Ο Ιππόλυτος Ρώμης (170-235 μ.Χ.) και το Τριαδικό Δόγμα * Πίστευε η αρχαία Εκκλησία στην Αγία Τριάδα; * Η λατρεία τού Υιού κατά την Καινή Διαθήκη * Τι εννοούσε ο Τερτυλλιανός όταν μιλούσε για χρονική αρχή τού Υιού;
Η περί της θεότητος του
Ιησού Χριστού διδασκαλία
των Αποστολικών Πατέρων
Τού Παναγιώτη
Ν. Τρεμπέλα Πηγή: Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Τόμος Δεύτερος. Αδελφότης Θεόλογων «Ο Σωτήρ». Έκδοσις τρίτη. Αθηνα 2003. |
Επειδή ορισμένοι αιρετικοί, για να δικαιολογήσουν τις κακοδοξίες τους, ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία δήθεν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο υιοθέτησε το Τριαδικό δόγμα για πρώτη φορά, παραθέτουμε εδώ σχετικό κεφάλαιο από τον αείμνηστο Π. Τρεμπέλα, στο οποίο αποδεικνύει την ταυτότητα τής σημερινής πίστης τής Εκκλησίας προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, με την πίστη τής Εκκλησίας τών πρώτων αιώνων, με πλήθος χωρίων τής εποχής.
1) Το περί του Κυρίου ως Υιού του Θεού και Θεού Λόγου Αποστολικόν κήρυγμα, το και εν τοις βιβλίοις της Κ.Δ. αποθησαυρισθέν, εξηχείται πιστώς και εν τοις συγγράμμασι των διαδεξαμένων τους μαθητάς του Κυρίου Αποστολικών Πατέρων. Όποιος επιστεύθη και εκηρύχθη υπό των Αποστόλων ο Ιησούς Χριστός, τοιούτος και ελατρεύθη και εδιδάχθη και υπό των μαθητών των Αποστόλων. Είναι δυσεξαρίθμητα τα χωρία των πρώτων μετά τας Αποστολικάς συγγραφών, εις τα οποία ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται Κύριος, Θεός και Υιός του Θεού, και ως εκ τούτου δεν καθίσταται δυνατόν να παρατεθώσιν ενταύθα πάντα. Θα αρκεσθώμεν δια τούτο εις τα σπουδαιότερα και κατηγορηματικώτερα εξ αυτών. 2) Ούτω Κλήμης ο Ρώμης βέβαιων, ότι «δια του αίματος του Κυρίου Ιησού» «του δοθέντος υπέρ ημών» «λύτρωσις έσται», διακηρύττει, ότι εις τον «Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών» ανήκει «η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων», αποκαλών αυτόν «το σκήπτρον της μεγαλωσύνης του Θεού», ήτοι το πρόσωπον, δια του οποίου ο Θεός ασκεί την βασιλείαν αυτού συμβασιλεύων μετ' αυτού ισοτίμως, ως εμφαίνεται και εκ του ότι και αλλαχού, ιδία όμως εν τω αυτώ κεφαλαίω, χρησιμοποιείται το όνομα Κύριος αδιαφόρως περί τε του Χριστού και του Θεού Πατρός. Διό και αλλαχού ο Κλήμης καλεί τον Χριστόν «υιόν» και «απαύγασμα της μεγαλωσύνης» του Θεού, του οποίου «ενοπτριζόμεθα την άμωμον και υπερτάτην όψιν» δια του «αρχιερέως των προσφορών ημών, του προστάτου και βοηθού της ασθενείας ημών» και καθήμενου «εκ δεξιών» του Πατρός Ιησού Χριστού [22]. 3) Ο δε Ιγνάτιος ο θεοφόρος πλέον ή 15άκις ονομάζει τον Ιησούν Χριστόν Θεόν, πλειστάκις δε Κύριον. Κατ' αυτόν «ο Ιησούς Χριστός ο Κύριος ημών» είναι ο «εν σαρκί γενόμενος Θεός», «ος προ αιώνων παρά Πατρί ην και εν τέλει εφάνη», «Θεός ανθρωπίνως φανερούμενος», αλλά και «Θεός ημών εν Πατρί ων», «ο άχρονος, ο αόρατος, ο δι’ ημάς ορατός, ο αψηλάφητος, ο απαθής, ο δι’ ημάς παθητός», «ο μόνος Υιός» του Θεού, «ος εστίν αυτός Λόγος», ο «ηνωμένος ων» τω Πατρί, «ο Κύριος ο άνευ του Πατρός ουδέν ποιήσας». Αποθανών δε υπέρ ημών έχυσε το αίμα του υπέρ της σωτηρίας μας. Δια τούτο είναι «αίμα Θεού», εν τω οποίω «ανεζωπυρήθημεν», και η σαρξ του είναι «σαρξ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», «μία» ούσα και «έν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού», μεταλαμβανόμενα υφ’ ημών εν τη θεία ευχαριστία. Ούτω και το πάθημά του είναι «το πάθος του Θεού» ημών. Και απέθανε μεν, δεν κατεπόθη όμως υπό του θανάτου, αλλ’ «ανέστησεν εαυτόν» [23]. 