Ελληνικός
Παρατηρητής της Εταιρίας
Σκοπιά Μια συνεργασία της |
Επιστολές και εμπειρίες Μαρτύρων τού Ιεχωβά |
Ο δύσκολος δρόμος τής επιστροφής Μέρος 1ο: Η σύγκρουση με την αίρεση // Πίνακας ψευδοπροφητειών της Σκοπιάς για το τέλος
Βρίσκοντας Αληθινή Ελευθερία στον Ιησού Χριστό Του Λέοναρντ και της Μάρτζορι |
Μία ακόμα κλασσική περίπτωση Μαρτύρων τού Ιεχωβά που συνήλθαν από το ψυχοναρκωτικό τής Σκοπιάς, και μπήκαν στο δρόμο αναζήτησης για τον αληθινό Θεό και τον Κύριο Ιησού Χριστό. Σκεφθήκατε ποτέ, ότι ο Μάρτυρας τής Σκοπιάς που χτυπάει σήμερα την πόρτα σας, ίσως τη στιγμή που σας μιλάει, βασανίζεται από αμφιβολία για όσα λέει, και εσωτερικές συγκρούσεις;
Ήταν η πρώτη μιας σειράς συνελεύσεων που διεξήχθησαν στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1966 σε ολόκληρο τον Καναδά. Στο Εκθεσιακό Κέντρο του Τορόντο, περισσότεροι από 30.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν εκεί επί τρείς ημέρες και λάβαιναν διδασκαλία, με αποκορύφωμα την παρουσίαση δύο δραμάτων που είχαν σχέση με τον προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης Ιερεμία και την σύγχρονη εφαρμογή αυτού του τμήματος της Αγίας Γραφής.
Το μεσημέρι του Σαββάτου, στις 25 Ιουνίου, ο ομιλητής παρουσίασε ένα ισχυρό άγγελμα για την ελευθερία που έχουν οι γιοί του Θεού να επιτελέσουν το έργο κηρύγματος της βασιλείας, και πόσο σημαντικό ήταν να διαδοθεί αυτό το άγγελμα—τώρα περισσότερο από ποτέ, διότι δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι το τέλος του εναπομένοντος χρόνου πλησίαζε.
Εγώ και η Μάρτζορι ήμασταν μέρος αυτού του πλήθους τον Ιούνιο του 1966, και είχαμε ακούσει παρόμοιες προτροπές και πριν. Αλλά αυτό ήταν κάτι διαφορετικό. Ο ομιλητής παρουσίαζε μια νέα χρονολογία και νέες αποδείξεις ότι ο Αρμαγεδδώνας πλησίαζε. Βασιζόταν στη διδασκαλία ότι οι επτά ημέρες στη Γένεση, στη διάρκεια των οποίων ο Θεός δημιούργησε τη γη, στην πραγματικότητα αντιπροσώπευαν επτά εβδομάδες 7000 ετών η κάθε μια. Όταν ο Θεός αναπαύθηκε μετά τη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας, άρχισε η έβδομη δημιουργική ημέρα διάρκειας 7000 ετών που αποτελούνταν από επτά μικρότερες ημέρες διάρκειας 1000 ετών η κάθε μια. Από αυτά τα 7000 χρόνια, τα τελευταία 1000 θα ήταν η χιλιετής βασιλεία. Υπολογίζοντας από την υποτιθέμενη χρονολογία της δημιουργίας του Αδάμ, τα πρώτα 6000 χρόνια πλησίαζαν στο τέλος τους. Όλα αυτά αναλύονταν και εξηγούνταν λεπτομερώς στο νέο βιβλίο της Εταιρίας ‘Ζωή Αιώνιος στην Ελευθερία των Υιών του Θεού’.
Σε καθορισμένα σημεία του σταδίου βρίσκονταν Μάρτυρες με κιβώτια που μετέφεραν τη νέα έκδοση. Μόλις τελείωσε το πρόγραμμα, ένα ενθουσιώδες ακροατήριο πολιόρκησε τους πωλητές για να αγοράσει το νέο βιβλίο. Καθώς τρώγαμε το μεσημεριανό γεύμα και περιμέναμε ν’ αρχίσει το απογευματινό πρόγραμμα, οι Μάρτυρες έριχναν αχόρταγες ματιές στο περιεχόμενο του κόκκινου νέου βιβλίου. Συμμετείχαμε στον ενθουσιασμό καθώς γυρίσαμε τη σελίδα 31. Εκεί υπήρχε ένας χάρτης που κατέγραφε τα σημαντικότερα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας αρχίζοντας με τη δημιουργία του Αδάμ το 4026 π.Χ. Στις επόμενες πέντε σελίδες παρατηρήσαμε την αναπτυσσόμενη χρονολόγηση των γεγονότων. Στο τρέχον έτος 1966, υπήρχε η εξής σημείωση: ‘Η απειλή του 3ου Παγκοσμίου Πολέμου αυξάνεται δυσοίωνα’, και ‘Η Επέκταση της οργάνωσης των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά’. Ο επόμενος αριθμός μετά τη χρονολογία 1966, ήταν ο αριθμός των ετών από τη δημιουργία του Αδάμ—5991.
Κάτω από αυτή τη σημειολογία ήταν η γραμμή που μας είχε συναρπάσει. Η χρονολογία—1975! Έτη από τη δημιουργία του Αδάμ: 6000. Γεγονός: Τέλος της έκτης χιλιετούς ημέρας της ύπαρξης του ανθρώπου (νωρίς το φθινόπωρο).
Αυτό ήταν! Το μεγάλο γεγονός που τόσο περιμέναμε απείχε μόνο εννέα χρόνια. Το τέλος ήταν πλησίον! Ο Ιεχωβά θα έφερνε την κρίση του στη γη, και μόνον εμείς, η εκλεκτή του οργάνωση, θα επιβιώναμε για να απολαύσουμε τον χιλιετή παράδεισο!
Βέβαια, υπήρχε πολύ έργο να κάνουμε μέχρι τότε, αλλά ήμασταν πρόθυμοι να εργαστούμε. Εξάλλου, αν ο Ιεχωβά είχε δείξει τόση συμπόνια σε εμάς, ήταν λογικό ότι οφείλαμε να εργαστούμε σκληρά για φέρουμε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσαμε μέσα στην Κιβωτό της σωτηρίας—την εκλεκτή του οργάνωση—πριν να έρθει το τέλος.
Δεν είναι ανάγκη να πούμε ότι ήδη εργαζόμασταν σκληρά. Από την εποχή του βαπτίσματός μας το 1960, εγώ και η σύζυγός μου υπήρξαμε επιμελείς ευαγγελιζόμενοι—όνομα που δίνει η Εταιρία σ’ εκείνους που πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα κάθε εβδομάδα για να κηρύξουν τα καλά νέα—, και παρακολουθούσαμε όλες τις απαιτούμενες συναθροίσεις.
Από τις παρατηρήσεις μας, τρία είναι τα βασικά είδη των ανθρώπων που συνταυτίζονται με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Είναι εκείνοι που γεννιούνται μέσα στη θρησκεία—όπως η κόρη μας —και δεν έχουν επιλογή. Υπάρχουν οι Γραφικά αμόρφωτοι—που αποτελούν ίσως το 65% των μελών της Εταιρίας—που προέρχονται από άλλες θρησκείες, αλλά οι οποίοι δεν έχουν την ικανότητα να υπερασπισθούν την πίστη τους κι έτσι πέφτουν θύματα της επιθετικής επιχειρηματολογίας των Μαρτύρων. Και τρίτον, υπάρχουν εκείνοι που είναι προδιατεθειμένοι—ευπρεπείς βασικά άνθρωποι με αμελητέο ή ανύπαρκτο θρησκευτικό υπόβαθρο, οι οποίοι δεν έχουν σοβαρές προκαταλήψεις εναντίον της θρησκείας.
