακούλα με τις ευλογίες και συνεχίζοντας
να επαναλαμβάνει αυτές τις προτάσεις, με ιδιάζουσα δύναμη
και εκφραστικότητα, πετούσε τις ντομάτες και τα ροδάκινα
πάνω από τα κεφάλια μας στους τοίχους της καλύβης του. Τα
χυμένα ζουμιά τους αποτύπωναν την δική μου απορία που,
σκυμμένος μη με πάρουν τα βόλια, προσπαθούσα να
καταλάβω την λογική της ευγνωμοσύνης του και, εντελώς
ξαφνιασμένος να αποτυπώσω το περιεχόμενο της ιδιότυπης
μοναχικής προοπτικής του. Αφού έσπασε τα μακαρόνια και τα
έχυσε από το περίβλημα τους, αφού σκόρπισε τα μπισκότα όσο
πιο μακριά μπορούσε, φωνάζοντας να φάνε τα πουλάκια∙ "να φάνε
τα πουλάκια", άρχισε να μιλάει για τον σταυρό του Χριστού,
την προδοσία του Ιούδα και εν μέσω ασυνάρτητων κραυγών να
δοξάζει το όνομα του Θεού.
Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Λίγο ακόμη και θα χάναμε το
θέαμα. Θα χάναμε αυτό που ο π. Ηρωδίων έδειχνε. Μέσα όμως
στη νύχτα της δικής μου λογικής είχα αρχίσει να υποψιάζομαι
λίγο απ' αυτό που έκρυβαν τα σκουπίδια, τα ακαταλαβίστικα
λόγια και φυσικά η εντελώς ακατανόητη λογική ενός σαλού για
την αγάπη του Χριστού. Θυμήθηκα τον αββά Ισαάκ που,
αναφερόμενος σ' αυτούς τους ηρωικούς αγίους που ζουν "εν
αταξίαις, εύτακτοι δόντες", κατακλείει "ταύτην την άνοιαν
αξιώσει ημάς ο Θεός φθάσαι". Άραγε αυτή είναι η λογική για
την οποία μιλούσε ο π. Παΐσιος;
Γύρισα πίσω για μια τελευταία κλεφτή ματιά.
Το άσχημο από την φύση του και άγριο από τον τρόπο του
πρόσωπό του έλαμπε υπερβατικά από την χάρη του Θεού. Ήταν
τόση η λάμψη, που υποχρέωνε τα πήλινα μάτια μου και την «μη
ορώσα» καρδιά μου σε ασυνήθιστες οράσεις άλλου είδους και
άλλου κόσμου. Η μυστηριώδη όψη του μένει ακόμη βαθιά
χαραγμένη στη μνήμη μου.
Έφυγα και ξαναβυθίστηκα στα σκουπίδια του εαυτού μου.
Εκείνος έμεινε πατώντας πάνω στα σκουπίδια της λογικής αυτού
του κόσμου. Τον σκεπτόμουν και θαύμαζα την αντοχή και τον
ηρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ενώ αντιλαμβάνομαι την αξία και
το μεγαλείο της λογικής του, δεν μπορώ να συλλάβω την δομή
της. Σίγουρα η λογική είναι μεγαλύτερη εκτροπή από την δια Χριστόν σαλότητα. Ίσως όμως και
ο σταυρός της να είναι
τελικά βαρύτερος από τον σταυρό του π. Ηρωδίωνα.
Πάνω στο πανεπιστήμιο των σκουπιδιών και της σαλότητος,
τόλμησα να προβάλω την λογική∙ την αίγλη και την φινέτσα,
της νωπής τότε εμπειρίας μου στο
HARVARD
και το ΜΙΤ. Τότε άρχισαν τα σκουπίδια να ευωδιάζουν σαν
λουλούδια, τα ζωύφια να μεταμορφώνονται σε πουλάκια, οι
ξεσχισμένες σακούλες σε πτυχία και δημοσιεύματα∙ και ο π. Ηρωδίων πολύ πιο «έξυπνος», πολύ πιο πετυχημένος από τους
Νομπελίστες καθηγητές μου! Η λογική τους έμοιαζε με
αγωνιστικό αυτοκίνητο∙
η λογική της δια Χριστόν σαλότητος με
πύραυλο. Το πρώτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. την ώρα. Το δεύτερο
από 29.000 χλμ. την ώρα και πάνω. Το πρώτο κινείται
οριζόντια. Το δεύτερο κατακόρυφα. Στην μία περίπτωση, αν
υπερβείς το όριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στην δεύτερη, αν το
ξεπεράσεις, εκτοξεύεσαι∙ ξεπερνάς την βαρύτητα της γης∙
διαφεύγεις∙ ελευθερώνεσαι. Οι πρώτοι, οι λογικοί, όσο κι αν
τρέχουν πατάνε στην γη. Ο π. Ηρωδίων έφυγε από αυτόν τον
κόσμο χωρίς να την έχει ακουμπήσει. Χωρίς να τον έχει
ακουμπήσει…»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝ ΠΛΩ. Α΄ ΕΚΔΟΣΗ 2005.