Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις ψευδείς συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Η ανωτερότητα τών Χριστιανικών δογμάτων

Η απελπισία τού Παγανιστικού θανάτου

Λατρεία τών δαιμόνων, και μάλιστα χωρίς την παραμικρή ελπίδα, χωρίς την παραμικρή ωφέλεια από τους δαίμονες. Μόνο μια απελπισία για τον θάνατο. Μια άσκοπη και ανίερη θρησκεία, χωρίς ελπίδα, προς ψεύτικους και μοχθηρούς "θεούς", που εγκατέλειπαν αδιάφοροι (και ανίκανοι), τον άνθρωπο στη φρίκη τού Άδη. Ώσπου ο Χριστός έφερε ελπίδα και φως. Έδωσε τη νίκη επί τού θανάτου με τη δική του ανάσταση, που την έκανε κτήμα κάθε πιστού ανθρώπου.

Κι όμως, κάποιοι άνθρωποι επιστρέφουν σαν παράφρονες στην απελπισία τής δαιμονικής θρησκείας!

Γιατί άραγε να λατρεύει κάποιος θεούς αδιάφορους και ανίκανους να τον σώσουν; θεούς μυθικούς και παράφρονες, εκδικητικούς και ανάξιους λατρείας; Και όταν ο θάνατος είναι το τέλος, και περιμένει τον άνθρωπο μια φρικτή κατάσταση χωρίς έξοδο, χωρίς ελπίδα, τι νόημα έχει η πίστη στους αρχαίους αυτούς δαίμονες;

Όλες ανεξαιρέτως οι ιστορίες των πανάρχαιων αρχοντικών οικογενειών μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής είχαν ιστορίες παρόμοιες με τις Ορφικές ιστορίες των θεών τους. Είναι σ’ όλους γνωστή η ιστορία του Σίσυφου του πονηρότατου Κορίνθιου, που κατάφερνε να ξεγελά και τους θεούς. Όταν πέθανε καταδικάστηκε στον Άδη να ανεβάζει μια μεγάλη πέτρα σ’ ένα βουνό σαν τον Ακροκόρινθο κι εκείνη, όταν έφτανε ψηλά, του ξέφευγε και ξανακυλούσε κάτω. Ακουστός επίσης είναι και ο Τάνταλος, βασιλιάς της Λυδίας, που κάλεσε σε γεύμα τους θεούς και με απάτη τους παρέθεσε για γεύμα τα ψημένα μέλη του γιου του Πέλοπα, για να δοκιμάσει την παντογνωσία τους. Οι θεοί δεν ξεγελάστηκαν και καταδίκασαν τον Τάνταλο να κρέμεται ανάμεσα ουρανό και γης. Αλλού αναφέρονται άλλα βασανιστήρια, που επινόησαν οι θεοί για τον Τάνταλο, αφού ξαναζωντάνεψαν τον Πέλοπα.

Μετά τους Ορφικούς ύμνους έχομε τους Ομηρικούς. Είναι κι αυτοί λειτουργικά κείμενα της θρησκευτικής λατρείας και στο περιεχόμενο τουλάχιστον είναι μεταγενέστεροι από τους Ορφικούς. Ο αρχαιότερος ίσως είναι ο ύμνος στον Απόλλωνα, που θεωρείται ότι είναι του Ομήρου του ίδιου και χρονολογείται από τον 7ον αιώνα. Στους Ομηρικούς ύμνους οι άνθρωποι δεν ζητούν πια τόσο πολύ υλικά αγαθά, υγίειαν, όλβον κ.λ.π., αλλά περιγράφουν τους θεούς, αφηγούνται περιστατικά, που δείχνουν την ιδιοπροσωπία του κάθε θεού και καταλήγουν σε υπόσχεση ότι πάλι θα ξανατραγουδήσουν στο θεό με καινούργιον ύμνο. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο άνθρωπος παλεύει να ιδεί σαν τι είναι ο θεός του. Μ’ αυτόν τον θεολογικό προβληματισμό των Ομηρικών ύμνων οι άνθρωποι συλλαμβάνουν και την πολύ έντονη και πολύ αυθαίρετη διαφορά τους από τους θεούς. Στον ύμνο στον Απόλλωνα στους στίχους 190 έως 193, εκεί που περιγράφει το πανηγύρι των Ιώνων προς τιμήν του Απόλλωνος και πως με καμάρι οι Ίωνες έδειχναν τα πολιτιστικά τους κατορθώματα, παρουσιάζει τις Μούσες, που τραγουδούσαν κι αυτές με ωραία φωνή. Και να τι έλεγαν:

«... υμνεύσι ρα θεών δωρ’ άμβροτα ηδ’ ανθρώπων τλημοσύνας όσ’ έχοντες υπ’ αθανάτοισι θεοίσι ζώουσ’ αφραδέες και αμήχανοι, ουδέ δύνανται ευρέμεναι θανάτοιο τ’ άκος και γήραος άλκαρ...», δηλαδή «υμνούν των θεών τ’ αθάνατα δώρα και των ανθρώπων τα βάσανα, όσα έχοντας κάτω απ’ την εξουσία των θεών ζουν ανίκανοι να σκεφτούν και να πράξουν κι ούτε μπορούν να βρουν γιατρειά του θανάτου κι αποτροπή των γηρατειών».

Δεν θα βρει κανείς σε άλλον πρωτόγονο πολιτισμό τέτοια σαφή και κατηγορηματικά διαμαρτυρία για την ανθρώπινη μοίρα γεμάτη αγανάκτηση στη σύγκριση με τη μακαριότητα των θεών. Όποιος μελετήσει την αρχαία Ελληνική θεολογία θα βρει ως ένα σταθερό στοιχείο της την αγεφύρωτη διάκριση θεϊκής και ανθρώπινης φύσης. Είναι αλήθεια ότι σε θυσίες και σε συνθήκες επικαλούνταν και τους «ήρωες» του τόπου και ζητούσαν την βοήθειά τους από τον άλλον κόσμο, αλλά αυτό δεν άλλαζε τη φύση των ηρώων αυτών. Μέσα στο ζόφο του Άιδη βρήκε ο Οδυσσέας στο Λ της Οδύσσειας όλους τους ήρωες του Τρωϊκού πολέμου. Κι ο Ηρακλής, που ήταν δισυπόστατος όσο ζούσε σαν παιδί του Δία και θνητής μητέρας, μετά το θάνατο του πηγαίνει ο μισός στα Ηλύσια πεδία (κατά την θεία του φύση) και ο μισός στον ηερόεντα (ομιχλώδη, σκοτεινόν) Άδη, όπου τον συναντά ο Οδυσσέας γελοιοποιημένον, ματαιόδοξον και θλιβερόν ήρωα, όπως δείχνουν τους ήρωες οι σύγχρονοί μας στα κινούμενα σχέδια.

Ο Αχιλλέας λέει ο ποιητής, μπορούσε σαν γιος θεάς που ήταν, να διαλέξει τη μακροβιότητα και τα γερατειά ή τη σύντομη αλλά ένδοξη νιότη. Διάλεξε το δεύτερο. Στον Όμηρο είναι συχνή μια έκφραση που συμπυκνώνει ένα από τα πιο μεγάλα ιδανικά τών αρχαίων Ελλήνων: "κλέος άφθιτον" (άφθαρτη δόξα). Τίποτα παραπάνω.

Ο Αχιλλέας ήξερε ποια άχαρη μοίρα περιμένει τους νεκρούς. Ο Οδυσσέας είδε την ψυχή του να σέρνεται αγέλαστη στον Άδη, όπου "γυρίζουν οι πεθαμένοι αναίσθητοι, θνητών νεκρών εικόνες..." Ήξερε τι έχανε διαλέγοντας να φύγει νωρίς. Διάλεξε το ένδοξο τέλος. Και την έγνοια για τη δόξα τού γιου του: "Μόν' έλα τώρα να μου πεις για το λεβέντη γιο μου, στη μάχη αν πρώτος χύνεται ή πίσω κοντοστέκει..." ζητά από τον Οδυσσέα. Γιατί η δόξα είναι υπόθεση τής γενιάς, αφού μόνο η ελπίδα τής διαιώνισης σταλάζει κάποιο βάλσαμο στην πικρή αιωνιότητα τής ανυπαρξίας. (Κωστής Γιούργος. Επτά ημέρες τής Καθημερινής 27 Ιουνίου 2007. σελ. 2).

