Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ενότητες: Θρησκείες και Μέθοδοι |
---|
Έννοια και νόμοι περί Προσηλυτισμού Η διαφορά μεταξύ απλής ομολογίας της
πίστης και του - απαγορευμένου - προσηλυτισμού, στα πλαίσια ασκήσεως του
ατομικού Συνταγματικού δικαιώματος της Θρησκευτικής Ελευθερίας
Πηγή: Αντιαιρετική Ομάδα Ι. Μητρ. Πατρών http://www.i-m-patron.gr/keimena/thriskeytiki_eleutheria_22_6_07.html |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΙΚΑ Η αντιαιρετική ομάδα της Ιεράς Μητρόπολης Πατρών, στα πλαίσια της ενημέρωσης του Ορθοδόξου Χριστιανικού Λαού, με τρόπο ευσύνοπτο και κατανοητό, ασχολείται με ένα ζωηρά αμφιλεγόμενο, στη σύγχρονη Κοινωνία θέμα, που προϋποθέτει γνώσεις και εμπειρία για να αναλυθεί σωστά. Μας ρωτούν συχνά τι περιλαμβάνει το ατομικό δικαίωμα της Θρησκευτικής Ελευθερίας και ποίοι οι περιορισμοί του; Τι σημαίνει η απλή Ορθόδοξη μαρτυρία, η Ορθόδοξη ομολογία πίστεως, το κήρυγμα -διδασκαλία- του Ευαγγελίου εις πάντα τα Έθνη και από πού και πέρα αρχίζει η διαστρέβλωση της εννοίας του Ευαγγελισμού των Λαών, ήτοι ο δόλιος, απατηλός και προσβάλλων την θρησκευτική συνείδηση του συνανθρώπου προσηλυτισμός; Ποία είναι τα αθέμιτα μέσα, οι τρόποι του προσηλυτισμού και ποίος ο σκοπός του; Τι είναι και τι δεν είναι προσηλυτισμός κατά την εφαρμογή του Δικαίου; Για να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το ισχύον, σήμερα, νομικό πλαίσιο στην Ελλάδα και διεθνώς, που δίδει και τους ορισμούς των αντίστοιχων εννοιών, καθώς και το περιεχόμενο αυτών. Σημειωτέον, ότι, το εξεταζόμενο θέμα, δεν είναι μόνον θρησκευτικό ή νομικό (ατομικά δικαιώματα) αλλά έχει και τις πολιτικές προεκτάσεις του (διεθνές δίκαιον) καθόσον αφορά τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων, τους οικονομικούς ή πολιτικούς μετανάστες, ενώ καταπιάνονται με αυτό (το θέμα), διεθνείς οργανισμοί και άλλοι εμπλεκόμενοι ιδιωτικοί φορείς και οργανώσεις. Θα πούμε εδώ, στην εισαγωγή μας, ότι το θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας, απασχολεί την Ανθρωπότητα από καταβολής κόσμου (δεν είναι καινούργιο). Από τα πρώτα ατομικά δικαιώματα, που διεκδίκησε ο άνθρωπος στην Ιστορία του (πριν ακόμη και από τα πολιτικά ή κοινωνικά του δικαιώματα) υπήρξε η απόλαυση (ελευθερία) του θρησκεύεσθαι. Τον σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας, επιβάλλουν μεγάλος αριθμός διεθνών συμβάσεων και όλα τα Σύγχρονα Συντάγματα. Πολλοί συγχέουν την έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας, με την αντίστοιχη της ανεξιθρησκείας που εχρησιμοποιείτο πριν πολλούς αιώνες. Η έννοια της «ανεξιθρησκείας» (tolerance)είναι στενότερη της έννοιας του όρου «θρησκευτική ελευθερία», γιατί η μεν πρώτη περιλαμβάνει μόνον την ανοχή του κράτους έναντι θρησκευμάτων εκτός της επίσημης θρησκείας (όπου και όταν υπάρχει), ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει το δικαίωμα του ανθρώπου να εκδηλώσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, με παράλληλη υποχρέωση του Κράτους : 1.-Να απέχει από κάθε ενέργεια που θα παρεμπόδιζε την διαμόρφωση και την εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων και 2.- Να λαμβάνει κάθε είδους πρόσφορο μέτρο για την εξασφάλιση της άσκησης των θρησκευτικών εκδηλώσεων και της λατρείας. Αλλά ας προχωρήσουμε στην εξέταση του θέματός μας παραθέτοντας τις διατάξεις που καθορίζουν το σύγχρονο δίκαιο στην Ελλάδα και Διεθνώς:
ΝΟΜΙΚΟΝ ΠΛΑΙΣΙΟ – ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Α.- ΣΥΝΤΑΓΜΑ (1975) ΑΡΘΡΟΝ 13 (Σ. 13) Το ισχύον Σύνταγμα (1975) διαλαμβάνει τα σχετικά με την θρησκευτική ελευθερία στο άρθρο 13, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος. Η απόλαυσις των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται εκ των θρησκευτικών εκάστου πεποιθήσεων. 2. Πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων. Η άσκησις της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλη την δημοσίαν τάξιν ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3. Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται εις την αυτήν εποπτείαν της Πολιτείας και εις τας αυτάς έναντι ταύτης υποχρεώσεις, ως και οι της επικρατούσης θρησκείας. 4. Ουδείς δύναται ένεκα των θρησκευτικών αυτού πεποιθήσεων να απαλλαγή της εκπληρώσεως των προς το Κράτος υποχρεώσεων ή να αρνηθή την συμμόρφωσίν του προς τους νόμους. 5. Ουδείς όρκος επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος και τον τύπον αυτού».
Β.- ΕΣΔΑ (ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ) Άρθρον 9 ΕΣΔΑ «Ελευθερία σκέψεως συνειδήσεως και θρησκείας. 1. Παν πρόσωπο δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».
Γ.- ΕΙΔΙΚΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ – ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ – ΙΣΧΥΩΝ ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝ 1363/1938 «Περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγματος», άρθρα 4 και 5. Κατά το επόμενο έτος τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 2 του ομότιτλου ΑΝ 1672/1939, το οποίο ορίζει στην παρ. 2 τα ακόλουθα: «Προσηλυτισμός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως δια μέσων απατηλών δια καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής».
Σημείωση: Η λέξη «ιδία» σημαίνει ότι η απαρίθμηση των αθέμιτων μέσων (τρόπων) του προσηλυτισμού είναι ενδεικτική στο Νόμο και όχι περιοριστική (τούτο σημαίνει ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι που εντάσσονται στην εν λόγω παραβατική συμπεριφορά). Και αυτό καθορίζεται κάθε φορά από την Διοίκηση και τα Δικαστήρια.
Δ. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ Η Οικουμενική Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. (άρθρα 18 και 29) Η Σύμβαση της Ρώμης (άρθρα 9 και 14).
Ε. ΣΥΝΑΦΗ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ Συναφή είναι και τα δικαιώματα: α) Του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (Σύνταγμα άρθρο 2 παρ. 1). β) Της προστασίας της τιμής και της ελευθερίας (Σύνταγμα άρ. 5 παρ. 2). γ) Της ισότητας (άρ. 4 Συντάγματος). δ) Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (Σύνταγμα άρθρο 11 παρ. 1 )κ.λπ..
ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ (άρ. 13 παρ. 1 του Συντάγματος) 1.- Το δικαίωμα του ατόμου να πρεσβεύει την θρησκεία της επιλογής του (παλαιά ή νέα, γνωστή ή άγνωστη, αίρεση ή σχίσμα κ.λπ.). 2.- Το δικαίωμα να μεταβάλλει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις χωρίς κανένα (κρατικό) περιορισμό (μπορεί να υπάρχουν θρησκευτικές κυρώσεις π.χ. αφορισμός αλλά αυτό αφορά την θρησκεία από την οποία αποχωρεί κανείς και όχι το κράτος). 3.- Το δικαίωμα του ατόμου να εκδηλώνει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις (καθ’ οιονδήποτε νόμιμο τρόπο ρητά ή σιωπηλά, γραπτά ή προφορικά, ατομικά ή ομαδικά). Συνηθέστερη απόλαυση αυτού του δικαιώματος είναι η λατρεία (Σύνταγμα άρ. 13 παρ. 2) σε ειδικά προορισμένους χώρους (π.χ. ναούς, τεμένη, συναγωγές κ.λπ.). 4.- Το δικαίωμα διαδόσεως της θρησκευτικής πίστης. Η επιταγή «πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. 28, 19) είναι υποχρέωση που η θρησκεία μας επιβάλλει στους πιστούς της. Ανάλογα επιβάλλουν και άλλες θρησκείες και δόγματα στους πιστούς των. Η Ελληνική έννομη τάξη δεν επιτρέπει την άσκηση του δικαιώματος αυτού με μέσα που εμπίπτουν στον αθέμιτο προσηλυτισμό (βλ. κατωτέρω). 5.- Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι για σκοπούς θρησκευτικούς (π.χ. χωρίς περιορισμούς για ημεδαπούς ή αλλοδαπούς). 6.- Το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας (χωρίς ανεπίτρεπτες διακρίσεις ή κριτήρια θρησκευτικά –π.χ. γκέτο). 7.- Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι για θρησκευτικούς λόγους. Υπάρχουν Ν.Π.Δ.Δ. (π.χ. ορθόδοξες Εκκλησίες, Βακούφια Μουσουλμανικά, Ισραηλιτικές Κοινότητες) και Ν.Π.Ι.Δ. (π.χ. σωματεία, ιδρύματα, θρησκευτικές οργανώσεις κ.λπ.). 8.- Το δικαίωμα θρησκευτικής ισότητας (άρ. 13 παρ. 1 εδ. Β΄ Συντ.) (σε συνδ. με άρ. 4 Συντ.). Δεν επιτρέπεται καμμία άνιση μεταχείριση, με κριτήριο θρησκευτικού χαρακτήρα (π.χ. κώλυμα διορισμού θέσης εκπαιδευτικού). 9.- Το δικαίωμα θρησκευτικής εκπαίδευσης, το οποίο διακρίνεται σε δικαιώματα: α) θρησκευτικής ανατροφής των παιδιών και β) συστάσεως και λειτουργίας εκπαιδευτηρίων. 10.- Το δικαίωμα να μην εξαναγκάζεται κανείς σε ενέργειες αντίθετες προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις (π.χ. η επιβολή όρκου ή επιβολή συσσιτίου με χοιρινό κρέας, όπου αυτό το απαγορεύει η θρησκεία).
Σημείωση: Από όλα τα προαναφερόμενα δικαιώματα ας εστιάσουμε στα με αριθμούς 3 και 4 της ως άνω απαριθμήσεως (όσον αφορά την έννοια της «ομολογίας πίστεως»).
ΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Η άσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας περιορίζεται από ορισμένους φραγμούς, που ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 13 του Συντάγματος. Αυτοί αναφέρονται:
1.- Στη «γνωστή» θρησκεία (Σύντ. άρ. 13 παρ. 2) Ο περιορισμός υπέρ της γνωστής θρησκείας αφορά πρωτίστως στο δικαίωμα της λατρείας. Κάθε άτομο στην Ελλάδα έχει το δικαίωμα να πρεσβεύει οποιαδήποτε θρησκεία που το ίδιο επιλέγει, αλλά η ακώλυτη άσκηση της λατρείας υπό την προστασία των νόμων είναι εγγυημένη από το Σύνταγμα άρ. 13 παρ. 2, μόνον υπέρ των γνωστών θρησκειών. Η ερμηνεία που κράτησε μέχρι σήμερα, σχετικά με τον όρο «γνωστή», είναι ότι αυτή σημαίνει τα θρησκεύματα εκείνα (θρησκείες ή ομολογίες) που δεν έχουν μυστικά δόγματα και κρυφή λατρεία και που είναι προσιτά (να τα γνωρίσει εύκολα ο καθένας) (πρβλ. Σ.Τ.Ε. 2105-2106/1975 (Ολομ.).