Εμείς εμπίπτουμε στην τρίτη κατηγορία. Ως παιδί ο Λέοναρντ είχε μια ροπή προς τα θρησκευτικά πράγματα. Όποτε επισκεπτόταν τη γιαγιά του στο Μόντρεαλ, πήγαινε μαζί της στην εκκλησία. Ο πατέρας του ήταν αγνωστικιστής, αλλά η μητέρα του τον προέτρεπε να γνωρίσει περισσότερα για τον Θεό. Όταν ο Λέοναρντ μετακόμισε στο Τορόντο, γνώρισε τον Πατ και έγιναν οι πιο στενοί φίλοι στο λύκειο. Οι γονείς του Πατ μελετούσαν με τους Μάρτυρες, και σε κάποια περίπτωση ο πατέρας του Πατ είπε στο Λέοναρντ αυτά που μάθαιναν. Αυτά τού προκάλεσαν το ενδιαφέρον και του έκαναν εντύπωση, ειδικά όταν τα συνέκρινε μ’ αυτά που τότε κατανοούσε σχετικά με τη Χριστιανοσύνη. Για παράδειγμα, δεν μπορούσε ν’ αποδείξει την ιδέα της Κόλασης, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν πίστευαν στην Κόλαση. Θυμάται καλά το πλακάτ που σήκωσαν στο σπίτι τους ένα καλοκαίρι: ‘ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΑΠ’ ΟΤΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ’.
Η Μάρτζορι δέχθηκε μεγαλύτερη επιρροή από τους Μάρτυρες στο σπίτι της. Η μητέρα της μελετούσε για μερικά χρόνια με τους Μάρτυρες, και όταν αυτή και ο άνδρας της αγόρασαν ένα παλιό σπίτι, άρχισε να διεξάγει εκεί εβδομαδιαίες διαλέξεις. Σ’ εκείνες τις περιπτώσεις που δεν μπορούσε να βρει ομιλητή, θα έπαιζε παλιούς δίσκους του Δικαστή Ρόδερφορντ στους καλεσμένους της.
Γνωριστήκαμε μετά το λύκειο. Ο Λέοναρντ αποφάσισε να μην πάει στο Κολλέγιο και πήγε να εργασθεί στον τομέα των γραφικών τεχνών. Αυτό τού παρείχε τα χρήματα για τη μεγάλη του αγάπη—τα αυτοκίνητα. Η Μάρτζορι, αφού παρακολούθησε το Επαγγελματικό Κολλέγιο Γκούελφ άρχισε να εργάζεται σε μια επιχείρηση, σε γραφείο, και γνώρισε τον Λέοναρντ όταν ο αδελφός της Μπιλ τον έφερε για ένα Σαββατοκύριακο στην ύπαιθρο. Λίγο αργότερα αρχίσαμε να βγαίνουμε ραντεβού.
Ήταν φυσικό να συζητάμε τα σχετικά με τους Μάρτυρες ζητήματα στα ραντεβού μας. Ένα βράδυ, αρχίσαμε μια συζήτηση για τους στόχους μας καθώς ταξιδεύαμε με το κονβέρτιμπλ αυτοκίνητο του Λέοναρντ στη διαδρομή δίπλα στη λίμνη. Συμφωνήσαμε και οι δύο ότι υπήρχε κάτι που άξιζε να ερευνήσουμε σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και αν αυτή ήταν η οργάνωση του Θεού, και ήταν αλήθεια ότι ο Αρμαγεδδώνας ήταν πάρα πολύ κοντά, έπρεπε να αφοσιωθούμε σ’ αυτό το στόχο.
Παντρευτήκαμε στις 19 Μαϊου 1956 και νοικιάσαμε ένα εξοχικό σπίτι σ’ ένα προάστειο του Τορόντο. Το μόνο πρόβλημα σ’ αυτό το σπίτι ήταν ότι δεν υπήρχαν οι ευκολίες για να πλένει ο Λέοναρντ το αυτοκίνητο. Μια Κυριακή πρωί ο Λέοναρντ κατευθύνθηκε προς το σπίτι τον γονέων του για να πλύνει το αυτοκίνητό του και εκεί βρέθηκε ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά, ο οποίος ρώτησε το Λέοναρντ αν ήθελε να ανανεώσει τη συνδρομή του στο περιοδικό Σκοπιά. Η αλήθεια ήταν ότι η οικογένεια του είχε διευθετήσει αυτή τη συνδρομή, και ο Λέοναρντ είχε συσσωρευμένα τεύχη τριών ετών χωρίς να τα έχει διαβάσει αφού ακόμη βρίσκονταν μέσα στους φακέλους του ταχυδρομείου χωρίς να τους έχει καν ανοίξει. Ωστόσο, ανανέωσε τη συνδρομή, δίνοντας στον Μάρτυρα τη νέα του διεύθυνση. Καθώς αναχωρούσε, ο Μάρτυρας είπε στο Λέοναρντ ότι θα δινόταν μια δημόσια διάλεξη στην Αίθουσα Βασιλείας. Το θέμα ενδιέφερε πολύ τον Λέοναρντ—Η Αγία Γραφή εναντίον της Εξέλιξης.
Παρακολουθήσαμε τη δημόσια διάλεξη και εντυπωσιασθήκαμε. Η ομιλία αυτή θα μπορούσε να δοθεί σε οποιαδήποτε Χριστιανική Πίστη. Έδειξε ξεκάθαρα πως η αφήγηση της Γένεσης μπορεί να σταθεί ενάντια στην εξέλιξη. Μας έκανε αίσθηση και συμφωνήσαμε ότι ήταν ένα ισχυρό άγγελμα αυτή η ομιλία. Μετά τη διάλεξη, ο Λέοναρντ πλησίασε τον ομιλητή για να του μιλήσει και τον ρώτησε, ‘Τι θα λέγατε να κάναμε μια γραφική μελέτη σπίτι σας;’
Μ’ αυτό τον τρόπο αρχίσαμε να μελετάμε τις διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Βρήκαμε το χρόνο να υποβάλλουμε ερωτήσεις και να δώσουμε μάχη για τα πράγματα που μας ενοχλούσαν. Περιστασιακά, όταν προσκληθήκαμε παρακολουθήσαμε το πώς γίνεται η μαρτυρία από πόρτα σε πόρτα. Γνωρίζαμε τη σοβαρότητα μιας τυχόν δέσμευσης και δεν βιαστήκαμε να πάρουμε μια τέτοια απόφαση.
Μετά τη γέννηση της κόρης μας το 1957, μετακομίσαμε πάλι μέσα στο Τορόντο έτσι ώστε ο Λέοναρντ να είναι πιο κοντά στην εργασία του. Η Αίθουσα Βασιλείας (η εκκλησία) που είχαμε επισκεφθεί έστειλε τη διεύθυνσή μας σε μια γειτονική εκκλησία και μας επισκέφθηκε ο Φρεντ και η Ρουθ. Ο μόνος τρόπος να τους περιγράψουμε είναι ότι επρόκειτο περί φανατικών Μαρτύρων. Ήταν πολύ ζηλωτές υπέρ της Εταιρίας Σκοπιά. Διακατέχονταν από μια διαρκή αίσθηση του επείγοντος για το έργο τους που επηρέασε και εμάς. Εφόσον κι αυτοί είχαν ένα παιδί στην ίδια ηλικία με τη Λορέν, γίναμε φίλοι. Με την προτροπή του ζεύγους βαπτισθήκαμε το 1960.
Τώρα που είχαμε αφιερωθεί, διαθέταμε με επιμελή τρόπο τουλάχιστον δέκα ώρες το μήνα στην υπηρεσία από πόρτα σε πόρτα ως ευαγγελιζόμενοι εκκλησίας εκτός των άλλων. Το πρόγραμμά μας ήταν πλήρες. Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή βράδυ είχαμε συναθροίσεις. Τις Τετάρτες τα βράδια κάναμε μελέτη με κάποιον υποψήφιο Μάρτυρα σπίτι του. Την Παρασκευή την αφιερώναμε για την οικογενειακή μελέτη προετοιμαζόμενοι στην ύλη της Σκοπιάς για τη συνάθροιση της Κυριακής. Τα Σάββατα το πρωί ο Λέοναρντ έκανε το από πόρτα σε πόρτα έργο του, ενώ η Μάρτζορι έβρισκε χρόνο να το κάνει μεσοβδόμαδα.
Σύντομα ο Λέοναρντ θεωρήθηκε κατάλληλος για μια θέση βοηθού ή διακονικού υπηρέτη όπως τους αποκαλούσαν. Ενώ ο Λέοναρντ δεν επιζητούσε ενεργά αυτή τη θέση, εξεπλάγη όμως, όταν αυτό το ενδιαφέρον σταμάτησε ξαφνικά χωρίς καμία εξήγηση. Μόνο αργότερα έμαθε ότι ένα άλλο μέλος της εκκλησίας είχε ακούσει το Λέοναρντ να εκφράζει τον σκεπτικισμό του για μερικές διδασκαλίες της Σκοπιάς και το είχε αναφέρει στους πρεσβυτέρους. Πέρασαν μερικά χρόνια πριν εξεταστεί πάλι η περίπτωση διορισμού του σε κάποια υπεύθυνη θέση. Αυτό έπρεπε να χρησιμεύσει σαν προειδοποίηση για τα προβλήματα που σύντομα θα διακρίναμε ξεκάθαρα μέσα στην οργάνωση.