Ο Αχιλλέας αποκρούει τη φιλοφρόνηση του Οδυσσέα με τούτα τα σαφέστατα όσο και σπαρακτικά λόγια:

«μη δη μοι θάνατόν γε παραύδα φαίδιμ’ Οδυσσεύ, βουλοίμην κ’ επάρουρος εών θητευέμεν άλλω, ανδρί παρ’ ακλήρω, ω μη βίοτος πολύς είη, η πάσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ανάσσειν»

(Μη μου αναφέρεις το θάνατο λαμπρέ Οδυσσέα. Θάθελα να ζω πάνω στη γη και νάμαι δούλος σε άλλον άνθρωπο, σ’ έναν πάμφτωχο που να μην έχει πολύ βιος, παρά να βασιλεύω σε όλους τους νεκρούς του κάτω κόσμου).

Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όταν άκουσαν τον Παύλο στον Άρειο Πάγο, εντυπωσιάστηκαν περισσότερο με την αναφορά της Αναστάσεως  και όσοι δεν άντεξαν αυτό το λόγο δεν προπηλάκισαν  τον Απόστολο, όπως έκαναν άλλοι, αλλά «οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον: ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου». Και τα πράγματα έδειξαν ότι και τον ξανάκουσαν οι Αθηναίοι και πίστεψαν στην Ανάσταση. Τώρα, πως συμβαίνει κάποιοι σύγχρονοί μας, όψιμα βέβαια, ύστερ’ από είκοσι αιώνες να συντάσσονται μ’ αυτούς, που εχλεύαζαν τον απόστολο Παύλο, αυτό είναι απορίας άξιο και η μόνη εξήγηση της απορίας, νομίζω, είναι αυτό, που οι Πατέρες ονομάζουν «απόνοια».

Και μιας και μπήκαμε στον Όμηρο, πρέπει να ιδούμε πόσο δραματικά ζούσε ο ομηρικός άνθρωπος το μαύρο θάνατο και τη  δίψα του για ζωή. Δεν υπάρχει δραματικότερη θεολογία στην παγκόσμια θεολογία από το επεισόδιο του Λ της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας ανάμεσα στ’ άλλα «αμενηνά κάρηνα» (ξεψυχισμένες μορφές νεκρών) μέσα στον ηερόεντα Άδη βλέπει και τη μορφή της μάννας του της Αντίκλειας («Αυτολύκου θυγατήρ μεγαλήτορος Αντίκλεια»), και αφού ρώτησε για όλα τα καθέκαστα της φαμελιάς του και του παλατιού και πήρε απ’ το στόμα της όλες τις πληροφορίες, που ποθούσε, μας λέει ύστερα ο Όμηρος:

«ως έφατ’ αυτάρ εγώ γ’ έθελον φρεσί μερμηρίξας

μητρός εμής ψυχήν ελέειν κατατεθνηκυίης

τρις μεν εφωρμήθην, ελέειν τε με θυμός ανώγειν,

τρις δε μοι εκ χειρών σκιή είκελον  ή και ονείρω

έπτατ’ εμοί δ’ άχος οξύ γενέσκετο κηρόθι μάλλον,

και μιν φωνήσας έπεα πτερόεντα προσηύδων

μήτερ εμή, τι νυ μ’ ου μίμνεις ελέειν μεμαώτα,

όφρα και ειν’ Αίδαο φίλας περί χείρε βαλόντε

αμφοτέρω κρυεροίο τεταρπώμεθα γόοιο.

Η τι μοι είδωλον τόδ’ αγαυή Περσεφόνεια

ώτρυν’, όφρ’ έτι μάλλον οδυρόμενος στεναχίζω;

ως εφάμην, η δ’ αυτίκ’ ημείβετο πότνια μήτηρ

‘’ω μοι τέκνον εμόν, περί πάντων κάμμορε φωτών,

ου τι σε Περσεφόνεια Διός θυγατήρ απαφίσκει

αλλ’ αύτη δίκη εστί βροτών, ότε τις κε θάνησιν

ου γαρ έτι σάρκας τε και οστέα ίνες έχουσιν,

αλλά τα μεν τε πυρός κρατερόν μένος αιθομένοιο

δαμνά, επεί κε πρώτα λίπη λεύκ’ οστέα θυμός,

ψυχή δ’ ηύτ’ όνειρος αποπταμένη πεπότηται

(Λ 204-222)