4) Ο δε Πολύκαρπος εις την μόνην περισωθείσαν επιστολήν του προς Φιλιππησίους επανειλημμένως ονομάζει τον Ιησούν Χριστόν Κύριον ημών, «ος υπέμεινεν υπέρ αμαρτιών ημών έως θανάτου καταντήσαι», διό και ο Πατήρ ήγειρεν αυτόν «εκ νεκρών δους αυτώ δόξαν εκ δεξιών αυτού», και υπέταξεν αυτώ «τα πάντα επουράνια τε και επίγεια». «Και αυτός» είναι «ο αιώνιος αρχιερεύς, ο Υιός του Θεού Ιησούς Χριστός», «ω πάσα πνοή λατρεύει, ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών» [24] 5) Εν δε τη υπό το όνομα του Βαρνάβα φερομένη επιστολή ο Ιησούς Χριστός διακηρύττεται ως «ων παντός του κόσμου Κύριος, ω είπεν ο Θεός προ καταβολής κόσμου: Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν ημετέραν». Είπε δε τούτο «τω Υιώ» ως δημιουργώ, «έργον των χειρών» τού οποίου «υπάρχει και ο ήλιος». Αυτός ως δημιουργός «και αλλάξει τον ήλιον και την σελήνην», ως «Υιός δε του Θεού ουκ ηδύνατο παθείν», «αλλ’ έπαθεν, ίνα η πληγή αυτού ζωοποιήση ημάς». Είναι «ο ηγαπημένος» του Θεού και «ότε τους ιδίους Αποστόλους εξελέξατο, τότε εφανέρωσεν εαυτόν είναι υιόν του Θεού». Και εφανερώθη, ίνα «λυτρωσάμενος εκ του σκότους» ημάς «διάθηται εν ημίν διαθήκην λόγω». Ούτω δε των Ιουδαίων «συνετρίβη η διαθήκη, ίνα η του ηγαπημένου Ιησού εγκατασφραγισθή εις την καρδίαν ημών». Αυτός εστί και ο «μέλλων κρίνειν ζώντας και νεκρούς» είναι «ο Κύριος», όστις «απροσωπολήπτως κρίνει τον κόσμον» και παρά του οποίου «έκαστος, καθώς εποίησε, κομιείται»[25]. 6) Αλλά και εν τω βιβλίω τω υπό την επιγραφήν Διδαχή των 12 Αποστόλων επανειλημμένως ο Ιησούς Χριστός ονομάζεται «ο Κύριος» και βεβαιούται, ότι «ήξει ο Κύριος και πάντες οι Άγιοι μετ' αυτού», και «τότε όψεται ο κόσμος τον Κύριον ερχόμενον επάνω των νεφελών του ουρανού». Προκειμένου δε περί της τελέσεως του βαπτίσματος εντέλλεται η Διδαχή «έκχεον εις την κεφαλήν τρις ύδωρ εις όνομα Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος»[26]. 7) Τέλος εκ της προς Διόγνητον επιστολής δύναται να συναχθή εν ολίγοις στίχοις πλήρης η Χριστολογία. Πράγματι· κατ' αυτήν ο Ιησούς Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού ο μονογενής», «ο Λόγος ο άγιος και απερινόητος ανθρώποις», «αυτός ο τεχνίτης και δημιουργός των όλων», «ω πάντα διατέτακται και διώρισται και υποτέτακται», προς τον οποίον «ο δεσπότης και δημιουργός των όλων Θεός» «εννοήσας μεγάλην και άφραστον έννοιαν», την περί της σωτηρίας ημών βουλήν, «ανεκοινώσατο μόνω τω παιδί» και κατά το πλήρωμα του χρόνου «απεκάλυψε και εφανέρωσε τα εξ αρχής ητοιμασμένα». Εφανέρωσε δε ταύτα, ότε «ως βασιλεύς πέμπων υιόν βασιλέα έπεμψεν, ως Θεόν έπεμψεν, ως άνθρωπον προς ανθρώπους έπεμψεν, ως σώζων έπεμψε». Και «τον ίδιον Υιόν απέδοτο λύτρον υπέρ ημών, τον άγιον υπέρ άνομων, τον άκακον υπέρ των κακών, τον δίκαιον υπέρ των άδικων, τον άφθαρτον υπέρ των φθαρτών, τον αθάνατον υπέρ των θνητών. Τι γαρ άλλο τας αμαρτίας ημών ηδυνήθη καλύψαι ή εκείνου δικαιοσύνη;» Αλλ’ εάν νυν «έπεμψεν αυτόν ως αγαπών», «πέμψει αυτόν και κρίνοντα, και τίς αυτού την παρουσίαν υποστήσεται;»[27].