Μια άλλη σοβαρή υπόθεση αφορούσε την απόκτηση τέκνων. Η θυγατέρα μας γεννήθηκε με ομάδα αίματος RH θετικό. Εφόσον το αίμα της Μάρτζορι είναι RH αρνητικό, αυτό σήμαινε ότι το σώμα της ήταν τώρα ευαισθητοποιημένο από αντισώματα εναντίον ενός πιθανού μωρού με κατηγορία αίματος RH θετικό. Γυναίκες με αίμα RH αρνητικό συνήθως παίρνουν ενέσεις σφαιρίνης γάμμα αμέσως μετά τον τοκετό για να εξασφαλιστούν έναντι τέτοιων προβλημάτων σε πρίπτωση που κάνουν και άλλα παιδιά. Αλλά στις γυναίκες Μάρτυρες τότε δεν επιτρεπόταν να πάρουν τέτοιες ενέσεις επειδή ο ορός ήταν φτιαγμένος από το αίμα κάποιας ευαισθητοποιημένης γυναίκας.
Εκείνο τον καιρό οι εφημερίδες του Τορόντο δημοσίευαν συχνά ειδήσεις με περιπτώσεις μεταγγίσεων αίματος στις οποίες εμπλέκονταν μωρά Μαρτύρων, των οποίων οι μητέρες αντιμετώπιζαν την ίδια κατάσταση με αυτήν της Μάρτζορι. Τυπικά, σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι αρχές κηρύττουν τους γονείς ακατάλληλους, παίρνουν την επιμέλεια των παιδιών, δίνουν εντολή να γίνει μετάγγιση αίματος και κατόπιν αναλαμβάνουν την περίθαλψή τους εωσότου αποκατασταθεί πλήρως η υγεία τους. Μόνο τότε οι γονείς μπορούν να επανακτήσουν την επιμέλεια των παιδιών τους.
Οι Μάρτυρες, για να παρεμποδίσουν τις αρχές συχνά προέτρεπαν τους γονείς να απαγάγουν τα παιδιά τους από το νοσοκομείο μέχρι να ανακάμψουν από την ασθένειά τους ή να πεθάνουν! Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι να θέσουμε τους εαυτούς μας ή την κόρη μας σε τέτοια τραυματική δοκιμασία και έτσι αποφασίσαμε να μην κάνουμε άλλα παιδιά. (Τον Ιούνιο του 1974 η ηγεσία της Σκοπιάς έκανε στροφή 180 μοιρών και έδωσε την άδεια στις γυναίκες Μάρτυρες να παίρνουν ενέσεις σφαιρίνης γάμμα. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά για τη Μάρτζορι. Η Λορέν επρόκειτο να παντρευτεί σε δύο μήνες και ο Αρμαγεδδώνας έπρεπε να έρθει το επόμενο έτος!)
Εντωμεταξύ, το μοναδικό μας παιδί έβρισκε τη ζωή μέσα σε μια οικογένεια Μαρτύρων πολύ δύσκολη. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να καταστήσουμε τη ζωή της ευχάριστη, αλλά όπως όλα τα παιδιά των Μαρτύρων, έπρεπε να κάθεται ακίνητη επί ώρες στις συναθροίσεις και δεν της επιτρεπόταν να έχει άλλους φίλους στο σχολείο ή τη γειτονιά που δεν ήταν Μάρτυρες. Η πιο σκληρή δοκιμασία της ήταν το σχολείο. Η Εταιρία απαγορεύει αυστηρά στα μέλη της να χαιρετούν τη σημαία ή να συμμετέχουν στον όρκο πίστης προς το κράτος, στον Εθνικό Ύμνο, στην προσευχή ενώπιον του σχολείου ή σε άλλες περιστάσεις. Η Λορέν έπρεπε να παραμένει καθιστή ή να στέκεται έξω από την αυλή ενώ οι άλλοι μαθητές συμμετείχαν σ’ αυτές τις δραστηριότητες. Μισούσαμε τον εαυτό μας που την υποχρεώναμε να υπομένει όλα αυτά, διότι γνωρίζαμε ότι οι ενήλικοι Μάρτυρες απέφευγαν συστηματικά τέτοιες καταστάσεις που θα τους ανάγκαζαν να λάβουν τέτοια στάση. Περιμέναμε, όμως, από ένα μικρό κορίτσι να τις αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση. Τελικά, στην τετάρτη τάξη είχε ένα δάσκαλο που έδειξε ειδικό ενδιαφέρον γι αυτήν και (προς τιμήν του) την έκανε να αισθάνεται σημαντική! Συνολικά, όμως, υπέφερε μια μοναχική ζωή στο σχολείο.
Λίγο πριν τη μεγάλη συνέλευση του Τορόντο το 1960, ο Λέοναρντ ξεκίνησε μια διαφημιστική επιχείρηση. Μεταξύ των πελατών του ήταν η πολυεθνική εταιρία χημικών προϊόντων Procter and Gamble. Τώρα βρεθήκαμε σε καλύτερη οικονομική κατάσταση όσο ποτέ άλλοτε. Ίσως, αν δεν υπήρχε η ζωηρή προσμονή για το 1975 να ενδιαφερόταν περισσότερο για πιο μακροπρόθεσμο επαγγελματικό σχεδιασμό και επέκταση. Αντί αυτού, το 1972 πουλήσαμε την επιχείρησή μας για να αφιερώσουμε περισσότερες προσπάθειες στην προετοιμασία για τον Αρμαγεδδώνα. Δύο χρόνια αργότερα πουλήσαμε και το σπίτι μας. Τον καιρό που βρισκόμασταν στο φόρτε μας επαγγελματικά, εμείς οπισθοχωρήσαμε.
‘Παραμείνετε ζωντανοί μέχρι το 1975’, έγινε η διεγερτική κραυγή των Μαρτύρων. Αυτό επηρέασε τη ζωή όλων μας με πολλούς τρόπους. Όλες μας οι αποφάσεις—η οικογένεια, η σταδιοδρομία, η εκπαίδευση και τα χόμπυ—καθορίζονταν από αυτή τη χρονολογία. Με πολλούς τρόπους νιώθαμε ότι ζούσαμε πάντα στο περίμενε. Πολλά από τα ενδιαφέροντά μας έπρεπε να περιμένουν να φτάσει η Νέα Τάξη. Ο χρόνος όλων μας έπρεπε να δαπανάται στο από θύρα σε θύρα έργο ή στην προετοιμασία για τις συναθροίσεις.
Η Μάρτζορι σαν νέα γυναίκα, ήταν αχόρταγη αναγνώστρια και διέθετε προς τούτο μια κάρτα βιβλιοθήκης. Όταν έγινε Μάρτυρας τα παράτησε. Ένιωθε ένοχη να διαβάζει ύλη που δεν προερχόταν από την Εταιρία Σκοπιά αφού, μάλιστα, υπήρχε τόση ύλη για να διαβάσει. Στα 30 της άρχισε να παίρνει Κολλεγιακά μαθήματα στο σχέδιο. Αυτό δεν την εμπόδιζε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις ή να πηγαίνει στο από θύρα σε θύρα έργο, αλλά παρόλα αυτά, σύντομα έγινε ένα ‘σημειωμένο άτομο’ στην εκκλησία. Μετά από έξη μήνες ‘σιωπηρής μεταχείρισης’ αυτού του είδους, η Μάρτζορι παράτησε το Κολλέγιο.
Το άγχος να ζει με τέτοιες προσδοκίες επηρέασε την υγεία της Μάρτζορι. Ανέπτυξε έντονη γαστρίτιδα και έκανε εξετάσεις για έλκος στομάχου. Δεν υπήρχε ποτέ χρόνος για να ηρεμήσει και να ξεκουραστεί. Ως Μάρτυρας, αισθάνεσαι ένοχος να διαθέσεις λίγες ώρες για ν’ ακούσεις μουσική ή να διαβάσεις ένα καλό βιβλίο. Αυτός ήταν πολύτιμος χρόνος που θα μπορούσες να δαπανήσεις κάνοντας περισσότερες επισκέψεις ή επανεπισκέψεις σε άτομα που έχουν λάβει έντυπα της Σκοπιάς από σένα.
