Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Διωγμοί |
Οι διωγμοί τού Τραϊανού στη Μικρά Ασία Ιστορικές επιστολές |
Οι ειδωλολάτρες αυτοκράτορες, δίωκαν σκληρά τους Χριστιανούς για 3 αιώνες. Όμως οι Χριστιανοί επεβίωσαν από αυτούς τους συστηματικούς κτηνώδεις διωγμούς, και αυξήθηκαν και κατέκτησαν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αυτό και μόνο, είναι απόδειξη ότι οι σοφιστείες τών νεοειδωλολατρών, ότι δήθεν εξ' αιτίας διωγμών χάθηκε η αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία, είναι φτηνές δικαιολογίες, για να καλύψουν την ανικανότητα τής αρχαίας θρησκείας να αντιπαρατεθεί στην αλήθεια τού ευαγγελίου. Γιατί αν οι σπάνιοι, ισχνοί και απλά εκφοβιστικοί διωγμοί τών εθνικών από μερικούς Ρωμαίους "χριστιανούς" αυτοκράτορες ήταν ικανοί να διαλύσουν την αρχαία θρησκεία, πώς οι Χριστιανοί εν μέσω συστηματικών διωγμών 3ών αιώνων επικράτησαν; Ένα αμείλικτο ερώτημα για όσους μπορούν ακόμα να σκέφτονται.
Ο αυτοκράτορας
της Ρώμης Τραϊανός, χρειάσθηκε
έναν διοικητή για την επαρχία
Βιθυνίας – Πόντου στη Μικρά
Ασία. Στη θέση αυτή διόρισε τον
έμπιστο φίλο του Γάϊο Πλίνιο
Καικίλιο Σεκούνδο, που τον
ονόμαζαν και Πλίνιο τον
Νεώτερο. Στη Βιθυνία ο Πλίνιος
έφθασε το 111 μ.Χ.
και ύστερα από δύο χρόνια
πέθανε. Αλλά στο διάστημα αυτό
έγραψε πολλές επιστολές στον
Τραϊανό για διάφορα ζητήματα.
Μια απ’ τις επιστολές αυτές
μαζί με απάντηση του Τραϊανού,
αναφέρεται στους πρώτους
Χριστιανούς. Παραθέτουμε τις
επιστολές αυτές σε μετάφραση,
όπως δημοσιεύθηκαν στο έργο
«Κλασσικά του Χάρβαρτ» 1909, τόμ.
9, σελ. 425-428: «Μεγαλειότατε: Έχω ως αμετάβλητο κανόνα να αναφέρομαι σ’ εσάς για όλα τα ζητήματα που έχω αμφιβολίες, γιατί ποιος είναι ικανότερος από σας να εξαφανίζει τους ενδοιασμούς μου και να με διαφωτίζει στην άγνοια μου; Επειδή δεν έχω παραστεί ποτέ στις δίκες των ανθρώπων που ακολουθούν τον Χριστιανισμό, δεν γνωρίζω όχι μόνο τη φύση των εγκλημάτων τους ή το μέτρο της ποινής τους, αλλά και κατά πόσον θα ήταν ορθό να διαταχθεί μια ανάκριση σχετικά με αυτούς. Δεν ξέρω αν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ ανηλίκων και ηλικιωμένων, αν η μετάνοιά τους πρέπει να τους δίνει το δικαίωμα της απαλλαγής, ή αν εκείνος που έγινε Χριστιανός είναι αδύνατον να εγκαταλείψει την πλάνη του. Αν πρέπει να τιμωρείται κανείς όταν ομολογεί απλώς τον Χριστιανισμό χωρίς να βαρύνεται με καμιά εγκληματική πράξη, ή πρέπει να τιμωρούνται μόνο τα εγκλήματα ου είναι συνυφασμένα με την πίστη αυτή. Σε όλα αυτά τα σημεία έχω μεγάλες αμφιβολίες. Στο μεταξύ, η μέθοδος που ακολούθησα απέναντι εκείνων που φέρθηκαν μπροστά μου γιατί ήταν Χριστιανοί, είναι η εξής: Τους ρωτούσα αν είναι Χριστιανοί, και αν ομολογούσαν ότι είναι, επαναλάμβανα την ερώτηση δύο φορές, και τους απειλούσα με τιμωρία. Αν επέμεναν, διάταζα να τιμωρηθούν αμέσως, γιατί είχα την πεποίθηση ότι οποιεσδήποτε ιδέες και αν είχαν, η ανένδοτη και αλύγιστη επιμονή τους άξιζε βέβαια να τιμωρηθεί. Είχαν φερθεί μπροστά μου και άλλοι που είχαν την ίδια λόξα, αλλά επειδή ήταν Ρωμαίοι πολίτες, έδωσα εντολή να σταλούν στη Ρώμη. Επειδή όμως το αδίκημα αυτό εξαπλώνεται (όπως συνήθως συμβαίνει) αν και είναι πραγματικά υπό διωγμόν, παρουσιάζονται πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Έλαβα μια ανώνυμη πληροφορία με κατηγορία εναντίον διαφόρων προσώπων, τα οποία στην ανάκριση αρνήθηκαν ότι ήταν Χριστιανοί ή ότι υπήρξαν ποτέ. Επανέλαβαν ύστερα από εμένα μια επίκληση προς τους θεούς, και έκαναν ιεροτελεστίες με κρασί και θυμίαμα μπροστά στο άγαλμά σας, (το οποίο διέταξα να φερθεί γι’ αυτόν τον σκοπό μαζί με τα αγάλματα των θεών) και εξύβρισαν