Η περί της θεότητος τού Χριστού μαρτυρία των μέχρι και τον Ωριγένους εκκλησιαστικών συγγραφέων 1) Εις τα επακολουθήσαντα συγγράμματα των Απολογητών, ει και ταύτα, ως απευθυνόμενα προς ειδωλολάτρας, όπως αναιρέσωσι κρατούσας παρ' αυτοίς κατά του Χριστιανισμού προκαταλήψεις, δεν είναι εκθέσεις πλήρεις της Χριστιανικής διδασκαλίας, διαπιστούται όμως, ότι η πίστις εις την θεότητα του Ιησού Χριστού εξακολουθεί και κατά τον δεύτερον αιώνα άνευ διακοπής τινός να ομολογήται και να διακηρύττεται, ως και κατά την Αποστολικήν και την αμέσως μεταποστολικήν εποχήν. Ούτως εν τη κατά τα μέσα του δευτέρου αιώνος συγγραφείση απολογία του Αριστείδου βεβαιούται, ότι «οι Χριστιανοί γενεαλογούνται από του Κυρίου Ιησού, ούτος δε ο Υιός του Θεού του Υψίστου ομολογείται εν Πνεύματι Αγίω απ’ ουρανού καταβάς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και εκ παρθένου αγίας γεννηθείς ασπόρως τε και αφράστως σάρκα ανέλαβε». Διακηρύττεται δηλαδή η υιότης και προΰπαρξις και η εν χρόνω άσπορος σάρκωσις εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου του Ιησού Χριστού. Ως προς δε τους λοιπούς απολογητάς υπενθυμίζομεν, ότι εν τοις πρόσθεν παρεθέσαμεν μαρτυρίας αυτών αναφερόμενος εις τον Τριαδικόν Θεόν, εν αις διακηρύττεται και η θεότης του ενανθρωπήσαντος Λόγου. Ως εκ περισσού λοιπόν και ενταύθα επαναλαμβάνομεν, ότι κατά τον Ιουστίνον «ομολογούμεν Θεόν εκείνον τε (τον Πατέρα δικαιοσύνης και σωφροσύνης) και τον παρ' αυτού Υιόν ελθόντα και διδάξαντα ημάς», «τον σταυρωθέντα επί Ποντίου Πιλάτου Υιόν αυτού του όντος Θεού». Ούτος, ο «Υιός Θεού και Απόστολος Ιησούς Χριστός, πρότερος Λόγος ων και εν ιδέα πυρός ποτέ φανείς», «ποτέ δε και εν εικόνι ασωμάτω» «τω Μωυσεί και τοις ετέροις προφήταις, νυν δια Παρθένου άνθρωπος γενόμενος κατά την του Πατρός βουλήν υπέρ σωτηρίας των πιστευόντων αυτώ παθείν υπέμεινεν». Εντεύθεν οι πιστεύοντες εις αυτόν και βαπτιζόμενοι «αναγεννώνται επ' ονόματος του Πατρός… και του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και Πνεύματος Αγίου»[28]. Ο δε Αθηναγόρας βεβαιοί, ότι «εστίν ο Υιός του Θεού Λόγος του Πατρός εν ιδέα και ενεργεία· προς αυτού γαρ και δι’ αυτού πάντα εγένετο». «Ο Λόγος» ούτος, «προελθών εκ της του Πατρός δυνάμεως» κατά τον Τατιανόν και «εν αρχή γεννηθείς, αντεγέννησε την καθ' ημάς ποίησιν» και εγένετο «ο πεπονθώς Θεός», «Θεός εν ανθρώπου μορφή». «Τούτον τον Λόγον έσχεν υπουργόν» ο Θεός Πατήρ «των υπ' αυτού γεγενημένων και δι’ αυτού τα πάντα πεποίηκε» κατά τον Θεόφιλον Αντιοχείας. Διό «ούτος λέγεται, ότι άρχει πάντων των δι’ αυτού δεδημιουργημένων»[29]. Και εν ολίγοις οι απολογηταί, οσονδήποτε και αν τινες εξ αυτών υπό την επίδρασιν της συγχρόνου των φιλοσοφίας διατελούντες παρεκκλίνουσι της ακριβείας εν τω καθορισμώ των σχέσεων του Υιού προς