Η πίεση έγινε ακόμη εντονότερη όταν ο Λέοναρντ έγινε πρεσβύτερος. Επιπρόσθετα σε όλες τις συνήθεις απαιτήσεις, έπρεπε να ετοιμάσει τις ομιλίες που παρουσίαζε στην εκκλησία κάθε εβδομάδα, και υπήρχαν και άλλα πρόσθετα βράδια και Σαββατοκύριακα που δαπανώνταν στην παροχή συμβουλής σε άλλα μέλη της εκκλησίας που αντιμετώπιζαν προβλήματα. Στο τρελό εβδομαδιαίο πρόγραμμά του υπήρχε λίγος χρόνος για να μιλήσει στη δική του οικογένεια ή να ασχοληθεί με τις ανάγκες της γυναίκας του και του παιδιού του. Οι εκδόσεις της Εταιρίας μας υπενθύμιζαν ξανά και ξανά τί χαρά απολάμβανες με την πλήρη συμμετοχή στο έργο της βασιλείας. Μολονότι λίγοι το παραδέχονταν ανοιχτά, από τη δική μας παρατήρηση δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί που φαίνονταν να ζουν τη χαρά της υπηρεσίας προς τον Ιεχωβά.
Αυτό που μας παρακινούσε ήταν η υπόσχεση για το 1975. Μας είπαν ότι οι Γραφικές μελέτες με υποψήφιους Μάρτυρες έπρεπε να περιορίζονται στους έξη μήνες για να χρησιμοποιήσουμε το χρόνο μας με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Εκείνοι που δεν ανταποκρίνονταν με εμφανή πρόοδο, εγκαταλείπονταν. Εκείνοι που σαν κι εμάς είχαν πουλήσει τα σπίτια τους και τις επιχειρήσεις τους για να δαπανήσουν το χρόνο τους διακηρύττοντας το τέλος, επαινούνταν θερμά! ‘Ασφαλώς, αυτός είναι ένας έξοχος τρόπος να δαπανήσουμε τον λίγο καιρό που απομένει πριν το τέλος του πονηρού κόσμου’, διαβάζαμε. Άλλοι επέλεξαν να μείνουν άτεκνοι ώστε να έχουν λιγότερα βάρη στη διακήρυξη των καλών νέων της βασιλείας του Θεού. Διαρκώς μας υπενθύμιζαν το τέλος που πλησίαζε, κι αυτό καθόριζε όλες τις αποφάσεις μας.
Για παράδειγμα, η κόρη μας Λορέν μας γνωστοποίησε ότι ήθελε να παντρευτεί το 1974, παρότι ήταν μόνο 17 ετών. Αυτή η ιδέα δεν μας ικανοποιούσε καθόλου, όπως δεν ικανοποιούσε και τους γονείς του μνηστήρα της. Αλλά ο μνηστήρας της ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, και αφού ο Αρμαγεδδώνας απείχε μόνον ένα χρόνο, δώσαμε τη συγκατάθεσή μας.
Βέβαια, όταν το 1975 παρήλθε και μπήκαμε στο 1976, υπήρξε μεγάλη απογοήτευση. Η ηγεσία της Σκοπιάς μας διαβεβαίωσε ότι το τέλος δεν ήταν πολύ μακριά. Ήταν ζήτημα εβδομάδων ή μηνών—όχι ετών. Οι περισσότεροι από εμάς ήμασταν πρόθυμοι να περιμένουμε ένα ακόμη χρόνο. Αλλά όταν πέρασε και το 1976, ο καθένας μπορούσε να αισθανθεί τη διχόνοια που δημιουργήθηκε. Μερικοί είχαν ήδη αποχωρήσει και περισσότεροι το σκέφτονταν. Τελικά αυτό το ζήτημα ήταν ο καταλύτης που έκανε τους πιστούς ν’ αρχίσουν να αμφισβητούν και άλλα δόγματα και πρακτικές της Εταιρίας.
Θα περίμενε κάποιος ότι τελικά η ηγετική ομάδα θα παραδεχόταν ότι έκανε λάθος σχετικά με το 1975. Αντί αυτού, δεν έκαναν τίποτε για την ανακούφιση αυτών των αισθημάτων. Στην πραγματικότητα, υποβάθμισαν και παρέβλεψαν το ζήτημα ενώ κατηγόρησαν τα μέλη για υπερβάλλοντα ζήλο.
Στο τεύχος της Σκοπιάς 15 Ιουλίου 1976, (στην Ελληνική 15 Οκτωβρίου 1976) στη σελίδα 632 διαβάζουμε:
«Ίσως μερικοί που υπηρετούσαν τον Θεό, έχουν διαμορφώσει τη ζωή τους σύμφωνα με μια εσφαλμένη άποψη σχετικά με το τι θα συμβή σε μια ωρισμένη χρονολογία ή σ' ένα ωρισμένο έτος. Ίσως γι αυτό το λόγο να έχουν αναβάλει ή παραμελήσει πράγματα τα οποία αλλιώς θα φρόντιζαν πολύ. Αλλά έχουν χάσει το νόημα των Βιβλικών προειδοποιήσεων σχετικά με το τέλος αυτού του συστήματος πραγμάτων νομίζοντας ότι η Βιβλική μέτρησις του χρόνου αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη χρονολογία… Αν κανείς απογοητεύθηκε επειδή ακολουθεί αυτή τη γραμμή σκέψεως, πρέπει τώρα να προσπαθήσει να προσαρμόση την άποψή του και να καταλάβη ότι δεν είναι ο λόγος του Θεού εκείνος που απέτυχε ή τον απάτησε και του προξένησε απογοήτευση, αλλά η δική του κατανόησις που βασίσθηκε σε εσφαλμένες προϋποθέσεις».
Αυτόν περίπου τον καιρό παρακολουθήσαμε μια μεγάλη σύναξη των Μαρτύρων σε μια νέα Αίθουσα Συνελεύσεων στην Τζώρτζτάουν, μια μικρή πόλη βορειοδυτικά του Τορόντο. Ο τότε αντιπρόεδρος Φ. Γ. Φρανς, έδωσε μια μπερδεμένη ομιλία η οποία σύντομα έφτασε στο επιθυμητό σημείο της επίσκεψής του στον Καναδά. Ρώτησε το ακροατήριο με διαπεραστική φωνή: ‘Ξέρετε γιατί δεν συνέβη τίποτε το 1975;’ Μετά από μια παρατεταμένη παύση έδωσε ο ίδιος την απάντηση: ‘Διότι εσείς αναμένατε να γίνει κάτι’. Έδωσε έμφαση σ’ αυτό το σημείο κουνώντας το χέρι του προς το ακροατήριο μ' ένα θεατρικό τρόπο. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον με έκπληξη και θα μπορούσατε να ακούσετε έστω και μια καρφίτσα αν έπεφτε κάτω στο μεγάλο αυτό κτίριο που φιλοξένησε χιλιάδες Μάρτυρες.
Ήταν φυσικό αυτό να μη μας κάτσει καλά όπως και στους περισσότερους Μάρτυρες. Μπορούμε να θυμηθούμε ότι για πρώτη φορά, το 1977, υπήρξε μια μικρή μείωση του αριθμού των μελών, περίπου ένα τοις εκατό. Εντούτοις ήμασταν πρόθυμοι να περιμένουμε λίγο ακόμα. Είχαμε, ωστόσο, κουραστεί από τους σκληρούς χειμώνες του Τορόντο. Σκεφθήκαμε ότι αν επρόκειτο να περιμένουμε λίγο ακόμα τον Αρμαγεδδώνα, θα μπορούσαμε να τον περιμένουμε εξίσου καλά σ’ ένα ηπιότερο κλίμα. Εκτός αυτού, εφόσον ο Λέοναρντ είχε πουλήσει την επιχείρησή του και η Λορέν είχε παντρευτεί, δεν υπήρχε σοβαρός λόγος να μένουμε εκεί. Έτσι πακετάραμε τα πράγματά μας και μετακομίσαμε στη Λα Γιόλλα, βόρεια του Σαν Ντιέγκο.