ακόμη το όνομα του Χριστού, ενώ, όπως λέγεται, είναι αδύνατον οι πραγματικοί Χριστιανοί να εξαναγκασθούν σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές. Θεώρησα λοιπόν ορθό να τους απαλλάξω. Μερικοί από εκείνους που κατηγορήθηκαν με την προσωπική παρουσία μάρτυρος, ομολόγησαν αρχικά ότι ήταν Χριστιανοί, αλλά αμέσως μετά το αρνήθηκαν. Οι υπόλοιποι ομολόγησαν πραγματικά ότι υπήρξαν στην αρχή Χριστιανοί (άλλοι προ τριών ετών, άλλοι περισσότερο και λίγοι προ είκοσι ετών), αλλά ότι τώρα έχουν απαρνηθεί αυτή την πλάνη. Όλοι αυτοί προσκύνησαν το άγαλμά σας και τα αγάλματα των θεών, προφέροντας συγχρόνως κατάρες εναντίον του ονόματος του Χριστού. Ομολόγησαν ότι όλη η ενοχή τους, ή η πλάνη τους, ήταν ότι συναθροίζονταν μια ορισμένη ημέρα πριν φέξει, και ανέπεμπαν έναν τύπο προσευχής στον Χριστό, ως θεότητα, και έδιναν όρκο, όχι για πονηρούς σκοπούς, αλλά να μη διαπράττουν ποτέ δόλο, κλοπή ή μοιχεία, να μην αθετούν ποτέ τον λόγο τους, ούτε να προδίδουν την πίστη ή τους αδελφούς τους. Ύστερα συνήθιζαν να αποχωρίζονται και να συναθροίζονται πάλι για ένα κοινό φαγητό με ησυχία και αθωότητα. Πάντως σταμάτησαν τη συνήθειά τους αυτή ύστερα από τη δημοσίευση της διαταγής μου με την οποία σύμφωνα με τις εντολές σας, απαγορεύονταν όλες οι συγκεντρώσεις. Αφού άκουσα την κατάθεση αυτή, έκρινα ότι ήταν απαραίτητο να προσπαθήσω με εκβιασμό να βρω την αλήθεια, παραδίνοντας σε βασανισμό δύο γυναίκες δούλες που κατηγορούντο ότι προσέφεραν υπηρεσία στις θρησκευτικές τους ιεροτελεστίες. Αλλά εκείνα που μπόρεσα να ανακαλύψω ήταν μόνο αποδείξεις μιας παράλογης και ιδιότροπης δεισιδαιμονίας. Κατόπιν αυτού έκρινα σκόπιμο να αναβάλω όλες αυτές τις δίκες για να σας συμβουλευθώ, γιατί φαίνεται ότι το ζήτημα αυτό αξίζει πολύ να τύχη της προσοχής σας επειδή πολύς κόσμος πρόκειται να συμπεριληφθεί στην ποινική αυτή δίωξη που έχει τώρα επεκταθεί και είναι πιθανόν ότι θα συμπεριλάβει πρόσωπα όλων των τάξεων και ηλικιών, και εκ των δύο φύλων. Πραγματικά, η μεταδοτική αυτή δεισιδαιμονία, δεν περιορίζεται μόνο στις πόλεις, αλλά μετέδωσε τη μόλυνσή της στα γειτονικά χωριά και στην ύπαιθρο. Πάντως, φαίνεται ότι είναι ακόμη δυνατόν να εμποδισθεί η πρόοδός της. Οι ναοί, τουλάχιστον που ήσαν άλλοτε έρημοι, αρχίζουν τώρα να συγκεντρώνουν κόσμο, και οι ιεροτελεστίες, ύστερα από μια μακρά διακοπή, αναζωογονήθηκαν πάλι, ενώ παρατηρείται γενική ζήτηση ζώων για θυσία, τα οποία μέχρι τώρα εύρισκαν πολύ λίγους αγοραστές απ’ όλα αυτά είναι εύκολο να συμπεράνει κανείς ότι πολύς κόσμος μπορεί να επιστρέψει αν δοθεί μια γενική χάρις σε όσους μετανοήσουν από την πλάνη τους». Απαντώντας στην επιστολή αυτή τού Πλινίου, ο Αυτοκράτωρ έγραψε: «Ακολούθησες το σωστό δρόμο αγαπητέ μου Σεκούνδε, ερευνώντας τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών που παραπέμφθηκαν ενώπιόν σου. Δεν είναι δυνατόν να χαραχθεί ένας γενικός κανόνας για όλες αυτές τις περιπτώσεις. Μην απομακρύνεσαι από τη μέθοδο που ακολουθείς να εξετάζεις κάθε περίπτωση. Αν παραπεμφθούν ενώπιόν σου και το αδίκημα αποδειχθεί, πρέπει να τιμωρηθεί ο ένοχος, με την επιφύλαξη όμως, ότι αν αυτός αρνηθεί ότι είναι Χριστιανός, και δώσει αποδείξεις γι’ αυτό με το να επικαλεσθεί τους θεούς μας, τότε (άσχετα με κάθε προηγούμενη υποψία) πρέπει να απαλλαγεί αφού δήλωσε μετάνοια. Ανώνυμες πληροφορίες δεν πρέπει καθόλου να λαμβάνονται υπ’ όψιν για δίωξη κανενός. Έτσι θα δημιουργείτο ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο, που είναι τελείως ξένο προς το πνεύμα του αιώνος μας».
Μεταγραφή Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 19-8-2003.
Τελευταία ενημέρωση: 14-7-2014.