τον Πατέρα, έχονται πάντες στερρώς της τε προϋπάρξεως και θεότητος του Χριστού, χαρακτηρίζοντες αυτόν ως Λόγον του Θεού, διατελούντα εν εσωτερική, ουσιώδει και αχωρίστω σχέσει μετά του Θεού, Υιόν δε του Θεού ουχί υπό ηθικήν, αλλ’ υπό μεταφυσικήν και ουσιώδη έννοιαν. Παρά δε τον μνημονευθέντα εκ της φιλοσοφίας επηρεασμόν τινων εξ αυτών, πάντες ανεξαιρέτως εθεώρησαν τον Λόγον ως θείον πρόσωπον και ουχί ως τον Λόγον του κόσμου, όπως κατά πανθεϊζούσας εκδοχάς εξελάμβανον αυτόν οι σύγχρονοί των Στωικοί. Επί πλέον δεν εφρόνουν περί του Λόγου, ότι ήτο αποκλειστικώς και μόνον αρχή κοσμική, υπό της οποίας εδημιουργήθη και εκυβερνάτο ο κόσμος, αλλά διεκήρυττον ακόμη, ότι ήτο και το πρόσωπον, δι’ ού εγένετο εις τους ανθρώπους η τελεία θεία αποκάλυψις και συνήφθησαν νέαι σχέσεις των ανθρώπων προς τον δι’ αυτού καταλλαγέντα προς τούτους ουράνιον Πατέρα. Ο Λόγος «σαρξ εγένετο», ίνα σώση τον κόσμον. Η σωτηρία δε και η απολύτρωσις αυτή συνετελέσθη ου μόνον δια της θείας επιγνώσεως, εις την οποίαν ο ενανθρωπήσας Λόγος ωδήγησε την ανθρωπότητα δια της θείας διδασκαλίας του και του νέου ηθικού νόμου, τον οποίον εδωροφόρησεν εις αυτήν, αλλά και δια της εκχύσεως των χαρίτων του Πνεύματος, αίτινες απέρρευσαν από τον εξιλαστήριον θάνατον του. 2) Οι πρώτοι μετά τους απολογητάς συγγραφείς, και προ παντός o Ειρηναίος, εκαλούντο να υπερασπίσωσι την περί της θεότητος του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού διδασκαλίαν κατά των καταπολεμούντων αυτήν αιρετικών του β' και γ' αιώνος. Ήσαν δε μία μερίς τούτων ο Κήρινθος, σύγχρονος του ευαγγελιστού Ιωάννου, οι Εβιωνίται και διάφοροι Γνωστικοί, περί των οποίων ομιλούσιν, ιδία μεν ο Ειρηναίος, είτα δε και ο Ευσέβιος εν τη εκκλησιαστική ιστορία αυτού, καθώς και ο Επιφάνιος. Και οι μεν Εβιωνίται απέκλειον από την Χριστολογίαν αυτών την διδασκαλίαν του Ιωάννου και του Παύλου περί προϋπάρξεως και θεότητος του Χριστού, κατηγορούν δε και τον Παύλον ως αποστάτην και περιετέμνοντο, άγοντες βίον καθαρώς Ιουδαϊκόν και εν Ιεροσολύμοις λατρεύοντες τον Θεόν. Ο δε Κήρινθος διετείνετο, ότι ο Ιησούς Χριστός εγεννήθη ως και οι λοιποί άνθρωποι εκ του Ιωσήφ και της Μαρίας και ότι μετά το βάπτισμα κατήλθεν επ’ αυτόν το Άγιον Πνεύμα και εγένετο ο Χριστός, ο οποίος όμως παρέμεινεν απαθής και πνευματικός, διότι εν τω παθήματι παρέμεινε μόνος ο Ιησούς, του Χριστού ανακληθέντος. Εκ δε των άλλων Γνωστικών ο μεν Καρποκράτης εδίδασκεν ότι ο Ιησούς εγεννήθη εκ του Ιωσήφ και υπήρξεν όμοιος προς τους λοιπούς ανθρώπους, κατά τούτο διαφέρων αυτών ότι είχε ψυχήν καθαράν και εμνημόνευσε τα οραθέντα υπ' αυτής ότε ήτο εν τη περιφορά του αγεννήτου Θεού, δι’ αυτό δε απεστάλη υπό του Θεού εις την ψυχήν αυτού δύναμις, ίνα δυνηθή να φύγη τους κοσμοποιούς αγγέλους. Ο δε Μαρκίων