Όταν μετακινείται ένας πρεσβύτερος, τον ακολουθεί μια συστατική επιστολή από την προηγούμενη εκκλησία του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Λέοναρντ διορίσθηκε αμέσως ως πρεσβύτερος στην τοπική εκκλησία. Σύντομα διαπιστώσαμε ότι η νέα μας εκκλησία ήταν τόσο αναστατωμένη όσο και η παλιά που αφήσαμε στον Καναδά εξαιτίας του 1975. Ήταν φανερό ότι η ηγεσία χρειαζόταν κάτι για να καλμάρει τη θύελλα.
Το 1977 τα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν έστειλαν τον Χάρλεϋ Μίλλερ για να μιλήσει σε όλες τις εκκλησίες της περιοχής του Σαν Ντιέγκο. Εκείνη τη Κυριακή αντί να συναθροιστούμε στη δική μας Αίθουσα Βασιλείας μαζευτήκαμε στον εκθεσιακό χώρο Ντελ Μαρ για ν’ ακούσουμε την ομιλία του Χάρλεϋ. Στην αρχή, όταν έφερε στη συζήτηση το 1975, φάνηκε ότι προσπαθούσε απλά να φλυαρήσει γύρω από το θέμα. Αλλά ξαφνικά έγινε πολύ επιθετικός. Με στομφώδη τρόπο ανέφερε ότι εισερχόμενος στον εκθεσιακό χώρο πρόσεξε ένα μεγάλο Φοινικόδεντρο που είχε τοποθετηθεί εντυπωσιακά κοντά στην είσοδο. Δείχνοντας με δραματικό τόνο προς το δέντρο, διεκήρυξε, ‘Οποιανού εδώ στο ακροατήριο δεν άρεσε αυτό που συνέβη ή δεν συνέβη το 1975, συνιστώ να πάει κάτω απ’ τον φοίνικα και να κλάψει’.
Η δήλωση αυτή ήταν συγκλονιστική, και φανερά είχε σκοπό να τρομοκρατήσει τους ανθρώπους που ήταν συνηθισμένοι να υπακούν τυφλά στην οργάνωση. Αλλά δεν το χάψαμε. Η Μάρτζορι έγινε έξω φρενών και ψιθύρισε στο Λέοναρντ, ‘Ως εδώ ήταν! Πάμε να φύγουμε’. Ο Λέοναρντ ήθελε κι αυτός να φύγει. Ωστόσο καθόμασταν στην πρώτη σειρά, και δεν υπήρχε τρόπος φύγουμε χωρίς να δημιουργήσουμε σκηνή. Ίσως, παρόλα αυτά, έπρεπε να είχαμε φύγει, αλλά δεν το κάναμε. Από εκείνη τη στιγμή, όμως, τα πράγματα άλλαξαν.
Δεν ήταν τόσο ότι ήμασταν ενοχλημένοι από την αποτυχία της χρονολογίας, αλλά μας εξόργιζε ο τρόπος που χειρίζονταν το ζήτημα. Ήταν σαν να έβρισκες άδειο το βάζο με τα μπισκότα και βλέποντας το παιδί γεμάτο ψίχουλα, το ρωτάς, ‘εσύ έφαγες τα μπισκότα;’ Αλλά εκείνο το αρνείται ανένδοτα. Μπορεί να περιμένεις μια τέτοια συμπεριφορά από παιδιά, αλλά δεν το περιμένεις από μεγάλους να αποκρύπτουν τόσο φτηνά την αλήθεια και να διαστρέφουν τα γεγονότα μέχρι του σημείου πολλοί Μάρτυρες να αμφιβάλλουν. Ίσως να είχαν παρερμηνεύσει το άγγελμα. Ίσως από δικό τους λάθος είχαν διαβάσει περισσότερα στις εκδόσεις της Σκοπιάς απ’ όσα αυτές πραγματικά έλεγαν.
Δεν ήμασταν διατεθειμένοι να το χάψουμε. Το ζήτημα ήταν μαύρο ή άσπρο. Επί εννέα χρόνια μας κατηύθυναν μεθοδικά να πιστέψουμε ότι ο Αρμαγεδδώνας μπορούσε ν’ αναμένεται το 1975. Τώρα αρνούνται να επωμισθούν την ευθύνη των δηλώσεών τους. Στη διάνοιά μας ήρθε ο Ιησούς και το πώς οι μαθητές του τον ρώτησαν αν ήταν ο καιρός να αποκατασταθεί η βασιλεία του. Δεν τους υποτίμησε γι’ αυτή την ερώτηση, αλλά ευγενικά τους είπε: ‘Δεν ανήκει εις εσάς να γνωρίζητε τους χρόνους ή τους καιρούς, τους οποίους ο Πατήρ έθεσεν εν τη ιδία αυτού εξουσία, αλλά θέλετε λάβει δύναμιν όταν επέλθη το Άγιον Πνεύμα εφ’ υμάς’. (Πράξεις 1: 7,8) Η στάση των ηγετών μας δεν έδειχνε ειλικρινές ενδιαφέρον και τρυφερότητα. Αυτοί οι άνδρες, οι οποίοι υποτίθεται έτρεφαν και φρόντιζαν τα πρόβατα, μας εξευτέλιζαν.
Τους επόμενους μήνες ο καθένας από εμάς έζησε διάφορες εμπειρίες που διάβρωσαν περισσότερο την εμπιστοσύνη μας στην οργάνωση. Για τη Μάρτζορι υπήρξαν τρία συγκεκριμένα γεγονότα που ήταν καθοριστικά στη σκέψη της. Το πρώτο ήταν ένα άρθρο που διάβασε στο περιοδικό ‘Good Housekeeping’ που είχε έναν κατάλογο όλων των 1500 θρησκειών της Αμερικής. Κοντά στην κορυφή του αλφαβητικού καταλόγου ήταν οι Αντβεντιστές, και κάτω από αυτούς, σαν υποομάδα, ήταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και 10 ή 12 ομάδες που είχαν αποσχισθεί από τους Μάρτυρες. Η Μάρτζορι αναρωτήθηκε γιατί οι Μάρτυρες είχαν καταχωρηθεί κάτω από τους Αντβεντιστές. Και ποτέ δεν είχε ακούσει για αποσχισθείσες από τους Μάρτυρες ομάδες. Νόμιζε ότι ήμασταν ενωμένοι. Αναρωτήθηκε, γιατί είχαν αποσχισθεί αυτές οι ομάδες;
Το δεύτερο ενοχλητικό γεγονός ήταν το φαινόμενο της μαζικής αυτοκτονίας στην Τζόουνστάουν, στη Γουϊνέα όπου χάθηκαν πάνω από 900 ζωές. Αυτοί οι άνθρωποι πέθαναν για έναν ηγέτη που ήταν ψευδοπροφήτης. Πέθαναν για ένα ψέμα. Η Μάρτζορι ήταν πάντα πρόθυμη να πεθάνει, αν ήταν αναγκαίο για την οργάνωση. Αλλά σε τι διέφερε μια τέτοια στάση από τους ακολούθους του Τζιμ Τζόουνς; Θα ήταν πρόθυμη τώρα να πεθάνει για την ‘αλήθεια’; Δεν ήταν σίγουρη πλέον.
Το τρίτο γεγονός ήταν η άφιξη του βιβλίου του Έτους 1979 που εκδίδεται από την Εταιρία Σκοπιά. Η Μάρτζορι άρχισε να διαβάζει όπως ήταν φυσικό το βιβλίο. Υπήρχε ένα τμήμα που μιλούσε για τη Μπούρμα, και παρατήρησε ότι από την αρχή του έργου μέχρι το 1965—μια περίοδος 50 ετών—υπήρχε πολύ μικρή αύξηση. Το 1965 ή Εταιρία κατέγραφε μόνο 270 ευαγγελιζόμενους στη Μπούρμα. Αλλά μετά το 1966 το έργο άρχισε να αποδίδει. Το 1975 υπήρχαν 822 ευαγγελιζόμενοι, μια αύξηση 300 τοις εκατό. Το 1977, όμως, υπήρξε μείωση 1 τοις εκατό. Το άρθρο εξηγούσε ότι η αιτία για την πτώση ήταν το γεγονός ότι αυτά που αναμένονταν το 1975 δεν συνέβησαν.