(Έτσι είπε, αλλά εγώ ήθελα αφού το σκέφτηκα στο νου μου της μάνας μου την ψυχή να πιάσω της πεθαμένης. Τρεις φορές εχύθηκα κι η ψυχή μου μούλεγε να την αρπάξω αλλά τρεις φορές μεσ’ απ’ τα χέρια μου σαν ίσκιος ή και σαν όνειρο πέταξε και στην καρδιά μου κάθονταν βαρύς ο πόνος και της μίλησα με λόγια φτερωτά και είπα: μανούλα μου, γιατί δεν μου στέκεις να σε πιάσω που το λαχταρώ, έτσι που μέσ’ στον Άδη ναγκαλιαστούμε οι δυο μας και να χορτάσομε τον πικρό θρήνο; Αλήθεια μήπως κάποιο φάντασμα είν’ αυτό, που μούστειλε η Περσεφόνη, για να στενάξω κλαίγοντας ακόμα πιο πολύ;

Έτσι είπα κι αμέσως μου απάντησε η σεβαστή μου μάνα: Παιδί μου, ο πιο δυστυχισμένος απ’ όλους τους ανθρώπους, δεν σε γελάει τίποτε η κόρη του Δία, η Περσεφόνη, αλλ’ αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων, όταν κάποιος πεθάνει. Γιατί δεν κρατούνε πια οι ίνες τις σάρκες και τα κόκκαλα, αλλά αυτά τα τρώει η δύναμη της φωτιάς, αφού πρώτα αφήσει η ψυχή τα άσπρα κόκκαλα, και η ψυχή σαν όνειρο φτερουγίζει και πετάει).

Έτσι ο κάθε άνθρωπος στα χέρια του Ομήρου είτε «ήρως» είναι είτε κοινός βροτός, ξέρει πως όλα τα καλά κρατούνε λίγα χρόνια και μάλιστα όσο πιο μεγάλα, και καλά τόσο πιο προσωρινά. Κοινή μοίρα («δίκη βροτών») ο μαύρος Άδης με τον «κρυερόν γόον» ως μόνη παρηγοριά. Ο Όμηρος σωστά το είπαν πως ήταν μεγάλος θεολόγος, γιατί σ’ αυτά τα θέματα που εκφράζεται ο θεολογικός προβληματισμός των ανθρώπων, δεν βιάζεται καθόλου να προχωρήσει το σενάριό του, αλλά επιμένει. Όταν ο Οδυσσέας έκανε το σκοπό του με την κάθοδο στον Άδη, δεν βιάστηκε να γυρίσει πίσω στον κόσμο του ήλιου, όσο κι αν τον παρακινούσε η μάνα του σ΄ αυτό.

«αλλά φόωσδε τάχιστα λιλαίεο».

(γρήγορα όσο μπορείς το φως ν’ αποζητήσεις).

Πριν ν’ αφήσει τον Άδη όμως η ίδια η Περσεφόνη του έστειλε να παρουσιαστούν μπροστά του όλες τις φημισμένες καλλονές της προηγούμενης γενιάς, που μολονότι συντάραξαν όλους τους αρσενικούς, θεούς και άντρες και τις περισσότερες τις βίασαν θεοί και γέννησαν παλληκάρια ονομαστά, τώρα βρίσκονται όλες μαραμένες στο σκοτεινό  και θλιβερόν Άδη, ενώ οι θεοί που μαζί τους έκαναν τα «φιλοτήσια έργα» (τις ερωτοδουλειές) τις έχουν αδυσώπητα ξεχασμένες όπως και τα τέκνα, που τους χάρισαν, γιατί όπως είπε ο θεός – ποταμός Ενιπεύς στην Τυρώ μετά τα «φιλοτήσια έργα του» «ουκ αποφώλιαι ευναί αθανάτων» (δεν είναι μάταιοι οι έρωτες των αθανάτων).

Τα έπη τραγουδιώνταν συνήθως σε συναθροίσεις και συμπόσια ανδρών και φαντάζεται κανείς πως μελετούσαν τις ονομαστές για τα κάλλη και την αρχοντιά τους κοπέλλες, παλιές και σύγχρονες. Φαίνεται πως εκτός απ’ τον πόλεμο δεν είχαν άλλο θέμα στις αντρικές παρέες, όπως άλλωστε το βλέπομε στους μνηστήρες της Πηνελόπης. Και δεν υπάρχει πιο συγκλονιστικό μάθημα ματαιότητας απ’ αυτό, που δίνει ο Όμηρος στη «Νέκυια», όταν τις δείχνει όλες ως «αμενηνά κάρηνα» νάρχονται κοπαδιαστά διψασμένες να δοκιμάσουν λίγο αίμα, για να νιώσουν τη ζεστασιά της γήϊνης ύπαρξης, που έχασαν. Δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο πετυχημένη σκηνογραφία, για να διδάξει από σκηνής αυτό που ψάλλομε στις κηδείες: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα...