διακρίνων τον Θεόν Πατέρα από του Δημιουργού, εξ ου προήρχετο η Π. Δ., εδίδασκεν, ότι εφανερώθη ο Θεός εν τω Ιησού, ίνα εξαγόραση τους ανθρώπους εκ του σκληρού δημιουργού, ούτω δε εφαίνετο ταυτίζων τον Πατέρα και τον Ιησούν Χριστόν. Τέλος οι Άλογοι, απέρριπτον το τέταρτον ευαγγέλιον και την αποκάλυψιν και δεν εδέχοντο, ότι οι Απόστολοι εκήρυξαν περί Λόγου, κατά τον Επιφάνιον όμως δεν φαίνεται ούτοι να ηρνήθησαν την περί Ιησού ως Υιού του Θεού διδασκαλίαν, αλλά μάλλον γενικώς ως προς αυτήν ήσαν σύμφωνοι προς την Εκκλησίαν[30]. 3) Τας αιρέσεις ταύτας καταπολεμεί και ο Ειρηναίος διακηρύττων εξ ενός την πίστιν «εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα» «και εις ένα Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας σωτηρίας», «και εις Πνεύμα Άγιον» ως «παρά των Αποστόλων και των εκείνων μαθητών» παραληφθείσαν υπό της Εκκλησίας εξ ετέρου δε βεβαιοί, ότι ο Υιός του Θεού είναι αληθώς Θεός, ανακεφαλαιούμενος τα πάντα εν εαυτώ, «ίνα Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών και Θεώ και Σωτήρι και βασιλεί παν γόνυ κάμψη»· εις αυτόν, δι’ ου τα πάντα εγένετο, εποίησε Σωτήρα «ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», «όστις εστίν Υιός αυτού πάντοτε συνυπάρχων τω Πατρί και αποκαλύπτων αυτόν πάντοτε και εις τους αγγέλους» [31]. Αναιρών δε ρητώς και τους Γνωστικούς, και δη την διδασκαλίαν του Κηρίνθου, αποκαθιστά την ορθήν πίστιν επικαλούμενος τας μαρτυρίας των δύο συνοπτικών, καθώς και του Ιωάννου και του Παύλου, εν συνδυασμώ και προς τας εκ του Ψαλμ. οζ' 5-7, ρλα' 2, Ησαΐου θ' 6, Ιερεμ. λγ' 15 κλπ. προφητείας, και βεβαιών, ότι προς σωτηρίαν του ανθρώπου ήτο ανάγκη να ενανθρώπηση αυτός ο Θεός. «Ει μη συνηνώθη γαρ ο άνθρωπος τω Θεώ, ουκ αν ηδυνήθη μετασχείν της αφθαρσίας». Αναιρών δε αλλαχού την πλάνην του γνωστικού Βασιλείδου, καθ' ην τον κόσμον εποίησαν οι άγγελοι, διακηρύττει ότι ο Θεός δια του Λόγου εποίησε τα πάντα, («Verbo condidit omnia et fecit»), ο Θεός εστίν ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού («Hic Deus est Pater Domini nostri Jesu Christι»). Ουδέ υπάρχει άλλος ο Πατήρ υπέρ τον Δημιουργόν, ως διετείνοντο οι Γνωστικοί, ούτε άλλος ο Μονογενής και άλλος ο Λόγος, ούτε άλλος ο Χριστός και άλλος ο Σωτήρ. «Ουκ άλλον δε Θεόν οι Απόστολοι κατήγγελλον· ουδέ άλλον μεν παθόντα και εγερθέντα Χριστόν, άλλον δε τον αναστήσαντα και απαθή διαμεμενηκότα, αλλ’ ίνα και τον αυτόν Θεόν και Σωτήρα και Χριστόν Ιησούν τον εκ νεκρών αναστάντα». Αλλά και ο Ιωάννης ένα και τον αυτόν εγνώρισε Λόγον Θεού, και τούτον Μονογενή και σαρκωθέντα δια την ημετέραν σωτηρίαν Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών. Και ο Ματθαίος ωσαύτως και ο Παύλος και ο Μάρκος [32]. 