Αυτή η δήλωση χτύπησε τη Μάρτζορι στην καρδιά. Για μια ακόμη φορά η ηγεσία της Σκοπιάς δεν ήταν αρκετά ταπεινή ώστε να παραδεχθεί ότι έκανε λάθος. Το λάθος δεν ήταν δικό της! Είναι φανερό ότι η Μπούρμα είχε συλλάβει το μήνυμα
Μετά την ανάγνωση αυτής της στατιστικής αυθόρμητα προσευχήθηκα εγκάρδια προς τον Θεό: ‘Ιεχωβά, πιστεύω ακόμη ότι αυτή είναι η αλήθεια. Πιστεύω ότι αυτή είναι η μόνη αληθινή θρησκεία. Ό,τι και να γίνει, θα σε υπηρετώ πιστά εφόσον γνωρίζω πώς. Αλλά αν αυτή η θρησκεία δεν είναι η αλήθεια, ο μόνος τρόπος να το μάθω είναι να μού το δείξεις εσύ. Σε παρακαλώ δείξε μου την αλήθεια’.
Ήταν Σάββατο, και ο Λέοναρντ συμμετείχε στην τριμηνιαία συνάθροιση πρεσβυτέρων—μια ευκαιρία να ανασκοπήσουν την κατάσταση της τοπικής εκκλησίας. Μερικοί άνδρες είχαν φτάσει νωρίτερα και συνομιλούσαν. Ένας απ’ τους πρεσβυτέρους άρχισε να λέει στο Λέοναρντ για το πώς την προηγούμενη Πέμπτη το βράδυ ένας από τους αδελφούς τού είχε φέρει ένα φάκελλο που είχε σταλεί σπίτι του μέσω ταχυδρομείου. Είπε ότι προέρχεται ‘από αποστάτη’ και τον έδωσε στον Τζιμ. ‘Δεν το άνοιξα και δεν το διάβασα’, είπε ο αδελφός στον Τζιμ. Ο πρεσβύτερος επαίνεσε τον αδελφό για την ενέργειά του.
‘Τι εννοείς ότι τον επαίνεσες γι αυτό;’ Ρώτησε ο Λέοναρντ τον Τζιμ. ‘Εάν έχουμε την αλήθεια πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία αυτό το υλικό’.
Ο Τζιμ κούνησε ήσυχα το κεφάλι του. ‘Δεν ξέρω’, απάντησε. ‘Το διάβασα, και δεν είναι τόσο εύκολο να το αντιμετωπίσεις με επιτυχία’.
Ο Τζιμ είχε το φάκελο μαζί του, έτσι ο Λέοναρντ του είπε, ‘Δώστο μου, θέλω να δω τι λένε αυτοί οι άνθρωποι’.
Πρόσφατα υπήρχε αυξανόμενη ανησυχία στην ηγεσία της Εταιρίας Σκοπιά για τους πρώην Μάρτυρες του Ιεχωβά που είχαν εγκαταλείψει την οργάνωση και μιλούσαν εναντίον της Εταιρίας. Η Εταιρία προσπαθούσε να δυσφημήσει τα πρώην μέλη, αποκαλώντας τα ‘αποστάτες’ επειδή δεν ήταν πλέον ‘στην αλήθεια’. Προέτρεπαν τους Μάρτυρες να μην έχουν καμία επαφή μαζί τους.
Μετά τη συνάθροιση των πρεσβυτέρων, ο Λέοναρντ επέστρεψε σπίτι και αμέσως εξέτασε το υλικό που περιείχε ο φάκελος. Υπήρχε ένα κείμενο 13 σελίδων γεμάτο ερωτήματα. Ερωτήματα για τις αποτυχημένες προφητείες. Ερωτήματα για τα δόγματα της Εταιρίας. Ερωτήματα για τις πρακτικές της Σκοπιάς. Ερωτήματα για την αντιστροφή κατά 180 μοίρες πολλών διδασκαλιών οι οποίες, μετά από μερικά χρόνια αλλάζουν πάλι ξανά και ξανά. Ερωτήματα για απατηλές πρακτικές. Ερωτήματα για τους 144.000. Ερωτήματα για τις χρονολογίες. Και το πιο σημαντικό για το Λέοναρντ—ερωτήματα για την αξιοπιστία της Εταιρίας.
Ήταν ένας ανησυχητικός κατάλογος. Πολλές από αυτές τις ερωτήσεις τις είχε κάνει ο Λέοναρντ στον εαυτό του χωρίς ποτέ να τις εκφράσει φανερά σε οποιονδήποτε άλλο Μάρτυρα.
Οι γυναίκες των πρεσβυτέρων φυσιολογικά γνωρίζουν μόνο ό,τι είναι επιτρεπτό και αναγκαίο. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, ο Λέοναρντ δεν θα είχε δείξει στη Μάρτζι αυτό το υλικό. Αλλά αυτό ήταν κάτι διαφορετικό. Της έδωσε το φάκελο και την προέτρεψε να τον διαβάσει. Η Μάρτζορι ένιωσε τα γόνατά της να τρέμουν όταν άρχισε να διαβάζει τα ερωτήματα. Στους απλούς Μάρτυρες δεν επιτρεπόταν ποτέ να διαβάσουν οποιoδήποτε θρησκευτικό υλικό που επέκρινε την Εταιρία. Αλλά η νευρικότητά της σταμάτησε όταν θυμήθηκε την προσευχή της. Ίσως αυτό να ήταν η απάντηση του Θεού.
Από εκείνη την ημέρα αλλάξαμε, και από αφοσιωμένοι Μάρτυρες γίναμε σκεπτικιστές. Θα συνεχίζαμε να υπηρετούμε την εκκλησία, αλλά τώρα θα ερευνούσαμε για να μάθουμε όλη την αλήθεια. Αυτό σήμαινε ότι θα αξιολογούσαμε εκ νέου όλα όσα διδαχθήκαμε όλα τα χρόνια στην οργάνωση. Αρχίσαμε να αμφισβητούμε όσα διαβάζαμε, και δεν τα αποδεχόμασταν προκαταβολικά ως εμπνευσμένα από τον Θεό. Φυσικά, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε γι' αυτά στους φίλους μας. Αλλά σαν ζευγάρι ήμασταν ενωμένοι στην έρευνά μας για την αλήθεια.
Τον επόμενο χρόνο, αφού διαβάσαμε τον κατάλογο των ερωτήσεων, η Μάρτζορι παρακολουθούσε μεν τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας, αλλά δεν πήγαινε πλέον στο από θύρα σε θύρα έργο. Αυτή ήταν πολύ ασυνήθιστη συμπεριφορά για τη σύζυγο του προεδρεύοντος πρεσβυτέρου, αλλά κανένας δεν μας ενόχλησε γι' αυτό.
Μέρος των καθηκόντων του Λέοναρντ ως πρεσβυτέρου ήταν η εκφώνηση δημοσίων ομιλιών σε άλλες εκκλησίες. Είχε ετοιμάσει για το σκοπό αυτό περίπου 10 ομιλίες, και ήταν όλες πολύ δημοφιλείς. Το θέμα που τού άρεσε περισσότερο ήταν αυτό για τη ζωή και το θάνατο του Χριστού. Αυτή η ομιλία είχε σαν επίκεντρο το έργο του Χριστού στη ζωή μας και τη σωτηρία μας. Κάποια μέρα ο Λέοναρντ πληροφόρησε τον συντονιστή ότι δεν θα εκφωνούσε πλέον άλλη ομιλία εκτός αυτής που αναφερόταν στη ζωή και το θάνατο του Χριστού.
Σύντομα μετά από αυτό ο Λέοναρντ εκφωνούσε μια ομιλία στη συνέλευση στο Εσκοντίνο. Στη μέση της ομιλίας του είχε μια παράξενη εμπειρία—που είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω. Ήταν σαν να είχε μεταμορφωθεί για μια στιγμή η εκκλησία μπροστά στα μάτια του και ο Λέοναρντ τους είδε σαν μια γκρίζα, απρόσωπη, καταβεβλημένη ομάδα ανθρώπων. Ήταν μια στιγμιαία λάμψη που διήρκεσε ένα μόνο δευτερόλεπτο, και συνέχισε την ομιλία του χωρίς κάποια διακοπή. Αλλά αυτή η σκηνή τού έμεινε. Ήταν σαν να είχε μια καινούργια οπτική της ζωής των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Σίγουρα ήμασταν καταπιεσμένοι άνθρωποι.
Μολονότι ακόμη δεν αναγνωρίζαμε τον Ιησού Χριστό ως Θεό, η ομιλία τού Λέοναρντ προετοίμασε το δρόμο για την ημέρα που θα τον αναγνωρίζαμε ως Θεό και θα παραδίδαμε τη ζωή μας σ’ Αυτόν. Το όνομά του είχε πνευματική δύναμη που δεν διέθετε η οργάνωση. Ο Ιησούς μπορούσε ν' αλλάξει ζωές, ενώ η οργάνωση μπορούσε μόνο να προσπαθεί να κάνει τους ανθρώπους να συμμορφώνονται σε ένα σύνολο κανόνων.