2.- Στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη (Σύντ. άρ. 13 παρ. 2). Πρόκειται για το σύνολο των θεμελιωδών κοινωνικών, ηθικών, πολιτιστικών, πολιτειακών και οικονομικών αρχών και αντιλήψεων που κυριαρχούν , τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας σε δεδομένη χρονική στιγμή. Η τυχόν σύγκρουση των λατρευτικών εκδηλώσεων ενός θρησκεύματος με την Ελληνική δημόσια τάξη κρίνεται από τη Διοίκηση και τελικά από τα δικαστήρια.
3.- Στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος και την συμμόρφωση προς τους νόμους (Σύντ. άρ.13 παρ. 4). Εδώ έχουμε π.χ. τις περιπτώσεις της άρνησης καταβολής φόρων, της άρνησης της αρχαιολογικής υπηρεσίας για την τέλεση ιεροτελεστιών σε κτίριο ναού που έχει χαρακτηριστεί μνημείο, και υπάρχει κίνδυνος για την στατικότητά του ή για τις τοιχογραφίες του, της άρνησης μεταγγίσεως αίματος (που ορθά δεν γίνεται δεκτή από την Διοίκηση-σωτηρία ζωής) κ.λ.π. -Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι λεγόμενοι «αντιρρησίες συνειδήσεως» (objecteurs de conscience) οι οποίοι αρνούνται κατά την στρατιωτική θητεία των να φέρουν όπλα (άρθρο 4 παρ.8 Ν.731/1977 περί εναλλακτικής θητείας, και Ν.2510/1997). Όσοι αναγνωρίζονται (με απόφαση του ΥΕΘΑ) ως αντιρρησίες συνειδήσεως σύμφωνα με τον Ν.2510/1997 εκπληρώνουν: α) Άοπλη θητεία στο στράτευμα, προσαυξημένη κατά 12 μήνες σε σύγκριση με την ένοπλη, ή β) Εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία, προσαυξημένη κατά 18 μήνες.
4.- Στην απαγόρευση του προσηλυτισμού (Σύνταγμα άρ. 13 παρ. 2) (βλ. ανωτέρω και άρθρα 4 και 5 του ΑΝ 1363/1938 και άρ. 2 του ΑΝ 1672/1939) Η έννοια του προσηλυτισμού είναι ευρύτατη στην ερμηνεία της Νομοθεσίας και απρόβλεπτη στην πλούσια νομολογία (του Αρείου Πάγου, του Σ.Τ.Ε., του Ε.Δ.Δ.Α. κ.λπ.). Έχει προς τούτο αναπτυχθεί πλουσιότατη βιβλιογραφία και αρθρογραφία περί της αληθούς εννοίας του προσηλυτισμού (ετυμολογία: εκ του προς + ήλυθον = ήλθον του έρχομαι, προσηλυτίζω = πείθω κάποιον να αποδεχθεί το θρησκευτικό δόγμα που πιστεύω ή γενικά τις ιδέες μου, Προσηλυτισμός = η προσπάθεια για απόκτηση οπαδών, ομοϊδεατών, Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη, 1992, σελ. 645). Οι έννοιες της «θρησκευτικής ελευθερίας» και του «προσηλυτισμού» είναι κάπως γενικές και αόριστες και εν πολλοίς παρεξηγημένες στο ευρύ κοινό, που δεν έχει εντρυφήσει στα σχετικά θέματα και δεν είναι κάτοχος του ως άνω παρατιθεμένου ισχύοντος νομικού πλαισίου (Σύνταγμα 1975 -άρθρον 13, Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων Ανθρώπου- άρθρον 9, και άρθρα 4 και 5 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 2 του Α.Ν. 1672/1939) και της πλουσίας Νομολογίας (αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας κ.