4) Εκτός όμως των ανωτέρω μνημονευθέντων αιρετικών υπήρξαν, ως και αλλαχού είπομεν, και οι λεγόμενοι Μοναρχιανοί ή Μοναρχικοί, οίτινες αρνούμενοι την Τριάδα εδίδασκον, είτε ότι ο Θεός Πατήρ ενηνθρώπησε και έπαθεν υπέρ ημών, και απεκλήθησαν δια τούτο ούτοι Πατροπασχίται (ο Νοητός και ο Πραξέας)· είτε ότι ο άνθρωπος Ιησούς έπαθε και υιοθετήθη κατ' ακολουθίαν υπό του Θεού, εξ ού και υιοθετισταί ωνομάσθησαν (Θεόδοτος ο Σκυτεύς και οι κατ' αυτόν). Κατά των Μοναρχιανών τούτων αντεπεξήλθαν ο Ιππόλυτος, συγγράψας το υπό του Ευσεβίου αναφερόμενον σύγγραμμα Κατά Αρτέμωνος ή Αρτεμά, καθώς και το «Εις αίρεσιν Νοητού», και τα δύο τελευταία βιβλία (IΧ και Χ) «Κατά πασών αιρέσεων έλεγχου»· ο Τερτυλλιανός δια του έργου αυτού Adversus Praxeam και ο Νοβατιανός εν τοις κεφ. XVIΙΙΧΧΙΧ του έργου του De Trinitate. α) Και ο μεν Ιππόλυτος διακηρύττει, ότι ο Θεός «μόνος ων πολύς ην. Ούτε γαρ άλογος, ούτε άσοφος, ούτε αδύνατος, ούτε αδούλευτος ην», αλλά «των γινομένων αρχηγόν και σύμβουλον και εργάτην εγέννα Λόγον, αν είχεν εν εαυτώ». «Πάντα τοίνυν δι’ αυτού, αυτός δε μόνος εκ Πατρός», «πρωτότοκος τούτου γενόμενος», «δω και Θεός ουσία υπάρχων Θεού». «Τούτον τον Λόγον εν υστέροις απέστειλεν ο Πατήρ» «αυτοψεί φανερωθήναι», «εκ παρθένου σώμα ανειληφότα». «Ουκούν ένσαρκον Λόγον θεωρούμεν». «Γινώσκων δε ο πατρώος Λόγος την οικονομίαν του Πατρός» «αναστάς παρέδωκε τοις μαθηταίς λέγων: Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεικνύων ότι πας ος αν εν τι τούτων εκλίπη, τελείως Θεόν ουκ εδόξασε. Δια γαρ της Τριάδος ταύτης Πατήρ δοξάζεται, Πατήρ γαρ ηθέλησεν, Υιός εποίησε, Πνεύμα εφανέρωσεν»[33]. β) Ο δε Τερτυλλιανός καθορίζων την πίστιν των Χριστιανών παρατηρεί, ότι ημείς πιστεύομεν εις ένα Θεόν, υπό ταύτην όμως την οικονομίαν ίνα ή τω ενί Θεώ και Υιός Λόγος τούτου, όστις εξ αυτού προέρχεται, δι’ ου τα πάντα εγένετο και άνευ αυτού ουδέ έν γέγονε. Τούτον αποσταλέντα παρά του Πατρός εις την Παρθένον και εξ αυτής γεννηθέντα, άνθρωπον και Θεόν, Υιόν ανθρώπου και Υιόν Θεού και ονομασθέντα Ιησούν Χριστόν κηρύττομεν. Πριν γένωνται δε τα πάντα ο Θεός ήτο μόνος. Αλλά και τότε δεν ήτο μόνος. Διότι είχε μεθ' εαυτού εκείνον, τον οποίον είχεν εν εαυτώ, δηλαδή τον Λόγον αυτού. Διότι λογικός ο Θεός και ο Λόγος εν αυτώ πρότερον και ούτως εγένετο τα πάντα. Τούτον οι Έλληνες Λόγον λέγουσιν. Εγέννησε δε ο Θεός τον Λόγον ως η ρίζα τον θάμνον και η πηγή τον ποταμόν και ο ήλιος το απαύγασμα, διότι και αι προβολαί αύται εισί των αυτών ουσιών, εξ ων προέρχονται [34]. Αλλαχού δε πάλιν διακηρύττει, ότι ο Θεός έζησε μεταξύ των ανθρώπων, ίνα ο άνθρωπος μάθη να πράττη ό,τι είναι θείον. Ο Θεός ήλθεν εις σχέσιν μετά του ανθρώπου ως ίσος, ίνα ο άνθρωπος δυνηθή να έλθη εις σχέσιν μετά του Θεού ως ίσος. Ο Θεός ευρέθη ως τις σμικρότατος, ίνα ο άνθρωπος αποβή μέγιστος τις. Εάν απαξιοίς ίνα τοιούτον Θεόν, διερωτώμαι, εάν όντως πιστεύης εις Θεόν εσταυρωμένον[35]. 