Ένα πρωί ο Λέοναρντ έλαβε μια τηλεφωνική κλήση στις 2 τα ξημερώματα από μια νεαρή γυναίκα που ζούσε με τη θεία της, ένα μέλος της εκκλησίας μας. Αυτή η γυναίκα είχε δαπανήσει κάποιο καιρό στο Στρατό Ειρήνης, και αυτή η εμπειρία τής είχε προκαλέσει κάποια νευρική κατάσταση. Ακολουθούσε τακτικά κάποια ιατρική συνταγή για να την ελέγχει. Αφού μελετούσε τις διδασκαλίες των μαρτύρων με τη θεία της και παρακολουθούσε μερικές εκκλησιαστικές συναθροίσεις, ένας πρεσβύτερος αισθάνθηκε άνετα να της πει ότι δεν έπρεπε να παίρνει φάρμακα γιατί αυτό ήταν ‘φαρμακεία’ και απαγορευόταν στη Γραφή. Έτσι, αυτή η νεαρή γυναίκα σταμάτησε ν’ ακολουθεί τη θεραπεία του γιατρού.
Ο πρεσβύτερος δεν ήταν γιατρός και προφανώς δεν είχε ιδέα τι έλεγε. Κάποια στιγμή αυτή η γυναίκα είχε στριμώξει τη θεία της και άλλα μέλη της οικογένειας στη γωνία της κουζίνας κρατώντας ένα μαχαίρι. Η θεία είχε πείσει την ανηψιά της να μιλήσει στον ‘αδελφό’. Ο Λέοναρντ έμαθε αμέσως ότι δεν έπαιρνε τα φάρμακά της και την προέτρεψε να τα πάρει αμέσως. Αλλά η γυναίκα ήταν σε υστερική κατάσταση και δεν ήταν σε θέση να ακολουθήσει οποιαδήποτε εντολή.
Τότε ξαφνικά σε μια διαφορετική κίνηση απ’ ό,τι γνωρίζουμε σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά, ο Λέοναρντ είπε σ’ αυτή τη γυναίκα, ‘Ο Ιησούς σε αγαπά’.
Στη στιγμή η γυναίκα ηρέμησε και άρχισε να κλαίει ήσυχα. Όποια κι αν ήταν η δύναμη που είχε κυριαρχήσει επάνω της, έφυγε. Η Μάρτζορι μισοκοιμησμένη, άκουσε το τέλος της συνομιλίας του Λέοναρντ, και όταν είπε αυτά τα λόγια ανοίχθηκαν τα μάτια της. Αυτά τα λόγια απλά δεν τα συνηθίζαμε.
Το καλοκαίρι του 1980 διεξήχθη μια συνέλευση περιοχής στο Αθλητικό Στάδιο του Σαν Ντιέγκο. Ο διορισμός τού Λέοναρντ ήταν να διευθετεί το κλείσιμο ξενοδοχείων για τους αντιπροσώπους που κατέφθαναν από άλλες πόλεις. Έτσι, ανόμοια με προηγούμενες συνελεύσεις, τα καθήκοντά του είχαν ολοκληρωθεί όταν το πρόγραμμα άρχιζε. Καθώς πηγαίναμε στην αρχή του προγράμματος της πρώτης ημέρας είδαμε μερικούς ανθρώπους—εμφανώς πρώην Μάρτυρες—κρατώντας πλακάτ μπροστά στο Στάδιο. Κάποιος από την εκκλησία μάς ρώτησε τι έπρεπε να κάνουμε γι αυτό. Ο Λέοναρντ είπε, ‘Δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτε’. ‘Είναι σε δημόσιο χώρο και δεν ενοχλούν κανένα’.
Η Μάρτζορι πρόσθεσε, ‘Είναι η σειρά μας’. Στη δεκαετία του 1930 συνηθίζαμε να κάνουμε παρόμοιες παραστάσεις μπροστά σε εκκλησίες με πλακάτ που είχαν συνθήματα όπως «Η Θρησκεία είναι Απάτη και Παγίδα». Φυσικά, αυτό το άτομο δεν γνώριζε πολλά για την ιστορία της οργάνωσης και τις διάσημες εκκεντρικότητες του Ρόδερφορντ. Κανένας από εμάς δεν τόλμησε να πει ότι θα θέλαμε πολύ να πάμε και να μιλήσουμε σ’ αυτά τα ηρωϊκά άτομα με τα πλακάτ. Τι πληροφορίες είχαν;
Η συνάθροιση στο Αθλητικό Στάδιο ήταν πληκτική. Το άγγελμα ήταν αυτό που είχαμε ακούσει πολλές φορές. Έμοιαζε με μαγνητοταινία, και οι ομιλητές δεν χρειάζονταν παρά να κουνάνε συγχρονισμένα τα χείλη τους. Και για μια ακόμη φορά, είδε τους ανθρώπους να μεταμορφώνονται σε μια γκρίζα μίζερη μάζα. Είδε γονείς να μαλώνουν αυστηρά τα παιδιά τους επειδή δεν μπορούσαν να καθίσουν ακίνητα και σιωπηλά. Τους είδε όλους χωρίς ζωή μέσα τους, χωρίς χαρά, ευτυχία ή ελπίδα. ‘Ας φύγουμε από 'δώ’ είπε ο Λέοναρντ στη Μάρτζι. Πηγαίνοντας προς το πάρκιν σημείωσαν τον αριθμό τηλεφώνου που ήταν γραμμένος στα πλακάτ.
Μόλις φτάσαμε σπίτι, τηλεφωνήσαμε στο Λος Άντζελες και ακούσαμε ένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα σχετικά με τις εσφαλμένες διδασκαλίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Δεν δυσκολευθήκαμε να δεχτούμε αυτά που έλεγε το μήνυμα, διότι ήταν απόλυτα βέβαιο ότι το μήνυμα ήταν ορθό. Δινόταν μια προσφορά για κάποια δωρεάν έντυπα. Τα θέλαμε, αλλά αναρωτιόμασταν—τι θα συνέβαινε αν κάποιος το μάθαινε; Θα μπορούσαμε να αποκοπούμε επειδή ζητήσαμε πληροφορίες από αποστάτες.
Χρησιμοποιήσαμε το πατρικό όνομα της Μάρτζορι και ελπίζαμε ότι ο ταχυδρόμος θα παραδώσει το δέμα στο σπίτι μας. Δύο ημέρες αργότερα, λάβαμε το υλικό. Οι πληροφορίες ήταν πολύ δυνατές. Οι συγγραφείς παρέθεταν απευθείας από τις εκδόσεις τής Σκοπιάς για να υποστηρίξουν τα επιχειρήματά τους. Αναζητήσαμε να διασταυρώσουμε τις παραθέσεις αυτές από τη βιβλιοθήκη μας με τις εκδόσεις της Σκοπιάς. Όποιοι και να ήταν αυτοί οι άνθρωποι, δεν έλεγαν ψέματα.
Στο δέμα υπήρχαν πληροφορίες για να στείλουμε παραγγελία για ορισμένα βιβλία με τίτλους όπως, ‘Απόστολοι Άρνησης’, ‘Εγκαταλείψαμε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά—Μια μη Προφητική Οργάνωση’, ‘Μάστορες της Απάτης’, και ‘Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και η Προφητική Θεωρία’. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάει σε οποιοδήποτε Χριστιανικό βιβλιοπωλείο και να αγοράσουμε αυτά τα βιβλία, αλλά κι αυτό ήταν απαγορευμένο. Ήταν πολύ μεγάλο ρίσκο να πάμε οι ίδιοι να τα πάρουμε γι' αυτό τα παραγγείλαμε.