Αυτές οι διαπιστώσεις από τη θεολογία και την ανθρωπολογία των αρχαίων Ελλήνων δεν είναι μειωτικές του ήθους ή της πολιτιστικής τους αξίας. Ίσα – ίσα πρέπει να θαυμάζει κανείς τους αρχαίους μας προγόνους, γιατί έβγαλαν και καλλιέργησαν αυτόν τον προβληματισμό, ένα προβληματισμό που δείχνει υψηλό επίπεδο και συνείδησης και νόησης αλλά και διατύπωσης. Θα μπορούσαν να μας δώσουν μαθήματα θρησκευτικής αγωγής και μόνο με την Οδύσσειά τους. Το ότι έβλεπαν την ανεπάρκεια της θεολογίας τους και ζούσαν την απανθρωπιά της δαιμονολατρίας, αυτό δεν τους μείωνει καθόλου, αλλά ίσα – ίσα τους κάνει χρήσιμους δασκάλους των συγχρόνων μας αρχαιολατρών, αλλά και των δυτικοθρεμμένων μηδενιστών.

Η κριτική αντίδραση στην ειδωλολατρική ευσέβεια ήρθε από τους πνευματικούς ανθρώπους, τους ποιητές και τους φιλοσόφους σαν τον Αισχύλο και τον Πλάτωνα. Αλλά κι ο Όμηρος ποιητής ήταν, όπως άλλωστε κι ο ίδιος ο λαός, όταν λαλούσε «έπεα πτερόεντα». Θα αναφέρω δυο – τρία παραδείγματα έμμεσης κριτικής της ειδωλολατρικής θεολογίας μέσα στην Ιλιάδα.

Στη ραψωδία Π μέσα στο φούντωμα της μάχης ο Δίας, καθώς έβλεπε τη μονομαχία του Πατρόκλου με τον Σαρπηδόνα, τον βασιλιά των Λυκίων, που τύχαινε να είναι και γιος του Δία, κάλεσε την Ήρα και της είπε:

«Ω μοι εγώ, ότι μοι Σαρπηδόνα, φίλτατον ανδρών μοίρ’ υπό Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαμήναι...κ.λ.π.». «Αλίμονο σε μένα, γιατί η μοίρα γράφει ο πιο αγαπημένος μου από τους άντρες, ο Σαρπηδόνας, να σκοτωθεί από τον Πάτροκλο τον Μενοιτιάδη. Και η καρδιά μου έχει σταθεί ανάμεσα σε δυο σκέψεις καθώς το διαλογίζομαι, ή να τον αρπάξω και να τον βγάλω ζωντανόν μέσ’ απ’ τη μάχη την πολύδακρυ και να τον φέρω στην πλούσια Λυκία ή να τον αφήσω να σκοτωθεί απ΄τα χέρια του Μενοιτιάδη....» (Π 433-438). Κι η Ήρα σαν τάκουσε, τον αποπήρε το Δία («ποίον μύθος έειπας», δηλ. τι είν’ αυτά, που είπες;). Αντίθετα στη μοίρα (αίσα) θέλεις να σώσεις έναν άντρα θνητό; Κοίταξε καλά, γιατί τότε μπορεί κι άλλος θεός να θελήσει να σώσει το γιο του απ’ τη μάχη. Άφησέ τον να σκοτωθεί και στείλε το άψυχο κορμί του με τον Ύπνο και το Θάνατο στη Λυκία, όπου θα τον κηδεύσουν και θα του κάνουν και τάφο».