5) Εκ των μετέπειτα συγγραφέων, των μέχρι της Α' Οικουμενικής συνόδου ακμασάντων, είναι αρκετόν να αναφέρωμεν αυτόν τούτον, τον μη εν πάσιν Ορθόδοξον κριθέντα Ωριγένην, όστις πιστεύει εις την Χριστιανικήν Τριάδα, ήτις αποκαλείται υπ' αυτού «Τριάς αγία», «Τριάς αιώνιος», «Τριάς αρχική», «Τριάς προσκυνητή». Παραδέχεται δε τον Υιόν του Θεού Θεόν και ονομάζεται υπ' αυτού «δεύτερος Θεός», ο Λόγος Θεός, ο Θεός Λόγος [36]. Επί πλέον ο Ωριγένης εχρησιμοποίησε πιθανώτατα πρώτος τον όρον ομοούσιος, καθώς και τον όρον Θεάνθρωπος [37]. 6) Από του δευτέρου εξ άλλου αιώνος, ως εμφαίνεται εκ των επιγραφών του Αβερκίου και του Πεκτορίου, εκράτησεν εν τη Εκκλησία το σύμβολον του Ιχθύος, το οποίον δια των στοιχείων της λέξεως Ιχθύς ως αρχικών γραμμάτων των λέξεων Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ υπέκρυπτε πλήρη ομολογίαν περί της Θεότητος και της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου. Ούτως εκ της ως άνω συντόμου ανασκοπήσεως αποδεικνύεται εξ ολοκλήρου ακριβής ο Μ. Αθανάσιος, όταν απευθυνόμενος προς τους διαμφισβητούντας την θεότητα του σαρκωθέντος Λόγου παρατηρεί εις αυτούς: «Ιδού ημείς μεν εκ Πατέρων εις πατέρας διαβεβηκέναι την τοιαύτην διάνοιαν αποδεικνύομεν· υμείς δε, ω νέοι Ιουδαίοι και του Καϊάφα μαθηταί, τίνας άρα των ρημάτων υμών έχετε δείξαι πατέρας; Αλλ’ ουδένα των φρονίμων και σοφών αν είποιτε. Πάντες γαρ υμάς αποστρέφονται»[38].
Σημειώσεις 22. Κλήμ. Ρώμ. Α' προς Κορινθίους ιβ' 7, κα' 6, ν' 7, ιστ' 2, λστ' (Β. 1, σελ. 18, 22, 33, 19, 27). 23. Ιγνατ. προς Εφεσίους ζ' 2, Μαγνησ. στ' 1, Εφεσίους ιθ' 3, Ρωμαίους γ' 3, Πολύκαρπ. γ' 2, Ρωμαίους προοίμιον, Μαγνησ. η' 2, ζ' 1, Εφεσίους α' 1, Φιλαδελ. δ΄ 1, Ρωμαίους στ' 3, Σμυρν. β΄ 1, Β. 2, σελ. 265, 269, 268, 275, 283, 270, 264, 277, 276, 280. 24. Πολυκάρπ. προς Φιλιπ. α' 2, β' 1, ιβ', β' 1, Β. 3, σελ. 15, 20. 25. Βαρνάβα ε' 5, στ' 12, ε' 10, ιε΄ 5, ζ' 2, γ' 6, ε΄ 9, ιδ' 5, δ΄ 8, ζ' 2, δ΄ 12, Β. 2, σελ. 230, 232, 240, 232, 228, 230, 239, 229, 232, 230. 26. Διδαχής η' 2, θ' 5, ιε΄ 4 κλπ. ιστ' 7-8, ζ' 3, Β. 2, σελ. 218, 220, 217. 27. Επιστ. προς Διόγνητον ι΄ 2, η' 7-11, ζ' 4, θ' 2-3, ζ' 5-6, Β. 2, σελ. 256, 255, 254, 255, 254. 28. Ιουστ. Α' Απολογ. ιε΄ 1, στ' 1, ιγ' 3, ξγ' 10 και 16, ξα' 3, Β. 3, σελ. 147, 164, 167, 196, 194, 178, 187, Παράβαλλε και Α' Απολ. 32 και 50, καθώς και Διάλογ. Προς Τρύφ. 40, 54, 111, 134, ένθα αναπτύσσεται, ότι η απολύτρωσις ημών συνετελέσθη υπό του Ιησού Χριστού. 29. Αθηναγ. Πρεσβεία 10, Β. 4, 288. Τατιανού λόγος προς Έλληνας 5, 13, 21, Β. 4, 245, 269, 256, Θεοφ. Β΄ Αυτόλ. 10 και 22, Β. 5, 27, 36, 37. 