Αυτό που μας προξένησε τη μεγαλύτερη εντύπωση δεν ήταν τα θεολογικά επιχειρήματα, αλλά το χάσμα αξιοπιστίας. Η οργάνωση είχε παροδηγήσει και παραπληροφορήσει τους ανθρώπους και είχε αλλάξει γνώμη επανειλημμένα με το πέρασμα των ετών, ενώ δεν ήταν πρόθυμη να μας πει την αλήθεια ακόμη και τώρα. Όταν ο Λέοναρντ διάβασε και το τελευταίο από τα τέσσερα βιβλία, ανήγγειλε στη Μάρτζορι, ‘Παραιτούμαι από πρεσβύτερος’. Χρησιμοποίησε τη δικαιολογία ότι είχαμε οικογενειακά προβλήματα αφού η κόρη μας εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε τις συνέπειες του πρόσφατου διαζυγίου της. Γνωρίζαμε μέσα στην καρδιά μας ότι το ζήτημα είχε τελειώσει. Σταματήσαμε να πηγαίνουμε στις συναθροίσεις και στο ανά θύρας έργο. Παρόλα αυτά, χρειασθήκαμε ακόμη δύο χρόνια για να είμαστε απόλυτα βέβαιοι. Τελικά, στις 24 Αυγούστου 1982, στείλαμε στους πρεσβυτέρους της εκκλησίας μας την παρακάτω επικυρωμένη επιστολή:
Κύριοι
Την επόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται δύο χρόνια από τότε που παραιτήθηκα από πρεσβύτερος της εκκλησίας Λα Γιόλλα, επειδή εγώ και η Μάρτζορι επιθυμούσαμε να είμαστε ελεύθεροι από τη χρονική και διανοητική δέσμευση της παρακολούθησης των συναθροίσεων για τη δηλωθείσα αιτία της απόφασής μας να κάνουμε μια ολοκληρωμένη λόγια έρευνα των διδασκαλιών της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, όπως αυτές αναφέρονται στη Βίβλο.
Η εγκάρδια προσευχή μας στον Ιεχωβά για την καθοδηγία του, την κατεύθυνση και τη βοήθειά του σ’ αυτό το ζήτημα συνεχίζεται να απαντάται πέραν πάσης προσδοκίας. Έχουμε συγκεντρώσει μια εκτεταμένη βιβλιοθήκη που χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, και μας έχει ευλογήσει με ένα χείμαρρο πληροφοριών που μας οδήγησαν στο ακαταμάχητο συμπέρασμα ότι:
Όπως μπορείτε να διακρίνετε, δεν υπήρξαμε βιαστικοί στην ενέργειά μας, αλλά διαθέσαμε πολύ χρόνο ώστε με προσευχή να σταθμίσουμε το ζήτημα και να εξετάσουμε όλες τις αποδείξεις.
Με την παρούσα επιστολή ασκούμε το δικαίωμά μας κάτω από το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, που μας εγγυάται ελευθερία επιλογής θρησκείας, να αποσυνταυτισθούμε από την Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά. Η επιστολή αυτή είναι σε αρμονία με την πρόνοια που αναφέρεται στο Εγχειρίδιο της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας, εκδόσεως 1977, σελ. 61 και 62, η οποία λέει: «Εάν ένα βαπτισμένο άτομο εμμένει να μη θέλει να είναι μέρος της εκκλησίας και θέλει να αφαιρεθεί το όνομά του από όλα τα αρχεία, μπορούμε να συμμορφωθούμε με το αίτημά του. Εάν λαμβάνει μια τέτοια άκαμπτη στάση, θα ήταν καλό να προτρέψουμε το άτομο αυτό να θέσει το αίτημά του γραπτώς και αυτό να τεθεί στα αρχεία της εκκλησίας. Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να ειδοποιηθεί η Εταιρία και πρέπει να γίνει μια σύντομη ανακοίνωση στην εκκλησία», και αργότερα επιβεβαιώθηκε στη Σκοπιά 15 Σεπτεμβρίου 1981 κάτω από τον υπότιτλο ‘Εκείνοι που Αποσυνταυτίζονται’.
Με την ανωτέρω ενέργεια, η Μάρτζορι κι εγώ παραιτούμεθα εθελουσίως από την οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά και δεν αναγνωρίζουμε ότι η Εταιρία ή οι πρεσβύτεροι έχουν οποιαδήποτε εξουσία επάνω μας. Εφόσον παραιτούμεθα εθελουσίως από την οργάνωση κι ως εκ τούτου δεν είμεθα πλέον Μάρτυρες του Ιεχωβά, σας απαγορεύουμε ρητά να μας αποκόψετε ή με οποιονδήποτε τρόπο να δυσφημήσετε τον χαρακτήρα μας ενώπιον άλλων. Εάν αποκοπούμε ή συκοφαντηθούμε με οποιονδήποτε τρόπο, θα πρέπει να αναλάβουμε δικαστική δράση εναντίον σας. Δεν εμφορούμεθα από προσωπική έχθρα εναντίον σας, αλλά αντιλαμβανόμαστε τη στάση που έχει λάβει η Εταιρία σε τέτοια ζητήματα, προφανώς λόγω της απίστευτης μείωσης μελών της που καταγράφει.
Αντί να είμαστε δυσαρεστημένοι με την ανακάλυψη ότι παροδηγηθήκαμε επί 25 χρόνια, είμεθα πλήρεις χαράς και ένθερμης προσδοκίας για μια συνεχή, αυξανόμενη προσωπική σχέση με τον αγαπημένο μας Πατέρα και τον Υιό του Ιησού Χριστό.
Υπογραφές
Μόλις ταχυδρομήσαμε την επιστολή, νιώσαμε ένα απίστευτο αίσθημα ανακούφισης. Όχι πλέον συναθροίσεις. Όχι πλέον στην υπηρεσία του Σαββάτου. Όχι πλέον αποκοπές ατόμων. Αυτά τελείωσαν. Είμαστε ελεύθεροι να πάμε στην ακρογιαλιά ή να καθίσουμε σπίτι και να διαβάσουμε την Κυριακάτικη εφημερίδα χωρίς αισθήματα ενοχής. Είμαστε ελεύθεροι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα ή να επισκεφθούμε μια εκκλησία αν το θέλουμε. Και όταν επισκεπτόμαστε άλλους Χριστιανούς, διαπιστώνουμε ότι δεν είναι οι πονηροί εχθροί που διδασκόμασταν να τους περιφρονούμε.
Ένα απόγευμα η Μάρτζορι, σε μια χειρονομία αφιέρωσης έπεσε στα γόνατά της και ζήτησε από τον Ιησού να συγχωρήσει τα αμαρτήματά της και να έρθει στη ζωή της. Πήρε λίγο περισσότερο χρόνο στο Λέοναρντ να διακρίνει την αλήθεια για το Χριστό. Αλλά σταδιακά η εικόνα διευρύνθηκε γι αυτόν. Ήταν μια υπέροχη αλήθεια κρυμμένη από εμάς ως Μαρτύρων του Ιεχωβά, η αλήθεια ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός άνθρωπος. Δεν ήταν ‘ενας θεός’ αλλά ‘ο Θεός’ που ήρθε με σάρκα στον πλανήτη μας. Μέσω αυτού απεκαλύφθη το θαυμάσιο σχέδιο της σωτηρίας και της απολύτρωσης, και σήμερα μπορούμε να έχουμε μια στενή σχέση μ’ Αυτόν. Δεν είμαστε πλέον κάτω από τη δουλεία των έργων, προσπαθώντας να χτυπήσουμε αρκετές πόρτες και να παρακολουθήσουμε αρκετές συναθροίσεις, και να ακούσουμε αρκετούς κανόνες για να ελπίζουμε να ευαρεστήσουμε τον Ιεχωβά. Η μοίρα μας μ’ Αυτόν σφραγίστηκε για πάντα.
Στο υπόλοιπο μέρος αυτού του βιβλίου (σ. ΟΟΔΕ: από το οποίο έγινε η μετάφραση τού τμήματος αυτού), θέλουμε μόνο να ανασκοπήσουμε λίγους τομείς που μελετήσαμε στη διάρκεια του χρόνου που αξιολογούσαμε τους Μάρτυρες. Πιστεύουμε ότι θα δείτε μαζί μας γιατί νιώσαμε ένα γιγαντιαίο χάσμα αναξιοπιστίας σε σχέση με την οργάνωση. Θα ανακαλύψετε επίσης, όχι μόνο το γιατί φύγαμε από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά και το πώς αντικαταστήσαμε τη θρησκευτική οργάνωση με την Προσωπικότητα του ίδιου του Θεού στη ζωή μας. Σήμερα ποτέ δεν θα οραματιζόμασταν μια επιστροφή εκεί.
Μετάφραση από Συνεργάτη |
Δημιουργία αρχείου: 19-1-2011.
Τελευταία ενημέρωση: 19-1-2011.