λπ. Δικαστηρίων) και αρθρογραφίας-βιβλιογραφίας. Η σύγχυση επιτείνεται και από το γεγονός ότι οι ερμηνευτές των ως άνω εννοιών, δεν εκκινούν από την αυτή θεώρηση (νομική, ιδεολογική, θρησκευτική, πολιτική) των πραγμάτων (κάτι που για τον έναν είναι δικαίωμα, για τον άλλον αποτελεί παρανομία ή καταπίεση). Κάτι που για τον έναν θεωρείται φυσιολογική ομολογία πίστεως, για τον άλλον (σκοπίμως ή εκ πλάνης) θεωρείται αθέμιτος προσηλυτισμός. Το θέμα είναι «λεπτό» και απαιτεί εμβάθυνση και προσοχή για να γίνει κατανοητό. Μεγάλο μέρος της συγχύσεως οφείλεται και στο γεγονός ότι στα προϊσχύσαντα Συντάγματα (άρα και στην αντίστοιχη νομολογία των ετών εφαρμογής εκάστου Συντάγματος!!) δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο προσανατολισμό ο προσηλυτισμός. Ούτω κατά μεν τα Συντάγματα του 1844, 1864, 1911, 1952 και 1968, ορίζετο ότι «απαγορεύεται ο προσηλυτισμός και κάθε άλλη επέμβαση κατά της επικρατούσας θρησκείας» (Άρα ο προσηλυτισμός κατά κάθε άλλου θρησκεύματος επιτρεπόταν γιατί δεν ενέπιπτε στην -τότε- συνταγματική απαγόρευση). Αντιθέτως, κατά τα Συντάγματα του 1925 (σχέδιο) 1926, 1927 (1, εδ. 4) και 1975 (ισχύοντος-Σ.13 παρ. 2) ορίζεται ότι «ο προσηλυτισμός απαγορεύεται» (σκέτο!!). Η διενέργεια, δηλαδή, του προσηλυτισμού είναι παντελώς απαγορευμένη πλέον, σήμερον, είτε υπέρ είτε κατά οποιασδήποτε θρησκείας (αδιακρίτως) ή ομολογίας.
ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ – ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΛΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Ή ΜΑΡΤΥΡΙΑ Ο ορισμός του ποινικού αδικήματος του προσηλυτισμού δίδεται, κατ’ αρχήν, στην (ακόμη και σήμερον ισχύουσα και προπαρατεθείσα) διάταξη των άρθρων 4 και 5 του ΑΝ 1363/1938 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ΑΝ1672/1939 (βλ. ανωτέρω) (όπου η απαρίθμηση των αθέμιτων μέσων είναι ενδεικτική όπως προαναφέρομεν -οι προσηλυτιστές μηχανεύονται και άλλους τρόπους). Πολλοί συγγραφείς και δικαστές αμφισβήτησαν (κακώς) αν ακόμη ισχύουν οι ως άνω διατάξεις και αν αυτές είναι αντισυνταγματικές ή όχι και αν είναι αντίθετες ή όχι στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρο 9 (βλ. ανωτέρω). Ήλθε, όμως, η κρατούσα Νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. (βλ. προσφυγές Κοκκινάκης και Λαρίσης κατά Ελλάδος) και του Αρείου Πάγου και του ΣΤΕ και έθεσαν τέρμα σ’ αυτές τις αμφισβητήσεις. Έτσι έληξε (;!) και αυτή η σύγχυση-διχογνωμία και όλοι πλέον συμφωνούν ότι οι ως άνω Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι (ΑΝ. 1363/38, ΑΝ 1672/39) ισχύουν μέχρι σήμερον! (Και απειλούν φυλάκιση μέχρι 5 έτη, χρηματική ποινή, αστυνομική επιτήρηση ή και σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις -για τους αλλοδαπούς- απέλαση ,ακόμη δε και άρνηση χορήγησης άδειας λειτουργίας τόπου λατρείας ,σε όσους διενήργησαν προσηλυτισμό. Ιδιαίτερα επιβαρυντική αιτία είναι η διενέργεια προσηλυτισμού σε σχολείο και σε μορφωτικό ή φιλανθρωπικό ίδρυμα. Ο προσηλυτισμός είναι έγκλημα τυπικό, δεν έχει σημασία αν επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός ή αν ήταν πρόσφορα τα χρησιμοποιούμενα μέσα, επίσης και η ιδιότητα των προσώπων -μεταξύ των οποίων τελούνται προσηλυτιστικές ενέργειες- καθώς και η σχέση που τυχόν τα συνδέει. Έχει νομολογηθεί ότι μπορεί να διαπραχθεί προσηλυτισμός από γονέα σε βάρος του ανηλίκου τέκνου του ή και μεταξύ συζύγων, οπότε στοιχειοθετείται λόγος διαζυγίου εξ αιτίας ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Η απόφαση 260-Α, Series A/25 Μαϊου 1993 του Ε.Δ.Δ.Α. (προσφυγή Κοκκινάκη κατά Ελλάδος) στις παραγράφους 21, 32 και 48 αυτής αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: [ 31.- Η ελευθερία της σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, που κατοχυρώνει το άρθρο 9, είναι ένα από τα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, κατά την έννοια της Συμβάσεως. Είναι, στη θρησκευτική της διάσταση, ένα από τα πλέον ζωτικά στοιχεία τα οποία διαμορφώνουν την ταυτότητα των πιστών και την αντίληψή τους για τη ζωή. Απ’ αυτήν εξαρτάται ο πλουραλισμός ο οποίος έχει κατακτηθεί με αγώνες ανά τους αιώνες και ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη δημοκρατική κοινωνία. Παρ’ όλο που η θρησκευτική ελευθερία είναι ζήτημα που αφορά πρωταρχικώς τη συνείδηση του ατόμου, απ’ αυτήν απορρέει, ανάμεσα σε άλλα και η ελευθερία «εκδηλώσεως της θρησκείας (εκάστου)». Η μαρτυρία της πίστεως με λόγια και έργα συνδέεται στενά με την ύπαρξη θρησκευτικών πεποιθήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 9, η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας εκάστου δεν ασκείται μόνο συλλογικά «δημόσια» και εντός του κύκλου των ομοδόξων του. Μπορεί επίσης να ασκείται «μεμονωμένως» και «κατ’ ιδίαν». Επί πλέον περιλαμβάνει κατ’ αρχήν και το δικαίωμα να προσπαθεί κανείς να πείσει το γείτονά του, δια «της διδασκαλίας» παραδείγματος χάριν. Χωρίς άλλωστε την αναγνώριση του δικαιώματος αυτού, «η ελευθερία αλλαγής της θρησκείας ή των πεποιθήσεων» που κατοχυρώνει το άρθρο 9, θα έμενε πιθανότατα κενό γράμμα!! 32.- Ανάλογη με το άρθρο 9 πρόβλεψη γίνεται και στο άρθρο 13 του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη και ότι κάθε γνωστή θρησκεία θα ασκείται ελεύθερα). ΚΑΙ -ΠΡΟΣΟΧΗ!- ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ (ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ) ΚΑΙ ΑΘΕΜΙΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ας δούμε την παράγραφο 48 της αυτής απόφασης. ( 48.- Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ χριστιανικής μαρτυρίας και αθέμιτου προσηλυτισμού. Η χριστιανική μαρτυρία αντιστοιχεί στον γνήσιο ευαγγελισμό, ο οποίος αποτελεί, σύμφωνα με έκθεση που συντάχθηκε το 1956 υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, ουσιαστική αποστολή και ευθύνη κάθε χριστιανού και κάθε Εκκλησίας. Ο αθέμιτος προσηλυτισμός αποτελεί διαστροφή ή παραμόρφωση του γνήσιου ευαγγελισμού. Μπορεί να λάβει, σύμφωνα με την έκθεση, τη μορφή προσφοράς