30. Ευσεβ. Εκκλησ. Ιστ. Γ' 27, 38, Μ. 273 και εξής, Επιφ. Αίρεσις 28, Μ. 41, 377, Ειρην. I 26, § 2, Μ. 7, 686-687, Θεοδ. Αιρετ. κακομ. Βιβλ. 2, κεφ. 1, Μ. 83, 388, Ειρην. I 25, 1, Επιφαν. Αίρεσις 27 § 2, Μ. 41, 364, Θεοδ. ενθ' αν. κεφ. 5, Μ. 83, 392, Tertul. Adver. Marc. I, 11, 14; IΙ 27; Ill 9; IV 7, m. 2, 259, 262, 326, 333, 369, Ειρην. I 27, § 2, M. 7, 688, Θεοδ. ένθ' ανωτ. κεφ. 24, Επιφαν. Αίρεσις 41-42, Μ. 41, 696, Του αυτού Αίρεσις 51, Μ. 41, 888 και εξής, Ειρην. ΙΙΙ 11, 9, Μ. 7, 890. 31. Ειρην. Έλεγχ. Ι 10, 1, ΙΙ 30, 9. Μ. 7, 549, 821, 823. «Hic Pater Domini nostri Jesu Christi per Verbum suum, qui est Filius ejus… Semper coexsistens Filius Patri, olim et ab initio semper revelat Patrum et Angelis et Archangelis… et omnibus quibus vult revelare Deus». 32. Ειρηναίου Έλεγχ. Ill, 16, 1, XVIII, 7-XIX 2, M. 7, 919, 937-940. Του αυτού αυτόθ. II, 2, § 4 και 6, 19, § 9, III, 12, 2 και 16, 2-3 και αλλαχού εν κεφ. 17-19. 33. Ευσεβ. Εκκλησ. Ιστ. V, 28, Ιππόλ. εις αίρεσιν Νοητού 10 και 11 και 12 και 14, Β. 6, σελ. 16, 17, 18. Του αυτού Έλεγχος 10, 33, Β. 5, σελ. 375, 376. 34. Τερτυλλιανού Adv. Praxeam c. 2, 5 και 8 m. 2, 179, 183, 186. «Nos unicum quidem Deum credimus, sub hac tamen dispensatione, quam oeconomiam dicimus, ut unici Dei sit et filius sermo ipsius, qui ex ipso processerit, per quern omnia facta sunt, et sine quo factum est nihil. Hunc missum a Patre in νirginem et ex ea natum, hominem et Deum, Filium hominis et Filium Dei et cognominatum Jesum Christum.» c. 2. «Ante omnia enim Deus erat solus… Ceterum ne tunc quidem solus; habebat enim secum, quam habebat in semetipso, rationem suam scilicet. Rationalis enim Deus et ratio in ipsum prius et ita ab ipso omnia. Hanc Graeci Λόγον dicunt. c. 5. Protulit enim Deus sermonem, sicut radix fruticem et fons fluvium et sol radium; nam et istae species probolae sunt earum substantiarum, ex quibus prodeunt;» c. 8. 35. Tertul. Advers. Marc. II 27 m. 2, 345: «Conversabatur Deus humane, ut homo divine agere doceretur. Ex aequo agebat Deus cum homine, ut homo ex aequo agere cum Deo posset. Deus pusillus inventius est, ut homo maximus fieret. Qui talem Deum dedignaris, nescio an ex fide credas Deum crucifixum». 36. Περί αρχών, Πρόλογος I, 1-4, Μ. 11, 115-121, απόσπασμα εις τον Ιωάννην 36, εις τον Ιωάν. Βιβλ 10, 23, Μ. 14, 384. Εις τον Ματθαίο Βιβλ 15, 31, Μ. 13, 1345, εις τον Ιωάν. Βιβ. 6, 17, Μ. 14, 257, εις τον Ιωάν. Βιβλ. 2, 2, Μ. 14, 108, Κατά Κέλσου Ε' 39 και Γ' 37, 41, ΣT' 61, Ζ' 17 κλπ. Μ. 11, 1244, 968, 970, 1392, 1445. 37. Εις την προς Εβραίους επιστ. απόσπασμα, Μ. 11, 1308: «Έν γαρ το θείον κύημα, είς ο θείος τοκετός και μία η γεννήσασα τον θεάνθρωπον», ομιλία 7η εις τον Λουκάν, έκδοσις Πρωσ. Ακαδημ. σελ. 48. 38. Επιστολή ότι η εν Νικαία σύνοδος… § 27, Μ. 25, 465. |
Δημιουργία αρχείου: 9-2-2011.
Τελευταία μορφοποίηση: 28-8-2017.