Ο Δίας υποτάχτηκε πικραμένος «αιματοέσσας δε ψιάδας κατέχευε έραζε παίδα φίλον τιμών...» («και ματωμένες σταλαγματιές έχυνε στη γη, για να τιμήσει τον αγαπημένο του γιο, που επρόκειτο να πεθάνει...»). Τελικά ο Πάτροκλος τον σκότωσε τον Σαρπηδόνα με το κοντάρι του τραβώντας έξω απ’ το κορμί του το κοντάρι έβγαλε έξω και τα σπλάχνα του και την ψυχή του. Κι αφού με φονικές μάχες οι Τρώες πήραν το άψυχο κορμί του, ο Δίας προστάζει τον Φοίβο να τον λούσει στα νερά του ποταμού, να το αλείψει με αμβροσία και να τον ντύσει άφθαρτα ρούχα. Κι ύστερα να τον στείλει με τον Ύπνο και το Θάνατο στην πατρίδα του τη Λυκία (Π 440-683). Κι ο Φοίβος έκανε όλα αυτά κι αυτό ήταν το τέλος του Σαρπηδόνα, του ήρωα γιου του Δία.

Δεν είμαστε από κείνους που πιστεύουν ότι οι καλλιτέχνες επινοούν δραματικές ιστορίες, για να τις κάνουν σενάρια στις καλλιτεχνικές τους επιδείξεις. Τουλάχιστον ο Όμηρος, όπως και οι μαθητές του οι τραγικοί, δεν ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Με τις υποθέσεις τους συνεχώς εκφράζουν το νόημα της ζωής, όπως το συλλαμβάνουν, και με τις ιστορίες θεών και ανθρώπων εκθέτουν τη θεολογία και την ανθρωπολογία τους.

Το σενάριο του Σαρπηδόνα συγκίνησε και τον Κωνσταντίνο Καβάφη και μας έδωσε ένα από τα καλύτερά του ποιήματα. Εκεί κι ο Καβάφης τονίζει την άτεγκτη μοίρα, που κυβερνά τα ανθρώπινα, τον απαραίτητο θάνατο, την αδυναμία του Δία (πατήρ ανδρών τε θεών τε!...) να παραβιάσει την ειμαρμένη κι έτσι το μόνο που ξεχώριζε τη μοίρα ενός ημίθεου από των άλλων ανθρώπων είναι οι διακόσιοι στίχοι, που αφιερώνει ο Όμηρος στη θανή του. Όλο κι όλο το μεγαλείο του ανθρώπου ένας πέτρινος τάφος! Φαίνεται σαν να είχε στο νου του ακριβώς το τέλος του Σαρπηδόνα ο ψαλμωδός όταν έγραφε:

...Εγώ δε λέγω υμίν θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες, υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως εις των αρχόντων πίπτετε...

Στο στίχο 426 της ραψωδίας Ρ ο ποιητής μας δείχνει τα άλογα του Αχιλλέα, που ήταν αθάνατα, όταν είδαν το θάνατο του Πατρόκλου, «κλαίον, επειδή πρώτα πυθέσθην ηνιόχοιο εν κονίησι πεσόντος υφ’ Έκτορος ανδροφόνοιο» («έκλαιον αμέσως απ’ την ώρα που κατάλαβαν πως ο ηνίοχος έπεσε μέσα στις σκόνες από τον Έκτορα τον αντροφονιά»). Στέκονταν εκεί πεισματικά και «δάκρυα δε σφιν θερμά κατά βλεφάρων χαμάδις ρέε μυρομένοισιν ηνιόχοιο πόθω. Θαλερή δε μιαίνετο χαίτη ζεύγλης εξεριπούσα παρά ζυγόν αμφοτέρωθεν...» («και δάκρυα θερμά απ’ τα βλέφαρα τους έπεφταν στη γη καθώς έκλαιγαν απ΄ τη στέρηση του ηνιόχου και η πλούσια χαίτη λερώνονταν καθώς ξέφευγε από τη ζεύγλη από δω κι από κει απ’ το ζυγό»).

Εδώ βέβαια παραείναι παραμυθένιο το μοτίβο, αλλά ο ασύγκριτος Όμηρος το εκμεταλλεύεται, για να πει και πάλι το βαρύ του παράπονο για την ανθρώπινη μοίρα, την άθλια. Ο Δίας που έβλεπε τα πάντα απ’ το θρόνο του, κοιλιές ν’ ανοίγονται, κεφάλια να σκίζονται και άλλα τέτοια φοβερά, συγκινήθηκε από τα δάκρυα των αθανάτων αλόγων και φωνάζει καταλυπημένος «Α δειλώ, τι σφώε δόμεν Πηλή ανακτι θνητώ...» («Α, δυστυχισμένα, γιατί σας δώσαμε στον Πηλέα το βασιλιά, που είναι ένας θνητός, εσείς όμως είσαστε αγέραστα κι αθάνατα; Ή για να έχετε βάσανα ανάμεσα στους δυστυχισμένους ανθρώπους, γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο δυστυχισμένο απ΄ τον άνθρωπο ανάμεσα σ’ όλα, όσα πάνω στη γη αναπνέουν και περπατούν»).