υλικών ή κοινωνικών πλεονεκτημάτων με σκοπό την προσέλκυση νέων μελών σε κάποια Εκκλησία ή άσκησης αθέμιτης πιέσεως σε άτομα που βρίσκονται σε δυσκολία ή ανάγκη, μπορεί ακόμη να συμπεριλαμβάνει χρήση βίας ή πλύση εγκεφάλου, γενικότερα, δεν συμβιβάζεται με το σεβασμό της ελευθερίας της σκέψεως, της συνειδήσεως και της θρησκείας των άλλων). Με το ισχύον (βλ. ανωτέρω) νομικό πλαίσιο -και ισχύουσες διατάξεις- η νομολογία δεν θεωρεί αθέμιτο (παράνομο) προσηλυτισμό (και -άρα- θεωρεί νομότυπη άσκηση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας). α) Την απλή διάδοση απόψεων και την απλή δωρεάν διανομή εντύπων (Τρ.Εφ.Λαρ. 749/1986, Αρμ. 1987.1072, Συμβ. Πλημ. Λαρ. 183/1994 Υπερ. 1995, 1176-Αναφορά Εισ. Πλημ. Καβάλας 93/1998 Υπερ. 1999, 450). β) Την απλή θρησκευτική πεποίθηση κάθε ατόμου (αλλά θεωρεί προσηλυτισμό μόνον την προσπάθεια διείσδυσης στην διαμορφωθείσα θρησκευτική συνείδηση ετεροδόξου προς τον σκοπό μεταβολής αυτής, που είναι τελείως ασυμβίβαστη με την θρησκευτική ελευθερία του) (ΑΠ. 840/1986, Ποιν. Χρ. ΛΣΤ 767, ΑΠ 1266/1993 Ποιν. Χρ. ΜΓ΄1017). γ) Την ανυπαρξία άλλων στοιχείων και περιστατικών εκμετάλλευσης της κουφότητος, απειρίας και ανάγκης του άλλου ή την ανυπαρξία κάποιας ενεργητικής συμπεριφοράς για την αλλαγή θρησκευτικών πεποιθήσεων του άλλου (ΑΠ 1266/1993 Ποιν.Χρ. ΜΓ 1017, ΑΠ 480/1992 Ποιν. Χρ. ΜΒ 558, ΑΠ 704/1988 Ποιν.Χρ. ΛΗ, 776, ΑΠ 1304/1982 Ποιν. Χρ. ΛΓ 502). δ) Την ανυπαρξία πλάνης, απάτης, απειλής και δολίων υποσχέσεων και γενικά κατάχρησης εξουσίας, κατάχρηση εμπιστοσύνης και σχέσης εξάρτησης του άλλου (δηλ. του προσηλυτιζομένου από τον ασκούντα τον -παράνομο- προσηλυτισμό). ε) Τις εκδηλώσεις εκείνες της προσωπικότητος ενός ατόμου, που είναι -κατά τα ανωτέρω- κατοχυρωμένες ως ατομικές ελευθερίες (θρησκευτικής συνείδησης) από τα άρθρα 2 παρ. 1, 4, 5 παρ. 1, 11 και 13 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975. στ) Την απλή διάδοση απόψεων χωρίς αθέμιτα μέσα και τρόπους (Τριμ. Εφετ. Λαρ. 749/1986, Αρμενόπουλος 1987, σ. 1072). ζ) Το δικαίωμα να πείσει κανείς τον γείτονά του, δια της απλής διδασκαλίας (π.χ. απόφαση 260-Α Series Α/25-5-1993- επί προσφυγής Κοκκινάκη κατά Ελλάδος -βλ. ανωτέρω!). Παραθέτω, τέλος, και τις απόψεις δύο πολύ ειδικών στα επίμαχα θέματα, ήτοι του π. Αντώνιου Αλεβιζόπουλου (της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας μας) και του Ρωμαιοκαθολικού Επισκόπου του Σουασσόν P. Jacques Trouslard (αμφότεροι δίδουν από την πολύτιμη εμπειρία τους και άλλους αθέμιτους τρόπους που μετέρχονται φανερά ή κρυφίως οι προσηλυτιστές και αναλύουν την ανυπολόγιστη καταστροφή της κοινωνίας μας, που συντελείται εκ μέρους των πολλές φορές με την άγνοια και την αδιαφορία μας), ήτοι:
Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ (του πατρός Αντωνίου Αλεβιζόπουλου) Α) «Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται από το Ελληνικό Σύνταγμα στην περίπτωση που πρόκειται για θρησκεία γνωστή, που οι πρακτικές της δεν παραβιάζουν το δικαίωμα των άλλων. Οι περιορισμοί έχουν σκοπό να προστατεύσουν την ελευθερία του ατόμου έναντι ατόμων ή ομάδων που επικαλούνται το δικαίωμα της θρησκείας για να παρεμποδίσουν την ελευθέρα ανάπτυξη της προσωπικότητας των άλλων και ιδιαίτερα των νέων…. Η θρησκευτική ελευθερία παραβιάζεται όταν ασκείται προπαγάνδα με παροχή λανθασμένων στοιχείων και απατηλών δηλώσεων με σκοπό να παγιδευθούν ανύποπτοι πολίτες. Ή όταν ομάδες, στο όνομα της θρησκευτικής ελευθερίας προβαίνουν σε πράξεις που παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο αν πρόκειται για νέους και μάλιστα για ανήλικα παιδιά, που δεν μπορούν να έχουν συναίσθηση, ποιες θα είναι οι συνέπειες για τη ζωή τους, στην περίπτωση που θα προχωρήσουν σε μια από αυτές τις ομάδες». «Καταλήγοντας θα έλεγα ότι είναι καιρός να ερευνηθεί και στη χώρα μας το αν υπάρχει εκ μέρους των θρησκευτικών ή θρησκευτικά προσανατολισμένων ομάδων σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αν οι θρησκευτικές ή θρησκευτικά προσανατολισμένες οργανώσεις στη χώρα μας δίνουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τους σκοπούς τους, τη διδασκαλία τους και τις διασυνδέσεις τους στο εξωτερικό, αν δηλαδή προσδιορίζουν την ταυτότητά τους ή την αποκρύπτουν» (Το όλο κείμενο δημοσιεύθηκε στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια», 22.5.1986). Β) Του P. Jacques Trouslard: «Παρόμοια προσέγγιση των ορίων της θρησκευτικής ελευθερίας γίνεται στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης από τον πλέον ειδικό σε θέματα σεκτών, ίσως σε όλη την «ρωμαιοκαθολική εκκλησία», επίσκοπο του Σουασσόν, P. Jacques Trouslard. Σε φυλλάδιό του, του έτους 1995, διαστέλλεται η έννοια της σέκτας από τις έννοιες της θρησκείας και της εκκλησίας, με βάση το ότι στην σέκτα: α) Ενεργείται τριπλή τεχνική διαστροφής του χειρισμού του ανθρώπου: στο διανοητικό επίπεδο, στο επίπεδο της συμπεριφοράς και στο επίπεδο των συναισθημάτων. β) Η τριπλή αυτή τεχνική στοχεύει και συχνότατα καταλήγει σε τριπλή καταστροφή: της προσωπικότητος, της οικογενείας και της κοινωνίας και γ) Επιτυγχάνεται η τριπλή αυτή καταστροφή με την ως άνω τριπλή τεχνική, διότι γίνεται τριπλή εξαπάτησις: στη διάνοια, στην ηθική υπόσταση και στα οικονομικά του θύματος. Τα πραγματικά κριτήρια αυτά είναι νομικώς αξιοποιήσιμα από την Διοίκηση και τα Δικαστήρια. ΤΕΛΙΚΟΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η χριστιανική ομολογία πίστεως (ή μαρτυρία) αποτελεί νόμιμη ενάσκηση ατομικού δικαιώματος στη διάδοση του Ευαγγελίου, ενώ ο αθέμιτος προσηλυτισμός αποτελεί διαστροφή ή παραμόρφωση του γνησίου ευαγγελισμού και οπωσδήποτε ευθεία παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας του άλλου ανθρώπου, που προβλέπεται και τιμωρείται υπό του Ποινικού Νόμου.-
|
Δημιουργία αρχείου: 27-10-2007.
Τελευταία ενημέρωση: 27-10-2007.