Ο Κ. Καβάφης πρόσεξε κι αυτό το επεισόδιο της Ιλιάδας και μας χάρισε το ποίημά του «Τα άλογα του Αχιλλέως». Το ποίημα του Καβάφη τελειώνει έτσι:

... Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων

αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμον»

είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω

καλύτερα να μη σας δίναμε άλογά μου

δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου

στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας;

Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας,

πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των

σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». – Όμως τα δάκρυα των

για του θανάτου την παντοτεινή

την συμφορά εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.

Κι εμείς που παίρνομε στα σοβαρά και τον Όμηρο και τον Καβάφη κι αναζητούμε μια φιλοσοφία ζωής πίσω από τις καλλιτεχνικές εκφράσεις, μπορούμε, νομίζω, ν’ ανοίξομε ένα διάλογο με τους ποιητές μας πάνω σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα.

«Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο

άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως...».

Τον πρόσεξες το στίχο αυτόν του Ομήρου,

τον πρόσεξες Κωνσταντίνε Καβάφη

όπου όχι τάλογα βέβαια αλλά ο ποιητής,

ο ίδιος ο Όμηρος, διαμαρτύρεται για το θάνατο

«Τόσο ανδρείος, δυνατός και νέος», γράφεις,

«ο Πάτροκλος, γιατί να πεθάνει;»

Μα ο πόνος, που κρύβεται βαθύτερα, είναι για όλους για όλη «την άθλια ανθρωπότητα», που είναι παίγνιον της μοίρας.

Ο Ζευς λυπάται τ’ άλογα τ’ αθάνατα,

που θλίβονται βλέποντας τη μοίρα των ανθρώπων.

Αυτά όμως που είχαν ζήσει κοντά μας,

«τα δάκρυά των για του θανάτου την παντοτεινή

την συμφοράν εχύνανε τα ζώα τα ευγενή».

Αλήθεια τι αγενής ο Ζευς,

που δεν είχε ένα δάκρυ, ένα λόγο καν

συμπόνιας για την άθλιαν ανθρωπότητα!

Αλήθεια, Όμηρε, για πες μας: Πως έφτασες

να φανταστείς του Αχιλλέως τα άλογα να κλαίνε

για τον επιφανή νεκρό, τον Πάτροκλο;

Κι εσένα τι σ’ έκανε, Κωνσταντίνε Καβάφη,

να πεις εκείνο «τα ζώα τα ευγενή»;

Δεν εφοβηθήκατε μήπως θυμώσει ο Ζευς

και σας εκσφενδονίσει από τον Όλυμπο του κεραυνούς του;

Τόσο πολύ σας κυρίεψε το παράπονο!..

Δηλαδή ο Όμηρος κι ο Καβάφης είδαν την εξευτελισμένη μοίρα των ανθρώπων πάνω στη γη και έκαναν τη διαμαρτυρία τους. Αλήθεια τι ζήλεψαν οι νοσταλγοί της ειδωλολατρίας και δεν θέλγονται από το «εξηγόρασας ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω Σου αίματι, τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις...»; Αυτή είναι η τραγωδία της ανθρώπινης ελευθερίας. Την ώρα που ο προφήτης της ειδωλολατρικής θεολογίας κλαίει γοερά κι απαρηγόρητα για την άθλια μοίρα του, ύστερ’ από δυο χιλιετίες εκκλησιαστικής εμπειρίας μετά από τόσα «Χριστός ανέστη» έρχονται κάποιοι να μας εξαπατήσουν για την αρχαία θρησκεία ίσως πιστεύοντας ότι είμαστε αδιάβαστοι και θα τους πιστέψουμε.

 

Τα παραπάνω λήφθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους από το εξαιρετικό βιβλίο τού Κώστα Γανωτή: «Η ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας των αρχαίων Ελλήνων». Έκδοσις Ι. Μητρ. Πειραιώς Πειραιάς 2002.

Δημιουργία αρχείου:28-6-2004.

Τελευταία ενημέρωση: 28-6-2004.

ΕΠΑΝΩ